Το φιλί του κόμη.pdf

June 26, 2018 | Author: bill | Category: N/A
Report this link


Description

Amanda McCabe TO ΦΙΛΙ TOY ΚΟΜΗ Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε. Φειδίου 18,106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438, 210 3629 723 www.arlekin.gr Τίτλος πρωτοτύπου: To Kiss a Count © 2009 Amanda McCabe © 2014 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατό- πιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved. Το λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά σήματα ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των θυγατρικών εταιρειών της και χρησιμοποιούνται από άλλους κατόπιν αδείας. Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Books S.A. All rights reserved. Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη Επιμέλεια: Κατερίνα Δημητρίου Διόρθωση: Ρήγας Καραλής Το βιβλίο αυτό είναι έργο φαντασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι το- ποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας του συγγρα- φέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα, τοποθεσίες ιδρύματα ή επιχειρήσεις είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή πε- ριληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με ο- ποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλον"- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. ISSN 1108-4324 ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 329 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. Made and printed in Greece. τον δούκα του Άβερτον. η λαίδη Γουέστγουντ. Ως και ο ίδιος ο σερ Γουόλτερ είχε παντρευτεί ξανά με την από χρόνια σύντροφό του λαίδη Ράσγουορθ και ανυπομονούσε να δει καινούρια μέρη. Θα πήγαιναν να περάσουν το καλοκαίρι στη Γενεύη. ή Κόρι. ενώ τα ευρήματα είχαν μελετηθεί και παραδόθηκαν στους αρχαιολόγους της περιοχής. η Κλειώ. βλέποντας όλα τα αξιοθέατα και συναντώ- ντας όλους τους επιστημονικούς ανταποκριτές του σερ Γουόλτερ πριν να έρθουν να εγκατασταθούν στη Σικελία. και οι δυο τους έλειπαν για το ταξίδι του μέλιτος σε χώρες της Ανατολής. μαζί με τη μικρότερη αδερφή της Θάλειας. μις Θάλεια! Πώς θα προλάβουμε να φύγουμε αύριο. εκπλήσσομαι που δεν έχεις κάνει ακόμα το πακετάρισμα επιστήμη». Η μεγαλύτερη αδερφή της Θάλειας. όλα όσα είχε δει. «Πραγματικά. Είχαν περιηγηθεί με το πάσο τους σ’ όλη την Ιταλία. είπε μ’ ένα γελάκι η Θάλεια. που τριγύριζε στο δωμάτιο φορ- τωμένη φορέματα. όμως ποτέ δεν έχουμε φύγει τόσο βιαστικά. νιώσει και κάνει μέσα σ’ αυτό το διά- στημα. είχε παντρευτεί την αληθινή αγάπη της. Πρόλογος Σικελία «Αχ. Μα εκείνη είχε κουρα- στεί να βλέπει καινούρια μέρη ύστερα από όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευ- ταίες εβδομάδες. την Τερψιχόρη. Μαίρη». τη Μαίρη. Ρωτούσε πότε θα . Ρούχα και παπούτσια ξεχείλιζαν από την ντουλάπα και τα συρ- τάρια. Έτσι. Τριγύρω στο πάτωμα έχασκαν ανοιχτά. Ο πατέρας της. Δεν υπάρχει χρόνος να γίνουν τα πράγματα σωστά!» Η Θάλεια δε διαφωνούσε πάνω σ’ αυτό. Η πιο μεγάλη αδερφή της. έχουμε ακόμα τόσα πολλά να κάνουμε!» Η Θάλεια σήκωσε το βλέμμα απ’ τα βιβλία και τα χαρτιά που πακετάριζε και κοίταξε την καμαριέρα της. θα επέστρεφε στην Αγγλία. Όλοι θεω- ρούσαν φυσικό πως η Θάλεια θα πήγαινε μαζί τους. μισογεμάτα μπαούλα. «Ναι. περίμενε το πρώτο τις παιδί και τα γράμματά της ήταν ασυνήθιστα ικετευτικά. Τώρα όμως η δουλειά του εδώ είχε σχεδόν τελειώσει. Είχαν ολοκληρωθεί οι ανασκαφές στην αρχαία πόλη. όπως την έλεγαν. δε συνήθιζε να επισπεύδει έτσι τα ταξίδια του. ο σερ Γουόλτερ Τσέις. «με τόσες μετακομί- σεις που έχουμε κάνει τελευταία. Όχι επειδή μπορούσε να τη ζεστάνει το λεπτό κασμίρ ύφασμα αλλά για να προστατευτεί από την απογοήτευσή της. Η Θάλεια υποψιαζόταν ότι η Καλλιόπη θα προτιμούσε την παρέα της Κλειώς. έδινε στα μαλλιά της την ανοιχτή απόχρωση των καλοκαιρινών νάρκισσων. μια πολύ καλή ζω- γράφος. Τη Θάλεια. που ξεχυνόταν απ’ τα παράθυρα. Δεν ήταν σαν τις άλλες Τσέις. συγκρίνοντάς τη με ροδαλές πορσελάνινες βοσκοπούλες. οι κληρονόμοι του έργου του πατέρα τους· η Κόρι ήταν μια πολλά υποσχόμενη καλλιτέχνης. Η Θάλεια κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της τουαλέτας της. Θα τους έκαναν να δουν την αλη- θινή της δύναμη. Όταν η Κλειώ την πλησίασε και ζή- τησε τη βοήθειά της για να συλλάβουν τη λαίδη Ρίβερτον. το άκουγε στα λόγια τους. εκείνη την οποία η μητέρα τους απο- καλούσε «το όμορφο άνθος» της. Ούτε για τη σύλληψη κακοποιών. τις ικανότητές της. ω- στόσο έδειχναν να πιστεύουν πως δεν υπήρχε τίποτα πίσω από τα γαλά- ζια μάτια της. η οποία είχε κλέ- ψει ένα σπάνιο θησαυρό από ασημένια ιερά σκεύη της ελληνιστικής περιό- δου. Η Θάλεια ήταν μία αναψυχή. πότε θα τους ξαναέβλεπε. Οι δυο μεγαλύτερες από τις Μούσες Τσέις είχαν πολύ στενή σχέση. οι οποίοι της αφιέρωναν κακή ποίηση. Η Θάλεια έφυγε από τον καθρέφτη της και τύλιξε πιο σφιχτά την ε- σάρπα γύρω από τους ώμους της. Μόνο κορδέλες και μυθιστορήματα. ενώ καμιά τους δεν ήταν πιο δυνατή. τα μεγάλα γαλάζια μάτια της. Η Καλ και η Κλειώ ήταν οι διανοούμενες της οικογένειας. την οποία όλοι θεωρούσαν άστατη και θεατρίνα. παίνευαν το συγγραφικό ταλέντο της. Παί- νευαν την ομορφιά της. όλα φαί- νονταν αρκετά όμορφα. η Θάλεια ενθουσιάστηκε. Φυσικά δεν της το έλεγαν ποτέ. Είχε ελπίσει πως τα παράξενα γεγονότα των περασμένων εβδομάδων θα άλλαζαν τη γνώμη τους απέναντι της. Ακόμα και οι δικοί της έδειχναν να συμμερίζονται αυτή τη γνώμη. της έκαναν τα χατίρια. της χαμογελούσαν. Ο ήλιος της Σι- κελίας. Ήταν διαφορετική. Επιτέλους θα μπορούσε να κάνει κάτι χρή- . Το σίγουρο ήταν πως τραβούσαν αρκετούς ανόη- τους θαυμαστές. Εκείνη όμως το έβλεπε στο βλέμμα τους. πιο ικανή απ’ την Κλειώ.επέστρεφαν στο σπίτι. η λευκορόδινη επιδερμίδα της. Το σε σχήμα καρδιάς πρόσωπό της. Όμως η Κλειώ έλειπε και η Καλλιόπη θα έπρεπε να αρκεστεί στη Θάλεια. Χειροκροτούσαν τα θεατρικά έργα της. Χρήσιμη για επισκέψεις στη μοδίστρα ή για ερασιτεχνικά θεατρικά δρώμενα αλλά όχι και για τοκετούς. Τον άν- θρωπο που ήταν σίγουρη πως είχε ερωτευτεί την Κλειώ. Το Σκοτεινό Κάστρο του Κόμη Ορλάντο . Το θεατρικό έργο της είχε φέρει αποτελέσματα. Η Θάλεια πήγε να κλείσει το παράθυρο και στάθηκε να χαζέ- ψει για μια στιγμή τον κήπο. τον πλακόστρωτο δρόμο πίσω από την αυλό- πορτα. Κανείς από αυτούς όμως δεν έμοιαζε έστω και στο ελάχιστο με τον Μάρκο. Η ίδια η λαίδη Ρίβερτον κατάφερε να το σκάσει. Και ήταν εντελώς ειρωνικό να βρει επιτέλους έναν παθιασμένο. γεμάτη από έρωτες και ματαιώσεις. Τον ομορφότερο άντρα που είχε γνωρίσει ποτέ της. Ούτε όμως και τον άνθρωπο τον οποίο ήθελε να εντυπωσιάσει περισσό- τερο απ’ όλους. Ήταν στ’ αλήθεια όμορφη η γεμάτη σκόνη και ήλιο παλιά πόλη της Σάντα Λουτσία. ο εκτυφλωτικός ουρανός και οι γύρω λόφοι όταν θα βρι- . Ήταν μια όμορφη περιπέτεια που διαδραματιζόταν στην αναγεν- νησιακή Ιταλία. φαντάσματα και κατάρες. Η Αγγλία. Άραγε θα της έλειπε η νωχε- λική της ζέστη. Ένα χειρόγραφο έπεσε από τα χέρια της και τα φύλλα σκορ- πίστηκαν στο χαλί. Τον κόμη Μάρκο ντι Φαμπρίτσι. Όμορφη και γεμάτη μυστικά. Έξω απ’ το παράθυρο ο αέρας δυνάμωνε κουνώντας ζωηρά τα φύλλα της λεμονιάς. Οι αδερφές της την πείραζαν επειδή απέρριπτε όλους τους θαυμαστές της.σιμο. γιατί ανάγκασε το σύ- νεργό της λαίδης Ρίβερτον να αποκαλυφθεί. Σ’ αυτή την αναζήτηση η Θάλεια δε θα έπαιρνε μέ- ρος. το μάτι της πήρε τον τίτλο. σατανικά εγκλήματα. τώρα όμως έπρεπε να βοηθήσει τη Μαίρη να τελειώσει το πακετάρισμα. Καθώς γονάτιζε να τα μαζέψει. Έδεσε τις σελίδες μ’ ένα κορδόνι και τις έκρυψε στο μπαούλο.Ιταλική Ρομαντική Ιστορία σε Τρεις Πράξεις. Ήταν το θεατρικό έργο της. την περίμεναν. γοητευτικό άντρα κι αυτός να αγαπάει την αδερφή της! Η Θάλεια συνέχισε να τακτοποιεί τα βιβλία και τα χαρτιά της μέσα στο μπαούλο της. Τον Ιταλό αρχαιολόγο και αρι- στοκράτη. η πραγματικότητα. εκείνο που ξεκίνησε να γράφει όταν συνά- ντησε τον Μάρκο και άρχισε να ξετυλίγεται η ιστορία του ασημένιου θη- σαυρού. Τώρα ένιωθε πως ήταν ανώφελο να τη συνεχίσει. στη συνέχεια όμως όλα πήγαν στραβά. Δε βοήθησε ούτε την αδερφή της ούτε τον πατέρα της. Το σύντροφό της στη θεα- τρική παράσταση αλλά και στις φιλονικίες. Η Θάλεια ήταν ενθουσιασμένη γράφοντας αυτή την ιστορία. Κάτι που θα αποδείκνυε πως ήταν κι αυτή μια Τσέις. Ίσως μια μέρα θα τις διάβαζε πάλι και θα γελούσε με τις ανόητες φαντασιώσεις της. προφανώς μαζί με τον ασημένιο θησαυρό και τώρα η Κλειώ και ο σύζυγός της προσπαθού- σαν να την εντοπίσουν. Ήταν ο Μάρκο. στοιβάζοντάς τα δίπλα στο σιντρι- βάνι του κήπου. να όμως τώρα που τον έβλεπε μπροστά της. Τότε τον είδε. Η κλασική ομορφιά του μόνο ελάχιστα αγρίευε από μια σκιά γένι στο πιγούνι του. Πράγματι. κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και όρμησε έξω στον κήπο. Και μυστικά. Τι όμορφος που εί- ναι. την αδρή ιταλική μύτη και γύρω από τα λαμπερά μαύρα μάτια του. Ένας Έλληνας θεός στο ναό του. ήξερε να διακρίνει έναν ηθοποιό. σκέφτηκε μέσα της καθώς τον κοιτούσε. που περπατούσε αργά έξω από την αυλόπορτα τους. Απέφυγε τους υπηρέτες που την προσπέρασαν στο δρόμο και τε- λικά έφτασε μπροστά στον Μάρκο. Το δέρμα του ήταν ηλιοκα- μένο πάνω στα ψηλά. ένας πολύ καλός ηθοποιός. τα οποία η Θάλεια λαχταρούσε να ξεσκεπάσει. Ο Μάρκο όρθωσε το κορμί του και της χαμογέλασε. Η χαμηλή σιδερένια πύλη τούς χώριζε σαν αδιαπέραστος ωκεανός. Ο Μάρκο έσκυψε πάνω από την κλειδωμένη καγκελόπορτα και παρακολούθησε την κίνηση έξω από το σπίτι της χωρίς καμία έκφραση στο μελαχρινό. καταπράσινη Αγγλία. η Θάλεια γύρισε και βγήκε τρέχο- ντας από το δωμάτιο. Τα μαλλιά της ανέμισαν στην αύρα και έδιωξε μια χρυσαφένια τούφα από το μέτωπό της. Μα η Θάλεια είχε γνωρίσει πολλούς όμορφους άντρες στη ζωή της. παρά την περιβόητη επιμονή των Τσέις. Ο Μάρκο είχε κάτι περισσότερο από όμορφη εμφάνιση. Πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε. μια απόχρωση πλούσια σαν φίνα σοκολάτα. Η Θάλεια είχε ακούσει πως ο Μάρκο έφυγε από τη Σάντα Λουτσία μετά το γάμο της Κλειώς. Η Θάλεια έγειρε απ’ το περβάζι και κοίταξε το βουνό των αποσκευών να μεγαλώνει ολοένα. Μια δυνατή ευφυΐα. Ο Μάρκο ήταν εξαιρε- τικά επιδέξιος στις μεταμφιέσεις. αλλά και πολλούς από τους δικούς της θαυμαστές. έτσι όπως ο χρόνος της σ’ αυτό το μέ- ρος όλο και λιγόστευε.σκόταν πίσω στην κρύα. γωνιώδη ζυγωματικά του. Σαν τον δικό της κόμη Ορλάντο στο σκο- τεινό του κάστρο. Τους συζύγους των αδερφάδων της. Οι καμπάνες της εκκλησίας σήμαναν την ώρα και οι υπηρέτες συνέχισαν να κουβαλούν μπαούλα και κιβώτια. . Αμφέβαλλε όμως αν θα μπορούσε όντως να ανασκάψει τη μυστική ψυχή του. Πολλά μυστικά. που μόνο επιφανειακά έκρυβαν οι ιπποτικοί του τρό- ποι. Ο ήλιος έκανε τα μαύρα μαλλιά του να λάμπουν σαν απροσμέτρητη νύχτα. Όντας και η ίδια καλή στα μασκαρέματα. υπέ- ροχο πρόσωπό του. ή ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας στο θρόνο του. Είχε ένα φλογερό πάθος. θλιμ- μένο ύφος του στο γάμο της Κλειώς. ούτε μια μικρή σπίθα από την παρά- ξενη φιλία που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους στη σκηνή εκεί-νου του αρ- χαίου θεάτρου. Ο αναγεννησιακός πρίγκιπάς της. έτσι δεν είναι.. πεζή πραγματικότητά της. Η Θάλεια δεν μπο- ρούσε να διαβάσει τίποτα μέσα τους. της είπε. κι αυτό της έδωσε τη δύναμη να γελά- σει αμέριμνη. του είπε δείχνοντας προς τα μπαούλα. επιστράτευσε όλες τις δραματικές ικανότητές της για να κρύψει τα αληθινά αισθήματα της. Ήταν στ’ αλήθεια πολύτιμες στιγμές που δε θα ξεχνούσε ποτέ. άχρηστη. Τελικά τον κοίταξε πάλι και είδε πως ο Μάρκο την παρακο- λουθούσε προσεκτικά με τα πελώρια μαύρα μάτια του. της απάντησε μ’ ένα χαμόγελο. Το ότι για μια ακόμα φορά η Θάλεια βρισκόταν στη σκιά της αδερφής της.» Ο Μάρκο γέλασε κι ο γλυκύτατος ήχος του γέλιου του έκανε τη Θάλεια να θέλει να γελάσει κι εκείνη. «Νόμιζα πως έφυγες από τη Σάντα Λουτσία». Εκείνο το συγκλονιστικό χαμόγελό του με το τέλειο λακκάκι. «Τα τετράδια ζωγραφικής της Κόρι. ε- πιπόλαιη Θάλεια και οι περιπέτειές της στη Σικελία θα έμοιαζαν στο εξής . γελώντας -προσποιούμενοι τους ερωτευμένους καθώς πρόβαραν τους ρόλους τους. σινιορίνα Θάλεια». Η Θάλεια κοίταξε αλλού. Και τώρα αμφέβαλλε αν της απέμεναν έστω δέκα λεπτά. τις λεπτομερείς σημειώσεις του πατέρα μου πάνω στη δουλειά του. Διαφωνώντας. Δεν είχαν ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Μόνο εκείνες τις λι- γοστές στιγμές που θα βρίσκονταν για τελευταία φορά μαζί.» «Και τα κοστούμια σου από την Αντιγόνη.. Κι όμως θυμόταν τις ώρες που είχαν περάσει μαζί στο αρχαίο θέατρο. Θυμήθηκε το σοβαρό. Όμως παίξαμε μια διαφορετική δραματική σκηνή οι δυο μας. του είπε. Όπως δε θα ξεχνούσε κι εκείνον. «Κι εγώ το ίδιο. Να θέλει να τυλίξει τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του για μια τελευταία φορά πριν η ζωή της επιστρέψει στην γκρίζα. «Είχαμε πολλές ετοιμασίες για τη βιαστική αναχώρηση μας. «Το ίδιο νόμιζα κι εγώ για εσάς. Θα γινόταν πάλι η όμορφη. «Λυπάμαι που δεν καταφέραμε να παίξουμε το έργο του Σοφοκλή».» «Κι αυτά». βλέπεις». Ο οποίος τύχαινε να αγαπά την α- δερφή της.δε θα μπορούσε να διακρίνει τον αληθινό εαυτό του ακόμα κι αν είχε στη διάθεσή της δέκα χρόνια για να τον μελετήσει. Θα ήταν στ’ αλήθεια φριχτό αν εκείνος μάθαινε τα αισθήματά της. την έκανε να συγκρατιέ- ται λίγο μπροστά στο χείλος της αβύσσου. Ίσως. «Βλέπεις αυτό που είμαι». αλλά αναρωτιέμαι αν θα γίνω κι εγώ ένα φά- ντασμα εδώ». «Σε ποιον μι- λάς εκεί. «Είσαι πολύ καλή ηθοποιός.» της είπε με μια δυσοίωνη ένταση αντί για το κεφάτο ιταλικό χιούμορ του. μουρμούρισε. «να περιπλανιέται χαμένος γύρω απ’ την αρχαία αγορά». «Αναρωτιέμαι αν θα αφήσω εδώ τον αληθινό εαυτό μου». «Σίγουρα είσαι το πιο τρομαχτικό φάντασμα που είδε ποτέ η Σικελία». κάποια βαθιά κρυμμένη επιφυλακτικότητα. Το χάδι του ήταν ελαφρύ σαν πού- πουλο κι όμως η επαφή μαζί του ήταν σαν σπίθα φωτιάς πάνω στο δέρμα της. Όμως κάτι. Θάλεια.. του είπε μονομιάς. «Είμαι ένα ανοιχτό βιβλίο». του ψιθύρισε. Θα γίνονταν μια ζεστή ανάμνηση για τις κρύες νύ- χτες.. Η Θάλεια λαχταρούσε αυτή τη φωτιά. «Είναι ο κόμης Ντι Φαμπρίτσι. όμως νομίζω πως βλέπω. εκείνη όμως δε θα έπεφτε ακόμα. της είπε. Ατρόμητη. πατέρα».» «Θάλεια!» τη φώναξε τότε ο πατέρας της από την πόρτα.» «Θα ακουστεί παράξενο.. «Σπουδαίο κομπλιμέντο! Νομίζω πως ούτε κι εγώ ξαναείδα ποτέ μου τόσο στοιχειωμένο μέρος. «Ίσως τι. του φώναξε πίσω κοιτώντας ακόμα το χέρι του Μάρκο πάνω στο δικό της. Η Θάλεια χαμογέλασε ευγενικά στον Μάρκο.. Η καρδιά της ακροβατούσε δίπλα σ’ έναν γκρεμό· θα έπρεπε απλώς να τη σπρώξει για να ξεμπερδεύει μια για πά- ντα. Η άβυσσος περίμενε ακόμα. «Φυσικά». Η Θάλεια αναρωτήθηκε μήπως ο Μάρκο μπορούσε πράγματι να διαβάσει την ψυχή της. Εκείνος το τράβηξε μακριά και τότε η μαγική στιγμή χάθηκε για τα καλά. αφήνοντας στη θέση της εκείνο το χλομό άγαλμα που τόσο τη φόβιζε. παρ’ όλο που ήξερε πως θα την έκανε στάχτη. «Προσκάλεσε τον μέσα! Θέλω να ρωτήσω τη γνώμη του για τα νομί- σματα της Κλειώς και το τι μπορώ να τα κάνω».» Η φωνή της έσβησε και πήρε πάλι το βλέμμα της μακριά του. . Στο κάτω κάτω ήταν γνωστό πως ήταν ξεροκέφαλη. Ο Μάρκο άγγιξε απαλά το χέρι της.με ένα μακρινό όνειρο. «Ποιος είναι ο αληθινός εαυτός σου.» Η Θάλεια ένιωσε βαθιά ευγνωμοσύνη για τη διακοπή όσο κι αν η καρδιά της βούλιαξε για το τέλος του μικρού τετ-α-τετ τους. «Έχω ακούσει πολλά ψέματα στη ζωή μου. «Ελάχι- στα όμως ήταν τόσο μεγάλα όσο αυτό. Ίσως μια μέρα να σε δω σ’ αυτή την “αληθινή ζωή” σου και να κρίνω μόνος μου τη Θάλεια Τσέις». «Κι άλλο ψέμα. στην αληθινή ζωή μου είμαι προβλέψιμη όσο και το φεγγάρι». . να μπορούσε να του δείξει ότι η Κλειώ δεν ήταν πλασμένη γι’ αυτόν. Μακάρι να ήταν έτσι! Μακάρι να μπο- ρούσαν να συναντηθούν ξανά. εκείνη είναι ανοιχτό βιβλίο. Ο Μάρκο γέλασε. σινιορίνα». Όμως αυτό δεν ήταν παρά ένα ακόμα ανέφικτο όνειρο. Μάρκο. Έτσι την έβλεπε. αλήθεια. Εκείνη του χαμογέλασε θλιμμένα. πόσο σημαντική ήταν η γνωριμία τους γι’ αυτή. Ωστόσο έδειχνε πως εξακολουθούσε να μην την καταλαβαίνει. ποτέ δεν της είχαν κάνει με- γαλύτερο κομπλιμέντο. Να του δείξει πώς ένιωθε μέσα της η Θάλεια. ναι. την άλλη λάμπει ηλιόλουστος. υποπτεύομαι. Αν ήταν αλήθεια. τότε σίγουρα δε θα συναντιόνταν ποτέ ξανά. πάντα απρόβλε- πτος». της είπε. Και η Θάλεια θα ζούσε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της με την ανά- μνησή του. Όταν θα έφευγε από τη Σικελία. «Με γνώρισες σε πολύ ασυνήθιστες συνθήκες. Εσύ όμως είσαι σαν τον ουρανό της Σικελίας -τη μια προμηνύει καταιγίδα. Στην Αγγλία. Η αδερφή σου η Κλειώ. όταν εκείνη θα άνοιγε πανιά για την Αγγλία κι εκείνος επέ- στρεφε στο σπίτι του στη Φλωρεντία. Η Καλλιόπη της χαμογέλασε κι εκείνη. Πάνω στον πυρετό των προετοιμασιών μαζί με νοσοκόμες και υπηρέ- τριες. γιατί όταν κοιτάζω τώρα έξω απ’ το παράθυρο καταλαβαίνω ότι έχω ξυπνήσει πραγματικά. Η Θάλεια έκλεισε τα μά- τια της και για μια στιγμή θα έπαιρνε όρκο ότι μύρισε το άρωμα των λεμο- νόδεντρων στον αέρα. Ύστερα όμως η άμαξα χοροπήδησε πάνω σε μια ακόμα λακκούβα του αγγλικού δρόμου διώχνοντας απότομα τις μνήμες της· Άνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε στην αδερφή της. απέραντες εκτάσεις με χωράφια και χωριά. ένα τοπίο εντελώς διαφο- ρετικό από τις ηλιόλουστες κοιλάδες της Σικελίας. έγραφε στο ημερολόγιό της η Θάλεια. Ένιωσε τη ζεστή αύρα να ανεμίζει τα μανίκια στα μπράτσα της σαν το πιο φευγαλέο χάδι. η Θα- . Αυτή η χλομάδα ήταν και ένας από τους λόγους αυτού του ταξιδιού στο Μπαθ. την Καλλιόπη ντε Βιρ. Παρά τα μαξιλάρια και τις κουβέρτες γύρω της. όμως η Θάλεια είδε πως ήταν μια βεβιασμένη προ- σπάθεια. Η όρεξή της είχε κοπεί και δεν είχε την ενέργεια για τις συνη- θισμένες οργανωτικές δραστηριότητες της. η οποία καθόταν απέναντι της. λαίδη Γουέστγουντ. Ο δρόμος κυλούσε ανάμεσα σε μια πλούσια βλάστηση από θαμνοστοι- χίες. Τα καστανά μάτια της φάνταζαν πελώρια πάνω στο κάτωχρο πρόσωπό της. Ο ίδιος είχε προπορευτεί για να βρει ένα κατάλληλο σπίτι και η Θάλεια είχε οργα- νώσει το ταξίδι. Κεφάλαιο 1 Μπαθ Είναι δυνατόν να βρισκόμουν στ’ αλήθεια στη Σικελία μόλις πριν μερι- κούς μήνες. η Καλλιόπη παρέ- μενε χλομή. Θα πρέπει στ’ αλήθεια να ήταν ένα όνειρο. Η Καλλιόπη δεν είχε ακόμα αναρρώσει από τον πολύωρο και δύ- σκολο τοκετό της μικρής Ψυχής και αδυνάτιζε μέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο. ισορροπώντας το δερ- ματόδετο βιβλίο πάνω στο φορητό θρανίο της ενώ η άμαξα τρανταζόταν στο δρόμο. παρά το τσάι και το ζελέ πατσά με τα οποία την τάιζε διαρκώς η Θάλεια. για να διευθετηθούν όλα και να κλείσει το σπίτι στο Λονδίνο. Η Θάλεια άρχισε να ανησυχεί πραγματικά όταν η μεγάλη αδερφή της έ- παψε να της δίνει διαταγές και ήλπιζε ότι η ιδέα του Κάμερον να πάει η Καλλιόπη για μερικές ημέρες στα θερμά λουτρά θα της έκανε καλό. «Είμαστε μια γυναικοκρατούμενη οικογένεια. «Ομολογώ πως έμεινα κατάπληκτη όταν άκουσα για το γάμο της Κλειώς. Η Καλλιόπη χαμογέλασε γλυκά στην κόρη της. «Και τώρα έχουν προστεθεί ανιψιές και πεθερές στην οικογένειά μας». «Φοβάμαι πως το φταίξιμο είναι δικό μου. Με τον Άβερτον μισιούνταν θανάσιμα! Κι ύστερα από όσα έγιναν στο Γιόρκσαϊρ. «Κανένα καινούριο έργο. το πώς ακτινοβολούσε η αδερφή τους όταν πήρε το χέρι του δούκα και επανέλαβε τους όρκους της. «Λες να γίνει σαν τη θεία της την Κλειώ.. Σχεδόν.» «Κάποιες σημειώσεις στο ημερολόγιό μου».λεια είχε σχεδόν ξεχάσει τη Σικελία και τον Μάρκο. που δεν έχεις πάρει ανάσα μετά την επι- στροφή σου από την Ιταλία!» «Δε με πειράζει καθόλου. ρίχνοντας μια ματιά στο καλάθι όπου η Ψυχή κοιμόταν μέσα στα μεταξωτά σκεπάσματά της. Η Θά- λεια κοίταξε το μωρό που κοιμόταν αγγελικά μέσα στα ροζ σατέν και τις δαντέλες του. αυτό είναι σίγουρο». «Τότε είναι πράγματι μεγάλη τύχη που είμαστε τόσες αδερφές!» είπε η Καλλιόπη γελώντας. «Τι γράφεις. Η Καλλιόπη έστρωσε την κουβερ- τούλα γύρω από τους ώμους της Ψυχής και έγειρε προσεκτικά την πλάτη στο κάθισμά της. Η Καλλιόπη αναστέναξε. «Το έχω καταλάβει». η μικρή μυτούλα του ζάρωσε. Η Καλλιόπη παρατήρησε τη Θάλεια κάτω από το στενό γείσο του καπέλου της κι εκείνη ένιωσε αμήχανη.» Η Θάλεια θυμήθηκε το γάμο της Κλειώς στην προτεσταντική εκκλησία της Σάντα Λουτσία. καθώς η Θάλεια τα χάιδεψε απαλά.» ρώτησε η Καλλιόπη. Γι’ αυτό είναι οι αδερφές. Θυμήθηκε ακόμα τον Ά- βερτον να ανασηκώνει το νυφικό πέπλο της και να τη φιλά με αγάπη. Το μωρό ευτυχώς είχε αποκοιμηθεί μετά από κλάμα ωρών. Όταν ήταν μικρές η Καλλιόπη καταλάβαινε πάντα πότε η Θάλεια είχε κάνει κάποια σκαντα- λιά και μπορούσε να εκμαιεύει τις εξομολογήσεις της μικρότερης αδερφής . «Ναι. «Στην Ιταλία μπορούν να συμβαίνουν μαγικά πράγματα». «Φοβάμαι πως τίποτα δε θα την εμποδίζει να εκφράζεται ελεύθερα». «Και ατσάλινα πνευμόνια». «Η Ψυχή ήδη α- ποδεικνύεται γνήσια Τσέις». Είσαι τόσο απασχολημένη μαζί μου.» «Μια δούκισσα. «Δεν έχω αρχίσει ακόμα κανένα έργο». Είχε μαύρα σγουρά μαλλιά σαν της μητέρας του και. πράγματι έχει σιδε- ρένια θέληση». για να βοηθούν η μια την άλλη όποτε έχουν ανάγκη». απάντησε η Θάλεια κι έ- κρυψε το μικρό βιβλίο της. Δεν αποκλείεται».. Θέλεις να σταματή- σουμε για να ξεκουραστείς λίγο.» Η Θάλεια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και από το γάμο της Κλειώς πέρασε νοερά σε μια αστροφώτιστη νύχτα. Ωραίο δεν ακού- γεται. Ποιος ξέρει. Είμαι η ίδια που ήμουν πριν φύγω».. «Θα ακούγεται ωραίο μέχρι να βρεθείς σε κανένα παγωμένο κά- στρο της Έσσης! Μάλλον αυτό δε θα σου ταίριαζε καθόλου».» Η Καλλιόπη γέλασε και επιτέλους τα χλομά μάγουλά της πήραν λίγο χρώμα. Αυτό το διαβολεμένο ταρακούνημα.. «Ω. Ήταν φανερό ότι η Καλλιόπη δεν την πίστευε. Όμως η Καλλιόπη απλώς της χαμογέλασε με αθωότητα. προσπαθώ-ντας να καταλάβει αν υπονοούσε κάτι πίσω από το τελευταίο σχόλιό της. «Το ελπίζω. καλή μου Θάλεια. παλιά ρωμαϊκά αξιοθέατα. Η Καλλιόπη πήρε το χέρι της Θάλειας καθησυχάζοντάς την. «Δυστυχώς όχι. όπως το ότι θα σε ξαναδώ γερή και δυνατή.της σε χρόνο ρεκόρ. «Έχεις δίκιο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει μέχρι σήμερα. Τουλάχιστον προς το παρόν. μη φοβάσαι. είπε αμέριμνα η Θά- λεια. Αν ήξερε και την πείραζε. Πλούσιους άντρες που κάνουν θεραπεία για την ποδάγρα και νεαρές συζύγους που σπρώ- χνουν τα καρότσια. Καλ. Δεν τα πάω καλά με τους παγωμένους χειμώνες ούτε με κά- στρα που θερίζονται από ρεύματα». είπε κακόκεφα η Καλ- λιόπη κι ήταν το πρώτο παράπονο που άκουσε ποτέ από το στόμα της η Θάλεια. «Φτωχή μου Θάλεια.» «Όχι. Κουράστηκα να είμαι κουρασμένη». «Έχει θέατρο. μπορεί να βρω κανέναν Γερμανό πρίγκιπα και να ξεπεράσω σε τίτλο την Κλειώ! Πριγκίπισσα Θάλεια. Η Θάλεια έγειρε μπροστά ανήσυχη και σκέπασε καλύτερα τα γόνατα της Καλλιόπης με την κουβέρτα. «Είμαι σίγουρη ότι το Μπαθ δεν είναι μακριά. Όμως το Μπαθ θα έχει τα δικά του πλεονεκτήματα. Μια μασκαράτα. Καλ. Προτιμώ να φτάσουμε πριν τη νύχτα. . όχι». όμως έδειχνε πολύ κου- ρασμένη για να επιμείνει περισσότερο. έχω αρκετές ελπίδες στο Μπαθ». «Μήπως πονάς. πάρκα. «Ιδίως μετά την Ιταλία. Συνέβη σ’ εσένα τίποτα μαγικό εκεί πέρα. Ανυπομονώ να δω τον Κάμερον». Ούτε και Ιταλούς με όμορφα μαύρα μάτια!» Η Θάλεια κοίταξε έντονα την Καλλιόπη. «Κι εσύ. Είσαι υποχρεωμένη να νταντεύεις εμένα μετά από τόσο συναρπαστικές διακοπές! Και τώρα σε τραβολογάω στην ντεμοντέ λουτρόπολη του Μπαθ! Έμαθα πως στην Αίθουσα Δεξιώσεων δε θα βρεις ποτέ τη γοητεία των αρχαίων ερειπίων. Τα λουτρά θα σου κάνουν καλό». ένα χορό.» «Ακριβώς. προσπαθώντας να κρύψει την ολοένα και μεγαλύτερη έγνοια της. χτισμένη μόνο για αναψυχή. «Μα ποιο κρεβάτι. Η Θάλεια παρατηρούσε τις καλοντυμένες οικογέ- νειες μέσα στα λαντό τους και τα όμορφα ζευγάρια που κυκλοφορούσαν με τα παετόνια τους. Οι πεζοί τριγύριζαν στα δρομάκια επιδεικνύοντας τα μοντέρνα ρούχα τους ενώ πίσω τους έτρεχαν υπηρέτριες φορτωμένες με . για καλή υγεία και ευεξία. «Το μικρό μας τρίο θα ολοκληρωνόταν και πάλι». δε θα μου άρεσε να περάσω όλον το χρόνο στο κρεβάτι του πόνου». Σαν γνήσια Τσέις που ήταν. «Ναι. Ακόμα και μετά τα συγκλονιστικά τοπία της Ιταλίας. «Φαίνεται πως θα ήμασταν ένα κουαρτέτο τώρα». Η Θάλεια γέλασε. Η Καλλιόπη και ο άντρας της δεν είχαν χωριστεί ποτέ μετά το γάμο τους. Αχ. η άμαξα έμπαινε στην πόλη και η κα- μπίνα τρανταζόταν πάνω στους πλακόστρωτους δρόμους με την ατελεί- ωτη ροή των οχημάτων. της άρεσε αυτή η πόλη με τους στοιχισμένους κίονες και τις καθαρές γραμμές των κτιρίων. «Λέει ότι βρήκε ένα όμορφο σπίτι στο Ρόγιαλ Κρέσεντ. είμαι βέβαιη». Είχαμε πολύ καιρό να ξανα- βρεθούμε». Ήταν τόσο αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο που ήταν απορίας άξιο πώς άντεχαν. η λουτρόπολη του Μπαθ φάνταζε αρκετά όμορφη στα μάτια της Θάλειας. που βούιξε όλη η καμπίνα της άμαξας. Η Ψυχή διάλεξε εκείνη τη στιγμή για να ξυπνήσει και έβγαλε μια τόσο τσιριχτή κραυγή. Πέντε κομψές καμάρες υψώνονταν πάνω από τη γέφυρα αλλάζο- ντας το τοπίο της πόλης και των γύρω λόφων. έτσι θα είμαστε κοντά σε όλα». Η άμαξα έστριβε τώρα σε μία από τις γέφυρες του ποταμού Έιβον και κατευθύνονταν προς το Μπαθ. Από μακριά δεν ακουγόταν το βουητό της κι έμοιαζε με μια κουκλίστικη πόλη. να ήταν εδώ και η Κλειώ!» Η Καλλιόπη έσφιξε το χέρι της Θά- λειας. είπε η Καλλιόπη. Ενώ η Ψυχή συνέχιζε το κλάμα. είπε η Καλλιόπη και σήκωσε την κόρη της από το καλάθι. Σαν τις διαδοχικές στρώσεις μιας περίτεχνης γαμήλιας τούρτας από αχνοκίτρινη πέτρα ζω- γραφισμένης πάνω στις λοφοπλαγιές. γιατί όλη μέρα θα τριγυρίζεις στο αντλιοστάσιο! Κι είμαι πολύ χαρούμενη που θα είμαι μαζί μ’ εσένα και τη μικρή Ψυχή. Για ήρεμες βόλτες και πολιτισμένες συ- ζητήσεις. Δε θα προλαβαίνεις να είσαι στο κρεβάτι. «Το ίδιο ανυπομονεί κι εκείνος. Για καινούρια όνειρα αν η Θάλεια μπο- ρούσε να τα βρει. «Θα ήθελα να διασκεδάσουμε λίγο όσο εί- μαστε εκεί. Η Θάλεια κοίταξε πάλι έξω απ’ το παράθυρο. κόρη και εγγονή φιλολόγων. Και κανείς από τους ά- ντρες που προσπερνούσαν δεν έμοιαζε ούτε στο ελάχιστο με τον Μάρκο ντι Φαμπρίτσι. «Βλέπεις. παίζουν το Ρωμαίος και Ιουλιέτα την επόμενη βδομάδα! Πρέπει να πάμε. αν έβλεπαν την άφιξη των δυο λόγιων γυναικών με το φασαριόζικο παιδί τους! Παρ’ όλο που η Καλ ήταν μια κόμισσα. Η Καλλιόπη κοίταξε πάνω από τον ώμο της κουνώντας το μωρό στην α- γκαλιά της. Κοίτα. γιατί είχε πάψει το κλάμα και κοιτούσε γύρω με τα μεγάλα καστανά μάτια της. . φυσικά. Μπορούμε να πάμε αργότερα». Η άμαξα λικνιζόταν αργά στον ημικυ- κλικό δρόμο. Σε λίγο είχαν αφήσει πίσω τούς συνωστισμένους δρόμους πίσω τους και πλησίαζαν στην άνεση και ησυχία του Ρόγιαλ Κρέσεντ. σκέφτηκε η Θάλεια. Κατέβασε το παράθυρο και ανάσανε βαθιά τις ανάμεικτες μυρωδιές. «Το Μπαθ δεν είναι τόσο κακό. α- κόμα και της Ψυχής αρέσει. Καλ. Μια μικρή γεύση από Ιταλία στο Μπαθ». καπέλα. Τα σπίτια απέπνεαν έναν αέρα γαλήνης και ευη- μερίας. οι οποίες πλανιόταν παντού στην ατμό- σφαιρα. Το έβρι- σκαν μεγάλο χάσιμο χρόνου. από χώμα. η οποία είχε χώ- σει τα μικρά δάχτυλά της στο στόμα και παρακολουθούσε τον ήλιο να λα- μποκοπάει πάνω στις πέτρες.πακέτα. «Πάντα μου αρέσει το θέατρο. Θάλεια». Η Θάλεια θυμήθηκε τη σκονισμένη Σάντα Λουτσία με τις αρχαίες αγορές και τα μικρομάγαζα. ένα τέλειο μέρος για την ανάπαυση της Καλλιόπης. ζαχαρωτή κανέλα από κάποιο φούρνο και την αμυδρή μεταλλική οσμή από τα λουτρά. βιβλία και αφίσες. Δε θέλω να νιώθω σαν ανάπηρη». Οι βιτρίνες είχαν μια ποικιλία από όμορφα εμπορεύματα τόπια από μου- σελίνες και μετάξια. Η Σικελία απείχε πράγματι πολύ μακριά. Πόσο θα ενοχλούνταν εκείνοι οι σνομπ αρχιτέκτονες. περνώντας μπροστά από τα αστραφτερά σκαλοπάτια και τους κίονες των κτιρίων. Ως και η Ψυχή φαινόταν συνεπαρμένη με την πόλη. Η γειτονιά που είχε διαλέξει ο Κάμερον για τις διακοπές τους ήταν μια κομψή σειρά από τριάντα σπίτια. άλογα. μια πινακίδα του θεάτρου Ρουαγιάλ. «Μπα! Δε θα πάθω δα και τίποτα αν καθίσω λίγη ώρα στο θέατρο. χτισμένα σε νεοκλασικό στυλ για τους πιο διακεκριμένους από τους επισκέπτες του Μπαθ. είπε η Καλλιόπη. Η Θάλεια χαμογέλασε στην αδερφή της και στην Ψυχή. Όμως παραδεχόταν πως ήταν πολύ όμορφα εκεί και το περιβάλλον ταί- ριαζε με τις κλασικές σπουδές τους. Οι Τσέις ποτέ δε φέρονταν με σνομπισμό. Εσύ όμως δεν πρέπει να κουράζεσαι. πορσελάνες. είπε με πείσμα η Καλλιόπη. γυαλιστερές πυραμίδες από γλυκίσματα. Ένας υπηρέτης έσπευσε να ανοίξει την πόρτα της καμπίνας και πίσω του ήρθε ο σύζυγος της Καλλιόπης. Ο Καμ κρατούσε την Καλλιόπη τόσο σφιχτά σαν να ήταν κάποιο πολύτιμο αλαβάστρινο μπι- μπελό. κόμης του Γουέστγουντ. Η Θάλεια πήρε την Ψυχή στην αγκαλιά της και παρακολούθησε το ζευ- γάρι να αγκαλιάζεται μπροστά στους περαστικούς. καθώς η άμαξα σταμάτησε μ’ ένα τράνταγμα μπροστά στο τελευταίο σπίτι του ημικυκλίου. καθώς κοιτούσε τη σύζυγό του και έπαιρνε το χέρι της για να τη βοηθήσει να κατέβει από την άμαξα. Δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένο ζευγάρι. μια κυρία με κεντητό ζακέτα και μεγάλο καπέλο με φτερά. Ήταν και οι δυο μελαχρινοί. Το συνήθως χαμογελαστό και όμορφο πρόσωπο του Καμ τώρα φαινό- ταν ανήσυχο. έτσι οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνονταν. καλόκαρδοι και πι- στά αφοσιωμένοι στην αρχαία ιστορία. Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί περισσότερο για την ταυτότητα του άντρα. Μήπως ήταν κάποιος γνωστός της. Το πολύ φαρδύ γείσο του καπέλου έκρυβε τόσο το πρόσωπό της όσο και τον ψηλό συνοδό της. ενώ εκείνη ακουμπούσε ανακουφισμένη το κεφάλι της στον ώμο του. Η Θάλεια κοίταξε το ζευγάρι που περπατούσε δίπλα τους. Ούτε συνήθιζε η Θάλεια να σπαταλάει το χρόνο της ποθώντας το ανέφικτο! Είχε πάρα πολλά πράγ- ματα που ήθελε να κάνει. «Εκεί στο Κρέσεντ Φιλντς». είπε η Καλλιόπη. Πόσο ταίριαζαν στ’ αλήθεια οι δυο τους! Σαν τα δύο μισά ενός αρχαίου ρωμαϊκού νομίσματος. Η Θάλεια ένιωσε μια μικρή ζήλια κοιτάζοντάς τους. Τώρα όμως δεν ήταν η ώρα για αυτολύπηση. Κι όμως μ’ εκείνη τη φευγαλέα ματιά η Θάλεια ένιωσε πως υπήρχε κάτι παράξενα οικείο σ’ εκείνη την αντρική φιγούρα. Και πόσο μόνη ήταν εκείνη. «Μπορούμε να κάνουμε περίπατο εδώ τα πρωινά». «Μόνο αν είναι αρκετά νωρίς! Αλλιώς θα μας ποδοπατήσουν οι αριστο- κράτες που θα κάνουν τη βόλτα τους». ήταν πολύ ταιριαστός ά- ντρας για την αδερφή της. Ο Κάμερον ντε Βιρ. δεί- χνοντας προς το μονοπάτι που περίζωνε το μεγάλο πάρκο απέναντι από την καμπύλη σειρά των σπιτιών. Την ίδια στιγμή όμως ο Κάμερον ή- ταν ευχάριστος και διασκεδαστικός ενώ η Καλλιόπη ώρες ώρες μπορούσε να γίνεται αρκετά αυστηρή. Οι λεπτοί ώμοι με το φίνο σκούρο μπλε σακάκι φάνηκαν γνώριμοι. η οποία κρατούσε στο χέρι της το λουρί ενός μικρού σκυλιού παγκ. Ο υπηρέτης τη βοήθησε να κατέβει στο πεζοδρόμιο και η Θάλεια παρέ- . πρέπει να ξεκουράζεσαι!» είπαν μαζί η Θάλεια με τον Κάμερον κι . Ο Κάμερον τις οδήγησε μέσα από μία καμάρα προς το ψηλό εσωτερικό φουαγέ όπου ξεκινούσε μια κυκλική σκάλα προς τους επάνω ορόφους. «Καλ. αποκρί- θηκε η Καλλιόπη. Καλ! Έμαθα πολλά καινούρια τραγούδια στην Ιταλία». Σήκωσε την Καλλιόπη στα χέρια του και τη μετέφερε πάνω στα σκαλο- πάτια. Η Ψυχή βρισκό- ταν ήδη κάπου εκεί πάνω τσιρίζοντας ενοχλημένη με το νέο περιβάλλον της. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε. «Θάλεια!» είπε ο Κάμερον και τη φίλησε στο μάγουλο. «Η Θάλεια είναι στις ομορφιές της ενώ εγώ. «Εσύ είσαι το ελληνικό ρόδο μου.» «Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο!» διαμαρτυρήθηκε με ευθυμία ο Κάμερον. αδερφή. η Θάλεια περιπλανήθηκε ως εκεί για να περιεργαστεί τα μουσικά όργανα. καλή μου Θάλεια». Η Θάλεια γέλασε και η Καλλιόπη χτύπησε παιχνιδιάρικα το μπράτσο του άντρα της. «Εδώ θα σου παίζω μουσική τα βράδια. ένα αριστοκρατικό δωμάτιο με χρυσαφιές δαμασκηνές κουρτίνες και ταπετσαρία.δωσε το μωρό στην νταντά που περίμενε και η οποία είχε ακολουθήσει με τη δεύτερη άμαξα των άλλων υπηρετών. «Πάντα μου άρεσε να σ’ ακούω να παίζεις. αλλά χτύπησε τρυφερά το χέρι του όταν εκείνος πήγε να τη σκεπάσει με μια κουβέρτα. Η νταντά μετέφερε το μωρό στο σπίτι τη στιγμή που αυτό έβγαζε μια δυνατή στριγκλιά. «Όμως σου αξίζει να έχεις μεγαλύτερο κοινό! Θα πρέπει να ορ- γανώσουμε κανένα χαρτάκι ή μια μουσική βραδιά μόλις κάνουμε τις γνωριμίες μας εδώ στο Μπαθ». Η ίδια πήρε το κουτί που είχε αφή- σει ένας υπηρέτης στο πεζοδρόμιο και ακολούθησε γρήγορα το ζευγάρι. Το χολ της εισόδου ήταν δροσερό και μισοσκότεινο μετά τη λιακάδα του δρόμου και μοσχομύριζε φρέσκα λουλούδια και καθαριότητα. ωραία μου κυρία. Πήρε το φλιτζάνι που της πρόσφερε ο σύζυγός της. η φτωχή σύζυγός σου είμαι χλομή και αρρωστιάρα. είπε πατώντας απαλά τα πλήκτρα. αλλά η Θάλεια διέκρινε την κούραση της και την ανακούφιση για τη βοήθεια του. Ο αέρας του Μπαθ ήδη σε ωφέλησε». «Είναι εξαιρετικά». Καθώς ο Κάμε- ρον ακουμπούσε την Καλλιόπη στον καναπέ. όπως πάντα. επίτρεψέ μου να σου δείξω τη νέα σου κατοικία». Οι κοραλ- λόχρωμοι μεταξωτοί καναπέδες και πολυθρόνες είχαν τοποθετηθεί γύρω από το τραπέζι του τσαγιού όπου ήδη υπήρχαν σερβιρισμένα αναψυκτικά. Και τώρα. «Στις ομορφιές σου είσαι. Δίπλα στα παράθυρα υπήρχαν ένα πιάνο και μία άρπα. Ο Κάμερον κουβάλησε τη γυναίκα του σ’ ένα σαλόνι. εσείς οι δυο κάνετε σαν να σας ανακοίνωσα ότι σκοπεύω να διασχίσω τη Μάγχη κωπη- λατώντας! Μια μικρή συγκέντρωση για χαρτάκι δε θα είναι κάτι κουρα- στικό. «Μα το Δία. «Αρκετή ξε- κούραση. «Δε θα σε αφήσω ποτέ.όλοι γέλασαν. συνέχισε ο Καμ. Εκείνος που της είχε φανεί γνωστός. Θα πρέπει να ήταν άλλο ένα παιχνίδι της φαντασίας της. Και η Θάλεια πρέπει να διασκεδάσει λίγο. «Θυμήσου τι είπαν οι γιατροί». . Η Καλλιόπη κούνησε με ανυπομονησία το χέρι. αλλιώς θα μας αφήσει για να γυρίσει στην Ιταλία». Καλλιόπη. ηρεμία και καθημερινά μπάνια». Η Θάλεια έβγαλε το μπονέ της και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Περνούσαν κι άλλοι διαβάτες αλλά όχι ο ψηλός με το μπλε σα- κάκι. Ήρθα εδώ για να σε βοηθήσω να α- ναρρώσεις εντελώς». αυτά ήταν πιο απρόσιτα από ποτέ. «Ανάθεμα». γεμάτους μυστικά και κρυφές προθέσεις. Μέχρι στιγμής όμως η μόνη ανταμοιβή για τους κόπους του ήταν ένας γερός πονοκέφαλος από τα γαβγίσματα του παγκ της. Στριφογύριζαν σε μία ασταμάτητη δίνη απ’ την οποία δεν μπορούσε να δραπετεύσει. Την αστρα- φτερή. Ο Μάρκο βρισκόταν εκεί για πάνω από μια εβδομάδα. Προ- σπαθώντας έτσι να ανακαλύψει πού είχε κρύψει τα ασημένια ιερά σκεύη από τη Σάντα Λουτσία. Όμως οι σκέψεις του Μάρκο μόνο ήσυχες δεν ήταν. προσπα- θώντας να πιάσει φιλίες με τη λαίδη Ρίβερτον. γεμάτη λόφους πόλη την οποία όλοι θεωρούσαν τόσο αριστοκρα- τική και τόσο πληκτική! Κι όμως δεν ήταν καθόλου έτσι. Οι φιλοσοφικές διάγεις και οι περίπατοι στα λουτρά έκρυβαν πολλά σκοτεινά μυστικά. παρακολουθώντας. Στην πραγματικότητα μάλιστα η λαίδη Ρίβερτον έδειχνε να τον συμπα- θεί στ’ αλήθεια και απολάμβανε φανερά την παρέα του στο Μπαθ. Ή ίσως έκρυβαν σκοτεινούς ανθρώπους. . τότε θα έπρεπε να σκεφτεί ένα καινούριο πλάνο. Και πολύ γρή- γορα μάλιστα. να κερδίσει την εμπιστο- σύνη της ή τουλάχιστον να αποκτήσει πρόσβαση στο χρηματοκιβώτιό της. Ίσως ήταν ανοησία να περιμένει πως η γοη- τεία και οι κολακείες του θα έφερναν αποτέλεσμα σ’ αυτή την τόσο σημα- ντική αποστολή. τόσο προσεκτικά φυλαγμένο στη βίλα της στα περίχωρα της πόλης. αρχαία και ανεκτίμητα ευρήματα. Όσο για τα ασημένια. Κεφάλαιο 2 Ο Μάρκο πέταξε το καπέλο του στο κοντινότερο τραπέζι κι έγειρε πίσω στη μοναδική καρέκλα του δωματίου. Ακόμα και οι διάδρομοι και τα σαλόνια ήταν άδεια από το συνηθι- σμένο πήγαιν’ έλα των ενοίκων. μουρμούρισε. Στο κάτω κάτω η λαίδη Ρίβερτον ήταν συνηθισμένη να συναναστρέφεται με άξεστους τομπαρόλν το φλερτ του δε θα την έβαζε σε υποψίες. Το πανδοχείο Γουάιτ Χαρτ ήταν ήσυχο αυτή την ώρα· όλοι βρίσκονταν ακόμα στα δωμά- τιά τους και ετοιμάζονταν για τις συναυλίες και τις συγκεντρώσεις της βρα- διάς. Αυτό συνέβαινε διαρκώς από τη στιγμή που έφτασε στο Μπαθ. συνοφρυωμέ- νος τις σκιές να μακραίνουν πάνω στο γυαλισμένο πάτωμα. Αν ό- μως ο Μάρκο δεν κατάφερνε να πλησιάσει σύντομα τον ασημένιο θη- σαυρό. ελιές. Ώσπου εκείνη η φιλήσυχη κοινό- τητα καταστράφηκε από Ρωμαίους κατακτητές και τους μισθοφόρους τους. όταν η λαίδη Ρίβερτον τον έπαιρνε αγκαζέ και τον κοι- τούσε με νάζι. τότε που είχε ερωτευτεί τρελά τη Μαρία. μακριά από τα πεδία της μάχης. Ίσως η αποστολή του ήταν πολύ σημαντική για να κερδηθεί έτσι αναίμακτα. με χωράφια γεμάτα κριθάρι. Και ίσως να είχε δίκιο. τον είχε εντυπωσιάσει βαθιά. Εκεί υπήρχε πολιτι- σμός. Ο Μάρκο όμως εξακολουθούσε πεισματικά να ελπίζει στο ανέφικτο. Το θέμα πραγματευόταν όσα είχε μάθει στη Σάντα Λουτσία. αλλά τα γαλανά. έκαψε. τόσο όμορφη. όλα αφιερωμένα στη θεά της γης. Αυτό θα πί- στευαν οι παλιοί φίλοι του στη Φλωρεντία και τη Νάπολη. Ήταν στοιβαγμένο από βιβλία και χαρτιά για την επιφυλλίδα που προσπαθούσε να συγγράφει. Μια όμορφη τοποθεσία. μια τέτοια γυναίκα όμως. δοχεία για σπον- δές. κουτάλες και θυμιατά. ακμαία ελληνική 7ζόλη και τους αγρούς που υπήρχαν εκεί στα αρχαία χρό- νια. σταφύλια. ένα μέρος όπου οι εύπορες οι- κογένειες έχτιζαν τις όμορφες εξοχικές βίλες τους. Τη φτωχή Μαρία. εκείνοι που μοι- ράζονταν τα όνειρά του για την ιταλική ανεξαρτησία και την ανάκτηση της παλιάς δόξας. Αν η Θάλεια ήξερε τι σκάρωνε εδώ ο Μάρκο. ευημερία. όπου υπήρχε μεγάλη αγορά και θέατρο. Δεν τον είχε συνεπάρει τόσο μια γυναίκα από την εποχή που ήταν νεαρό παιδί. Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και προχώρησε μέχρι το γραφείο που βρι- σκόταν σε μια μικρή κόχη του δωματίου. ονειροπόλα χροιά στο φως των κεριών. Ο Μάρκο είχε περάσει μόνο ένα σύντομο διάστημα μαζί με τη Θάλεια στη Σικελία. η οποία έ- κανε την εύφορη κοιλάδα να καρπίζει. Χάριν εκείνης της λατρείας είχε κατασκευαστεί το περίτεχνο σετ με τα ασημένια ιερά σκεύη. Εκείνο το καθάριο και φωτεινό γαλάζιο που μπορούσε να σκοτεινιάσει στη στιγμή. εκεί λάτρευαν τη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Όμορφα διακοσμημένα κύπελλα. ένα στρατό που λεηλάτησε. έξυπνη. ή να πάρει μια γλυκιά. ο Μάρκο δεν έβλεπε το πλαισιωμένο με καστανές μπούκλες πρόσωπο. Να γιατί ήταν τόσο σημαντικό να βρει εκείνα τα ασημένια αντικείμενα. την ό- μορφη και τόσο άτυχη στον έρωτα. σίγουρα εκείνα τα μάτια θα ά- στραφταν από περιφρόνηση. δημιουργική και επίμονη σαν καλοκαιρινή καταιγίδα. Κι αυτό γιατί είχε αρχίσει να νιώθει σαν ηλίθιος. παιχνιδιάρικα μάτια της Θάλειας Τσέις. Και πάνω απ’ όλα ανα- ξιοπρεπής. σχετικά με τη γαλήνια. σκότωσε και σκλάβωσε εκείνους . αφού αναγκαζόταν να κορτάρει μια χαζοχαρούμενη γυναίκα την οποία απεχθανόταν! Μερικές φορές. Εκεί έμειναν για αιώνες ώσπου οι τομπαρόλι τους οποίους προσέλαβε η λαίδη Ρίβερτον έσκαψαν και τα έφεραν στο φως μόνο για τη δική της προ- σωπική ικανοποίηση. Ήταν μια κληρονομιά κάλλους και πο- λιτισμού. Άλλο ένα κομ- μάτι από το παρελθόν της Ιταλίας είχε χαθεί. η ιστορία των οποίων είχε υψηλή συμβολική αξία. Οι πλήρεις σειρές ασημένιων ιερών σκευών της Ελληνιστικής περιόδου ήταν στ’ αλήθεια σπάνια ευρήματα. Θα έβρισκε. Φτάνει μόνο να έπαυε η ανάμνηση των διορατικών ματιών της Θάλειας Τσέις να τον στοιχειώνει! . χαμένα κομμάτια ιστορίας. Κάθισε στο γραφείο του και έπιασε το μελανοδοχείο.που απέμειναν. λοιπόν. Ο Μάρκο είχε περάσει σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του αφοσιωμένος στο λαμπρό παρελθόν και το μέλλον της Ιταλίας. Προσπαθώντας να ανα- κτήσει χαμένα τεχνουργήματα. Πόσο πιο σημαντικό όμως θα ήταν αν έβρισκε τον ίδιο το θησαυρό! Κάτι τέτοιο θα ενέπνεε άλλους να ενωθούν κι αυτοί στον αγώνα τους. τη δική της κρυμμένη συλλογή από πολύτιμα κλεμ- μένα αρχαία αντικείμενα. Κάποιος ευσεβής άνθρωπος πρόλαβε να πάρει τα ασημέ- νια αντικείμενα από το ιερό πριν εισβάλει εκεί ο εχθρός και τα έθαψε βια- στικά στο υπόγειο της αγροικίας του. στοιχεία αφανισμένα από ένα βίαιο κατακτητή. με κάθε κόστος. κι αυτά τα ασημένια σκεύη. Ήταν μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί. . Ας μέναμε καλύτερα στο Λονδίνο!» Η Θάλεια πήρε το μπράτσο της αδερφής της και η Καλλιόπη έγειρε ε- πάνω της. Ούτε υποχρεώσεις στην Εταιρεία Αρχαιο- τήτων. Ο απέραντος λευκός χώρος.. αντηχούσε από γέλια και ζωηρές συζητήσεις. ούτε Λέσχη Φιλοτέχνων Κυριών. ένα φίλο του πατέρα τους από την Εταιρεία Αρχαιοτήτων να στέκεται πίσω τους. Ο γιατρός μου λέει ότι πρέπει. «Ο αέρας του Λονδίνου δε σου έκανε καλό». λουσμένος στο απαλό γκρίζο φως του συν- νεφιασμένου πρωινού. στηριγμένος βαριά πάνω στο μπαστούνι του. Κεφάλαιο 3 Ήταν δέκα το πρωί. «Ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη νιώσαμε εμείς όταν ακούσαμε για το γάμο . «Όλος αυτός ο κόσμος με τις ανόητες φλυαρίες του. ώρα αιχμής για το Αντλιοστάσιο. χωρίς να χρειάζεται να απα- σχολείσαι με τίποτα απολύτως. «Ούτε σ’ εσένα ούτε στην Ψυχή. Ακού- γονταν κάποιες σκόρπιες λέξεις εδώ κι εκεί. ώσπου εκείνος έκανε βιαστικά στην άκρη. όλες εκείνες οι ατέλειωτες λέ- σχες. ήταν ανήκουστο. Ο Κάμερον είχε πάει να υπογράψει το βιβλίο. παραμερίζοντας την τελευταία στιγμή για να αποφύγει το αμαξίδιο κάποιας λουόμενης αριστοκράτισσας. όταν η Θάλεια και η Καλλιόπη έβγαιναν από το περιστύλιο του προαυλίου του Αββαείου και περνούσαν μέσα από την κιονοστοιχία στο πλήθος του κόσμου. Παραμέριζε με το μπράτσο τις ορδές των κουτσομπόλων και κοι- τούσε ήρεμα καθέναν που στεκόταν στο δρόμο της. ήξερε όμως πώς να επιβάλλεται όταν χρειαζό- ταν. είπε όταν στάθηκε στην ουρά για τα ποτήρια τους με το νερό. Μις Τσέις.» είπε με αμφιβολία η Καλλιόπη.. έχοντας συνεννοη- θεί μαζί τους να τις συναντήσει στην αντλία. «Τι υπέροχη έκπληξη να σας βλέπω εδώ».» «Λαίδη Γουέστγουντ. Αν φυσικά διέσχιζαν σώες την αίθουσα. Εκείνο το καπέλο —το άκρον άωτον της χοντροκοπιάς! Πνιγηρή ατμόσφαιρα μέσα σ’ εκείνη την αί- θουσα εκδηλώσεων. Εδώ μπορείς να ξεκουραστείς και να αναρρώσεις.» είπε μια φωνή και η Θάλεια με την Καλ- λιόπη γύρισαν και είδαν τον λόρδο Γκρίμσμπι. «Λόρδε Γκρίμσμπι!» είπε η Καλλιόπη. «Κι όλο αυτό υποτίθεται πως βοηθάει στην αναζωογόνηση ψυχής και σώματος. Η Θάλεια δεν ήταν ψηλή.. είπε η Καλλιόπη. έτσι. κάπως θα πρέπει να διασκε- δάζω κι εγώ». Σπανίζει η υψηλή κοινωνία στο Μπαθ». «Αυτό το βλέπω!» «Πρέπει οπωσδήποτε να έρθετε στην επόμενη συνάντηση της Εταιρείας Κλασικών Μελετών. ακόμα κι εδώ στο Μπαθ. Η Θάλεια γέλασε. Σας χαιρετώ προς το παρόν!» Καθώς ο λόρδος απομακρυνόταν κουτσαίνοντας.του πατέρα σας με τη λαίδη Ράσγουορθ!» είπε χασκογελώντας. Η σύζυγος και η κόρη μου θα χαρούν πολύ όταν ακούσουν πως ήρ- θατε. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να αδρανήσουν και τα μυαλά μας. «Όμως ο σερ Γουόλτερ μάς έγραψε πως σύντομα σκοπεύατε να επισκεφθείτε το Μπαθ. Θα έρθετε στη συνάντηση μας την ερχόμενη εβδομάδα. εφόσον ο Καμ έκανε κόμμα με τους αναθεματισμένους γιατρούς και μου απαγόρευσε τους χορούς. όμως οργανώνουμε κι εμείς αρκετά συχνά διαλέξεις και συζητήσεις. «Φοβάμαι όμως πως η α- δερφή μου έχει αυστηρές εντολές για ανάπαυση». Η Θάλεια έριξε μια ματιά γύρω της στην κοσμοσυρροή. απάντησε η Θάλεια. Δεν έχουμε τόσο πολλά μέλη όσα η Εταιρεία Αρχαιο- τήτων του Λονδίνου. Ακόμα κι αν κατασκηνώναμε πάνω στο βουνό. Οι συναντήσεις μας είναι πολύ ήσυχες και ευχάριστες εκδηλώσεις. «Ωστόσο πρέπει να κρατάμε το υψηλό μας επίπεδο.» «Θα το θέλαμε πολύ». είπε η Θάλεια και μύρισε καχύποπτα το δικό της πο- . Ο λόρδος Γκρίμσμπι χασκογέλασε πάλι και η παλιομοδίτικη περούκα του ταλαντεύτηκε. «Ώστε δε θα χρειαστεί να ασχοληθούμε με τίποτα απολύτως. λαίδη Γουέστγουντ. όλο και κάποιος θα ερχόταν να μας προσκαλέσει σε μια διάλεξη». Θα πω στη λαίδη Γκρίμσμπι να σας επισκεφθεί αύριο. «Μόλις τώρα αναρωτιόμασταν τι θα κάναμε χωρίς τις διάφορες λέ- σχες μας». λόρδε Γκρίμσμπι». «Πιες το όλο. «Τέλος πάντων. Μεγάλη πολυτέλεια να έχουμε ανάμεσά μας τις αδερφές Τσέις. όπως είμαι βέβαιος πως θα συμφωνούσε και ο πατέρας σας. Καλ». «Και ποιος δεν έχει. Υπάρχουν πολλά να δει κανείς στην περιοχή του Μπαθ ξέρετε!» «Ακούγονται όλα πολύ συναρπαστικά. είπε η Καλ- λιόπη. μις Τσέις. η Καλλιόπη έδωσε τα κέρματά της στον υπάλληλο και πήρε τα δυο ποτήρια με το ιαματικό νερό. Ήπιε μια γουλιά νερό και ζάρωσε με αηδία τη μύτη της. Για ποιον άλλο λόγο ήρ- θαμε όλοι εδώ στο Μπαθ. καθώς και εκδρομές στα ρωμαϊκά αξιοθέατα.» ψιθύ- ρισε. «Ξέχασα ότι ο πατέρας έχει φίλους παντού. με την αξιοθρήνητη ζωή της από την ημέρα που γύρισε στην Αγγλία.» «Είναι σαμπάνια του Μπαθ και θα σε βοηθήσει να ξαναβρείς τις δυνάμεις σου». Κοίταξε πάνω από τα χείλη του ποτηριού της την αίθουσα και τον κόσμο που πηγαινοερχόταν ασταμάτητα. Να είμα- στε καλά και να ταξιδέψουμε του χρόνου στην Ιταλία». όπως το ζήτησες. δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί ένα ζευ- γάρι μαύρα μάτια κι ένα πλατύ. Καθώς η Θάλεια τσούγκριζε το πο- τήρι της αδερφής της με το δικό της.τήρι. Έναν άντρα που έ- μοιαζε να αποτελεί μέρος της ζεστασιάς και της ελευθερίας της Ιταλίας. Έτσι. μπορούμε να κάνουμε την Ιταλία να έρθει σ’ εμάς». αδερφή. «Ξέρεις. Το πρόσωπο της Καλλιόπης φωτίστηκε.» Η Θάλεια κοίταξε πάλι γύρω της. πεντανόστιμο!» Η Καλλιόπη γέλασε κι εκείνη. κρασί. Πρέπει να είμαστε από τους ελάχιστους ανθρώπους κάτω των πενήντα χρονών εδώ πέρα!» . αυτό η Θάλεια το ήξερε καλά. «Τι όμορφα! Είναι αλήθεια πως θέλω μια καινούρια τουαλέτα για να δείξω πως απέκτησα και πάλι μέση. «αφού δεν μπορούμε να πάμε τώρα στην Ιταλία. «Θειάφι και σίδηρος. Φοβάμαι πως θα είναι μάλ- λον πληκτική γιορτή. Ξαφνικά ένιωσε κουρασμένη. Καλ». Οι θρήνοι δεν οδηγούσαν ποτέ πουθενά. λοιπόν.. της μόνιμης αίσθησης ότι περιπλανιόταν κανείς μόνος του στον κόσμο. Κι εγώ θα παίξω σκηνές από. την πολυπλο- κότητα και την ομορφιά της.. με τα προβλήματα. έτσι. Ποιον θα καλέσουμε. «Ας κάνουμε μια πρόποση. «Αυτό σίγουρα το εύχομαι κι εγώ». «Στο μικρό σαλόνι μας. «Όχι τόσο καλό όσο η γαλλική σαμπάνια. Τη δική μας βενετσιάνικη γιορτή». δε θα παραβείς τις εντολές των για- τρών. Με τον εαυτό της.» είπε μ’ ένα γέλιο η Καλλιόπη. Μπορείς να φορέσεις ένα όμορφο καινούριο φόρεμα και να προεδρεύεις της γιορτής από μια βασιλική πολυθρόνα. από τον Έμπορο της Βενετίας! Και το Η Βενετία Σώθηκε». πρόσχαρο χαμόγελο. παιχνίδια. «Ω Θεέ μου. της αληθινής ζωής. είπε. «Μια μικρή γιορτή. Όχι αυτής της άχρωμης ζωής. Της χαράς της ζωής. Ήπιε μια γουλιά απ’ το νερό της κι ήταν τόσο στυφό και άνοστο όσο και όλα τα άλλα από τη στιγμή που η Θάλεια άφησε πίσω της τη Σικελία και τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι. «Τι εννοείς. Η Καλλιόπη σήκωσε το ποτήρι της.» «Θα κάνουμε ένα πάρτι. Με μουσική. «Είναι επειδή έχει εμένα κοντά της για να με διατάζει». Η Θάλεια πάγωσε. Πώς να της μιλούσε για έναν κλεμμένο θησαυρό. Δεν ακούγονταν πολύ αληθοφανή όλα αυτά. υπήρχαν πολλά ρωμαϊκά α- ξιοθέατα στη γύρω περιοχή. για φαντάσματα και για την εισβολή στο σπίτι ενός άντρα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. «Λαίδη Ρίβερτον. είπε η Θάλεια. Και η Καλλιόπη βάλθηκε να κάνει αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα να οργανώνει. Η Καλλιόπη της έκανε μια γκριμάτσα.» Η Καλλιόπη δεν ήξερε όλη την ιστορία για τα γεγονότα της Σικελίας. του αρχαιολόγου. *** Ως την ώρα που τους βρήκε ο Κάμερον. Είχε το θράσος να εμφανίζεται και να υπογράφει κιόλας στο βιβλίο. «Δεν πειράζει. «Μόνο κάποια λαίδη Ρίβερτον. Έτσι. Το πάρτι είναι πάρτι». της είπε χαρούμενος. Λέτε να είναι η χήρα του μακαρίτη υποκόμη του Ρίβερτον. Σίγουρα πάντως η λαίδη Ρίβερτον λογάριαζε χωρίς τη Θάλεια. η Καλλιόπη αγνοούσε ότι η λαίδη Ρίβερτον είχε προσλάβει αδίστακτους κλέφτες για να τη βοηθήσουν να κλέψει κάποια ασημένια ιερά σκεύη. είπες. Η Θάλεια δεν ήξερε πώς να της τα πει. «Βλέπεις. «Την ξέρεις. Η Θάλεια και ο Κάμερον αντάλλαξαν μια εύγλωττη ματιά δίπλα από το γείσο του μπονέ της Καλλιόπης. Η Καλλιόπη την κοίταξε απορημένη. αγαπημένη μου». Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ. Ο λόρδος Γκρίμσμπι είχε δίκιο. Θάλεια.» ρώτησε βραχνά. Και να που τώρα η λαίδη Ρίβερτον βρισκόταν στο Μπαθ! Πώς ήταν δυνα- τόν. αλλά ο πατέρας μου είπε πως η συλλογή του από αρχαιοελληνικά νομίσματα ήταν εξαιρετική». ή για να αναζητήσει κάποιον άλλο θησαυρό. οι δύο αδερφές είχαν ήδη κατα- στρώσει τα σχέδιά τους. ξέροντας ότι ο Μάρκο. Εί- μαι ευχάριστη σαν καλοκαιρινή μέρα». Θα πρέπει να ένιωθε αρκετά ασφαλής. «Σαν σωστή μεγαλύτερη αδερφή που είναι». η Κλειώ και ο δούκας του Άβερτον βρίσκονταν μίλια μακριά και κανένας από τους συ- νταξιούχους και ανάπηρους λουσμένους δε γνώριζαν τις πράξεις της. Μή- πως είχε έρθει για να κρύψει τη λεία της. τα δάχτυλά της έσφιξαν το ποτήρι. «Όχι πολλά ονόματα ακόμα». «Ποτέ δε διατάζω τους άλλους. ό- πως και το ότι στη συνέχεια πρόδωσε ακόμα και αυτούς για να το σκάσει με την παράνομη λεία της.» ρώτησε η Θάλεια. «ήδη ρόδισαν τα μά- γουλά σου». Και σ’ αυ- . της απάντησε ο Κάμερον. «Ποιοι γράφτηκαν σήμερα στο βιβλίο. σχολίασε ο Κάμε- ρον. απάντησε ανάλαφρα η Θάλεια. ίσως πρόκειται για συνωνυμία». Όμως τώρα η Θάλεια τριγύριζε μόνη στο Αντλιοστάσιο. Μα η Θάλεια δε βρήκε λόγο να το αναφέρει κι αυτό. «Τι να πω. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος της λαίδης Ρίβερτον και η Θάλεια είχε αρχίσει . «Δεν έχω καμία όρεξη να γνωρίσω ένα τέτοιο άτομο τώρα. «Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον που βλέπω». Ο συνδυασμός των γε- λοίων καπέλων με όλο αυτό το ιαματικό νερό θα μου έπεφτε υπερβολικά βαρύς». ανάμεσα σε αν- θρώπους που στηρίζονταν σε μπαστούνια και υπαλλήλους που της πρό- σφεραν κι άλλο νερό. «Ξέρεις τη λαίδη Ρίβερτον. Η Θάλεια ένιωσε για πρώτη φορά ενθουσιασμένη μετά τη Σάντα Λου- τσία. η Θάλεια θα την έβρισκε. Ευχήθηκε να ήταν εκεί η Κλειώ. Δε θα της ξέφευγε. τη λαίδη Ρίβερτον. Παρά τις φιλονικίες τους εί- χαν αποδειχτεί καλή ομάδα όταν ενώνονταν για έναν κοινό σκοπό. με πολλά καπέλα κι έναν αγαπητικό που την ακολουθεί παντού». είπε η Καλλιόπη.» «Υπήρχε κάποια λαίδη Ρίβερτον στη Σικελία». Οι ξανθές μπούκλες και τα γαλάζια μάτια της έκαναν τους πάντες να τη βλέπουν σαν ανόητη και μοσχαναθρεμμένη. Τώρα ήξερε πώς να εκμεταλ- λεύεται αυτή την παρανόηση προς όφελος της. Αν η λαίδη Ρίβερτον βρισκόταν πράγματι εκεί. Η Θάλεια έδωσε το άδειο ποτήρι της σε έναν περαστικό υπάλληλο. «Με συγχωρείς μια στιγμή. Η λαίδη Ρίβερτον θα λυπόταν πολύ που πάτησε το πόδι της στο Μπαθ. μια αποστολή! Έναν τρόπο να φανεί χρή- σιμη.τήν θα έβρισκε το μάστορά της. είπε. χαμογελώντας και γνέφοντας σε γνω- στούς σαν να μην είχε την παραμικρή έγνοια στον κόσμο. «Σωστά το μαντεύεις». Τον Φρόμπι σερ ένα από τα πολλά κορόιδα της λαίδης Ρίβερτον που τώρα πλήρωνε το τίμημα. Τώρα όλα εξαρτιόνταν από την ίδια. Ευχήθηκε επίσης να ήταν εκεί και ο Μάρκο. Αν και περπατούσε αργά. Καλ». «Θάλεια. Κάθε παραφορτωμένο καπέλο. Η Θάλεια είχε συνηθίσει να την υποτιμούν. η Θάλεια παρα- τηρούσε προσεκτικά όλα τα πρόσωπα. για να δουλέψουν μαζί όπως είχαν κάνει στο θεατρικό με το οποίο ξεσκέπασαν τον Φρόμπισερ και την αλη- θινή ένοχο. «Κάποια γελοία κυρία. Απομακρύνθηκε ως την περίμετρο της αίθουσας όπου το πλήθος λιγό- στευε.» είπε ξανά η Καλλιόπη. Είχε και πάλι ένα σκοπό. «Μαντεύω ότι δεν ήσαστε ακριβώς επιστήθιες φίλες». αλλά μόνο η αφρό- κρεμα μπορεί να βρει θέσεις στα θεωρεία του θεάτρου». Ανοίγοντας και πάλι δρόμο με τον αγκώνα της. Αυτά τα πράγματα ήταν σκέτη α- πειλή! Όταν επιτέλους έφτασε πρόσωπο με πρόσωπο με τη λαίδη Ρίβερ- . Τότε επιτέλους διέκρινε ένα ψηλό καφέ σατέν καπέλο με ζωηρά μπλε και κίτρινα φτερά. Η Θάλεια παραλίγο να ξεσπάσει σε δυνατά γέλια και διερωτήθηκε τι εν- νοούσε η λαίδη Ρίβερτον λέγοντας «αφρόκρεμα». Έπρεπε να περιμένει. ένα σκουλαρίκι από καμέο και μια καστανή μπού- κλα ήταν τα μόνα που μπόρεσε να διακρίνει η Θάλεια. Αυτή τη φορά δε θα αποτύγχανε. Ξεχώριζαν πάνω από το πλήθος σαν μύγα μέσα στο γάλα. απ’ όσο γνώριζε η Θάλεια βρισκόταν στη φυλακή της Σάντα Λουτσία.Πρέπει να βρούμε εισιτή- ρια για το θέατρο του ντε σουίτ. Πλησίασε πιο κοντά στη λαίδη Ρίβερτον. είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Ήταν πολύ ψηλός για να είναι ο κύριος Φρόμπισερ. σαν την Κλειώ.. μπόρεσε επιτέλους να πλησιάσει λίγο πιο κοντά στο μπαρ.να απελπίζεται. η λαίδη Ρίβερτον πήρε το μπράτσο του συνοδού της και οι δυο τους άρχισαν να προχωρούν μέσα στο πλήθος. Θα γινόταν σκάνδαλο και η λαίδη Ρίβερτον θα έβρισκε την ευκαιρία να το σκάσει ξανά. Για άλλη μια φορά ευχήθηκε να ήταν ψηλότερη. αγαπητέ μου! Δεν υπάρχει καλύτερος τρό- πος για να γνωρίσουμε κόσμο στο Μπαθ. ενστικτώδης παρόρμηση της Θάλειας ήταν να τρέξει προς τα εκεί και να αρπάξει το απαίσιο καπέλο από το κεφάλι της γυναίκας μαζί με μια τούφα απ’ τα μαλλιά της! Να απαιτήσει αμέσως να μάθει πού βρίσκο- νταν τα ασημένια σκεύη. Η Θάλεια τους ακολούθησε γρήγορα και λίγο έλειψε να σκοντάψει στην μπροστινή ρόδα ενός ακόμα αμαξιδίου. ο ο- ποίος έτσι κι αλλιώς. Η πρώτη. τσιριχτό χαχανητό. Παρ’ όλα αυτά ήξερε πως δε θα ήταν καθόλου ω- φέλιμο να δημιουργήσει μια σκηνή μέσα στο Αντλιοστάσιο. Καθώς η Θάλεια τους κοιτούσε. Χωρίς καμία αμφιβολία ήταν η λαίδη Ρίβερτον. Ακόμα αναρωτήθηκε για την ταυτότητα του καημένου άντρα που αναγκαζόταν να ακούει όλες αυ- τές τις ανοησίες. Η Θάλεια τεντώθηκε πατώντας στις μύτες των ποδιών της. «. Τότε όμως η γυ- ναίκα γέλασε και η Θάλεια αναγνώρισε αμέσως εκείνο το φριχτό. Να σχεδιάσει προσεκτικά την επόμενη κίνησή της. η οποία φλυαρούσε σαν να μην είχε την παραμικρή ενοχή σ’ αυτό τον κόσμο. Το καφέ σατέν παλτό της.. Στην Αί- θουσα Δεξιώσεων επικρατεί μεγάλος συνωστισμός. πασχίζοντας να δει καλύτερα. Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα με τα φτερά έπαιρνε ένα ποτήρι με νερό. την παρουσία της. κάνοντας τα φτερά στο κεφάλι της να ταλαντευτούν επικίνδυνα. Την ίδια στιγμή όμως ήξερε πως εκείνος ο άντρας ήταν ο Μάρκο. . γλυκά. Το βαθύ λακκάκι εμφανίστηκε αστραπιαία πάνω στο μελαψό μάγουλό του ώσπου. «Ταξιδεύουν ακόμα ανά την Ευρώπη». είπε η Θάλεια και χαμογέλασε γλυκά στο αλλόκοτο ζευγάρι. Σαν να ήξερε πόσο αποφασισμένη ή- ταν να ξεσκεπάσει το παιχνίδι τους. είδε ποιος ήταν ο συνοδός της. σαν να θυμήθηκε την αληθινή κατάστασή τους. σε όλο το ιταλικής ο- μορφιάς μεγαλείο του.τον. Για μια στιγμή η Θάλεια έμεινε να τον κοιτάζει εμβρόντητη. Δεν πίστευε στα μάτια της! Ίσως ο Μάρκο είχε δίδυμο αδερφό.. Πώς είναι η όμορφη αδερφή σας. όμως έπρεπε να ταξιδέψω ε- σπευσμένα στη Νάπολη για να επισκεφθώ μια άρρωστη φίλη». εκείνα τα μαύρα μάτια άνοιξαν διάπλατα από έκ- πληξη κι ένα χαμόγελο άγγιξε τα χείλη του. Ο Μάρκο της ανταπέδωσε το χαμόγελο με βλέμμα τρυφερό. Η Θάλεια είχε διαβάσει πως υπήρχαν τέτοιοι άντρες. Ένα σατανικό δίδυμο αδερφό που τριγύριζε στις λουτροπόλεις της Ευ- ρώπης με ανόητα θηλυκά και έκλεβε τα κοσμήματα τους με κάθε ευκαι- ρία. Κανείς άλλος δεν είχε τέτοια μάτια. Η Θάλεια όμως χαμογέλασε ευγενικά.» «Η Κλειώ και ο σύζυγός της είναι πολύ καλά. εσείς εδώ. «Εκεί συνάντησα τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι και πάλι! Είναι τόσο ευγε- νικός συνοδός!» Γλυκοκοίταξε τον Μάρκο σφίγγοντας με το γαντοφορε- μένο χέρι της το μπράτσο του.. μις Θάλεια Τσέις!» είπε εύθυμα η λαίδη Ρίβερτον. «Είστε ο- λόιδια όπως όταν ειδωθήκαμε για τελευταία φορά στη Σάντα Λουτσία. «Λαίδη Ρίβερτον! Κόμη ντι Φαμπρίτσι. Η λαίδη Ρίβερτον χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. πήρε την πιο πρόσχαρη φωνή της. πάντα επιφυλακτικός και σοβαρός. Πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία μας συνάντηση». Σαν να θυμήθηκε εκείνη τη νύχτα που η Θάλεια εισέβαλε στο σπίτι του κι αναρωτήθηκε ποια άλλη απρόβλεπτη κίνηση ήταν ικανή να κάνει τώρα. Η σπίθα βαθιά στα μάτια του έσβησε κι αυτή και ο Μάρκο την κοίταξε επιφυλακτικός. η νέα δούκισσα. «Λυπήθηκα τόσο που έχασα το γάμο τους. Ο Μάρκο. Καθώς την κοιτούσε. Ο κόμης Ντι Φαμπρίτσι αυτοπροσώπως. Σαν να μη χόρταινε τη θέα της. Ο Μάρκο υποκλίθηκε. είπε η λαίδη. «Ω. ευχαριστώ». Τι υπέροχη έκπληξη να σας συναντώ εδώ στο Μπαθ. έχασε μεμιάς το χαμόγελό του. Και βρίσκομαι· εδώ με τη μεγαλύτερη αδερφή μου. Ευχήθηκε να είχε τώρα ένα ποτήρι από εκείνο το απαίσιο νερό για να του το ρίξει στα μούτρα. τώρα η λαίδη Ρίβερτον! Ο αλήτης. «Είστε πολύ τυχερή. η οποία απέκτησε πρό- σφατα παιδί». όλα την ίδια στιγμή. Η Καλ- λιόπη ήταν πάντα η λογική. σαν ένας αγνώριστος κόμης Ντι Φαμπρίτσι. Είμαστε όλοι πανευτυχείς που η Κλειώ βρήκε κά- ποιον που την αγαπά και την εκτιμάει όπως εμείς. Τυπικούς κανόνες ευπρέπειας όπως είναι η κλοπή. εκείνη που επανέφερε τις άλλες Τσέις στην πραγματικότητα όποτε εκείνες άρχιζαν να . Η Θάλεια ένιωσε αυτή τη «ζωντάνια» να φλογίζει τα μάγουλα της. έλεγε πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο μου. μις. ενώ η Θά- λεια πρόσεξε πως είχαν αρχίσει να τραβούν την προσοχή των περαστικών. Εκείνος δεν έδειξε να δυσανασχετεί. συνέχισε η λαίδη Ρίβερτον. η προσγειωμένη της οικογένειας. «Τότε χαίρομαι που βρίσκεστε εδώ με κάποιον που φροντίζει για τους τυπικούς κανόνες ευπρέπειας. λαίδη Ρίβερτον.» είπε η λαίδη Ρίβερτον. Ήταν φανερό πως έπαιζε κάποιο παιχνίδι και εξόργιζε απίστευτα τη Θάλεια το γεγονός ότι δεν μπο- ρούσε να καταλάβει περισσότερα! «Θάλεια. ξέροντας πως η Θάλεια δε θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο σε δημόσιο χώρο. ο συγχωρεμένος υποκόμης Ρίβερ- τον. που έχετε το ταλέντο να κάνετε φί- λους όπου πηγαίνετε». Η Θάλεια ένιωσε τη δυνατή παρόρμηση να εκσφενδονί- σει κάτι πάνω στη γυναίκα η οποία χαμογελούσε αυτάρεσκα. «Αλήθεια. Πρώτα η Κλειώ. «Μα πράγματι! Ο καλός μου σύζυγος. Ελπίζω πως τα ιαματικά νερά θα σας βοηθήσουν να ξαναβρείτε γρήγορα τη ζωντάνια σας». Η Θάλεια θυμήθηκε πώς ένιωθε η ίδια μπροστά σ’ εκείνο το βλέμμα του όταν βρίσκονταν στη Σάντα Λουτσία. «μη μου πείτε πως βρίσκεστε εδώ μόνη! Ο αριστοκρατικός γάμος της αδερφής σας θα πρέπει να σας έχει μελαγχολήσει. στη Σάντα Λουτσία εσείς η ίδια ήσασταν υπερβολικά απασχολη- μένη για να σκοτίζεστε για τέτοια πράγματα». «Μιλώντας για φίλους. ο οποίος έδειχνε να καλοπιάνει τη λαίδη Ρίβερτον σαν βλά- κας. λαίδη Ρίβερτον. Απ’ όσο θυ- μάμαι. τέλος πάντων!» Η λαίδη Ρίβερτον χαχάνισε κι έγειρε ακόμα περισσότερο στο μπράτσο του Μάρκο. Τσέις». «Αντι- θέτως. είπε η Θάλεια. Ή στον Μάρκο. τη λαίδη Γουέστγουντ. Δε θα μας συστήσεις στους φίλους σου. Ή ένα από αυτά. την αδυναμία στα γόνατά της και τη βαθιά ταραχή μέσα της. Τα αλλεπάλληλα κύματα έξαψης και παγωνιάς.» άκουσε τότε την Καλ- λιόπη να λέει και γύρισε με ευγνωμοσύνη προς την αδερφή της. Η καταστροφή ιστο- ρικών στοιχείων. γιατί δε θα σ’ αφήσω να ξαναδημιουργήσεις προβλήματα σε άλλη αδερφή μου». Ακολούθησαν υποκλίσεις από όλους.» άρχισε ο Μάρκο. και τον ανεξιχνίαστο Μάρκο. Μόνο αν δεν μπορώ να το αποφύγω. Η Καλλιόπη πήρε σφιχτά το μπράτσο της και προσπέρασαν μαζί τη λαίδη Ρίβερτον. «Τώρα όμως θα πρέπει να μας συγχωρέσετε». «Ελπίζω να σας βλέπουμε συχνά εδώ στο Μπαθ». . Όμως η Θάλεια ένιωθε εκείνη την παράξενη ένταση στον αέρα. «Μη νομίζεις πως σε ξέχασα. Μάρκο». πρόσθεσε ο Κάμερον. Από εδώ η μεγαλύτερη αδερφή μου και ο σύ- ζυγός της. που χαζογελούσε ακόμα. «Τι όμορφα!» είπε η λαίδη Ρίβερτον. είπε η Θάλεια μηχανικά. μέσα σε κλίμα άψογης ευγένειας και συμβατικότητας. «Ελπίζω αυτή τη φορά να άφη- σες το λοστό σου στο σπίτι. Πώς όμως μπορούσε να τον γνωρίζει. «Θα παρευρεθούμε όλοι στη συνάθροιση της Τρίτης. είμαι βέβαιη». Τώρα όμως η Καλλιόπη κοιτούσε τον Μάρκο με πελώρια μάτια. αλλά θα οργανώσω και μια βραδιά για χαρτιά σύ- ντομα στη βίλα μου. είπε η Καλ- λιόπη. «Τίποτα δε συγκρίνεται με τα λου- τρά! Θα σας δούμε σύντομα. είπε η Καλλιόπη. «Είναι πάντα χαρά να γνωρίζουμε τους φίλους της Θάλειας». «Η σύζυγός μου έχει ένα ραντεβού για τα Θερμά Λουτρά αυτό το απόγευμα». «Και τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι. ποτέ δε θα. «Τον ξέρεις ήδη τον Μάρκο. η Θάλεια ήταν σίγουρη πως ένιωθε το βλέμμα του Μάρκο στο πίσω μέρος του λαιμού της. «Να σας συστήσω την υποκόμισσα Ρίβερτον». σαν να υπήρχε φόβος από στιγμή σε στιγμή να εξαφανιστούν οι καλοί τρόποι και να επικρατήσει το χάος. Έτριψε τον αυχένα της κάτω από το μπονέ. «Ω. Η Καλ δεν είχε έρθει στη Σικελία κι ούτε είχε μάθει για το φιά- σκο. σκέφτηκε η Θάλεια. σύριξε. «Λαίδη Γουέστγουντ. Όμως δίπλα στον ώμο του Μάρκο η Καλ ξάφνου κοντοστάθηκε.. Θα σας στείλω πρόσκληση!» «Ανυπομονούμε». Ο Κάμερον ήρθε δίπλα της και πήρε τη γυναίκα του απ’ το χέρι.. λόρδος και λαίδη Γουέστγουντ».αιθεροβατούν.» ψιθύρισε. Καθώς απομακρύνονταν. Οι δυο τους αντάλλαξαν ύστερα μια παρατεταμένη ματιά. Μα η Καλλιόπη είχε ήδη προχωρήσει μπροστά τραβώντας μαζί της τον Κάμερον και τη Θάλεια. σαν ένα ζεστό άγγιγμα που γαργαλούσε το δέρμα της. πράγματι!» τιτίβισε η λαίδη Ρίβερτον. σαν να μην καταλάβαινε το λόγο της παρουσίας του εκεί. Η Καλλιόπη της έριξε μια κοφτερή ματιά. Ο Κάμερον έβαλε ένα ακόμα ποτήρι με ιαματικό νερό στο χέρι της Θά- λειας. τουλάχιστον όχι εδώ και τώρα. δε θα έλεγε όχι για ένα ποτήρι γκράπα αυτή τη στιγμή. όταν θα είμαστε μόνες στο σπίτι». «Το απόγευμα. Κοιτούσε ευθεία μπροστά της χαμογελώντας διαρκώς κι έσφιξε το μπρά- τσο της Θάλειας ώσπου αναγκάστηκε να κάνει κι αυτή το ίδιο. Σπιτική γκράπα από τη Σικελία. Δεν μπορούσε. αντί γι’ αυτό.. να». ψιθύρισε η Καλλιόπη. ίσως η λήθη σ’ ένα ποτήρι.. Εκείνη το κοίταξε αμίλητη κι ευχήθηκε να ήταν ένα πιο δυνατό ποτό.» «Δεν. Ναι. Προφανώς όμως η Καλλιόπη είχε να δώσει κι εκείνη κάποιες εξηγήσεις. Πώς θα μπορούσε να της εξηγήσει όλα όσα είχαν συμβεί. κατάπιε το ιαματικό νερό μορφάζοντας με αηδία. ε. «Δεν μπορούμε να το κουβεντιάσουμε εδώ». τραύλισε η Θάλεια. Όμως. . «Έχετε τέτοια οικειότητα και τον αποκαλείς με το μικρό του όνομα. Η λαίδη Ρίβερτον τον αγριοκοίταξε κάτω από το ανόητο καπέλο της. μη μπορώντας να αντισταθεί. αμφιβάλλω αν μπορεί να πει κανείς κάτι τέ- τοιο». Δε θα έβρισκε τα ασημένια ιερά σκεύη. «Οι μεγαλύτερες αδερ- φές της καλοπαντρεύτηκαν! Ακόμα και ο εκκεντρικός ηλικιωμένος πατέ- ρας της ξαναπαντρεύτηκε κι αυτός. να δει αν η Θάλεια τον παρακολουθούσε ακόμα με το περιφρονητικό της βλέμμα. «Από την άλλη μεριά βέβαια. Φοβήθηκε ότι οι σπίθες που πετούσαν τα γαλάζια μάτια της θα τον πυρπολούσαν. Συ- νέχισε να περπατάει με τη λαίδη Ρίβερτον. να γνέφει και να χαμογελάει σε όλους σαν να μην είχε την παραμικρή έγνοια στο μυαλό του. «Δεν τη θυ- μάμαι τόσο χλομή και αδύναμη. Άλλωστε αυτό περίμεναν όλοι από έναν Ιταλό.» Ο Μάρκο έσφιξε τα δόντια προσπαθώντας να διατηρήσει το ανέμελο χαμόγελό του. δεν έχω ξαναδεί τέτοια αλλαγή σε άνθρωπο!» είπε η λαίδη Ρίβερτον σφίγγοντας το μπράτσο του Μάρκο καθώς προχωρούσαν μέσα στην αίθουσα του Αντλιοστασίου. ούτε θα α- ποδιδόταν δικαιοσύνη για τη λαίδη Ρίβερτον και τα τσιράκια της. Μια πρόσχαρη. συνέχισε η λαίδη Ρίβερ τον. Οι κυρίες όμως του έλεγαν συχνά πως αυτό το χαμόγελο ήταν ακαταμάχητο· έτσι το χρησιμοποιούσε . λοιπόν. Και προ- παντός ο Μάρκο θα έχανε τη Θάλεια. είναι φυσικό να βρίσκεται έξω απ’ τα νερά της η δεσποινίς Τσέις». προκατειλημμένες απόψεις του κόσμου τον βόλευαν μια χαρά. Κι αυτές οι ρομαντικές.» Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και της χάρισε ένα από εκείνα τα χαμόγελά του που ο ίδιος είχε αρχίσει να μισεί. Κεφάλαιο 4 «Μα κοίτα τη δεσποινίδα Θάλεια Τσέις. «Με τη δική της εμφάνιση. Γι’ αυτή την καημένη όμως δεν υπάρ- χει καμία προοπτική». εσύ. «Τη βρίσκεις όμορφη. Ήταν ακόμα ταραγμένος από την ξαφνική εμφάνισή της μπροστά του. ηδονι- στική συμπεριφορά. Μέσα του όμως η αποδοκιμασία της Θάλειας τον πονούσε. αντιγύρισε ο Μάρκο. Κινδύνευε να χάσει την ψυχραιμία του και τότε το καλοστημένο παιχνίδι του θα αποκαλυπτόταν. Έπνιξε την παρόρμησή του να γυρίσει πίσω και να κοιτάξει. Η τελευταία λέξη που θα χρησιμοποιούσε για τη Θάλεια ή- ταν αδύναμη. Τον διευκόλυναν να πετύχει τους σκο- πούς του. Βγήκε από την κεντρικό είσοδο στο προαύλιο του Αββαείου. περίμεναν πως από στιγμή σε στιγμή κάτι θα εκραγεί. Υπήρχε κι εκεί πολύς κόσμος. του βασιλιά ή ενός ανέμελου ερωτύλου. Δεν είχε αρχίσει ακόμα η βροχή. είστε πολύ διασκεδαστικός». Ευ- φυΐα. Κι αυτό ακριβώς επεδίωκε και ο Μάρκο. Μια αίσθηση πως όλοι παρακολουθού- σαν. Αυτό θα ήταν αρκετό για πολλούς άντρες. «Γι’ αυτό δεν μπορώ να μη βρίσκω ό- μορφη τη δεσποινίδα Τσέις. όχι όμως και για μένα». Άγγιξε ανεπαίσθητα το μπράτσο της. φυσικά. Η λαίδη Ρίβερτον ζήτησε συγνώμη για να μιλήσει σε κάποιο γνωστό της και ο Μάρκο βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει. της είπε. Παρατή- ρησε γύρω της το πλήθος και αναστέναξε ικανοποιημένη όταν είδε πως τους παρατηρούσαν και εκείνοι. «Όχι.κατά περίπτωση. νομίζω. Από την άλλη μεριά ήταν κι εκείνη γυναίκα και της άρεσε να τη φλερτά- ρουν. Μια έκρηξη ήδη συνέβαινε μέσα στο κεφάλι του. Εμπειρία». Εγώ προτιμώ να υπάρχει μια βαθύτερη ουσία σε μια κυρία. βέ- βαια. Η λαίδη χαχάνισε. Και πράγματι η λαίδη Ρίβερτον φάνηκε να χαλαρώνει και να του απαντά μ’ ένα δικό της χαμόγελο. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Ώσπου φάνηκε η Θάλεια. «Κρυμμένες αρε- τές». στο βαθμό να παίζει τέλεια το ρόλο του Τσιγγάνου. Ο Μάρκο είχε σχεδόν κερδίσει την εμπιστοσύνη της και πλησίαζε το στόχο του. όταν ανανέωσε τη γνω- ριμία του μαζί της. μέσα στην α- ποστειρωμένη ατμόσφαιρα του Μπαθ ο Μάρκο ένιωθε εγκλωβισμένος. . βλέποντάς με δίπλα σου». όσο κι αν της άρεσε να το προ- σποιείται. ό- πως συνέβαινε καθημερινά σ’ αυτή την πόλη. «Αυτό. υπέβοσκε μια βαθιά ένταση. το καταφέρνεις χωρίς μεγάλη προσπάθεια». Παρά τις δραματικές ικα- νότητες που είχε εξασκήσει με τα χρόνια. «Είμαι άντρας κι εγώ».» «Όχι. έτσι ο κόσμος τριγύριζε α- κόμα όσο μπορούσε εκεί έξω. Πίσω από όλη εκείνη την αρχοντιά και την ατέλειωτη αναζήτηση διασκέ- δασης. «Προσπαθώ απλώς να είμαι ευχάριστος». τουλάχιστον όμως ο αέρας ήταν καθαρός κι από πάνω απλωνόταν ο ανοιχτός γκρι ουρανός. «Κόμη ντι Φαμπρίτσι. «Με ζηλεύουν όλες οι κυρίες εδώ μέσα. Δεν είχε άλλον τρόπο να βρει τα ασημένια σκεύη ενώ η λαίδη Ρίβερτον δεν ήταν καθόλου ανόητη. Κι ο Μάρκο δεν ήθελε να δει ποτέ ξανά τη Θάλεια να κινδυνεύει. Δίχως να σκεφτεί. χωρίς την αδερφή και το γαμπρό της πουθενά τριγύρω. Η α- δερφή της η Κλειώ είχε συμπορευτεί μαζί του για πολύ καιρό σ’ αυτή την αποστολή για τη διάσωση της αρχαίας κληρονομιάς. Αυτή η σπόντα βρήκε το στόχο της. ή να αναλογιστεί το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι θα ήταν προτιμότερο να μείνει μακριά της. «Μάλλον όχι. Στην απέναντι πλευρά της αυλής. Η Κλειώ τον καταλά- βαινε. εκείνη η λαμπερή ακεραιότητά της τον απέτρεψαν. μα δίχως να γυρίσει. «Δεν είναι ακριβώς φίλη μου». Μόνο που ο Μάρκο φοβόταν πως ήταν εκείνος που θα σουβλιζόταν. Ήταν μια αρετή που ο Μάρκο μισούσε και αγαπούσε επάνω της. Ο Μάρκο θυμήθηκε τον Φρόμπισερ που έτρεχε σαν σκυλάκι πίσω από. Η Κλειώ τον είχε προειδοποιήσει να μην μπλέξει τη Θά- λεια σε επικίνδυνες περιπέτειες. δίπλα από το κτίριο της εκκλησίας και το μπουλούκι του κόσμου που πηγαινοερχόταν. πίστευαν κι οι δυο πως μερικές φορές ο σκοπός αγίαζε τα μέσα σ’ αυτές τις επικίνδυνες αποστολές τους. Άθελά του ο Μάρκο έβαλε τα γέλια. Η Θάλεια είχε κοντοσταθεί για να κοιτάξει μια βιτρίνα. Ακόμα κι αν το τίμημα ήταν η περιφρόνησή της στο πρόσωπό του. όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες. τη λαίδη Ρίβερ τον ώσπου εκείνη τον πρόδωσε. τα ξανθά μαλλιά της λαμποκοπούσαν μέσα στην γκρίζα μέρα. Τότε ο Μάρκο είχε σκε- φτεί πόσο της ταίριαζε η καταδικασμένη πριγκίπισσα του Σοφοκλή. Ότι είχαν συνεργαστεί πολύ καλά όταν ένωσαν τις δυνάμεις τους στη Σικελία. Η έλξη της ήταν ακαταμάχητη. Φαντάζομαι πως χρειαζόταν έναν αντικαταστάτη στη θέση του καημένου κύριου Φρόμπισερ». πώς είχε κι εκείνη χαράξει αποφασιστικά τη δική της πορεία. «Εκπλήσσομαι που η φίλη σου σε άφησε από το λουρί της». απόλυτα σοβαρή και σίγουρη στο ρόλο της. ο Μάρκο έτρεξε προς τα εκεί. Όμως η σκέψη του α- θώου ενθουσιασμού της για το έργο. ο Μάρκο εντόπισε ένα ζωηρό μπλε παλτό. Έ- τοιμη να σουβλίσει τον εχθρό και μάλιστα κοιτώντας τον στα μάτια. Η Θάλεια είδε τον αντικατοπτρισμό του στη βιτρίνα και το βλέμμα της σηκώθηκε να συναντήσει το δικό του. Μα η Θάλεια δεν είχε μέσα της ούτε ίχνος απάτης. Ήταν μια πολεμίστρια στην πρώτη γραμμή της μάχης. Είναι φανερό πως θεωρεί τον εαυτό της κάτι παραπάνω από αυτό. Μια αχτίδα τιμιότητας σ’ έναν κόσμο ζοφερό. θέλοντας να κά- νει το σωστό. Λαχταρούσε να πει στη Θάλεια την αλήθεια. Τη θυμήθηκε να παίζει την Αντιγόνη στο αρχαίο θέατρο της Σάντα Λου- τσία. Μετά το . «Βρισκόμαστε πράγματι πολύ μακριά από τη Σικελία». «Τουλάχιστον έχετε κοντά σας τη λαίδη Ρίβερτον για να σας σώζει». Τώρα είχε δύο από αυτές στα ίχνη του. λοιπόν. Κάτι σκαρώνετε εδώ στο Μπαθ. «Μήπως πάσχεις από ποδάγρα. «Αναρωτιέμαι γιατί ένας Ιταλός ευγενής. Γνώριζε ήδη αρκετά καλά τις αδερφές Τσέις και ήξερε πως δε δείλιαζαν ποτέ μπροστά σε μία πρόκληση.» του αντιγύρισε. τη Θάλεια και τη λαίδη Γουέστγουντ. κόμη Ντι Φαμπρίτσι. Το Θερινό Ανάκτορο βρίσκε- ται στο Μπράιτον».» Ο Μάρκο γέλασε. «Από δυσπε- ψία. Ήθελα μόνο να ρίξω μια ματιά στο εξω- τικό ανατολίτικο παλάτι του πρίγκιπά σας». μουρμούρισε κα- τόπιν η Θάλεια. Ο Μάρκο επιστράτευσε όλες τις δραματικές του ικανότητες για να της απαντήσει. τότε που . της είπε προσεκτικά. Χτύπησε το μέτωπό του με την παλάμη. κύριε κόμη.. Τα μάγουλά της ήταν ρό- δινα και τα μάτια της γαλανά σαν τον ουρανό.» απαί- τησε να μάθει η Θάλεια. «Πες μου την αλήθεια». Αγνοώντας πόσο τον ξετρέλαινε το άρωμά της. «Μου είναι χρήσιμες οι γνωριμίες της με την αγγλική κοινότητα σας». «Κάθε άλλο. «Τότε ήρθατε σε λάθος μέρος. «Α! Τα φριχτά αγγλικά μου». Η τελευταία τον είχε συναντήσει στο Γιόρκσαϊρ μεταμφιεσμένο σε Τσιγγάνο. Σίγουρα δεν υπήρχε τίποτα ωχρό επάνω της.θάνατο της Μαρίας είχε ορκιστεί ότι καμία άλλη γυναίκα δε θα υπέφερε ε- ξαιτίας της δουλειάς του. Όλες αυτές οι ντομάτες της ιταλικής διατροφής.» συνέχισε εκείνη αγνοώντας τις λάγνες σκέψεις του. «Άκουσα πως υπάρχει αρκετή ψυχαγωγία εδώ στο Μπαθ. που ο Μάρκο έβλεπε τις ασημιές νιφάδες στα μάτια της. τις ξανθές μπούκλες που ξέφευ- γαν από το καπέλο και χάιδευαν το μέτωπό της. Ο Μάρκο το φοβόταν αυτό. «Όμως εγώ θυμάμαι τι συνέβη εκεί. Γύρισε από τη βι- τρίνα και τον κοίταξε με βλέμμα σταθερό κάτω από το άσπρο ψάθινο κα- πέλο της. ήρθες στο Μπαθ. ένας κόμης.. «Γιατί βρίσκεσαι εδώ. ήθελε να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να την αναγκάσει με φιλιά να του ξαναχαμογελάσει. Και θα ανακαλύψω τι είναι αυτό». Η Σι- κελία ήταν πολύ πληκτική μετά τη δική σας αναχώρηση και η Φλωρεντία έχει κατακλυστεί από βαρετούς Αυστριακούς». χρειάζεται τέτοιες γνωριμίες με την αγγλική αριστοκρατία.» τον ρώτησε καχύποπτη και συνο- φρυωμένη. ίσως. Εκείνες οι ρυτίδες στο μέτωπο την έκαναν ακόμα περισσότερο αξιαγάπητη. τόσο κοντά του. «Κι έτσι. Η Θάλεια έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. ο Μάρκο προσπαθούσε να κλέψει ένα άγαλμα από τον δούκα του Άβερ- τον. Άραγε θα εμφανιζόταν σε λίγο και η Κλειώ μ’ εκείνο τον δούκα μπρο- στά του; Μόνο αυτό του έλειπε τώρα. Η κατάσταση ήταν ήδη αρκετά παρακινδυ- νευμένη. «Μις Τσέις», είπε τότε ψυχρά, «ξέρω πως είναι κάτι αδύνατον για μία γυ- ναίκα της οικογένειάς σας, αλλά θα σας συμβούλευα να κοιτάτε τη δουλειά σας. Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να παρεμβαίνετε στα προσωπικά μου ζη- τήματα». Τα μάτια της άστραψαν. «Τα προσωπικά σας ζητήματα, έτσι; Λοιπόν, δεν έχω καμία διάθεση να “παρέμβω” στη ζωή κανενός ανθρώπου ο ο- ποίος έχει το κακό γούστο να συναναστρέφεται με τη λαίδη Ρίβερτον. Και απ’ ό,τι διαπιστώνω τα αγγλικά σας είναι μια χαρά!» Ο Μάρκο ένιωθε πως κινδύνευε να πνιγεί μέσα σ’ εκείνα τα θυμωμένα μάτια. Πως θα ξεχνούσε τα πάντα εκτός από τη Θάλεια, την ομορφιά, το υπέροχο ταπεραμέντο της, το ταλέντο της και τον τρόπο που στοίχειωνε τις σκέψεις του μετά τη Σικελία. Πίεσε τον εαυτό του να απομακρυνθεί από κοντά της και της χαμογέλασε ανέμελα. «Τότε ελπίζω να καταλαβαινόμαστε, μις Τσέις», της είπε. «Να έχετε μια καλή μέρα». «Καλή μέρα και σ’ εσάς, κύριε!» του αντιγύρισε κοφτά. Ύστερα έκανε με- ταβολή και η άσπρη και γαλάζια φούστα της ανέμισε καθώς απομακρυνό- ταν προς το πλήθος. Γρήγορα η Θάλεια χάθηκε μέσα στον κόσμο, εξαφανί- στηκε από τα μάτια του σαν να μην την είχε συναντήσει ποτέ. Με μεγάλο κόπο ανάγκασε τον εαυτό του να επιστρέφει στο Αντλιοστά- σιο και να μην τρέξει πίσω της. Να μην την πάρει στην αγκαλιά του και της τα πει όλα. Η περιφρόνηση στα μάτια της τον κάρφωνε πιο βαθιά κι από ένα κοφτερό σπαθί. Παρ’ όλα αυτά η Θάλεια δεν έπρεπε να μάθει τα αληθινά αισθήματά του. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. Κεφάλαιο 5 «Ανόητη, ανόητη!» μουρμούριζε η Θάλεια βηματίζοντας ασταμάτητα στο δωμάτιό της. Δεν ήξερε όμως αν ήθελε να βρίσει τον εαυτό της ή τον Μάρκο ντι Φαμπρίτσι. Ίσως να ήταν και οι δυο τους ανόητοι. Έφτασε στο σκαλιστό μαρμάρινο τζάκι και γύρισε να διασχίσει και πάλι το δωμάτιο. Όσο κουκλίστικη κι αν ήταν η κάμαρή της, με την κρεμ ταπε- τσαρία, τις κρεμ και μπλε κουρτίνες και τα υφάσματα, δεν ήταν ένας πολύ μεγάλος χώρος. Δεν της έδινε το περιθώριο να πηγαινοέρχεται με άνεση κι έτσι στο τέλος κάθισε βαριά σ’ ένα από τα σεκρετέρ της. Εκείνο το πρωί είχε αρχίσει να γράφει ένα γράμμα στην Κλειώ, αλλά τώρα η Θάλεια δεν ήξερε πώς να το συνεχίσει. Τα οικογενειακά νέα και τα κουτσομπολιά για το Μπαθ φαίνονταν εντελώς ανόητα μπροστά σε όσα ήθελε πραγματικά να γράψει. Αγαπημένη μου Κλειώ ήταν στ’ αλήθεια ερωτευμένος μαζί σου ο κόμης Ντι Φαμπρίτσι, όπως υποπτευόμουν; Ράγισε πράγματι η καρδιά του όταν παντρεύτηκες τον δούκα; Και γι’ αυτό τώρα έστρεψε την προσοχή του προς τη λαίδη Ρίβερτον; Π Θάλεια συνοφρυώθηκε κοιτώντας το χαρτί με το μισοτελειωμένο γράμμα, μπροστά της όμως έβλεπε μόνο το πρόσωπο του Μάρκο μέσα στο Αντλιοστάσιο. Εκείνο το όμορφο μελαψό πρόσωπο να χαμογελάει σα- γηνευτικά στη λαίδη Ρίβερτον. Στη λαίδη Ρίβερτον, μάλιστα! Η Θάλεια δεν μπορούσε να το πιστέψει. Θα πρέπει να υπήρχε κάποιο κρυφό σχέδιο. Πήρε πένα και μελάνι κι άρχισε να γράφει ένα μακρύ υστερόγραφο σ’ ε- κείνο το γράμμα. Η Κλειώ θα ήξερε πώς να τη συμβουλέψει, θα μπορούσε να της πει όλη την αλήθεια γι’ αυτά που είχαν συμβεί στη Σάντα Λουτσία. Γιατί φοβόταν τόσο η Θάλεια μήπως η αδερφή της μάντευε τα αληθινά της αισθήματα; Οι αδερφές Τσέις ήταν πάντοτε ενωμένες απέναντι σ’ ολόκληρο τον κό- σμο, αναμεταξύ τους όμως μπορούσαν να πειράζονται ανελέητα. «Αγαπημένη μου Κλειώ», έγραψε. «Από τη στιγμή που τελείωσα αυτό το γράμμα, συνέβη κάτι εντελώς αλλόκοτο. Συνάντησα έναν παλιό γνωστό από τη Σάντα Λουτσία εδώ, στο Αντλιοστάσιο και δεν ήταν μόνος...» Έγραψε την υπόλοιπη ιστορία όσο πιο σύντομα μπορούσε και σφράγισε την επιστολή πριν αλλάξει γνώμη. Επίσης έπρεπε να γράψει στον πατέρα της και στη μικρότερη αδερφή της. Όμως ένιωσε πολύ κουρασμένη και το ανέβαλε για αργότερα. Καθώς έκλεινε το καπάκι του σεκρετέρ είδε μια στοίβα χαρτιά μισο- κρυμμένα στο βάθος του γραφείου. Ήταν το θεατρικό έργο της, Το Σκο- τεινό Κάστρο του Κόμη Ορλάντο. Μέχρι στιγμής ήταν μόνο μια πράξη. Η ιστορία, γεμάτη ίντριγκες, μυ- στικά, απαγορευμένους έρωτες και ιταλικά ερείπια, είχε φανεί πολύ εντυ- πωσιακή στη Σάντα Λουτσία. Ήταν μια ιστορία που έλεγε πως η αληθινή αγάπη ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια. Τώρα όμως που η Θάλεια είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον άνθρωπο που την ενέπνευσε... Έκλεισε σταθερά το καπάκι και γύρισε το κλειδί στη μικρή κλειδαριά. Τώρα δεν είχε εμπιστοσύνη στην παρατηρητικότητά της. Πώς μπορούσε να γράψει ένα πειστικό δράμα; Μια πειστική ερωτική ιστορία; Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα της. «Περάστε», φώναξε η Θάλεια κι έριξε το κλειδί στο συρτάρι του γραφείου της. Μπήκε μια καμαριέρα κι έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Η λαίδη Γουέ- στγουντ επέστρεψε, μις Τσέις, και ρωτάει αν θα πάρετε μαζί της το τσάι στο σαλόνι». Χαρούμενη για τον περισπασμό, η Θάλεια κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες προς το χρυσαφί - κοραλλί σαλόνι, όπου βρήκε την Καλλιόπη μισοξαπλω- μένη στον καναπέ. Μια άλλη καμαριέρα σέρβιρε μια ποικιλία από δελεα- στικά γλυκίσματα και μικρά σάντουιτς, ενώ ο Κάμερον και η μικρή Ψυχή ήταν άφαντοι. Η Θάλεια φίλησε το μάγουλο της αδερφής της και πρόσεξε ότι, εκτός από τις νωπές μπούκλες στους κροτάφους της και τα ελαφρώς ροζ μά- γουλά της, η Καλλιόπη δεν έδειχνε ευεργετημένη από τα Θερμά Λουτρά. Επίσης φαινόταν ανόρεχτη και αργόπινε απλώς, το τσάι της. «Δεν έμεινες πολλή ώρα στα λουτρά», της είπε η Θάλεια, διαλέγοντας μια μικρή τάρτα φράουλας. Δυστυχώς εκείνη πάντοτε πεινούσε σαν λύκος όποτε ήταν στενοχωρημένη! «Είναι πολύ καυτά. Δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω». «Γι’ αυτό ακριβώς τα λένε Θερμά Λουτρά! Έλα, πάρε ένα σάντουιτς αγ- γουριού, θα σε ζωντανέψει. Πού πήγε ο Κάμερον;» Η αδερφή της δάγκωσε υπάκουα το σάντουιτς. «Τον έστειλα να αγορά- σει εισιτήρια για το θέατρο και να κλείσει τραπέζι στην Αίθουσα Δεξιώ- σεων για την Τρίτη». «Είσαι σίγουρη πως έχεις διάθεση για όλα αυτά, Καλ; Πρέπει να ξεκουρά- ζεσαι, το ξέχασες; Γι’ αυτό ήρθαμε στο Μπαθ». «Σκεφτόμουν πως ίσως το Μπαθ δεν ήταν το ιδανικό μέρος για διακοπές. «Έναν Τσιγγάνο!» Η Θάλεια έμεινε άναυδη. Δεν κατα- λαβαίνω τίποτα». Ήταν τότε που Λέσχη μας των Φιλοτέχνων Κυ- ριών καταδίωκε τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Εμείς οι Τσέις δε βαριόμαστε ποτέ. «Ούτε καν το λόγο για τον οποίο βρίσκεται εδώ. Ίσως ακόμα και πίσω στην Ιταλία! Έχουν κι εκεί λουτροπόλεις». «Ίσως εσύ είσαι αυτή που πρέπει να ξεκουραστεί. αν και με εντελώς διαφορετική εμφάνιση. «Δεν πρόκειται να σας αφήσω! Κι ούτε βαριέμαι.» «Ώστε τον ξέρεις αυτό τον κόμη». Άραγε θα της ερχόταν ποτέ ξανά η όρεξη να γράψει αισθημα- τικές ιστορίες μυστηρίου. «Θυμάσαι τότε που πήγαμε στο Γιόρκσαϊρ για να επισκεφθούμε την οικογένεια στης Έμε- λιν Σόντερς. Τι σε έπιασε και θέλεις να φύγουμε τόσο ξαφνικά. Θα μπορούσαμε να φύγουμε από εδώ και να πάμε στο Μπράι- τον. Θάλεια. Η Καλλιόπη σώπασε και ακούμπησε δίπλα το πιάτο της.. πριν παντρευτώ τον Κάμερον. Η πραγματικότητα αποδει- κνυόταν πολύ πιο ευφάνταστη από οποιοδήποτε θεατρικό έργο. «Δε μου λες αλήθεια. Ή στο Τέρνμπριτζ Γουέλς.» «Αυτό είναι αλήθεια. «Δεν έχεις ακόμα αρκετές δυνάμεις για να ταξιδέψεις στην Ιταλία. Φαίνεσαι κατάκοπη». το ξέχασες. δε θέλω να βαρεθείς και να μας αφήσεις». «Βαρέθηκα να ξεκουράζομαι! Σου το είπα. «Είναι αλήθεια ότι τον έχω ξανασυναντή- σει.» «Ω. Είμαι Τσέις κι εγώ. Θυμήθηκε εκείνο το ιταλικό έργο επάνω στο δωμάτιό της. Πάντα υπάρχουν πράγματα να κάνουμε.» «Φυσικά και το θυμάμαι. να μελετήσουμε. Άλλω- στε μόλις φτάσαμε στο Μπαθ. «Το ήξερα! Μα πώς.» Η Καλλιόπη ανασήκωσε τους ώμους της. Αν και δε σε έχω δει να γράφεις πολύ τελευταία»..» «Ιδίως αυτό». Την ίδια στιγμή ο Μάρκο γινόταν όλο και πιο πολύπλοκος και ακατανόητος γι’ αυ- τήν. Η Καλλιόπη αναστέναξε βαθιά. «Άρα τον ξέρεις κι εσύ!» φώναξε η Θάλεια. πριν από πολύ καιρό. Υποδυόταν έναν Τσιγγάνο». Πήγαμε στο κάστρο του Άβερ- . Μήπως φταίει η συνάντησή μας με τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι σήμερα το πρωί. «Πότε έγινε αυτό. «Τίποτα απολύτως». Η Καλλιόπη κοίταξε συνοφρυωμένη το μισοφαγωμένο σάντουιτς στα χέρια της. «Θα ξεκινήσω σύντομα». να γράψουμε. ο νεαρός υποκόμης Μόρ- μπι σου έχουν ήδη κάνει πρόταση και φαίνονται όλοι αρκετά αξιοπρεπείς. Η Θάλεια γέλασε ξανά. μην ανησυχείς για μένα. Φυσικά και ήταν. . Ήταν αλήθεια.. σαν να μην έδινε δεκάρα για τους «ανάξιους» ά- ντρες αυτού του κόσμου. Θάλεια». Δεν έχω ούτε το χρόνο ούτε την ενέργεια να λύσω έναν πολύπλοκο γρίφο σαν του κόμη Ντι Φαμπρίτσι». Απ’ ό. Όμως δε θα ήθελα ποτέ να σε δω να πληγώνεσαι από έναν τόσο ανάξιο άντρα». Ιδίως στην περίπτωση ενός άντρα σαν αυτόν».τι μου είπε η Κλειώ είναι φανατισμένος με την ιταλική ιστορία και κουλτούρα. της είπε η Καλ- λιόπη. Η αγαπημένη της η Καλ τόσα χρόνια τις προστάτευε όλες ό- ντας η μεγαλύτερη από τις Μούσες. αφού υπάρχουν τόσοι άξιοι άντρες στο κατώφλι μου. γιατί είχε κουραστεί να την προστατεύουν. πριν κάνει την ανοησία να παρασυρθεί από τη γοητεία εκείνων των μαύρων ματιών του.» είπε η Θάλεια γελώντας.. είπε η Καλλιόπη.. αγαπούσε την Κλειώ. Θα πρέπει να νιώθει μεγάλη περιφρόνηση για συλλέκτες σαν τον πατέρα μας και τον Άβερτον! Ίσως γι’ αυτό τα πήγαινε τόσο καλά με την Κλειώ». «Δεν ξέρω τι μπορεί να ένιωθε τότε για την Κλειώ». «Για να μην πω και γυναικάς. δεν ήταν αυτός ο κλέφτης.» Ξαφνικά η Θάλεια ένιωσε εντελώς ανόητη. κόμης και κλέφτης ταυ- τόχρονα. Σίγουρα όμως δε θα με ξάφνιαζε αν μά- θαινα πως ήταν κλέφτης. Μια ξαφνική ψυχρολουσία κατέκλυσε τη Θάλεια και σκέπασε τα μάτια με τα χέρια της. Καλ. Κι ήταν καλύτερα που η Θάλεια το μάθαινε έγκαιρα. Δε θα υποκύψω στη γοητεία του. Παρ’ όλα αυτά τα φαινόμενα μπορεί να απα- τούν.τον. «Είσαι ο πιο “δραστήριος” άνθρωπος που ξέρω. Τώρα όμως ήταν η ώρα να φροντίσει η ίδια η Θάλεια τον εαυτό της.. ο λόρδος Ίγκερτον. Σε παρα- καλώ. Κατέβασε τα χέρια της και είδε την Καλλιόπη να την παρατηρεί με αδερ- φική έγνοια.» «Όχι. όσο έντονη κι αν είναι. «Τώρα είναι παντρεμένη και φαίνεται πως το ενδιαφέρον του μεταφέρ- θηκε στη λαίδη Ρίβερτον. με την ανάκτηση της κληρονομιάς της χώρας του. Έγειρε βαριά πίσω στην καρέκλα της και κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Ήταν στο Γιόρκσαϊρ με τη Κλειώ». «Έναν άντρα που μπορεί να γίνεται Τσιγγάνος. Την ίδια στιγμή όμως γύρισε από την άλλη μεριά το πρόσωπό της για να μη δει η Καλ τα δάκρυα στα μάτια της.» «Έχεις τους περισσότερους θαυμαστές από κάθε άλλη γυναίκα που ξέρω! Ο κύριος Μπράμσμπι. «Και είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσες να λύσεις οποιονδήποτε γρίφο αποφάσιζες. «Ο Μάρκο ήταν ο κλέ- φτης. «Ναι. «Είναι αλήθεια ότι εμείς οι Τσέις δεν είμαστε σαν τα άλλα κορίτσια. Είναι αλήθεια πως ο άντρας μου είναι μοναδικός. το πόσο υπομονετικά περίμεναν στις δεξιώσεις για ένα χορό μαζί της. να λέμε τη γνώμη μας! Αλλά υπάρχουν και άντρες στους οποίους αυτό αρέσει. Την αδυναμία τους να δουν πίσω από την όμορφη πρόσοψη τον α- ληθινό εαυτό της. «Ίσως επειδή η μητέρα του ήταν Ελληνίδα. νο- μίζω».. Όμως η τύχη δεν μπορούσε να χτυπήσει την πόρτα τους και τρίτη φορά. Για μια στιγμή πίστεψε πως στη Σάντα Λουτσία κάποιος μπόρεσε να δια- κρίνει αυτό τον εαυτό της. που δεν μπορώ να φανταστώ τι θα γίνει όταν αρχίσει να περπατά και να μιλάει». Οι αδερφές της είχαν σταθεί τυχερές στους γάμους τους. Η Ψυχή είναι τόσο. όταν μεγαλώσει αρκετά ώστε να έχει τους δικούς της θαυμαστές! Είναι μια αληθινή Τσέις». Θα γίνω η τέ- λεια γεροντοκόρη θεία!» Η Καλλιόπη έβαλε τα γέλια. Τα λουλούδια που της έστελναν. Η Καλλιόπη αναστέναξε. μόλις με γνωρίσουν πραγμα- τικά». Η Θάλεια σκέφτηκε την προθυμία στο βλέμμα τους όταν τη συναντού- σαν στο πάρκο. Μα ήταν ένα ανόητο λάθος της. ζωηρές συζητήσεις. «Ή. «Και αρκετά ευγενικοί. είπε η Θάλεια. «Τώρα θα σε αφήσω. αν και θα το ήθελα πολύ. «Δεν είμαι τόσο εγωίστρια για να σε κρατήσω μαζί μου. ζωηρή τώρα. «Ποτέ δε δίστασα να του εκφράσω τις απόψεις μου! Κάνουμε πολύ. πρέπει να ξεκουραστείς. η Θάλεια όμως διέκρινε την κούραση της..Για να μην πω ερωτευμένοι». Μάθαμε να χρησιμοποιούμε το μυαλό μας. Η Θάλεια της χαμογέλασε πειραχτικά. Αμφιβάλλω βέβαια αν ο ενθουσιασμός τους θα διαρκέσει παραπάνω από μερικές μέρες. Η Θάλεια πήγε να σκεπάσει τα πόδια της Καλλιόπης με μια κουβέρτα. όμως είμαι σίγουρη πως θα βρεθεί ένας εξίσου ξεχω- ριστός άντρας και για σένα». καλή μου. κάπου κάπου».. «Άντρες σαν τον Κάμερον.» Η Καλλιόπη γέλασε. τα κομπλιμέντα που της έ- καναν.. «Ο Κάμερον είναι καλός άντρας. Και καβγάδες βέβαια. «Αυτοί είναι αξιοπρεπείς». «Θα γράφω τα έργα μου και θα διδάξω μουσική στην Ψυχή όταν μεγαλώσει. . δεν υπάρχουν πολλοί σαν κι αυτόν στην Αγγλία». συμφώνησε σερβίροντας λίγο ακόμα τσάι. Σε παρακαλώ. Η Θάλεια πολύ αμφέβαλλε γι’ αυτό. μην ανησυχείς για μένα. Είμαι μια χαρά». «Είμαι ικανοποιημένη με τη ζωή μου». Θεός φυλάξοι. Αντί γι’ αυτό έπαιξε στην Καλλιόπη ένα παραδοσιακό τραγούδι της Ιταλίας. Πήγε στο πιάνο και χάιδεψε τα δρο- σερά φιλντισένια πλήκτρα. μεταφέροντας τη στον κό- σμο που η μουσική δημιουργούσε πάντα γι’ αυτήν. Στο μέρος όπου τίποτ’ άλλο δεν είχε σημασία εκτός από τον ήχο και τη δημιουργία. αισιόδοξο σκοπό. Η Θάλεια ένιωσε να την τρώει η πε- ριέργεια. η αδερφή της ό- μως είχε αποκοιμηθεί. είπε η Θάλεια. της απάντησε σταθερά η Θάλεια. Κοίταξε βιαστικά να δει αν η Καλλιόπη το είχε προσέξει. Είχε υποσχεθεί να μην αποκαλύψει. Θα ξέρει περισσότερα από εμένα και θα σου πει όσα εγώ έχω υποσχεθεί να μην αποκαλύψω». το ωχρό πρόσωπο της αδερφής της όμως την εμπόδισε. «Πολύ καλά. Θα υποκριθώ πως σε πιστεύω. στις νότες του οποίου κατέφευγε πάντα όταν οι σκέψεις της βρίσκονταν σε αναταραχή. «Φυσικά». έτυχε να κοιτάξει έξω απ’ το παράθυρο. Μπροστά από τον μεγάλο ημικυκλικό δρόμο του Κρέσεντ είδε τον Μάρκο και τη λαίδη Ρίβερτον με το μικρό της σκυλάκι. είμαι». να προχωρούν α- γκαζέ και να γελούν. «Είσαι. πάτησαν παράτονες νότες. κάποιον ελαφρύ. Καθώς όμως προχωρούσε στο επόμενο τρα- γούδι. Τα δάχτυλα της Θάλειας έχασαν το ρυθμό. Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για τη θυελλώδη μουσική του αγαπημένου της Μπετόβεν. το συναί- σθημα και την ελευθερία. . Άλλωστε οι αδερ- φές Τσέις φημίζονταν για το πείσμα τους κι ήταν σίγουρο πως η Καλλιόπη δε θα αποκάλυπτε με τίποτα τα μυστικά της. Το κομμάτι έφτιαξε και τη δική της διάθεση. Σε άλλη περίπτωση θα βομβάρδιζε την Καλλιόπη με ερωτήσεις. «Ναι.» «Ναι. θα της γράψω». Κι όταν η Θάλεια ξαναγύρισε προς το παράθυρο ο Μάρκο είχε εξαφανιστεί. Μόνο κάνε μου μια χάρη». «Γράψε στην Κλειώ και ρώτησέ την για τον κόμη. άνοιξε την πόρτα και κατέ- βηκε πριν προλάβουν να τη σταματήσουν. «Βιαστείτε λοιπόν». «Είναι αλήθεια πως θα μου άρεσε να χορέψω. «Υπάρχουν βραδιές με λιγότερο κόσμο. «Πήρα έναν υπνάκο το απόγευμα. πρότεινε ο σύζυγός της. του είπε η Καλ- λιόπη. Και μ’ αυτό το ξέσπασμα έπιασε το πόμολο. Η Καλλιόπη γέλασε. «Τότε ίσως πρέπει να φύγουμε». Δεν μπορούσαν να πλησιάσουν πολύ λόγω της πολυκο- σμίας. «Τι κοσμοσυρροή». Όχι όμως αν δεν αισθάνεσαι καλά.» Ξαφνικά η Καλλιόπη χτύπησε τη βεντάλια της πάνω στην πόρτα. Η Θάλεια άκουσε ακόμα και τον αμυδρό ήχο της μουσικής και τα ροζ δερμάτινα γοβάκια της άρχισαν να χτυπούν ρυθμικά.. Η Θάλεια και ο Κάμερον αντάλλαξαν παραιτημένοι μία ματιά. μας είπε τι πρέπει να κάνουμε». μουρμούρισε η Καλλιόπη κοιτώντας πάνω από τον ώμο της Θάλειας. Αμφιβάλλω. «Δεν είναι ανάπηρη». «Δε θα καταφέρουμε να μπούμε πριν τα μεσάνυχτα». όπως και η Ψυχή». πάει και τελείωσε». ούτε η καημένη Θάλεια πρέπει να μένει κλεισμένη μαζί μου». «Αλλιώς θα χάσουμε όλη την ωραία μουσική». Ο Κάμερον ακολούθησε τη γυναίκα του και οι τρεις τους προχώρησαν . «Σας είπα εκατό φορές να πάψετε να με παραχαϊδεύετε! Θα χορέψουμε όλοι α- πόψε. «Να ξαναέρ- θουμε κάποια άλλη βραδιά που θα έχει λιγότερο κόσμο». Το φως που έκανε να αστράφτουν οι παστέλ τουαλέτες και τα ακριβά κοσμήματα των κοριών. «Λοιπόν. τους φώναξε από το πεζοδρόμιο και έστρωσε την τουαλέτα της από άσπρο και ασημί μετάξι και ίσιωσε το διαμαντένιο περι- δέραιό της. Η Θάλεια της χαμογέλασε. μπορούμε να ξα- ναέρθουμε. απάντησε η Θάλεια. ακόμα όμως κι από μακριά είδε το φως να ξεχύνεται απ’ τα παρά- θυρα και τις ανοιχτές πόρτες της εισόδου με το δωρικού ρυθμού περιστύ- λιο. Κεφάλαιο 6 Η μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων ήταν κατάφωτη όταν η άμαξα της Θά- λειας σταμάτησε. Ο Κάμερον έχει δίκιο. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να μπούμε». «Δε θέλω να κουραστείς». «Πράγματι». «Τώρα θέλω λίγη παρέα! Δεν μπορώ να μένω κλεισμένη σαν ανά- πηρη ηλικιωμένη. διαμαρτυρήθηκε εκείνος.. όπως είχε κάνει η Καλλιόπη. Τότε εκείνος γύρισε και η Θάλεια είδε πως δεν ήταν ο Μάρκο. αγάπη μου. μουρμούρισε και της ήρθε η επιθυμία να χτυπήσει τη βεντά- λια της πάνω σε κάτι. όμως ο ψηλοτάβανος χώρος και οι αχνοπράσινοι τοίχοι έδιναν μια αίσθηση ευρυχωρίας. Κόντεψε μάλιστα να πείσει τον εαυτό της γι’ αυτό καθώς διέσχιζαν τον κεντρικό προθάλαμο. «Μάλλον φταίει η ζέστη». «Θα μπορούσες να μας φέρεις λίγο παντς από την τσαγερία. «Μμμ. Η Θάλεια και η Καλλιόπη κρατούσαν τον Κάμερον α- γκαζέ. Οι χορευτές στροβιλίζονταν στο κέντρο της πίστας. Πήρε το μπράτσο της Θάλειας και την τράβηξε προς την αίθουσα χορού. θέαμα που θύμισε στη Θάλεια τα γυαλιά Μουράνο τα οποία είχε δει στη Βενετία. κάνοντας την Καλλιόπη να γε- λάσει. ανάμεσα στην αίθουσα χορού.» Πνίγοντας την ενοχλητική απογοήτευσή της. γιατί είχε εμφανι- στεί ξανά στη ζωή της. Με τη βοήθεια του Κάμερον κατάφεραν γρήγορα να φτάσουν στο φου- αγέ. την τσαγερία και την αίθουσα χαρτο- παιξίας. «Κατάρα». . «Έλα τώρα. Εκεί επικρατούσε ο ίδιος συνωστισμός. «Είσαι εντάξει. Γιατί έπρεπε να της θυμίσει όσα δεν μπορούσε να αποκτήσει. Ο Κάμερον συνοφρυώθηκε διστακτικός. Αυτό ήταν όλο. είπε η Καλλιόπη παραμερίζοντας με τον α- γκώνα τους δυο λιμοκοντόρους που έκλειναν το δρόμο τους κοιτώντας σαν χάνοι. Ώσπου πήρε το μάτι της την πλάτη ενός ψηλού με- λαχρινού άντρα και κόπηκε η ανάσα της. «Ναι. πήγαινε». Δεν έψαχνε φυσικά τον Μάρκο.» είπε η Καλλιόπη. απλώς την ενδιέφερε να δει ποιες ήταν οι τελευταίες αφίξεις στο Μπαθ. η Θάλεια βιάστηκε να του χαμογελάσει. «Υπόσχο- μαι ότι θα καθίσω με την πρώτη ευκαιρία». Και πάλι. Γιατί. Θάλεια.» «Ξαφνικά τα μάγουλά σου έγιναν κατακόκκινα». Λευκοί κίονες υψώ- νονταν ως το μπαλκόνι όπου έπαιζε η ορχήστρα κι έφταναν μέχρι τους α- στραφτερούς κρυστάλλινους πολυελαίους του ταβανιού. Η Θάλεια κοιτούσε τριγύρω της τον κόσμο.» τη ρώτησε ο Κάμερον. μουσελίνες και λαμπερά μαργαριτάρια και διαμάντια. «Εμείς θα πάμε να βρούμε έναν κατάλληλο καβα- λιέρο για τη Θάλεια στην αίθουσα του χορού».προς την είσοδο. Η Βενετία την έκανε να σκεφτεί τον Μάρκο. φυσικά. Γιατί ρωτάς. σαν ένα καλειδο- σκόπιο από μετάξια. του είπε και τον έσπρωξε τρυφερά. διερευνητικά. Όταν εκείνη και ο Μάρκο χόρεψαν ταραντέλες και βαλς στη γιορτή της σοδιάς προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Στην ψυχρή πραγματικότητα της μονότονης. Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα. είπε η Καλλιόπη ανοίγοντας τη βεντάλια της. την ανάμειξή του σε μυστηριώδεις και άγνωστες υποθέσεις. Από το χορό των μεταμφιεσμένων της Σάντα Λουτσία. Ευτυχώς η Καλλιόπη ήταν πολύ απασχολημένη για να ακούσει το μικρό ξέσπασμα της Θάλειας. «Μα δε θυμάμαι να μου υποσχέθηκες τίποτα». Καλ». είπε. «Κανέναν». Η Θάλεια την καθησύ- χασε μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Εκείνη τη στιγμή είχε ξεχάσει τα πάντα. «Ορκίστηκα πως θα σου βρω έναν καβαλιέρο. Η αίθουσα που έβλεπε μπροστά της ξεθώριασε και η Θάλεια μεταφέρθηκε νοερά στη ζεστή. «πρέπει να κρατήσω και την υπό- σχεσή μου απέναντι σου». Θυμήθηκε πώς ένιωθε όταν ο Μάρκο την κρατούσε στην αγκαλιά του. να μια καρέκλα». Ποια ήταν εκείνη. φώναξε τραβώντας μαζί της τη Θάλεια προς τη μοναδική άδεια θέση ανάμεσα στις άλλες που βρίσκο- νταν αραδιασμένες σ’ όλο το μήκος του τοίχου. «Δε βλέπω κανέναν με τον οποίο θέλω να χορέψω». ενώ ξέρω πόσο σου αρέσει να χορεύεις». Ένιωθε υπέροχα μέσα στα μπράτσα του. Η Καλλιόπη την κοίταξε επίμονα. Είχε ξεχάσει την αγάπη του για την αδερφή της. την έβγαλε απότομα από το ονειροπόλημα της και η Θάλεια επέστρεψε βίαια στο Μπαθ. Ακόμα και τώρα η Θάλεια λαχτα- ρούσε να στριφογυρίσει στο ρυθμό της μουσικής.. Πόσο ζεστό και δυνατό ήταν το λεπτό κορμί του.. όταν έγερνε στον ώμο του. Δε θα σ’ αφήσω να μείνεις δίπλα μου όλο το βράδυ. «Μα κάποιος θα πρέπει να υπάρχει! Κοίτα καλύτερα. ανώφελης ζωής μιας Αγγλίδας αριστοκράτισσας. πόσο όμορφα μοσχοβολούσε κίτρο και πιπερόριζα. Τελευταία είχε εξασκήσει αρκετά την προσποίησή της. της άρεσε ο χορός. να ανασαίνει το άρωμά του ώσπου να γινόταν ένα μαζί του.» Η Θάλεια κοίταξε τους χορευτές και τους ανθρώπους που τριγύριζαν σ’ εκείνη την πλευρά της αίθουσας. Κάποιος τη σκούντησε. «Α. παραμυθένια νύχτα της Σικελίας. Η Σικελία και όλα όσα είχε νιώσει εκεί είχαν και πάλι χαθεί. «Όχι. Βλέπεις κανέναν που σου αρέσει. σαν να ήταν αυτό που περίμενε σ’ όλη τη ζωή της. ωστόσο δεν έδειχνε να ξεγελάει καθόλου την αδερφή . «Τώρα που κράτησα την υπόσχεσή μου απέναντι στον Κάμερον». ποιος ήταν ε- κείνος. Ήταν αλήθεια. Είχε να χορέψει από τότε που. «Ίσως βρεθεί αργότερα κάποιος τζέ- ντλεμαν που θα έρθει από την αίθουσα χαρτοπαιξίας. Για μια στιγμή το είδωλό της της φάνηκε ξένο. Όταν αυτές εξαφανίστηκαν πίσω από μια πόρτα. Συμμετείχε σ’ έναν κοινό σκοπό και ήταν μια θαυμάσια αίσθηση. Τα γαντοφορεμένα δά- χτυλα χάιδεψαν το μάγουλό της. να βρεθεί ένας κλέφτης και να ξαναπάρουν ένα θησαυρό της ιταλικής ιστο- ρίας! Κανείς δεν είχε ξαναζητήσει στο παρελθόν τη βοήθειά της. Ήταν πά- ντα η μικρή αδερφή που έπρεπε όλοι να προστατεύουν και να παραχαϊ- δεύουν. Το θεατρικό τα- λέντο της μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Ανάμνηση είχε γίνει και ο Μάρκο που η Θάλεια γνώρισε τότε. Πλησίασε ένα βήμα τον καθρέφτη και σήκωσε το χέρι να στρώσει ένα τσουλούφι που είχε ξεφύγει από την κουάφ της. είπε η Καλλιόπη και τίναξε τη βεντάλια κάνοντας τα μαύρα μαλλιά της να ανεμίσουν. Μέσα της όμως ήταν σίγουρη πως ούτε και αργό- τερα δε θα ήθελε να χορέψει. εκείνες τις σπάνιες φορές που η Κλειώ είχε ζητήσει τη βοήθειά της. Αυτός που έβλεπε τώρα στο Μπαθ να συνοδεύει παντού τη λαίδη Ρίβερτον ήταν α- γνώριστος και ακατανόητος. ήθελε να πάρει μέρος σε μία α- ποστολή. Η επιστροφή της στην Αγγλία και στο ρόλο της άχρηστης καλλονής τα εξαφάνισε όλα. η Θάλεια πλημμύριζε από ενέργεια και πάθος όπως ποτέ άλλοτε. Λίγο αργότερα τις βρήκε ο Κάμερον και έδωσε στη γυναίκα του το ποτό της. «Ίσως». Στη Σάντα Λουτσία. της άρεσε η έκπληξη κι ο θαυμασμός στα μάτια του Μάρκο. Αν έμοιαζε λίγο περισσότερο με την . Τώρα ήταν μόνο μια όμορφη ανάμνηση. τις ξανθές μπούκλες και το διαμαντένιο διάδημα ήταν ο εαυτός της.της. η Θάλεια είχε νιώσει χρήσιμη. Εκείνες τις μέρες. Η Θάλεια όμως ήθελε να βοηθήσει. Έμοιαζε ακόμα μ’ ε- κείνη τη μισητή πορσελάνινη βοσκοπούλα. Απαραίτητη. είπε η Θάλεια. όταν συνεργαζόταν με την Κλειώ. εκείνη σταμάτησε μπροστά σ’ έναν καθρέφτη που υπήρχε στον τοίχο. Οι μνήμες της Ιταλίας δεν την είχαν αλλάξει καθόλου. τον Άβερτον και τον Μάρκο. Ισχυρίστηκε πως θα πήγαινε να βρει τις γυναικείες τουαλέτες. «Είναι νωρίς ακόμα». ενώ η Θάλεια ζήτησε συγνώμη για λίγο. αλλά στην πραγματικότητα ήθελε να μεί- νει για λίγο μόνη. Η Θάλεια κατέβηκε μια σκάλα πίσω από μια παρέα νεαρών γυναικών που χαχάνιζαν. τουλάχιστον εξωτερικά. Επιπλέον. Της πήρε μερικές στιγμές να συνειδητοποιήσει ότι η κυρία με τη ροζ μουσελίνα. κοιτώντας τον στα μάτια. Ίσως όμως αυτό να ήταν λάθος. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Τόλμησε μάλιστα να απλώσει τα δάχτυλά της και να χαϊδέψει το μετα- ξωτό πέτο του πανωφοριού του. «Όλες. Ή μήπως θα ήταν κι αυτή ένας φευγαλέος περισπασμός σαν τη λαίδη Ρίβερ- τον. είπε πίσω της μια φωνή με απαλή προφορά. Γιατί. ψηλή.Κλειώ. Έμοιαζε σαν να ήταν κι αυτός ένα μέρος από τις σκιές. Ο Μάρκο γέλασε σιγανά κι εκείνο το εξοργιστικό λακκάκι εμφανίστηκε στο μάγουλό του. «Γιατί στ’ αλήθεια το πρόσωπό σου αγγίζει την τελειότητα». «Μην τολμήσεις να πεις ότι είδες εκεί κάτι που σε δυσαρεστεί». η Θάλεια ξεχνούσε ποια ήταν. τις χρυσαφιές νι- φάδες στα καστανά του μάτια. καστανομάλλα και ηλιοκαμένη σαν Α- μαζόνα πολεμίστρια. η τελευταία σκέψη όμως την έκανε να κοκαλώσει. πού βρισκόταν. Μήπως τότε ο Μάρκο αγαπούσε εκείνη. όταν οι δυο τους χόρευαν κάτω από τον αστροφώτιστο ουρανό της Σικελίας. Η Θάλεια γύρισε από τον καθρέφτη και τον κοίταξε. μήπως τότε οι άλλοι την έπαιρναν περισσότερο στα σοβαρά. αν ήταν όπως εκείνη. όπως αγαπούσε την Κλειώ. δεν υπήρχε κανένα ίχνος ευθυμίας στα μάτια του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά και μέσα στον καθρέφτη το βλέμμα της συνάντησε αυτό του Μάρκο. Ένιωθε πως ήταν η μοναδική γυναίκα σ’ όλο τον κόσμο. αν δεν έμοιαζε σαν ρόδο από τον κήπο των Βερσαλ- λιών. βρέθηκε ξανά πίσω σ’ εκείνο το χορό μεταμφιεσμένων.» «Οι περισσότερες». Την παρατηρούσε και για πρώτη φορά δε χαμογελούσε. Το χέρι της χαμήλωσε στο πλάι. να πιάσει το μαλακό λινό πουκάμισό του και να τον κρατήσει σφιχτά κοντά της. ώσπου ακούμπησε την παλάμη του στον τοίχο πίσω της και το μπράτσο του χάιδεψε τα μαλλιά της. Έγειρε πάνω της. «Θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο και για εσένα. Τη δελέ- αζε να γείρει πάνω του. ύστερα άλλο ένα. κάρα Θάλεια. «Κι όμως δείχνεις να έ- χεις μάτια μόνο για μία». τύλιξε τη Θάλεια σαν σαγηνευτικό χάδι. Όταν την κοιτούσε τόσο έντονα. Εκείνο το άρωμα από κίτρο και πιπερόριζα ανάμεικτη με την τόσο αρρε- νωπή δική του μυρωδιά. Μια υποψία χαμόγελου άγγιξε τις άκρες των χειλιών του. Ο Μάρκο έκανε όλες τις γυναίκες να νιώθουν μοναδικές. Ξεχνούσε τα πάντα. τόσο κο- ντά που η Θάλεια είδε το σκούρο γένι στο μάγουλό του. Τις . «Πράγματι. Όλες οι κυρίες εδώ στο Μπαθ σ’ έχουν ερωτευτεί όπως συνέ- βαινε και στη Σικελία». αυτό κάνω». Όσο κοντά της κι αν βρισκόταν σω- ματικά. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο κυνικός.» μουρμούρισε η Θάλεια κρυφοκοιτώντας τον κάτω από τις βλεφαρίδες της.. εκείνη δεν ήθελε να είναι σαν τις άλλες! Δεν ήθελε να χαθεί μέσα σε μια ανόητη φαντασίωση.. όπως ακριβώς η λαίδη Ρίβερτον. Μήπως δε βρίσκεσαι εδώ στο Μπαθ σαν αφοσιωμένος συνοδός της. να μου δείξει τα αξιοθέατα. Υποθέτω πως χρειαζόταν αντικαταστάτη για τον καημένο κύριο Φρό- μπισερ. Να ακολουθεί σαν μαγεμένη τον Μάρκο σ’ όλο το Μπαθ μαζί με τις υπόλοιπες θαυμάστριές του. φίλοι». Το χέρι της χαμήλωσε δίπλα στη φούστα της. Μόλις είδαν τον Μάρκο άρχισαν να χα- χανίζουν πίσω από τις βεντάλιες τους. Η λαίδη Ρίβερτον προσφέρθηκε απλώς να με ξεναγήσει εδώ στο Μπαθ. ένα τεράστιο χάσμα είχε ανοιχτεί τώρα μεταξύ τους. «Φίλοι. «Τι θα έλεγε η λαίδη Ρίβερτον αν σε έβλεπε εδώ μαζί μου. Και σίγουρα χρειαζόταν κι εκείνος μια αντικαταστάτρια για την Κλειώ. πράγμα που η Θάλεια φυσικά δεν μπορούσε να το πει στον Μάρκο. πώς το λέμε. «Η λαίδη Ρίβερτον κι εγώ είμαστε απλώς. Η ξαφνική πικρή απογοήτευση έκανε τη Θάλεια να γυρίσει το κεφάλι στο πλάι για να μην τον βλέπει. μετά τον τόσο βιαστικό χωρισμό τους στη Σάντα Λουτσία! Αν και οφείλω να πω ότι εσύ είσαι πιο όμορφος από εκείνον». μέσα σ’ ένα αρωματισμένο σύννεφο από παστέλ μουσελίνες. Μάρκο. Η λαίδη Ρίβερτον δεν είναι. «Η λαίδη Ρίβερτον. Εκεί- νες τις ευτυχισμένες μέρες στη Σικελία ένιωθε ελεύθερη να εκφράσει κάθε σκέψη της. είπε σφιγμέ- νος. νομίζω. Ήθελε να έχει ένα διαφορετικό σκοπό στη ζωή της! Κι όμως εκείνος στεκόταν ακόμα μπροστά της και τα μπράτσα του απεί- χαν μόλις λίγα εκατοστά από το μάγουλό της.» «Ναι. . Εδώ όλα ήταν διαφορετικά.τύλιγε στο δίχτυ της σαγήνης του μετατρέποντάς τες σε ανόητα πλάσματα που χαχάνιζαν διαρκώς.» ψέλλισε. Πώς μπορούσα να πω όχι μετά τη φιλία μου με το μακαρίτη το σύζυγό της. Ο Μάρκο συνοφρυώθηκε. Ή μήπως εσύ και η Κλειώ.» Η πόρτα από τις γυναικείες τουαλέτες ξαφνικά άνοιξε κι ένα λεφούσι από κορίτσια ξεχύθηκε με γέλια στο δωμάτιο. Τα δάχτυλά του κουλουριάστηκαν σε μία γροθιά πάνω στον τοίχο..» «Καμιά δεν είναι σαν τις Τσέις. Όπως διαφορετικός ήταν κι εκείνος.. κοιτώντας τη σαν να μπο- ρούσε να διακρίνει όλα τα μυστικά της. «Ύστερα μάλιστα από όσα έγιναν στη Σάντα Λουτσία. Όχι.» Μια ξαφνική οργή έκανε τα μάγουλά της να πάρουν και πάλι φωτιά. όπως είμαστε εσύ κι εγώ. Η Θάλεια ήξερε πώς ένιωθαν. Τα χάχανα και τα τινάγματα από τις βεντάλιες αυξήθηκαν απότομα και οι νεαρές κυρίες ανέβηκαν βιαστικές τη σκάλα. «Δε σκοπεύω να χορέψω α- πόψε». Ο Μάρκο της χαμογέλασε πονηρά. Ένιωσε τη δροσερή ανάσα του να χαϊδεύει το δέρμα της και αναρίγησε.» την πείραξε. «Μάλλον πρέπει να μιλήσουμε». ακόμα και σε ένα δημόσιο χώρο όπως το πάρκο. «Μιλάμε». εξοργίζοντάς την. «Θάλεια». «Θα σε συναντήσω εκεί μετά το πρόγευμα». «Δε φαντάζομαι να σε πείσω να χορέψεις μαζί μου.» Η Θάλεια ξεροκατάπιε. Η Θάλεια τράβηξε απότομα το χέρι της. αν και ήταν σίγουρη πως.» . Μα η περιέργεια νίκησε τη σύνεσή της. Όλη η προσοχή τους είχε επικεντρωθεί στον Μάρκο. δε θα χόρευες μαζί μου. αν μη τι άλλο να του εκφράσει το σάστισμα και την οργή της! Όμως απόψε είχε διαπιστώσει γι’ άλλη μια φορά πως οι σκέψεις της σκορπίζο- νταν στον αέρα όποτε ο Μάρκο βρισκόταν κοντά της. Θάλεια». σαν να διάβαζε κάθε σκέψη της. της απάντησε. Και πριν προλάβει να τον σταματή- σει πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. σαν να ένιωσε το μικρό της ρίγος. Πως εξακολου- θούσε να έχει την ίδια αισθησιακή επίδραση λήθης επάνω της. Το χαμόγελο και το λακκάκι είχαν αντικατασταθεί από μια παράξενη δυσθυμία. σι. Του έγνεψε κατα- φατικά. όπως πάντα. Το φιλί του ήταν ζεστό και σαγηνευτικό πάνω από το λεπτό μετάξι. ακόμα κι αν την έβλεπαν. μουρμούρισε ο Μάρκο γυρίζοντας πάλι προς το μέρος της ό- ταν έμειναν μόνοι. Θα με συνοδεύσεις αύριο σ’ έναν περίπατο στο Σίντνεϊ Γκάρντενς. του είπε. Ο Μάρκο χαμογελούσε ακόμα. «Κι αν χόρευες. «Γκράτσιε. Μπορούσε άραγε να εμπιστευτεί τον εαυτό της μαζί του. Γύ- ρισε ανάποδα το χέρι της και ισορρόπησε απαλά τον καρπό της μέσα στην παλάμη του. Φίλησε απαλά το σημείο του σφυγμού της και η Θάλεια ένιωσε το απαλό άγγιγμα της γλώσσας του ανάμεσα στα μικροσκοπικά κουμπιά του μανικιού της. δε θα την πρόσεχαν κα- θόλου. Εκείνος ξεκόλλησε από τον τοίχο και τους έκανε μια ευγενική υπόκλιση χαμογελώντας. Όταν μόλις λίγες στιγμές νωρίτερα ή- ταν έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του. «Αύριο το πρωί η αδερφή μου θα πάει στα θερμά λουτρά». Ήταν γεγονός πως ήθελε να του μιλήσει κι ε- κείνη. «Κάπου όπου δε θα μας διακόπτουν. Η ίδια κρύφτηκε πίσω στα σκοτάδια. κάρα. Το βαθύ γέλιο του την ακολουθούσε καθώς τις ανέβαινε τρέχοντας. Η Θάλεια έβαλε αμέσως το χέρι της στο στόμα του για να τον κάνει να σωπάσει. «Θα μας ακούσουν». λοιπόν. «Με συγχωρείς που σε άφησα μόνη σου». Όπως βλέπεις ο Κάμερον με εγκατέλειψε για να πάει στην . Τι εξοργιστικός άνθρωπος! σκέφτηκε. Η Καλλιόπη καθόταν ακόμα στην καρέκλα της δίπλα στον τοίχο και μιλούσε ζωηρά με άλλες δυο κυρίες. δε θα μπο- ρούσε να σταματήσει. Ναι.. σαν να φοβόταν πως το γέλιο του θα την παρέσερνε να γελάσει και η ίδια. Τίποτα. «Να σε λοιπόν. δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ήταν ανόητη.. καμία δεν παραπονέθηκε ποτέ για τις.» «Φυσικά και τον θυμάμαι. Πίεσε το στόμα της. αν άρχιζε να γελάει. είμαι πολύ καλός χορευτής. γιατί φοβήθηκε πως. αλλά συνέχισε να το κρατάει. Αναρωτιόμουν πού εξαφανίστηκες». σε βεβαιώνω.» Τράβηξε απότομα το χέρι της και γύρισε γρήγορα προς τις σκάλες. δεν έπαιρνε στα σοβαρά. Ένιωσε μια ακατανίκητη παρόρμηση να γελάσει δυνατά. «Κάθε άλλο.. Και γιατί δεν μπορούσε ποτέ να μείνει θυμωμένη μαζί του. «Θάλεια.. «Σστ!» ψιθύρισε. Δε θα ήταν ικανή να του αρνηθεί και δεύτερη πρό- ταση για χορό. Δε θυμάσαι το χορό των μεταμφιεσμένων. απάντησε η Θάλεια με ψεύτικη αποφασιστικότητα. Ο Μάρκο γέλασε με την καρδιά του. καλή μου!» είπε και άπλωσε το χέρι να τραβήξει τη Θάλεια κο- ντά της. Αν μου έδινες μια ευκαιρία να σου τις δείξω. ώσπου όλοι θα την περνούσαν για τρελή. Έφυγε γρήγορα και χώθηκε στο πλήθος. Η Θάλεια κοντοστάθηκε στην κορυφή της σκάλας και με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά παρακολούθησε τα κύματα του κόσμου να πηγαινοέρ- χονται μέσα σε δυνατή φασαρία. ναι». Θα έπεφτε στο μαρμάρινο πάτωμα και θα γελούσε υστερικά. «Υπήρχε πολυκοσμία στις γυναικείες τουαλέτες». Ο Μάρκο απομάκρυνε τότε το χέρι της. «Ω. «Κάρα. Άκουσε βήματα πίσω της στη σκάλα και φοβήθηκε πως θα συναντούσε και πάλι τον Μάρκο.. καθώς θυμόταν καθαρά τις «τεχνικές» ικανότητές του.. μα Θάλεια. Όμως η μυρωδιά του πάνω στο μεταξωτό γάντι της της έφερε ζάλη. αφήνοντας το κύμα του κό- σμου να την παρασύρει ως την αίθουσα του χορού. κόμη». αποκρίθηκε εκείνη α- νάλαφρα. τεχνικές μου ικανότητες. Δεν αμφισβητώ τις τεχνικές ικανότητες σας. εννοώ. «Σι. «πώς σας φαίνεται μέχρι στιγμής το Μπαθ. αν και ομολογουμένως όμορφο Άρθουρ Ντάσγουντ. Ο περίπατος τους το επόμενο πρωινό στο Σίντνεϊ Γκάρντενς πράγματι θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον! «Λοιπόν. Η λαίδη Μπίλινγκσφιλντ ανέμισε ζωηρά τη βεντάλια της καλώντας κο- ντά της τον δύσμοιρο. λαίδη Μπίλινγκσφιλντ». μις Τσέις».» Η Θάλεια κοίταξε προς την πόρτα. Θα θέλατε να χορέψετε. ρώτησε ο καβαλιέρος της καθώς ένωναν τα χέρια. ο οποίος ζήτησε υπάκουα από τη Θάλεια να χορέψουν. Καθώς έπαιρναν τις θέσεις τους στο χορευτικό σετ. ο Μάρκο όμως ήταν άφαντος. «Το ίδιο και ο Άρθουρ μου! Τι ωραία που θα ήταν αν εσείς οι δυο όμορ- φοι νέοι χορεύατε μαζί». εκείνος όμως δεν πήγε κοντά της. ξεχωρίζοντας με το φανταχτερό τουρκουάζ τουρ- μπάνι της με τα φτερά. βρήκα όμως την κυρία Σμάιθ Μόρλαντ και τη λαίδη Μπίλινγκσφιλντ. Η Θάλεια έπνιξε τη νέα παρόρμησή της να γελάσει και γύρισε προς τον κύριο Ντάσγουντ καθώς άρχιζε η μουσική.» . να σας συστήσω την αδερφή μου. «Πρέπει να γνωρίσει τον ανιψιό μου. Άραγε την είχε κιόλας εγκαταλείψει. που βρίσκεται εκεί πέρα. είπε η Θάλεια».αίθουσα χαρτοπαιξίας. Η προσοχή του στρά- φηκε στη Θάλεια και της έκανε μια κοροϊδευτική υπόκλιση. Ο Μάρκο κοντοστάθηκε δίπλα στην είσοδο και το βλέμμα του σάρωσε την αίθουσα χορού. «Τι όμορφη που είναι η αδερφή σας. η Θάλεια είδε επιτέλους τον Μάρκο να μπαίνει στην αίθουσα. Γνωριστήκαμε σήμερα στα Θερμά Λουτρά και ανακαλύ- ψαμε πως έχουμε πολλά κοινά ανάμεσά μας. τον κύριο Άρθουρ Ντάσγουντ. λαίδη Γουέστγουντ!» αναφώνησε η λαίδη Μπίλινγκσφιλντ μετά από μια σειρά τυπικούς χαιρετισμούς. Κοιτούσε γύρω της αφηρημένη και νευρική. μις Θάλεια Τσέις». Η λαίδη Ρίβερτον αναθάρρησε βλέποντάς τον και του έγνεψε ζωηρά. «Πράγματι μ’ αρέσει να χορεύω. Το ανασηκω- μένο φρύδι του ήταν σαν να την προκαλούσε να συγκρίνει τα προσόντα του τωρινού καβαλιέρου της με τα δικά του. Κυρίες. μις Τσέις. Η λαίδη Ρίβερτον στεκόταν εκεί με μερικούς φίλους της. Εκείνη του χαμογέλασε και ό- ταν ο Μάρκο είδε τον άντρα να της πιάνει την κουβέντα ένιωσε μέσα του μια ξαφνική έκρηξη ζήλιας. Εδώ ήταν η ωραία του χορού. Γιατί όχι και η Θάλεια Τσέις. κομψή και γελούσε πρόσχαρα στον καβαλιέρο της. Του είχε φανεί εύκολο να τηρήσει εκείνο τον όρκο όταν έφυγε από τη . Οι περισσότερες γυναίκες έδειχναν να το επι- διώκουν. πίσω από την υπέροχη εμφάνιση της ντάμας του. ό- μορφη γυναίκα που βρισκόταν στο επίκεντρο του αντρικού ενδιαφέρο- ντος. τη θεά της αυγής. Ήταν όμως ικανός να δει έστω και ένα ίχνος από τον αληθινό εαυτό της. Ήταν αέρινη. Γιατί δε χόρευε μαζί του. την ατρόμητη Θάλεια που αναζητούσε την αλήθεια προσηλω- μένη στη δουλειά της. ότι θα ήταν προσεκτι- κός με την οικογένειά τους. ενώ το όμορφο πρόσωπό της φωτιζόταν από ένα χαρούμενο χαμόγελο. Με την παστέλ ροζ τουαλέτα της έμοιαζε με την Αουρόρα. μια ανάλαφρη. Το σίγουρο ήταν ότι διέφερε πολύ από τη γυναίκα που ο Μάρκο είχε συναντήσει στη Σάντα Λουτσία. Πώς ήταν δυνατόν να ήταν η ίδια σοβαρή γυναίκα που είχε συναντήσει λίγο νωρίτερα στο μισοσκότεινο διάδρομο. Εκείνη που παρατηρούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη σαν να μην είχε ξαναδεί ποτέ το πρόσωπό της δείχνοντας να μην εγκρίνει καθόλου την εικόνα της. Την είδε συνοφρυωμένος να κάνει μια χαριτωμένη υπόκλιση στο τέλος του χορού ενώ ο καβαλιέρος πήρε το χέρι της και την οδήγησε πίσω στην αδερφή της. Η Θάλεια δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο ο Μάρκο συνόδευε τη λαίδη Ρί- βερτον εδώ στο Μπαθ. πριν η τελευταία φύγει για το ταξίδι του μέλιτος της. Ο τυχερός καβαλιέρος της την κοιτούσε συνεπαρμένος. Όχι μόνο αρνιό- ταν να τη βάλει σε κίνδυνο αλλά είχε υποσχεθεί στη φίλη του την Κλειώ. Ένιωσε ένα άγγιγμα στο μανίκι του σαν δυσάρεστη απάντηση στο ερώ- τημά του. Ο Μάρκο στοιχημάτιζε πως όχι. Κεφάλαιο 7 Ο Μάρκο παρακολουθούσε τη Θάλεια να λικνίζεται με χάρη ανάμεσα στους άλλους χορευτές. ούτε μπορούσε να της το εξηγήσει. σαν να μην πί- στευε στην τύχη του. Γύρισε και είδε τη λαίδη Ρίβερτον στο πλευρό του να ακουμπάει κτητικά το γαντοφορεμένο χέρι της στο μπράτσο του. Γιατί η Θάλεια δε χαμογελούσε έτσι και σ’ εκεί- νον. Και πολύ καλά έκανε. «Μεγάλος “συνωστισμός”. «Έχει πολλή φασαρία εδώ μέσα». όχι στα σκοτεινά παιχνίδια της ζωής του. «Α. επι- στρατεύοντας το πιο γοητευτικό χαμόγελό του. Του χαμο- γέλασε ενώ ο Μάρκο έφερε το χέρι της στα χείλη του και φίλησε το δερμά- τινο γάντι. συγχωρήστε με». σίγουρος ότι δε θα ξαναέβλεπε τη Θάλεια Τσέις. τον μάλωσε.. αγαπητή μου λαίδη Ρίβερτον. θα επέμενε να πάρει κι εκείνη μέρος. η λαίδη Ρίβερτον υπέκυπτε στη γοητεία του. Και τότε ο Μάρκο θα παρέβαινε τον όρκο που είχε δώσει τόσο στην Κλειώ όσο και στον εαυτό του. Η λαίδη Ρίβερτον τράβηξε πιο δυνατά το μανίκι του. εκείνο που έφερνε αποτε- λέσματα σε όλες τις γυναίκες εκτός από τη Θάλεια. γοητευτική πα- ρουσία της ήταν τόσο αληθινή. της απάντησε. όπως λέτε εσείς οι Άγγλοι». Στη Σικελία τον είχε συναρπάσει η πολυπλοκότητα του μυαλού της πίσω από το όμορφο πρόσωπό της. η γενναιότητά της και η βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης. . Τώρα όμως που την έβλεπε μπροστά του. Η δημιουργικότητα. του αποκρίθηκε και το χα- μόγελό της γλύκανε περισσότερο. Κάτι που δε συναντούσε κανείς συχνά στις καλοαναθρεμμένες Αγγλίδες αριστο- κράτισσες. της είπε. Στο σκοπό που τον κατεύθυνε από τη γέννησή του. Η λαίδη Ρίβερτον ωστόσο δεν είχε ανοσία στο χαμόγελό του. Χαχάνισε και του χαμογέλασε. Η Αουρόρα ανήκε στο φως της ημέρας. Εκείνη τον αγριοκοίταξε και τα φτερά ταλαντεύτηκαν πάνω στο τουρμπάνι της. Αν ήξερε τι έκανε στ’ αλήθεια ο Μάρκο εδώ στο Μπαθ.Σάντα Λουτσία. το πανούργο χιούμορ. Κι όμως. εκείνη η υπόσχεση ήταν η δυσκολότερη που είχε δώσει ποτέ στη ζωή του. Τον έλκυε όπως μια λαμπερή φλόγα έλκει την ανήμπορη πεταλούδα. Θυμήθηκε το χέρι της Θάλειας μέσα στο δικό του. Αυτή η ίδια κατανόησή της όμως τώρα την καθιστούσε επικίνδυνη. καθώς η Θάλεια απέρριπτε γελαστή όλες τις προτάσεις των νεαρών για χορό. «Παίρνω όρκο πως δεν άκουσες λέξη απ’ όσα είπα». όπως είχε κάνει στη Σάντα Λουτσία. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό.. Τράβηξε απρόθυμα το βλέμμα του από τη ροδομάγουλη Θάλεια και χαμογέλασε στη λαίδη Ρί- βερτον. τώρα που η όμορφη. Αντίθετα από τη Θάλεια. «Ίσως θα πρέπει να πάμε κάπου πιο ήσυχα». δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. τη γεύση του δέρματός της πάνω από το μετάξι. «Κι όσο μεγάλος πειρασμός κι αν είστε. το σάστισμα της Θάλειας Τσέις. ήξερε πως έπρεπε να πάρει κι ένα αυθόρμητο χα- μόγελο από τα χείλη της Θάλειας. Θα σας υπενθυμίσω πως είμαι μια αξιοπρεπής χήρα. Ο οποίος μάλι- στα ήταν και φίλος σας. . τον πλήγωνε τόσο η πε- ριφρόνηση. Ύστερα όμως την έκρυψε έ- νας τοίχος από θαυμαστές και ο Μάρκο βγήκε από την αίθουσα χορού α- γκαζέ με τη λαίδη Ρίβερτον. Και γιατί ήθελε τόσο πολύ να κερδίσει το θαυμασμό της. πάμε για μια παρτίδα πικέ. Γιατί. Να τη δει να του χαμογελάει πρόσχαρη και φιλική όπως είχε χαμογελάσει στον νεαρό καβαλιέρο της. Του φαινόταν εξίσου ανέφικτο όσο και η αποστολή του εδώ στο Μπαθ. το θυμάμαι πάντα». εκεί όπου βρισκόταν η Θάλεια περιτριγυρισμένη από θαυμαστές. αγα- πητέ μου κόμη. «Τι προτείνετε. ενώ στο βάθος των ματιών της ο Μάρκο νόμισε πως είδε μια φευγαλέα θλίψη. γιατί να θέλω να πολεμήσω για οτιδήποτε. βάζοντας το χέρι της λαί- δης Ρίβερτον στο μπράτσο του την οδήγησε προς την έξοδο.» Το βλέμμα της ταξίδεψε στην απέναντι πλευρά του δωματίου. «Μα.» «Μα. την αίθουσα χαρτοπαιξίας. μι- λαίδη. δεν είχε άλλωστε τέτοια πολυτέλεια όταν έπρεπε να φέρει σε πέρας τόσο δύσκολο έργο. φυσικά!» του είπε χτυπώντας τον πει- ραχτικά με τη φτερωτή βεντάλια της.» είπε ο Μάρκο και. «Ω. λοιπόν. όταν ήδη απολαμβάνω μια τόσο ευχάριστη βραδιά. μα κύριε. σωστά. «Όσο κι αν θα ήθελα να συμβαίνει το αντί- θετο». Ο Μάρκο σπάνια νοιαζόταν για τη γνώμη των άλλων. Τα είχε καταφέρει λοιπόν. το βλέμμα της Θάλειας για μια στιγμή συνάντησε το δικό του. Αυτή ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να μπει στην καλά φρουρημένη βίλα με το χρηματοκιβώτιό της. «Εκτός αν προτιμάτε να ζητή- σετε ένα χορό από την όμορφη μις Τσέις. λαίδη Ρίβερτον.» «Σας βεβαιώ. απο- λύτως αφοσιωμένη στη μνήμη του μακαρίτη συζύγου μου. Καθώς περνούσαν δίπλα από τη Θάλεια και τη συντροφιά της. Με τον ίδιο τρόπο όμως που έπρεπε να κάνει τα πάντα για να πάρει πίσω τα ασημένια ιερά σκεύη. απάντησε ο Μάρκο φιλώντας και πάλι το χέρι της. Εάν βέβαια είστε διατεθειμένος να πολεμήσετε με όλους τους νεαρούς άντρες σ’ αυτή την αίθουσα». τι νομίζατε πως εννοούσα. Η λαίδη Ρίβερτον γέλασε. Το φρύδι της α- νασηκώθηκε σαν να τον κορόιδευε. Εκείνο το βλέμμα τον στοίχειωσε. Και τώρα τι λέτε. Εκείνα τα φτερά γαργάλησαν το πι- γούνι του κάνοντάς τον να θέλει να φτερνιστεί. «Σίγουρα πάντως έχω μεγαλώσει πολύ για τέτοια πράγματα!» Τα ολονύχτια πάρτι δεν τον πείραζαν καθόλου στα είκοσι χρό- νια του. Ο Μάρκο είχε κουραστεί και είχε πλήξει. Τον έκανε να θέλει να της πει τα πάντα. όπως πάντα. συμπεριλαμβανομένου και του Μάρκο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιδιδόταν στην τέχνη του φλερτ. «Το ξέρεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω. γελαστή. Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα και προχώρησε ως το κατάμεστο γραφείο. *** Ήταν αρκετά αργά όταν ο Μάρκο επέστρεψε στο πανδοχείο Γουάιτ Χαρτ. Πάνω στο στυ- πόχαρτο και τις απόπειρές του να συνδέσει την αρχαία δόξα της Ρώμης με τη μελλοντική ελευθερία της πατρίδας του. Όσο απίθανο κι αν ήταν αυτό. Άνοιξε πάλι τα μάτια του και για μια στιγμή φαντάστηκε πως την αντί- κρισε απέναντι του. Ανάμεσα στις άλλες προσκλήσεις και ένα αρωματισμένο σημεί- . Έκανε τους πάντες. Ίσως χρειαζόταν μαθήματα από έναν αληθινό δάσκαλο.. «Δεν έχεις παρά να μου το ζητήσεις. Ήταν και πάλι μόνος. Ή ίσως έφταιγε το ότι λαχταρούσε μια εντελώς διαφορετική συντροφιά στα ξεφαντώματά του. ακόμα και δοκιμιο- γράφος. Κι έτσι έπρεπε να είναι. Μπο- ρούμε να συνεργαστούμε και πάλι. «Είμαστε γερή ομάδα οι δυο μας. «Θα πρέπει να χάνω το ταλέντο μου». ψάχνοντας την επιφυλλίδα που είχε ξεκινήσει να γράφει. περικυκλωμένη από θαυμαστές. Κάθισε βαριά σε μια πολυθρόνα και πέρασε τα χέρι μέσα από τα ανακα- τεμένα μαλλιά του. Το Μπαθ δεν ήταν σαν το Λονδίνο που δεν κοιμόταν ποτέ. το λυ- πηρό όμως ήταν ότι δεν κατάφερνε τίποτα. για την Ιταλία. Είχε γίνει μέχρι και κλέφτης. στρατιώτης. εδώ οι άνθρωποι έπρεπε να σηκώνονται νωρίς για να κάνουν τα ιαματικά λουτρά τους. χωρίς να πλησιάσει καθόλου το στόχο του. υπήρχε το απογευματινό ταχυ- δρομείο. το ξέχασες.» Ο Μάρκο κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του και το όραμα εξαφανί- στηκε. Όμως η λαίδη Ρίβερτον είχε συναντήσει κάποιους φίλους της στην αίθουσα χαρτοπαιγνίων και έμειναν μαζί τους μέχρι αργά. τώρα όμως είχε τριανταρίσει και όλα αυτά του φαίνονταν ανόητα. ψιθύριζε. Έκλεισε τα μά- τια του και είδε πάλι τη Θάλεια. Μάρκο». μουρμούρισε και έβγαλε την τσα- λακωμένη γραβάτα του. χαρούμενη. Στο παρελθόν είχε κάνει πολλά για τη Φλωρεντία..τι ήθελε. να θέλουν να της δώσουν ό. Έγερνε το σώμα της πίσω στα μπροκάρ μαξιλάρια και τον κοιτούσε γελαστή. Μάρκο. Γράψε. Ντομένικο. Ο Μάρκο άνοιξε τη σφραγίδα. Ο Μάρκο άφησε το γράμμα να πέσει πάλι στο γραφείο. Ο Ντομένικο πίστευε ανέκαθεν ότι ο «καιρός πλησίαζε» και ότι η απάντηση δεν ήταν η πένα αλλά το ξίφος. Πού βρίσκεσαι. Κανείς δε σε συναγωνίζε- ται στο ξίφος και στα εμπνευσμένα λόγια. Ποτέ ξανά δε θα έβαζε σε κίνδυνο μια γυναίκα για την οποία νοιαζόταν. Ντομένικο ντε Λούκα. Φυσικά. Ήταν φανερό πως είχε κάνει πολύ καιρό να φτάσει στο Μπαθ. όσο πιο σύντομα μπορείς. . Ίσως μια μέρα επιβεβαιωνόταν. Και τότε ο Μάρκο θα άφηνε πίσω του την ακαδημαϊκή ζωή και θα ξαναγινόταν πολεμιστής. Όταν όμως θα συνέ- βαινε αυτό δεν ήθελε να βρίσκεται δίπλα του η Θάλεια. σε χρειαζόμαστε ο καιρός πλησιάζει. ξέροντας ήδη από ποιον ήταν και τι έ- γραφε.ωμα από τη λαίδη Ρίβερτον. υπήρχε ένα τσαλακωμένο γράμμα από τη Νάπολη. προκλητικό. Της άρεσε αυτό· κανείς δεν της έκανε ερωτήσεις για τα σημερινά σχέδιά της. Δε χρειαζόταν ούτε το θαυμασμό ούτε το σεβασμό του. εξαντλημένη καθώς ήταν μετά τη χτεσινή βραδιά. ίσως όμως ο Μάρκο να την έβρισκε πιο έξυπνη αν φορούσε μαύρα. Αξιόπιστη. έτσι ώστε κάποιος να θέλει να της εμπιστευθεί τα μυ- στικά του. Η Καλλιόπη κοιμόταν ακόμα. Τα γαλάζια. Είχε συμφωνή- σει να τον συναντήσει μόνο από ευγένεια και περιέργεια. Η Θάλεια κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη του χολ ενώ σκεφτόταν πως ήταν φανερό ότι η ανιψιά της ήθελε προσοχή εδώ και τώρα. έτσι η Θάλεια προγευμάτισε μόνη στην όμορφη μικρή τραπεζαρία. αυτή η καταραμένη παρορμητικότητά της. Δεν την ένοιαζε αν ο Μάρκο προτιμούσε την Κλειώ. τη λαίδη Ρίβερτον ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα από αυτήν. Ή καφέ. Κι ίσως γι’ αυτό η Θάλεια είχε τόση νευρικότητα πριν από τη συνάντησή της με τον Μάρκο. έβγαλε τη ζακέτα της και πήρε ένα απλό ροζ πανωφόρι.. «Ω. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν τώρα η Καλλιόπη ήταν να αντιμε- . ανάθεμά τα όλα!» μουρμούρισε. Ή ακόμα τα ζωηρά κόκκινα και τα σμαραγδί που προτιμούσε η Κλειώ.. Χάιδεψε την πλεχτή γαρνιτούρα στο καλοραμμένο πέτο της και ευχή- θηκε να είχε κάποια ρούχα σε ζωηρά χρώματα. Στην πραγματικότητα δεν είχε δοθεί κατάλληλο όνομα στο μωρό. Το σπίτι ήταν ήσυχο και το μόνο που ακουγόταν ήταν το μακρινό τσιριχτό κλάμα της Ψυχής από το παιδικό δωμάτιο. Θα βρίσκονταν βέβαια σε δημόσιο χώρο. τα ροζ και τα αχνοπράσινα της γκαρνταρόμπας της ήταν αρκετά μοντέρνα και ταίρια- ζαν στα χρώματά της. Άραγε ήταν αρκετά κομψό το στυλ α λα μιλιτέρ. Ή μήπως πολύ. Αν τον έριχνε κάτω πράγμα αμφίβολο αφού ήταν τόσο ψηλός και απαιτούσε να μάθει τι ακριβώς συνέβαινε στο Μπαθ. Θα τον κατσάδιαζε για τα καλά για την ανοησία που είχε τολμήσει να της προτείνει! Όπως θα έκαναν και οι υπόλοιπες Τσέις. αλλά τι θα γι- νόταν αν τη συνέπαιρνε αυτή η φλογερή περιέργεια. Κεφάλαιο 8 Η Θάλεια κούμπωσε την κοντή γαλάζια ζακέτα της και γύρισε να κοιτα- χτεί στον καθρέφτη. Πήρε το μπονέ και τα γάντια της και κατέβηκε τις σκάλες. γιατί η Ψυχή δε θα μπορούσε να απαρνηθεί τον Έρωτα κοιτώντας τον θεό στα μάτια. Ήθελε να φαίνεται όμορφη αλλά επίσης σο- βαρή. Τελευταία έχω παραμελήσει τη δουλειά μου». του απάντησε. «Δε θα λείψω πολύ». του είπε δένοντας τις κορδέλες του μπονέ της. «Θα σε προσκαλούσα να έρ- θεις μαζί μας. αλλά η Θάλεια δεν ξεγελάστηκε από την ανέμελη στάση του. «Πώς θα μπορούσα να βαρεθώ στο Μπαθ. Η Καλλιόπη φοβάται ότι θα βαρεθείς». «Χτες βράδυ σε πολιόρ- κησε ολόκληρη ορδή από δαύτους».» Της χαμογέλασε. «Μήπως κατά τύχη θα συναντήσεις τον κόμη Ντι Φα- μπρίτσι σ’ αυτό τον περίπατο. σωστά. «Μάλλον όχι». Εκείνη κοντοστάθηκε ξαφνιασμένη από τη σοβαρό- τητα της φωνής του.» . ήταν βέβαιη. υποθέτω. «Δε νομίζω πως θα μπορούσα να αντέξω άλλο νερό». Και η Θάλεια είχε την εντύπωση πως θα το χρειαζό- ταν. Όμως δε θα άντεχα τις φλυα- ρίες τους τόσο νωρίς το πρωί. ο καθένας με τον τρόπο του». τίποτα περισσότερο». «Δεν είναι παρά ένας ήσυχος πρωινός περί- πατος. «Και τόσοι θαυμαστές. Θάλεια. Ο Κάμερον έγειρε στην κουπαστή της σκάλας. αλλά φαίνεται πως έχεις άλλα σχέδια». «Και δεν μπορείς να σκεφτείς εδώ. «Ήταν αρκετά διασκεδαστικοί. Υπάρχουν τόσα πράγματα να κάνει κανείς».» Από τον επάνω όροφο η Ψυχή έ- βγαλε μια τσιριχτή κραυγή και ο Κάμερον χαμογέλασε με λύπη. «Για πού το ’βαλές πρωινιάτικα. Έχω ανάγκη από λίγη ησυχία για να σκε- φτώ». «Και μήπως κάποιος από αυτούς θα σε συνοδεύσει σ’ αυτό τον περί- πατο. «Χαίρομαι που το ακούω. είπε ο Κάμερον και την έπιασε από το μπράτσο καθώς η Θά- λεια γύριζε να φύγει.» «Δεν είναι και τόσο διασκεδαστικοί. «Νόμιζα πως ήσουν με την Καλλιόπη». Ο γαμπρός της θα είχε να της μάθει πολλά για την τέχνη της διακριτικό- τητας. Η Θάλεια γέλασε στρώνοντας τα γάντια της. Καμ.τωπίσει το σκάνδαλο της αδερφής της. Η Θάλεια γύρισε και τον είδε να κατεβαίνει τις σκάλες. μουρμούρισε στο είδωλό της και φόρεσε το καπέλο της. «Πρέπει να είσαι ήρεμη και συγκρατημένη». «Όχι ακόμα τουλάχιστον! Θα βγω για έναν περίπατο κι ύστερα θα γράψω λίγο. «Την έπεισα να κοιμηθεί λίγο παραπάνω και αργότερα θα τη συνοδεύσω στα λουτρά». τόσο αθόρυβα ώστε δεν τον είχε πάρει είδηση. «Θάλεια».» ρώτησε ο Κάμερον. Ο Κάμερον έδειξε να καθησυχάζεται από αυτό το χαμό- γελο και το χέρι του κατέβηκε από το μπράτσο της. Σίγουρα γνώριζε τον Μάρκο! Όμως η επιφυ- λακτικότητα στο βλέμμα του δεν την άφησε να συνεχίσει. Μα δεν είχε τυχαία τη φήμη της ηθοποιού της οικογένειας. είμαι μία Τσέις. Νομίζω πως έχεις μερικά χρόνια καιρό πριν η Ψυχή φέρει στο σπίτι κάποιον από τους θαυμαστές της». «Α. Η Θάλεια θυμήθηκε το Αντλιοστάσιο και την παλλόμενη ένταση ανάμεσα στην Καλλιόπη. Πάντα ήθελα να έχω έναν αδερφό! Δε χρειάζεται να ανησυ- χείς. «Ίσως τον συναντήσατε κι ε- σείς καμία φορά στα ταξίδια σας». «Δεν τον “ήξερα” ακριβώς. την πείραξε. «Και ο κόμης αποκλείεται να με κάνει ευτυχισμένη. τον Κάμερον και τον Μάρκο. Κι αν δω τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι στον περίπατό μου. Ο Κάμερον είχε ελληνική καταγωγή κι είχε περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του ταξιδεύοντας στην Ευρώπη για τις ιστορικές μελέτες του. είναι γοητευτικός. «Δεν έχω ιδέα ποιον θα συναντήσω». Εγώ όμως δεν είμαι σαν όλες τις κυρίες. «Ω Καμ! Άρχισες από τώρα να παίζεις το ρόλο του αυστη- ρού πατέρα. «Πάντως ο κό- μης δε μου φαίνεται πολύ πρωινός τύπος». εκτιμώ το εν- διαφέρον σου. Όσοι από εμάς ενδιαφερόμαστε για την κλασική αρχαιότητα φαίνεται πως είμαστε μια πολύ κλειστή ομάδα». Θάλεια». Γέλασε κι εκείνος αλλά με κάποια θλίψη. Εκείνη γέλασε. «Ναι. Βρισκόταν στη Σικελία την ίδια εποχή μ’ εμάς και τον συναντήσαμε μερικές φορές. θα κάνω πως δεν τον είδα». Ω Καμ. Δεν είναι καθόλου ο τύπος μου». Η Θάλεια του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Του χαμογέλασε ανέ- μελα. έτσι τουλάχιστον ήλπιζε. αντέτεινε . Μαζί με την Καλλιόπη είχαν κάνει μια μεγάλη περιοδεία σέ Ελλάδα και Ιταλία για το μήνα του μέλιτος τους. «Πες στην Καλλιόπη ότι απόψε θα τη συνο- δέψω στο τσάι της λαίδης Μπίλινγκτον. Οι αδερφές μου έχουν ήδη ανεβάσει ψηλά τον πήχη με την επιλογή των συζύγων τους». του είπε ανάλαφρα. θύμισε στον εαυτό της. τουλάχιστον προς το παρόν. αυτό είναι αναμφισβήτητο. «Είμαι σίγουρος πως μια κοφτή “καλημέρα” θα είναι αρκετή». «Μάλλον κάποτε πρέπει να ξε- κινήσω. ναι. Το έχω ακουστά ότι οι κυρίες αποφεύγουν τους γοητευτικούς Λατίνους με τίτλους ευγενείας». όμως. «Δε νομίζω πως είναι κατάλληλη συντροφιά για σένα. «Τον ήξερες στην Ιταλία. Ήρεμη και συγκρατημένη. νομίζω». της είπε ο Κάμερον. Αλλά τώρα είσαι αδερφή μου και θέλω να είσαι ευτυχισμένη». άφησέ με να γίνω ο ξεναγός σου». «Έλα. Σαν μια ανόητη τρελή που αγνοούσε τα πάντα γύρω της. «Τότε δεν πρέπει να χάνουμε στιγμή!» της ανακοίνωσε και άπλωσε το χέρι προς το μέρος της. Όμως η φαντασία της ήταν πολύ ζωηρή και δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα να την αφήνει να οργιάζει. Κάθισε σ’ ένα πέτρινο παγκάκι. «Και πάρε μια ομπρέλα. . Το καλό γούστο είναι ορατό σε κάθε γωνιά του πάρκου· τα φυτά και τα δέντρα προσφέρουν ένα πολυτελές θέαμα ενώ τις νύχτες των γκαλά. Καθώς όμως έμπαινε στο πάρκο ευχήθηκε να ή- ταν. «Είχα πολύ καιρό να έρθω στο Μπαθ». τον πείραξε η Θάλεια. Πήρε μια ομπρέλα από τη θήκη και πήγε προς την πόρτα. Γιατί έπρεπε όλοι να της κρύβουν. αφού δεν της το έλεγαν ήταν αναγκασμένη να το φανταστεί. άνοιξε τον Οδηγό και διάβασε. γιατί φαίνεται πως πάει για βροχή». ευχάριστα και κομψά αξιοθέ- ατα της πόλης του Μπαθ. μόνο μερικές υπηρέ- τριες σφουγγάριζαν τα μπροστινά σκαλιά και μία άμαξα κυλούσε αργά μπροστά από την είσοδο. αλλά ακόμα δεν έπεφτε βροχή. Ο Μάρκο δε φαινόταν πουθενά και για να περάσει η ώρα η Θάλεια έ- βγαλε τον Τουριστικό Οδηγό του Μπαθ που είχε στην τσάντα της. κάτι σίγουρα δυσάρεστο και. «Το Σίντνεϊ Γκάρντενς είναι ένα από τα πιο ξεχωριστά. Γιατί ένιωθαν την ανάγκη να την προστατεύσουν. Ό- λοι οι συνετοί άνθρωποι σίγουρα έπαιρναν το πρόγευμά τους και σχεδία- ζαν την έξοδό τους στο Αντλιοστάσιο. εκτός από το κατά- λευκο. Μα. την α- λήθεια. Τι γε- λοίο θέαμα θα πρέπει να παρουσίαζαν. Ο Κάμερον και η Καλλιόπη ήξεραν κάτι για τον Μάρκο. περιπαιχτικό χαμόγελό του. μπαμπά». έτσι που χαμογελούσαν ο ένας στον άλλο σαν δυο τρελοί! Δυστυχώς έτσι ένιωθε τις περισσότερες φορές μαζί του.. Τα χαρακτηριστικά του σκιάζονταν από το καπέλο του. Να το μαντέψει. Η Θάλεια έκλεισε τον Οδηγό και τον έ- σφιξε στα χέρια της ενώ πάσχιζε να του ανταποδώσει ένα χαμόγελο.» Σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον Μάρκο να στέκεται μπροστά της. του είπε. όμως η Θάλεια ποτέ δεν ισχυρί- στηκε πως ήταν συνετή. Θάλεια. Ο ουρανός ήταν πράγματι γκρίζος. «Ναι.. «Δε θέλω να χάσω κα- νένα από τα ενδιαφέροντα αξιοθέατα». «Κάνεις την τουρίστρια. αν είναι δυνατόν είπε μέσα της θυμωμένη χτυπώντας με την ο- μπρέλα της ένα από τα κάγκελα.ο Κάμερον. Ξεκίνησε βιαστικά το δρόμο της διασχίζοντας τη σχετικά ήρεμη πόλη. Το Κρέσεντ ήταν ήσυχο.» Μια σκιά έπεσε πάνω στη σελίδα. φαίνεται όμως πως ο κόσμος εδώ χαίρεται να γνωρίζει και- .» «Α. την αντίκα καρφίτσα πάνω στη γραβάτα του που απεικόνιζε το προφίλ της θεάς Αθηνάς με την περικεφαλαία.» «Αυτά δεν ακούγονται και τόσο συναρπαστικά. Κοίταξε ψηλά εκείνη την απομίμηση ρωμαϊκών κιόνων και θυμήθηκε τους αυθεντικούς. Το Αββαείο και το Κάστρο Χάνγκερφορντ. ιδίως για κάποιον που είναι συνηθισμένος στα λαμπερά μνημεία της Ιταλίας». «Ίσως έχεις δίκιο. Τράβηξε απαλά το μπράτσο της και συνέχισαν το δρόμο τους πάνω στο χαλικόστρωτο μονοπάτι. «Μουσικές. Βρίσκομαι εδώ περίπου ένα δεκαπενθήμερο και έχω δει πολλά από αυτά. εξωτικό άρωμα του. Η Θάλεια γέλασε και του έδωσε το χέρι της. «Το Μπαθ δεν είναι Σικελία. ναι. Ήσαστε περιζήτητη στη Σάντα Λουτσία.. Ποια σου έχουν ξεφύγει. της είπε. Ο Μάρκο άφησε γρήγορα το χέρι της όπως άρμοζε και της πρόσφερε το μπράτσο του. γιορτινά». Της έδειξε ένα φαρδύ μονοπάτι του πάρκου που ανηφόριζε ως την κορυφή του λόφου. έτσι μαθαίνω τουλάχιστον. σινιορίνα. του είπε η Θάλεια. «Όπως κι εσείς.. Θυμάμαι πόσο σου άρεσε η μουσική και τα πυροτεχνήματα στη Σάντα Λουτσία». πώς το λέτε... «Ώστε λοιπόν τώρα έγινες ειδικός στα αξιοθέατα του Μπαθ. σκέφτηκε η Θάλεια. Τα περισσότερα αρχαιολογικά μνημεία εδώ είναι θαμ- μένα κάτω από δρόμους και κτίρια. «Α. «Το Μπαθ δεν έχει πολλές ευ- καιρίες για διασκέδαση. Κοίταξε τις μαύρες μπούκλες πάνω στο μελαψό λαιμό του. ναι. περιζωμένο ο- λόγυρα με κολόνες. Παρέα με τη λαίδη Ρίβερτον. «Έχω ακούσει ότι εκεί πάνω γίνονται συχνά κάποια εντυπωσιακά πάρτι». μα δεν το είπε δυνατά· σιγά σιγά γινόταν όλο και πιο επιφυλακτική. Ακόμα και πάνω από τα δερ- μάτινα γάντια τους ένιωσε τη διακριτική δύναμη του αγγίγματος του. Παρ’ όλα αυτά δεν έχω δει ακόμα όλα τα ενδιαφέροντα μέρη που έχει να παρουσιά- σει αυτή η πόλη». όλα πολύ. Αμφιβάλλω σοβαρά αν θεωρούμαι στ’ αλήθεια “περιζήτητη”.» Ο Μάρκο βράδυνε το βήμα αναγκάζοντας κι εκείνη να κάνει το ίδιο. όμως πρέπει να διασκεδάζουμε όποτε μπορούμε».. πυροτεχνήματα. έτσι. «Μπα. τη ζεστασιά της επιδερμίδας του. φίνου μαλλιού και κολλαριστού λινού. όπως είστε κι εδώ». Εκεί πάνω υπήρχε ένα μεγάλο πέτρινο κιόσκι.. Εκείνη τη μυρωδιά λεμονιού και πιπερόριζας. Η Θάλεια έγειρε κοντά για να τον πάρει αγκαζέ και μέσα στη δροσερή πρωινή αύρα μύρισε το φρέσκο. Η Θάλεια του χαμογέλασε και απομακρύνθηκε από το δελεαστικό άγγιγμά του. χορούς. «Εκπλήσσομαι. Τι ακριβώς κάνετε στο Μπαθ. Τώρα θέλω να φτιάξω καινούριες. της είπε ήρεμα ο Μάρκο. Απαθής. όπως το περιέγραφε ο τουριστικός ο- δηγός. δέντρα και θάμνους που όλα τους αποτελούσαν ένα θέαμα στ’ αλήθεια «πολυτελές». αφού λες ότι δεν έχετε πολύ καιρό στο Μπαθ». «Θάλεια.» Ο Μάρκο γέλασε. Είμαι σίγουρη βέβαια ότι η Καλλιόπη θα προτιμούσε να τη φροντί- ζει η Κλειώ. εκείνη όμως βρίσκεται ακόμα στο μήνα του μέλιτος με τον δούκα». Έχουμε προσκλήσεις για πάρτι.. Σκέπασε το χέρι της με το δικό του και το έσφιξε πάνω στο μπράτσο του. να νιώσει την ε- πιδερμίδα του κάτω από τα χείλη της και να ανακαλύψει τη γεύση του. θεατρικές παρα- στάσεις. Αν και πιθανόν θα την έβλεπαν νωρίτερα. Τέλος έγνεψε καταφατικά και συνέχισαν να περπατούν δίπλα από παγκάκια και στέγαστρα. Πρέπει να ομολογήσω πως ήταν το . «Δεν ήθελα να σου ξυπνήσω δυσάρεστες αναμνήσεις». Είχε μια πολύ δύσκολη γέννα στη μικρότερη αδερφή μου και ο πατέρας μας ήλπιζε ότι τα ιαμα- τικά λουτρά θα τη βοηθούσαν να αναρρώσει. Η Θάλεια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Και πώς είναι λοιπόν η νεαρή δούκισσα. Ελπίζουμε να έρθει να μας βρει του χρόνου στο Λονδίνο». «Δεν το έκανες». Με την άκρη του ματιού της παρατήρησε τον Μάρκο για να δει ποια θα ήταν η αντίδρασή του. «Ναι. είπε ο Μάρκο. Δεν μπορούσε να υποκύψει σε τρυφερότερα αι- σθήματα γι’ αυτόν ενώ έπρεπε να νιώθει θυμωμένη μαζί του! «Πάει πολύς καιρός. Είμαι σίγουρη όμως ότι το αποτέλεσμα θα είναι πιο θετικό με την αδερφή μου». μ’ εκείνο το διαβολικά γοητευτικό λακκάκι του που έκανε τη Θάλεια να θέλει να το φιλήσει. «Ώστε ήρθες εδώ για την υγεία της αδερφής σου». «Πολύ καλά. Εκείνος απλώς χαμογέλασε στραβά. χαρούμενες αναμνήσεις απ’ το Μπαθ».» τη ρώτησε ευγενικός. Δυστυχώς αυτό δε συνέβη.νούρια πρόσωπα. λυπάμαι πολύ». αφού η Θάλεια είχε γράψει στην Κλειώ για την επανεμφάνιση της λαίδης Ρίβερτον στο Μπαθ. «Κι εσείς. «Την τελευταία φορά είχαμε έρθει με τη μητέρα μου όταν ήμουν μικρό κορίτσι. κύ- ριε κόμη.. Θα ήταν πράγματι μια γεύση από λεμόνια και πιπερόριζα. Την κοίταξε για μια στιγμή επίμονα μ’ εκείνα τα βελούδινα μαύρα μάτια του που έδειχναν να διαβάζουν τόσα πολλά και να αποκαλύπτουν τόσο λίγα. » απαίτησε να μάθει. Και μου φαίνεστε πράγματι σαν την προσωποποίηση του σφρίγους». Γύρισε πίσω και προχώρησε προς τον απέναντι φράχτη.» Ξάφνου η Θάλεια όρμησε επάνω του. γιατί ο Μάρκο ήταν πολύ ψηλότερος και αρκετά πιο μυώδης από εκείνη. οι θαμνοφράχτες ό- μως του λαβύρινθου ήταν αρκετά ψηλοί για να κρύψουν κάποιο τυχόν ξέ- σπασμά της. ωστόσο πλήρωσε αμέσως το εισιτήριό τους και την ακολούθησε μέσα στα σκιερά μονοπάτια. δεν είναι έτσι. αλλά ήταν πνιχτές. «Ίσως βρίσκομαι κι εγώ εδώ για λόγους υγείας όπως η αδερφή σας». τις αόρα- τες ασθένειες». Η Θάλεια πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήθελε να ξε- σπάσει χτυπώντας το πόδι της στο χώμα. Μόνο τότε θα μπορούσε να φανεί και η ίδια ειλικρινής μαζί του. Έσφιξε το μπράτσο του Μάρκο και τον τράβηξε μαζί της προς την είσοδο. Η Θάλεια άφησε το μπράτσο του και έφυγε μπροστά. παραμορφωμένες και έκαναν αντίλαλο. Μέσα της ένιωθε κάπως γελοία. σαν να προέρχονταν από έναν άλλο κόσμο. «Υπάρχουν αρκετές ιαματι- κές πηγές στην Ιταλία. Μάρκο. Απέναντι της είδε την είσοδο για το Λαβύρινθο.τελευταίο μέρος όπου περίμενα να σας συναντήσω». «Σινιορίνα Τσέις! Κομπλιμέντο ήταν αυτό. χωρίς κανένα προορισμό. Μήπως προσέξατε τα λα- μπερά μάτια και τα ροδαλά μου μάγουλα. ή μήπως επειδή φαίνομαι σαν την προσωποποίηση του σφρίγους. Με κολακεύετε.. Άκουγε φωνές από άλλους ανθρώπους μέσα στο Λαβύρινθο. Το σίγουρο εί- ναι όμως ότι το Μπαθ μπορεί να γιατρέψει τα τραύματα του νου. Η Θάλεια και ο Μάρκο φαίνονταν ολομόναχοι εκεί μέσα. «Τι παιχνίδι παίζεις. Γιατί δεν ήταν σίγουρη για τίποτα πια. . Στους διαδρόμους του φαίνονταν να πηγαινοέρχονται κάποιοι περιπατητές. «Επειδή το Μπαθ απέχει πολύ μακριά από την πατρίδα σας».. να τραβήξει τα όμορφα μαύρα μαλλιά του Μάρκο ώσπου να τον αναγκάσει να φανεί ειλικρινής μαζί της. Δεν άντεχε άλλο αυτό το κρυφτούλι.» την πείραξε. Εσύ επέμενες να μπούμε εδώ μέσα και να χαθούμε. τον άρπαξε από τα άψογα πέτα και τον ταρακούνησε. «Γιατί αυτό. «Εγώ. Ο Μάρκο φάνηκε επιφυλακτικός. Επειδή είμαι πολύ σοφιστικέ. παγιδευμένοι μέσα σ’ εκείνα τα πράσινα τείχη. Ξαφνικά ένιωσε πως είχε ακούσει αρ- κετά. αυτό το θέατρο. Θα μπορούσε εύκολα . Η Θάλεια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Η Θάλεια έστριψε πάλι αριστερά και φρέναρε απότομα μπροστά σε ένα αδιέξοδο. στρίβοντας δεξιά και αριστερά χωρίς σκέψη. τους μαικήνες της Αναγέννησης. Ή.. της ιστορίας και της τέχνης. «Είναι καλύτερα να μην ξέρεις τίποτα περισσότερο.. μια σύσπαση αγωνίας που γρήγορα εξαφανίστηκε. χωρίς να πεις λέξη στην Κλειώ ή εμένα. «Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα από τον καθένα ότι τα φαινόμενα απατούν. Θάλεια. τους χορούς και τους καβαλιέρους σου».» Η Θάλεια κατάπιε νευρικά. ανήμπορη πια να συνεχίσει. τους άντρες με τη σιδερένια θέληση και τα άγρια πολε- μικά ένστικτα. «Δεν ξέρω πια τι να σκεφτώ. «Όπως είπα τα φαινόμενα απατούν». Μ’ ένα γρύλισμα η Θάλεια του όρμησε ξανά κι άρχισε να τον χτυπάει με τις γροθιές της στο στήθος. αλύγιστος σαν τα πέτρινα αγάλματα του κήπου. Εδώ. Η οργή της φούντωσε σαν ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Ο Μάρκο έμεινε ακίνητος. Όμως εκείνος την κοίταξε με εκείνα τα αδιαπέραστα μαύρα μάτια του. Μήπως δεν είσαι η ίδια μια ταλαντούχα ηθοποιός. Η ανείπωτη λέξη έμεινε μετέωρη μεταξύ τους σαν μαύρο σύν- νεφο. Απόλαυσε τη διαμονή σου στο Μπαθ. σινιορίνα». ύστερα από όσα έγιναν στη Σάντα Λουτσία. Αν δεν ήσουν κόρη βαρονέτου θα ανταγωνιζό- σουν στο σανίδι τη σινιόρα Σίντονς». Μήπως ελπίζεις να τη γοητεύ- σεις αρκετά για να της αποσπάσεις το θησαυρό για τον εαυτό σου.να τη σπρώξει μακριά του. Τότε επιτέλους είδε κάποια αντίδραση στο πρόσωπό του. «Στη Σάντα Λουτσία ήσουν σύμμαχός μας». Δεν κα- ταλαβαίνω πώς μπορείς να είσαι φίλος της. Το αστέρι του ερασιτεχνικού θεάτρου. την ίδια που πρόδωσε τον ίδιο το σύνεργό της για να το σκάσει με ολόκληρη τη λεία. ταρα- κουνώντας τον ξανά.. που είναι η ιστορία της δικής σου χώρας. Η λαίδη Ρίβερτον δεν είναι παρά μια μικροκλέ- φτρα αυτής της ιστορίας. του είπε αγριεμένη. Και έχω διδαχτεί από την κούνια μου τη σημασία των αρχαιοτήτων. ίσιωσε την πλάτη του και θύμισε στη Θά- λεια τους προγόνους του τους Ρωμαίους εκατόνταρχους. «Πόσο λίγο με γνωρίζεις. «Μην τολμήσεις να μου ξαναφερθείς με συγκατάβαση. Έτσι που σε βλέπω να κυκλοφορείς μαζί της με τόση οικειότητα. «Ή μήπως ήσουν συνεργός της από την αρχή.» Εραστής. Μη δίνεις πια σημασία ούτε σ’ εμένα ούτε στη λαίδη Ρίβερτον. της είπε και η φλωρεντινή προ- φορά του ακούστηκε εντονότερη από κάθε άλλη φορά. Μάρκο! .. μαζί με τη λαίδη Ρίβερτον! Τη γυναίκα που έ- κλεψε τον ασημένιο θησαυρό.. «Όμως ήρθες εδώ μόνος σου.» ψιθύρισε. πόσω μάλλον. «Όμως είμαι κόρη βαρονέτου και όχι οποιουδήποτε του σερ Γουόλτερ Τσέις. Ο Μάρκο έσφιξε τα χείλη..» Άφησε τα χέρια της να πέσουν στα πλάγια και πισωπάτησε τρέμοντας. τη μυρωδιά του. εντελώς διαφορετική φλόγα. σαν να μην την είχε ξαναδεί ποτέ πριν. το πώς θα κινούνταν εκείνα τα χείλη ε- πάνω στα δικά της. Να σκεφτεί. σαν να μην είχε ιδέα γιατί την κρα- τούσε στην αγκαλιά του. Καθώς μιλούσαν πρόσεχε τα χείλη του. η Θάλεια ξεκόλ- λησε τα χείλη της απ’ τα δικά του. απελπι- σμένο. τις αισθησιακές κα- μπύλες στις άκρες τους. απολαμβάνοντας το βαθύ βογκητό του που μαρτυρούσε πώς ένιωθε κι εκείνος το ίδιο. Όλος ο υπόλοι- πος κόσμος. παθιασμένο φιλί. Άγγιξε με την άκρη της γλώσσας της τη δική του. Η προφορά του ήταν τόσο . τόσο κοντά που ένιωθε την ίδια την ουσία της ύπαρ- ξής του. της είπε με μια τραχιά ανάσα. Έπλεξε τα δάχτυλά της μέσα στα μαύρα μαλλιά του και τον έ- φερε πιο κοντά της. Είχε αναρωτηθεί για τη γεύση του. από ε- κείνο το φλογερό άγγιγμα. απότομα σαν μαχαιριά. «Θάλεια». Εκείνος που την έκανε να νιώθει όλη εκείνη την παράφορη μέθη. Εκείνος την κοιτούσε επίμονα.. Οι δυο τους ταίριαζαν τέλεια μαζί. Σαν μέσα σε μια χλιαρή ομίχλη ένιωσε το χέρι του να γλιστράει από τον ώμο της προς τα πλευρά της. η Θάλεια τέντωσε ηδονικά το κορμί της. μην τολμήσεις. Τώρα ήξερε κι ήταν όμορφο πέρα από κάθε φαντασία. σαν να ήταν πάντα έτσι. η λαίδη Ρίβερ τον εξαφανίστηκαν τελείως. με μάτια ορθάνοιχτα από το σοκ. Ανοίγοντας όμως τα μάτια της είδε τον Μάρκο. που έσβησε την οργή της το ίδιο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί. Ξαφνιασμένη από τη δυνατή ευχαρίστηση. Το καπέλο του είχε πέσει και τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα από το χάδι της. γέρνοντας πίσω το κεφάλι της για να πάρει ανάσα. όλο το παρελθόν. η Κλειώ. Την αντικατέστησε με μια άλλη..Δεν ανέχομαι να μου μιλάς σαν να είμαι παιδί. Στη Σάντα Λουτσία είχε φανταστεί συχνά πώς θα ήταν το άγγιγμα του. Σοκαρισμένη. κι αυτό χειροτέρεψε τα πάντα.» Ξαφνικά τα χείλη του κατέβηκαν στα δικά της σ’ ένα βίαιο. Τρέκλισε μακριά του και τα χέρια του γλίστρησαν ως τη μέση της. το χάδι του. Ένα ξαφνικό γέλιο από την άλλη άκρη του θαμνοφράχτη διέλυσε εκείνο το ερωτικό όνειρο. να κατρακυλάει σε μια άβυσσο όπου υπήρχε μόνο ο Μάρκο. Η γραβάτα του είχε στραβώσει. Η Θάλεια έκλεισε τα μάτια της και τον κράτησε σφιχτά επάνω της ενώ ένιωθε τη γη να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της. Και η Θά- λεια ήταν το ίδιο τσαλακωμένη και σαστισμένη. να περνάει ξυστά από την ευαίσθητη κα- μπύλη του στήθους της. Εκείνο το προκλητικό λακκάκι. Δεν ήθελε να ακούσει την απολογία του. έσπρωξε πίσω τα μαλλιά που είχαν ξεφύγει από το γείσο του μπονέ της.. τότε ας χαθούμε όλοι μαζί». τη στιγμή που αναλογιστήκαμε την όμορφη. είπε ο λόρδος Γκρίμσμπι και την οδή- γησε προς την έξοδο.» «Όχι. «Θάλεια. όχι ακόμα τουλάχιστον. «Όχι τώρα. Τα χέρια τους αγγίχτηκαν και η Θάλεια τραβήχτηκε απότομα. Θάλεια. η αναπάντεχη εκδήλωση των αισθημάτων της την είχαν αναστατώ- σει. «Α. δεν μπορούμε να μιλήσουμε τώρα». ο φί- λος του πατέρα της. Έτσι κι αλ- λιώς οι απολογίες και οι εξηγήσεις σίγουρα θα χειροτέρευαν την κατά- σταση.. γιατί η φλύαρη συ- ντροφιά έστριψε στη γωνία του θαμνοφράχτη και η Θάλεια με τον Μάρκο δεν ήταν πια μόνοι.. μουρμούρισε εκείνος. ηλιό- λουστη Ιταλία προκάλεσε αυτό το φιλί. «Μια γκρίζα μέρα στο Μπαθ. Ο ένας από την παρέα ήταν ο λόρδος Γκρίμσμπι. Ίσιωσε το πανωφόρι της. Φυσικά. «Ο τουριστικός οδηγός μου λέει πως πρέπει να πάμε δε- ξιά. λόρδε Γκρίμσμπι». Θα την έκαναν πιο περίπλοκη. «Ε. Μα η Θάλεια ήξερε πως αυτή ήταν μόνο μια προσωρινή διακοπή.έντονη που η Θάλεια σχεδόν δεν κατάλαβε το όνομα της. ευαίσθητη και διαφανής. Είχε μετανιώσει που τη φίλησε. απάντησε η Θάλεια γελώντας με προ- σποιητή ευθυμία. Ξέρω ότι θέλεις. Η Θάλεια δεν ήταν η Μούσα που ο Μάρκο ήθελε να φιλήσει. «Δυστυχώς. Όπως συμβαίνει στα μυθιστορή- ματα. πρέπει να σου το πω αυτό. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Μάρκο για την αληθινή αιτία της .. Οι κυρίες της παρέας γρήγορα περικύκλωσαν τον Μάρκο και η Θάλεια δεν είχε την ευκαιρία να του ξαναμιλήσει. Δε θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό. σκούζα». Ένιωθε σαν να ήταν φτιαγμένη από γυαλί. Γονάτισε για να μαζέψει το κα- πέλο του και το τσαντάκι της που είχαν πέσει στο χώμα.. Το φιλί.» Ό. όμως δε λέει τι γίνεται όταν χάσει κανείς εντελώς τον προσανατολισμό του». είπε ευδιάθετος. Εύθραυστη.. «Δεν πειράζει». «Δεν. του είπε βιαστικά και πήρε από τα χέρια του το τσαντάκι της. ύστερα αριστερά και πάλι αριστερά. Σαν αυτό τον γεμάτο αδιέξοδα λα- βύρινθο. Τα μαλλιά έπε- φταν στο μέτωπό του κρύβοντας τα μάτια του.» Οι συζητήσεις από την άλλη μεριά του φράχτη πλησίαζαν περισσότερο. «Βλέπω πως χα- θήκατε κι εσείς σ’ αυτό το λαβύρινθο όπως εμείς. μις Τσέις! Και κόμη Ντι Φαμπρίτσι».τι όμως κι αν ήθελε να προσθέσει έμεινε ανείπωτο. «Σστ!» του ψιθύρισε με πανικό. την έκφρασή του. παρατηρώντας τη Θάλεια. Για να την αναγκάσει να τον κοιτάξει στα μάτια και να τον ακούσει. Δεν είχε ξανασυναντήσει στη ζωή του τέτοια θαυμαστή φαντασία. Ήταν στ’ αλήθεια όμορφη. ένα γνήσιο αγγλικό ρόδο. τις υποχρεώσεις απέναντι στην οικογένεια και τη χώρα του. Λαχταρούσε να αποκαλύψει τα μυστικά της. όσο κι αν ήθελε να χαθεί για πάντα στην αγκαλιά της. Ίσως ήταν η αδιόρατη θλίψη στα μάτια της. είτε το ήθελε είτε όχι. Τώρα εκείνη είχε χαθεί από τα μάτια του αν και ο Μάρκο θα έπαιρνε όρκο πως μύριζε ακόμα το άρωμά της. Δεν ήταν πάντα ένα ευχάριστο καθήκον. σαν να ήθελε να ξεριζώσει μαζί τους τον πόθο που έκαιγε μέσα του για τη Θάλεια Τσέις. του λευκού δέρματος της πάνω στα σεντόνια του. Της είχαν προτείνει να τη συνοδεύσουν ως το σπίτι της έτσι ώστε να κάνουν όλοι μαζί μια επίσκεψη στη λαίδη Γουέστγουντ και. Δυστυχώς ή ευτυχώς. Με τη Θάλεια ένιωθε κάτι διαφορετικό. Εκείνη τη διακριτική αλλά επίμονη μυρωδιά ανοιξιάτικων κρίνων που τόσο ταίριαζε στη λαμπερή ομορφιά της. Επιπλέον ήταν ένα φορτίο το οποίο δεν μπορούσε να επιβάλει σε μια γυ- ναίκα σαν τη Θάλεια. να μάθει τα πάντα γι’ αυ- τήν. *** Ο Μάρκο κοίταξε την είσοδο του Σίντνεϊ Γκάρντενς. την εικόνα των μαλλιών της όπως απλώνονταν γύρω της τη στιγμή που άπλωνε τα χέρια της να τον αγκαλιάσει. Ο Μάρκο είχε νιώσει αυτή τη δυνατή έλξη μεταξύ τους από την πρώτη στιγμή που τη συνάντησε στη Σάντα Λουτσία. η οποία απομακρυνόταν μαζί με τον λόρδο Γκρίμσμπι και τους φί- λους του. όμως δε θα μπορούσε ποτέ να το απαρνηθεί.. . ο Μάρκο δεν μπόρεσε να βρει μια αποδεκτή δικαιολογία για να πάει μαζί τους. Να διώξει μακριά το όραμα του κορμού της στο κρεβάτι του. γεμάτη ζωντάνια και γοητεία: Κι όμως είχε γνω- ρίσει πολλές όμορφες γυναίκες στη ζωή του. Τότε μόνο θα μάθαινε την αλήθεια. τέ- τοια ισχυρή θέληση σαν τη δική της. δεν ήταν σίγουρος ακόμα οι ζωές τους φαίνο- νταν να τραβούν συνέχεια διαφορετικές κατευθύνσεις. Για να τη φιλήσει ξανά. Ένιωθε πως τη γευόταν ακόμα στα χείλη του. Όσο όμορφα και δελεαστικά κι αν ήταν τα χείλη της.. Έβγαλε θυμωμένος το καπέλο του και πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλ- λιά του. Εκείνος είχε τη δουλειά του. εκείνη η κρυφή μελαγχολία που κρυβόταν πίσω από τα χαμόγελά της.παρουσίας του στο Μπαθ. Όπως έπρεπε να αντιμετωπίσει τον εαυτό της για όσα ένιωθε για εκείνον. Σήμερα είχε πολλή δουλειά να κάνει· δεν μπορούσε να αφήσει ούτε τη Θάλεια ούτε οτιδήποτε άλλο να αποσπάσει την προσοχή του. Ο Μάρκο πήρε τη μαύρη μεταξωτή ομπρέλα. Υποκύπτοντας σε μια στιγ- μιαία παρόρμηση. Αν υπήρχε ακόμα το αποτύπωμα του χεριού της Θάλειας. έφερε αυτή τη λαβή στη μύτη του για να δει αν μύριζε κρίνα. ίσως μόνο στη φαντασία του και. Οι μέρες του στο Μπαθ τελείωναν· το γράμμα από τον Ντομένικο ντε Λούκα το α- ποδείκνυε. Εκείνος που πάντα χλεύαζε τον ανόητο ρομαντισμό των συ- μπατριωτών του είχε αρχίσει να φέρεται το ίδιο. ξεχασμένη. πέταξε την ομπρέλα στον αέρα και την ξαναέπιασε. Η Θάλεια ήταν με το παραπάνω ικανή να κινδυνέψει από μόνη της και επιπλέον να τον παρασύρει μαζί της! Η υπόσχεση ήταν υπόσχεση. Καθώς απομακρυνόταν. τον όρκο να μη βάλει την αδερφή της σε κίνδυνο. το βλέμμα του έπεσε πάνω στο παγκάκι όπου είχε συναντήσει τη Θάλεια. η παλιά σύντροφός του στις μυστικές πλεκτάνες. Δεν υπήρχε φυσικά. γυρίζοντάς τη σαν ξίφος. Η Θάλεια σίγουρα θα γελούσε μαζί του αν τον έβλεπε. Μα δεν είχε πει ποτέ ότι θα απέφευγε να επιστρέψει μια ξεχασμένη ομπρέλα. Η φιλντισένια λαβή με το χαραγμένο Ντι των Ντε Βιρ ήταν παγωμένη. . Η ομπρέλα της βρισκόταν εκεί. ήταν βέβαιο πως θα τον κορόιδευε ανελέητα! Η σκέψη της Κλειώς του θύμισε επίσης την υπόσχεση που είχε δώσει στη φίλη του. Η αδερφή της η Κλειώ. Γύρισε από τον πολυσύχναστο δρόμο και προχώρησε προς το ήσυχο πάρκο. γελώντας με τον εαυτό του. Έξω σκοτείνιαζε και μόνο λιγο- στές άμαξες περνούσαν. Αν είχε πα- ντρευτεί ποτέ. Σαν μια. . Αν τι φρίκη ήταν παντρεμένος τώρα! Πώς είχε γνωρίσει την Κλειώ. Δαγκώθηκε. Έπρεπε να ετοιμαστεί κι εκείνη. Οι άνθρωποι πήγαιναν στα σπίτια τους για να ε- τοιμαστούν για τις βραδινές εξόδους τους. λα- μπερή. ήταν σαν να έλεγε στον ήλιο να μη βγει το πρωί. Έτριψε απαλά το κάτω χείλος της και θυμήθηκε το στόμα του να τη φι- λάει. Ήταν εκπληκτικό το πόσο αινιγματικός ήταν για τη Θάλεια. Θάλεια. Και η Θάλεια ήθελε περισσότερα. έκρυψε τα χέρια μέσα στα μανίκια της. έκρηξη από πυροτεχνήματα. ήξερε τώρα πώς ήταν το φιλί του Μάρκο. Τα λόγια του Μάρκο αντηχούσαν ακόμα στο μυαλό της ξανά και ξανά καθώς βημάτιζε πέρα δώθε στο δωμάτιό της. Η καταγωγή του αυτή έφερνε στο νου της έναν πολέμαρχο της Αναγέννησης. Τύλιξε τις πτυχές του νυχτικού σφιχτά γύρω της και σταμάτησε στο πα- ράθυρο για να κοιτάξει κάτω στο δρόμο. μέσα της όμως ένιωθε πως τον ήξερε. πώς ήταν το άγγιγμά του. Βόγκηξε δυνατά κι ακούμπησε το μέτωπό της πάνω στο τζάμι. για τους γονείς του ή για την εκπαίδευσή του.. εκτυφλωτική. Πώς όμως μπορούσε να έχει το νου της στις μουσελίνες και τα γοβάκια.. Στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα πώς θα ήταν με τον Μάρκο. Ναι. Όταν κοιτούσε στα μάτια του νόμιζε πως αναγνώριζε κάτι στα βάθη τους. όταν το μόνο που έβλεπε και σκεφτόταν ήταν ο Μάρκο. Πολύ περισσότερα. Κεφάλαιο 9 Καλύτερα να μην ξέρεις τίποτα περισσότερο. Λέγοντάς της να μην προ- σπαθήσει να καταλάβει τι συνέβαινε.. Μη μου δίνεις ση- μασία. Μα δεν ήξερε τί- ποτ’ άλλο. Αδύνατον. Ήξερε ότι καταγόταν από μια παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Φλωρεντίας. Η δρο- σερή επιφάνεια όμως δεν καταλάγιασε τις πυρετώδεις σκέψεις της.. Την είχαν ξαναφιλήσει στο παρελ- θόν και νόμιζε πως ήξερε την αίσθηση. τη γλυκιά. Μπορεί να μην τον γνώριζε καλά. μεθυστική γεύση του. Όμως η Θάλεια δεν ήξερε τίποτ’ άλλο. Σύντομα έπρεπε να φύγουν για τη χαρ- τοπαικτική βραδιά των Γκρίμσμπι και η Θάλεια δεν είχε διαλέξει ακόμα ούτε τουαλέτα. αλλά το γνώριζε μόνο χάρη στον τίτλο του. Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα της και η Μαίρη. Μέσα στο σαλόνι είχαν στηθεί τραπέζια για το χαρτί. Η λαίδη Γκρίμσμπι είχε αναφέρει πως ο Μάρκο θα βρισκόταν ανάμεσα στους καλεσμένους.Ίσως όμως η Θάλεια είχε άδικο. προτίμησε να παίξει πιάνο και να ψυχα- γωγεί τους άλλους με κάποια παλιά ιταλικά τραγούδια. θα ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Όμως ο Ιταλός τον οποίο είχε στο μυαλό της δε βρισκόταν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Λαχταρούσε να τα εκμυστηρευτεί όλα αυτά σε κάποιον που θα τη βοη- θούσε. ούτε όμως γινόταν πανδαιμόνιο. Μαίρη. μις Θάλεια. αλλά και με την προοπτική για λίγο διασκεδαστικό κουτσομπολιό. Η Σελέστ Τσέις θα καταλάβαινε πώς έ- νιωθε η Θάλεια. είπατε κάτι. δίπλα σε άνετους κα- ναπέδες και πολυθρόνες για χαλάρωση και φιλική κουβέντα. Είχε δυο φρεσκοσιδερωμένες τουαλέτες πε- ρασμένες στο μπράτσο της. «Στον εαυτό μου μιλούσα. «Συγνώμη. μπήκε στο δωμάτιο. η μητέρα τους θα έλεγε στη Θάλεια τι να κάνει. Δεν μπορώ να αποφασίσω τι θα φορέσω απόψε». Η Καλλιόπη και ο Κάμερον έπαιξαν μπλακτζάκ. όμως η Θάλεια δε συ- μπαθούσε ιδιαίτερα τα χαρτιά. Ίσως την είχε επηρεάσει το θεατρικό έργο που έπαιξαν μαζί στη Σικελία και έκτοτε φανταζόταν πως υπήρχε κάποια σύνδεση μεταξύ τους. προς το παρόν όμως όλοι φαίνονταν εν- θουσιασμένοι με το μπλακτζάκ και το πικέ. Οι δυο τους είχαν τον ίδιο ξέφρενο παρορμητισμό κι ένα ρομαντισμό που έλειπε από τις α- δερφές της. Δεν είχε την απαιτούμενη υπομονή ούτε την ικανότητα να κρύβεται. Μα η Καλλιόπη είχε ανάγκη από ηρεμία και η Θάλεια καταλάβαινε ότι η αδερφή της έκρυβε κι εκείνη μυστικά. Μα η Σελέστ δε ζούσε πια και η Θάλεια έπρεπε να δράσει μόνη. Η Καλλιόπη και η Κλειώ ήταν κόρες του πατέρα τους· η Θάλεια ήταν της μητέρας τους. Της έλειπε πολύ η μητέρα της. Κάποια μυστικά που την έκα- ναν να μη συμπαθεί ούτε να εμπιστεύεται τον Μάρκο. *** Η συγκέντρωση στους Γκρίμσμπι δεν ήταν ακριβώς σε «στενό οικογε- νειακό κύκλο» όπως τους είχε υποσχεθεί. πάλι. εκείνος όμως δεν είχε εμφα- .» μουρμούρισε. Αργότερα είχε προγραμματιστεί ένα δείπνο. ίσως και να είχε δίκιο. Έπρεπε να ακολουθήσει το ένστικτό της ή να ακούσει τη συμβουλή του Μάρκο και να τον ξεχάσει. η καμαριέρα της Θάλειας. Σπάνια η Θάλεια είχε νιώσει τόση μοναξιά και αβεβαιότητα στη ζωή της. «Να κάνω το μεγάλο βήμα. Ή. Ναι. Έτσι.» Η Θάλεια της χαμογέλασε. Η μία ήταν από ροζ τούλι και μετάξι και η δεύ- τερη από αχνοπράσινη μουσελίνα. Η Θάλεια χαμογέλασε βλέποντας το μουτρωμένο όμορφο πρόσωπο με τις κόκκινες μπούκλες. ναι! Εγώ όμως είμαι ακόμα μικρή και δεν μπορώ να χορεύω στις δε- ξιώσεις. Η Θάλεια χτύπησε μια λάθος νότα. με συγχωρείτε! Η μητέρα λέει ακόμα ότι φλυαρώ πάρα πολύ». οι σκέψεις της όμως έ- μοιαζαν περισσότερο με αστραπόβροντα.νιστεί. μία από τις κόρες των Γκρίμσμπι.» ρώτησε η λαίδη Aνν. «Ευχαριστώ». «Κάθε άλλο.» Ξαφνικά τα μάτια της γούρλωσαν. Η Θάλεια γέλασε. Σίγουρα όμως πολύ σύντομα θα ερωτευτούν εσάς. όμως δεν έχω γνωρίσει ακόμα τον κατάλληλο άντρα για . Μεγαλύτερη απογοήτευση. Έχουμε λάβει καταιγισμό προσκλήσεων απ’ την ημέρα που ήρθαμε. μις Τσέις. «Πληκτικά. πιο μοναχικό.» ρώτησε. ίσως. Κάποιος ιδιαίτερα όμορφος νεαρός. Ένα μέρος πιο σκοτεινό. «Το να παρακολουθείς έχει κι αυτό τη γοητεία του». «Θα πρέπει να υπάρχουν και ενδιαφέροντες άνθρωποι στο Μπαθ. «Ω.. Ίσως ο Μάρκο και η συνοδός του με το τουρμπάνι να είχαν διαλέξει μια πιο διακριτική γωνιά γι’ αυτό το βράδυ. Μέχρι τον επόμενο χρόνο επιτρέπεται μόνο να παρακολουθώ».» Η λαίδη Aνν χαχάνισε καθώς γύριζε τη σελίδα. εδώ και έναν αιώνα. λαίδη Aνν. «Ω. μις Τσέις. Δεν την ωφελούσε και πολύ να μένει μόνη με τις σκέψεις της και την ιταλική μουσική. Συνέχισε να παίζει πολύ πιο στρωτά αυτή τη φορά. Ούτε και η λαίδη Ρίβερτον. Είδε την Καλλιόπη να την κοιτάζει σκεφτική και η Θάλεια της χαμογέλασε. Θα πρέπει να υπάρχουν κάποια ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει κανείς εδώ». «Α. «Λίγοι. τώρα όμως είναι πληκτικά». απάντησε ευγενικά η Θάλεια και γλίστρησε στην άκρη του πάγκου για να της κάνει χώρο. Η Θάλεια έβαλε τα γέλια. «Βρίσκεστε καιρό εδώ στο Μπαθ. ναι. Πόσο καλά θυμόταν και η ίδια αυτό το αίσθημα ότι έπρεπε να μένει έξω από όλη τη χαρά και τη διασκέδαση! Όταν όμως ενηλικιώθηκε κατάλαβε πως υπήρχαν ακόμα περισσότεροι περιορισμοί. Η μητέρα μου λέει ότι έχετε απορρίψει τόσες προτάσεις όσες καμιά άλλη κοπέλα. Κι αν ο πατέρας σας είχε λίγο μυαλό θα σας ανάγκαζε να διαλέξετε.. είπε στη νεαρή κο- πέλα. Τα δάχτυλά της χόρευαν απαλά πάνω στα πλήκτρα παίζοντας ένα χα- ρούμενο σκοπό για κάποιο βουκολικό ρομάντζο. Είναι αλήθεια ότι είχα μια δυο προτάσεις γάμου. Το κορίτσι αναστέναξε. έτσι νιώθω! Ήταν αρ- κετά όμορφα όταν πρωτοήρθαμε. «Θέλετε να σας γυρίζω τις σελίδες. πρέπει να πω».» Το κορίτσι κοκκίνισε και χαχάνισε ξανά. λαίδη Ανν. Το ίδιο φοβόταν και η Θάλεια για τον εαυτό της καθώς κρυφοκοίταζε τον Μάρκο πάνω από τις παρτιτούρες της. Σκούντησε συνωμοτικά τη λαίδη Ανν με τον αγκώνα της. Μήπως γι’ αυτό η Καλ και η Κλειώ δεν την ήθελαν τότε στα πόδια τους.» «Και το μυστήριο τον κάνει απλώς πιο συναρπαστικό. σωστά. Όμως κανείς δε φαίνεται να ξέρει στ’ αλήθεια κάτι γι’ αυ- τόν. Τόσο μελαχρινός. Η μαμά θα χαρεί πολύ που ο κόμης τελικά εμφανίστηκε».» «Ω μις Τσέις! Πώς μπορείτε να είστε τόσο ήρεμη. Ήταν φυσικό να τον ονειρεύονται όλες οι κοπέλες. «Φυσικά! Μα δε με κοιτάζει ποτέ. Κάνει παρέα όλο με την υποκό- μισσα Ρίβερτον. Εκείνος υπο- κλίθηκε πάνω από το χέρι της και της χάρισε εκείνο το θεσπέσιο χαμόγελό του. Δεν το καταλαβαίνω καθόλου». «Κάπως αργοπορημένος. «Γιατί. Ούτε η Θάλεια το καταλάβαινε. που είναι τόσο μεγάλη. μοιάζει με ήρωα.» Κι άλλα χαχανητά. Τουλάχιστον η δεκαπεντάχρονη αδερφή της η Κόρι ήταν πολύ απασχολημένη με τις τέχνες για να είναι τόσο χαζοχαρούμενη. ψιθύρισε η Ανν. από κάποιο μυθι- στόρημα.μένα. Εγώ νιώθω ταραχή και μόνο που τον βλέπω». «Τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι! Αχ. ούτε καμία άλλη από τις φίλες μου. Θεέ μου. όπως όλοι οι Άγγλοι. Δεν είναι παράξενο. Η Θάλεια χαμογέλασε με θλίψη. Η λαίδη Γκρίμσμπι σηκώθηκε από το τραπέζι της και έσπευσε κοντά του να τον υποδεχθεί. μουρμούρισε η Θάλεια.» Η λαίδη Ανν κοίταξε κλεφτά για να δει αν την παρακολουθούσε η μη- τέρα της.» «Πάρα πολλά. ήμουν κι εγώ τόσο ανό- ητη στην ηλικία της. σκέφτηκε η Θάλεια. το ίδιο πρέπει να κάνετε κι εσείς». Όλες οι φίλες μου τον έχουν ερωτευ- τεί. «Νομίζω πως θα λιποθυμούσα αν μου μιλούσε». Η λαίδη Ανν ξέχασε να γυρίσει τη σελίδα κι έτσι η Θάλεια προχώρησε σ’ ένα ζωηρό σκοπό του Μότσαρτ που ήξερε από μνήμης. «Ώστε λοιπόν ο κόμης είναι αυτός που προτιμάτε. Τουλάχιστον όχι ακόμα. «Δείτε το και μόνη σας. γοητευτικός! Και δε μιλάει ποτέ για σκοπο- βολή ή κρίκετ. ήρθε επιτέλους. όπως τον ονειρευόταν και η ίδια. να. «Λέτε να είναι ιταλικό έθιμο. μις Τσέις». Και δε θα παντρευτώ αν δεν τον γνωρίσω. ψιθύρισε η λαίδη Ανν όταν άνοιξε η πόρτα της σάλας. Τα χέρια της γλι- . μις Τσέις». «Ακούτε πολλά σχόλια για τον κόμη εδώ στο Μπαθ. «Έχετε κάποια προτίμηση ανάμεσα στους ωραίους άντρες του Μπαθ. Της έκανε ένα μικρό νεύμα. Ώσπου το βλέμμα του συνάντησε το δικό της από την απέναντι πλευρά της αίθουσας και μια έντονη σοβαρότητα σκέπασε τα χαρακτηριστικά του. Καθώς τον έβλεπε να γελάει με την οι- κοδέσποινα. η Θάλεια ένιωθε σχεδόν ανόητη για όλα τα δυσάρεστα πράγματα που είχε φανταστεί γι’ αυτόν. μεταξύ της λαίδης Γκρίμσμπι και της κυρίας Σμάιθ Μόρλαντ. Όμως το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. γελαστός και γοητευτικός. Ή να έδειχνε τόλμη. Έμαθα πως είναι πολύ καλή πιανίστα». Το κομμάτι του Μότσαρτ τελείωσε και η Θάλεια ακούμπησε τους καρ- πούς της στην άκρη των πλήκτρων ενώ το κοινό χειροκροτούσε. «Αλλά θα ήθελα πολύ να ακούσω τη κόρη σας να παίζει. Είχε έρθει στ’ αλήθεια μόνος του α- πόψε. της είπε ο οικοδεσπότης. σήκωσε το βλέμμα. Η Θάλεια ξεφύσηξε την ανάσα που κρατούσε μέσα της και της έσφιγγε το στήθος. Παρέδωσε τη θέση της στην ντροπαλή λαίδη Ανν. Μετά από μια στιγμή. «Θα μας χαρίσετε άλλο ένα. Τις κρυφές πλεκτάνες και τα μυστικά κίνητρα για τα οποία τον είχε υποψιαστεί. Όπως τον παρακολουθούσαν όλες οι γυναίκες μέσα στη σάλα. Η λαίδη Ρίβερτον δε φαινόταν πουθενά. Είδε την Καλλιόπη να την κοιτάζει εξεταστικά πάνω από τα χαρτιά που κρατούσε στα χέρια της.» «Φοβάμαι πως άρχισα να κουράζομαι. σαν σύννεφο που έκρυψε τον ήλιο. πριν φύγει όμως έ- σκισε κρυφά μια άκρη από το χαρτί της παρτιτούρας. του απάντησε. Κοίταξε μπροστά της τα πλήκτρα. όταν ξαναβρήκε την ψυχραιμία και το χαμόγελό της.στρούσαν μηχανικά πάνω στα πλήκτρα ενώ το βλέμμα της ακολουθούσε τον Μάρκο τριγύρω στην αίθουσα. χωρίς να τα βλέπει. λόρδε Γκρίμσμπι». Ο Μάρκο καθόταν σε έναν καναπέ δίπλα στο πα- ράθυρο. τα δάχτυλά της. Η Θάλεια της χαμογέλασε όσο πιο φυσιολογικά μπορούσε και ευχήθηκε να' μην έμοιαζε με γυναίκα που μόλις είχε δραπε- τεύσει από το φρενοκομείο. Να έδειχνε σύνεση αδιαφορώντας για τον Μάρκο. ένα σχεδόν αδιόρατο τρεμόπαιγμα του φρυδιού κι ύστερα γύρισε το κεφάλι του αλλού. Οι σκέψεις της ήταν τόσο γεμάτες από εκείνον όλη μέρα που ήταν σαν να μην είχαν αποχωριστεί καθόλου. Πήρε ένα μικρό μο- λύβι από κάποιο τραπέζι και έγραψε στα γρήγορα ένα μήνυμα. «Ήταν υπέροχο μις Τσέις». Ύστερα προχώρησε ανέμελα μπροστά από τον καναπέ όπου ο Μάρκο περνούσε . τόσο όμορφος. χαλαρά την ώρα του μαζί με τις δύο κυρίες. Στο τραπέζι του τσαγιού γύρισε πάνω από τον ώμο της και τον είδε να την παρακολουθεί και πάλι και του έκανε ένα γρήγορο νεύμα. Το μοναδικό φως έπε- φτε από ένα θολωτό παράθυρο ψηλά σχηματίζοντας σκιές πάνω στο μι- κρό σαλονάκι που υπήρχε στο χώρο.. Το πόμολο γύρισε και η πόρτα μι- σάνοιξε τόσο ώστε να φανεί μια δέσμη από το φως κεριού. Κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο και η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυ- νατά. Μια γνήσια. Αναρωτήθηκε αν είχαν φοβηθεί το ίδιο όλες εκείνες οι αρχαίες ηρωίδες. Τώρα όμως. Τέτοια που είχε μήνες να νιώσει. Ήταν περισσότερο σαν ένα τρομαγμένο μικρό ποντίκι. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε μέσα της καθώς στεκόταν μόνη στον σκο- τεινό μικρό προθάλαμο του φουαγέ των Γκρίμσμπι. από την εποχή της Σάντα Λουτσία. Άπλωσε το χέρι της και άρπαξε το δικό του. εκείνη η κολόνια με άρωμα πιπερόριζας που κά- λυπτε την αλμυρή του επιδερμίδα. κολλώντας επάνω του. Ήταν μια γνήσια χαρά.» ψιθύρισε ο Μάρκο.. που νόμιζε πως θα μπορούσαν να την ακούσουν όλοι. όταν κατέβαιναν στον Κάτω Κόσμο. Της ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί. η Περσεφόνη. το άγγιγμα του λεπτού και δυνατού κορμιού του ε- πάνω της. Δε θα μπορούσε να βρει καταλληλότερο μέρος από αυτό το μικρό δωμά- τιο το οποίο είχε προσέξει όταν έμπαιναν. Τώρα ήταν ολομόναχοι μέσα στο σκοτάδι. Ο ή- χος της ανάσας του. η Αντιγόνη. Τότε ακριβώς η Θάλεια έριξε το μικρό τετράγωνο χαρτί στο χέρι του και συνέχισε το δρόμο της. «Είσαι εκεί. Το καθησυχαστικό βουητό από το πάρτι δεν ακουγόταν καθόλου πίσω από την κλειστή πόρτα. Ύστερα η Θάλεια γύρισε και τον έσπρωξε πίσω στον τοίχο. ζωντάνια. Ένα βήμα. Επιτέλους άκουσε κάτι άλλο εκτός από το τρελό καρδιοχτύπι της. ακριβώς έξω από την πόρτα της. έτσι όπως περίμενε μόνη στο σκοτάδι η Θάλεια δεν ήταν πια και τόσο σίγουρη γι’ αυτό. τον τράβηξε μέσα στο δω- μάτιο κι έκλεισε πάλι την πόρτα με το πόδι της. η Ευρυδίκη. Οι παλάμες της ανέβηκαν στους . Για μια στιγμή το ροζ τούλι της φούστας της έκρυψε τελείως τον Μάρκο από τα γύρω βλέμματα. Μέσα στο σκοτάδι οι υπόλοιπες αισθήσεις είχαν οξυνθεί. Κατά βάθος όμως δεν ήταν φόβος αυτό που ένιωθε εκείνη την αγω- νιώδη στιγμή. Θα ακολουθούσε τη φύση της και θα γινόταν τολμηρή! Όχι. Ναι. Η μυρωδιά του. Η άκρη απ’ το γοβάκι της φωτίστηκε και η Θάλεια κράτησε την αναπνοή της. Στην πραγματικότητα δεν ήταν τολμηρή. ώμους του, πέρασαν πάνω από την κολλαριστή γραβάτα, ύστερα στην κα- μπύλη του λαιμού του. Χάιδεψε το περίγραμμα του πιγουνιού του κι ύ- στερα τα δάχτυλά της περιπλανήθηκαν ως τα μαλλιά του, τυλίγοντας τις μεταξένιες τούφες γύρω από τα γυμνά της δάχτυλα. Μα εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση. Την παρακολουθούσε με ένταση. «Τι κάνεις, Θάλεια;» τη ρώτησε τελικά σφιγμένος. Ούτε κι εκείνη ήξερε. Δεν είχε σχεδιάσει τίποτα όταν αποφάσισε να τον παρασύρει εκεί μέσα με το σημείωμά της. Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να μείνουν έτσι ακριβώς. «Θα μπορούσα να σε ρωτήσω το ίδιο», του ψιθύ- ρισε. «Εσύ τι κάνεις εδώ στο Μπαθ, Μάρκο; Ποιο παιχνίδι παίζεις στ’ αλή- θεια;» «Κάρα, σε προειδοποίησα ήδη ξέχασέ με», της είπε με φωνή βαριά σαν κρουστό ακριβό μετάξι. Ξάφνου, απότομα σαν αναπάντεχη αστραπή, τα χέρια του την άρπαξαν από τη μέση και τη σήκωσε ψηλά γυρίζοντάς την. Πριν εκείνη προλάβει να πάρει μια ανάσα οι θέσεις τους είχαν αντιστραφεί και τώρα την κρατούσε αιχμάλωτη ο Μάρκο. Έσφιξε περισσότερο τα μαλλιά του κι ένιωθε γύρω της τον κόσμο να κλονίζεται. «Εσύ όμως δε μ’ άκουσες», μουρμούρισε στο αυτί της και η ζεστή ανάσα του ανακάτεψε τα μαλλιά της. Η Θάλεια αναρίγησε και οι σκέψεις της θό- λωσαν. «Δε θα σε προειδοποιήσω ξανά». Τότε τη φίλησε, μα δεν ήταν ένα απλό φιλί. Το στόμα του έλιωσε το δικό της καυτό και παθιασμένο. Τα χείλη της Θάλειας μισάνοιξαν και η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της. Το κορμί του έγειρε πάνω στο δικό της και την έσπρωξε πίσω στον τοίχο ώσπου δεν υπήρχε τίποτα μεταξύ τους, ούτε ένα μόριο από φως. Το χέρι του χάιδεψε με έξαψη τα πλευρά της χαμηλώνοντας μέχρι το γοφό, όπου άρπαξε το αέρινο τούλι της φούστας κι άρχισε να το ανασηκώνει. Η Θάλεια κραύγασε μέσα στο στόμα του όταν ένιωσε την τραχιά πα- λάμη του πάνω στο γυμνό μηρό της, εκεί στην άκρη της καλτσοδέτας της. Τα δυνατά δάχτυλά του τυλίχτηκαν γερά γύρω από το μηρό της και την α- νασήκωσε πιο ψηλά επάνω του. Αν ήθελε να την τρομάξει, να την κάνει να το βάλει στα πόδια, απέτυχε οικτρά. Το άγγιγμα και το παράφορο φιλί του την έκαναν ακόμα πιο απο- φασισμένη να μείνει κοντά του. Τύλιξε τις γάμπες της γύρω από τη μέση του και απόλαυσε την αίσθηση της διέγερσής του, της απόδειξης ότι την ήθελε κι εκείνος. Αυτό ήταν, λοι- πόν, που περιέγραφαν όλα εκείνα τα μυθιστορήματα! Αυτό ήταν που έβλεπε η Θάλεια στα αρχαιοελληνικά αγγεία και τις τοιχογραφίες της Πο- μπηίας. Αυτό ήταν το σεξ η ζωή. Και το ήθελε όλο και περισσότερο. Το στόμα του Μάρκο ξεκόλλησε απ’ το δικό της αλλά η κραυγή της δια- μαρτυρίας της μετατράπηκε σε βογκητό, καθώς τα υγρά χείλη του άρχι- σαν να διαγράφουν ένα χνάρι πάνω στο μάγουλο και το λαιμό της. Η γλώσσα του άγγιξε εκείνο το ευαίσθητο σημείο στην καμπύλη του λαιμού της και το κεφάλι της έγειρε στον τοίχο. Πίσω από τα κλειστά βλέφαρά της η Θάλεια είδε μια έκρηξη από αστέρια, πράσινα, κόκκινα και ασήμι; Το ένα απ’ τα γοβάκια της έπεσε με κρότο στο πάτωμα και η γάμπα της γλίστρησε σαν χάδι πάνω στη σφιγμένη, σκληρή καμπύλη της πλάτης του. Οι μύες του σφίχτηκαν ακόμα περισσότερο στο άγγιγμά της, μα εκείνη δε σταμάτησε. Ίσως να μην είχε ποτέ ξανά την ευκαιρία να ικανοποιήσει την περιέργειά της. «Διάολε», μουρμούρισε ο Μάρκο πάνω στον γυμνό ώμο της. Το απαλό, ντελικάτο άγγιγμα των χειλιών του στην καμπύλη του στήθους της έκοψε την ανάσα της. Άραγε έτσι γινόταν πάντα αυτή η αβάσταχτη ερωτική κλι- μάκωση που την πυρπολούσε; Καθόλου παράξενο που η Καλλιόπη και ο Κάμερον δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν ο ένας απ’ τον άλλο, όσο κι αν έκλαιγε το μωρό... Στη σκέψη του μωρού, τα βλέφαρά της άνοιξαν απότομα. Εκεί οδηγού- σαν όλα, όλη αυτή η εξαίσια λαγνεία, ο ιδρώτας, τα γυμνά κορμιά, τα λαχα- νιάσματα. Η Θάλεια ένιωθε ότι κρατιόταν με τα νύχια από την άκρη ενός γκρεμού, ενώ γύρω της κατρακυλούσαν βράχια που χάνονταν στην ά- βυσσο. Και πάλι όμως δεν μπορούσε να τον αφήσει. Δεν ήθελε να ξεμπλέξει τις γάμπες της από τη μέση του. Και ο Μάρκο φάνηκε να διαισθάνεται αυτή τη διαπίστωσή της ή ίσως να το συνειδητοποιούσε κι ο ίδιος. Έγειρε το μέτωπο του στον τοίχο δίπλα της κι έμειναν έτσι λαχανιασμένοι μέσα στο σκοτάδι. Αργά, πολύ αργά, το χέρι του απομακρύνθηκε από το μηρό της. Την ξετύλιξε από πάνω του και την άφησε να πατήσει στο πάτωμα. Καθώς ο Μάρκο έκανε ένα βήμα πίσω, η Θάλεια πίεσε τα χέρια της πίσω στον τοίχο και στηρίχτηκε όρθια. Προσπαθώντας να μη σωριαστεί στο έ- δαφος, άκουσε τον Μάρκο να στρώνει τα ρούχα και τα μαλλιά του. «Θυμήσου, Θάλεια», της είπε, «δεν πρόκειται να σε προειδοποιήσω ξανά». Κι ύστερα έφυγε, ξεγλιστρώντας από την πόρτα το ίδιο σβέλτα όσο είχε μπει. Για μια στιγμή το περίγραμμά του φάνηκε στο φως κι ύστερα η πόρτα έκλεισε και η Θάλεια έμεινε πάλι μόνη στο σκοτάδι. Μόνο τότε επέτρεψε στον εαυτό της να χαμηλώσει ανήμπορη στο πά- τωμα, τρέμοντας σύγκορμη. Κάτι χτύπησε το γοφό της και μ’ ένα μορφασμό πόνου η Θάλεια έβαλε το χέρι της κάτω από τη φούστα. Ήταν το χαμένο γοβάκι της. Μια Σταχτο- πούτα απ’ την ανάποδη. «Διάολε», ψιθύρισε. Φόρεσε το παπούτσι της και κάρφωσε το βλέμμα της στο σκοτάδι. Μέσα της είχε την ξεκάθαρη αίσθηση ότι οι κανόνες του παιχνιδιού είχαν αλλάξει αμετάκλητα. Παρ’ όλα αυτά η Θάλεια εξακολου- θούσε να αγνοεί ποιοι ήταν αυτοί οι κανόνες. *** Ο Μάρκο κοντοστάθηκε στο φουαγέ και γάντζωσε τα χέρια του σ’ ένα μικρό, σκαλιστό τραπέζι. Κάθε ίνα της ύπαρξής του λαχταρούσε να κάνει κομμάτια εκείνο το γελοίο έπιπλο, να το εκσφενδονίσει στον απέναντι τοίχο και να γρυλίσει σαν βάρβαρος. Ίσως τότε να εκτονωνόταν η λαγνεία που κόχλαζε μέσα του, αυτή η έξαψη που πυρπολούσε το αίμα του. Και τότε ίσως να σκεφτόταν και πάλι λογικά. Όμως αμφέβαλλε. Τίποτα δεν μπορούσε να διώξει τον πυρετό του, ε- κτός από το να γυρίσει σ’ εκείνο το δωμάτιο και να ξαναπάρει τη Θάλεια στην αγκαλιά του. «Ανάθεμα!» γρύλισε χτυπώντας τη γροθιά του στο τραπέζι. Μπορούσε ακόμα να νιώσει το κορμί της τυλιγμένο επάνω του, να γευτεί τη γλύκα των χειλιών της, την αφή της επιδερμίδας της. Μπορούσε να ακούει τις λα- χανιασμένες κραυγές της στο αυτί του. Ποτέ δεν είχε παρασυρθεί τόσο από τον πόθο του για μια γυναίκα, ούτε καν στα άγουρα χρόνια του. Και το γεγονός ότι τον ήθελε κι εκείνη απλώς έριχνε λάδι στη φωτιά του. Ευχαριστούσε τον Θεό για τη μικροσκοπική σταγόνα λογικής που τον εμπόδισε να συνεχίσει. Κούνησε ζωηρά το κεφάλι του πέρα δώθε για να καθαρίσει το μυαλό του από την ερωτική παραζάλη. Η Θάλεια Τσέις ήταν μια λαίδη, αδερφή της φίλης του, δεν ήταν καμιά κοινή γυναίκα! Έπρεπε να φανεί δυνατός και να μείνει μακριά της, έπρεπε να συγκεντρωθεί σ’ αυτά που είχε να κά- νει. Στ’ αλήθεια όμως, η κλοπή εκείνων των ασημένιων αντικειμένων θα ήταν παιχνιδάκι μπροστά στην προσπάθεια να ξεχάσει εκείνο το τρυφερό σημείο όπου ο λαιμός της συναντούσε το λευκό της ώμο. «Στο διάβολο όλα», μουρμούρισε. Ίσιωσε το κορμί του, έστρωσε τη γρα- βάτα και το γιλέκο του, έφτιαξε τα μαλλιά του. Μύριζε ακόμα το άρωμα κρίνων στα ρούχα του, είπε στον εαυτό του όμως πως έφταιγε απλώς η «Δεν ξέρω ποιο παιχνίδι παίζετε. «Λαίδη Γουέστγουντ. παραμένει αρκετά έξυ- πνη». Θυμόταν και την Καλ- λιόπη να τσακώνει στα πράσα εκείνον και την Κλειώ τη στιγμή που έκλε- βαν την Αλαβάστρινη Θεά.» «Δυστυχώς όχι. Η ιστορία του Κλέφτη με τα Κρίνα τελείωσε». «Μήπως την είδατε. «Θα σας παρακολουθώ. σκέφτηκε ο Μάρκο με αυτοσαρκασμό. Την τελευταία φορά που είδα την υπέροχη μις Τσέις ή- ταν όταν έπαιζε στο πιάνο. του είπε.ξαναμμένη φαντασία του. πρέπει να πω». κόμη Ντι Φαμπρίτσι». «Λαίδη Γουέστγουντ. Η Καλλιόπη πλησίασε κοντά του και τα μάτια της τον κοίταξαν με πύ- ρινο βλέμμα. Εκείνη η συνάντηση δεν ήταν ευχάριστη και τώρα φοβόταν πως θα συ- νέβαινε το ίδιο και με την τωρινή. του είπε κοφτά. «Αλλά δε θα σας επιτρέψω να αναμείξετε σ’ αυτό τη Θάλεια. «Το ίδιο και ο σύζυγός μου». «Ψάχνω την αδερφή μου». Αλλά δεν έχω καμία κακή πρόθεση απέναντι στη μις Θάλεια ούτε σε καμία άλλη από τις αδερ- φές Τσέις». την απόκοσμη ατμόσφαιρα του υπογείου με τους κρυμμένους θησαυρούς του δούκα του Άβερτον. Δε θα την αφήσω να πληγωθεί εξαιτίας των σχεδίων σας». της είπε με μια υπό- κλιση. λαίδη Γουέστγουντ. θυμόταν εκείνο το μπου- ντρούμι στο Γιόρκσαϊρ. απά- ντησε ο Μάρκο. Κάθε φορά που την έβλεπε ο Μάρκο. «Όσο παρορμητική κι αν είναι. Τελικά έκανε με- ταβολή και επέστρεψε στο σαλόνι. κύριε κόμη». «Δεν είμαι σίγουρος τι εννοείτε. του είπε πάνω από τον ώμο της. Μα ήταν η Καλλιόπη Τσέις η τωρινή λαίδη Γουέστγουντ εκείνη που ξε- πρόβαλε. Εκείνη συνοφρυώθηκε περισσότερο. Από το διάδρομο άκουσε το άνοιγμα της πόρτας του σάλονιού και το θρόισμα μιας φούστας από μουσελίνα.τι έγινε στο Γιόρκσαϊρ. Μανίφικο. είστε όμορφη όπως πάντα». Η Καλλιόπη τον παρατήρησε για μια στιγμή εξεταστικά κι εκείνο το έ- ντονο βλέμμα της ήταν σαν να τρυπούσε τη σάρκα του. νομίζω πως υποτιμάτε την αδερφή σας». Εξαιρετική ερμηνεία. Έστρωνε μια εσάρπα στους ώμους της και κοιτούσε γύρω της με ανησυχία. «Γνωρίζω την αδερφή μου καλύτερα από εσάς! Ορκίστηκα πως θα την προσέχω όσο είμαστε εδώ και δε θα αφήσω να επαναληφθεί ό. Φόρεσε στα γρήγορα ένα ευγενικό χαμόγελο και προετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε θα συνα- ντούσε. Αυτό θα διευκόλυνε . Κι όμως. Ήταν ένα επιπλέον κίνητρο για να μείνει μα- κριά από τη Θάλεια Τσέις.την αποστολή του στο Μπαθ.. . εκείνο το άρωμα κρίνων τον στοίχειωνε πάντα.. τη σφιχτή πλάτη του . Ο μοχθηρός πατριός της την είχε πουλήσει στον μυστηριώδη άντρα για τον οποίο η κοπέλα είχε ακού- σει τρομερές ιστορίες. «Αρκετά!» μουρμούρισε. Ύστερα από την προηγούμενη νύχτα. Φαντάστηκε το θεατρικό σκηνικό.. Ένα γεμάτο φεγγάρι στο χρώμα του κεχριμπαριού έλαμπε πίσω από τα σιδερόφραχτα παράθυρα. Το λευκό νυχτικό της Ιζαμπέλα φάνταζε σαν φάρος μέσα στα σκοτάδια. μια κάμαρη σε κάποιον από τους πύργους του αρχαίου κάστρου. Ήταν η νύχτα του γάμου για τον πρίγκιπα ληστή Ορλάντο και την απρόθυμη νύφη του. Μια παράφορη. αυτό άλλαξε. όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί πως ήταν συνεπαρ- μένη από τη γοητεία του. η μυστη- ριώδης πλοκή με τη γοτθική ατμόσφαιρα ξεπερνούσε τις συγγραφικές ικα- νότητές της. Χτύπησε το χέρι της στο γραφείο και μικρές σταγόνες από μελάνι σκορ- πίστηκαν πάνω στο χειρόγραφο. δελεάζοντάς την. Καθώς όμως η Θάλεια φανταζόταν το σκηνικό. μεθυστική ερωτική επιθυμία την τραβούσε κοντά του. Πιο αληθινά από πριν. Όμως η ιστορία του πρίγκιπα με το χαρακτήρα του Ρομπέν των Δασών και της απρόθυμης νεαρής κοπέλας μέσα σ’ εκείνο το μισοερειπωμένο κάστρο φαινόταν ανόητη εδώ στην Αγγλία. Πήρε τη μορφή ενός μικρού σκοτεινού προθαλάμου όπου αντηχούσαν τα δικά της ηδονικά βογκητά. Κεφάλαιο 10 Η Θάλεια ξεφύλλιζε τις σελίδες του έργου της Το Σκοτεινό Κάστρο του Κόμη Ορλάντο. Η Θάλεια καταλάβαινε πολύ καλά πώς ένιωθε η φτωχή Ιζαμπέλα. την οξύθυμη Ιζαμπέλα. τα κρυφά πάθη και η λα- χτάρα των ανεκπλήρωτων πόθων φαίνονταν όλα πιο οικεία. μελετώντας τις μουτζουρωμένες. Και ο πρίγκιπας της άπλωνε το γαντοφορεμένο χέρι του. Θυ- μούμενη το χέρι του πάνω στο γυμνό δέρμα της. Στο φόντο διακρινόταν σαν απειλή ένα τε- ράστιο κρεβάτι με ουρανό. κλεισμένο ολόγυρα με κουρτίνες. καλώ- ντας την κοντά του. Την είχε εμπνευστεί στη Σικελία. όπου το θέμα ταίριαζε απόλυτα με τα αρχαία ερείπια και τους ανεμοδαρμένους κάμπους. Πήρε την πένα και το μελάνι της και κοίταξε μπροστά της την ημιτελή σκηνή.. σβησμένες και ξανα- γραμμένες λέξεις της μισοτελειωμένης ιστορίας της. ωστόσο. Είχε ξαγρυπνή- σει όλη νύχτα φέρνοντας ασταμάτητα στο μυαλό της εκείνο το φιλί. Τέτοια ώρα. απάντησε εκείνος μ’ ένα ρουθούνισμα αποδοκι- μασίας. «Του είπατε ότι ο λόρδος και η λαίδη Γουέστγουντ δεν είναι στο σπίτι. Η Θάλεια σηκώθηκε. έκανε το γύρο του γραφείου και πήγε να πάρει την κάρτα. μις Τσέις». Βγήκε γρήγορα από τη βιβλιοθήκη . είπε φωναχτά και χτύπησε την κάρτα πάνω στο γραφείο. αφήνοντάς τη μόνη στη μικρή βι- βλιοθήκη. Ιζαμπέλα: Ω.. «Υπάρχει ένας επισκέπτης. Σήκωσε το βλέμμα της ξαφνιασμένη.» «Φυσικά. τουλάχιστον μέχρι να ξυπνούσε η Ψυχή από τον πρωινό ύπνο της. Ήθελε μόνο να το ξα- ναζήσει. «ο τζέντλεμαν όμως ήταν εξαιρετικά επίμονος». Με το να το θυμάται διαρκώς δεν κατάφερνε τίποτα. Είπε ότι θέλει να δει εσάς. Τον έβαλα στο σαλόνι. Δεν έχεις έλεος. ποτέ δεν επηρέασε τη Θάλεια. Αργά ή γρήγορα έπρεπε να τον δει και να ξεμπερδεύει μ’ αυτή τη συνάντηση. Δεν έκανε ούτε τα γεγονότα ούτε τα αισθήματά της να εξαφανιστούν. «Περάστε». «Επισκέπτης. φώναξε η Θάλεια και έκρυψε το έργο της κάτω από κάποιες τυπικές επιστολές. Η αποδοκιμασία. «Έτσι». με το φως της ημέρας δεν ήταν δυνα- τόν να κινδυνεύει να χάσει τα λογικά της! Ή μήπως δεν ήταν έτσι. Κόμης ντι Φαμπρίτσι. πως θα μεταμορφώνονταν σε κάτι διαφορε- τικό. «Θα δω τον κύριο Κόμη. Ή το ήλπιζε. Η Θάλεια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. αλλά. πόση μοχθηρία! Γιατί με βασανίζεις τόσο. μπορώ να τον διώξω». Δεν υπάρχει κανένα βά- σανο στις ηδονές της γαμήλιας κλίνης. Σίγουρα μέσα στο ίδιο το σπίτι της. Όμως συνέχισε να κοιτάζει την κάρτα συνοφρυωμένη.» «Φυσικά. είτε προερχόταν από το προσωπικό είτε από τις αδερ- φές της. Ας γινόταν. έγραφε με χοντρά μαύρα γράμματα πάνω στο κρεμ επισκεπτήριο. μις Τσέις». γρή- γορα. σαν να περίμενε πως οι λέξεις θα άλλαζαν. είπε ο μπάτλερ σε τόνο μάλλον αποδοκιμαστικό. Το σπίτι ήταν αρκετά ήσυχο. μις Τσέις. αν θέλετε. Η Καλλιόπη και ο Κάμε- ρον είχαν φύγει για το Αντλιοστάσιο. λοιπόν. Έχετε την καλοσύνη να σερβίρετε λίγο τσάι. Η ξαφνική ροή των λέξεων σταμάτησε απότομα από το χτύπημα στην πόρτα της. Πρίγκιπας Ορλάντο: Τώρα είσαι γυναίκα μου. Ήταν ο μπάτλερ και έφερνε ένα επισκεπτήριο πάνω στον ασημένιο δί- σκο του..» «Αυτό του είπα κι εγώ».κάτω από το πόδι της. Όπως το φοβόταν. Στο άκουσμα του απαλού θροΐσματος της φούστας της ο Μάρκο την κοίταξε με ένα λοξό χαμόγελο. της είπε. εδώ κι εκεί. κομψό πρόσωπό του φαινόταν φρεσκοξυρισμένο. σπάνια μου επέτρεπαν να βγω απ’ το παλάτσο! Η μητέρα μου ήταν σίγουρη ότι οι Τσιγγάνες περίμεναν να με αρπάξουν». Μου φαί- νονταν πολύ ενδιαφέρουσες. Η Θάλεια πήγε δίπλα του και κοίταξε έξω τους κήπους του Κρέσεντ Φιλ- ντς. προφέροντας ψιθυριστά το όνομά της. «Ναι.και διέσχισε τον ήσυχο διάδρομο χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά. όπως και το προηγούμενο βράδυ. «Ο δικός μου πατέρας ποτέ δεν είχε το χρόνο να παίζει μαζί μου». «Βλέπουμε όλο τον κόσμο να περνάει από μπροστά. Η Θάλεια πέρασε αργά μέσα στο σαλόνι και άφησε την πόρτα ανοιχτή πίσω της. «Όταν ήμουν παιδί. Και δεν έχει τόσο συνωστισμό όσο στο Αντλιοστά- σιο!» Θυμήθηκε την ημέρα που είχε δει τον Μάρκο να περνάει από εκεί μαζί με τη λαίδη Ρίβερτον. «Έχετε πολύ όμορφη θέα από εδώ». μα είχαν πολύ καλύτερα πράγματα να κά- νουν από το να σχεδιάζουν την απαγωγή ενός κακομαθημένου μικρού . Ο ίδιος που την είχε φιλήσει με τόσο πάθος. μ’ αρέσει πολύ εδώ». Ο Μάρκο στεκόταν δίπλα στο παράθυρο κοιτώντας έξω στο δρόμο και το προφίλ του διαγραφόταν στο γκρίζο φως του πρωι- νού. σαν πορτραίτο Ρωμαίου αυτοκράτορα στην όψη κάποιου αρχαίου νομίσματος. του απάντησε. Ο κόμης Ορλάντο στον μαύρο πύργο του. Κάτω στο πεζοδρόμιο ένα μικρό παιδί έπαιζε με το τσέρκι του και από δίπλα ο καλοντυμένος πατέ- ρας του το βοηθούσε. Τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα πίσω και το αδρό. Ήταν στ’ αλήθεια ο ίδιος άντρας που την είχε κρατήσει στην αγκαλιά του μέσα στο σκοτάδι. «Υπήρχαν τόσο πολλές Τσιγγάνες στη Φλωρεντία λοι- πόν. σχολί- ασε ανάλαφρα ο Μάρκο δείχνοντας το παιδί με το τσέρκι. Ο δρόμος ήταν γεμάτος περιπατητές ή ανθρώπους που πηγαινοέρχο- νταν βιαστικοί στα λουτρά ή τα καταστήματα. ανάμεσα στα χάδια του πάνω στο γυμνό της στήθος. Συνεπαρμένη από την απροσδόκητη αυτή εξομολόγηση. Η πόρτα του σαλονιού ήταν μισάνοιχτη και η Θάλεια κοντοστάθηκε να κρυφοκοιτάξει μέσα. Η φιγούρα του φάνταζε σοβαρή και άχρονη. η Θάλεια χαμο- γέλασε στον Μάρκο.» Το δικό του χαμόγελο έγινε πλατύτερο. «Αρκετές. Σήμερα όμως εκείνη ήταν άφαντη. » «Εγώ.. σαν να αγνοούσε εντελώς την παράλογη ταραχή της. Αμέσως η Θάλεια τη σκούπισε με μια πετσέτα.. του είπε. Πήρε απαλά την πετσέτα από τη σφιγμένη παλάμη της.» «Έλα τώρα. Η Θάλεια θυμήθηκε να κολυμπάει στη λίμνη του καταφυγίου των Τσέις παρά τη σχετική απαγόρευση. «Ζει ακόμα. παραδέ- χτηκε.» τον ρώτησε. Βάζω στοίχημα ότι έκανες κι εσύ τις σκαντα- λιές σου όταν ήσουν μικρή». «Γκράτσιε». είπε ή- ρεμα ο Μάρκο. «Μίλησε μου για τον πατέρα σου». «Θα ήθελες ένα φλιτζάνι τσάι. Ήταν μια ακόμα υπεν- θύμιση της χτεσινής νύχτας.» «Όχι.» τον ρώτησε αδύναμα. Δυστυχώς έχασα και τους δύο γονείς μου από τυφοειδή πυρετό πριν από πολλά χρόνια στη Φλωρεντία». Θάλεια μπέλα. «Όπως ήσουν κι εσύ. Έτσι μου φαινόταν τουλάχιστον. Βρισκόταν ανάρμοστα κοντά της και η Θάλεια ένιωθε τη θέρμη του. της είπε και κάθισε δίπλα της. «Α. κάνοντας να χυθεί μια μικρή σταγόνα τσάι στο χέρι του. Θυμόταν. Την παραμικρή ανάγκη της.αγοριού. σχετικά με το χτεσινό βράδυ. οδηγώντας τον στον κοραλλί μεταξωτό καναπέ. «Για κάποιο λόγο δεν εκπλήσσομαι που ακούω πως ή- σουν ανυπάκουο παιδί. όποτε κατάφερνα να ξετρυ- πώσω κρυφά από το σπίτι». Μόλις τελείωσαν και έφυγαν η Θάλεια δεν έβρισκε τα λόγια να συνεχίσει. Η Θάλεια κατάπιε νευρικά. «Ίσως έκανα μία ή δύο σκανταλιές κι εγώ». Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ». Η Θάλεια καταπιάστηκε με το σερβίρισμα του τσαγιού. «Ίσως γι’ αυτό η μητέρα . «Μάρκο. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τυχαία τα δικά της καθώς η Θάλεια του έδινε το φλιτζάνι. Μάρκο! Είσαι τυχερός που δεν έπαθες κανένα κακό». σαν να διάβαζε και την παραμικρή σκέψη της. ναι. να κλέβει μια γουλιά μπράντι ή να κρυφο- κοιτάζει τα ερωτικά χαρακτικά από την Πομπηία που ο πατέρας της κρα- τούσε φυλαγμένα. γιατί θυμήθηκε τη δική τους «σκανταλιά» την προηγούμενη νύχτα. Η Θάλεια γέλασε. «Ήμουν το μόνο παιδί που επιβίωσε μετά τη βρεφική ηλικία». Στο μεταξύ εκείνος την παρατηρούσε με τα ανεξιχνίαστα μαύρα μάτια του.. μύριζε το άρωμά του. «Δεν έχεις άλλα αδέρφια.» Τότε όμως τη διέκοψαν οι υπηρέτες που μπήκαν να σερβίρουν το τσάι. Η Θάλεια τράβηξε γρήγορα το χέρι της.. Τώρα που οι Αυστριακοί έ- χουν εγκαθιδρύσει την εξουσία τους. αυτό το όνειρο φαίνεται πιο ανέφι- κτο από ποτέ». Η Θάλεια γέλασε με θλίψη. μουρμούρισε η Θάλεια πίνοντας μια γουλιά από το δικό της τσάι. «Τι λυπηρό». Μαζί με τους φίλους του άρχισαν να γράφουν επιφυλλίδες και να οργανώ- νουν ατελείωτες συναντήσεις». το αληθινό. αλλά πέθανε πριν πραγματοποιηθεί οποιοδήποτε αληθινό έργο. «Ο πατέρας μου ήταν συγγραφέας. αποκρίθηκε ο Μάρκο παίρνοντας ένα μικρό σάντουιτς. Όμως η Καλλιόπη μας κρατούσε σε κάποιο έ- λεγχο. Του πρόσφερε ένα πιάτο με γλυκίσματα και βουτυρωμένα ψωμάκια. οι μελέτες του όμως επικεντρώνο- νταν στη Αναγέννηση. αλλά δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς αυτές». Όμως πάντα μάς διά- βαζε τα βράδια και φρόντιζε να είμαστε καλά καταρτισμένες γύρω από την ιστορία της αρχαιότητας». «Οι αδερφές μου μερικές φορές γίνονται εξοργιστικές. τι περιπέτειες! Η μητέρα μου πάθαινε κρί- σεις. Ο πατέρας μου άρχισε να δυσανασχετεί για την έλλειψη κάθε α- ληθινής εξουσίας εκ μέρους των παλιών οικογενειών όπως οι Φαμπρίτσι· την έλλειψη οποιασδήποτε αληθινής αλλαγής για όλον το λαό. καθώς ήταν πάντα η πιο λογική απ’ όλες μας». «Ήταν και ο δικός σου πατέρας φιλόλογος. Ο Μάρκο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θα μου άρεσε να έχω έναν αδερφό για να μοιράζεται τις περιπέτειές μου». Έπρεπε να ασχολείται με τις μελέτες του. «Όταν ο Ναπολέων κατέλαβε για πρώτη φορά την Τοσκάνη. ουσια- . Ήλπιζε ότι θα εξάλειφε τον παλιό φεουδαλισμό.μου ανησυχούσε τόσο».» ρώτησε ήρεμα η Θάλεια. Τη συνάρπαζε η πολιτική και τα υψηλά ιδανικά. «Όπως ήταν αναμενόμενο. «Και είδε τις ελπίδες του να πραγματώνονται. Θα πρέπει να υπάρχει μεγάλο πεδίο έρευνας για τέτοια δουλειά στη Φλωρε- ντία». Η Θάλεια άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον αυτή την αναδρομή στο παρελ- θόν. όπως είχαν κάνει όλοι οι άλλοι. φέρνο- ντας νέους νόμους. όπως ο δικός μου». Εκείνος και οι φίλοι του ζητούσαν μια συνταγματική κυβέρνηση. ευρύτερη εκπαίδευση και περισσότερη δικαιοσύνη. όπως και η δική σου. στα ιδανικά της Δημοκρατίας». ο Ναπολέων διέψευσε τα φιλελεύθερα ιδανικά τους. «Α. ο πατέρας μου είχε ελπίδες γι’ αυτόν και για το νέο καθεστώς. «Και ο πατέρας σας θα πρέπει να ήταν πολυάσχολος. Ή ίσως η καημένη διέβλεπε τον πανικό που θα έσπερνε ο Μάρκο στον γυναικείο πληθυσμό όταν θα μεγάλωνε. «Ναι. για ποιο θέμα θα μπορούσα να γράψω. Της χάρισε ένα ανέμελο χαμόγελο και άπλωσε το χέρι με το άδειο φλιτζάνι του. γράφεις όπως κι εκείνος. ξέχασε τα πάντα εκτός από την αί- σθηση του στόματός του πάνω στο δικό της. στητά. Α- ντίθετα οι σκέψεις της έκαναν φτερά.. «Γράφω μόνο κάποιες ασήμαντες βινιέτες. σαν να ήθελε να της δώσει το χρόνο να αποτραβηχτεί. νιώθο- ντας μια παράλογη απογοήτευση. Ακολουθείς τα βήματα του πατέρα σου. του είπε ξαναγεμίζοντας το φλιτζάνι του. «Τι πράγμα. «Θα προτιμούσα να δω μια μονογραφία γύρω από τη φλωρεντινή ιστορία». σε παρακαλώ»..» Κράτησε το χέρι της μέσα στη ζεστή παλάμη του. τόσο προσεκτικά σαν να ήταν ντελικάτη πορσελάνη. «Σκέφτηκα πως θα τη χρειαζόσουν σ’ ένα βροχερό μέρος όπως το Μπαθ». έσκυψε και τη φίλησε.στικό έργο. «Μάρκο. γιατί ήρθες εδώ σήμερα. «Τι θέλεις να πεις. Όμως η Θάλεια δεν είχε καμία απολύτως επιθυμία να αποτραβηχτεί. «Πολύ ευγενικό από μέρους σου». Έσκυψε στο πάτωμα δίπλα στον καναπέ και σήκωσε την ομπρέλα που η Θάλεια είχε χάσει στο πάρκο. «Κι εσύ. Γαντζώθηκε από τους ώμους του και το άδειο φλιτζάνι της έπεσε στο . «Είχες κάτι καλύτερο». Ύστερα. Θα είχα πολύ περισσότερη έ- μπνευση αν υπήρχε το Ντουόμο μπροστά στο σπίτι μου». Απ’ όσο θυμάμαι από τη Φλωρεντία είσαι μια πολύ ταλαντούχα συγγραφέας». αργά αργά. «Μια όμορφη. Ο Μάρκο άπλωσε το χέρι και αγκάλιασε τρυφερά το μάγουλό της. του χεριού του πάνω στο μά- γουλό της. έτσι δεν είναι. Η Θάλεια τράβηξε αργά το χέρι της και τον είδε να ακουμπάει το φλι- τζάνι του στο τραπέζι.. Πήρε απότομα το φλιτζάνι από το χέρι του. «Τότε θα πρέπει να την γράψεις εσύ η ίδια..» «Αυτό».» «Για να σου φέρω αυτό». κάρα. στορ- γική οικογένεια». τα όμορφα. Μισάνοιξε τα χείλη της συναντώντας με τη γλώσσα της τη δική του.» Μα ο Μάρκο είχε ξαναφορέσει τη μάσκα του. «Μα.» «Μη. «Σίγουρα όμως μπο- ρούσες να στείλεις κάποιον υπηρέτη. του είπε αργά. Ίσως να συνέθετα μια ωδή για τα γα- λάζια μάτια σου.» «Δε θα μπορούσα να του εμπιστευθώ και το επόμενο θέλημά μου». Όπως και την προηγούμενη νύχτα η Θάλεια ένιωσε να γλιστράει στην άβυσσο ενός μεθυστικού πόθου. Μάρκο. τα κλειστά βλέφαρα. Τώρα ήξερε πως ο Μάρκο έτρεφε αι- σθήματα γι’ αυτήν. Η Θάλεια ήταν μια Μούσα Τσέις και. Δεν μπορούσε να αντικρίσει την πραγματικό- τητα. Ιδιαίτερα μετά από εκείνο το φιλί. «Τότε μη μένεις μακριά μου». τις προειδοποιήσεις του. Ο Μάρκο ήταν η μοναδική άγκυρά της μέσα σ’ έναν κόσμο που στρι- φογύριζε με μανία και συνάμα ήταν η αιτία αυτής της παραζάλης. Ο Μάρκο βόγκηξε μέσα στο στόμα της και την τράβηξε πιο σφιχτά πάνω στην αγκαλιά του. τον κρόταφό της. Έ- τρεξε ως το παράθυρο φοβισμένη και κοίταξε κάτω στο δρόμο. όσο περισσότερο της έλεγαν να μην κάνει κάτι. Σκούζα. να εντυπω- σιάσει επιτέλους τις αδερφές της! Τώρα ήθελε να εντυπωσιάσει και τον Μάρκο. Η μονα- δική πηγή της λαχτάρας που την πυρπολούσε. «Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι είναι το δυσκο- λότερο πράγμα που έχω κάνει ποτέ». Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του κι έπιασε τα μεταξένια μαλλιά του στις χούφτες της. του ψιθύρισε.χαλί. τουλάχιστον όχι α- κόμα. Και η Θάλεια δεν μπορούσε να παραιτηθεί από αυτόν. της είπε με βραχνή φωνή. Να τον κάνει να δει ποια πραγματικά ήταν. δεν μπορούσε όμως να ανοίξει ακόμα τα μάτια της. «Θάλεια. . παρά τα όσα έκανε με τη λαίδη Ρίβερτον ή την Κλειώ. Μί- λησέ μου για τους λόγους σου». Και πάλι η Θάλεια δεν μπορούσε να ανοίξει τα βλέφαρά της. Η Θάλεια ένιωσε το πιγούνι του να ακουμπάει πάνω στο κεφάλι της. μουρμούρισε και απομακρύνθηκε ελαφρά για να φιλή- σει το μάγουλο. Όποιο κι αν ήταν το κόστος. Ίσως ήθελε να την τρομάξει με όλα εκείνα τα φιλιά. κάρα». άδεια απόσταση. αυτό όμως αποδείκνυε απλώς πόσο λίγο την ήξερε. Φίλησε άλλη μια φορά το μέτωπο της και τα χέρια του την απομάκρυναν απαλά από πάνω του. «Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να μείνω μακριά σου». ώσπου ά- κουσε την πόρτα του σαλονιού να κλείνει απαλά και πετάχτηκε όρθια. Το γείσο του καπέλου του έκρυβε την έκφραση του Μάρκο από το βλέμμα της. «Μείνε κοντά μου τώρα. βάζοντας μεταξύ τους μια κρύα. τόσο περισσότερο με- γάλωνε η αποφασιστικότητά της να το κάνει! Πάντα ήθελε να συμμετέχει σε όσα έκανε η οικογένειά της. κάρα». Έσφιξε τις γροθιές της πάνω στο τζάμι του παραθύρου. «Δεν μπορώ. » τη ρώτησε η Καλλιόπη στο τραπέζι του προγεύματος. μάταια όμως. Όμως αναρωτιόταν και περίμενε. Έλεγξε ακόμα και το βιβλίο κα- ταχωρίσεων στο Αντλιοστάσιο μήπως έβλεπε εκεί το όνομά του. «Ο Καμ πρέπει να ασχοληθεί με την αλληλο- γραφία του και δεν μπορώ να αντιμετωπίσω άλλη μια μέρα σ’ αυτά τα . «Θα έρθεις μαζί μου στο Αντλιοστάσιο σήμερα. Την ίδια στιγμή δεν είχε ακούσει τίποτα για αναχώρησή του αν και στη μικρή κοινωνία του Μπαθ όλοι γνώριζαν τα πάντα για όλους. Η Θάλεια δε θα μαράζωνε κι αυτή σαν την Ιζαμπέλα. Την είχε εγκαταλείψει ο Μάρκο λοιπόν. κάτι που είχε κάνει η Θάλεια. Θάλεια. ο Μάρκο ήταν κι ο ίδιος γεμάτος πά- θος· σίγουρα δε θα το έβαζε έτσι εύκολα στα πόδια. έφαγε παγωτά στο Μόλαντς με την Καλλιόπη και την Ψυχή. Εκείνα τα φι- λιά είχαν αλλάξει πολλά για εκείνη τουλάχιστον είχαν αλλάξει τα πάντα. Ούτε καν στο κονσέρτο. Ο Μάρκο ήταν η μόνη εξαίρεση. Ξαναπήγε στην αίθουσα δεξιώσεων. Γι’ αυτό είχε γίνει άφαντος. Ωστόσο βγήκε και κάτι καλό απ’ όλα αυτά διοχέτευσε τον καταπιεσμένο πόθο και την απο- γοήτευσή της στο γράψιμο. Οι καινούριες σκηνές του Θεατρικού έργου της κυλούσαν σαν χείμαρρος κάτω από την πένα της. Η λαίδη Ρίβερτον βρισκόταν ακόμα στην πόλη. μυστηριώδη σύζυγό της. Ίσως το πάθος της τον είχε διώξει μα- κριά της! Μα αυτό φαινόταν απίθανο. σκηνές στις οποίες η φτωχή Ιζαμπέλα μαράζωνε από το γάμο της με τον σκοτεινό. Έψαχνε παντού γύρω της μήπως τον δει. Κανείς δεν ήξερε το παραμικρό και τελευ- ταία όλων η Θάλεια. από τα σατανικά πνεύματα που τύλιγαν τους πύργους του κά- στρου. το οποίο ήταν σίγουρη πως θα τραβούσε το ενδιαφέρον του. Ή μήπως έφταιγε κάτι άλλο. Κεφάλαιο 11 Μετά την αξέχαστη εκείνη συνάντησή τους στο σαλόνι πέρασαν αρκε- τές μέρες χωρίς η Θάλεια να ξαναδεί τον Μάρκο. Κι από τον παθιασμένο. το τελευταίο από αυτά τα γε- μάτα «αναρωτήσεις» πρωινά. Ίσως όμως εκείνος δεν ένιωθε έτσι. σε κανένα απ’ τα οποία δεν εμφανίστηκε ο Μάρκο. Όλες αυτές οι σκέψεις στοίχειωναν το μυαλό της. Η Θάλεια την είδε στην αίθουσα δεξιώσεων με ένα διαφορετικό νεαρό συνοδό στο πλευρό της. αδιαμφισβήτητο έρωτά της. έ- παιξε χαρτιά στο σπίτι της κυρίας Σμάιθ Μόρλαντ και άκουσε ένα κον- σέρτο ιταλικής μουσικής. «Πρέπει να προσκαλέσουμε οπωσδήποτε τη λαίδη Μπίλινγκσφιλντ και τον ανιψιό της».. Η λαίδη Γουόλινγκτον.τι είδα».» *** «Μα ποιος είναι εκείνος. Για μερικά λεπτά φλυαρούσαν περί μόδας και η Θάλεια τις άκουγε αφηρημένη καθώς περίμενε την αδερφή της. σχολίασε μόνο η Καλλιόπη. «Επ’ ευκαιρία. απ’ ό. «Ο νεαρός κύριος Ντάσγουντ έστειλε πάλι λουλούδια σήμερα το πρωί. «Αν όμως τον είχα ξα- ναδεί ποτέ. . Μάλλον την πήρε για τη βενετσιάνικη μασκαράτα μας». Ματίλντα». Καλ. πολύ ιπποτικός.» Η Θάλεια άκουγε τις δύο γυναίκες να ψιλοκουβεντιάζουν πίσω της στην αίθουσα του Αντλιοστασίου. «Φυσικά και θα έρθω μαζί σου.λουτρά μόνη μου! Αν όμως γράφεις. άρχισε να φοράει μια ξανθιά περούκα». είπε η Θάλεια παίρνοντας τη στοίβα με τις κάρτες. «Ευτυχώς ο Καμ δέχτηκε να νοικιάσουμε την αίθουσα στο πανδοχείο Κου- ίνς Χεντ για το μασκέ! Δε θα μπορούσαν να χωρέσουν όλοι εδώ. είναι σίγουρο πως θα τον θυμόμουν». για παράδειγμα. «Έλαβαν ήδη πρόσκληση παρ’ όλο που ο Άρθουρ Ντάσγουντ είναι λι- γάκι ενοχλητικός». είπε η Καλλιόπη με μια πειραχτική. «Μμμ». «Δεν έχω ιδέα. χωρίς να δώσει συνέχεια στο θέμα. «Αλήθεια. Εκείνες οι τελευταίες λέξεις όμως τράβηξαν την προσοχή της.» Η Θάλεια χαμογέλασε. είπε η δεύτερη γυναίκα. «Δεν ξέρω πόσο καθαρό αέρα μπορείς να αναπνεύσεις μέσα στο Αντλιο- στάσιο! Έχει πάντα τόσο κόσμο! Όμως υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να δει κανείς. έχεις διαλέξει κο- στούμι. κοντεύω να τελειώσω με τις προσκλήσεις». μέχρι αύριο θα είναι έτοιμες για διανομή». Για να είμαι ειλικρινής έχω κολλήσει στην επόμενη σκηνή του έργου μου και λίγος κα- θαρός αέρας θα με βοηθήσει να ξαναβρώ την έμπνευση». «Ξανθιά περούκα! Μα για ποιο λόγο. Η Θάλεια ξεφύλλισε τάχα αδιάφορα τις προσκλήσεις.» «Νομίζω πως φαντάζεται τον εαυτό της σαν σκανδιναβική θεότητα. «Αν δεν έχεις κάποιον άλλον υπόψη σου για να καλέσουμε. Και είναι σίγουρα ένας από τους ομορφότερους άντρες στο Μπαθ. καλή μου. λοξή ματιά. «Εγώ νομίζω πως είναι αρκετά συμπαθητικός. Πρέπει ε- πίσης να βρούμε μια ορχήστρα.. ιδίως τώρα που ο κόμης Ντι Φαμπρίτσι έχει γίνει άφαντος». Δεν το πρόσεξα με τόση δουλειά που είχα τελευταία». Πες μου. » «Πώς να μη μου τον θυμίσει». Ακόμα και από την απέναντι πλευρά του δωματίου μπορούσε να διακρίνει τη λαμπερή μπλε- βιολετί απόχρωση των ματιών του. Ήταν ένας αληθινός Α- πόλλωνας. Εκείνος τις θάμπωσε όλες μ’ ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο. Το τελευταίο δεν απείχε πολύ απ’ την πραγματικότητα. Μεσήλικες κυρίες ανασήκωναν τα μονόκλ μέσα στα αμαξίδια τους· νεαρά κορίτσια χαχάνιζαν πίσω από τα γαντοφορεμένα χέρια τους. της είπε εκείνη. συμφώ- νησε η Θάλεια. παγιδεύοντάς τες στο αστραποβόλο δίχτυ του. «Βέβαια. «Ποτέ. Όπως ένα αρχαίο άγαλμα ή ένα ερυθρόμορφο αγγείο». σαν να του ανήκαν όλοι και όλα. Όσο όμορφος κι αν ήταν ο νε- οφερμένος.» Η Θάλεια γύρισε προς την αδερφή της γελώντας. «Μήπως ο ήλιος προσγειώθηκε ανάμεσά μας. Μα η Θάλεια δεν πιάστηκε στο δίχτυ του. αδερφή μου». άλλωστε δεν είχαμε το χρόνο για τέτοια πράγματα! Σίγουρα όμως δε βλάπτει να θαυμάζει κα- νείς από μακριά». «Ακριβώς. που έπεφταν στη σχεδόν αστραφτερή χρυσαφένια επιδερμίδα του. άκουσε τότε την Καλλιόπη να λέει. Παρατήρησε γύρω του επιβλητικός σαν θεός. φυσικά. Η Θάλεια ήπιε μια γουλιά από το ιαματικό νερό που της είχε φέρει η Καλ- . Η μητέρα δε θα το επέτρεπε ποτέ. «Οι Τσέις δεν ξεροσταλιάζουν ποτέ». Η ίδια προτιμούσε πάντα τις ιστορίες γύρω από τον Άδη παρά τα κατορθώματα του Απόλλωνα. Η Θάλεια δεν είχε ξαναδεί κανέναν ομορφότερο. αινιγματική ο- μορφιά του Μάρκο. Ήταν ένα πολύ βαρετό πρωινό χωρίς τον Μάρκο να αποσπά την προσοχή της· κάθε καινούριος περισπασμός θα ήταν καλοδεχούμενος! Τότε όμως είδε ποιος είχε τραβήξει το ενδιαφέρον των δύο κυριών και προσπάθησε να μην ανοίξει το στόμα της από έκπληξη. «Ευτυχώς που είμαι τόσο ερωτευμένη με τον άντρα μου. Στην πραγματικότητα μάλιστα ο νεοφερμένος δεν είχε τραβήξει μόνο την προσοχή των δύο αλλά και κάθε άλλης γυναίκας μέσα στην αίθουσα. δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη μελαχρινή. λεπτός. με χρυσαφένια σγουρά μαλλιά. ψηλός. αλλιώς μπορεί να ξεροστάλιαζα κι εγώ μπροστά του όπως όλες αυτές». «Θεέ και Κύριε». «Ώστε σου θύμισε κι ε- σένα τον Απόλλωνα. Η Θάλεια κοίταξε προς την πόρτα για να δει για ποιον μιλούσαν. όπως σκέφτηκε ειρωνικά η Θάλεια βλέποντας τις κυρίες να τον πλησιάζουν σαν το κοπάδι. «Να τος!» αναφώνησε η Καλλιόπη δείχνοντας τη σε- λίδα. «Μα φυσικά». «Λαίδη Γουέστγουντ. σαγη- νευτική φωνή. παρακολουθώντας τον χρυσό άντρα να υποκλίνεται μπροστά πάνω από μυριάδες γαντοφορεμένα χέρια. σαν να του υπενθύμιζε έτσι τους αγγλικούς κανόνες ευπρέπειας ή ίσως απλώς για να τον αγγίξει. διάβασε η Θάλεια. Όμως δεν είχε λακκάκια όπως ο Μάρκο. «Είναι γεγονός ότι λατρεύουμε τις τέχνες και την ιστορία της αρχαιότητας. Τα μάτια του ήταν στ’ αλήθεια βιολετιά.» Η Καλλιόπη έγνεψε αρνητικά. «Ξέρεις ποιος είναι. πάμε να κοιτάξουμε στο βιβλίο». «Για την ακρίβεια από τη Νάπολη». να συναντώ δυο τόσο όμορφες κυρίες που ξέρουν την πα- τρίδα μου».» είπε ο σινιόρ Ντε Λούκα με ενθουσιασμό στη φωνή. Ήρθε στο Μπαθ για να μελετήσει τα ρωμα- ϊκά αξιοθέατα. Έχουν ταξιδέ- ψει σ’ όλη την Ιταλία και την Ελλάδα!» «Ινφάτι. σαν τον ου- ρανό της Σικελίας λίγο πριν το σούρουπο.» τις ρώτησε. είπε η λαίδη Γκρίμσμπι. Η Θάλεια και η Καλλιόπη αντάλλαξαν ξαφνιασμένες μια μα- τιά κι ύστερα γύρισαν να αντικρίσουν τον Ντομένικο ντε Λούκα. «Ξαφνικά μαζεύτηκαν πολλοί Ιταλοί στο Μπαθ. του σερ Γουόλτερ Τσέις. Μήπως μας ξανακυρίευ- σαν οι Ρωμαίοι. «Έλα. «Δε θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό όνομα!» «Ντομένικο ντε Λούκα». «Αυτός πρέπει να είναι». «Τι θαυμά- σιο στ’ αλήθεια. Σινιόρ Ντε Λούκα. είπε εκείνος πρόσχαρος. πρόφερε αργά η Καλλιόπη κι έβαλαν τα γέλια. Η λαίδη Γκρίμσμπι ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. Πήγαν κοντά στο ανοιχτό βιβλίο αφίξεων και κοίταξαν βιαστικά τις τε- λευταίες καταγραφές. «οι Μούσες Τσέις! Η πολυμάθειά σας είναι γνωστή ακόμα και στη Νάπολη». «Ή τη Ρώμη ή το Μιλάνο. «Γνωρίζετε τη Νάπολη.» Η Καλλιόπη χτύπησε το δάχτυλο στο πιγούνι σκεπτική. «Αλήθεια. Στεκόταν εκεί μαζί με τη λαίδη Γκρίμσμπι και την κόρη της την Ανν και τους χαμογελούσε. «Φυσικά και τη γνωρίζουν». μις Τσέις. «Σινιόρ Ντομένικο ντε Λούκα». τι άλλο».λιόπη. είπε πίσω τους μια πλούσια. σινιόρ. η δεσποινίς Θάλεια Τσέις». «Αυτές οι δύο είναι οι κόρες του διάσημου φιλόλογου. μου επιτρέπετε να σας συ- στήσω τον σινιόρ Ντε Λούκα. «Δε λέει όμως από πού είναι». σίγουρα. «Μπορεί να είναι από τη Βενετία».» ρώτησε η Καλλιόπη. . από εδώ η κόμισσα του Γουέστγουντ και η αδερφή της. αλλά είμαι σίγουρη ότι οι γνώ- . κάθε άλλο.. «Ακριβώς.σεις μας δε συγκρίνονται με αυτές των ανθρώπων που ζουν στην Ιταλία. Πρόσφατα διάβασα μια σειρά ερευνών του δέκατου τρίτου αιώνα σχετικά με τον αρχαίο οικισμό του Μπαθ τις γνωρίζετε. Τουλάχιστον τις αρχαι- ολογικές τοποθεσίες που μπορεί να δει κανείς ακόμα. «Θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω όποιες συμβουλές έχει να δώσει η σι- νιορίνα Τσέις για τα καλύτερα αξιοθέατα». «Αλί- μονο. ναι. Η Θάλεια φοβόταν πως είχε ξαναδεί αυτό το ύφος πολλές φορές προμηνούσε το μαγείρεμα ενός προ- ξενιού. Την ίδια την κληρονομιά τους». είπε η Καλλιόπη. «Η αδερφή μου ανυπομονεί να εξερευνήσει τα ρωμαϊκά ερείπια». χαμο- γελώντας της ακόμα. φυσικά. φτιά- χνοντας κάποια σκίτσα και κρατώντας σημειώσεις. «Είστε κι εσείς φιλόλογος. Θάλεια. του είπε. Τα καθήκοντά μου στο στρατό δε μου αφή- νουν πολύ χρόνο! Όμως μελετώ όποτε μπορώ.. όχι. Η λαίδη Γκρίμσμπι τον κοίταξε εξεταστικά.» άρχισε να διαμαρτύρεται η Θάλεια αλλά δεν την ά- κουσε κανείς. «δυστυχώς όμως η υγεία μου δε μου επέτρεψε να τη συνο- δεύσω. λαίδη Γουέστγουντ. για την ίδρυση της λατρείας της Σούλις Μινέρβα». Της χάρισε ένα χαμόγελο όλο ενθουσιασμό.» «Η αδερφή μου διαβάζει κάτι σχετικό αυτή τη στιγμή!» είπε η Καλλιόπη. «Ω. σινιόρ Ντε Λούκα. δυστυχώς. περιτριγυρισμένοι από όλη αυτή τη δόξα του παρελθόντος». Η Θάλεια είχε αρχίσει να νιώθει πολύ άβολα! «Θέλετε να κάνουμε μαζί μια βόλτα στην αίθουσα. γιατί η λαίδη Γκρίμσμπι τον σκού- ντησε ελαφρά προς τη Θάλεια. σινιορίνα Τσέις! Ελπίζω στ’ αλήθεια να δω όλα αυτά τα αξιοθέατα όσο βρίσκομαι στο Μπαθ. πολλοί άνθρωποι εκεί δεν εκτιμούν τον πολιτι- σμό της χώρας τους. Και πράγματι δε διαψεύστηκε. είπε ο σινιόρ Ντε Λούκα. «Έτσι δεν είναι.» ρώτησε η Θάλεια.» «Α. Θα ήταν εξαιρετική ξεναγός για κάθε νεοφερμένο στην πόλη». κάτι που τον έκανε να μοιά- ζει πολύ περισσότερο με θεό του ήλιου. . Μου αρέσει να διαβάζω για το πώς χτίστηκε αυτή η πόλη. Ένα μικρό συνοφρύωμα θλίψης ζάρωσε το όμορφο μέτωπό του. «Η μις Τσέις είναι ειδήμων στα αρχαία ερείπια». «Ερασιτέχνης. «Μόλις επέ- στρεψε μάλιστα από μια μεγάλη περιοδεία στην Ευρώπη και είμαι σίγουρη πως ξέρει ήδη τα πάντα για την αρχαία ιστορία του Μπαθ».» Η Θάλεια κοίταξε την Καλλιόπη η οποία της έγνεψε ενθαρρυντικά. μις Τσέις. Εκτός από το Αββα- είο και τα γλυκίσματα στο Μόλαντς. Μου λένε πως ούτε κι αυτά πρέπει να τα χάσει κανείς». πήγαινε. Κατά περίεργο τρόπο όμως δεν την αναστάτωνε η τόσο κοντινή παρουσία του. για τα λατρευτικά τους έθιμα. Πήρε το μπράτσο που της πρόσφερε ο σινιόρ Ντε Λούκα και έριξε μια εύ- γλωττη ματιά στην αδερφή τη πάνω από τον ώμο της. «Δυστυχώς δεν εί- μαι πολύ καλός στην ερμηνεία των αρχαίων μνημείων». εκείνη τη συγκλονιστική ταραχή. Νόμιζα πως η γνώση των αρχαιοτήτων υπάρχει έμφυτη σε κάθε Ιταλό». θα μου άρεσε ένας περίπατος». το εσωτερικό τους. «Για την αρχιτεκτο- νική. είπε η Θάλεια. Η Θάλεια έγνεψε καταφατικά. Ποτέ δε θα μπορούσε να συγκρίνει τον Μάρκο μ’ έναν πίνακα. Δεν ένιωθε τα ρίγη που τη διαπερνούσαν κοντά στον Μάρκο. ώσπου σταμάτησαν δίπλα στα ψηλά παρά- θυρα που είχαν θέα κάτω στα σκεπαστά λουτρά και την κόκκινη πέτρα. τη μελέτη των ναών». η γνώση όμως. στο παρελθόν όμως δεν είχα πολύ χρόνο να ασχοληθώ με τέτοια πράγ- ματα. Σας ευχαριστώ. εγώ είμαι άνθρωπος του στρατού». αν και στην πραγματικότητα δεν μπο- ρούσε να φανταστεί το θεό Απόλλωνα να ελαύνει μες στη λάσπη. τώρα που έχετε το χρόνο. Δυστυχώς όμως δεν έχει διατηρηθεί με- γάλο μέρος του. Μα η Καλλιόπη της έκανε απλώς ένα χαρωπό νεύμα με το χέρι και γύρισε προς τη λαίδη Γκρίμσμπι. Σί- γουρα θαύμαζε τον Ντομένικο ντε Λούκα. «Δεν είστε. «Ίσως αποκτούμε την ικανότητα να εκτιμούμε τέτοια πράγματα από γεννησιμιού μας. Θάλεια. Λένε πως το γκρέμισαν οι Σάξονες και χρησιμοποίησαν τις .» τη ρώτησε. Εγώ πρέπει να συζητήσω με τη λαίδη Γκρίμσμπι για τις ετοιμασίες του χορού».τι θα θαύμαζε έναν ιδιαίτερα καλαίσθητο πίνακα ζωγραφικής. «Πολύ καλά. Στην αρχαιότητα υπήρχε εδώ το ιερό της Σούλις Μινέρβα. αλλά όχι με διαφορετικό τρόπο απ’ ό. είναι κάτι που απαιτεί επισταμένη μελέτη. Πρόσφατα άρχισα κάποιες σχετικές σπουδές.. Μια ματιά που υπο- σχόταν εκδίκηση.» «Ενδιαφέρομαι ειδικότερα για τους ναούς». σινιορίνα Τσέις. Εκείνος γέλασε. σινιόρ.«Εμπρός. «Και τι σπουδάζετε. Βλέπετε. Μαθαίνει κανείς πολλά για τη λαμπρή κληρονομιά της πατρίδας μου μέσα από. της είπε. «Τι ακριβώς κοιτάζουμε. σινιορίνα. Συνέχισαν να προχωρούν.. «Φοβάμαι πως η θέα δεν είναι και τόσο ενδιαφέρουσα». «Ι- δίως σε κάποιον που είναι συνηθισμένος στις ομορφιές της Νάπολης!» Ο σινιόρ Ντε Λούκα γέλασε και γι’ άλλη μια φορά η Θάλεια εντυπωσιά- στηκε με την εξυπνάδα και την ομορφιά του. «Ίσως ήρθατε στο κατάλληλο μέρος. ενώ η λαίδη Ανν την κοιτούσε λυπημένη. λοιπόν. Δεν ήταν απαραίτητο όλοι οι Ιταλοί να γνωρίζονται μεταξύ τους! Εκείνος όμως έγνεψε καταφατικά. η Εταιρεία Αρχαιοτήτων του Μπαθ. τι λέτε.» Η Θάλεια ανασήκωσε τους ώμους της. Η Θάλεια γέλασε. Μέχρι στιγμής δεν είχα το χρόνο να το επισκεφθώ». Και πολύτιμο». «Γνωρίζετε τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι. «Γνωρίζω κάποιους». η οποία του χαμογελούσε πανευτυχής κάτω από το βαρυφορτωμένο με φρούτα καπέλο της. σινιορίνα Τσέις.» «Μα η ικανότητα να φλερτάρουν. Ο σινιόρ Ντε Λούκα έγειρε κοντά της και τα βιολετιά μάτια του άστραψαν στο φως. ο Μάρκο είχε κάτι σκοτεινό στην έκφρασή του. Αν και της ανταπέδιδε το χαμόγελο.τι βλέπω είστε εξαιρετική ξενα- γός». «Τόση ευφυΐα και ομορφιά είναι κάτι σπάνιο σε μια κυρία. Ήθελε να γελάσει. «Βλέπω ότι οι Ιταλοί έχουν κι άλλη μια έμφυτη αρετή εκτός από την κα- τανόηση της ιστορίας». μέσα της όμως ένιωθε τη ματαιο- δοξία της να ικανοποιείται από το σχόλιό του.πέτρες για το δικό τους μοναστήρι αλλά και για το ίδιο το ιερό τους!» «Βάρβαροι!» σχολίασε με περιφρόνηση. Εκείνος γέλασε ξαφνιασμένος. Ο σινιόρ Ντε Λούκα ακολούθησε τότε το βλέμμα της και ξαφνικά το χέρι του σφίχτηκε πάνω στη φιλντισένια λαβή του εξεζητημένου μπαστουνιού του. ο Μάρκο βρισκόταν εκεί με τη λαίδη Ρίβερτον στο πλευρό του. όπου εκτίθενται μερικά από τα αναθήματα που έριχναν στην ιερή πηγή. «Ίσως κάτω από τον καθεδρικό ναό. Γιατί απ’ ό. «Έτσι λέτε. Σαν να τον είχαν καλέσει οι αναφορές της στο φλερτ των Ιταλών. «Πού βρίσκεται τώρα αυτή η το- ποθεσία. μουρμούρισε.» Μια μικρή αναταραχή δημιουργήθηκε δίπλα στην πόρτα και η Θάλεια γύρισε προς τα εκεί. «Ποιο είναι αυτό.» τον ρώτησε νιώθοντας ανόητη. Ώστε λοιπόν γνωρίζετε τόσους Ιταλούς. μια υποψία δυσφορίας. «Κάθε άλλο». Η Θάλεια άνοιξε το στόμα της για να απαντήσει. Είμαστε παλιοί φί- . Αλλά έμαθα πως υπάρχει ένα μικρό μουσείο. σινιορίνα. όμως το ξαναέκλεισε μη ξέροντας τι να πει. «Ναι. Είστε πολύ πιο επιδέξιοι σ’ αυτό από τους Άγγλους». «Εννοείτε πως είμαι εξαιρετικά φλύαρη! Φοβάμαι πως μερικές φορές παρασύρομαι όταν μιλάω για τα αρχαία μνημεία». «Τότε ίσως εσείς και η αδερφή σας θα θέλατε να με συνοδεύσετε ως εκεί σήμερα το απόγευμα. τον γνωρίζω. φυσικά. Τώρα όμως υπήρχε μια ρυ- τίδα στο μέτωπό του. Η Θάλεια του χαμογέλασε διατακτικά. Εδώ στο Μπαθ δεν έστελναν τους εξόριστους από τη Ρώμη.» τον ρώτησε με ασυνήθι- στο γι’ αυτήν δισταγμό. να βρεθείτε εδώ στο Μπαθ». πήρε το απλωμένο μπράτσο του κι άρχι- σαν να κυκλοφορούν ανάμεσα στο πλήθος. ο Ντομένικο δεν είχε φερθεί ποτέ άσχημα σε μια κυρία. συνειδητοποιώντας ξαφνικά πόσο κοντά της στεκόταν ο σινιόρ Ντε Λούκα. ένα πνεύμα παθιασμένο με τα ιδανικά του.» Η Θάλεια έγνεψε καταφατικά. καθώς οι δυο τους στέκονταν μαζί δίπλα στα παράθυρα. Και μάλιστα μαζί με τη Θάλεια. Πίσω όμως από την αβρότητά του ο Ντομένικο έκρυβε μια ψυχή αφο- σιωμένη στην αποστολή του. Γύρισε και την κοίταξε χαμογελώντας ακόμα. αλλά το δικό του ύφος ήταν πολύ σοβαρό. . «Ίσως. *** Κατάρα! Τι γύρευε ο Ντομένικο ντε Λούκα στο Μπαθ. Ο Ντομένικο δεν ήταν κακός άνθρωπος· υπήρξε φίλος του Μάρκο για πολλά χρόνια. η Θάλεια γύρισε και είδε τον Μάρκο να την παρακολουθεί. Καλός σύντροφός του στο πιοτό αλλά και πολύτιμος φίλος όταν έπρεπε να συζητηθούν κρισιμότερα ζητήματα. Το γαλα- κτερό φως της μέρας έπεφτε επάνω του και. «Αλήθεια. Παρακολουθούσε σαστισμένος. Δε θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει τη Θάλεια αν έκρινε πως μπορούσε να βοηθήσει τους σκοπούς του.» Σαστισμένη απ’ την απάντησή του. να πούμε ένα γεια στον κόμη. Απ’ όσο ήξερε ο Μάρκο.. Ο σινιόρ Ντε Λούκα έβαλε τα γέλια. «Είμαι σίγουρη ότι θα χαρεί να δει ένα συμπα- τριώτη του»..λοι». Πόσο διαπεραστικό ήταν το βλέμμα του Μάρκο. «Τι σύμπτωση τότε. «Πάμε. Αλλά φαίνεται πως αυτή τη στιγμή είναι απασχολημένος. ανάμεσα στα όμορφα μάτια του. Αν όχι. από την εποχή που νεαροί ακόμα υπηρετούσαν στο στρατό. «Όχι ακριβώς. Δεν κάνουμε ένα γύρο στο δωμάτιο εν τω μεταξύ. έμοιαζαν με δυο τέλεια θεϊκά πλάσματα που κοιτούσαν από τις κορφές του Ολύμπου την ανιαρή πραγ- ματικότητα του Αντλιοστασίου. Η λαίδη Ρίβερτον του μιλούσε πρόσχαρα. σι- νιορίνα Τσέις. λοιπόν. Μα θα έπαιρνε όρκο ότι το βλέμμα του Μάρκο ήταν καρφωμένο στην πλάτη της.» τον ρώτησε έκπληκτη. οργισμένος τον Ντομένικο να γελάει μαζί της. Η Θάλεια δεν είχε καμία θέση στη ζωή του κι ούτε εκείνος στη δική της. Ποτέ δε συνάντησα τόση γοητεία κι . η οποία φλυαρούσε ακόμα δίπλα του. «Α». ο κό- μης Ντι Φαμπρίτσι!» «Τι έκπληξη να σε βρίσκω εδώ. γι’ αυτό πρέπει να μείνω περισσότερο καιρό εδώ. Φίλησε βια- στικά το χέρι της και κατευθύνθηκε προς τη Θάλεια και τον Ντομένικο. η οποία τον είχε ακολουθήσει στη μάχη επειδή τον αγαπούσε. τον διόρθωσε ο Ντομένικο. Όχι. «Θα επιστρέψω σε ένα λεπτό». είπε ο Ντομένικο μ’ ένα ζεστό χαμόγελο. Ύστερα κάτι φάνηκε να σκιάζει το πρόσωπό της και η έκφραση της έ- γινε απλώς.. «Από όσο έχω δει μέχρι στιγμής. μα δίχως να το θέλει προκάλεσε την καταστροφή της. «Είναι πολύ απασχολημένος». «Ω.. Είχε πάρει το μάθημά του μετά από τη Μαρία. μουρμούρισε στη λαίδη Ρίβερτον. Ο Ντομένικο γύρισε κι αυτός προς το μέρος της και εκείνη του είπε κάτι. είμαι βέβαιος ότι ο σινιόρ Ντε Λούκα δε θα μείνει πολύ καιρό εδώ για να συμμετέχει στις όμορφες κοινωνικές εκδηλώσεις του Μπαθ». είπε ο Μάρκο. αν περνούσε από το χέρι του Μάρκο. Ο Ντομένικο μιλούσε σιγανά κοντά στο αυτί της και ο Μάρκο δεν ήθελε να φαντάζεται τι μπορεί να της έλεγε. Σαν να διαισθάνθηκε το βλέμμα του. ο Μάρκο δε θα τον άφηνε να ανακατέψει τη Θά- λεια στα όποια σχέδιά του. Ο ίδιος είχε δουλέψει σκληρά για να την προ- στατεύσει. η Θάλεια γύρισε. Αλλά δε θα άφηνε ούτε τον Ντομένικο ούτε κανέναν άλλο να την πληγώ- σει ποτέ. «Ο παλιός μου φίλος. «Συγχωρέστε με. σινιόρα». Για μια στιγμή χα- μογέλασε αυθόρμητα βλέποντάς τον. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κι ένα χαμόγελο άγγιξε τις άκρες των χειλιών της. «Εγώ νιώθω πως δεν έχω φύγει ποτέ από την Ιταλία». Ντομένικο». Πράγματα που η Θάλεια δε θα μάθαινε ποτέ. Προσπάθησε να μείνει μακριά της όσο κι αν η καρδιά του τον παρότρυνε για το αντίθετο. είπε ο Μάρκο σε φιλικό τόνο. οι οποίοι τώρα βολτάριζαν πιασμένοι αγκαζέ. Την αγαπούσε κι εκείνος. «Τόσο μακριά απ’ την πατρίδα». σχολίασε η Θά- λεια κοιτώντας από τον ένα στον άλλον. «Ποιος θα περίμενε να συναντή- σει εδώ όλη τη Νάπολη και τη Φλωρεντία! Οι οικοδέσποινες της πόλης θα είναι ενθουσιασμένες». ευγενική. το Μπαθ έχει πολλά να προσφέρει. «Όχι και τόσο απασχολημένος». Είδε τη Θάλεια να δείχνει κάτι έξω από το παράθυρο και τον Ντομένικο να σκύβει κοντά της. «Σου είπα. ο οποίος τον παρακολουθούσε με χιούμορ και επιφυλακτικότητα μαζί. Μα ο Ντομένικο κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Η φωνή του έγινε ψίθυρος. «Τώρα χρεια- ζόμαστε τις πολεμικές σου ικανότητες. Το ξίφος σου». είπε ο Μάρκο. Ένιωσε πως το πρόσωπό του θα έσπαζε απ’ την προσπάθεια. «Τι γυρεύεις εδώ στο Μπαθ. Η Θάλεια γέλασε με κέφι. θα ήμουν πανευτυχής να παρευρεθώ». «Δεν απαντούσες στα γράμματά μου». Πέρασε το χέρι μέσα απ’ τα μαλλιά του και χαμογέλασε βεβιασμένα. απάντησε ο Ντομένικο. Κόμη ντι Φαμπρίτσι».. «Αν η λαίδη Γουέστγουντ επιθυμεί να με συμπεριλάβει στη λίστα της. σινιορίνα». Όπως κιν- δύνευαν να γίνουν κομμάτια όλα όσα είχαν καταφέρει με κόπο.ομορφιά μαζεμένη σ’ ένα μέρος». «Μα εγώ δεν αναφερόμουν στα αρ- χαία ερείπια. Μάρκο! Σε χρειαζόμαστε στη Νά- πολη. Καλή σας μέρα σι- νιόρ Ντε Λούκα. Τότε μόνο ο Μάρκο γύρισε προς τον Ντομέ- νικο. «Άρχισα να ανησυχώ και αποφάσισα να έρθω και να διαπιστώσω μόνος μου τι συμ- βαίνει». φίλοι έχετε πολλά να κουβεντιάσετε. με ή χωρίς τα ιερά σκεύη». Ο Ντομένικο έγνεψε καταφατικά και γύρισε να φύγει. «Δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε εδώ». είπε η Θάλεια..» Ένα περαστικό ζευγάρι ανάγκασε τον Μάρκο να σταματή- σει. . Η πα- ρουσία σου θα μπορούσε να τινάξει τα πάντα στον αέρα». σινιόρ Ντε Λούκα! Έχω ταξιδέψει κι εγώ στην Ιταλία και. «Τα αρχαία δεν είναι τώρα σημαντικά. «Τώρα μας κοροϊδεύετε κανονικά. «Πρέπει τουλάχιστον να μείνετε γι’ αυτό». «Θαυμάσια! Και τώρα είμαι σίγουροι ότι εσείς οι δύο. του απάντησε εκείνος.. Η Θάλεια γέλασε ξανά και ο Μάρκο είχε μια παρόρμηση να στραγγαλίσει το «φίλο» του με τα ίδια του τα χέρια. Ο Ντομένικο της χαμογέλασε γλυκά. Εγώ πρέπει να βρω την αδερφή μου. «Έλα να με βρεις το απόγευμα στο αναψυκτήριο του Μπράουν. «Κοντεύω να τα καταφέρω. στη Χορς Στρητ». «Ντομένικο».» μουρμούρισε ο Μάρκο. αν οι θερ- μοκέφαλοι σαν τον Ντομένικο έκαναν το δικό τους. ξέρω ότι τα αρχαία ερείπια του Μπαθ είναι ένα μικρό δείγμα όσων υπάρχουν εκεί». Γύρισε και έφυγε από κοντά τους και η σιλουέτα με τη ροζ τουαλέτα γρήγορα χάθηκε στο πλήθος. Ο χρόνος πλησιάζει. Μα τα πράγματα είναι αμφίρροπα.. «Η αδερφή μου οργανώνει ένα βενετσιάνικο χορό μεταμφιεσμένων». απάντησε καλοπροαί- ρετα ο Μάρκο.τι προτιμάτε. «Ποιος ήταν αυτός. Πολύ ιπποτικό μα την αλή- θεια». αγαπητέ μου Μάρκο. απάντησε κοφτά εκείνος. . αμίκο. αγαπητή μου λαίδη Ρίβερτον». Στη Θάλεια. «Κάποιος φίλος σου. Και είχε ένα δυσάρεστο προαίσθημα ότι τα πράγματα είχαν δυσκολέψει ακόμα περισσότερο. είμαι σίγουρη πως θα τον γνω- ρίσω σύντομα.» «Ό. Όταν έμεινε μόνος ο Μάρκο είχε ακόμα την έντονη διάθεση να χτυπήσει κάτι.» ρώτησε η λαίδη Ρίβερτον χτυπώντας το χέρι της στο μπράτσο του. Λοιπόν. Και η οργή του είχε δυναμώσει από την αναφορά στην εξυπνάδα της Θάλειας. Φαινόταν πολύ ενδιαφέρων τύπος. Ο Ντομένικο ανασήκωσε το φρύδι του. Έχω ένα ραντεβού στο καπελάδικο και δε θέλω να αργήσω.» «Είχε κάποια δουλειά». «Καλά. Γιατί δε μας σύστησες. Πολύ ιπποτικό από μέρους σου να την προστατεύεις.γρύλισε ο Μάρκο. Φυσικά και δεν έχει καμία σχέση. Όμως οι σκέψεις του ταξίδευαν μακριά στον Ντομένικο. ο Ντομένικο δε θα μιλούσε τόσο απαξιωτικά. Εκείνη δεν έχει καμία σχέση μ’ όλα αυτά».» «Ένας παλιός γνωστός μου απ’ την Ιταλία». Κι ύστερα πρέπει να βρω μια μοδίστρα για να ράψει το κοστούμι μου για το χορό της λαίδης Γουέστγουντ. «Αλήθεια. Η λαίδη Ρίβερτον μούτρωσε. φοβάμαι όμως πως δε θα ήσουν πολύ πειστικός σαν Ερρίκος Η'! Μήπως να ντυθούμε σαν Πάολο και Φραντσέσκα. δεσποινίς Τσέις. Είναι απλώς μία γυναίκα. Σκεφτόμουν να ντυθώ Άννα Μπολέιν. φεύγουμε. Απλώς μια γυναίκα. Αν ήξερε καλύτερα τις αδερφές Τσέις. «Ω». «μείνε μακριά από τη δεσποινίδα Τσέις. «Η πανέμορφη. Ετοιμαζό- ταν να προσθέσει έναν καινούριο χαρακτήρα έναν όμορφο τζέντλεμαν με ευχάριστο χαρακτήρα. Στο κάτω μέρος της αλληλογραφίας υπήρχε ένα γράμμα από την Κλειώ. απάντησε η Θάλεια σηκώνοντας το βλέμμα απ’ το γραπτό της. μις Τσέις». Τώρα που είχε έμπνευση. Όταν όμως ο Μάρκο ήρθε κοντά τους η συμπεριφορά του Ντε Λούκα απέκτησε κάποια ένταση.» ρώτησε ξεφυλλίζοντας την αλλη- λογραφία της. Πως αναρωτιόταν τι κουβέντιαζαν μαζί με τον Ντε Λούκα. Έτσι λοιπόν είχε ακόμα μερικές ώρες ησυχίας μέχρι να αντιμετώπιζε ξανά τα ερωτηματικά βλέμματα της Καλλιόπης! Όχι βέβαια πως η Καλλιόπη είχε πει λέξη για τον Μάρκο ή για τον πολύ κολακευτικό σινιόρ Ντε Λούκα αφότου επέστρεψαν από το Αντλιοστάσιο. Αναρωτιό- ταν και η ίδια γι' αυτό. Κεφάλαιο 12 «Μόλις έφτασε η αλληλογραφία. . χωρίς να αναφερθούν ούτε μια φορά στο θέμα των Ιταλών κυρίων. είτε στο θέατρο είτε στην πραγματική ζωή. «Μάλιστα. «Ευχαριστώ». Δεν είχε το χρόνο να αναρωτιέται για τους δύο Ιταλούς. Τυπικά ήταν μια ευγενική συζήτηση διανθισμένη με λίγο φλερτ. «Λείπει ακόμα η λαίδη Γουέστγουντ. το έργο κυλούσε ικανοποιητικά. ο οποίος ίσως τελικά να έσωζε την Ιζαμπέλα από τον μυστηριώδη σύζυγό της. Αυτό έκαναν συνή- θως οι όμορφοι τζέντλεμαν. Πέρασαν ένα ήσυχο βράδυ στο σπίτι δειπνώντας και παίζοντας μερικά και- νούρια τραγούδια στο πιάνο. Όμως το χέρι της είχε αρχίσει να πονάει και χάρηκε για την ευκαιρία να κάνει ένα μικρό διάλειμμα διαβάζοντας γράμματα και προσκλήσεις. «Α. «Επιτέλους». Μα η Θάλεια μάντευε ότι η Καλλιόπη το σκεφτό- ταν. ανήγγειλε ο μπάτλερ παρου- σιάζοντάς της μια στοίβα επιστολές πάνω στον ασημένιο δίσκο του. Είπε πως μετά τα λουτρά θα γευμάτιζε μαζί με τη λαίδη Γκρίμσμπι». ψιθύρισε η Θάλεια και έσκισε βιαστικά την κόκκινη σφρα- γίδα με το δουκικό έμβλημα του Άβερτον. Η Θάλεια είχε κουραστεί πια να αποκρυπτογραφεί κωδικοποιημένες συμπεριφορές! Ήταν ένα τερά- στιο χάσιμο χρόνου. μις Τσέις. Ή ίσως και να της έφερνε περισσότερους μπελάδες. Κοίταξε μπροστά της το θεατρικό έργο. Η πλοκή μπερδευόταν. πολύ καλά». Δε θα άρμοζαν βέβαια σε μια δούκισσα! συνέχιζε η Κλειώ. αυτός ο κλέφτης είχε βά- λει στόχο τις αρχαιότητες αδίστακτων συλλεκτών. Φυσικά φεύγουμε αμέσως για Αγγλία και ανυπομονώ να σας ξαναδώ ό- λους. τώρα τα έχω παρατήσει όλα αυτά. μεθόδους. Δυο χρόνια νωρίτερα. επίτρεψέ μου να σε διαφωτίσω για τα υπόλοιπα. αφού ο Έντουαρντ κι εγώ κάναμε μια αποτυχημένη στάση στη Νάπολη. ας πούμε. Όμως δεν είμαι σίγουρη για τον πρώην συνεργό του Κλέ- φτη με τα Κρίνα. αγαπημένη μου Θάλεια. καλή μου. Ήδη γνώριζε. α- κολουθώντας κάποια παραπλανητικά ίχνη του ασημένιου θησαυρού. σωστά. Μείνε κοντά στην Καλ μέχρι να έρθω να σας βρω. ακολουθεί το δικό του μονοπάτι. Αυτό φάνηκε να φέρνει αποτέλεσμα.τι κατάλαβα βρίσκεται κι αυτός στο Μπαθ. Ήταν ένας πολύ καλός κλέφτης και πολύ καλός φί- λος. έχοντας τη βοήθεια του Ρόναλντ Φρόμπι- σερ και μιας ομάδας επικίνδυνων τομπαρόλι. Οι αδερφές Τσέις μέσα από τη Λέσχη Φιλοτέχνων Κυριών είχαν προσπαθήσει να λύ- σουν το μυστήριο. σε ικετεύω να είσαι προσεκτική. ώσπου όμως η λαίδη Ρίβερτον το έσκασε και εμφανίστηκε στο Μπαθ. Είναι ο κόμης Ντι Φαμπρίτσι. Τώρα πρέπει να ακολουθώ πιο νόμιμες. αφού έχεις ήδη μαντέψει το μεγα- λύτερο μέρος της ιστορίας. ότι η λαίδη Ρίβερτον είχε κλέψει το αρχαίο ασημένιο σετ με τα ιερά σκεύη. Στο μεταξύ. Δεν μπορώ να σου πω πόσο χάρηκα όταν έλαβα το γράμμα σου! Ήταν μάλιστα θαύμα που η επιστολή σου με βρήκε. Έχω ακούσει διάφορα εδώ στη Νάπολη. Η Θάλεια διάβασε με ζήλο τις λεπτομέρειες της περιπέτειας στη Σάντα Λουτσία. Φίλησέ μου το μωρό της και δώσε σε ό- λους την αγάπη μου -Κλειώ. Μπο- ρείς να φανταστείς λοιπόν την έκπληξή μου όταν έμαθα ότι η υποκόμισσα Ρίβερτον βρίσκεται στο Μπαθ! Και μάλιστα χωρίς το θησαυρό. Φυσικά. Ο Μάρκο παίζει παιχνίδια στα οποία εμείς οι δύο δεν έ- χουμε καμία συμμετοχή. μάταια όμως. Η Κλειώ και ο σύζυγός της α- νακάλυψαν την κλοπή και ζήτησαν από τη Θάλεια να τους βοηθήσει με το θεατρικό έργο της. Παθιάζεται κι αυτό με την αρχαία ιστορία ό- πως εμείς οι Τσέις και δε μου κάνει καμία εντύπωση που βρήκε τη λαίδη Ρί- βερτον πριν από εμάς. Όμως. φυσικά. Ακόμα πιο παράξενο. Εκείνο που δεν ήξερε η Θάλεια ήταν ότι κάποτε η Κλειώ υπήρξε ο διαβό- ητος Κλέφτης με τα Κρίνα. Με τον Μάρκο. . Αγαπημένη μου αδερφή Θάλεια. αφήνοντας κάθε φορά στη θέση των κλεμμένων αντικειμένων ένα φρέσκο κρίνο. Απ 'ό. γλυκιά μου Ψυχή. Ο Μάρκο και η Κλειώ ήταν απλώς σύντροφοι στην παρανομία. γι’ αυτό ή- ταν σίγουρη. ενώ ο Μάρκο είχε α- ναλάβει κάποιου είδους αποστολή. όχι στον έρωτα. Η Θάλεια κατέβασε αργά το γράμμα πάνω στο γραφείο και κοίταξε αφη- ρημένη τη μικρή βιβλιοθήκη. Αυτός ήταν ο λόγος που ψιθύριζαν κρυφά και άλλαζαν ματιές. κυριευ- μένη από μια παράξενη αίσθηση ελαφρότητας. η μοναδική ευκαιρία της να αποδείξει την αξία της στον Μάρκο. Μόνο αυτό το μυστικό υπήρχε μεταξύ τους. Είχε χρειαστεί να καθησυχάσει τις διαμαρ- τυρίες της νταντάς βεβαιώνοντάς την πως ήταν απολύτως ικανή να φρο- ντίσει η ίδια την ανιψιά της για ένα απόγευμα. Μα καν στο Μπαθ συνέβαιναν πολλά παράξενα πράγματα. Ξαφνικά την έπιασε ανησυχία. Έ- πρεπε να βγει έξω. «Κλεμ- . Στον επάνω όροφο άκουσε ένα δυνατό κλάμα. Η Θάλεια θυμήθηκε το σοβαρό ύφος του Μάρκο στο γάμο της Κλειώς. να τη βοηθούσε να λύσει το μυστήριο. Για την Κλειώ φυσικά ήταν μια απλή φιλία. Έχω ακούσει διάφορα εδώ στη Νάπολη. Μέχρι στιγμής επιβεβαιωνό- ταν. *** Μισή ώρα αργότερα ξεκίνησε μια βόλτα κατά μήκος του Κρέσεντ σπρώ- χνοντας το καρότσι της Ψυχής. Η Θάλεια ήταν μόνη της. Σε κάθε περίπτωση τώρα η Κλειώ είχε παντρευτεί. Ξαφνικά η αληθινή ζωή είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη μυ- θοπλασία. Οι τοίχοι του σπιτιού την έπνιγαν. Ξαναδίπλωσε το χαρτί και το έκρυψε ανάμεσα στις σελίδες του έργου της.» ρώτησε η Θάλεια. Τότε ξέσπασε σ' ένα ξαφνικό γέλιο. για τον Μάρκο όμως. Τώρα όλα εξηγούνταν! Μόνο που. Η Ψυχή σήκωνε τα μικροσκοπικά χέρια της βγάζοντας χαρούμενα γουργουρητά μέσα στα φρου φρου και τις κορδέλες της ενώ ο ήλιος ζέ- σταινε τα μικρά της μέλη. Όμως η Κλειώ δεν ήταν εκεί και η Καλλιόπη δεν έπρεπε να σκοτίζεται μέχρι να αναρρώσει. Υπήρχε και κάποιος άλ- λος που ένιωθε σαν τη Θάλεια. Ήταν χαρούμενη που έκανε έναν περίπατο μαζί με την ανιψιά της. Δεν την ξάφνιαζε τρομερά που η Κλειώ είχε μπλεχτεί σε μια τέ- τοια ιστορία σαν αυτή του Κλέφτη με τα Κρίνα. Η Θάλεια ευχόταν να την είχε τώρα κο- ντά της. καθώς την παρακολουθούσε να γίνεται δούκισσα του Άβερτον.. Ελευθερίας. «Εσύ τι λες για όλα αυτά.. Πάντα ήταν η τολμηρό- τερη και πιο δαιμόνια από τις Τσέις. Ήταν η δική της ευκαιρία. να κινηθεί. νομίσματα ή τυλιγ- μένα φύλλα κασσίτερου. Όταν είχε βρεθεί ένα τμήμα του αρχαίου ναού της Σούλις Μινέρβα. Για πολλά χρόνια στο αρχαίο Μπαθ οι πιστοί έριχναν τις προσφορές τους στα νερά της. Έστριψε το καρότσι προς το χαλικόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στην Κουίνς Σκουέαρ και στο μικρό μουσείο που λεγόταν Εταιρεία Αρχαιο- τήτων του Μπαθ. Έβαλε το μικροσκοπικό δάχτυλό της στο στόμα και κοιτούσε γύρω της με τα πελώρια καστανά μάτια της. Επειδή πίστευαν ότι οι πηγές ανάβλυζαν από τον κάτω κόσμο.. Η Ψυχή γουργούρισε και τέντωσε το χεράκι της προς το άγαλμα. Ρίχνοντας όλες αυ- τές τις προσφορές μέσα στις πηγές. «Πρέπει να ζητήσουμε τη βοήθειά της για την ανάρρωση της μαμάς σου. με βιτρίνες αραδιασμένες στους τοίχους γεμάτες αντικείμενα καθώς και τρία τέσσερα αγάλματα.τι δεν είχαν τσεπώσει κάποιοι εργάτες βρισκόταν σαν έκθεμα μέσα στο μουσείο. η προστάτιδα θεά των θερ- μών λουτρών εδώ. να μην της πιάσουν την κουβέντα. Η Θάλεια στάθηκε για λίγο μπροστά σε μια πέτρινη προτομή της θεάς Σούλις Μινέρβα και σήκωσε το μωρό από το καρότσι για να το δει κι αυτό. είναι πολύ διασκεδαστικά».. «Βλέπεις. ανα- καλύφθηκε επίσης μια ξερή ιερή πηγή. Τώρα. «Λοιπόν. Ελάχιστοι άνθρωποι περιηγούνταν στις μισοσκότεινες αίθουσες κι αυτό ήταν ό. οι πιστοί της νόμιζαν ότι μπορούσαν να επικοινωνούν με τον κάτω κόσμο επικαλούμενοι έτσι τη σοφία της». ό. «Έχεις δίκιο. έτσι ώστε να . απολαμβάνοντας τη γλυκιά μωρουδίστικη μυρωδιά του. καθώς προ- χωρούσαν μπροστά από τα εκθέματα με τα νομίσματα και τα φύλλα του κασσίτερου. Μπαίνοντας με το καρότσι στην είσοδο η Θάλεια είδε πως δεν υπήρχαν αρκετοί επισκέπτες. αυτή η θεά αποτελούσε το σύνδεσμο μεταξύ του φωτεινού πάνω κόσμου και των μυστηρίων που κρύβονταν από κάτω. Σίγουρα δεν ήταν ποτέ πολύ νωρίς για να αρχίσει την εκ- παίδευση της Ψυχής. Να μην την παρακολουθεί κανείς.τι ακριβώς ήθελε η Θάλεια. Τη δύναμη των παλιών ευχών και ελπίδων. αυτή είναι η Σούλις Μινέρβα. ίντριγκες. με την ελπίδα να πάρουν μιαν απάντηση από τους θεούς. να θαυ- μάσει με την ησυχία της όλη την αρχαία ομορφιά. αγάπη μου». μουρμούρισε η Θάλεια και έσφιξε το παιδί στον ώμο της. της απάντησε. Ήταν ένα κακοφωτισμένο.» Η Ψυχή γέλασε και κούνησε τα χεράκια της πιο ζωηρά. «Έτσι ακριβώς.μένα αρχαία. Σαν να το ένιωσε και η ίδια η Ψυχή ήταν ασυνήθιστα ήσυχη. σκονι- σμένο μέρος. Ψυχή. ξέρω πού θα πάμε». Να σου συστήσω τη λαίδη Ψυχή ντε Βιρ.» Τα λόγια της έσβησαν όταν είδε πως δε βρισκόταν μόνη στο δωμάτιο.» Όμως ο Μάρκο απλώς της χαμογέλασε κι έκανε το γύρο του ναού για να έρθει δίπλα της. το καημένο μωρό. γιατί δεν της αρέσει καθόλου να την αγνοούν». Την ίδια στιγμή ένιωσε σαν ανόητη. δεν περίμενα να συνα- ντήσω κανέναν εδώ».ξαναγίνει ο παλιός εαυτός της». Από τώρα και στο εξής θα ακούει μόνο παραμύ- θια με θεούς και θεές! Τουλάχιστον δείχνει αρκετό ενδιαφέρον για όλα αυτά». εκεί όπου στεγαζόταν ένα μικρό αντίγραφο του παλιού ναού. «Θα γίνει συγγραφέας σαν τη θεία της. Ο Μάρκο της χαμογέλασε. «Και είμαι σίγουρη ότι θα είναι πολύ πιο παρατηρητική από εμένα. εδώ βρισκόταν το μεγάλο ιερό. Μα θα έπρεπε να το περιμένω ότι εσύ θα ερχόσουν εδώ. «Πράγματι. «Τέτοια θορυβώδη ομορφιά θέλεις να πεις». Θάλεια». «Δε θα χρειαστεί να ανησυχήσει ποτέ γι’ αυτό.. Κανείς δε θα αγνοήσει τέ- τοια ομορφιά». Η Θάλεια κράτησε σφιχτά τα χερούλια απ’ το καρότσι και κοίταξε τον Μάρκο κατάματα. με το κοίλωμα στην κο- ρυφή για. Ένιωσε μια φλόγα στο πρόσωπό της και πετα- λούδες στο στομάχι της από την ταραχή.» «Σ’ αυτή την περίπτωση. αποφεύγοντας να κοιτάξει τον Μάρκο στα μάτια. είπε εκείνος. «Ω». «Βλέπω ότι άρχισες κιόλας την κλασική εκπαίδευσή της». ελπίζω να γίνει καλύτερη». «Δεν περίμενες να συναντήσεις κα- νέναν μέσα σ’ ένα μουσείο. Ξαφνικά η Ψυχή έ- βγαλε ένα γουργουρητό και κλότσησε τα μικρά ποδαράκια της.. Στην απέναντι πλευρά του ναού στεκόταν ο Μάρκο ντι Φαμπρίτσι και την κοιτούσε με μια έκπληξη που βιάστηκε να κρύψει. «Όπως αρμόζει βέβαια σε μια σωστή Τσέις». Μετά το γράμμα της Κλειώς δεν ήταν σίγουρη τι έπρεπε να του πει. «Δεν. «Το ίδιο θα έπρεπε να περιμένω κι εγώ για σένα».. Ξαναέβαλε την Ψυχή μέσα στο καρότσι της και το έσπρωξε προς την ε- πόμενη αίθουσα. «Βλέπεις. Όλοι εδώ είναι πολύ απασχολημένοι με το να κουτσομπολεύουν και να πίνουν αυτό το απαίσιο νερό και δεν προλα- βαίνουν να ρίξουν μια ματιά στην ιστορία που βρίσκεται στα πόδια τους. Δε θα ανα- .. Η Θάλεια σκέπασε καλύ- τερα το μωρό με την κουβέρτα. είπε ξαφνιασμένη. «Ούτε κι εγώ. «Αυτή θα πρέπει να είναι η μικρότερη Μούσα Τσέις». «Ναι. παρατηρώντας λαίμαργα την καμπύλη των χειλιών του. Ξέρω μόνο λίγα περισσότερα από πριν.» ψιθύρισε. Σήκωσε το χέρι και άγγιξε απαλά μια μπούκλα που είχε ξεφύγει από το . το αδρό περίγραμμα του πιγουνιού του. «Συγνώμη. «Δεν ήταν δικό μου μυστικό για να το αποκαλύψω. «Πράγματι. Ακούμπησε απαλά το χέρι του πάνω στο δικό της στο χερούλι του καροτσιού. Όπως και μέσα στο σαλόνι της.γκάζεται να βγάζει βιαστικά συμπεράσματα». «Σίγουρα όχι τα πάντα. «Όχι πάρα πολύ καλός. ήταν της Κλειώς». αλλά δεν μπορώ να φαντα- στώ κάτι τέτοιο!» Της χαμογέλασε μ’ εκείνο το ζεστό.» «Είναι πολύ καλά και επιστρέφει στην Αγγλία. νομίζουν ότι πρέπει να με προστατεύουν». οικείο χαμόγελο που της έφερνε ρίγη. Τώρα όλες μου οι μέθοδοι είναι απολύτως νόμιμες». προσπαθώ να είμαι καλός». Η Θάλεια λαχταρούσε να φιλήσει το σημείο κάτω από το αυτί του και να γευθεί την αλμύρα της επιδερμίδας του. Τον κρυφοκοίταξε πίσω από τις βλεφαρίδες της.» «Εννοώ πως έλαβα ένα γράμμα από την Κλειώ σήμερα το πρωί». Ένιωθε το έντονο βλέμμα του να την καίει. Και πώς είναι η όμορφη νεαρή ντουτσεσίνα. Η οικογένειά μου με θεωρεί πολύ ανόητη για να μαθαίνω ολόκληρη την αλήθεια για οτιδήποτε. «Το ορκίζομαι όμως. ελπίζω». σε βεβαιώ. μουρμούρισε η Θάλεια. Μου διηγήθηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Θάλεια». Η Θάλεια έβαλε τα γέλια. «Κι αυτά που δεν ξέρω ακόμα. «Ώστε ξέρεις λοιπόν.» «Πάντα υπάρχει κάτι. κάρα». Ο Μάρκο έγνεψε καταφατικά. Μάρκο. Μα και στο πάρκο. «Α. «Τι εννοείς. είπε ο Μάρκο. Τα μαύρα μαλλιά που σγούραιναν πίσω στο λαιμό του. όμως αυτό ήταν πριν από πολύ καιρό. Με μασκαράτες. Η Θάλεια ένιωσε το δικό της να καίγεται παρά τα γάντια τους. κάρα. «Μόνο ένας βλάκας θα σε θεωρούσε ανόητη. Ο Μάρκο έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Είναι επίσης μυστικά της Κλειώς. «Για σένα. μεταμφιέσεις και κλέφτες». Όμως τράβηξε το βλέμμα της μακριά και η ανάσα σφίχτηκε στο στήθος της. Ότι δη- λαδή ήσουν συνεργός στη δράση της αδερφής μου όταν έκανε τον Κλέφτη με τα Κρίνα». προκαλώντας τη να τα αγγίξει. ποτέ». Θυμόταν πολύ καλά το παθιασμένο φιλί τους μέσα στον προθάλαμο των Γκρίμσμπι.» «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως υπάρχουν κι άλλα που δεν ξέρεις. «Γιατί δε μου είχες πει για τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Για ποιο σκοπό. Μάρκο. Η Θάλεια συγκρότησε την παρόρμηση να γείρει πάνω στο χέρι του. «Ίσως ιδίως αυτήν». «Κι αυτήν». Να αφεθεί στην αίσθηση πως οι δυο τους μοιράζονταν ένα δικό τους μυστικό κόσμο..» «Επειδή έχεις μέσα σου ένα φως». Τα δά- χτυλά της αγκάλιασαν το σμιλεμένο περίγραμμα του προσώπου του. τι μου έχεις κάνει!» «Πες μου. πίεσε την παλάμη του πάνω στο μάγουλο της. η δουλειά μου μετρούσε». «Ένα φως που καίει σαν φλόγα ζωής». το άγγιγμα της γλώσσας του πάνω στο δέρμα της. μια αξιοπρεπής νεαρή λαίδη! Η αδερφή της φίλης μου». Για να αναστήσεις τον Κλέφτη με τα Κρίνα.» «Ακριβώς όπως στη Σάντα Λουτσία.. της είπε χαϊδεύοντας απαλά τα μαλ- λιά της. Γιατί. Την κοίταξε επίμονα με δυο μάτια που έκαιγαν σαν αναμμένα κάρ- βουνα. αν είναι έστω και στο ελάχιστο αυτό που εσύ κάνεις σ’ εμένα. «Είσαι. μία. Πες μου τι ακριβώς σου κάνω. της είπε κατεβάζοντας το χέρι του. έφερε το χέρι της στα χείλη του για ένα παρατεταμένο φιλί.. χαϊ- δεύοντάς το. Εκεί είχα ένα σκοπό. θυμήθηκε τις γάμπες της σφιχτά τυλιγμένες γύρω από τη μέση του. Η Θάλεια έκανε πίσω παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.μπονέ της. «Επειδή είμαι ένα ανόητο θηλυκό. Ο Μάρκο βόγκηξε. «Μα η ίδια ζωή αληθινή ζωή! είναι που τροφοδοτεί αυτή τη φλόγα. «Μιλάς για τη ζωή που βρήκαμε στη Σάντα Λουτσία.» Η Θάλεια κατάπιε νευρικά. Εκεί όπου οι κλέ- φτες και ο κίνδυνος παραμονεύουν σε κάθε γωνιά. Και θα ήταν τρα- γωδία να δει κανείς αυτό το φως να σβήνει κάτω από το βάρος της ασχή- μιας». να κλείσει τα μάτια και να απολαύσει αυτό το χάδι. «Μπορώ όμως να καταλάβω τον καημό τους να σε προστατεύ- ουν. η ζωή θα υπήρχε μόνο στα βιβλία και τα όνειρα.» «Ούτε κι αυτό είναι μονάχα δικό μου μυστικό». Εσύ όχι. όπως λες». Για να βρεις τον ασημένιο θη- σαυρό. . Εγώ χρειάζομαι περισσότερα. συνέχισε ο Μάρκο. Σκέπασε το χέρι του με το δικό της και το κράτησε σφιχτά. «Και η ζωή που βρήκαμε μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο τι ή- ταν. «Είσαι πιο ζω- ντανή από κάθε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ μου.» «Δεν ήρθα εδώ για να σε ξελογιάσω».» Ο Μάρκο γέλασε. τη ζωή που παλλόταν μέσα στο αίμα τους.. «Θάλεια. «Γιατί ήρθες λοιπόν. του απάντησε βραχνά. Χωρίς αυτήν η ύ- παρξη θα ήταν ένα χλομό καθρέφτισμα. παρακολουθώντας την άλλη γυναίκα να απομακρύνεται ακο- λουθούμενη από υπηρέτες φορτωμένους με πακέτα. αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Η Ψυχή έδειχνε συ- νεπαρμένη από τη μικρή σκηνή που είχε διαδραματιστεί και κοιτούσε τη Θάλεια σιωπηλή και με ορθάνοιχτα μάτια. Και ξέρω ότι μπορώ να σε βοηθήσω! Δεν μπορείς να με προστατεύεις. «Δε χρειάζεται να αναφέρουμε τη συνάντησή μας με τον κόμη στη μαμά σου». Δεν ήταν ακόμα έτοιμη να γυρίσει στο σπίτι. Εκείνο το φανταχτερό καπέλο με τα βυσσινί φτερά δε θα μπορούσε να ανήκει σε καμία άλλη. προχώρησε ως την Μποντ Στρητ ελπίζοντας ότι μια βόλτα στις βιτρίνες θα την ηρεμούσε αρκετά. «Θα ταραζόταν χωρίς λόγο». είπε στην Ψυχή κι έσπρωξε αποφασιστικά το καρότσι μέσα στο μαγαζί. Καθώς πλησίαζε ό- μως στο τέρμα του δρόμου είδε τη λαίδη Ρίβερτον να βγαίνει από κάποιο κατάστημα. Πλησίασε να κοιτάξει στη βιτρίνα και είδε πως ήταν το κατάστημα της μοδίστρας στην οποία θα παράγγελνε και η ίδια το κοστούμι της για το μα- σκέ. γιατί ξέρω ότι αγα- πάμε τα ίδια πράγματα». Θέλω να βοηθήσω. τότε κι ε- κείνη θα το ανακάλυπτε μόνη της. Έτσι. είπε στο μωρό μόλις βγήκαν στο φως. Η Θάλεια προχωρούσε άκρη άκρη στο πεζοδρόμιο. Θα κάνω ό. Χρειάστηκε όλο το κουράγιο της γι’ αυτό το λογύδριο. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Ένα πράγμα θα σου πω. «Οι μοδίστρες ξέρουν πάντα τα καλύτερα κουτσομπολιά». ούτε εσύ ούτε κανένας. μια Μούσα Τσέις. «Θέλεις να κάνουμε εδώ μια στάση και να κοιτάξουμε τις κορδέλες. .τι περνάει από το χέρι μου. Μάρκο. τουλάχιστον μέχρι να ξανα- βρεί την ψυχραιμία της. Η Θάλεια δεν ένιωθε όμορφα που της μάθαινε την ανειλικρίνεια. Γύρισε να φύγει πριν η απόρριψή του ραγίσει και πάλι την καρδιά της και άρχισε να σπρώ- χνει γρήγορα το καρότσι βγαίνοντας από την αίθουσα. Θέλω να είμαι ο εαυτός μου.» Αφού ο Μάρκο δεν της έλεγε τι έτρεχε με τη λαίδη Ρίβερτον. Η Ψυχή πιπίλισε τα δάχτυλά της σαν να αναλογιζόταν την καινούρια ε- μπειρία της εχεμύθειας. γλυκιά μου. «Η πε- λάτισσά μου που μόλις έφυγε αυτό διάλεξε. κουρνιασμένη με ικανοποίηση στο πλευρό του. Είχε έρθει ακριβώς στην ώρα της και καθόταν στο δικό της θεωρείο από την απέναντι πλευρά του ημι- κυκλικού θεάτρου. όπως έκανε στη βραδιά χαρτοπαιξίας στους Γκρίμσμπι. Και τώρα ήξερε τη μεταμ- φίεση της λαίδης Ρίβερτον. δείχνοντας γοητευμένος απ’ τα λόγια της. της είχε πει. Ο σι- νιόρ Ντε Λούκα χαμογέλασε. μια βοσκοπούλα. . Παρατηρούσε ακόμα όλα τα πρόσωπα στα γύρω θεωρεία μέσα από το κιάλι της. «Αρκεί να μην ντυθείτε Κλεοπάτρα. μαντεμουαζέλ». Καθώς η Θάλεια βο- λευόταν στη βελούδινη θέση της χάζευε τριγύρω τον επίχρυσο διάκοσμο που λαμποκοπούσε από τα φώτα των πολυελαίων. Της είπα ότι ίσως είναι κάπως υπερβολικά νεανικό. βρε.. Θυμήθηκε την κουβεντούλα της με την κουτσομπόλα μοδίστρα. μαντε- μουαζέλ. Κεφάλαιο 13 Το θέατρο Ρουαγιάλ ήταν κατάμεστο. αλλά πως σίγουρα δεν ή- θελε να μοιάζει με καμία άλλη κυρία στη δεξίωση.. σκέφτηκε η Θάλεια χαμηλώνοντας το κιάλι. Ναι. Όταν η Θάλεια είπε σκεφτική πως δεν ήξερε τι ήθελε να ντυθεί.. αλλά αλόρ! Δεν άκουγε τίποτα. συν το γεγονός ότι ήλπιζε να ελκύσει κάποιον θαυμαστή με το πολυτελές. Άλλος ένας μικρός κόμπος στο κουβάρι της πλοκής. Η Θά- λεια εκμαίευσε διακριτικά όλες τις πληροφορίες που ήθελε για τη λαίδη Ρί- βερτον ενώ διάλεγε το ύφασμα για το δικό της κοστούμι. θα γινόσασταν μια Κλεοπάτρα μανιφίκ. Τα χρυσάβυσσινί θεωρεία και στις τρεις σειρές ήταν γεμάτα από ακριβές τουαλέτες και αστραφτερά κοσμή- ματα. φίδι της. Καθώς η Θάλεια την παρατηρούσε μέσα από το κιάλι της. Ντο- μένικο ντε Λούκα. σκέφτηκε η Θάλεια με αυτοσαρκασμό θα ήταν σαν να αποφάσισε η βασίλισσα του Νείλου να μεταμφιεστεί σε ξανθιά βοσκοπούλα! Έτσι κατέ- ληξε να ντυθεί αυτό ακριβώς. ενώ κάτω στην πλατεία γινόταν πανδαιμόνιο. Εκείνος όμως που αναζητούσε δεν ήταν εκεί.. η μαντάμ Σεβινί αντέ- δρασε μ’ ένα επιφώνημα περιφρόνησης. η λαίδη Ρίβερ- τον έγειρε κοντά στον χρυσομάλλη συνοδό της και τα πράσινα φτερά πάνω στο τουρμπάν της χοροπήδησαν πάνω κάτω κατανεύοντας. Η λαίδη Ρίβερτον βέβαια δεν αργοπορούσε. Βρε. Είτε ο Μάρκο δε συμπαθούσε τον Σαίξπηρ είτε συνήθιζε να καταφθάνει παντού με καθυ- στέρηση. Εσείς όμως. Ή μήπως ο νεαρός με τον οποίο είχε έρθει στο Αντλιοστάσιο.» Η Θάλεια θυμήθηκε τον Μάρκο να κρατάει το χέρι της. Θάλεια. . Φίλησε το μάγουλο της Καλλιόπης και οι δυο τους αντάλλαξαν μια γλυ- κιά. Η αγάπη τους έ- λαμπε σαν ήλιος που τύλιγε και τους δύο με τη λάμψη του. Η Θάλεια την κοίταξε ένοχα. διαμαρτυρήθηκε εκείνος. Η γυναίκα του τον χτύπησε απαλά στο μπράτσο με τη βεντάλια της. «Θα είμαστε τυχεροί αν ακούσουμε έστω και μια λέξη από το έργο». Ή ο τρόπος με τον οποίο η Θάλεια ψάρευε τη μοδίστρα για κουτσομπολιά.» ρώτησε η Καλλιόπη και κάθισε δίπλα της. Η Θάλεια πήρε το βλέμμα της αλλού. Ποιος θαυμαστής ήταν όμως αυτός. Είμαι σίγουρη ότι το κόλπο θα πετυχαίνει πάντα όταν θέλετε να την ησυχάσετε». Ολομόναχη». «Απλώς της διάβασα κά- ποιους αρχαίους μύθους. Ο Μάρκο ή ο σινιόρ Ντε Λούκα. Καλ. τρυφερή ματιά. Αγαπητή αδερφή. «Θα έλεγε κανείς πως είστε νιόπαντροι κι όχι ένα ζευγάρι γονιών». «Πήγαμε στην Εταιρεία Αρχαιο- τήτων του Μπαθ για να δούμε τις προσφορές που έκαναν στη Σούλις Μι- νέρβα. «Ένας πολύ σιωπηλός άγγελος. Εί- σαι η πιο όμορφη από όλες εδώ μέσα». «Τι εννοείς. Άλλωστε είναι κι αυτή μια Τσέις». «Συνάντη- σες κανέναν άλλον στη βόλτα σας. απάντησε η Θάλεια γελώντας. Η Θάλεια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.«Κοιμόταν σαν άγγελος όταν φύγαμε για το θέατρο». ναι». «Μιλώντας για γονείς. «Δεν είναι υπέροχα. «Α.» «Η νταντά μού είπε ότι πήγες την Ψυχή μια βόλτα με το καροτσάκι της. είπε ο Κάμερον. «Να σας αφήσω μόνους. «Θα κοιτάζω μόνο εσένα. σαν να έβλεπε εκεί μέσα γραμμένες όλες τις κρυφές σκέ- . είπε ο Κάμερον. έμαθα ότι σήμερα έκανες μια πολύ θαρραλέα πράξη». «Ναι. καλή μου Θάλεια. Το ίδιο συνέ- βαινε με την Κλειώ και τον δούκα της. πρόσθεσε η Καλλιόπη. Και πού. «Σαν να βρισκόμαστε στο Λονδίνο». Να την κοιτάζει βαθιά στα μάτια. έκανες ένα θαύμα». αφού η χλομάδα και η κούραση έδειχναν να έχουν υποχωρήσει. «Εσύ έτσι κι αλλιώς θα κοιτάζεις μόνο τις όμορφες ηθοποιούς!» «Καθόλου». Η Θάλεια έβλεπε με χαρά πως η αδερφή της ήταν πράγματι καλύτερα. μα πού μπορεί να είχε κρύψει τον ασημένιο θησαυρό. Φάνηκε να το απολαμβάνει».» Η Καλλιόπη γέλασε και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ναι. έχει την ίδια πολυκοσμία». τους πείραξε κοιτώντας το πρόγραμμα στα χέρια της. Μήπως λοιπόν είχε μαθευτεί η συνάντησή της με τον Μάρκο στο μουσείο. ώσπου συνάντησε έναν άντρα τον οποίο δε γνώριζε. Όμως δεν κοίταξε ούτε στιγμή προς το μέρος της ούτε πήρε το βλέμμα του από τη σκηνή. «Τότε θα πρέπει να πάω κι εγώ μια βόλτα από εκεί». Καλ. περιέρ- γως μόνος. είπε απλώς. Όμως πάντα τη συνέπαιρνε και κάθε φορά. η Θάλεια κοίταξε και η ίδια προς τη σκηνή και γρήγορα παρασύρθηκε μέσα στον ρομαντικό. «“Τότε λοιπόν τα χείλη μου έχουν την αμαρτία που απ’ τα δικά σου πή- ραν. κι όμως μιλάς για ειρήνη... Πως τον γνώριζε ερωτικά. Μισώ τη λέξη. Τι εξαίσια αυτή η τόσο δυνατή. Το έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα ήταν ένα από τα αγαπημένα έργα της· το παρακολουθούσε όποτε είχε την ευκαιρία και ήξερε απέξω όλους τους στίχους. σί- γουρη ότι κάποια στιγμή εκείνος θα ένιωθε το βάρος του βλέμματός της επάνω του. «Φυσικά. όπως μισώ την κόλαση. Πήγα όμως στο κατάστημα της μαντάμ Σεβινί για να διαλέξω κοστούμι. «Μπα. «Ίσως αύριο. επικίνδυνο κόσμο της Βε- ρόνα. Κάθισε στη θέση του και έστρεψε την προσοχή του στους Μο- ντέγους και τους Καπουλέτους που εμφανίστηκαν σ’ ένα φαντασμαγορικά αναγεννησιακό σκηνικό. Ο Κάμερον είπε κάτι στη γυναίκα του αποσπώντας της την προσοχή και η Θάλεια γύρισε πάλι να παρατηρήσει το κοινό. το ο- ποίο θα σου πήγαινε υπέροχα».”» . όχι. Είχε ένα υπέροχο λευκό μετάξι. που δεν την έσβηναν ακόμα και τόσες δεκαετίες μίσους! Παρακολούθησε μέσα από το κιάλι της το χορό μεταμφιεσμένων των Καπουλέτων να ξεκινάει μέσα σ’ ένα ξέσπασμα μουσικής και χρωμάτων. Θέλω να αγοράσω και μερικές κορδέλες για το καπέλο μου». Κι έκτοτε τίποτα πια δε θα ήταν το ίδιο. Ο Μάρκο φάνηκε σε ένα θεωρείο λίγο πιο κάτω απ’ το δικό της. βαθιά μέσα της ήλ- πιζε για ένα ευτυχές τέλος. όλους τους Μοντέγους και μαζί κι εσένα. Ήταν ένας ξένος κι όμως ένιωθε έντονα πως τον γνώριζε καλά. Προβληματισμένη τότε. Η Καλλιόπη την κοίταξε για μια στιγμή με καχυποψία. παθιασμένη αγάπη. αν θέλεις να έρθεις κι εσύ μαζί μου». «“Τώρα την αμαρτία μου τα χείλη σου έχουν πάρει απ’ τα δικά μου”».ψεις και τα όνειρά της. Μόνο όμως όταν σηκώ- θηκε η αυλαία είδε την υπομονή της να ανταμείβεται.”» Η Θάλεια παρατήρησε για λίγο τον Μάρκο μέσα από το κιάλι της. Η Ιουλιέτα ενσαρκωμένη από μια ηθοποιό αρκετά μεγαλύτερη των δεκατεσ- σάρων χρονών χόρευε πότε με τον ένα και πότε με τον άλλον καβαλιέρο. «“Μα το σπαθί σου εγύμνωσες. της απάντησε. Ψιθύρισε μια βιαστική δικαιολογία στην Καλλιόπη κι έφυγε από το θεω- ρείο. σαν χάδι φωνή του. Ξάφνου ο Μάρκο σηκώθηκε και βγήκε από το θεωρείο του.. τα απύθμενα μαύρα μάτια του. «“. ώστε η Θάλεια δεν τον είχε δει. «Ή- σουν κι εσύ σαν τον Ρωμαίο όταν ήσουν νέος.. «Χρειαζόμουν απλώς λίγο καθαρό αέρα». «Ναι». «Είσαι άρρωστη.» άκουσε τον Μάρκο να τη ρωτάει ανήσυχος μ’ εκείνη τη μουσική. Όχι! Δεν ήθελε να νιώθει έτσι για τον Μάρκο. τόσο περισσό- τερο έχω. τουλάχιστον όχι ακόμα. Η Θάλεια έγειρε πίσω στον τοίχο ευγνώμων για την υποστήριξη του. Η γλύκα σου στο αδίκημα προτρέπει! Δώσ’ μου ξανά την αμαρτία μου”». Όσο πιο πολύ σου δίνω. Θάλεια.. «“Την αμαρτία από τα χείλη μου. σαν να τη ρουφούσε μια δίνη μέσα στον κόσμο της Βε- ρόνας και άφηνε πίσω της τον δικό της. Η σκηνή άλλαξε και από τον θορυβώδη χορό μεταφέρθηκε στο μπαλ- κόνι της Ιουλιέτας με τους κισσούς. Ήταν τόσο ενσωματωμένος στις σκιές. ορκίσου μου πως μ’ αγα- πάς κι εγώ δε θα ’χω πια το όνομα των Καπουλέτων”». Σαν αυ- τήν το ίδιο βαθιά και η αγάπη μου. Το απαλό ύφασμα από το μανίκι . Η Θάλεια δεν ήταν Ιουλιέτα να αφεθεί τυφλά στον έρωτα. κατάφερε να του πει. Ήξερε όμως ότι τα αόρατα δεσμά που την κρατούσαν δεμένη με τον Μάρκο είχαν χαλαρώσει μόνο προσωρινά. Διέσχισε βιαστικά τον μισοσκότεινο διάδρομο και άκουγε ακόμα τα πνιχτά λόγια των ηθοποιών. «Το έργο.. κάποιον που αρνιόταν να την εμπιστευθεί. Ένιωθε σαν να της κοβόταν η ανάσα. Δεν μπορούσαν να λυθούν. γιατί είναι και τα δυο αιώνια!”» Η Θάλεια πίεσε τα χέρια στα αυτιά της. τη λα- χτάρα που οδηγούσε αναπότρεπτα στην καταστροφή. Εμφανίστηκε εκεί με το άσπρο νυχτικό της. με τα μαύρα μαλλιά και το μαύρο βελού- δινο πανωφόρι. Μα αν δε θέλεις να αλλάξεις το όνομά σου. «‘Ή γενναιοδωρία μου σ’ εσένα απέραντη είναι σαν τη θάλασσα. επηρεάζει κι εμένα». Για κάποιον τον οποίο δεν καταλάβαινε απόλυτα. στενάζοντας μ’ όλη τη βαθιά μελαγχολία που ένιωθε μέσα της και η ίδια η Θάλεια. κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της. Η Θάλεια έ- γειρε πίσω στην καρέκλα της σαν να λύθηκε από πάνω της ένα σφιχτό σκοινί. Άνοιξε τα μάτια της και τον είδε να ξεπροβάλλει απ’ τα σκοτάδια.» Ο Μάρκο γέλασε κι έγειρε δίπλα της. Η Θάλεια δεν μπορούσε να αντέξει πια τον ανεκπλήρωτο πόθο. «Δε με απέρριψε. Μάρκο. «Αν καβγάδιζα συνέχεια. «Τα είπες αυτά στη Ρόζαλιν. Να. «Πες μου τι συνέβη». «Υπάρχουν επίσης και οι αδερφές σου.. Ο Μάρκο θα μπορούσε εύκολα να την παραμερίσει. Γιατί. Ή αν ερωτευόμουν νεαρές άκαρδες κο- πέλες σαν τη Ρόζαλιν. «Και τι συνέβη μετά. «Και η Ρόζαλιν σου. «Όχι μόνο εσένα». «Μόνο τότε άρ- χισα να σκοτώνω κι έμαθα πολύ καλά το μάθημά μου». Μερικοί άνθρωποι όμως με δυσκολεύουν πολύ». Ρίχτηκε στην αγκαλιά σου. αγγίζοντας ανε- παίσθητα το χέρι του. Ο Μάρκο σώπασε κι έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της. Τα μάτια του ήταν ολόμαυρα μέσα στη σκιά και οι ώμοι του σφιγμένοι. δεν ήθελε να είναι μόνη. Τι απέγινε εκείνη. πα- τώντας στις μύτες των ποδιών της. του ψιθύρισε. αλλά δεν τραβήχτηκε μακριά του. του είπε μαλακά. «Είμαι σίγουρη ότι δεν μπορεί να εννοείς εμένα». με έστειλε στο στρατό». Κακώς ονομαστήκατε Μούσες. Μάρκο». Η Θά- λεια αναρίγησε.του χάιδεψε το γυμνό της μπράτσο. Τον σκότωσες. . Γύρισε προς το μέρος του και ακούμπησε τα δυο της χέρια στον τοίχο ε- γκλωβίζοντάς τον. Γιατί είστε ξερο- κέφαλες και επικίνδυνες σαν τις Ερινύες».. από τον ήχο της φωνής του. κάρα. Την ξαναείδες ποτέ.» «Δεν πρόλαβα. Πρέπει να ομολογήσω ναι και στα δύο». Παρασυρμένη από την ιστορία του.» τον πείραξε. «Ώστε είσαι τζέντλεμαν τώρα. δεν είναι παρά- ξενο που είχες τόσα προβλήματα μαζί της!» Η Θάλεια κόλλησε περισσό- τερο επάνω του απολαμβάνοντας την αντίδραση του κορμιού του στο άγ- γιγμά της. Αν ήταν να πέσει στην άβυσσο. «Ένας τζέντλεμαν δεν τα αποκαλύ- πτει αυτά». «Παρά τον τίτλο σου δεν είμαι σίγουρη. λίγο πιο πάνω από το γάντι της. Ότι είχε τον έλεγχο για πρώτη φορά στη ζωή της. Έτσι. Μάρκο. Ο προστάτης της όμως με προσκάλεσε σε μονομαχία». «Ήρθε να σε βρει τη νύχτα πριν τη μονομαχία.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Ο πατέρας μου έμαθε τι είχε συμβεί και αποφάσισε πως δεν άντεχε άλλο τη νεανική ανοησία μου.» «Προσπαθώ να είμαι. εννοείς. ό- μως της άρεσε η ψευδαίσθηση ότι τον κρατούσε εκεί αιχμάλωτο.» Έδωσε ένα απαλό φιλί στο πιγούνι του και ανάσανε βαθιά το άρωμά του. έτσι. η Θά- λεια ακούμπησε τα δάχτυλά της στον τοίχο μεταξύ τους. της αποκρίθηκε με τραχύτητα στη φωνή. έτσι που τα κορμιά τους αγγίχτηκαν. αν τα είπες. «Ούτε και τη Ρόζαλιν μπορώ να φανταστώ ποτέ να σε απορρίπτει. ώσπου βρήκαν μια ήσυχη. «Μου είπε πολλά πράγματα». είναι βέβαιο». Υπήρχαν μόνο τα κορμιά τους. «Και τι είμαι τελικά. «αφήνοντας ένα λευκό κρίνο στη θέση σου. ήταν και της αδερφής σου. Εκείνη κοίταξε πέρα στο διάδρομο και ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο δίκιο είχε ο Μάρκο. Ο Μάρκο αγκάλιασε το πρόσωπό της με τα χέρια του και ανασήκωσε το πρόσωπό της προς το . Αυτή όμως ήταν σίγουρα η μεγαλύτερη αυταπάτη απ’ όλες. Και χαίρομαι που τώρα το γνωρίζεις». Κάθε φορά που βρίσκονταν μόνοι τους. «Θάλεια». Σίγουρα θα σου το είπε αυτό η αδερφή σου». «Πώς σου φαίνεται εδώ.» «Η ίδια η Αφροδίτη. Αντιστάθηκε στο δέλεαρ του φιλιού του και ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του. είμαι βέβαιος». μια γωνιά όπου αποθήκευαν καρέκλες. Πήρε το χέρι του και τον τράβηξε μαζί της στο διάδρομο. όλες οι αυταπάτες έσβη- ναν στην αγκαλιά του. σαν αντήχηση της δικής της. μπέλα. Μέσα από στρώσεις λινού και βελούδου η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. βόγκηξε εκείνος και πήρε επιτέλους τα χέρια της. Η Θάλεια χαχάνισε και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του.» «Σου είπα. όλος ο κόσμος χανόταν από γύρω τους. Παρ’ όλα αυτά δεν την ένοιαζε. του ψιθύρισε.» Έμεινε ακίνητος. που αγκαλιάζονταν μέσα στο σκοτάδι. Έκλεισε τα μάτια της και τον κράτησε σφιχτά επάνω της. σ’ όλο το λαμπερό μεγαλείο της. μπελά. όχι ακόμα του- λάχιστον. μια μαύρη κουρτίνα την οποία η Θάλεια μπορούσε απλώς να παραμερίσει λίγο για να ξεκλέψει μια ματιά απ’ την αλήθεια. τα πνεύματά τους ενωμένα. «Ναι. Άλλαξα πια μεθόδους. «Θάλεια. «Μήπως τώρα πρόκειται να εξαφανιστείς». Υπήρχε μόνο ο Μάρκο και η ευτυχία που της προκαλούσε. Θα μπορούσε να τους δει οποιοσδήποτε. Την έκανε να νιώθει ελεύθερη. «Μόνο αυτό έχεις να πεις για ένα τέτοιο μυστικό. Έ- κανα λάθος που σε αποκάλεσα Ερινύα». απόμερη κόχη. Η ζωή του Μάρκο ήταν καλυμμένη από ένα σύννεφο καπνού. δεν ήταν μόνο δικό μου μυστικό. «Σου είπα. Κράτησε τους ώμους της και την απομάκρυνε από πάνω του. «Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό εδώ».» του ψιθύρισε. Μάλλον αυτή ήταν άλλη μια απόδειξη ότι είχε αρχί- σει να χάνει τα λογικά της. όπως ακρι- βώς και στο μουσείο. γρήγορα και παθιασμένα. «Τώρα πήγαινε. Θα τα επέστρεφα εκεί ό- που ανήκουν.. Ο Μάρκο τη φίλησε άλλη μια φορά. «Μαζί μου τα μυστικά σου δεν κινδυνεύουν». δε θα βρισκόμουν ακόμα εδώ. Θα μιλήσουμε αργότερα». Η Θάλεια κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Θα μου πεις..» «Αν τα είχα βρει. Όμως δεν μπορούσε να τον αφήσει από κοντά της. Αν τα έχει ακόμα. «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ». παγιδευμένο. «Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Κοίταξε πίσω της.» τον πίεσε. Γιατί έκανες τόσο ταξίδι ως εδώ. Θάλεια». Τι θέλεις από μένα. Δεν είδε την Καλλιόπη και τον Κάμερον. δε θα δίσταζε να καμαρώσει για το κατόρθωμά του!» «Σωστά. τα φυλάει πολύ καλά κρυμμένα». τότε όμως άκουσαν ομιλίες στο διάδρομο και η Θάλεια τινάχτηκε μακριά του. όμως. «Φυσικά και θα το κάνω! Ποτέ δεν μπορώ να αντισταθώ σ’ ένα γρίφο». Μήπως τα θέλεις για τον εαυτό σου. Πες μου απλώς για τη λαίδη Ρίβερτον. «Τότε μην το κάνεις!» Πίεσε τα χέρια της πάνω στα δικά του κρατώντας τον εκεί. Αν υπήρχε κάποιος αγορα- στής. «Και τα βρήκες. έτσι δεν είναι. έχοντας ένα στραβό. Η Θάλεια έστρωσε γρήγορα τα μαλλιά και το κορσάζ του φορέματος της. Παίρνοντας βαθιά ανάσα η Θάλεια αναμείχτηκε με το πλήθος που έβγαινε απ’ τα θεω- ρεία για το διάλειμμα. «Αν δεν το κάνω. «Μήπως τα έχει ήδη πουλήσει. Εκείνος της έγνεψε καταφατικά.» Η Θάλεια ξέσπασε σ’ ένα γέλιο στεγνό από χιούμορ.» «Θάλεια. σπρώχνοντάς τη να βγει προς το διάδρομο. εισβάλλοντας όλο και περισσότερο στη μικρή ιδιωτική γωνιά τους. ύστερα τη γύρισε από την άλλη μεριά. πονηρό χαμόγελο στα χείλη του. αλλά ο Μάρκο είχε ήδη χαθεί στις σκιές.» άρχισε να της λέει. «Δε μ’ αρέσει να σου κρα- τάω μυστικά. της ψιθύρισε καθώς οι φωνές δυνά- μωναν. όπως συνέβαινε πάντα.» «Οι διασυνδέσεις μου στο εμπόριο αρχαιοτήτων δεν έχουν ακούσει να κυκλοφόρησαν τέτοια αντικείμενα στην αγορά. Ο χρόνος τους τελείωνε. Γιατί όμως. έτσι συμπέρανε ότι βρίσκονταν . «Τι θέλεις να σου πω.δικό του. Ήρθες να βρεις τα ιερά σκεύη που έκλεψε από τη Σάντα Λουτσία. Φαινόταν χλομός μέσα στο σκοτάδι. είναι σίγουρο πως θα με καταδιώκεις μέ- χρι να πεθάνω». Ώστε λοιπόν η λαίδη Ρίβερτον τα έχει ακόμα κι εσύ τα αναζη- τάς.» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. έ- στριψε προς τα σκαλιά πηγαίνοντας να βρει κάποιο αναψυκτικό. είδε τη λαίδη Ρίβερτον να σταματάει μια στιγμή δίπλα σ’ έναν ψηλό. σωματώδη άντρα ντυμένο με λιβρέα. ο οποίος της πρόσφερε ένα ποτήρι με παντς και. Ήξερε όμως πως ήταν αλήθεια. Έτσι. της είπε χαμογελαστός. Σκέφτηκε όμως πως ήταν περίεργο να βλέπει τον Μάρκο σαν σύμμαχο. ανοίγοντας χώρο ανάμεσα στο πλήθος. Το σημείωμα εξαφανίστηκε μέσα στο μανίκι του άντρα. είπε ο Κάμερον. Εκείνη όμως ένιωθε τα μάγουλα της φλογισμένα και δεν μπο- ρούσε ακόμα να αντικρίσει τα διορατικά μάτια της αδερφής της. «Δεν ήθελα να την ανησυχήσω». «Ήθελα απλώς λίγο καθαρό αέρα». την άφησα να ψιλοκουβεντιάζει με τη λαίδη Μπί- λινγκσφιλντ». «Η Καλλιόπη είχε αρχίσει να ανησυχεί για σένα». Τα φτερά απομακρύνονταν προς την κατεύθυνση του φουαγέ. *** . «Μη νοιάζεσαι. Μόλις επιτέλους έ- φτασε σε ένα πιο ήσυχο σημείο. Χωρίς να το καλοσκεφτεί. οι δυο τους γελούσαν σαν να μην είχαν την παραμικρή έγνοια. Θα μιλούσε αργό- τερα στον Μάρκο για το περιστατικό με τη λαίδη Ρίβερτον και τον υπη- ρέτη. Η σκηνή έγινε τόσο γρήγορα. «Πάμε να της πάρουμε μια λεμονάδα. Η τελευταία βρήκε τον Ντο- μένικο ντε Δούκα. Άλλωστε είχε και η ίδια την εμπειρία της κρυφής ανταλλαγής μηνυμάτων και ήξερε από αυτά! Ο άντρας κοίταξε πίσω από τον ώμο του και η Θάλεια είδε πως είχε ένα τετράγωνο μελαχρινό πρόσωπο με μια παχιά ουλή στο ένα μάγουλό του. το οποίο ξεχώριζε ψηλότερα από όλα τα κεφάλια. Στο ισόγειο το βλέμμα της έπεσε πάνω στο φτερωτό τουρμπάνι της λαί- δης Ρίβερτον. Όμως ο γαμπρός της της έκοψε τη φόρα. ενώ λίγο νωρίτερα τον υποψιαζόταν. Άραγε πόσο σύντομα θα άλλαζαν και πάλι τα δεδομένα. Θάλεια».ακόμα στο θεωρείο τους περιμένοντας επισκέπτες και την επιστροφή της Θάλειας.» Του έγνεψε καταφατικά και πήρε το μπράτσο του. Ύστερα εξαφανίστηκε βγαίνοντας από την έξοδο του θεάτρου και η Θά- λεια βάλθηκε να ακολουθεί τη λαίδη Ρίβερτον. Γρήγορη σαν αστραπή τού έδωσε ένα διπλωμένο φύλλο χαρτί και συνέχισε το δρόμο της. Να τον ρωτήσει τι σήμαινε. αποφασισμένη να βρει τον Μάρκο και να του αναφέ- ρει αυτό που είχε δει. «Εδώ είσαι λοιπόν. Έκανε μεταβολή. που η Θάλεια αναρωτήθηκε μήπως την είχε φανταστεί. η Θάλεια τα ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. απάντησε η Θάλεια και προσπάθησε να χαμογελάσει φυσιολογικά. Δεν του χρειαζόταν τώρα τέτοιος περισπασμός. Έ- τσι ήλπιζε να τελειώσει τη δουλειά του το γρηγορότερο και να την αφήσει ήσυχη στην ασφαλή ζωή της. Έδιωξε αποφασιστικά αυτές τις ανόητες. Όποτε βρισκόταν κοντά της. εκεί όπου την προστάτευε το άγρυπνο βλέμμα της αδερφής της. Η Θάλεια ήταν υπερβολικά έξυπνη και ιδιαί- τερα πρόθυμη να συμμετέχει σε οποιοδήποτε μυστικό σχέδιο. δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. τριγυρισμέ- νος καθώς ήταν από το άρωμά της μέσα στο σκοτάδι. Θα ήταν πολύτιμη βοηθός σε κάθε σχέδιο. δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται μόνο εκείνη. Κοίταξε προσεκτικά πέρα στο διάδρομο. Ήλπιζε πως η Θάλεια είχε επιστρέψει στο δικό της. λευκά χέρια της Θάλειας. Όμως ο περισπασμός της Θάλειας περιέπλεκε πολύ τα πράγματα. όποτε κοιτούσε τα μάτια της ή άγγιζε το χέρι της. Κι ας ήξερε πολύ καλά πως όταν θα έφευγε. Βλαστήμησε. Μακάρι η Θάλεια να έμενε εκεί ώσπου ο Μάρκο να έφευγε από το Μπαθ. Ύστερα θα είχε τελειώσει με την Αγγλία και θα μπο- ρούσε να γυρίσει πίσω στη Φλωρεντία και στη δουλειά του. στους λόφους έξω από την πόλη. με ή χωρίς τη βοήθεια της Κλειώς. Ακόμα και τώρα. Όμως η καρδιά του θα ράγιζε αν η Θάλεια πάθαινε οτιδήποτε. Ήταν αναγκασμένος να την κρατήσει μακριά. ρομαντικές σκέψεις και συγκε- ντρώθηκε στην επικείμενη συνάντηση. Αργότερα την ίδια νύχτα είχε οριστεί μία συνάντηση με κάποια από τις επαφές του. θα άφηνε πίσω του ένα κομ- μάτι από τον εαυτό του μέσα στα απαλά. την αφή της επιδερμίδας της. όλος ο αυτοέλεγχός του κατέρρεε. αν αυτό ήταν ποτέ δυνατόν! Πρώτα όμως έπρεπε να συναντήσει το σύνδε- σμό του. παίρνοντας βαθιές ανάσες και περιμένοντας να ηρεμήσει το αναστατωμένο κορμί του. Του άρεσε αυτό. Έ- πρεπε να το περιμένει ότι με την επιμονή της θα ανακάλυπτε την άκρη. όπου οι άνθρωποι κουβέντια- ζαν έχοντας βγει για το διάλειμμα. Όμως ήξερε ότι η ίδια ουδέποτε θα δεχόταν τέτοιον περιορισμό. Καθώς έστριβε στη γωνία είδε απέναντι του τη λαίδη Ρίβερ τον αγκαζέ . το πάθος της. όπως είχε συμβεί με τη φτωχή Μαρία. Χώθηκε στο πλήθος και άρχισε να χαμογελάει και να υποκλίνεται σε γνωστούς σαν να μην είχε καμία ανησυ- χία στο μυαλό του. Σύντομα θα επέστρεφαν όλοι στα θεω- ρεία τους. Τη γεύση της. Ο Μάρκο έμεινε στη σκοτεινή κόχη για μερικά λεπτά ακόμα. χωρίς να α- ναλογίζεται τη δική της ασφάλεια. Επιτέλους τα πράγματα προχωρούσαν και έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα για να πετύχει ένα ικανοποι- ητικό αποτέλεσμα. αγαπούσε το λαμπερό πνεύμα. Ο Μάρκο υποκλίθηκε πάνω από το χέρι της και η λαίδη γύρισε να φύγει μαζί με τον Ντομένικο. Αλλά βλέπω ότι ο φίλος μου με αντικατέστησε ήδη. εγώ πρέπει να αρνηθώ γι’ απόψε». λαίδη Ρίβερτον. Μόνο έ- νας τρόπος υπήρχε για να μάθει την απάντηση. Μπουόνο. ο Μάρκο όμως δεν ξεγε- λιόταν. Τα δυο μεγαλύτερα εμπόδια βρίσκονταν εκεί. αύριο για τσάι».με τον Ντομένικο ντε Λούκα. είπε ο Ντομένικο. Και τους δύο». Υπάρχει χώρος και για τους δυο σας στο θεωρείο μου». έστω και για μια στιγμή». «Ελάτε. «Δε θα άντεχα να δω μια τόσο όμορφη κυρία μόνη. αλίμονο». μπροστά του. «Θα έχω μια μικρή συνά- θροιση. «Ελπίζω όμως να σας δω σύντομα. κόμη Ντι Φαμπρίτσι. Η λαίδη Ρίβερτον γέλασε και χτύπησε το μπράτσο του με την κλειστή βεντάλια της. Ο Μάρκο κοίταξε τον Ντομένικο πάνω από τα φτερά της λαίδης. είπε ο Μάρκο φέρ- νοντας το χέρι στην καρδιά του. Έτσι ο Μάρκο θα φρόντιζε με την ησυχία του τις δικές του υποθέσεις. λοιπόν. Ή μήπως ο Ντομένικο έπαιζε τώρα το δικό του παιχνίδι με την υποκόμισσα. . που εξαφανι- στήκατε έτσι χωρίς ούτε μια λέξη στους φίλους σας! Χρειαζόμουν ένα συ- νοδό. πήρε το χέρι της και έδωσε με αβρότητα ένα φιλί στον καρπό της. Εκεί- νος απάντησε ανασηκώνοντας αθώα τους ώμους. «Α. «Αλίμονο. του είπε. «Ελπίζω εσείς οι δύο να μην μονομαχήσετε!» τιτίβισε η λαίδη Ρίβερτον. «Ήσαστε πολύ άτακτος. μπέλα!» είπε πρόσχαρος και πήγε κοντά της. σκέφτηκε ο Μάρκο με μια αόριστη ικα- νοποίηση. φυσικά.' «Πόσο μου λεί- ψατε. κυρία. Η λαίδη Ρίβερτον θα τον κρατούσε απασχολημένο για την υπό- λοιπη βραδιά. «Σας βεβαιώ πως δεν υπάρχει ανάγκη. Μήπως λοιπόν είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους. και ο σινιόρ Ντε Λούκα είναι τόσο ευγενικός». Ανάθεμα! σκέφτηκε. με κάποιους επισκέπτες που είμαι σίγουρη πως θα εκτιμήσετε». Σε μια άκρη της αίθουσας έπαιζε η ορχήστρα πάνω σε μια εξέ- . Πράγματι έμοιαζε με ένα όμορφο ζαχαρωτό. καλή μου. ένα κοστούμι από αχνορόζ μπροκάρ και ασημένιο τούλι. και παρατήρησε το κοστούμι της. παραλληλόγραμμο. Μέσα από την περιορισμένη οπτική των δυο χρυσαφένιων δερμάτι- νων ανοιγμάτων ο κόσμος φαινόταν εντελώς διαφορετικός. Χαμήλωσε τη μάσκα. Απόψε δεν έ- μοιαζε με μούσα ούτε με Ερινύα. ' Τα μαλλιά της ήταν κρυμμένα κάτω από μια πουδραρισμένη περούκα κι ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο. Πήρε τη μαγκούρα της με τις όμορφες κορδέλες και το μικρό προβα- τάκι με τις ρόδες που είχε δανειστεί από το παιδικό δωμάτιο της Ψυχής. αντί για πληθώρα επιλογών τώρα υπήρχε μόνο μία. μάλλον άδειο δωμάτιο σε βενετσιάνικο παλάτσο. Με τη μάσκα της και κάμποσο ρουζ και πούδρα στο πρόσωπό της.» της φώναξε η Καλλιόπη απ’ το διά- δρομο. «Θάλεια. γαρνιρισμένο κι αυτό με περισσότερη κορ- δέλα. «Μια στιγμή!» απάντησε η Θάλεια δένοντας τα σατέν κορδόνια της μά- σκας. με φουσκωτά μανίκια γαρνιρισμένα με ασημιές κορδέλες. Τώρα ήταν πάνοπλη και έτοιμη. Από τα δοκάρια της ορο- φής κρέμονταν χρυσά και σκούρα μπλε υφάσματα που λαμπύριζαν σαν το λυκόφως. η Θάλεια ήταν εντελώς αγνώριστη. είσαι έτοιμη. Κάτω από τον πο- δόγυρο της φούστας της ξεπρόβαλλαν δυο ασημένια γοβάκια και οι ροζ κάλτσες της. *** Κάτω από την καθοδήγηση της Καλλιόπης η αίθουσα χορού στο πανδο- χείο Κουίνς Χεντ είχε μετατραπεί από ένα ευρύχωρο. «Η άμαξα περιμένει». Η απολύτως άκακη παρου- σία της θα τη βοηθούσε να ακολουθήσει τη λαίδη Ρίβερτον και να ανακα- λύψει αν η τελευταία είχε ένα μυστικό ραντεβού με τον υποτιθέμενο υπη- ρέτη. Αλλά και ποιος ήταν ο σημαδεμένος άντρας με τη λι- βρέα. Κεφάλαιο 14 Η Θάλεια ανέβασε τη μάσκα στα μάτια της και κοιτάχτηκε στον καθρέ- φτη. Αντί για μυ- ριάδες χρώματα και αισθήσεις. Να βοηθήσει τον Μάρκο να βρει πού είχε κρύψει η λαίδη Ρίβερτον τα α- σημένια ιερά σκεύη. Κανέναν δε θα τρόμαζε με τα ρούχα της βοσκοπούλας. Ήταν σαν να είχαν πετάξει μακριά από την Αγγλία και να προσγειώ- θηκαν στο μαγευτικό τοπίο της Ιταλίας. αγάπη μου. Έμοιαζαν σαν δυο θεοί που μόλις κατέβηκαν από τον Όλυμπο για να χαρίσουν στον κό- σμο την ομορφιά και τη σοφία τους. Αδημονούσε για όσα επρόκειτο να συμβούν για τις αμέτρητες πιθανότητες που ανοίγονταν μπροστά της. «Μακάρι να είχα τη δύναμη να φέρω επίσης μερικές πορτοκαλιές και λεμονιές. «Δε νομίζω. Η διακόσμηση είναι τέλεια». στην πόλη βρισκόμαστε». Μερικοί υπη- ρέτες πηγαινοέρχονταν φέρνοντας ποτήρια με κρασί και δίσκους με τα α- ναψυκτικά για τα οποία ανησυχούσε η Καλλιόπη. Φορούσε κι εκείνος λευκό χιτώνα και χρυσά σανδάλια. επι- θεωρώντας τον πίνακα του νυχτερινού Ριάλτο. «Ω Καλ». Πάντα της άρεσε αυτή η ώρα οποιασδήποτε γιορτής. χρυσό κράνος και ασπίδα. Η Καλλιόπη. καθώς κι ένα στεφάνι από χρυσά στάχια στο κεφάλι του. Στην άλλη άκρη της αίθουσας υπήρχε ένας τεράστιος πίνακας της Γέφυ- ρας του Ριάλτο τη νύχτα. . Σέρνοντας πίσω της το μικρό πρόβατο. τακτοποιώντας κάποια ποτήρια. «Σου είπα. Τουλάχιστον όμως πρέ- πει να βεβαιωθώ ότι τα αναψυκτικά είναι όπως πρέπει. την απέραντη ομορφιά αυτής της χώρας. Ή ίσως και κάνα δυο ε- λαιόδεντρα». Η Καλλιόπη δε φάνηκε να πείθεται. είπε ο Κάμερον παίρνο- ντας το χέρι της. απλώνοντας στη βραδιά μια βενετσιάνικη ατμόσφαιρα μυστηρίου και παρακμής. περιπλανήθηκε τριγύρω από την αίθουσα στρώνοντας τα υφάσματα. Στα αριστερά και δεξιά είχαν στηθεί μικρά τραπέζια με μπλε και χρυσαφιά τραπεζομάντιλα για το παίξιμο χαρτιών καθώς και μικρές γωνιές καθιστι- κών για χαλάρωση και κουβεντούλα. Αχ και να είχαμε τόσο χώρο στο σπίτι μας γι’ αυτόν το χορό!» Οι δυο τους απομακρύνθηκαν βιαστικά αφήνοντας τη Θάλεια δίπλα στην πόρτα. «Είναι τέλεια». ψιθύρισε η Θάλεια κοιτώντας γύρω της. ντυμένη σαν θεά Αθήνα με άσπρο χιτώνα. Να χαθεί για πάντα μέσα στη μαγεία τους.δρα και μπροστά είχε ανοιχτεί ένας μακρύς διάδρομος για το χορό. «Κανείς δεν περιμένει να δει ένα περι- βόλι στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμα πιο βενετσιά- νικη. Ήταν πολύ νωρίς το βράδυ· οι καλεσμένοι δεν είχαν αρχίσει να καταφθάνουν και οι μουσικοί κούρδιζαν τα όργανά τους. κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ο σκούρος βιολετής ουρα- νός λαμπύριζε πάνω από την άσπρη πέτρα. Θυμήθηκε την Ιταλία. την παλλόμενη ενέργεια των αρ- χαίων κτιρίων που την καλούσε να συμμετέχει σε όλα αυτά. Τα τραπέζια για τα χαρτιά ήταν κι αυτά γεμάτα και. Στηριζόταν στο μπράτσο ενός ψηλού. Μαζί με κάποιον Ιταλό γνωστό της. κάμποσοι Ερρίκοι και Αικατερίνες των Μεδίκων ποντάριζαν ήδη στοιχήματα στις κάρτες τους. Η λαίδη Ρίβερτον φορούσε μια τουρκουάζ και χρυσή τουαλέτα. Σίγουρα η αδερφή της θα ήταν απασχολημένη όλη τη βραδιά τίποτα δεν αγαπούσε περισσότερο από το να συντονίζει τέτοιες εκδηλώσεις! Να κάνει το στρατηγό στον κοινωνικό της λόχο. Όπως όλοι τους όμως έτσι κι ο Κάμερον με τη Θάλεια ενδιαφέρονταν μόνο για την ιστορία. χρυσά βραχιόλια στο σχήμα φιδιών πάνω στα γυμνά μπράτσα της και τουρκουάζ σανδάλια στα πόδια. η Θάλεια ήταν σίγουρη πως θα τον γνώριζε. Όποια μεταμφίεση κι αν διάλεγε. Η Καλλιόπη σίγουρα δε χρειαζόταν να ανησυχεί για την επάρκεια των αναψυκτικών. γυμνασμένου Φαραώ. γιατί η Καλ θα μπορούσε να τον κάνει πρωθυπουργό στο άψε σβήσε. μαυροντυμένους μάγους και πολύχρωμους Τσιγγάνους χόρευαν ενώνοντας τα χέρια και χοροπηδώντας ανά ζεύγη.. καλή μου. Με το προβατάκι της παραμάσχαλα χαμογελούσε. μεσαιω- νικές βασίλισσες. *** Έχοντας για μία περίπου ώρα υποδεχτεί ανθρώπους χαιρετώντας και καθοδηγώντας τους προς τον μπουφέ. Έτσι δεν υπήρχε πια χρόνος για περισ- σότερα ονειροπολήματα για τα μυστήρια της Ιταλίας. με φαρδύ γιακά στολισμένο με πετράδια και χρυσή ζώνη. Ήταν κρίμα που ο Κάμερον δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον στην πολι- τική. Ήταν χρήσιμο που η μοδίστρα είχε μαρτυρήσει τη μεταμφίεση στη Θάλεια. «Κατά φωνή.» μουρμούρισε η Θάλεια βλέποντας την Κλεοπάτρα να κά- νει τη μεγαλοπρεπή είσοδό της. γιατί η λαίδη Ρίβερτον φορούσε μαύρη περούκα και χρυσή μάσκα. Η αί- θουσα δεν ήταν πια ο ήσυχος. αφού όλοι έδειχναν να πίνουν με αφθονία! Όμως δεν έβλεπε καμία Κλεοπάτρα. οι επι- σκέπτες μας άρχισαν να φτάνουν». χαιρετούσε. άδειος χώρος που είχαν βρει όταν έφτασαν εδώ! Στην πίστα ένα παράξενο συνονθύλευμα από Έλληνες θεούς. Κι ούτε κανείς από τους παρευρι- σκόμενους μπορούσε να είναι ο Μάρκο. η Θάλεια επιτέλους μπόρεσε να φύγει από την υποδοχή της εισόδου και να χωθεί μέσα στο πλήθος. «Έλα. Είδε την Καλλιόπη στην άλλη άκρη της αίθουσας να μιλάει σε δύο υπηρέτες. «Θάλεια!» άκουσε την Καλλιόπη να της φωνάζει. Φορούσε κι εκείνος μαύρη περούκα καθώς και ένα περί- . με έναν πτυχωτό λευκό μανδύα που κάλυπτε ελάχιστα το εντυπωσιακό στήθος και τα χέρια του. έγνεφε στους χορευτές. ψιθύρισε κι έγειρε πίσω το κεφάλι να του χαμογελάσει. ναι. Απορροφημένη καθώς ήταν να παρατηρεί την αλλόκοτη συμπεριφορά της λαίδης Ρίβερτον. «Έχεις κι εσύ τους λόγους σου να παρα- τηρείς κρυφά τους άλλους». Ανυπομονούσες να με δεις. Στην πραγματικότητα μάλιστα κοιτούσαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Το χαμόγελό του ήταν αστραφτερό.. Τη γεύση τους. «Και τι μπορεί να ήταν αυτό. Χείλη που τώρα πλέον τα ήξερε καλά. με ένα μαύρο και άσπρο βελούδινο σακάκι και μαύρη βελούδινη μάσκα που έκρυβε το μισό πρόσωπό του.» ψέλλισε και τα λόγια της διακόπηκαν από δυο χείλη που πίεσαν προκλητικά τα δικά της. Και τότε τη φίλησε πάλι σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του. οι δυο τους όμως δεν αντάλλασσαν λέξη. ψιθύρισε η Θάλεια.» την πείραξε. Μα πώς το είχε σκεφτεί. την επόμενη στιγμή βρέθηκε τυλιγμένη από δυο μπράτσα ντυμένα με βε- λούδο.. ο δικός της Ρωμαίος. η Θάλεια δεν πρόσεξε τον άνθρωπο που πλησίασε κοντά της και την άρπαξε από τον καρπό. την αφή τους τον τρόπο που ταίριαζαν τόσο τέλεια επάνω στα δικά της.» «Για χάρη της αδερφής μου παρατηρούσα όλους τους καλεσμένους». Άρχισε να προχωρεί προς την πόρτα. «Η Καλλιόπη απολαμβάνει πραγματικά το ρόλο της οι- κοδέσποινας. της είπε. Η Θάλεια ωστόσο διέκρινε την άκρη μιας παχιάς ουλής στο αγέλαστο πρόσωπό του. «Μάρκο». «Μα βέβαια». Τα μαύρα μαλλιά του έπεφταν κυματιστά στο μέτωπό του. σαν να είχαν κι οι δυο το νου τους αλλού. Το πρόβατο και η μαγκούρα της έπεσαν στο πάτωμα και η Θάλεια τύλιξε . «Τρύπωσα κρυφά από την πίσω σκάλα». Πριν προλάβει να βγάλει μια κραυγή ένιωσε να τη σπρώχνουν πίσω από ένα σκούρο μπλε ριντό και. Ήταν μεταμφιεσμένος σε πρίγκιπα της Αναγέννησης.» «Α. Όπως και όλος ο κόσμος του Μπαθ». «Τι. «Εδώ είσαι λοιπόν!» «Φυσικά και είμαι εδώ.τεχνο χρυσό κάλυμμα του κεφαλιού και μάσκα. ώστε με περίμενες. Δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη σαν βοσκοπούλα! Είδε την Κλεοπά- τρα και τον Φαραώ της να παίρνουν ποτήρια από το δίσκο ενός υπηρέτη. Μα πώς ήρθες χωρίς να σε δω. Η Θάλεια γέλασε. «Ήθελα να παρατηρήσω κάτι πολύ συγκεκριμένο». μετανιώνοντας για την απόφασή της να φορέσει ένα τόσο ογκώδες κοστούμι καθώς οι κορδέλες της πιά- στηκαν στο χαρτονένιο ξίφος ενός ιππότη.» «Μια όμορφη ροζ βοσκοπούλα». της ψιθύρισε παράφορα και φίλησε το λοβό του αυτιού της.» «Τι εύχεσαι.τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του. Ένιωθε πως ήταν ο εαυτός της. Η Θάλεια τραβήχτηκε μακριά του και πίεσε το δάχτυλό της στα χείλη του. μόνο για μια στιγμή». μουρμού- ρισε. θα χορέψω τον επόμενο χορό μαζί σου». Η α- δερφή της φαινόταν ικανοποιημένη προς το παρόν κι έπαιζε μια παρτίδα χαρτιά μαζί με τον Κάμερον και τους Γκρίμσμπι. «Μείνε μαζί μου. Τότε χορεύαμε όλη νύχτα». Δεν έχω πάψει να το σκέφτομαι». μου λείπουν. Δεν ήθελε να α- κούει τίποτα. Στο κάτω μέρος της σκάλας υπήρχε μια πόρτα που έβγαζε σε . Μάζεψε τη μαγκούρα της από το πά- τωμα κι έφυγε γρήγορα. κρατώντας τις φούστες της για να μην ακούγεται το θρόι- σμά τους. «Πρέπει να πάω να δω μήπως με χρειάζεται η αδερφή μου». Ήταν λαίδη Ρίβερ- τον δεν μπορούσε να είναι άλλη. η Θάλεια ξε- γλίστρησε πίσω απ’ την κουρτίνα. καμία δε φορούσε τέτοιο χρώμα στον α- ποψινό χορό. πήγε κοντά στην Καλλιόπη.. ενώ ο χορός είχε ζωηρέ- ψει για τα καλά. Όμως ένα ξαφνικό ξέσπασμα γέλιου από την άλλη μεριά της κουρτίνας της θύμισε πως. Ό. βρίσκονταν ακόμα μέσα στον κόσμο. Το χορό των με- ταμφιεσμένων στην πλατεία. δεν άκουγε πια τίποτ’ άλλο γύρω της.. Η Θάλεια γέλασε. καλώς ή κακώς. Μου λείπει ο ήλιος. Θυμάσαι στη Σάντα Λουτσία.. «Εύχο- μαι. «Εγώ σε χρειάζομαι. κάρα». Αφού κοντοστάθηκε για μια στιγμή μπροστά στον καθρέφτη για να ι- σιώσει την περούκα και τη μάσκα της. με τρόπο που δεν το μπορούσε πουθενά αλλού. «Ναι.» Τον φίλησε στα γρήγορα. εκείνη ένιωθε ασφαλής.τι κι αν συνέβαινε στον κόσμο. Θάλεια. του είπε. «Δεν μπορώ!» «Τότε χόρεψε μαζί μου. «Φυσικά και θυμάμαι. Πίσω στην Ιταλία. Μόλις έφυγε από το τραπέζι της Καλλιόπης το μάτι της έπεσε πάνω σε μια τουρκουάζ τουαλέτα στο πίσω μέρος της αίθουσας. Η Θάλεια πήγε βιαστικά προς τα εκεί ώσπου βρέθηκε σε ένα μισοσκότεινο κλιμακοστάσιο. Πριν ο Μάρκο προλάβει να την παροτρύνει ξανά να μείνει.. Όπως πάντα όταν βρισκόταν στην αγκαλιά του. Άκουσε βήματα να απομακρύνονται προς τα κάτω και βιάστηκε να τα ακολουθήσει.» «Εύχομαι να μπορούσα να γυρίσω πίσω σ’ εκείνη τη νύχτα. ξεχνώντας πάνω στη βιασύνη της να του πει για τον σημαδεμένο υπηρέτη. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο!» «Χρειάζεται υπομονή. Η Θάλεια άκουγε μόνο κάποιες σκόρπιες λέξεις και με μεγάλη προσοχή πλησίασε περισσότερο. «Μάλιστα... Δεν είχε καμία όρεξη να δει τις τρυφερότητες της Κλεοπάτρας με τον μεγαλόσωμο Φα- ραώ της! Όμως το φορτίο και η σπηλιά αυτό ναι. «Δεν έβαλες στο νου σου να μας τη φέρεις. η Θάλεια όμως την αγνόησε και κρύφτηκε πίσω από ένα βαρέλι ακριβώς μπροστά στην είσοδο. βρήκες ακόμα τους φίλους σου. όπου υπήρχαν στοίβες από κάρβουνα και βαρέλια με προμήθειες για την κουζίνα.» είπε η λαίδη Ρίβερτον. Η Θάλεια ζά- ρωσε τη μύτη της και μαζεύτηκε πίσω στην κρυψώνα της.. Ακούστηκε ένα θρόισμα ρούχου κι ύστερα ο ήχος φιλιών. Η άλλη φωνή ήταν αντρική. σιγανή μα γεμάτη οργή. «. Θα περιμένω άλλη μια βδομάδα ακόμα κι ύστερα τέρμα. με έντονη την προφορά του βορρά. Γιατί αυτό δε θα ήταν καθόλου έξυπνο». θα κάνω τα πάντα για να το προστατέψω». εξί- σου σπάνιο αρχαίο αντικείμενο τέχνης που σύντομα θα εξαφανιζόταν για πάντα. τότε θα κάνετε ό. «Τέτοιοι τύποι δε σηκώνουν αγριάδα». «Τα πάντα». «Μόνο αν μου τη φέρετε εσείς πρώτοι. Η κοροϊδία είχε εξαφανιστεί και στη θέση της ακουγόταν μια αναμφισβήτητη απειλή. αυτό το έχεις αποδείξει ήδη. εγώ σου είπα! Αρκετά περίμενα. φυσικά. Η μυρωδιά ψαριού και σάπιων λαχανικών ήταν έντονη μέσα από τη μισόκλειστη πόρτα. Αυτό το φορτίο είναι πολύ σημα- ντικό. Η εν λόγω σπηλιά θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε. Άκουσε μια έντονη συνομιλία. Στη σπηλιά είναι όλα έτοιμα για τη μεταφορά.» είπε ο άντρας με αρκετή κοροϊδία στη φωνή του.κάποια σκοτεινή αυλή... Επρόκειτο σίγουρα για τον ασημένιο θησαυρό ή για κάποιο άλλο. Αν εσύ και οι δήθεν φίλοι σου θέλετε το υπόλοιπο χρήμα. θα έλεγα».. ήταν μια πληροφορία πολύ χρή- σιμη. έ- τσι.» «Όχι.» «Σου είπα.τι σας λέω» «Έλα τώρα». . Το Μπαθ ήταν γεμάτο από λόφους με τέτοιου είδους κρυφά λημέρια. «Δεν έχασαν όμως χρόνο όταν πήραν τα λεφτά μου! Πότε θα το παρα- δώσουν. Η μία από τις δύο φωνές ανήκε σίγουρα στη λαίδη Ρίβερτον· η Θάλεια την είχε ακούσει να χρησιμοποιεί αυτό τον τόνο στη Σάντα Λουτσία. όταν η λαίδη ήταν δυσαρεστημένη με τον κύριο Φρόμπισερ. Η λαίδη Ρίβερτον χαμή- λωσε τη φωνή της και η Θάλεια έγειρε μπροστά να ακούσει. Έπρεπε να το πει στον Μάρκο. Εκείνος θα ήξερε τι έπρεπε να γίνει στη συνέχεια. Μια κραυγή ηδονής έξω από την πόρτα επανέφερε τη Θάλεια στο πα- ρόν. Ναι, έπρεπε γρήγορα να το πει στον Μάρκο, όχι όμως εδώ, σ’ ένα δη- μόσιο χορό. Κάθε φορά που προσπαθούσε να του μιλήσει κρυφά σε μια δεξίωση, κατέληγαν οι δυο τους όπως και η λαίδη Ρίβερτον με το Φαραώ της. Ήταν ζήτημα χρόνου μέχρι να τους πιάσουν. Κρατώντας πάλι τις φούστες της, οπισθοχώρησε μέχρι που απομακρύν- θηκε αρκετά. Τότε γύρισε κι άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα τις σκάλες, επι- στρέφοντας και πάλι στη Βενετία. Άρπαξε ένα ποτήρι κρασί από το δίσκο ενός περαστικού σερβιτόρου, πήρε βαθιά ανάσα και ήπιε μια γερή γουλιά από το δυναμωτικό ποτό. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, στο στομάχι της πετάριζαν και πάλι οι πετα- λούδες. Τώρα καταλάβαινε γιατί η Κλειώ και ο Μάρκο είχαν σκαρφιστεί τον Κλέφτη με τα Κρίνα. Η παρανομία ήταν κάτι πολύ ερεθιστικό. «Μήπως χάσατε το πρόβατό σας, σινιορίνα;» άκουσε τον Μάρκο να της λέει ξαφνικά. Κοίταξε πίσω της και τον είδε να στέκεται με το χέρι απλω- μένο, δίνοντάς της χαμογελαστός το παιχνίδι της Ψυχής. «Φοβάμαι ότι δεν είμαι καλή βοσκοπούλα», του απάντησε αλλάζοντας το άδειο ποτήρι της με το πρόβατο. «Απ’ ό,τι θυμάμαι όμως, είσαι εξαιρετική χορεύτρια». «Δε λέω, μου αρέσει πολύ ο ζωηρός χορός». Τον παρατήρησε προσε- κτικά πίσω από τη μάσκα της. «Ιδίως όταν έχω έναν έμπειρο καβαλιέρο». «Α, σινιορίνα! Όπως έχουμε ήδη συζητήσει, οι χορευτικές μου ικανότη- τες είναι πράγματι εξαιρετικές». Ο Μάρκο έδωσε το άδειο ποτήρι της σ’ ένα σερβιτόρο και της πρόσφερε το μπράτσο του. «Πάμε;» Η Θάλεια έγνεψε καταφατικά και τον άφησε να την οδηγήσει προς την πίστα και σε όποια περιπέτεια τους περίμενε. Κεφάλαιο 15 «Λοιπόν, Θάλεια μία, τι ήθελες να μου πεις;» ρώτησε ο Μάρκο καθώς έ- καναν και πάλι τον περίπατό τους στο Σίντνεϊ Γκάρντενς. Ήταν το πρωινό μετά το χορό των μεταμφιεσμένων και ο ουρανός ήταν το ίδιο μουντός όπως πάντα στο Μπαθ. Μα η Θάλεια δεν πρόσεχε τα σύν- νεφα· ήταν ακόμα συνεπαρμένη από τα γεγονότα της προηγούμενης βρα- διάς. Όλη αυτή η περιπέτεια την έκανε να νιώθει πως είχε και πάλι έναν α- ληθινό σκοπό. Να εντυπωσιάσει επιτέλους τον Μάρκο. Του χαμογέλασε και συνέχισαν να προχωρούν αγκαζέ, όπως όλα τα ζευ- γάρια που είχαν βγει να πάρουν τον αέρα τους. Όμως δεν του είχε ζητήσει να βγουν βόλτα για να κουτσομπολέψουν φλερτάροντας ανάλαφρα. Έ- πρεπε να του πει όσα είχε κρυφακούσει στο χορό. Τα λόγια της λαίδης Ρίβερτον την είχαν κρατήσει ξάγρυπνη όλη νύχτα, να αναρωτιέται για τα «φορτία» και τις κρυμμένες σπηλιές. Σίγουρα ο Μάρκο θα ήξερε περισσότερα. Μήπως δεν είχε υπάρξει κι ο ίδιος κλέφτης; Σίγουρα όμως δεν ανήκε στο ίδιο σινάφι με τη λαίδη Ρίβερτον και τον σημαδεμένο σύνεργό της! Η Θάλεια δεν ήξερε ακόμα ολόκληρη την ιστο- ρία του Μάρκο, δεν μπορούσε όμως να τον φανταστεί τόσο κυριευμένο από απληστία. Ή μήπως θα έπρεπε; Διασταυρώθηκαν με πάρα πολλούς περαστικούς οι οποίοι τους χαμογε- λούσαν γνέφοντας ευγενικά. Ανυπομονώντας να πουν στους φίλους τους ότι είδαν τη δεσποινίδα Τσέις παρέα με τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι. Ανυπομο- νώντας να ακούσουν τα κουτσομπολιά των άλλων. Η Θάλεια οδήγησε τον Μάρκο σε ένα πιο ήσυχο μονοπάτι. Οι λιγοστοί άνθρωποι εκεί ήταν προφανώς πολύ απασχολημένοι ο ένας με τον άλλον για να δίνουν σημασία σε οτιδήποτε άλλο. «Μήπως ανακάλυψες πού μπορεί να κρύβει η λαίδη Ρίβερ τον τα ασημέ- νια σκεύη;» τον ρώτησε ήρεμα. Ο Μάρκο τέντωσε ερωτηματικά το φρύδι του. «Όχι ακριβώς. Κάποιος ό- μως μου είπε...» «Κάποιος;» «Μία από τις επαφές μου στο Λονδίνο. Είδε έναν από τους υπηρέτες της λαίδης Ρίβερτον στο λιμάνι να μιλάει με τον καπετάνιο ενός... πώς θα το λέγαμε, ύποπτου πλοίου. Συμπέρανε ότι πολύ σύντομα η λαίδη θα πρέπει να περιμένει ένα σημαντικό φορτίο». «Νομίζω πως το φορτίο έχει ήδη φτάσει», είπε η Θάλεια. Έσφιξε δυνατά το μπράτσο του, ανήμπορη να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της. «Χτες βράδυ την άκουσα...» «Την άκουσες;» Ο Μάρκο έπιασε τη Θάλεια από τους ώμους και την κοί- ταξε με ένταση στα μάτια. «Τι εννοείς; Την παρακολουθούσες;» «Δεν την παρακολουθούσα ακριβώς», του απάντησε. «Απλώς έτυχε να τη δω να ξεγλιστράει κρυφά χτες βράδυ από το χορό κι ίσως κρυφάκουσα μια δυο λέξεις. Συζητούσε με εκείνο τον άντρα με το γελοίο κοστούμι του Φαραώ». Και δε συζητούσε μόνο, φυσικά. Όμως η Θάλεια δεν το θεώρησε απαραίτητο να αναφέρει και τα υπόλοιπα. Ιδίως όταν ο Μάρκο την αγριο- κοίταζε. «Θάλεια, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό», της είπε βλοσυρός. «Τι θα γινό- ταν αν σε έπιαναν;» «Έχε μου λίγη εμπιστοσύνη, Μάρκο! Ήμουν πολύ προσεκτική. Δεν προ- λάβαινα να έρθω να σε βρω έτσι έπρεπε να ενεργήσω αστραπιαία». «Δεν τους ξέρεις αυτούς τους ανθρώπους, κάρα. Θα έκαναν οτιδήποτε για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και το λαθρεμπόριο τους. Αν πά- θαινες τίποτα...» «Μα δεν έπαθα! Άλλωστε, δε θέλεις να μάθεις τι άκουσα;» Ο Μάρκο κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Μήπως έχω άλλη επι- λογή;» «Όχι!» «Τότε πες μου, Θάλεια, τι άκουσες; Ήταν κανένα ρομαντικό ραντεβού;» «Ε, ναι. Αλλά επιπλέον άκουσα ότι το φορτίο θα παραδοθεί σε μια από εκείνες τις σπηλιές έξω απ’ την πόλη». Η Θάλεια συνοφρυώθηκε σαν θυμή- θηκε πόσο παρακινδυνευμένο ήταν να στήσει αυτί κρυμμένη. «Δεν ά- κουσα για ποια ακριβώς σπηλιά πρόκειται, ούτε πότε θα γίνει αυτό. Όμως είμαι σίγουρη ότι μπορώ να το ανακαλύψω!» «Όχι!» Τα χέρια του έσφιξαν τους ώμους της. «Θα το μάθω εγώ. Και να μην ακούσω ότι μπήκες κρυφά στο σπίτι της υποκόμισσας, ούτε πως λή- στεψες την άμαξά της στο δρόμο». Η Θάλεια του χαμογέλασε. «Πολύ καλά. Δε θα κάνω το ληστή, αν και πρέπει να πω ότι τη βρίσκω εξαιρετική ιδέα. Έκανα κάτι καλό, έτσι δεν εί- ναι; Κάτι χρήσιμο;» Ο Μάρκο γέλασε και λίγη από την οργή του φάνηκε να εξατμίζεται ψηλά στα γκρίζα σύννεφα. Την τράβηξε κοντά του και φίλησε στα γρήγορα το μέτωπό της. «Πράγματι, έκανες κάτι πολύ καλό». μουρμούρισε. σου το υπόσχομαι». της απάντησε. «Άρα. Από εδώ και στο εξής θέλω να μου υποσχεθείς πως θα προσέ- χεις περισσότερο». «Δε θα πάθω τίποτα. Ο ξαφνικός κόμπος στο λαιμό της την έκανε να καταπιεί νευρικά. «Θάλεια. Μάρκο. Αν πάθαινες κάτι. «Θάλεια». Ίσως δεν ήταν τίποτα σημαντικό. Όλοι. άσε με να σε κεράσω ένα παγωτό στο Μόλαντς. πού. αφήνοντας τον να την οδηγήσει πίσω στο πάρκο. Δε μου χρωστάς τίποτα. Χαμήλωσε τη φωνή του και η προφορά του ακούστηκε έντονη. «Αργότερα. τυλιγμένο σε μια υγρή ομίχλη. «Δεν είναι αυτό που με ανησυχεί». «Τότε τι είναι. Αφού μπορεί να σε βοηθάει η Κλειώ. «Σου είπα. ενώ ακόμα και οι χαρ- τοπαικτικές λέσχες ήταν σκοτεινές. Αυτός ή- ταν ο μόνος που τριγύριζε σ’ αυτή την αφιλόξενη νύχτα. Δεν μπο- ρούσε να ελπίσει τίποτα περισσότερο. Μόνο μερικά παράθυρα έλαμπαν θαμπά μέσα στη νύχτα. δε θα το άντεχα». δεν είμαι και τόσο άχρηστη». Τη συ- γκινούσε η σκέψη ότι ο Μάρκο ήταν πιθανό να νοιάζεται γι’ αυτήν. λοιπόν. «Δυστυχώς όμως ούτε το προσεκτική έρχεται στο μυαλό μου. Μάρκο. Κατέβασε το καπέλο χαμηλότερα στο μέτωπό του και συνέχισε να δια- . «Τότε. Ί- σως έτσι μπορώ να σου δώσω μερικές πληροφορίες σε αντάλλαγμα για τις δικές σου». όμως ο Μάρκο είχε στ’ αλήθεια παραδεχτεί πως η Θάλεια ήταν χρήσιμη. το τελευταίο επίθετο που θα χρησιμοποιούσα για σένα είναι ά- χρηστη». Η αίθουσα των δεξιώσεων είχε κλείσει από ώρα. Της πρόσφερε το μπράτσο του και η Θάλεια το πήρε. Ποτέ δεν είμαστε μόνοι». Γιατί άραγε ένιωθε πά- ντα ότι έκανε ένα βήμα μπροστά και τρία πίσω. Άσε με να σε βοη- θήσω. «Όχι εδώ». Ούτε κι εσύ όμως! Σε παρακαλώ. Ο Μάρκο κοίταξε στο μονοπάτι πίσω τους. Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της σαστισμένη. εκτός από τους παρανοϊκούς Ιταλούς. *** Το Μπαθ ήταν ήσυχο και σκοτεινό. «Αυτό τουλάχιστον σου το χρωστάω». Πες μου γιατί είναι τόσο σημαντικά αυτά τα ασημένια αντικείμενα». Έλα. Τουλάχιστον προς το παρόν. τότε μπορώ κι εγώ». Όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους. Μάρκο». ναι! Δε θα βάλω ποτέ σε κίνδυνο την αποστολή σου. «Το αντίθετο. κάρα. «Ω. Κράτησε τα χέρια της σφιχτά μέσα στα δικά του και την κοί- ταξε κατάματα. το ορκί- ζομαι». σκέφτηκε ο Μάρκο. Το πι- θανότερο θα εξαφανιζόταν. Ήταν ο μοναδικός ήχος που ακουγόταν καθώς έστριβε και αντίκριζε τα α- ριστοκρατικά σπίτια κατά μήκος του Κρέσεντ. παρ’ όλο που δεν ήξερε με σιγουριά πως ήταν το δικό της παράθυρο.σχίζει την πόλη τοίχο τοίχο. όπως τόσοι άλλοι αρχαίοι θησαυροί της χώ- ρας του. Τώρα σταμάτησε. Έπρεπε να βε- βαιωθεί απόλυτα ότι όλα ήταν εντάξει μ’ εκείνη πριν επιστρέφει στο παν- δοχείο. Έστω κι αν η Θάλεια ξαγρυπνούσε γράφοντας ένας Θεός ήξερε τι. Η Θάλεια είχε δίκιο για τη λαίδη Ρίβερτον και το συνοδό της. γνωστός στα κυκλώματα των κακοποιών με το καθόλου πρωτό- τυπο παρατσούκλι «ο Σημαδεμένος Τζακ». Ο Μάρκο το κοιτούσε σαν ανόητος Ρωμαίος. Όμως ο Μάρκο ήξερε πως έπρεπε να τη συγκρατήσει για να μην τη δει να κατρακυλάει στον γκρεμό πάνω στον ενθουσιασμό της. Γιατί θυμόταν πολύ καλά τι είχε συμβεί στη Μαρία. Προχώρησε μέσα από ένα στενό χαλικόστρωτο μονοπάτι ανάμεσα στο Σέρκους και το Ρόγιαλ Κρέσεντ. Κομμάτια ανεκτίμητης ιστορικής αξίας. σπασμένα και σκορπι- σμένα. Το σπίτι της Θάλειας βρισκόταν προς το τέρμα της καμπύλης του δρό- μου είχε περάσει πολλές φορές από εκεί. Ο άντρας. μια κυρία με μακριά μαλλιά σκυμμένη πάνω σ’ ένα γραφείο. Προφανώς το ίδιο αποφασισμένη ήταν και η Θάλεια Τσέις. Όχι όμως κι αυτός ο θησαυρός. Η συνάντηση με το σύνδεσμό του είχε πάει πολύ καλά. Θα ήταν χαμένος αν περίμενε με . Τότε είδε πως δεν ήταν ο μόνος άνθρωπος που ξαγρυπνούσε στο Μπαθ. Όμως ήταν σίγουρος πως ήταν εκείνη διαισθανόταν την παρουσία της. Έπρεπε να βεβαιωθεί πως η Θάλεια ήταν ασφαλής. Και μόνο η θέα της μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού της τον καθησύχαζε. Θυμήθηκε τη χαρά που άστραφτε στα καταγάλανα μάτια της όταν του ανέφερε τις πληροφορίες για τη λαίδη Ρίβερτον και τα σπήλαια. Με την έξυπνη μούσα του. προσπαθούσε να οργανώσει την αποθήκευση του πιο πρόσφατου θησαυρού της υποκόμισσας σε μια από τις σπηλιές των λόφων για να τον παραλάβουν από εκεί. σαν αναμμένος φάρος στην κρύα νύ- χτα. ένα μοναδικό λα- μπερό τετράγωνο μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άγνωστο ακόμα πού θα πήγαινε στη συνέχεια ο θησαυρός. Διέκρινε μόνο μια αμυδρή σι- λουέτα πίσω από τις διάφανες κουρτίνες. Ο Μάρκο ήταν αποφασισμένος. Ένα από τα παράθυρα του σπιτιού ήταν φωτισμένο. Τον πα- θιασμένο ενθουσιασμό της που αντικατόπτριζε τον δικό του και τον κα- λούσε να μοιραστεί τα πάντα μαζί της. Οι μπότες του έτριζαν πάνω στις πέτρες. Δεν έμοιαζε καθόλου με το Μπαθ. από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τη Θάλεια στη Σάντα Λουτσία. Αυτή τη στιγμή ένιωθε λίγο σαν τη φτωχή Ιζαμπέλα. Ήταν σαν μια πα- ραμυθένια χώρα. Η Ψυχή είχε ξυπνήσει . . τι ένιωθε η Θάλεια. Όμως. αρχαία θεά. Από ψηλά ακούστηκε ένα μωρουδίστικο κλάμα. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό με τα λιγοστά αστέρια και αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν εγκατέλειπε το σπίτι. Με το φως του κεριού πίσω της φαινόταν σαν μια χρυσή. χωρίς να ρίξει πίσω του ούτε ματιά.¬Ο Μάρκο γέ- λασε με αυτοσαρκασμό καθώς κοιτούσε το παράθυρο της. παγιδευμένη μέσα σ’ ένα κάστρο όπου μπορούσε να δει μόνο μια περιορισμένη όψη των πραγμάτων από τα ψηλά παράθυρά της. Πολύ σύντομα η Θάλεια θα έβλεπε και τα υπόλοιπα. Δε φάνηκε να τον διακρίνει μέσα στην ομίχλη κι έτσι φερόταν σαν να ήταν μόνη. Για τους άντρες και τις ζωές τους. Τότε είδε τη Θάλεια να εμφανίζεται πίσω απ’ το θολό τζάμι. που ήταν τυλιγμένο σε μια γκρίζα και ασημένια ομίχλη. Περπάτησε ώσπου βγήκε από το Κρέσεντ. τόσο η Θάλεια όσο και η Ιζαμπέλα μάθαιναν καθημερινά όλο και περισσότερα πράγματα. Έριξε μια ματιά πίσω στο γραφείο της και στις σκορπισμένες σελίδες του χειρόγραφου με το θεατρικό έργο της. Αν θα μπορούσε να κοιτάξει χαμηλά και να δει επιτέλους τα πάντα ξεκάθαρα. Είδε μια ξαφνική κίνηση κι ύστερα οι κουρτίνες τραβήχτηκαν στο πλάι. Ο Μάρκο ανάγκασε τον εαυτό του να γυρίσει και να φύγει. *** Η Θάλεια κοιτούσε το Κρέσεντ Φιλντς. όπου η καθημερινή ζωή μεταμορφωνόταν με τρόπο μα- γικό και τίποτα δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Φορούσε ά- σπρο νυχτικό και τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στους ώμους της. Να μεί- νουν οι δυο τους μόνοι απέναντι σε όλους τους εχθρούς.σταυρωμένα τα χέρια να δει τη Θάλεια να παθαίνει τα ίδια. Θα ήθελε να μάθει τα πάντα γι’ αυτήν. Κι ας ήθελε να ανέβει ως εκεί και να την πάρει στην αγκαλιά του. Η Θάλεια έγειρε στο περβάζι και κοιτούσε το δρόμο. για εκείνες τις ίδιες. Την είδε να πιέζει τα δάχτυλά της πάνω στο τζάμι σαν να προσπαθούσε να σπρώξει μακριά το φράγμα του και να πετάξει ελεύθερη μέσα στη νύχτα. Ο Μάρκο θα ήθελε πολύ να ήξερε τι σκεφτόταν. Μόνη και παράξενα θλιμμένη. τη ζωή της και πετούσε ελεύθερη προς τα σύννεφα. Μα έτσι και αλ- λιώς ήταν χαμένος. μια αδιόρατη πτυχή στο μαύρο υφάδι της νύχτας. φλω- ρεντινό προφίλ. Προσπαθούσε να ακουστεί. Ήταν αποφασισμένη γι’ αυτό και όταν μια Μούσα Τσέις έβαζε κάτι στο μυαλό της ο κόσμος θα έκανε πολύ καλά να φυλάγεται. Μα δε θα έμενε μόνη για πολύ. Άνοιξε ξαφνιασμένη το στόμα της να τον καλέσει. να παρακολουθεί το σπίτι της. «Πίστεψέ με. Κοίταξε πιο προσεκτικά και είδε μια ψηλή μαυροντυμένη φιγούρα να απομακρύνεται. Στην άκρη του μονοπατιού η μορφή γύρισε ελαφρά και τότε η Θάλεια είδε πως ήταν ο Μάρκο. Κανείς άλλος δεν είχε το δικό του όμορφο. να ποθεί να βρεθεί μαζί της. μωρό μου». «Σε καταλαβαίνω». μουρμούρισε η Θάλεια. Είτε ήταν όνειρο είτε πραγματικός τώρα ο Μάρκο είχε χαθεί και η Θάλεια ήταν και πάλι μόνη της.και ζητούσε προσοχή. να κάνει γνωστή την παρουσία της. Μήπως τον είχε απλώς φανταστεί εκεί. Αλλά ο Μάρκο είχε κιόλας εξαφανιστεί. . Γύρισε να κλείσει τις κουρτίνες και είδε μια κίνηση κάτω στο δρόμο. μόνο και μόνο επειδή εκείνη λαχταρούσε τόσο να βρεθεί μαζί του. Μια απλή σκιά. Σε λίγο βρέθηκε μέσα στη σκοτεινή κουζίνα. Μια γάτα πήδησε ξαφνικά πάνω απ’ το κάγκελο κάνοντας τη Θάλεια να βγάλει μια φωνή. Να ξεχάσει όλη αυτή την ανό- ητη αποστολή. Με το λεπτό σύρμα κατά- φερε εύκολα να ανοίξει την κλειδαριά της πόρτας. Φυσικά είχε εισβάλει ξανά σε ξένα σπίτια. το μαύρο πανωφόρι και το σκουφί της παρέ- μενε αθέατη. Ήταν υπερβολικά προστατευτικός. ήξερε μέσα της πως ήταν πολύ αργά τώρα για να κάνει πίσω. Καθώς όμως παρατηρούσε τον ήσυχο δρόμο. ένα χρήσιμο κόλπο που είχε μάθει απ’ την Κλειώ. Ο Μάρκο ποτέ δε θα της αποκάλυπτε όλη την αλήθεια για όσα συνέβαιναν. πίσω απ’ τα μικρά παράθυρα. αλλά προσπα- θούσε να μένει εντελώς ακίνητη. Λίγα λεπτά νωρίτερα κάποιες νυσταγμένες καμαριέρες είχαν βγάλει τα σκουπίδια της βραδιάς. Έτσι η Θάλεια έπρεπε να πάρει απλώς την κατάσταση στα χέρια της κι αυτό έπρεπε να γίνει τώρα. Όπως εκείνη την αξέχαστη βραδιά στη Σάντα Λουτσία. αλλιώς πολύ γρή- γορα θα έχανε το θάρρος της! Επιτέλους το φως έσβησε κι όλα βυθίστηκαν στη σιωπή. Ό- μως δεν είχε επιχειρήσει ποτέ να μπει σ’ ένα μέρος σαν το πανδοχείο. υπερβο- λικά Ιταλός για να το κάνει. Η . Κοίταξε πάνω από τον ώμο της και ξαφνικά μπήκε στον πειρασμό να κάνει μεταβολή και να γυρίσει στο σπίτι της. Τι γινόταν αν οι πληροφορίες της ήταν λανθασμένες και έμπαινε σε λάθος δωμάτιο. Πριν εκείνος εξαφανιζόταν και πάλι απ’ τη ζωή της. Ναι. Το στομάχι της είχε γίνει κόμπος από ανυπομονησία. όταν η Θάλεια μπήκε στο ίδιο το σπίτι του Μάρκο πιστεύοντας πως εκείνος μπορεί να είχε κλεφτεί με την Κλειώ. Πίεσε την παλάμη στο στόμα της και η καρδιά της χτυ- πούσε δυνατά. όπου με το μαύρο μάλλινο παντελόνι. Κεφάλαιο 16 Η Θάλεια κρύφτηκε κουρνιάζοντας πίσω από τα σιδερένια κάγκελα και παρακολουθούσε την είσοδο των υπηρετών στο πανδοχείο Γουάιτ Χαρτ. Να μην αρχίσει να τρέχει εδώ κι εκεί ουρλιάζοντας σαν δρα- πέτης φρενοκομείου. ένα φως όμως παρέμενε αναμμένο ψηλά. Πήρε βαθιά α- νάσα και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια. σίγουρα έπρεπε να δράσει τώρα. Να μένει κρυμμένη στο σκοτάδι. ποτέ δε θα την άφηνε να τον βοηθήσει στ’ αλήθεια. κά- που όπου πηγαινοερχόταν τόσος κόσμος. Πίσω από κάποιες πόρτες άκουγε φωνές. «Δεν μπορείς να αφήσεις τη σινιορίνα Τσέις. γέλια. Κρατώντας την ανάσα της έγειρε κοντά στο γυαλιστερό ξύλο και αφου- γκράστηκε προσεκτικά.φωτιά είχε σβηστεί για τη νύχτα και οι υπηρέτες είχαν αποσυρθεί στα δικά τους δωμάτια. Τα ασημένια σκεύη... Εκεί έξω όμως δεν υπήρχε ούτε ψυχή και η Θάλεια δεν άρ- γησε να βρει το δωμάτιο που αναζητούσε. το μόνο που θα καταφέρουμε με τη βία είναι να χά- σουμε την εμπιστοσύνη των ανθρώπων στους οποίους προσβλέπουμε για βοήθεια. «Εσύ. ο πιο δυνατός σύντροφός μας».» «Τα ασημένια σκεύη δεν μπορούν να μας ελευθερώσουν! Δεν μπορούν να πάρουν τα όπλα και να πολεμήσουν για μας. Η φωνή του ακουγόταν πνιχτή. «. Στην αρχή όλα ήταν ήσυχα. ώσπου επιτέ- λους έφτασε στο σωστό μέρος.. Διέσχισε βιαστικά το χώρο περνώντας ανάμεσα από κιβώτια και τραπέ- ζια και οι απαλές σόλες απ’ τις μπότες της ήταν αθόρυβες πάνω στις πλά- κες του δαπέδου. «Δεν μπορώ να αφήσω τη δουλειά που άρχισα εδώ. ο θυμός του όμως ήταν αναμφισβήτητος. Μερικές λάμπες λαδιού έκαιγαν ακόμα σ’ εκείνο το διάδρομο φωτίζοντας το δρόμο της μέχρι τις επόμενες σκάλες και τον επόμενο διάδρομο των υπηρετών. Για ποιον άλλο λόγο βρίσκομαι εδώ στο Μπαθ. μικρές κραυγές ηδονής. Σίγουρα το καταλαβαίνεις αυτό!» «Το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι μας εγκατέλειψες!» είπε ένας άλλος άντρας.. Ο σχεδιασμός και ο προγραμματισμός όμως ήταν πολύ δια- φορετικός από τη δράση. «εργάζομαι καθημερινά για το σκοπό μας. «Δεν εγκατέλειψα κανέναν». συζητήσεις. είπε ο Μάρκο και η Θάλεια έκανε γρήγορα τη μετάφραση στο μυαλό της. Η Θάλεια δυσκολευόταν να ακολουθεί τον ειρμό της συζήτησής τους. σχεδιάζοντας να φτάσει στο δωμάτιο του Μάρκο από την πίσω σκάλα. τόσο μακριά απ’ τη χώρα μου. είπε ο Μάρκο. έτσι όταν ξαφνικά μια φωνή άρχισε να φλυαρεί στα ιταλικά η Θάλεια πετάχτηκε πίσω τρομαγμένη. . Ανέβηκε τις σκάλες και στάθηκε να αφουγκραστεί στην πόρτα πριν την ανοίξει και γλιστρήσει μέσα στο στενό διάδρομο. ποτέ δε θα πείσουμε κανέναν για το δίκιο της έρευνάς μας». Τέτοιες βεβιασμένες ενέργειες είναι καταδικασμένες σε αποτυχία». Είχε μελετήσει από πριν τη διαρρύθμιση των χώρων του πανδοχείου. Πέρασε πια ο καιρός αυ- τών των συμβόλων». πάλι σε γρήγορα ιταλικά. θες να πεις». «Ο σκο- πός μας είναι ιερός και. πόσο μπλέ- κονταν σε υποθέσεις που δεν τους αφορούσαν στη Σάντα Λουτσία».. σαν κορμί που σωριάστηκε στο πάτωμα αντή- χησε ως το αυτί της Θάλειας. που πισωπάτησε τρομαγμένη στο διάδρομο. Σίγουρα η αληθινή ζωή ήταν πολύ πιο συναρπαστική από οποιαδήποτε παράσταση του θεάτρου Ρουαγιάλ! Και θύμωνε ακόμα περισσότερο όσο σκεφτόταν ότι η Κλειώ την είχε κρατήσει μακριά από όλα αυτά τα ενδια- . Αρχαιολό- γοι είναι οι άνθρωποι». σαν γροθιά που καρφώθηκε σε τρα- πέζι. «Εκείνη μην την ανακατεύεις». μη τολμώντας ούτε να ανα- σάνει. ενώ ο Μάρκο έκλεισε πίσω του την πόρτα με βρόντο. Η Θάλεια τα έχασε ακούγοντας το ό- νομά της. Και ποια σχέση είχαν η λαίδη Ρί- βερτον και ο συνεργός της σε όλα αυτά. «Ενδιαφέρονταν να κλέψουν τα αρχαία.» Η πόρτα άνοιξε απότομα. Η Θάλεια πετάχτηκε τρομαγμένη πίσω στα σκοτάδια τη στιγμή που ο Ντομένικο ντε Λούκα ξεπρόβαλε απ’ το δωμά- τιο. Για ποια «κατάσταση» μιλού- σαν ο Μάρκο και ο Ντομένικο ντε Λούκα. Και τώρα τρέχεις πίσω από αυτή την πόρνη σαν. «Δε φεύγω απ’ αυτό το καταραμένο μέρος μέχρι να λογικευτείς. Το φως της λάμπας πίσω του δημιουρ- γούσε ολόγυρά του ένα χρυσοκόκκινο περίγραμμα. κάτι πήλινα πιάτα κροτάλισαν. είπε άγρια στον άλλο. όπως όλοι. «Σου το ξαναλέω. «Μην την ξαναπιάσεις στο στόμα σου!» είπε ο Μάρκο. Τι ήταν αυτό που είχε μόλις ακούσει. «Το σχέδιό μας είναι το μόνη που θα φέρει αποτέλεσμα. νομίζω πως έχει. γρύλισε ο Μάρκο. Αν όμως τολμήσεις να την πειράξεις.. Ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος. Τα χρυσά μαλλιά του ήταν ανακατωμένα και μια μεγάλη μελανιά σκούραινε στο μάγουλό του σαν να είχε μόλις χτυπηθεί. είσαι εχθρός μας». Ο Ντομένικο απλώς έφυγε βιαστικά και εξαφανίστηκε κάτω στη σκάλα. ή αν τους αναμείξετε με οποιονδήποτε τρόπο». δεν έχει καμία σχέση μ’ όλα αυτά. Η Θάλεια έμεινε κουρνιασμένη στη θέση της.» Ένας μεγάλος γδούπος. Μάρκο». είπε πίσω του και ανέβασε το πανωφόρι του στους ώμους.. «Αλλά θα γίνω αν πλησιά- σεις τους Τσέις. Ο Μάρκο φάνηκε στο κατώφλι. κάνοντάς τον να μοιά- ζει με τον Άδη που ξεπρόβαλλε από τον Κάτω Κόσμο γεμάτος οργή. Θα δουλέψω με τον δικό μου τρόπο· εσύ κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις. Ενδιαφέρονταν για τα αρχαία. «Δεν είναι αλήθεια. «Δεν είμαι εχθρός σας». Αν δεν είσαι μαζί μας. «Κι όμως.. Ξέρουμε για την οικογένειά της. «Δεν έχει καμία σχέση μ’ όλα αυτά». όπως όλοι. » της είπε σε τόνο πειραχτικό. Θάλεια. μία. θα έχανα όλα τα ενδιαφέροντα γεγο- νότα. το μόνο που ποθούσε ήταν να τον φιλήσει. Σαν να συ- νήθιζε να καβγαδίζει καθημερινά με κάποιον συμπατριώτη του κι ύστερα να ανακαλύπτει πως μια κυρία κρυβόταν έξω από την πόρτα του φορώ- ντας παντελόνια. Να νιώσει τα μπρά- τσα του γύρω της και το κορμί του επάνω της. Έχεις έ- ναν πολύ θεατρικό τρόπο να εμφανίζεσαι στο σκηνικό». άφησε τα μαλλιά της ελεύθερα. γρύλισε.» «Αυτός ήταν». από την ασυνήθιστη φύση των περισσότε- ρων συναντήσεών μας.» είπε και. Είσαι ένας γρίφος». Σηκώθηκε όρθια και προχώρησε ως την πόρτα. «Θα έπρεπε να το περιμένω πως θα εμφανιστείς.» . βγάζοντας το σκουφί της. Κανείς δε μου λέει τίποτα. Όχι. του είπε. «Και τι ανακάλυψες απόψε.. Ο Μάρκο γέλασε ξαφνιασμένος και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. η Θάλεια δεν τον καταλάβαινε καθόλου. Ο Μάρκο ύψωσε το ένα φρύδι. χαμογε- λώντας της σαν να μην είχε την παραμικρή έγνοια του κόσμου. παρά- φορα και πέρα από κάθε λογική. έτσι έμαθα να τα ανακαλύπτω όλα μόνη μου». Έγειρε πίσω το κεφάλι της και τον παρατήρησε προσεκτικά. «Όχι μεγαλύτερος γρίφος από εσένα». Μάρκο ντι Φαμπρίτσι». «Θα πρέπει να έχεις ήδη καταλάβει πως εγώ δεν είμαι μια συνηθισμένη καθωσπρέπει Αγγλίδα. «Ντομένικο». Ο Μάρκο στεκό- ταν εκεί με το λεπτό λινό πουκάμισο και τη λυμένη γραβάτα του. Είναι αυτή συμπεριφορά μιας καθω- σπρέπει Αγγλίδας. «δε θα. «Αν καθό- μουν όλη μέρα στο σπίτι και έραβα. «Δε θα κάνεις.φέροντα γεγονότα για τόσο καιρό. Αρκεί μόνο να ένιωθε κι εκείνος το ίδιο. Ο Ντομένικο ντε Λούκα ήταν αυτός που έφυγε τόσο βιαστικά. Ακόμα και τώρα που ο καβγάς του με τον Ντε Λούκα την προειδοποιούσε πως ο Μάρκο έπαιζε κάποιο επικίνδυνο παιχνίδι. Όμως τον ήθελε. «Αυτή είναι η φύση μου δεν μπορώ να είμαι αλλιώς»..» «Το θέμα είναι τι θέλεις εσύ εδώ. ποτέ. του αντιγύρισε. ποιο πράγμα. «Το έχω διαπιστώσει. Χτύπησε και ο Μάρκο την άνοιξε απότομα. «Μου το λένε συχνά.» Η Θάλεια όρμησε στο δωμάτιο πριν ο Μάρκο καταλάβει ποια ήταν και την κλείσει απέξω. Εκείνη έγειρε πίσω στην κλειστή πόρτα και σταύρωσε και η ίδια τα χέρια της. «Θάλεια». είπε. «Και τι ήθελε εδώ. «Διάολε». αρρενωπή γεύση. Προς το παρόν». Τα στόματά τους συναντή- θηκαν ανοιχτά. προσπαθώντας να τον εισπνεύσει ως την ψυχή της. η Θάλεια άφησε την άκρη της γλώσσας της να χαϊδέψει το ηλιοκαμένο μάγουλό του. Η γεύση του ήταν θεσπέσια. περιμένοντας να δει τι θα έκανε εκείνη. τρεμουλιαστή ανάσα. αναγκάζοντάς τον να ξεδιπλώσει τα μπράτσα του. ύστερα άλλο ένα κι ένα ακόμα. Δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό». γεύση από ήλιο. Πλησίασε ακροπατώντας και φίλησε την άκρη του πιγουνιού του. ούτε μέλλον. Όχι. μουρμούρισε εκείνος φιλώντας τα μαλλιά της. κι ε- κείνη η δική του. Ούτε παρελθόν. η Θάλεια δεν ήξερε τι αναζητούσε όταν ήρθε στο σπίτι του Μάρκο αυτό το βράδυ. ύ- στερα άπλωσε τα χέρια της και πήρε τα δικά του. Τώρα όμως το κατάλαβε. Τύλιξε τις γάμπες της γύρω από τους γοφούς του. γρύλισε ο Μάρκο. Ο Μάρκο δεν κουνήθηκε. τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και τον κράτησε σφιχτά επάνω της. «Θάλεια». τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της σφι- χτά. Φερόταν από κα- θαρό ένστικτο. ήθελε τα πάντα. φιλώντας το σφυγμό που χτυπούσε τρελά στο μηνίγγι της. Τίποτα πια δε χω- ρούσε μεταξύ τους. Η Θάλεια ήθελε όλο και περισσότερα. αυθόρμητα. να γευθεί την αλμύρα της επιδερμίδας του. Αγαπούσε τον Μάρκο και θα του έδινε τον εαυτό της. να τον απομνημονεύσει για να μην τον ξεχάσει ποτέ. Ένας μυς συσπάστηκε κάτω από το φιλί της και άκουσε τον Μάρκο να παίρνει κοφτή ανάσα. έμεινε ακίνητος και την κοιτούσε επίμονα. Τίποτα τόσο θεσπέσιο όσο αυτό το φιλί δεν μπορούσε να είναι λάθος. Μαζί. πεινασμένα. αλάτι. τη σήκωσε ψηλά και φίλησε τα χείλη της. ως το γυμνό στήθος στο άνοιγμα του πουκαμίσου του. Η Θάλεια όμως δεν ήταν σίγουρη για το τι θα έκανε. γεμάτα από την παθιασμένη λαχτάρα που ο- δηγούσε και τους δυο σ’ αυτή την αναπόφευκτη στιγμή. Υπήρ- χαν μόνο ο Μάρκο και η Θάλεια. Τα κράτησε σφιχτά μέσα στα δικά της χέρια. Η Θάλεια έσφιξε περισσότερο τα χέρια του κι εκεί- νος δεν αποτραβήχτηκε. Το τρεμουλιαστό φως του κεριού πίσω του φώτιζε το περίγραμμα του κορ- μιού του. Αναζητούσε εκείνον. Παίρνοντας θάρρος. Του έλυσε τη γραβάτα και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. μέσα σ’ εκείνο το λεπτό πουκάμισο που ζάρωνε πάνω στους μυς του. μπέλα. «Τίποτα απολύτως. Πήρε μια βαθιά. ούτε μεταμέλειες. ενώ τα χείλη της κυλούσαν ως το λαιμό του. «Με σκοτώνεις. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. . Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τη σπονδυλική στήλη του και κατέβηκαν ως τη ζώνη του παντελονιού. «Εδώ και καιρό δεν υπάρχει πια δρόμος επιστροφής». απελπισμένη κίνηση τράβηξε το πουκάμισό του ψηλά και το έβγαλε περνώντας το από το κε- φάλι του. τραβή- χτηκε από το άγγιγμά της. Εκείνη τη στιγμή υπήρχαν μόνο οι δυο τους. ποτέ δεν υπήρχε. Εκείνος ταράχτηκε. Με μία γρήγορη. να το αρνηθώ. Ούτε κι όταν τη χαμήλωσε πάνω στο κρεβάτι και ξάπλωσε επάνω της.. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και τα μαλλιά της στροβιλίστηκαν γύρω τους σαν χρυσαφένιο δίχτυ. η υπόλοιπη ζωή τους.. όλα έπαψαν να υπάρχουν. «Δεν πρέπει. «Θάλεια. παρατηρώντας τον στο φως του κεριού. νιώθοντας την κάψα του δέρμα- τος μέσα από το λινό πουκάμισο. Ποτέ δε θα μπο- ρούσε να ξεμακρύνει από δίπλα του. Ο υπόλοιπος κόσμος. Έβγαλε τις μπότες και τις κάλτσες της κι άρχισε να φιλάει την ευαί- σθητη καμάρα του ποδιού της. Καθώς . ύστερα το πέταξε μακριά. το φιλί τους όμως δε διακόπηκε ούτε στιγμή. «Όχι». Αλλά. Τα δάχτυλά του πλέχτηκαν μέσα στα μαλλιά της και την κρατούσε κο- ντά του σαν να φοβόταν πως θα πετούσε και θα του έφευγε μακριά. Δεν μπορώ». Ρίγησε όταν ένιωσε το απαλό δάγκωμα στο λοβό του αυτιού της κι ένα καινούριο κύμα πόθου την πλημμύρισε. Μια λεπτή γραμμή από μαύρο τρίχωμα διέσχιζε το στήθος του και εξαφανιζόταν χαμηλά μέσα στο παντελόνι. την καμπύλη του αστραγάλου της.. Τα χείλη τους ενώθηκαν ξανά. Ο Μάρκο γέλασε. Μα εκείνη δε θα μπορούσε να φύγει ακόμα κι αν το ήθελε. μόνο βαθιά κι απελπισμένη ανάγκη. γύρισε το κεφάλι της στο πλάι κι άφησε τα χείλη του να χαϊδεύουν το λαιμό της. Το φιλί τους δεν είχε καμία επιδεξιότητα. Ήταν πιο όμορφος απ’ όσο είχε φανταστεί ποτέ της. Προσπάθησα να το πα- λέψω απ’ την αρχή. Το δέρμα του ήταν σφιχτό και γυάλιζε από το λεπτό στρώμα ιδρώτα που σκέπαζε τις γραμμώσεις των μυών. «Όχι. Κόλλησε τα χείλη της πάνω στο χτύπο της καρδιάς του κι ένιωσε ότι το μανιασμένο χτύπημα αντηχούσε το δικό της. Η Θάλεια βόγκηξε. Τέντωσε την πλάτη της. τα κλειστά βλέφαρα της.» «Δεν έχουμε άλλη επιλογή».. του είπε ξέπνοη σφίγγοντάς τον ακόμα περισσότερο επάνω της. Τον ένιωσε να κινείται επάνω της. της είπε ωμά.» άρχισε να του λέει αλλά η απογοήτευσή της έσβησε καθώς ο Μάρκο χαμήλωσε πάνω στο κορμί της και στάθηκε όρθιος δίπλα στο κρε- βάτι. βόγκηξε και τέντωσε την πλάτη της κολλώντας περισσότερο επάνω του. Στριφογύρισε γύρω της τη γλώσσα του ενώ πήρε το άλλο στήθος της στην παλάμη του. Πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά στην παλλόμενη. Η προφορά του ήταν τραχιά. του ψιθύρισε. Εκείνος γέλασε σιγανά και ο ήχος έκανε το δέρμα του να δονηθεί. κάρα. Το αφόρητο. τρομαχτική −υπέροχη. προκλητικά. «Μάρκο. Απαλά. Μ’ ένα ξαφνικό αίσθημα ντροπής. επαναλαμβάνοντας εκεί το χάδι με το δάχτυλό του. Στο γλυκό μαρτύριο των χαδιών του. ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι του με μόνο σκέπασμα τα μαλλιά της για να την καλύπτουν. «Θέλω μόνο εσένα. Και η Θάλεια ήθελε να τη γευθεί ως το τέλος. παρα- μερίζοντας κάθε κάλυμμα ώσπου έμεινε εντελώς γυμνή μπροστά του. πρωτόγονη ανάγκη που η Θάλεια δεν καταλάβαινε απόλυτα. Όταν όμως ένιωσε το χέρι του να την εγκαταλείπει. «Είσαι απολύτως σίγουρη γι’ αυτό. τον ώμο της. αργά.» τη ρώτησε με φωνή τεταμένη. οδυνηρό βάρος που ένιωθε εκεί τη γέμιζε με μια σκοτεινή. σε παρακαλώ». Το ανοιχτό στόμα του γλίστρησε πάνω στην καμπύλη του στήθους της κι άρχισε να το βρέχει με τη γλώσσα του ελαφρά. Μάρκο. ως την κα- μπύλη του μηρού της. ώσπου απομακρυνόταν και πάλι αφή- νοντάς τη λαχανιασμένη. «Δε θέλω να γυρίσεις πίσω». εκείνος όμως δεν την άφησε. παίρνοντας τη θηλή της στο στόμα του. Το φιλί του ακολούθησε ένα υγρό χνάρι ως το γοφό της. Ώ- σπου το κορμί της άρχισε να στριφογυρίζει ανήσυχα από την επιθυμία για κάτι περισσότερο. Πολύ γρήγορα η Θάλεια κειτόταν γυμνή μπρο- στά του. παραμέρισε τις γάμπες της και γονά- τισε ανάμεσά τους.ανηφόριζε φιλώντας και χαϊδεύοντας κάθε πόντο του κορμιού της. ορθωμένη θηλή. Όμως τα χέρια του την κρατούσαν ακίνητη. τα κράτησε στο στρώμα και έγειρε επάνω της. έρμαιο του στόματος και της γλώσσας του. δε νομίζω πως μπορώ να γυρίσω πίσω». . «Αν συνεχίσουμε τώρα. Σκόρπισε φιλιά πάνω στο λαιμό. Η έκρηξη των αισθήσεων ήταν συγκλονιστική. εκείνη προσπάθησε να σκεπάσει το ένα γυμνό στήθος της με μία ξανθή τούφα μαλλιών. Πήρε απαλά τα χέρια της στα δικά του. άρπαξε τον καρπό του και τον κράτησε σφιχτά επάνω της. ο Μάρκο αφαιρούσε τα ρούχα της πετώντας τα το ένα μετά το άλλο στο πά- τωμα δίπλα στα δικά του. Επιτέ- λους της έδωσε αυτό που λαχταρούσε. Τα μάτια του ήταν ολόμαυρα και απύθμενα καθώς την κοιτούσε με έξαψη. εδώ. σάστισε. Το κορμί του εισέβαλε βαθύτερα και τότε μια άλλη. Δεν ήταν τίποτα τρομερό πράγματι. προ- σεκτικά. χίλια αστέρια άστραψαν πίσω από τα κλεισμένα βλέφαρά της. αλλόκοτη αίσθηση. «Σου αρέσει όταν σε αγγίζω εκεί. μουρμουρίζοντας καθησυχαστικά ερωτόλογα στα ιταλικά. σκέφτηκε μπερδεμένη.» είπε ζαλισμένη ακόμα από την ηδονή των ερωτικών φιλιών του. «Κρατήσου επάνω μου σφιχτά»..» Εκείνα τα αστέρια πήραν φωτιά. «Πονέσει. «Σου υπό- σχομαι πως δε θα πονέσει για πολύ». «Σου αρέσει αυτό.. Γι’ αυτό οι αδερφές της ήταν τόσο ξετρελαμένες με τους συζύγους τους. ένας αστραπιαίος πόνος τη διαπέ- ρασε. ενωμένο καθώς ήταν με το δικό της. ενώ είχε και δύο παντρεμένες αδερφές. Τη φίλησε ξανά. ζεστή αί- σθηση.» Συνέχισε να τη φιλάει ενώ χαμήλωνε το ρούχο του και παραμέριζε τα πόδια της ακόμα περισσότερο. Κι όταν το χέρι του πίεσε ένα συγκεκριμένο σημείο.» «Ναι!» «Και. της έλεγε ξανά και ξανά και το κορμί του έμεινε ακί- νητο. «Λυπάμαι πολύ. .. Ο πόνος ήδη υποχωρούσε αφήνοντας πίσω μια ωραία. ώσπου το ηδονικό ρίγος άρχισε και πάλι να αυξάνεται. Τα κορμιά τους βρήκαν τον κοινό ρυθμό τους και η Θάλεια άρχισε να κινείται μαζί του. Τον αγκάλιασε από τους ώμους και εκείνος μπήκε μέσα της αργά. «Ω!» κραύγασε πιέζοντας τα νύχια της στον ώμο του. να μεγαλώνει μέσα της. της ψιθύρισε πάνω στα χείλη της. της είπε. φιλώντας το λαιμό.. Πίσω και μπροστά. τα στόματα και οι γλώσσες τους κινούνταν ξέφρενα μό- λις το δάχτυλό του διείσδυσε μέσα της. Αυτό ήταν λοιπόν. «Σκούζα. σκούζα». «Ναι. Η Θάλεια βόγκηξε από το τραχύ μα υπέροχο ρίγος που τη διαπέρασε. το μά- γουλό της.. αντζελίνα. Η Θάλεια ήξερε τι συνέβαινε· είχε μεγαλώσει μέσα σ’ ένα περιβάλλον γε- μάτο αρχαία γυμνά αγάλματα και αγγεία με παραστάσεις.. Όμως κόπηκε η ανάσα της από τον ξαφνικό πόνο. Ο Μάρκο αποτραβήχτηκε και διείσδυσε ξανά.Σε παρακαλώ».» μουρμούρισε ο Μάρκο. Ούτε κι αυτό όμως ήταν τίποτα το μεγαλειώδες. την καυτή αίσθηση που της προκάλεσε. Κι ύστερα κουλουριάστηκε δίπλα του κι αφέθηκε κατάκοπη στην αγκα- λιά ενός ύπνου ευλογημένου. Το μισοσβησμένο κερί έριχνε μια γλυκιά λάμψη πάνω της. «Εγώ ευχαριστώ εσένα». Βαθιά. Ο Μάρκο φίλησε απαλά το μάγουλό της. ωστόσο. αφή- νοντάς τα να απλωθούν πάνω στα λευκά μαξιλάρια. Έσφιξε τις γάμπες της γύρω του. απαντούσε σ’ αυτές. βενετσιάνικο μωσαϊκό ή με άγγελο. Η θεατρικές παραστάσεις της Θά- λειας. του είπε. Ήρεμη και γαλήνια μια εικόνα παραπλανητική. Η Θάλεια αναστέναξε στον ύπνο της και γύρισε προς το μέρος του κουρνιάζοντας στην αγκαλιά του. Αυτό ήταν μεγαλειώδες! Ήταν εξαίσιο.τι πίστευε. ήταν μια δύναμη της φύσης που αφο- σιωνόταν με πάθος σε ό. κόκκινα. κρυμμένος πίσω από μά- σκες. δεν μπορούσε να σκεφτεί. έκλεισε σφιχτά τα μάτια. εξαφάνισαν οτιδήποτε άλλο μέσα σε μια υπέροχη. πίσω από ψυχρούς υπολογισμούς. κρατώντας την κοντά του. γιατί ο Μάρκο ήξερε καλά πως η Θάλεια μόνο γαλήνια δεν ήταν! Αντίθετα. κάρα μία». «Θάλεια!» κραύγασε ο Μάρκο και το κορμί του σφίχτηκε επάνω της. βεβαίως. *** Κοιτούσε το πρόσωπο της Θάλειας που κοιμόταν. έσφυζαν από μια παλλόμενη. Δεν υπήρχε τίποτα το ψεύτικο επάνω της και του άρεσε αυτό. Υπήρχε μόνο ένα αί- σθημα. «Γκράτσιε. Δίχως να τα ξανανοίξει πήρε το χέρι της στο δικό του και φίλησε τα δάχτυλά της. Ο Μάρκο αναρίγησε. μπλε και πράσινα. Ύστερα κατέρρευσε στο κρεβάτι δίπλα της. Μόνο ο Μάρκο. το κεφάλι του έγειρε πίσω κι έμοιαζε με αρχαίο θεό. κάνοντάς την να μοιάζει με μορφή από κάποιο αρχαίο. Ένιωθε πως είχε περάσει όλη τη ζωή του σε αυταπάτες. γεμάτο εμπιστοσύνη. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Έσπρωξε τα ανακατεμένα ξανθά μαλλιά πίσω από το μέτωπό της. όχι». συγκλονισμένη η Θάλεια χάιδευε τον ώμο. Εξαντλημένη. Ο Μάρκο ήξερε πως απόψε είχε κάνει ένα μεγάλο λάθος. «Ω. μάθαινε τις κινήσεις του. λαμπερή ηδονή. Ύστερα από . τα μαλλιά του. πολύ βαθιά μέσα της ένιωσε μια νέα πίεση να κλιμακώνεται. ακαταμάχητη ζωή. Τότε μόνο κατάλαβε. Επιτέλους η πίεση ξέσπασε και μια θαυμάσια έ- κρηξη από εκτυφλωτικά αστέρια. γεμάτο ομορφιά. Το σώμα της ήταν ζεστό και απαλό πάνω στο δικό του. Τώρα οι δυο τους ήταν ένα κι είχαν χαθεί μέσα στην παραζάλη του πάθους που τόσο καιρό αρνιόνταν. ψιθύρισε. Για το υ- ψηλό κάλλος που μπορούσε να λατρεύει μόνο από απόσταση. «Ποτέ!» του δήλωσε και τεντώθηκε να τον φιλήσει. από τη στιγμή που συναντήθηκαν στη Σικελία το σμίξιμό τους είχε φανεί αναπόφευκτο. της απάντησε κρατώντας το χέρι της πάνω στο μάγουλό του. Για μια στιγμή το μέτωπό της ζάρωσε. Ίσως εκείνη θα προτιμούσε αυτή η νύχτα να σβηστεί σαν όνειρο μέχρι να μπορέσουν να παντρευτούν και να την αντικαταστή- σουν με μια πιο αρμόζουσα γαμήλια νύχτα. θα ξαναέβρι- σκαν τους παλιούς εαυτούς τους. μουρμούρισε. Καθώς την παρακολουθούσε συνεπαρμένος. «Εκτός αν θέλεις να είναι». Θυμήθηκε κάποιες μισοξεχασμένες ιστορίες που του διηγιόταν η μητέρα του όταν ο Μάρκο ήταν παιδί. Την αληθινή. Κάτι μουρμούρισε στον ύπνο της και τεντώθηκε επάνω του. Όλα όσα δεν είχε γνωρίσει ποτέ από κοντά ώ- σπου τη γνώρισε. απόψε είχε κάνει έρωτα μαζί της. . τώρα όμως το φράγμα είχε γκρεμιστεί και οι ζωές τους είχαν συνδεθεί αναπόσπαστα. τον Δάντη και τη Βεατρίκη. Η Θάλεια του θύμιζε πολύ αυτές τις ιστορίες. Ύστερα όμως χαμογέλασε και άγγιξε απαλά το μάγουλό του με τις άκρες των δαχτύλων της.όλα τα σχέδιά του να προστατεύσει τη Θάλεια. Έβαλε το μικρότερο δάχτυλό της στο στόμα του κι άρχισε να το απομυζά ώσπου η Θάλεια αναρίγησε. από τη δροσιά της νύχτας. να μείνει μακριά της και να δώσει τέρμα σε αυτό που υπήρχε μεταξύ τους. Η Θάλεια κοίταξε το ρολόι πάνω στο ράφι του τζακιού να χτυπάει τις τε- λευταίες στιγμές πριν την αυγή. Μέχρι την ώρα που ο Μάρκο θα τη συνό- δευε στο σπίτι της και οι δυο τους θα συνέχιζαν τις ζωές τους. Είχε μια μυρωδιά από άσπρους κρίνους. τα βλέφαρά της άνοιξαν μ’ ένα τρεμό- παιγμα. Την είχε κρατήσει όσο περισσότερο μπορούσε σε α- πόσταση. όπως πριν. Από τη στιγμή που την είδε έξω από το δωμάτιό του ή ίσως πολύ νωρί- τερα. «Ώστε δεν ήταν όνειρο. σαν να μη θυμόταν πού βρι- σκόταν. τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Κι όλα τα ώρα είχαν γίνει πιο περίπλοκα. «Ποτέ στη ζωή μου δε θέλω να ξεχάσω αυτή τη νύχτα». έντονη ζωή που πυρπολούσε τα πάντα. Η κοντέσα Ντι Φαμπρίτσι μοιραζόταν την αγάπη του άντρα της για την Αναγέννηση και του είχε μιλήσει για τους Με- δίκους. λοιπόν». Γιατί ή- ξερε ότι η Θάλεια ήταν πολύ αναμειγμένη στη δουλειά του για να την κρα- τήσει εύκολα σε απόσταση. Πιο επικίνδυνα. Έπιασε το χέρι της και φίλησε τη ροδαλή παλάμη. «Ούτε κι εγώ. Αν και φοβάμαι πως κοντεύει πια να τελειώσει». » Ο Μάρκο άγγιξε μια μεταξένια μπούκλα πάνω στον ώμο της. στο κάτω κάτω. «Ο δικός μου λόγος που ήρθα εδώ είναι πολύ απλός η υγεία της αδερφής μου. τόσο εδώ όσο και στη Σάντα Λου- τσία. «Είσαι πά- ντα τόσο περίεργη. το οποίο ο Μάρκο είχε μάθει να μην εμπιστεύεται πάντα. «Μέχρι κάποιος να πάθει κακό». «Για ποιο πράγμα τσακωνόσασταν εσύ και ο σινιόρ Ντε Λούκα. πότε γνώρισες στ’ αλήθεια τον σινιόρ Ντε Λούκα. προκλητικό χαμόγελο.» Ο Μάρκο ανακάθισε κι αυτός στο σκαλιστό κεφαλάρι και την κοίταξε επιφυλακτικός. αλλά ελπίζω ότι δεν είμαι ανόητη! Δε θα πάθω κανένα κακό ούτε θα αφήσω κανέναν να βλάψει την Καλλιόπη ή την Ψυχή. «Ήσασταν φίλοι.. να . Κι ύστερα υπηρετήσαμε μαζί στο στρατό. ναι.» «Οι απόψεις μας ακολούθησαν διαφορετικές κατευθύνσεις από τότε». από νεαρή ηλικία ο Ντομένικο κι εγώ εί- δαμε τη χώρα μας να υποφέρει πολλά δεινά από τις ξένες δυνάμεις.» Του χαμογέλασε αμετανόητη. παραδίνομαι! Δε χρειάζεται να ρωτήσεις τον Ντομένικο τίποτα. «Έχω δει αρκετές αποδείξεις γι’ αυτό. Γιατί ήρθε εδώ στο Μπαθ. «Α. Τί- ναξε πίσω τα μαλλιά της και του χάρισε ένα γλυκό. όταν δε γίνεται έξαλλος. Και τώρα πες μου. του είπε. Ήμασταν φίλοι». Φαίνεται πως αυτή η πόλη μαζεύει τους πιο ενδιαφέ- ροντες ανθρώπους τη φετινή Σεζόν!» «Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι αδερφές Τσέις. Ή μήπως είναι καλύτερα να ρωτήσω τον ίδιον. «Τότε θα πρέπει να μου πεις κάτι γρήγορα». «Πολύ καλά. Μα πρέπει να πω ότι χαίρομαι πολύ που ήρθαμε. Το Μπαθ αποδει- κνύεται πολύ πιο διασκεδαστικό από το Λονδίνο». «Θάλεια. Ανακάθισε και μάζεψε το σεντόνι γύρω από τους γυμνούς ώμους της. «Φυσικά». Τον γνώρισα όταν ή- μουν παιδί.» Ο Μάρκο γέλασε. «Έπρεπε να το περιμένω. κάρα μία». Είναι αφοσιω- μένοι στους δικούς τους σκοπούς και για την πραγματοποίησή τους γίνο- νται αδίστακτοι». μπελά. Σίγουρα είσαι η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλους. Φαίνεται αρκετά γοητευτικός. Είναι πολύ απλό.. δεν ξέρεις με τι είδους ανθρώπους έχεις να κάνεις. την προειδοποίησε αυστηρά ο Μάρκο. «Οι απόψεις σας πάνω σε τι. Ίσως είμαι παρορμητική. Είσαι μία γνήσια Τσέις. τότε που ο πατέρας μου με έστειλε στο σχολείο μετά το θά- νατο της μητέρας μου. Και για να απαντήσω στην ερώτησή σου. έτσι είναι. Εγώ πίστευα πως το σημαντικότερο ήταν να ανακτή- σουμε τη χαμένη κληρονομιά που είχαν κλέψει από τη χώρα μας». Κι είναι τόσο εκπληκτικής ομορφιάς. Τα ιερά σκεύη φυγαδεύτηκαν από το ναό της Δήμητρας ενόψει μιας βάρβαρης εισβολής.» Η Θάλεια ξαφνικά τον φίλησε. Οι πόλεις κράτη όλες αποκομμέ- νες η μια απ’ την άλλη. Πιστεύουν ότι η δύναμη των όπλων είναι η μόνη που θα εισακουστεί. Ε- μείς και πολλοί από τους φίλους μας αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. «Γράφω επιφυλλίδες.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.τι αυτά σημαίνουν για τη χώρα μου. Τις διαβάζουν πολλοί Άγγλοι. «Όπως αυτά τα ασημένια αντικείμενα». Αντικείμενα που βοήθησαν τον κόσμο να καταλάβει πως το παρελθόν αποτελεί μέρος του εαυτού μας και πως μπορεί να συμ- μετέχει στο μέλλον μας». «Μαζί με τους παλιούς φί- λους του από τη Νάπολη σχεδιάζουν μια ένοπλη εξέγερση. «Όμως ο Ντομένικο ντε Λούκα δε συμφωνεί πως έχουν τόση σημασία.. Αν όμως μπορούσα να βρω αυτά τα ιερά σκεύη και να δείξω σε όλους τι σημαίνουν. πήρε το βλέμμα της μακριά από το δικό του. σχε- τικά με την τέχνη και την ιστορία και ό. Πρέπει να τα βρω πριν εξαφανιστούν για πάντα». που όμοιά τους δεν έχουν βρεθεί ως τώρα. «Πράγματι.» τον ρώτησε ήρεμα αγκαλιάζοντας τα γόνατά της. Ο Μάρκο κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. Η Θάλεια έγειρε κοντά του με μάτια πελώρια και σοβαρά.χάνει την ιστορία και τον πολιτισμό της. Με βοήθησε να ξαναβρώ πολλά κομμάτια μεγά- λης συμβολικής αξίας. Τα έθαψαν οι πιστοί ακόλουθοι της θεάς για να τα κρύψουν. «Δεν είμαι σίγουρος αν συμ- φωνήσαμε ποτέ. Να βοηθήσουμε τη χώρα μας να επιδιώξει και πάλι κάτι σημαντικό». ξέρεις. στερημένες από κάθε όραμα για αυτοδιάθεση. της αντί- στασής μας στον ξένο εισβολέα. όπως είναι η δική σου οικογένεια. «Αλλά δε συμ- φωνείτε πια στον τρόπο με τον οποίο θα το καταφέρετε. Δεν καταλαβαίνουν ότι η αιματοχυσία θα στρέψει τους πολύτιμους συμμάχους μας. Η αδερφή σου ήταν μία από αυτούς. «Ω Μάρκο! . οι οποίοι στη συνέχεια προσφέρουν τη βοήθεια και τη στήριξή τους. «Και γι’ αυτό συνεργάστηκες με τον Κλέφτη με τα Κρίνα και την Κλειώ.. «Σι. σωστά.» Ο Μάρκο θυμήθηκε συνοφρυωμένος τις ατέλειωτες βραδιές με τις πυρε- τώδεις συζητήσεις σε ταβέρνες και καφενεία. Αυτό τα καθιστά σύμβολο του πολιτισμού μας. «Έγινε η καλύτερη φίλη σου». Η Θάλεια κατάπιε νευρικά. εναντίον μας. αν και η δική της “στήριξη” προχώρησε λίγο παραπέρα». είμαι σίγουρη γι’ αυτό! Θέλω να σε βοη- θήσω». «Λοιπόν. να σωθούν ζωές και να α- ποτραπεί η βία τότε θέλω να κάνω ό. καλομαθημένη και άμυαλη αριστοκράτισσα. Έ- γειρε πίσω στο κεφαλάρι και το πρόσωπό της συνοφρυώθηκε. Σε παρακαλώ!» «Θάλεια. Θα με προστατεύεις εσύ. Αν είναι μ’ αυτά τα ιερά σκεύη να αποκτήσετε καινούριους σύμμαχους. «Δε θα πάθω τίποτα. Εγώ δεν είμαι σαν την Κλειώ. Ο Μάρκο πήρε τα χέρια της σφιχτά μέσα στα δικά του κι έσκυψε το κε- φάλι του να τα φιλήσει. τι θα κάνουμε με τη λαίδη Ρίβερτον κι εκείνες τις σπηλιές. Μπορώ να σε βοηθήσω. Δεν είμαι έξυπνη όπως εκείνη. Ό- μως είμαι καλή ηθοποιός και μπορώ να ανακαλύπτω τα μυστικά των αν- θρώπων πριν εκείνοι συνειδητοποιήσουν ότι μου τα αποκάλυψαν.» «Ξέρω.. Είτε το ήθελε είτε όχι. κάρα.Άσε με να σε βοηθήσω. .τι μπορώ για να ξαναβρεθούν». Ο Θεός να φυλάει όποιον σε θεωρήσει πώς το είπες..» Κι έτσι ο Μάρκο κατάλαβε πως είχε βρει έναν καινούριο σύμμαχο. «Ξέρω πως μπορείς να μου προσφέρεις ανεκτί- μητη βοήθεια. Πριν καταλάβουν ότι δεν είμαι απλώς μια καλομαθημένη. Όμως δε θα μπορούσα ποτέ να σε βάλω σε κίνδυνο». άμυαλη αριστοκρά- τισσα. Σταμάτησε το άλογό του κοντά σε μια μισοερειπωμένη αγροικία. βέβαια. «Μ’ αρέσουν τα απρόβλεπτα».» ρώτησε ο Μάρκο γυρίζοντας μια στιγμή το κεφάλι του να της χαμογελάσει. σίγουρα δεν ήταν κάτι συνηθισμένο. «Α. «Έχεις κάνει αναγνώριση εδάφους. Την κράτησε από τη . Κατέβηκε από το άλογο και άπλωσε τα χέρια να τη σηκώσει. «Το έχω διαπιστώσει». Εδώ ήταν γραφτό της να βρίσκεται. Κι ύστερα έγειρε το κεφάλι της πίσω και κοίταξε το ασημί πέπλο των ά- στρων πάνω στον κατάμαυρο ουρανό. το ραντεβού με τον Μάρκο για να εξερευνήσουν νυχτιάτικα τους λόφους και να ψάξουν για την κρυψώνα της λαίδης Ρίβερτον. Αυτό ήταν που περίμενε σ’ όλη τη ζωή της. πολύ καλά». κουρ- νιασμένη σε μια κακοτράχαλη κοιλάδα κάτω από τα βράχια. του είπε κι ακούμπησε το πιγούνι της στον ώμο του.» «Στη δουλειά μου. ο κίνδυνος μπορεί να παραμόνευε σε κάθε γωνία. ένα σκοπό. Τώρα όμως που κρατούσε σφιχτά τον Μάρκο απ’ τη μέση καθώς οδη- γούσε το άλογό του στο στριφογυριστό μονοπάτι. Αγκάλιασε πιο σφιχτά τον Μάρκο και ξαφνικά όλοι οι φόβοι της εξαφανίστηκαν σαν μια τούφα καπνού. Ήταν πολύ πιο συναρπαστικό από οποιοδήποτε θεατρικό έργο ή όπερα! Επιτέλους είχε βρει ένα σύντροφο. Οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί σ’ εκείνες τις ερημιές. «Το μονοπάτι στενεύει και γίνεται πιο αδιάβατο». είναι φρόνιμο να είμαι προετοιμασμένος. Δια- λύθηκαν ψηλά στον μαγικό ουρανό σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Κεφάλαιο 17 Για πρώτη φορά η Θάλεια άρχισε να έχει ορισμένες αμφιβολίες γι’ αυτή τη νυχτερινή εξόρμηση. Η Θάλεια γύρισε το μάγουλό της πάνω στον ώμο του. όταν τα πάντα είναι τόσο απρόβλεπτα». της απάντησε. Συνήθως καλοδεχόταν οτιδήποτε την έβγαζε από την καθημερινή ρου- τίνα και. στο τραχύ μάλ- λινο ύφασμα του μανικιού του. «Φτάνουμε. «Βα μπένε. Ο Μάρκο γέλασε. λοιπόν. Όσο αυτό είναι δυνατόν. κάρα.» «Θα πρέπει να αφήσουμε το άλογο λίγο πιο πάνω κι ύστερα θα προχω- ρήσουμε με τα πόδια». η Θάλεια άρχισε να α- ναρωτιέται αν είχε απόλυτα τα λογικά της. ναι. μέση και την κοίταξε με πρόσωπο σοβαρό στο φως του φεγγαριού. Η Θά- λεια θυμήθηκε πως είχε διαβάσει κάτι γι’ αυτό το μέρος. Μάρκο. της είπε. Ώσπου μια μέρα μεταμορφώ- θηκε σε πέτρινη στήλη απ’ την κακία της. Εκείνος όμως έγνεψε καταφατικά. κρύβοντας το φεγγάρι και τα αστέρια. Λένε πως μπορείς να τη δεις α- κόμα».» «Ναι. Με τα μάγια της παρέσερνε τους ανυποψίαστους θνητούς μέσα στο πέτρινο λημέρι της». Ένα μέρος γεμάτο από φαντάσματα και θρύλους. Για μια στιγμή φάνηκε τόσο σοβαρός. «Θα φοβόμουν πολύ περισσότερο μόνη μου εδώ πέρα. Θάλεια μία. «Αν έχει γίνει πέτρα. Εκείνες οι απότο- μες πλαγιές και οι κοιλάδες ήταν γεμάτες από τύμβους και παλιά ρωμαϊκά ορυχεία. «Μπορείς να με περιμένεις εδώ αν προτιμάς». Ο Μάρκο της χαμογέλασε. «Ω. «Μάγισσα. Καθώς προχωρούσαν βιαστικά το μονοπάτι στένευε. «Άκουσα πως σε μια από αυτές τις σπηλιές ζούσε κάποτε μια μάγισσα». της είπε. ώσπου θα τον σκοτώσει παίρνοντας την τελική εκδίκησή της». «Μείνε κοντά μου». Άναψε ένα φανάρι και το αμυδρό φως του ήταν το μόνο που έφεγγε το δρόμο τους καθώς τα σύννεφα πύκνωναν. του είπε. δε νομίζεις. «Έτσι. που η Θάλεια ήταν σίγουρη πως θα της το αρνιόταν. «Πίστεψέ με. Από μακριά αλυχτού- σαν τα πλάσματα της νύχτας. Και τότε θα γίνει σκλάβα όποιου ανθρώπου το καταφέρει. Είπες ότι θα με άφηνες να σε βοηθήσω». τότε δεν μπορεί να μας φάει». Ίσως τους έτρωγε. Ο Μάρκο πήρε σφιχτά το γαντοφορεμένο χέρι και την οδήγησε πέρα στους βράχους από ασβεστόλιθο. μια μούσα δεν έχει ποτέ και τίποτα να φοβηθεί από μάγισσες και αρχαιοκάπηλους». έτσι όμως απασχολούσε κά- πως το μυαλό της για να μην προσέχει τις σκιές των βράχων που υψώνο- νταν γύρω τους. Θα φρουρούσε τους θησαυρούς τους ώσπου να τους εκδικηθεί με τα μάγια της». «Σε παρακαλώ. μπελά. .» «Δεν είμαι σίγουρη. γινόταν πιο από- κρημνο και οι μπότες τους έτριζαν πάνω στις πέτρες και το χώμα. Η Θάλεια καταλάβαινε πως φλυαρούσε. μα υπάρχουν κάποια μάγια που μπορούν να την ελευθερώσουν από την τρομερή κατάστασή της. Και τι τους έκανε μετά. Η Θάλεια κοίταξε γύρω από τη σκοτεινή αγροικία. «Με ένα τέτοιο πλάσμα θα έβρισκαν το μάστορα τους οι αρχαιοκάπηλοι. χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει». ε. ήταν κομπλιμέντο». «Ποτέ δε γνώρισα γυναίκα πιο φοβερή από εσένα. Εκείνη το κράτησε ψηλά ενώ ο Μάρκο έπιανε ένα κιβώτιο από την κορυφή της στοίβας και έ- μπηγε το λοστό κάτω από το καρφωμένο καπάκι του. είπε εντυπωσιασμένη με την παράξενη φωσφορίζουσα λάμψη εκεί- νου του χώρου. «Εδώ είναι. Οι τοίχοι του με τις ασημιές κυματι- στές αποχρώσεις υψώνονταν σε μία μυτερή κορφή. «Πού άκουσες αυτή την ιστορία με τη μάγισσα.» «Σε βεβαιώ. Από κάπου μακριά άκουγε τη σταθερή. «Ω». Άφησε το σακίδιό του να πέσει πάνω στο πέτρινο δάπεδο και γονάτισε για να βγάλει το σύρμα για την παραβίαση της κλειδαριάς κι ένα λοστό. μουρμούρισε η Θάλεια κι άγγιξε με δέος το ένα . Μπήκαν σ’ ένα πελώριο σπήλαιο. «Είναι πολύ όμορφο». Κολακευμένη. «Είναι τα ασημένια σκεύη. Η Θάλεια γέλασε. ή μήπως προσβολή. της είπε δίνοντάς της το φανάρι.» τη ρώτησε σιγανά.» «Το καινούριο μου έργο διαδραματίζεται σ’ ένα στοιχειωμένο κάστρο και. Θάλεια Τσέις». Ο Μάρκο σήκωσε το φανάρι ψηλότερα και της έ- δειξε τους φανοστάτες που βρίσκονταν τοποθετημένοι στους πέτρινους τοίχους για να στηρίζονται οι πυρσοί. Τοποθετημένο για ασφάλεια μέσα σε πριονίδι. Αλλά η ιστορία με τη μάγισσα είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρουσα για να πάει χαμένη. «Κράτησε αυτό». αφορά έναν άντρα που δεν είναι αυτός που φαίνεται.τι κι αν είναι όμως. της είπε βλοσυρός. Το ξύλο έσπασε και η Θάλεια κοίταξε γεμάτη περιέργεια πάνω από τον ώμο του Μάρκο. Θα πρέπει να προσθέσω κάτι σχετικό». Κοίτα». Π Θάλεια κυριεύτηκε από ενθουσιασμό και πίεσε το χέρι στην κοιλιά της. Το φανάρι έριχνε μια αλλόκοτη κυκλική λάμψη στα βήματά τους που αντηχούσαν δυνατά. δίπλα σε στοίβες από κιβώτια κα- λυμμένα με μουσαμά. Μέσα στο κιβώτιο δεν υπήρχε γυαλιστερό ασήμι αλλά η μουντή λάμψη ενός μαύρου κρατήρα. αργή ροή νερού. το αγγείο αυτό που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα για την ανάμειξη κρασιού και νερού στα πολυτελή συμπόσια. «Αυτό ήταν κομπλιμέντο.» «Έτσι νομίζω. «Ό. σίγουρα δεν είναι η θέση του εδώ μέσα». «Εί- ναι για το καινούριο σου έργο. απεικόνιζε ερυθρόμορφες φι- γούρες οι οποίες συμμετείχαν σε κάποια διονυσιακή τελετή. η Θάλεια τον ακολούθησε σε ένα στενό άνοιγμα ανάμεσα σε δυο ψηλούς πέτρινους τοίχους.» «Δεν είμαι σίγουρος». Έσφιξε το χέρι της. «Κοίτα». κοχλιάρια. τα α- ντικείμενα αυτά ανέδιναν μια αλλόκοσμη λάμψη. Το παρελθόν είχε τη δική του αξία. ψιθύρισε. Χάιδεψε το ανάγλυφο σχήμα του κοριτσίστικου προφίλ. Γύρισε και τον είδε σκυμμένο πάνω από ένα ανοιχτό κιβώτιο στην άλλη πλευρά της σπηλιάς. «Ώ- σπου κάποιοι το άρπαξαν». ένα περίτεχνο θυμιατό με σκαλισμένη επάνω του την ανάγλυφη μορφή της θεάς Δήμητρας.» Άνοιξαν μαζί μερικά ακόμα κιβώτια. βρίσκοντας νομίσματα. Έτρεξε δίπλα του. να κοιτάζει μέσα κοκαλωμένος. Εκείνη η ατόφια ομορφιά την έκανε να κατα- νοεί στ’ αλήθεια τι εννοούσε ο Μάρκο όταν μιλούσε για τη σημασία αυτών των αντικειμένων. Παρά την ελαφριά φθορά από το μακραίωνο ταξίδι τους. Τι σήμαινε η αποψινή βραδιά. Σήμαινε εκείνο που οι γονείς της προσπαθούσαν πάντα να τους διδά- ξουν. ένας δί- σκος για προσφορές στη θεά. μαρμάρινες κεφαλές και χέρια. «Πόσο λυπηρό». Αυτός ήταν ο ρόλος μιας Μούσας Τσέις. «Θάλεια!» είπε ξαφνικά ο Μάρκο. Στον πάτο του σκεύους υπήρχε χαραγμένη μια αρχαία ελληνική επιγραφή που σή- μαινε. Είχε να τους δώσει αναντικατά- στατα μαθήματα και εκείνοι που προσπαθούσαν να το κλέψουν έπρεπε με κάθε τρόπο να εμποδιστούν. Ένα συνονθύ- λευμα από κύπελλα για τις σπονδές. πάνω στον οποίο απεικονίζονταν δεμάτια με σιτάρι. είπε ο Μάρκο με θυμό. «Και περιέργως φαίνεται ανέπαφο. Η Θάλεια ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του κι ένιωσε τους σφιγμέ- νους μυς του. Η Θάλεια ένιωσε την υποχρέωση να τη βοηθή- σει. συσκευασμένο μέσα σε πριονίδι και τσαλακω- μένες εφημερίδες υπήρχε αυτό που αναζητούσαν. καθώς και τη σπασμένη επιτύμβια στήλη ενός νεαρού κοριτσιού. Η Θάλεια σήκωσε προσεκτικά ένα από τα ρηχά κύπελλα και το περιερ- γάστηκε μέσα στη γαντοφορεμένη παλάμη της. Το σετ από τα ασημένια ιερά σκεύη του ναού της Δήμητρας στη Σάντα Λουτσία. Η Θάλεια γονάτισε δίπλα στην επίπεδη πέτρα και περιεργά- στηκε βουβή το όμορφο. Κι εκεί. Ανάγλυφοι κλώνοι από βελανιδιές και οξιές μπλέκονταν μ’ ένα προφίλ της Δήμητρας.από τα στριφτά χερούλια. πέρα από κάθε έννοια χα- ράς και περιπέτειας. Σαν να φτιά- χτηκε μόλις πριν λίγες μέρες!» «Διατηρήθηκε χάρη στο ιταλικό έδαφος». «Αυτό Ανήκει στους Θεούς». «Τι έχει μέσα στο επόμενο κιβώτιο. από αιώνες νεκρό κορίτσι με το χαμηλωμένο βλέμμα. νιώθοντας μια ξαφνική συγγένεια μαζί της. την περίτεχνη κόμμωση και ένδυση. . γι’ αυτό να μην ξανακούσω λέξη από κανέναν απ’ τους δυο σας. Ένα σύμβολο υπέρτατης ομορφιάς που θέλησαν να το προφυλάξουν από τον τρόμο του πολέμου. αντιγύρισε μουτρωμένος ο άλλος. ψιθύρισε μη τολμώντας να αναπνεύσει. Το στήθος της πονούσε απ’ την κρατημένη ανάσα κι απ’ την αβάσταχτη ένταση.» Η λαίδη Ρίβερτον. Η Θάλεια έσφιξε το κύπελλο ακόμα περισσότερο. «Σας είπα πως προέκυψε αλλαγή στα σχέδια. Η Θά- λεια ένιωσε κάτι κρύο να κυλάει στη ράχη της κι είχε κοκαλώσει. Οι φωνές γίνονταν όλο και δυνατότερες καθώς πλησίαζαν στη σπηλιά και τώρα η Θάλεια μπορούσε να διακρίνει δυο αντρικές φωνές μία απ’ τις οποίες είχε προφορά του βορρά. «Μάρκο». «Το βρήκαμε!» Της έδωσε ένα δυνατό.» «Πάψτε να κλαψουρίζετε σαν δουλικά». πώς θα έλειπε εκείνη απόψε. πιέζοντάς την πίσω στον πέ- τρινο τοίχο και κρύβοντάς την από οτιδήποτε ερχόταν προς το μέρος τους. «Είπες την άλλη εβδομάδα». τραχιές φωνές. Με μια σβέλτη κλοτσιά ο Μάρκο έσβησε το φανάρι τους. Έτσι κι αλλιώς όλο αυτό το σχέδιο ήταν δικό της. Μα φυσικά. «Έχουν κανονιστεί όλα. Μπροστά της ο Μάρκο ήταν ακίνητος και σταθερός σαν βράχος. μπήκε στη μέση μια γυναίκα. «Και γιατί να τα μεταφέρουμε τώρα. Κάθονταν εκεί κι άκουγαν τη λαίδη Ρίβερτον και τους συνεργούς της να . Γιατί να με σηκώσεις νυχτιάτικα από το ζεστό μου κρε- βάτι. ένας με- ταλλικός ήχος και σιγανές. Ο Μάρκο είχε δίκιο αυτό ήταν πράγματι ένα πανίσχυρο σύμβολο. περιμένοντας τη συνέχεια. Έσφιγγε το κύπελλο πάνω στην καρδιά της που βροντοχτυπούσε και κρατούσε έ- ντρομη την ανάσα της. Καταλάβατε. κατέβασε το καπάκι στο κουτί με τα ασημικά και τράβηξε τη Θάλεια πίσω από τη στοίβα των κιβωτίων. Πίεσε το μέτωπό της στον σφιγμένο ώμο του Μάρκο. Έμειναν εκεί κουρνιασμένοι. Μα το θριαμβευτικό αγκάλιασμά τους διακόπηκε από τον ξαφνικό θό- ρυβο που ακούστηκε έξω απ’ τη σπηλιά. σφιγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. γρήγορο και βαθύ φιλί που είχε τη γεύση του θριάμβου. Του θαύματος που είχαν καταφέρει μαζί.» είπε ο άντρας που θα πρέπει να ή- ταν εκείνος ο λάγνος Φαραώ από το χορό. Πληρώνεστε καλά. Πέτρες που κυλούσαν. Ο Μάρκο έβαλε το σώμα του μπροστά της. να διαλύσει τη μα- γεία. η Θάλεια υπάκουσε. Δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος του μάλλινου υφάσματος πάνω στο ξύλο. «Το ακούσατε αυτό. κάθε κρότος πολύτιμου μάρμαρου η κεραμικού έκανε τη Θάλεια να θέλει να ουρλιάξει. άρπαξε τη Θάλεια στα χέρια του και την έριξε στο πάτωμα. Η Θάλεια είχε την τρομερή παρόρμηση να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια και δάγκωσε την άκρη από το γάντι της για να συγκρατηθεί. Ποιος θα περίμενε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα φοβόταν τις νυχτερίδες. «Και μόνο να δει κανείς πόσο άτσαλα στοίβαξαν οι εργάτες σας αυτά τα κιβώτια. Αν τη σκότωναν οι κακοποιοί. «Μην είστε τόσο απρόσεκτοι!» τσίριξε η λαίδη Ρίβερτον. σκέφτηκε. Ανήμπορη να σκεφτεί ή να αναπνεύσει. είπε ο Φαραώ. «Καμιά νυχτερίδα θα είναι». Τότε όμως ο αγκώνας της σκούντησε το κιβώτιο πάνω στο οποίο στηρι- ζόταν. Καθώς όμως έσφιγγε τα χέρια της σε γροθιές ήξερε πως έπρεπε να μείνει στη θέση της.λογοφέρνουν και να μετακινούν κιβώτια. «Τις μισώ τις νυχτερίδες!» «Σσστ!» διέταξε η λαίδη Ρίβερτον. ο Μάρκο έκανε στροφή. ρούχα σκίζονταν. Να πεταχτεί απ’ την κρυψώνα της και να τους τσακίσει στο ξύλο για όλη την απροσεξία και την απληστία τους. Το ένα μετά το άλλο τα βήματα πλησίαζαν όλο και περισσότερο την κρυψώνα τους.. Μπότες γλιστρούσαν πάνω στην πέτρα. ξαφνικά όμως έπεσε απόλυτη ησυχία. Κάθε ξύσιμο του ξύλου στην πέτρα. «αρκετά δέχτηκα από σένα μέχρι τώρα!» «Πολύ σωστά το είπες». Ύστερα άλλο ένα ακόμα πιο δυνατό που αντήχησε στα τοιχώματα της σπηλιάς. Να βασιστεί στον Μάρκο. «Δε θα ξαναπάρεις ούτε μία δεκάρα αν δεν. Αντιδρώντας αστραπιαία. σαν ρηχός κρό- τος που αντηχούσε πάνω στα κιβώτια. Ακούστηκαν βήματα. για σταματήστε εσείς οι δυο». «Για άκου να σου πω». Τι θα έλεγαν οι αδερφές της. άφησέ με!» Ακούστηκε θόρυβος που μαρτυρούσε συμπλοκή. είπε πάλι ο Φαραώ με κάτι σαν φόβο στη φωνή του. σας το υπόσχομαι». είπε ο Φαραώ. «Κλείσε τα μάτια σου». «Έι. Φύρ- δην μίγδην! Δε θα πάρετε δεκάρα τσακιστή αν σπάσετε έστω κι ένα κομ- μάτι.. της ψιθύ- ρισε.» Η πλάτη του Μάρκο ήταν σφιγμένη. Τι έχω κάνει. έκλεισε σφιχτά τα μάτια και γαντζώθηκε από τους ώμους του. ο αέρας γύρω τους ηλεκτρισμένος. αντιγύρισε η λαίδη Ρίβερτον. πόσο θα ωφελούνταν τα τεχνουργήματα. ύστερα ένα ηχηρό χαστούκι. Ο Μάρκο άνοιξε . Αντίθετα από τη Θάλεια. Η λαίδη Ρίβερτον όμως ανασήκωσε το φρύδι και χτυπούσε το μαστίγιο ιππασίας πάνω στη φούστα του κοστουμιού της. Ο Μάρκο πετάχτηκε όρθιος και τράβηξε τη Θάλεια μαζί του καλύπτο- ντας γρήγορα το γυμνό στήθος της με τις άκρες του πουκαμίσου της. «Θα μπορούσα να σε ρωτήσω το ίδιο πράγμα. Γιατί η ντροπή και το σάστισμα την είχαν παραλύσει. τι βλέπω». εκείνη φαινόταν ψύχραιμη και αρκετά κομψή παρ’ όλο που βρισκόταν μέσα σε μια βρόμικη σπηλιά περασμένα μεσάνυχτα. ας ήταν τουλάχιστον καλή. τι κάνεις εδώ. Μ’ ένα ξαφνικό ρεύμα κρύου αέρα φάνηκε η δέσμη από το φως ενός φακού καθώς η λαίδη Ρίβερτον παραμέρισε τα κιβώτια που αποτελούσαν την αυτοσχέδια κρυψώνα τους. γυμνώνοντας τα στήθη της και βυθίζοντας το πρόσωπό του ανάμεσα τους ενώ το σώμα του σφήνωσε α- νάμεσα στα πόδια της. «Λόρα. λαίδη . Ή σχεδόν. ύστερα βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και τον τράβηξε πιο σφιχτά επάνω της. το ένα χέρι ενώ έκρυβε με το άλλο το κύπελλο στην τσέπη της. είπε η λαίδη Ρίβερτον με μια δόση χιούμορ στη φωνή της. Η Θάλεια δε χρειάστηκε να υποκριθεί ντροπή και σάστισμα καθώς στε- κόταν εκεί σφίγγοντας καλά το πανωφόρι της με.» τη ρώτησε άγρια ο Μάρκο με βαριά προφορά. του είπε. Αν ήταν αυτή η τελευταία στιγμή της. Οι δυο σωματώδεις άντρες ήρθαν πίσω από τη λαίδη Ρίβερτον και στα φωτισμένα απ’ τους φακούς πρόσωπά τους φαινόταν απληστία και τρό- μος μαζί. «Αλλά η απάντηση είναι ολοφάνερη. ξέροντας πως μπορούσε να πεθάνει ικανοποιημένη. η Θάλεια όμως δεν έ- φερε αντιρρήσεις. «Βρε. Μ’ αυτή την απελπισμένη σκέψη η Θάλεια ένιωθε τα χείλη του Μάρκο στο δέρμα της και τα μεταξένια μαλλιά του στα δάχτυλά της.βίαια το πανωφόρι και το πουκάμισό της. «Φαίνεται πως η κρυψώνα μας έγινε ερωτική φωλιά. Η Θάλεια την κοίταξε αμίλητη για λίγο. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για ερωτοτροπίες. Η παρανομία της πή- γαινε πολύ. Οι γρήγορες κινήσεις του έκρυψαν τη λάμψη του μαχαιριού που ξεγλίστρησε απ’ το μανίκι μέσα στην παλάμη του. κόμη Ντι Φαμπρίτσι». Έκρυψε το μικροσκοπικό κύπελλο κάτω από το σώμα της. μις Τσέις». «Καλησπέρα και σ’ εσάς. βρε. Τι συγκινη- τικό». Καλησπέρα. Πώς είναι η δούκισσα. Φυσικά και συμφω- νείτε. μα ναι. Ένας θιγμένος αριστοκράτης. αλλιώς δε θα καταφεύγατε εδώ με τη δική σας συντροφιά. Μάρκο. Έχουμε να γιορτάσουμε αρραβώνες! Μ’ αρέσουν αυτά! Επιτρέψτε μου να είμαι η πρώτη που θα σας ευχηθώ». πρόσθεσε ο Μάρκο. μις Τσέις.. πάλι. είπε α- πειλητικά ο ένας από τους άντρες. είπε τελικά. δηλαδή. Δεν το περίμενα από σένα». ώστε δεν μπορώ να περάσω ούτε στιγμή μόνη με τον όμορφο αρραβωνιαστικό μου. γαντζώνοντας τα χέρια της στο μανίκι του Μάρκο και κοιτώντας τον με προσποιητή λατρεία. «Το βλέπω». «Είπες ότι κανείς δεν ήξερε αυτό το μέρος! Πως ήταν ασφαλές». Πριν η Θάλεια προλάβει να ουρλιάζει η λαίδη Ρίβερτον εμπόδιζε τον Φα- ραώ ακουμπώντας το χέρι στο στήθος του. Πρέπει κανείς να ξεφορτώνεται τις κοινωνικές συμβάσεις όποτε μπορεί». Αν εξαιρέσει κανείς αυτά τα σκονισμένα παλιά κιβώτια με το λαθραίο γαλλικό μπράντι... δε συμφωνείτε.» «Και πολύ ρομαντικά».. «Εκπλήσσομαι για το επαναστατικό πνεύμα σας. «Αυτή η σπηλιά φαινόταν το τέλειο μέρος για να γιορτάσω τους αρραβώνες μου με τη σινιορίνα Τσέις..» είπε ο Φαραώ με ανυπομονησία. γουργούρισε η Θάλεια. Ε- σείς και η αδερφή σας.» «Ω. έξυπνο. Ο άλλος άντρας χασκογέλασε ενθουσιασμέ- νος. Τζακ. λαίδη Ρίβερτον. επ’ ευκαιρία. Αλλά.» Ο Φαραώ όρμησε μπροστά τραβώντας απ’ τη ζώνη του ένα φονικό μαχαίρι. της απάντησε η λαίδη Ρίβερτον. τίποτα τέτοιο. καταφέρνοντας να α- κουστεί παγερά αγανακτισμένος. «Το ίδιο είπαν και σ’ εμένα». Τόσο καιρό να φλερτάρεις μαζί μου για να κρύψεις τα αισθήματά σου για τη δεσποινίδα Τσέις. μπράντι τριγύρω. με εκπλήσσεις. γρύλισε ο Μάρκο. ίσως δε θα έπρεπε. συμφωνώ. τολμηρή και στη Σάντα Λουτσία. . βρομο-Ιταλέ. Πολύ. θα τους σκοτώσουμε τώρα. έτσι δεν είναι... «Κάνε πως το προσπαθείς. Ήσασταν αρκετά. Είναι πολύ ενοχλη- τικές αυτές οι κοινωνικές συμβάσεις. «Εκπλήσσομαι που σας βλέπω εδώ». είπε χαμογελώντας με πανουργία η λαίδη Ρίβερ- τον. «Θα σε ισοπε- δώσω όπως ο Αττίλας τη Ρώμη». «Πάντως. είναι ήσυχα και απομονωμένα εδώ. «Έτσι λες.» «Λοιπόν.Ρίβερτον». «Η αδερφή μου με παρακολουθεί τόσο στενά. κάθαρμα». «Όχι. Πλησίασε τον Μάρκο και χάιδεψε το τσαλακωμένο πουκάμισο του μ’ ένα γαντοφορεμένο δάχτυλο. Χωρίς τη φανταχτερή στολή φαινόταν ακόμα πιο τρομαχτικός με την ουλή του.. γλυκέ μου. Δε θέλουμε αιματοχυσία εδώ μέσα μ’ όλο αυτό το. «Έλα. κάνοντας μεταβολή. κάρα». «Κι αν αυτοί.. δεν είναι έτσι. Πρέπει να συνοδεύ- σουμε τα πιτσουνάκια μας πίσω στην πόλη πριν την ανατολή του ήλιου». «Αχ. «Μην α- νησυχείς. κάνε αυτό που σου λέω και κρύψε το μαχαίρι. άρχισε να προχωρεί προς την είσοδο της σπηλιάς. μουρμούρισε ο Μάρκο. τώρα που ξέρουμε πού βρίσκονται τα πράγματα. «Θα γίνεις υπέροχη νύφη». η Θάλεια έ- σφιξε το μανίκι του Μάρκο. «Αν μη τι άλλο». «Δεν μπορούμε να φύγουμε απ’ τη σπηλιά χω- ρίς τα σκεύη!» του ψιθύρισε με μανία.. για να σας ευχηθώ επισήμως. αγάπη μου. Πήρε το χέρι της σφιχτά μέσα στο δικό του. πόσο μου αρέσει ο έρωτας!» είπε χαρωπή. Η υποκόμισσα έβαλε απλώς τα γέλια και. Ο Μάρκο την κοιτούσε καχύποπτα. «Θα πρέπει να έχω κρυφά ταλέντα.» Καθώς η λαίδη και οι δυο άντρες έβγαιναν απ’ τη σπηλιά. ναι.» «Ησύχασε. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Τζακ. λοιπόν». Προς το παρόν πρέπει να γιορτάσουμε τους αρραβώνες μας με τους καινούριους φίλους μας». Της χαμογέλασε φέρνοντας το χέρι της στα χείλη του. Ίσως κάνετε κι άλλο χορό μασκέ για να το γιορτάσετε! Ο Τζακ κι εγώ λατρεύουμε τα μασκέ. «Είσαι σίγουρος πως αυτή είναι γυναίκα που μπορεί να τα εκτιμήσει.» Η Θάλεια τράβηξε το μπράτσο του Μάρκο μακριά από το χέρι της λαίδης Ρίβερτον. αλλά το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην είσοδο. μις Τσέις. . είπε η λαίδη Ρίβερτον. «Δε βλέπω την ώρα να επισκεφθώ εσάς και την αδερφή σας. αγάπη μου. Θα σκεφτώ τι θα κάνουμε. Ακόμα και τώρα. ούτε εγώ μαζί σου. Αλλά τον γνωρίζεις πραγματικά. καλή μου.» τη ρώτησε προσεκτικά η Θάλεια. Ο κόμης είναι συναρπαστικός άνθρω- πος. είπε η Θάλεια και κάθισε δίπλα της. Η Καλλιόπη καθόταν στον κα- ναπέ κρατώντας την Ψυχή στην αγκαλιά της. Τώρα τον βρήκα». Την προηγούμενη νύ- χτα μέσα στη σπηλιά είχε δει πόσο σημαντική και επικίνδυνη ήταν η δου- λειά του Μάρκο. κάρα. Είχε φτάσει την ώρα του προγεύματος κι ήταν γραμμένο με τον αδρό γραφικό χαρακτήρα του Μάρκο. Η Θάλεια όμως θα είχε τουλάχιστον τη δικαιολογία να βρίσκεται κοντά του χωρίς να προκαλεί περισσότερα κουτσομπολιά. Ήταν ένας αρραβώνας φιάσκο. την ίδια στιγμή που βρισκόταν στη βιβλιοθήκη μαζί με τον Κάμε- ρον και του ζητούσε το χέρι της. Είχε νιώσει πόσο πολύ ήθελε να συμμετέχει σε όλα αυτά. Έσφιξε στο χέρι της το τσαλακωμένο σημείωμα. Πρέπει απλώς να παί- ξουμε το θέατρο μας λίγο περισσότερο. «Ξέρω πως είναι όμορφος. πλούσιος και. τον οποίο ήταν φανερό πως δεν ήθελε ο Μάρκο.» «Μήπως θέλεις να μου πεις κάτι άλλο για τον Μάρκο. Τον γνώριζε αρκετά καλά τον Μάρκο. Θάλεια. ε. «Θάλεια. έλεγε. . Θέατρο ενώ εκείνη τα έπαιρνε όλα πολύ σοβαρά. Ιταλός. «Είμαι σίγουρη πως το θέλω». Κεφάλαιο 18 «Θάλεια. «Ξέρω ότι όλοι ανησυχούσατε πως δε θα έβρισκα τον κατάλληλο τζέντλεμαν.» ρώτησε η Καλλιόπη. Όλο το πρωί έ- κανε στον εαυτό της τις ίδιες ερωτήσεις ήθελε πραγματικά να το κάνει αυτό. Για πρώτη φορά το μωρό ή- ταν ήσυχο και κοιτούσε γύρω του με πελώρια μάτια. Να όμως που εκείνος έδειχνε πάλι να αποτραβιέται μακριά της. Καλ. είσαι απολύτως σίγουρη πως αυτό θέλεις να κάνεις. σαν να αντιλαμβανό- ταν τη σοβαρότητα της στιγμής.» Η Θάλεια κοιτούσε έξω από το παράθυρο του σαλονιού χωρίς να βλέπει στ’ αλήθεια τις άμαξες που περνούσαν μέσα στη βροχή. δεν ανησύχησα ποτέ ότι δε θα παντρευόσουν! Αλλά ανησυχώ μήπως παντρευτείς λάθος άνθρωπο. Σε παρακαλώ μην ανησυχείς δε θα παγιδευτείς μαζί μου για την υπόλοιπη ζωή σου. όμως θα σε κάνει ευτυχισμένη. Γύρισε να χαμογελάσει στην αδερφή της. συμφωνώ. «Εκείνη τη μέρα στο Αντλιοστάσιο δεν τον έβλεπες βέβαια για πρώτη φορά». να προσπαθούν να κλέψουν κάτι από τον δούκα. Θάλεια. Τα μάτια της Καλλιόπης γούρλωσαν όπως και της κόρης της. Για κάποιο λόγο ήταν πολύ σημαντικό να πείσει την Καλλιόπη.» «Τον είδες μαζί με την Κλειώ. Σίγουρα κανείς δε θα μπορούσε να τον βοηθήσει περισσότερο από την οικογένειά της. Ούτε κι εσύ τις δικές του».. Το ίδιο έκανε και η Κλειώ. αν τα ξέρεις όλα και εξακολου- θείς να θες να τον παντρευτείς. χρειάζονται άλλωστε γιατί ανανεώνουν το γάμο.» «Φυσικά. χωρίς σκοπό». όπως και της Κλειώς».» «Τότε θα είμαι ευλογημένη. Κάποιον που δε θα τον ενοχλεί ο παρορμητισμός μου».» «Ναι. είπε αδύναμα η Καλλιόπη.» Η Καλλιόπη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. γιατί μοιάζουμε πολύ. «Το ήξε- ρες. Η Καλλιόπη γέλασε.. «Αμφιβάλλω πολύ αν ο κόμης θα ακολουθήσει ποτέ τις οδη- γίες σού.» «Ποτέ δε λείπουν τα καβγαδάκια σ’ ένα ζευγάρι.. Η δουλειά του είναι απολύτως νόμιμη. «Τι να πω.. Λοιπόν. θα συμφωνήσεις σ’ αυτό τον αρρα- . «Ω Καλ. καλή μου αδερφή. Και θέλουμε να πείθουμε και τους άλλους για την ορθότητα αυτού του σκοπού». έτσι δεν είναι. Ίσως το άγαλμα της Άρτεμης». «Και να κάνουν αυτό που τους λέμε. Αν σε κάνει τόσο ευτυχισμένη όσο ο Κάμερον κάνει εμένα. Τώρα όμως όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Αν εξαιρούσε κανείς τη μυστική εξερεύνηση σπηλιών μέσα στη νύχτα. Η ζωή μου μαζί του δε θα είναι ποτέ βαρετή. Το ξέχασες. Δε σου είπα ολόκληρη την ιστορία. Μα η Θάλεια δεν έβλεπε κανένα λόγο να αναφέρει και αυτό. Η Καλλιόπη απέφυγε το βλέμμα της αδερφής της. «Έχεις δίκιο. νόμιζα ότι δε θα έβρισκα ποτέ έναν άντρα να με καταλαβαίνει όπως εσένα ο Κάμερον. εσύ μου το είπες. να δεχτεί η αδερφή της τον Μάρκο. όταν επιτέλους αποφάσισε να με εμπιστευθεί.. «Εμείς οι Μούσες Τσέις θέλουμε να έχουμε πάντα ένα σκοπό στη ζωή μας.. «Όπως συμβαίνει και μ’ εσένα και τον Κάμερον. Τότε που είχαμε επισκεφθεί την Έμελιν Σόντερς και την οικογένειά της στο Γιόρκσαϊρ και πήγαμε στο κάστρο του Άβερτον. «Είμαι σί- γουρη ότι ο κόμης δεν έχει το θράσος να παραπονιέται για τον παρορμητι- σμό των άλλων!» «Όχι. «Ω». κουνώντας την Ψυχή στην αγκαλιά της. το θέλω!» Η Θάλεια πήρε το χέρι της αδερφής της.» «Φυσικά. » «Ναι. Θα δεις πόσο υπέροχος είναι ο Μάρκο». «Είναι πολλά για να τα αφομοιώσεις».» Ο Μάρκο γέλασε. γύρισε και του χαμογέλασε. Δε θα το άντεχαν τα νεύρα μου». ελπίζω». μαχαίρια. κάρα μία». «Με συγχωρείς. «Το ελπίζω. νομίζω». «Πρωτότυπο. Καλ!» Η Θάλεια φίλησε ενθουσιασμένη το μάγουλο της αδερφής της κι ύστερα την ξαφνιασμένη ανιψιά της. Ο σκοτεινός ιππότης των σπηλαίων είχε εξαφανιστεί. του είπε ανακα- . Η Θάλεια.» «Όχι κάθε νύχτα. Της ά- πλωσε το άδειο φλιτζάνι του για να του σερβίρει τσάι. Η δική σου ζωή θα πρέπει να είναι γεμάτη από τέτοια συναρπαστικά περιστατικά! Σπηλιές. γράφοντας γράμματα και επιφυλλίδες.βώνα. τώρα είχε γίνει και πάλι ένας ανέμελος και γοητευτικός συνοδός. μουρμούρισε. «Μίλησε μου.. πριν έρθουν οι προσκεκλημένοι μας για τα χαρτιά. σε βεβαιώ. «Ω. Αρκεί να περιμένεις να έρθουν ο πατέρας με την Κλειώ πριν το γάμο». «Αυτό ση- μαίνει ότι δεν είμαι σίγουρος αν γευματίζω με τη Θάλεια ή την παράξενα λιγομίλητη δίδυμη αδερφή της». «Σίγουρα όχι και για εσένα. Και σκέψου το σε λίγο μπορεί να έχεις κι εσύ μια δική σου Ψυχή». έτσι. λοιπόν. ή δουλεύοντας τη μονογραφία μου. Μόλις όμως γνώρισα εσένα η ζωή μου άρχισε να μοιάζει με αισθηματικό μυθιστόρημα». Απλώς σκεφτόμουν όλα όσα έχουν συμβεί». Έχω να του μιλήσω για πολλά. «Τον περισσότερο καιρό κλεινόμουν σαν ερημίτης στη βιβλιοθήκη μου. για το σπίτι σου στη Φλωρεντία». «Δε θα το μετα- νιώσεις. Ήταν ένας επιπλέον λόγος για να μετατρέψουν αυτή τη φάρσα σε αλη- θινό αρραβώνα. «Δε θα μπορούσα να παντρευτώ χωρίς εκείνους». Η Ψυχή κλαψούρισε κι άρχισε να κλοτσάει τα πόδια της ενοχλημένη. είπε ο Μάρκο. νυχτερινές συ- ναντήσεις. «Τότε ελπίζω να ζητήσεις από τον κόμη να δειπνήσει μαζί μας απόψε. *** «Είσαι πολύ ήσυχη απόψε. Φτάνει μόνο η Θάλεια να ήταν αρκετά αποφασισμένη γι’ αυτό. σ’ ευχαριστώ. που έπαιζε ανόρεχτα με το γλυκό της στο τραπέζι τους στο Μόλαντς. «Όχι πολύ σύντομα.. Η Θάλεια κοίταξε τα κόκκινα μάγουλα του μωρού και δαγκώθηκε θυ- μούμενη την ξέφρενη νύχτα στο δωμάτιο του Μάρκο. καλή μου Θάλεια. . Μια και μιλάμε για την οικογένειά μου. Φα- ντάστηκε τον εαυτό της να κάθεται σ’ ένα δροσερό μαρμάρινο παγκάκι. κάποιον να το αγαπάει.. Το καλο- καίρι η ατμόσφαιρα μοσχοβολάει παντού απ’ το άρωμά τους». Μια αψιδωτή εσωτερική αυλή με μαρμάρινες κολόνες. «Μου θυμίζουν τη δική μου οικογένεια. «Α. «Είμαι σίγουρη πως υπάρχουν πολύ δυσκολότερα πράγματα στη ζωή από το να αναλάβει κανείς την ανακαίνιση ενός αναγεννησιακού έργου τέ- χνης!» διαμαρτυρήθηκε η Θάλεια. Σίγουρα κανείς δεν έχει περισσό- τερη ισχυρογνωμοσύνη από μία Τσέις! Είμαστε όλες σίγουρες πως ξέρουμε το καλύτερο η μία για την άλλη». αλλά παρ’ όλα αυτά έχουν ξεκάθαρη γνώμη για το πώς πρέπει να ζω τη ζωή μου». Στο όνειρό της ο Μάρκο καθόταν δίπλα της. «Είσαι σίγουρη πως δεν είσαι Ιταλίδα. περικοκλάδες και λουλούδια. να ακούει τον ψίθυρο των σιντριβανιών και να ανασαίνει τη μοσχοβολιά των καλοκαιρινών ρόδων. «Α- κούγεται τέλειο». Δε θέλω να νιώθεις. Η μητέρα μου λάτρευε αυτές τις αυλές και η ίδια πρόσθεσε μερικά σιντριβάνια και αμέτρητες τριανταφυλλιές. Η Θάλεια έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε ένα σπίτι σαν τις όμορ- φες βίλες που είχε δει στα ταξίδια της. και χρειαζόταν όχι μία αλλά τρεις μεγάλες αυλές για να εκθέσει τα αγάλματά του. κάποιος πρόγονος όμως το επέκτεινε πολύ έναν αιώνα αργότερα. Ο Μάρκο δεν ήθελε αυτό τον αρραβώνα· της το είχε ξεκαθαρίσει. Κι όλους τους συγγενείς μου. όμως ο άνθρωπος που θα αναλάβει αυτό θα πρέπει επίσης να ανε- χτεί κι εμένα.. Χτίστηκε τον δέκατο τέταρτο αιώνα στη Βία Λάργκα. Θυμήθηκε το σημείωμά του και το σάστισμά της μεγάλωσε.» «Αρκετά. «Είναι πράγματι τόσο παλιό. Μάρκο. «Ναι.» «Μερικές φορές αναρωτιέμαι κι εγώ. δε χρειάζεται να έρθεις απόψε για δείπνο και χαρτιά αν έχεις άλλες δουλειές. Δυο άγνωστοι πέρασαν έξω από την τζαμαρία και χαμογέλασαν πλατιά μόλις είδαν τον Μάρκο και τη Θάλεια όπως είχαν κά- νει πολλοί άλλοι την ίδια μέρα. φυσικά. Ήταν μεγάλος συλλέκτης. σκορπισμένοι καθώς είναι από το Βένετο ως τη Νάπολη. Δυστυχώς όμως το υπόλοιπο σπίτι χρειάζεται λίγη περισσότερη φροντίδα. υποχρεωμένος με κανέναν τρόπο». έρι- χνε ένα απ’ τα μπουμπούκια στην ποδιά της και γελούσαν ανέμελοι. Η Θάλεια τους αγνό- ησε. Το κουτσομπολιό της λαίδης Ρίβερτον για τον αρραβώνα τους δεν είχε αργήσει να εξαπλωθεί. Ο Μάρκο γέλασε. Φοβάμαι πως κανείς δε θα θέλει να αναλάβει τέτοιο φορτίο». κλασικά αγάλματα.τεύοντας το τσάι της. είναι σχεδόν τέλειο. » Η Θάλεια χαμήλωσε γρήγορα τη φωνή της. Και τότε ίσως να. Εκείνος όμως άπλωσε το χέρι πάνω από το τραπέζι και πήρε το δικό της. Ο Κάμερον μας αγόρασε εισιτήρια.» του ψιθύρισε. Ένα σωρό κόσμος τούς σταμάτησε για ευχές και πονηρές ερωτήσεις. για το αυριανό γκαλά με τα πυροτεχνήματα στο Σίντνεϊ Γκάρντενς. «Δεν έπρεπε να σε πάω στη σπη- λιά..» «Μπέλο». «Κάτι άλλο θα έβρισκα». «Ναι. Ήταν υπερβολικά προστατευτικός μαζί της. δε θα είχες τόσο καλή δικαιολογία για την παρουσία σου εκεί. Ένας μυς συσπάστηκε στο πιγούνι του.. της είπε χαμογελώντας απρόθυμα. το υπόσχομαι». «Δεν μπορούμε να το συζητήσουμε εδώ». έτσι δεν είχαν την ευκαι- ρία να πουν ούτε μια λέξη.» Του χαμογέλασε πειραχτικά. «Τα αρχαία αση- μικά. «Ήξερες. «Κι εσύ δε θα είχες διακινδυνεύσει». Η Θάλεια κοίταξε γύρω της στο συνωστισμένο κατάστημα και είδε ό- λους τους περίεργους θαμώνες να τρώνε τα γλυκίσματα και τα παγωτά τους. Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα». αγνοώντας όλους τους κουτσομπόληδες. «Μπορούμε να συναντηθούμε στο δωμάτιό μου όταν θα . Ούτε και στον περίπατό τους όμως βρήκαν ησυχία.. Το γκαλά θα πρέπει να ήταν ένα προκάλυμμα. «Μα θα έβρισκες κάτι τόσο γρήγορα. Τι σχέση είχαν τα πυροτεχνήματα με τον ασημένιο θησαυρό. «Ναι.. είτε ο Μάρκο το παραδεχόταν είτε όχι. «Πουθενά αλλού δε θα ήθελα να βρίσκομαι». κάρα. Χρειάζονταν ο ένας τον άλλον. Το στομάχι της σφίχτηκε στη σκέψη. «Αν δεν ήμουν μαζί σου στη σπηλιά. σου έκαναν κακό». του ψιθύρισε όταν βρήκαν μια μικρή στιγμή ανάμεσα στις συζητήσεις.» Η Θάλεια τον κοίταξε μπερδεμένη.. μα.. «Εί- μαι πολύ καλή ηθοποιός. Δε θα εί- μαι στα πόδια σου. Τι δουλειά έχει. φυσικά.» Φυσικά! Ξαφνικά ένιωσε ανόητη. Θάλεια.. «Ας περπατήσουμε λοιπόν. της είπε. έτσι που τους παρακολουθούσαν όλοι! «Απόψε λοιπόν».» «Τίποτα δε θα ξανασυμβεί!» Έσφιξε το χέρι του απρόθυμη να τον αφή- σει. «Μπορώ να έρθω μαζί σου.. τώρα όμως η Θάλεια συνειδητοποιούσε ότι ήταν και η ίδια εξίσου προστατευτική απέναντι του. «είσαι καταπληκτική». Αν συνέβαινε πάλι κάτι. Η Θάλεια άρχισε να αναρωτιέται πώς οι αδερ- φές της και οι άντρες τους είχαν καταφέρει να φλερτάρουν μεταξύ τους.» Ο Μάρκο κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο με σφιγμένα χείλη. Ή με οτιδήποτε άλλο. δεν είμαι. «Τότε μπορείς να μου πεις τι θα γίνει στη διάρκεια του γκαλά. το χειρότερο. να μην αφήσει αυτή την παρωδία αρραβώνα να μετατραπεί σε α- ληθινή δέσμευση. Ποια ήταν τα περιουσιακά στοιχεία του στην Ιταλία. Ο Μάρκο δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς εκείνη. ώ- σπου ξάφνου χαμογέλασε και κατέβασε μια κάρτα. Ήταν συνοφρυωμένη και τα χείλη της είχαν ζα- ρώσει προκλητικά. με τα μαλλιά της να λαμπυρίζουν σαν λιωμένο χρυσάφι στο φως των κεριών και τα μά- γουλά της να ροδίζουν καθώς γελούσε. Ο Μάρκο κοίταξε απέναντι του στο τραπέζι τη Θάλεια. Έπαιζαν με το λόρδο Γκρίμσμπι και την κόρη του. Η Θάλεια έβαλε τέρμα στην ανάκριση δηλώνοντας με γέλια ότι θα ζού- σαν σε μια σπηλιά κάπου στα Απένινα Όρη. Η άφιξη των άλλων επισκεπτών ήταν ένας ευχάριστος περισπασμός μετά από ένα δείπνο που είχε μετατραπεί σε ευγενική φυσικά ανάκριση. Αργά αργά άρχισε να δαγκώνει το κάτω χείλος της. ένα ρούχο που την έκανε να μοιάζει με την Αφροδίτη που αναδύεται από τη θάλασσα. Πόσο συχνά θα την έφερνε ο Μάρκο να επισκέπτεται την οικογένειά της. «Προς το παρόν όχι. Έπρεπε να επα- γρυπνά. Συνοφρυώθηκε κοιτώντας πάλι τα χαρτιά του. αγα- πητή μου μις Τσέις». Τον αποσπούσε απ’ τη δου- λειά του και. της απάντησε. κόμη Ντι Φαμπρίτσι. Μόνο τότε δε θα μας αναζητήσει κανείς!» * ** Οι εικασίες έδιναν και έπαιρναν. Στην Αγγλία. να πουλήσετε την κάρτα σας. Τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο αυτό είχε ήδη συμβεί. έβαζε τη Θάλεια σε κίνδυνο. Μέσα σε λίγες μέρες είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Κι αυτή η σκέψη ήταν αρκετά επικίνδυνη. ενώ η λαίδη Γουέστγουντ και ο άντρας της έπαιζαν στο διπλανό τραπέζι. αισθησιακή και αθώα μαζί. Ερω- μένη. «Θέλετε. Φορούσε μια τουαλέτα από αχνο- πράσινο μετάξι γαρνιρισμένη με φρουφρού από λευκή δαντέλα. Ο Μάρκο ένιωσε άβολα μέσα στο στενό του παντελόνι. Τον κρυφοκοίταξε με νάζι και του έστειλε ένα μυστικό μικρό χαμόγελο.» μουρμούρισε μ’ ένα χιούμορ που προοριζόταν μόνο για εκείνον. Η αρραβωνιαστικιά του ήταν σε μεγάλες ομορφιές απόψε. σύντροφός του. λοιπόν. Πού θα ζούσε η Θά- λεια. «Νομίζω πως είναι πιο σωστό να κρα- τήσω αυτά που έχω τώρα». Φίλη του. Πανέμορφη.αρχίσουν το χαρτί. τη λαίδη Ανν. η οποία μελε- τούσε τις τρεις κάρτες της. εκτρέφοντας κατσίκες και . όπως του συνέ- βαινε πάντα όταν βρισκόταν κοντά στη Θάλεια. Αλλά ήταν κι ένας λόγος παραπάνω να μείνει μακριά από αυτήν και τα μεθυστικά χα- μόγελά της. μις Τσέις. στο Μπαθ. Ή- ταν κι εκείνη ένα μέρος του αρχαίου κόσμου. με τα ξανθά μαλλιά της σκεπασμένα από ένα διάφανο πέπλο. είπε η Θάλεια. «Δε θα υπάρχει ομορφότερη νύφη από τη Θάλεια». Ο συμπαίκτης της λαίδης Γουέστγουντ στο ουίστ. Οι αδερφές μου έκαναν και οι δυο υπέροχους γάμους. Ίσως παντρευτούμε στο Τσέις Λοτζ. αγαπητή μου. Η λαίδη Γουέ- στγουντ παντρεύτηκε στο πατρικό σπίτι του Λονδίνου και η δούκισσα του Άβερτον σε μια μικρή εκκλησία στη Σικελία. «Ομολογώ ότι δεν έχω σκεφτεί τόσο μακριά! Θα πρέ- πει να περιμένω νέα απ’ τον πατέρα μου. μια από τις νέες αφί- ξεις στο Μπαθ. Λατρεύει τους γάμους». «Ανν!» τη μάλωσε τρυφερά ο πατέρας της γελώντας. Ο δικός μου γάμος πρέπει να είναι εφάμιλλος». πρότεινε ο λόρδος Νόουλτον. είπε η λαίδη Γουέστγουντ.» ρώτησε με ενδιαφέρον η λαίδη Ανν. Να είναι μόνος με τη Θάλεια. «Εγώ ήλπιζα πως θα γινόταν εδώ. Ίσως ακόμα να έγραφαν ποίηση όλη μέρα. Όλα αυτά ακούγονταν πολύ ελκυστικά στα αυτιά του Μάρκο. «Και πότε θα γίνει ο γάμος. όχι!» είπε μουτρώνοντας η λαίδη Ανν. γιατί είσαι η κομψότερη απ’ όλες». Ο Μάρκο ανυπομο- νούσε να του μιλήσει καθώς η Εταιρεία Αρχαιοτήτων είχε συμμετάσχει ε- νεργά στην ανάκτηση και μελέτη πολλών αρχαίων έργων τέχνης. και σύντομα μάλιστα. «Αρκετά. όλης της μακραίωνης ομορ- . μις Τσέις». Κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματικά μια ευλογία. «Σίγουρα κανένα άλλο μέρος δεν είναι πιο κατάλληλο για δυο λάτρεις του αρχαίου κόσμου!» Ο Μάρκο φαντάστηκε για μια στιγμή τη Θάλεια να μπαίνει σ’ έναν αρ- χαίο ναό. χωρίς άλλους θεατές να τους κουτσομπολεύουν εκτός απ’ τις κατσίκες. «Θα πρέπει να βρούμε τα κατάλληλα με- τάξια και δαντέλες. «Το ίδιο κι εγώ». «Αχ. όπως και τη σωστή γαμήλια τούρτα και το πιο καλό κρασί. Γιατί μή- πως αυτό δεν έκαναν οι κομήτες και οι κοντέσες. «Εσύ θα μας ξεπεράσεις. ήταν ο λόρδος Νόουλτον.» Η Θάλεια γέλασε. Σαν να διάβαζε τις σκέψεις του. στο Μπαθ. «Θα γί- νει εδώ.φτιάχνοντας κρασί. ο διευθυντής της Εταιρείας Αρ- χαιοτήτων της οποίας οι Τσέις ήταν φανατικά μέλη. η Θάλεια τον κοίταξε παραξενεμένη πριν επιστρέφει στη συζήτησή της με τη λαίδη Ανν. Σίγουρα θα έχετε το ομορφότερο νυφικό που έχουμε δει ποτέ. «Ίσως μπορέσετε να βρείτε κανένα ρωμαϊκό ναό». Θα πρέπει να τη συγχωρήσετε. όπου μπορούν να παρευρίσκονται όλες οι αδελφές μου». «Τώρα θα διακόπταμε για λίγο τσάι». «Δεν μπορούσα να μην έρθω να δώσω στους μελλόνυμφους τις ευχές μου. «Λαίδη Ρίβερτον και κύριος Ντε Λούκα. η γυναίκα την οποία αγαπούσε και για την οποία νοιαζόταν πολύ. «Τι υπέροχα». Ο Μάρκο κατέβασε με τρόπο το χέρι του. είπε ο λόρδος Γουέστγουντ. Ήταν ένα αργό. «Και τότε ο γάμος σας θα καθυστερούσε ακόμα περισσότερο!» είπε με λύπη η λαίδη Ανν. κόμη». Τότε η πόρτα του σαλονιού άνοιξε και ένας μπάτλερ ήρθε να αναγγείλει μια άφιξη. «Συγχωρήστε μας που αργήσαμε τόσο. Ερχόμαστε από το θέατρο». «Θα βαλθεί να χτίσει αμέσως ένα ναό». Ξαφνικά ο Μάρκο ένιωσε μικρά δάχτυλα ποδιών να χαϊδεύουν απαλά τον αστράγαλο και τη γάμπα του. «Μαθαίνει πράγματι πολύ γρήγορα». Την κοίταξε και εκείνη του χαμογέλασε με αθωότητα πάνω από τα χαρτιά της. Προ- φανώς η Θάλεια είχε βγάλει το παπούτσι της κάτω από το τραπέζι. σαγηνευτικό χάδι. κράτησε το πόδι της απ’ τον αστράγαλο κι άρχισε να χαϊδεύει την καμάρα του πέλματος πάνω από τη μεταξένια κάλτσα. τόσο ώστε φοβόταν πως δε θα μπορούσε ποτέ να κρύψει τα αισθήματά του και να υποκριθεί. «Εσείς τι γνώμη έχετε γι’ αυτά τα γαμήλια σχέδια. «Σωστά το θέσατε. Πάρα πολύ. Ύστερα όμως εκείνη έβαλε τα γέλια και η αιθέρια εικόνα διαλύθηκε. μιλαίδη». Όσο κι αν προσπα- θούσε να δείξει στη Θάλεια πως ο αρραβώνας τους δεν ήταν αληθινός. «Κάθε άλλο». είπε η Θάλεια.φιάς του. κύριε κόμη. ψυχρά αλλά ευγενικά. λόρδε Νόουλτον». σι- νιορίνα». «Μην τα πείτε αυτά μπροστά στον πατέρα μου. Είχε γίνει και πάλι η Θάλεια. Ο Μάρκο χαμογέλασε πλατιά. μουρμούρισε η Θάλεια και το ζω- ηρό ποδαράκι της γλίστρησε ακόμα ψηλότερα. είπε η λαίδη Γουέστγουντ. «Νομίζω πως οτιδήποτε κάνει τη σινιο- ρίνα ευτυχισμένη θα κάνει κι εμένα ευτυχισμένο». όλων όσα ο Μάρκο αγαπούσε και φρόντιζε να διατηρηθούν. Η Θάλεια δαγκώθηκε. είπε η λαίδη Ρίβερτον.» ρώτησε η λαίδη Νόουλτον. Το θέατρο του αρραβώνα δεν πήγαινε πολύ καλά. Φαίνονται απολύτως πλασμένοι . κρατώντας αγκαζέ τον Ντομένικο. «Αγαπητή μου λαίδη Γουέστγουντ!» τιτίβισε η λαίδη Ρίβερτον εισβάλλο- ντας στο σαλόνι μέσα σ’ ένα σύννεφο από μπλε φτερά και άρωμα γιασε- μιού. Ένα μέρος δικό του. «Φαίνεται πως μπήκατε γρήγορα στο πνεύμα του γάμου». «Όχι πιο γρήγορα από εσάς. το ίδιο και ο σινιόρ Ντε Λούκα. Σηκώθηκε με τρόπο απ’ την καρέκλα του και προχώρησε προς τον Ντομένικο. Ο Μάρκο αναρωτήθηκε μή- πως ο Ντομένικο είχε πιει στο θέατρο. σινιόρ». είπε με αβρότητα ο λόρδος Γουέστουντ. ούτε από το επικίν- δυνο παιχνίδι που έπαιζαν ήδη από τη Σικελία. θα μονομαχήσουμε σε όποιο πεδίο διαλέξεις.» Ο Μάρκο άρπαξε σφιχτά το μπράτσο του Ντομένικο. Ενώ κανο- νικά μερικοί από μας θα έπρεπε να. Εκείνη του απάντησε μ’ ένα γλυκερό χαμόγελο που δε μαρ- τυρούσε τίποτα από τη συνάντησή τους στη σπηλιά. υπέροχα!» είπε η λαίδη Ρίβερτον χτυπώντας τα χέρια της. Ακόμα περισσότερο όμως μ’ α- ρέσουν οι κατάλληλες περιστάσεις για σαμπάνια όπως ο γάμος. Αλλά δε θα προσβάλλεις τη δεσποινίδα Τσέις ούτε την οικογέ- νειά της».. όπως γίνεται τόσα χρόνια στη χώρα μου». είπε ο λόρδος Γουέστουντ.» Ο Ντομένικο χαμογέλασε κι εκείνος. «Φυσικά. πράγματι». Έτσι δεν είναι.. Αν και α- πόψε ίσως να άρμοζε περισσότερο ένα προσέκο. αφού ο γαμπρός είναι συ- ντοπίτης μου». «Είναι τόσο θλιβερό τώρα που θα αναμειχθεί με ξένο αίμα. είπε ο Μάρκο κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και χαμογελώ- ντας ευγενικά. «Θα καταντήσει να στέλνει κρασί σε αγγλικά κελάρια. «Φοβάμαι πως δεν έχουμε να σας προσφέρουμε ιταλικά κρασιά.» «Ασφαλώς». Τα μαλλιά του ήταν ξεχτένιστα και το φίνο βελούδινο σακάκι του τσαλακωμένο. Πόσα είχε αποκαλύψει άραγε στη λαίδη Ρίβερτον . Ο Ντομένικο προσπάθησε να τραβήξει το μπράτσο του. «Ντι Φαμπρίτσι. να παίζει τον διανοούμενο. αλλά ο Μάρκο ήταν γρηγορότερος. «Μόλις η Θάλεια γίνει κοντέσα Ντι Φαμπρίτσι. πολύ παλιό όνομα.ο ένας για τον άλλο. έτοιμος να αντιμετωπίσει τα όποια πιθανά ξεσπάσματα. μα τα λόγια του ήταν κάπως ασύνδετα. «Αν έχεις πρόβλημα μαζί μου. «Χρειαζόμαστε σαμπάνια!» «Ω. ψέλλισε ο Ντομένικο. ο Ντομένικο ανέδινε την α- ναμφισβήτητη μυρωδιά του μπράντι. Το μοναδικό χειρότερο πράγμα από ένα θερμοκέφαλο ήταν ένας μεθυσμένος θερμοκέφαλος. σκέφτηκε. δε συμφωνείτε. «Λατρεύω τη σαμπάνια. Όπως το υποψιαζόταν. η ματιά του όμως έπεσε σκληρή πάνω στον Μάρκο και τη Θάλεια. «Μπάστα». «Τότε θα πρέπει να κάνουμε μια πρόποση στο ευτυχισμένο ζευγάρι». είπε σφιγμένος ο Ντομέ- νικο. Τις πιθανές αποκαλύψεις. του σφύριξε. ίσως τότε με βοηθήσει να καλύψω αυτή την έλλειψη στο κε- λάρι μου». Ανόητε. «Δε θα μονομαχούσες στ’ α- λήθεια μαζί του. Δε θα κατέ- στρεφα τη γιορτή του αρραβώνα μας». «Ω. αλλά κάποια απαλά δά- χτυλα τύλιξαν ξαφνικά τον καρπό του. ώστε τώρα θέλεις μάχη. Η Θάλεια συνοφρυώθηκε και ο Μάρκο κατάλαβε από τη σπίθα στο βλέμμα της ότι είχε περισσότερα να πει. Ελάτε. συγχωρέστε τον!» τιτίβισε. «Όχι απόψε. Η Θάλεια ταρακούνησε τον καρπό του. τι σκάνδαλο. για να καταλήξει με μια ναπολιτάνικη έριδα αλλά και μια μυστική ερωτική συνάντηση στο διάδρομο του επάνω ορόφου. Η συγκεκριμένη βραδιά άρχισε με ένα οικογενειακό δείπνο και μερικές παρτίδες χαρτιά.. είμαι σί- γουρη ότι ο λόρδος Γουέστγουντ θα σας δείξει μερικά από τα σκίτσα του απ’ την Ελλάδα». Τράβηξε μακριά τον Ντομένικο βοηθούμενη από τον λόρδο Γουέ- στγουντ.» Η γροθιά του Μάρκο τινάχτηκε αστραπιαία. έτσι δεν είναι. «Όταν συνεχιστεί το παιχνίδι με τα χαρτιά». Την ίδια στιγμή η λαίδη Ρίβερτον έπιανε το άλλο μπράτσο του Ντομένικο. Ο Ντομένικο πήγε υπάκουα αλλά γύρισε και κοίταξε τον Μάρκο μ’ ένα πύρινο βλέμμα. «Α.» Μα δεν την ξεγελούσαν τα αστεία του.. σκέφτηκε ο Μάρκο αυτο- σαρκαζόμενος κι έτριψε τον καρπό του σαν να ήθελε να διατηρήσει λίγο ακόμα το άγγιγμα της Θάλειας επάνω του. πηγαίνοντας γρήγορα να καθίσει μαζί με την αδερφή της για το τσάι..πιωμένος. Μήπως προσπαθείς να επισπεύσεις τους γάμους μας.» ψιθύρισε. «Ήπιε λίγο παντς στο θέατρο και ξέρετε τώρα πώς είναι αυτοί οι Ναπολιτάνοι. Μα αρκέστηκε να κουνήσει το κε- φάλι της αρνητικά. Ωραίος επαναστάτης ήταν. Το χέρι της Θάλειας έσφιξε τον καρπό του. «Απλώς κάν’ το!» Ύστερα έκανε μεταβολή κι έφυγε μακριά του. Ο Μάρκο κοίταξε δίπλα του και είδε τη Θάλεια που τον τραβούσε μαλακά μα σταθερά. σινιόρ Ντε Λούκα. Οι βραδιές των Τσέις δεν είναι ποτέ ανιαρές. «έλα να με συναντήσεις στον επάνω διάδρομο». μουρμούρισε στον Μάρκο. «Κάρα. Σχεδόν έμπαινε στον πειρασμό να μείνει εκεί για πάντα για να δει τη συ- νέχεια.. Να ξεχάσει τι τον περίμενε στη Φλωρεντία.» του είπε μουτρώνοντας ο Ντομένικο. Η λαίδη Γουέστγουντ είπε κά- ποια έντονα λόγια στο αυτί της αδερφής της κοιτώντας προς το μέρος του. μπελά. «Τώρα που προσβάλλαμε την Αγγλίδα πουτ. Εκείνος της χαμογέλασε ανέμελα. τους κινδύνους που . Κι ας ήξερε ότι τώρα δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής.παραμόνευαν. . Και γιατί φαινόταν τόσο αποφασισμένη να τους συναναστρέφεται δημόσια. Θά- λεια.. έτσι δεν είναι. να την πιέζει πίσω στον τοίχο. Δεν ξέρω τι σκέφτηκε ο ανόητος». δεν πρέπει να τα κάνουμε αυτά μέσα στο ίδιο σου το σπίτι». «Μόνο για λίγα λεπτά». να αγγιχτούν. Το ίδιο σκοτάδι υπήρχε και μέσα στο μυαλό της. Γύρισε απότομα και είδε τον Μάρκο να στέκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι με τη λάμπα πίσω του να διαγράφει το περίγραμμα της μορφής του μέσα στο α- διαπέραστο σκοτάδι. μακριά από τους άλλους. όπως και η Θάλεια. Λυπάμαι που ήρθε εδώ. Όλες αυτές τις ανόητες συζητήσεις και τα βλέμματα που μας παρακολουθούν. Ο θερμοκέ- . Γιατί άραγε είχε εμφανι- στεί εκεί η λαίδη Ρίβερτον και μάλιστα με τον Ντομένικο ντε Λούκα. τώρα που είχε χάσει τον Μάρκο. «Ίσως να ήταν ο μόνος τρόπος για να τον κάνω να σωπάσει. «ήθελα να μείνω μόνη μαζί σου. Η Θάλεια έτρεξε κοντά του. «Δε θα μονομαχούσες στ’ αλήθεια μαζί του. Τους είχε αναγκάσει να επισημοποιήσουν τον αρραβώνα τους και είχε ακόμα τα ασημένια αντικείμενα στην κατοχή της. να φιληθούν.» «Μακριά κι απ’ τον Ντομένικο ντε Λούκα. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω απ’ το λαιμό του. Κεφάλαιο 19 Η Θάλεια βημάτιζε στον σκοτεινό διάδρομο μεταξύ της κρεβατοκάμα- ρας της και του μικρού τραπεζιού ανάμεσα στα δύο παράθυρα. Ίσως ένιωθε κι εκείνος αυτή την ακαταμάχητη έλξη. Μή- πως ήταν ο καινούριος Ιταλός συνοδός της. Μα η Θάλεια ένιωσε το χέρι του να σφίγγει δυνατά τους γοφούς της. του ψιθύρισε. της μουρμούρισε με τραχιά φωνή. Να πέθαινε. Να αιμορ- ραγούσε. τον πήρε απ’ το χέρι και τον τράβηξε μέσα στο δωμάτιό της. Την πα- ράφορη ανάγκη να βρεθούν μαζί. Πήγαινε πέρα δώθε και κοιτούσε διαρκώς προς τη σκάλα. Επιτέλους η Θάλεια άκουσε τον απαλό ήχο βημάτων στις σκάλες. Ένα ηδονικό ρίγος τη διαπέρασε αστραπιαία και μόνο στη σκέψη ότι ο Μάρκο την είχε ανάγκη όσο τον είχε κι εκείνη.» Ξαφνικά η Θάλεια πάγωσε στη σκέψη ότι ο Μάρκο μπορεί να πληγωνόταν. Έκλεισε την πόρτα πίσω τους και επιτέλους έμειναν μό- νοι.. Μια μοναδική λάμπα έ- καιγε στο τέρμα του διαδρόμου αλλά το φως δεν έφτανε ως τη Θάλεια. «Θάλεια μία. . «Εγώ εξάπτομαι μόνο όταν βρίσκομαι κοντά σου». «Α. ο μεθυσμένος αλόκο». του ψιθύρισε όταν τα χείλη του γλίστρησαν προς το αυτί και την καμπύλη του λαιμού της.φαλος. Τώρα την περικύκλωνε η έξαψη. κατάφερε να του ψιθυρίσει. . «Ώστε έτσι. «Σκούζα». «Νομίζω.» Ο Μάρκο βόγκηξε και τα χείλη του κατέβηκαν να ζητήσουν τα δικά της στο σκοτάδι. «Αμόρε. Το ένα δάχτυλό του γλίστρησε μέσα στις υγρές πτυχές της θηλυκότητάς της κι ένα δυνατό ρίγος της έκοψε την ανάσα. Ή μήπως το προτιμούσες περισ- σότερο όταν σε χάιδευα κάτω απ’ το τραπέζι. Έχω ανάγκη.» τον πείραξε. «Όπως τώρα. λοιπόν. Μέσα στη ζάλη του πόθου της τον ένιωσε να την απομακρύνει από τον τοίχο και να την μεταφέρει στο κρεβάτι της. Η εκστατική ηδονή της έφερε ζάλη. τύλιξε τις γάμπες της γύρω απ’ τους γοφούς του. «Ή ίσως». Έβγαλε το γοβάκι της και χάιδεψε με το πόδι της τη γάμπα του. Τη φίλησε ξανά και κάθε σκέψη. «Έχω εξαιρετικό δάσκαλο». Η Θάλεια χάιδεψε την πλάτη και την καμπύλη των γλουτών του κι έ- νιωσε το ερεθισμένο κορμί του να την πιέζει. Εγώ σίγουρα δεν ξέρω κανέναν άλλον ευέξαπτο Ιταλό.» «Κι εγώ σε έχω ανάγκη». Έχοντας την πλάτη της κολ- λημένη στον τοίχο. μουρμούρισε εκείνος. της είπε και η Θάλεια άκουσε το γέλιο στη φωνή του. πως αυτό σου αρέσει». πολύ γρήγορα μαθαίνεις».. που να εί- ναι και αγύριστο κεφάλι». του είπε νιώθοντας ικανοποί- ηση για όσα του προκαλούσε. ναι. «να σου αρέσει όταν κάνω αυτό». Νιώθοντας σαν τη θεά Αφροδίτη! «Διάολε. μα σε έχω ανάγκη. της είπε ξέπνοος. δηλαδή. Εκείνος έσπρωξε τις φούστες της ψηλότερα και χάιδεψε τους γυμνούς μηρούς πάνω από τις κάλτσες της. κάθε λέξη πέταξε μακριά από το μυαλό της. η μυρωδιά του. Βύθισε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του και τον κράτησε κοντά της ενώ οι γλώσσες τους μπλέκονταν λαίμαργα. Έπεσε πίσω στο στρώμα και τον τράβηξε επάνω της. Τα χέρια της ψα- χούλεψαν με αδημονία το κούμπωμα του παντελονιού του. Και δεν ήθελε τίποτα περισσότερο. με συγχωρείς. πιέζο- ντας το κορμί της επάνω του ώσπου δε χωρούσε μεταξύ τους ούτε μια α- νάσα. Παραμέρισε τις φούστες της και τέντωσε το κορμί της να τον συναντήσει. αγκάλιασε το δάχτυλό της. «Μάρκο!» κραύγασε κι ένιωσε μέσα της την πίεση να εκρήγνυται. είπε ο Μάρκο. «Κάρα. «Όμως σκοπεύω να το ανακαλύψω». τότε θα πρέπει να αναλάβω δράση». Η Θάλεια τον ένιωσε να ανακάθε- ται δίπλα της. αν έτσι σκοπεύεις να με εμποδίσεις.» «Ίσως.» «Δεν ξέρω τι ετοιμάζει». τίναξε τις φούστες να σκεπάσουν τα πόδια της. ενώνοντας τα δυο κορμιά τους σε ένα. όταν δεν υπήρχε εκείνος. «Μάρκο! Πες μου». να κουμπώνει το ρούχο του και να στρώνει τη δίχως άλλο τσαλακωμένη γραβάτα του. το μάγουλο. Έ- μοιαζε σαν. Δε θα κατάφερνα τίποτα μ’ αυτό. Η Θάλεια ανασηκώθηκε. θα σε α- πειλώ καθημερινά ότι θα μονομαχήσω». Ο Μάρκο γέλασε. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε καθόλου πόνος. Να πυρπολούν όλα όσα υπήρχαν στο παρελθόν. Έχεις πράγματι έναν τρόπο να κάνεις όλες τις γιορτές πολύ πιο .» μουρμούρισε εκείνος στο αυτί της. «Νομίζεις πως έχει κάνει κόμμα με τη λαίδη Ρίβερτον. όλα φλογερά.. Η Θάλεια γονάτισε και ψηλάφισε το πάτωμα ώσπου βρήκε το χαμένο γοβάκι της. κρατώντας τη σφιχτά κα- θώς τα αστέρια έσβηναν. Το φόρεσε στο πόδι της και χαμογέλασε κρυφά. αφού όλοι θα είναι απασχολη- μένοι με το θέαμα». «Ναι!» Την αγκάλιασε με το άλλο χέρι και ανασήκωσε τους γλουτούς της καθώς διείσδυε μέσα της. «Δε θα μονομαχήσεις.» του ψιθύρισε. «Τότε ανυπο- μονώ. το περίγραμμα του πιγουνιού του. Θα είναι μια εξαιρετική ευκαιρία. Η Θάλεια άπλωσε τα τρεμάμενα δάχτυλά της μέσα στο σκοτάδι και άγ- γιξε το μέτωπο. Αν όμως σκο- πεύει να με κρατήσει μακριά από τα κλεμμένα αρχαία ή αν συνεχίσει να προσβάλλει εσένα και την οικογένειά σου. Όλα λευκά και κόκκινα. έτσι... Μια βροχή από πυροτεχνήματα. Ο αντίχει- ράς της χάιδεψε τα υγρά χείλη του και το στόμα του άνοιξε. Η Θάλεια ρίγησε. «Δε θα μονομαχήσω. μια καυτή έκσταση να την κατακλύζει σαν καταρράκτης από αστέρια. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και αφέθηκε στην εκστατική αίσθηση. μόνο μια βαθιά ηδονή που η Θάλεια τη θυμόταν καλά.. «Στο γκαλά με τα πυροτεχνήματα. «Σου αρέσει όταν σε αγγίζω εδώ. Καθώς ο μανιασμένος χτύπος της καρδιάς της η- ρεμούσε και μια θεσπέσια νάρκη την τύλιγε γλυκά. Ο Μάρκο κατέρρευσε στο κρεβάτι δίπλα της. ενδιαφέρουσες. μπελά». της απάντησε. «Πολύ περίεργο. . Μάρκο». «Το ίδιο ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ για εσένα». συμφώνησε η Θάλεια. Η Θάλεια της χαμογέλασε και ήπιε μια γουλιά απ’ το γλυκό κρασί. «Ίσως πήγε να αγοράσει τα τελευταία λουλούδια που απέμειναν στα αν- θοπωλεία του Μπαθ». είχε κάνει πράγματι καλή επιλογή μακάρι όμως να ήταν στ’ αλήθεια μια . ενώ από όλες τις αψίδες κρέμονταν χρωματιστά φανάρια που λαμπύριζαν ανά- μεσα στα δέντρα. με πιο αξιομνημόνευτη την ημέρα του πρώτου φιλιού τους μέσα στο λαβύ- ρινθο του πάρκου. Από τις κρήνες έρρεε άφθονο κρασί. «Γιατί βρήκες τον μελλοντικό σου σύζυγο! Επ’ ευκαιρία. Τώρα όμως οι κήποι είχαν γίνει αγνώριστοι για την πε- ρίσταση. Ναι. «Ομολογώ πως δεν περίμενα να διασκεδάσω τόσο πολύ στο Μπαθ!» είπε η Καλλιόπη. Σε κάποιο διπλανό χώρο είχε δημιουργηθεί μια πίστα και ήδη οι χορευτές έπαιρναν τις θέσεις τους στο σετ. την πείραξε η Καλλιόπη. Ακόμα και η Καλλιόπη φαι- νόταν ανανεωμένη και τα μάγουλά της είχαν πάρει την απόχρωση της ρό- δινης κασμιρένιας εσάρπας της. Μια ορχήστρα έπαιζε σε ένα από τα ημικυκλικά πέτρινα κιόσκια. αγαπημένη μου αδερφή». «Εσύ όμως με το παραπάνω. χαιρετώντας εδώ κι εκεί όλους τους γνωστούς. Κεφάλαιο 20 Η Θάλεια είχε πάει αρκετές φορές στο Σίντνεϊ Γκάρντενς με τον Μάρκο. Η Θάλεια ένιωθε σαν να είχε μπει σε μια παραμυθένια χώρα. Ο κόσμος φο- ρούσε τα καλά του ρούχα κι όλοι έδειχναν να έχουν κεφάτη διάθεση μέσα στη λαμπερή γιορτινή ατμόσφαιρα της νύχτας. Πίσω από τα τραπέ- ζια με τα αναψυκτικά και τις σπηλαιώδεις κόχες του πάρκου είχαν τοποθε- τηθεί ριντό με αναπαραστάσεις διάφορων ρωμαϊκών θεοτήτων. Η Καλλιόπη γέλασε ευδιάθετη καθώς οι υπηρέτες πλησίαζαν να τους σερβίρουν κρασί. πού βρίσκεται ο κόμης. «Η αλήθεια είναι πως δε χωρούσαμε να κυκλοφορή- σουμε στο σπίτι από τις πολλές ανθοδέσμες που έστειλε! Και δεν είχε απο- χωριστεί τη Θάλεια παρά μόνο για λίγες ώρες. Η Θάλεια μαζί με την Καλλιόπη και τον Κάμερον πήγαιναν να βρουν τις θέσεις τους. «Τώρα όμως ξέρω πως θα λυπηθώ όταν φύγουμε για το Λονδίνο τον επόμενο μήνα». αδερφή». είπε ο Κάμερον οδηγώντας τις δύο αδερφές στην κόχη τους. «Σίγουρα γνωρίσαμε καλούς φίλους εδώ». Δεν το συνηθίζει να χάνει τέτοιες εκδηλώσεις». Ίσως τελικά έκανες καλή ε- πιλογή. καλησπέρα σας. είπε μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο γοητεία. Θάλεια. Το σχέδιό της να εντυπωσιάσει τον Μάρκο. λόρδε και λαίδη Γουέστγουντ.συντροφική σχέση! Ίσως τα λουλούδια να ήταν καλό σημάδι. είπε ο λόρδος Νόουλτον. όμως η Θά- λεια δεν είχε μάθει τίποτα περισσότερο για τις σπηλιές και για το τι μπο- ρούσε η ίδια να κάνει. αν και φοβάμαι πως μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει μεγάλη πρόοδος». Δε βρήκαμε χρόνο στο σπίτι μας να σας ρωτήσουμε τι νέα υπάρχουν από την Εταιρεία Αρχαιοτήτων». φυσικά». Ποια να ήταν άραγε η «υπόθεση» του λόρδου Νόουλτον. έτσι δεν είναι. δε φαινόταν να προχωρεί πολύ καλά. μις Τσέις». είπε η Καλλιόπη. Καθώς οι υπηρέτες ακουμπούσαν τις πιατέλες με τους νόστιμους μεζέ- δες μπροστά τους. Η Καλλιόπη τον κοίταξε συνοφρυωμένη με αμφιβολία. «Ω. Έλπιζε να ανακάλυπτε κάτι περισσότερο γι’ αυτό στην αυριανή επίσκεψη στους Νόουλτον. «Αν και ελπίζω να μην ήρθατε εδώ για λόγους υγείας». «Λόρδε και λαίδη Γουέστγουντ.» «Θα ήταν μεγάλη μας χαρά. γιατί ο Ντο- μένικο ντε Λούκα σταμάτησε να υποκλιθεί μπροστά τους. λαίδη Γουέστγουντ. να γίνει αληθινός αυτός ο αρραβώνας.» είπε η Καλλιόπη. λόρδε Νόουλτον». τη λαίδη Ρίβερτον ή τον σινιόρ Ντε Λούκα. Είμαι αδικαιολόγητος. επιτρέψτε μου να απολογηθώ για τη χτεσινή συμπε- ριφορά μου στο σπίτι σας. «Καλησπέρα. «Ήταν πολύ ευχάριστο να σας συναντήσουμε εδώ στο Μπαθ». μα το αγγλικό κρασί σας είναι πολύ δυνατότερο απ’ όσο περίμενα! Ελπίζω να μου επιτρέψετε να ε- πανορθώσω». Μις Τσέις. απάντησε η Καλλιόπη. Μήπως είχε να κάνει μ’ εκείνα τα ασημένια αντικείμενα. μις Τσέις!» είπε ο λόρ- δος Νόουλτον όταν εκείνος και η σύζυγός του σταμάτησαν μπροστά τους ενώ έκαναν τη βόλτα τους. «Παρ’ όλα αυτά απόλαυσα πολύ την ευκαιρία να κάνω μερικά μπάνια. «Θα πιείτε μαζί μας ένα ποτήρι κρασί. απόλυτα ικανοποιημένοι ο ένας με τον άλλο. κάτι που θα ήταν χρήσιμο για τον Μάρκο. «Είναι μυστικό ακόμα και για μένα!» είπε μ’ ένα γέλιο η λαίδη Νόουλτον. «Όχι». Θα θέλατε να πιούμε μαζί ένα τσάι αύριο. «Παρακαλώ. «Πράγματι. «Φυσικά και . Άκουγε μόνο με μισή προσοχή την Καλλιόπη και τον άντρα της να γελούν τρυφερά. είπε η λαίδη Νόουλτον καθώς όλοι μετακινούνταν για να κάνουν χώρο. έχουμε πολύ καιρό να σας δούμε». «Α. η Θάλεια παρατηρούσε τους περαστικούς περιμένο- ντας να δει ανάμεσά τους τον Μάρκο. Δεν πρόλαβε όμως να σκεφτεί περισσότερο το σχέδιό της. «ήρθα για κάποια υπόθεση της εται- ρείας. Μα το μυαλό της Θάλειας ήδη έτρεχε μακριά. δέχομαι την απολογία σας, σινιόρ. Αλλά ήταν η γιορτή αρραβώνων της α- δερφής μου». Ο Ντομένικο γύρισε προς τη Θάλεια και υποκλίθηκε ξανά. «Τότε ελπίζω να μου κάνετε τη μεγάλη τιμή να χορέψετε μαζί μου, σινιορίνα Τσέις», της είπε μ’ ένα λαμπερό, άδολο χαμόγελο. «Για να σας δείξω πως είμαστε αλη- θινοί φίλοι τώρα. Δεν κρατάμε πώς το λέτε κακίες». Η Θάλεια δίστασε και κοίταξε πίσω του την πίστα με τους χορευτές. Εξα- κολουθούσε να μη συμπαθεί τον Ντομένικο ντε Λουκά· μεταπηδούσε πολύ εύκολα από την εκρηκτική επαναστατικότατα στην κοινωνική αβρο- φροσύνη. Δεν μπορούσε να διαβάσει τίποτα στο χαμόγελό του ούτε στην ψύχραιμη όψη των όμορφων ματιών του. Από την άλλη μεριά φαινόταν να έχει πιάσει ήδη φιλίες με τη λαίδη Ρί- βερτον. Ίσως να γνώριζε κάτι χρήσιμο ή τουλάχιστον να μιλούσε στη Θά- λεια για τη ζωή του Μάρκο στην Ιταλία. Για το σπίτι του, τους φίλους, τη δουλειά του για τις γυναίκες του. Όλα όσα έκρυβε πίσω από τα γοητευτικά χαμόγελά του. «Φυσικά», του είπε και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της. «Δε θα ήθελα να καβγαδίζω μ’ έναν παλιό φίλο του αρραβωνιαστικού μου. Αν μου επιτρέ- πει η αδερφή μου να την εγκαταλείψω για μερικά λεπτά». Η Καλλιόπη την κοίταξε με αβεβαιότητα, φανερά διχασμένη μεταξύ του ρόλου της σαν αυστηρή συνοδός της αδερφής της και της επιθυμίας να κουβεντιάσει λίγο ακόμα με τους Νόουλ τον. «Φυσικά, αγαπητή μου, αν θέλεις να χορέψεις. Θυμήσου μόνο ότι σε λίγο θα σερβίρουν το δείπνο». «Θα το θυμάμαι». Η Θάλεια βγήκε από την κόχη και πήρε το απλωμένο μπράτσο του Ντομένικο. Οι μύες του ήταν τεντωμένοι κάτω από το απαλό άγγιγμά της και από κοντά φαίνονταν οι σφιγμένες γραμμές στις άκρες του χαμόγελού του. Παρά τη γλυκιά βραδιά, στο μέτωπό του έλαμπαν με- ρικές σταγόνες ιδρώτα. Κοίταξε γύρω της με ένταση, ελπίζοντας να δει επιτέλους τον Μάρκο. Μα ήταν ακόμα άφαντος, το ίδιο και η λαίδη Ρίβερτον. Ξαφνικά όλος ο κή- πος φάνταζε σκοτεινός, η λάμψη των φώτων μουντή και οι μορφές των δέντρων και των θάμνων σαν ένα πράσινο και μαύρο δίχτυ που τύλιγε το λαμπερό πλήθος. Καθώς έπαιρναν τις θέσεις τους στο χορευτικό σετ, η Θάλεια πήρε βαθιά ανάσα. «Απ’ ό,τι κατάλαβα γίνατε καλοί φίλοι με την υποκόμισσα Ρίβερ- τον, σινιόρ». Της χαμογέλασε μ’ εκείνο το παράξενο, υπερβολικά ζωηρό χαμόγελό του. «Στη χώρα μου είναι γνωστή σαν μαικήνας των τεχνών». Μαικήνας. Ναι, ήταν ένας τρόπος να το δει κανείς. Ακούστηκαν οι πρώ- τες νότες της μουσικής και η Θάλεια υποκλίθηκε, πριν κάνει ένα βήμα μπροστά και πάρει το χέρι του. «Τη γνωρίζατε πριν έρθετε στο Μπαθ;» «Μόνο ακουστά». «Και βρίσκεται πως ανταποκρίνεται στη... φήμη της;» Την κοίταξε μπερδεμένος. «Είναι βέβαιο. Εκτιμά τις αρχαιότητες όσο κα- νείς άλλος. Αν εξαιρέσουμε φυσικά την οικογένεια σας». «Την οικογένεια μου;» «Οι Μούσες Τσέις φημίζονται σ’ όλη την Ιταλία, σινιορίνα, σίγουρα το γνωρίζετε αυτό». «Όχι, δεν το γνωρίζω. Χαίρομαι που το ακούω, βέβαια, αλλά το βρίσκω κάπως μυστήριο». «Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο. Οι όμορφες νεαρές κυρίες που επιπλέον έχουν και εξαιρετικές γνώσεις αρχαιολογίας είναι κάτι σπάνιο. Και τώρα που γνώρισα εσάς και τη λαίδη Γουέστγουντ, διαπιστώνω ότι οι φήμες δεν είναι καθόλου υπερβολικές. Ο κόμης είναι πολύ τυχερός άνθρωπος». Χωρίστηκαν για λίγο από άλλα ζευγάρια που στροβιλίστηκαν μεταξύ τους. Όταν ένωσαν και πάλι τα χέρια η Θάλεια τόλμησε την επόμενη ερώ- τησή της. «Γνωρίζετε πολύ καιρό τον κόμη;» Έσφιξε τα χείλη του, αλλά συνέχισε να χαμογελάει. Το ίδιο έκανε και η Θάλεια. Ένιωθε ότι το πρόσωπό της θα έσπαγε απ’ τα πολλά χαμόγελα. «Από τα σχολικά μας χρόνια. Πάντα είχαμε πολλά κοινά οι δυο μας, αν και ο Μάρκο ήταν ανέκαθεν πιο μελετηρός από εμένα. Εγώ πάντα ήθελα να κάνω πράγματα ενώ εκείνος προτιμούσε να διαβάζει! Να σκέφτεται». «Και ποιο από τα δύο θα φανεί πιο χρήσιμο στο τέλος; Η γνώση ή η αιμα- τοχυσία;» Η Θάλεια νόμιζε πως ο Ντε Λούκα δεν μπορούσε να την ακούσει λόγω της μουσικής, τον είδε όμως να την αγριοκοιτάζει για μια στιγμή πριν της χαμογελάσει και πάλι. «Αυτό θα το αποφασίσετε εσείς, αφού πρόκειται να γίνει σύζυγός σας, σωστά; Ελπίζω όμως να τον πείσετε να φανεί αληθινός απέναντι στην πατρίδα του, στην εθνική κληρονομιά του». «Πιστεύω ότι η “εθνική κληρονομιά” του έχει προτεραιότητα στις σκέ- ψεις του Μάρκο», αντιγύρισε η Θάλεια. «Θέλει το καλύτερο για τον τόπο του, για το λαό του. Σίγουρα το ξέρετε αυτό, αφού τον γνωρίζετε τόσο πολλά χρόνια, έτσι δεν είναι;» «Κάποτε νόμιζα πως τον ήξερα πολύ καλά. Πίστευα μάλιστα ότι θα πα- ντρευόταν την ξαδέρφη μου, τη Μαρία, μια άλλη νεαρή διανοούμενη κυ- ρία σαν εσάς, σινιορίνα Τσέις». «Τι;» ψιθύρισε η Θάλεια. Ώστε, λοιπόν, ο Μάρκο είχε αρραβωνιαστεί ξανά; Είχε αγαπήσει κι άλλοτε, κάποια Ιταλίδα; Και μήπως αυτή η μυστη- ριώδης Μαρία ήταν μία από τις πηγές σύγκρουσης μεταξύ του Μάρκο και του Ντομένικο; «Ήταν αρραβωνιασμένος με την ξαδέρφη σας;» «Φοβάμαι πως δεν πρόλαβε να φτάσει ως εκεί. Η Μαρία βρήκε τραγικό θάνατο όταν ήταν ακόμα πολύ νέα». Της χαμογέλασε με θλίψη καθώς έκα- ναν μια στροφή στο χορό. «Έτσι λοιπόν, ο παλιός μου φίλος είναι πολύ τυ- χερός που σας βρήκε τώρα, σινιορίνα· Φαίνεται πως σας συμπαθεί πολύ». Συμπαθεί. Πολύ χλιαρή λέξη για να περιγράφει όσα είχαν γίνει μεταξύ τους το προηγούμενο βράδυ μέσα στο σκοτάδι. Όσα ένιωθε η Θάλεια για τον Μάρκο. Αρκούσαν όμως αυτά για να μετατρέψουν έναν αρραβώνα παρωδία σε αληθινό; «Ελπίζουμε να ζήσουμε μαζί πολλά όμορφα χρόνια», είπε μόνο. «Στη Φλωρεντία, μήπως;» ρώτησε ο Μάρκο. «Ή ίσως ο Μάρκο σχεδιάζει να μείνει εδώ στην Αγγλία. Να γίνει ένα εκπαιδευμένο ιταλικό σκυλάκι σα- λονιού για την οικογένειά σας». Η Θάλεια τον κοίταξε ξαφνιασμένη και είδε πως τα γαλάζια μάτια του εί- χαν αποκτήσει μια παράξενη λάμψη. «Αμφιβάλλω αν θα μπορούσε κανείς να μετατρέψει ποτέ τον Μάρκο σε σκυλάκι», είπε αργά. «Α, νομίζω πως υποτιμάτε τις χάρες σας, σινιορίνα Τσέις», της αποκρί- θηκε. «Νομίζω πως θα μπορούσατε πολύ εύκολα να τον κάνετε να ξεχάσει το χρέος του απέναντι στη χώρα του». Η μουσική σταμάτησε και η Θάλεια γύρισε γρήγορα να φύγει από την πί- στα. Ο Ντομένικο όμως την πρόλαβε αρπάζοντας το χέρι της γερά. Η μικρή σουβλιά ζήλιας που είχε νιώσει απ’ τη στιγμή που έμαθε για τη Μαρία, τώρα γινόταν ένας παγερός φόβος μέσα στη Θάλεια. Ξαφνικά ένιωσε πολύ ανόητη που δέχτηκε να χορέψει μαζί του, που δέχτηκε να ακούσει οτιδή- ποτε είχε να της πει. Τράβηξε το χέρι της να το ελευθερώσει, αλλά εκείνος την έσφιξε περισ- σότερο και την έσυρε παράμερα. «Στην πραγματικότητα νομίζω πως έχουμε και οι δυο υποτιμήσει την ε- πίδραση που ασκείς επάνω του», μουρμούρισε ο Ντομένικο. «Έπρεπε να τα έχω προβλέψει έγκαιρα όλα αυτά». «Άφησε με!» φώναξε. Προσπάθησε να τον κλοτσήσει, αλλά τα πόδια της μπλέχτηκαν στη μεταξωτή φούστα της. Θέλω μόνο να λογικευτεί ο Μάρκο. μην κάνεις τόση φασαρία». «Μια οικογένεια μάλιστα που έχει και μωρό. Γύρισε και είδε ένα μικρό αλλά φονικό μαχαίρι να πιέζει σφιχτά το δέρμα της. πολύχρωμη βροχή. ελπίζω όμως να αντιλαμβάνεστε τι λέω». σι. σινιορίνα Τσέις. ο Ντομένικο τραβολογούσε τη Θά- λεια μακριά προς τα δέντρα. «Δεν μπορώ να τρέξω κιόλας!» διαμαρτυρήθηκε. της μουρμού- ρισε. όμως είχαν απομακρυνθεί ήδη αρ- κετά από το πλήθος. Κι ενώ όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα ψηλά. Αντιλαμβανόταν και πολύ καλά μάλιστα. που η Θάλεια φώναξε από τον πόνο. Και για εκείνους που δε συνεργάζονται όταν πρόκειται για το συμφέρον τους. «Απειλείς την α- νιψιά μου. Πονούσε που το αποχωριζόταν. «Φοράω γοβάκια του . αντίθετα με τους βάρβαρους εισβολείς που κυρίεψαν τη χώρα μου. Αν δεν πήγαινε μαζί του. ένα ετρουσκικό μενταγιόν από χρυσό και γρανάτη περασμένο με χρυσή αλυσίδα που κάποτε ανήκε στη μητέρα της. Η Θάλεια τράβηξε το κολιέ της. σινιορίνα Τσέις. «Έλα λοιπόν. Μέσα στον πανικό της κοίταξε πίσω. Η Θάλεια τον κοίταξε άναυδη από οργή αλλά και φόβο. αν δε χρησίμευε σαν δόλωμα για τον Μάρκο. «Ακολούθησε με και σου υπόσχομαι πως δε θα πάθει κανένας κακό. Μόλις βγήκαν από το μονοπάτι έριξε και το ασορτί βραχιόλι της. Τα αγγλικά μου δεν είναι τόσο καλά. Τράβηξε δυνατά το μπράτσο της κάνοντάς τη να χάσει την ισορροπία της ενώ το μαχαίρι βρισκόταν επικίνδυνα κοντά της. Έλπιζε ότι ο Μάρκο ή η αδερφή της θα το έβρισκαν και θα καταλάβαιναν πως δεν είχε φύγει με τη θέλησή της. Όμως αυτός ο κόσμος κρύβει πολλούς κινδύνους για τους ανυποψίαστους. εκεί που τελείωνε το γάντι. τίποτα απολύτως. τότε θα επιστρέψεις σώα στην οικογένειά σου». γρύλισε ο Ντομένικο. αυτός ο παράφρονας με το αγριε- μένο βλέμμα θα έβλαπτε την ανιψιά της. Τα μωρά είναι τόσο ευ- άλωτα». Η Θάλεια δεν έβλεπε κανέναν. «Περπάτα πιο γρήγορα».» «Σινιορίνα! Εγώ. Και τότε ένιωσε ένα έντονο τσίμπημα στο γυμνό μπράτσο της. Με μια ξαφνική έκρηξη πάνω απ’ τα κεφάλια τους τα πυροτεχνήματα άρχισαν να πέφτουν σαν μια αστραφτερή. όμως το έριξε στην άκρη του χαλικό- στρωτου μονοπατιού. Μόλις γίνει αυτό. ενώ λίγο πιο κάτω πάτησε το λευκό σατέν βολάν του στριφώματος της κι έ- σκισε ένα κομμάτι. δε θα έβλαπτα ποτέ αθώες μπαμπίνας. Τράβηξε τόσο δυνατά το μπράτσο της. . Ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε πριν βυθιστεί στο σκοτάδι.χορού». «Ανάθεμα!» Ο Ντομένικο γύρισε και η Θάλεια πρόλαβε να δει τη γροθιά του να έρχεται καταπάνω της. Ήταν πολύ επικίνδυνο ακόμα και για μια ατρόμητη ψυχή σαν τη δική της. Τότε ακριβώς είδε τη λαίδη Ρίβερτον. Ίσως όμως. . να χορέψει με τη Θάλεια και να βρουν μια ήσυχη στιγμή για να κουβεντιάσουν όσα είχαν γίνει τις τε- λευταίες μέρες. σκάζοντας σαν εκτυφλωτικά πράσινα. τόσο μαυροντυμένο. Τέτοιες σκέψεις απασχολούσαν το μυαλό του καθώς διέσχιζε βιαστικά το πάρκο. Είχε σκοπό να έρθει νωρίτερα. που ή- ταν σχεδόν αόρατος μέσα στη νύχτα. Αλλά λίγο πριν φύγει είχε παραλάβει ένα πακέτο με καθυ- στερημένες επιστολές από τη Φλωρεντία. αν ήταν πειστικός. τότε όμως ο Μάρκο είδε έκπληκτος ότι ο άντρας δεν ήταν άλλος από τον διακεκριμένο και σεβαστό λόρδο Νόουλ- . Έπρεπε να επιστρέφει στη Νά- πολη. Ο Μάρκο μπορεί να μην τον έβλεπε καθόλου αν δε διέκρινε το άσπρο γαντοφορεμένο χέρι του στο μπράτσο της λαίδης Ρίβερτον. Η στρατιωτική φρουρά της Νάπολης ήδη κατέστρωνε σχέδια που δίχως άλλο θα ακύρωναν όλα αυτά για τα οποία ο Μάρκο είχε εργαστεί χρόνια. Μιλούσε σ’ έναν ψηλό. τα ψηλά φτερά στο αιώνιο τουρμπάνι της όμως δεν περ- νούσαν απαρατήρητα. Μα η Θάλεια δε βρισκόταν ανάμεσά τους. Καθώς φαινόταν η ένοπλη εξέγερση δεν υπήρχε μόνο στην ταραγμένη φαντασία τού Ντε Λούκα. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και έγνεφε καταφα- τικά ακούγοντας τα λεγάμενα του άντρα. τουλάχιστον προς το πα- ρόν. πιο απόμερης κόχης. Στεκόταν στη σκιά μιας άλλης. Η ορχήστρα έπαιζε ένα ζωηρό σκοπό ενώ τα πυροτεχνήματα φώτιζαν τον ουρανό. χρυσά και κόκκινα αστέρια πριν διαλυθούν μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού. μπορούσε να της ζητήσει να τον περι- μένει. τις οποίες έπρεπε να διαβάσει. το συντομότερο μάλιστα. γεροδεμένο άντρα. Κεφάλαιο 21 Τα πυροτεχνήματα είχαν ήδη ξεκινήσει όταν ο Μάρκο έφτασε στο Σί- ντνεϊ Γκάρντενς. Ο Μάρκο πλησίασε προσεκτικά στην κόχη και τέντωσε το αυτί του να ακούσει τη συζήτησή τους πάνω από τους κρότους των βεγγαλικών. Και δεν μπορούσε να πάρει μαζί του τη Θάλεια. ήταν ένα γεγονός. Ο Μάρκο είδε την αδερφή της να κάθεται σε μία από τις κόχες του πάρκου και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Τα πρό- σωπα του πλήθους ήταν στραμμένα ψηλά και όλοι κοιτούσαν το θέαμα με δέος. Οι δυο τους μιλούσαν πολύ σιγανά. » «Δυστυχώς όχι. «. «Αν όμως λες ότι δεν. «Και φοβάμαι ότι δεν έχει επι- στρέψει ακόμα.» Η λαίδη Γουέστγουντ έγνεψε καταφατικά. παρ’ όλο που ο χορός τελείωσε από ώρα. Ο Μάρκο πάγωσε. Ο λόρδος Νόουλτον και η Εταιρεία Αρχαιοτήτων είχαν λαμπρή φήμη ανάμεσα σε συλλέκτες και αρχαιολό- γους. των νόμιμων ανασκα- φών και των νόμιμων εισαγωγών των αρχαιοτήτων.. Δεν έπρεπε να την αφήσω να πάει μαζί του ύστερα από την τρομερή του συμπεριφορά χτες βράδυ.. τα πάντα ξεθώριασαν και ο κόσμος επικεντρώθηκε σε ένα μοναδικό σημείο. «Έφυγε για να χορέψει με τον Ντε Λούκα.» Μια ιδιαίτερα δυνατή έκρηξη ακούστηκε ψηλά. να απαιτήσει να .» Όλη η λαμπερή γιορτή. όμως ήταν τόσο απολογητικός! Είπε πως ήθελε να επανορθώσει». Μήπως κατά τύχη είδατε καθόλου τη Θάλεια. Οι ίδιοι οι Τσέις ήταν επιφανή μέλη της εταιρείας. το διευθυντή της Εταιρείας Αρχαιοτήτων. αποσπώντας την προ- σοχή των δύο απ’ τη συζήτησή τους. δεν ξέρω». «Πήγε να χορέψει με τον σινιόρ Ντε Λούκα.» «Κόμη ντι Φαμπρίτσι!» Η λαίδη στράφηκε προς το μέρος του Μάρκο με μάτια γεμάτα αγωνία. όπως και ο σύζυγος της Κλειώς. Την αγαπημένη του. «Λαίδη Γουέστουντ». βλέπετε. άκουσε τη λαίδη Ρίβερτον να λέει μόλις πλησίασε περισ- σότερο. Ο Μάρκο είδε ξάφνου τη λαίδη Γουέ- στγουντ να τρέχει μέσα στο πλήθος και να κοιτάζει μανιασμένα εδώ κι ε- κεί.τον. Από την άλλη μεριά ο Μάρκο φοβόταν πως τίποτα πια δεν μπορούσε να τον εκπλήξει σε ό. Και η Θάλεια είχε εξαφανιστεί έχοντας φύγει μαζί με τον Ντομένικο ντε Λούκα. Ή κάποιον. σαν να αναζητούσε κάτι. Ο Μάρκο έτρεξε προς τη λαίδη Γουέστγουντ ενώ ο λόρδος Νόουλτον ξε- γλιστρούσε κι αυτός μακριά και χανόταν μέσα στον κόσμο. «Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω.. μόλις έφτασα. Στη Θάλεια. «Και δεν τη βρήκε πουθενά. είπε ο Μάρκο με μια υπόκλιση.. ο δούκας του Άβερτον. τα γράμματα που είχε λάβει νωρίτερα. και ήλπιζα πως θα την έβρισκα μαζί σας».τι αφορούσε την ανθρώπινη απληστία. Σίγουρα κανείς από αυτούς δεν μπο- ρούσε να είναι μπλεγμένος στον εγκληματικό κύκλο της λαίδης Ρίβερτον. Τι γύρευε η λαίδη Ρίβερτον μαζί του. Ο σύζυγός μου έχει πάει να την αναζητήσει». Για μια στιγμή ήθελε να ταρακουνήσει την αδερφή της. «Μπορώ να βοη- θήσω. ενώ ο λόρδος ήταν υπερασπιστής της γνώσης. «Πηγαίνετε στο σπίτι. «Ένα ροζ μεταξωτό φόρεμα με άσπρα σατέν βολάν. πρέπει να βρω τη Θάλεια το συντομότερο δυνα- . σαν να μην καταλάβαινε ποια σχέση μπορεί να είχε κάτι τέτοιο. Στο φως από τις λάμπες ο γρανάτης γυάλιζε θαμπά.» Της κόπηκε η ανάσα. Πήρε το σπασμένο με- νταγιόν και το έκλεισε στην παλάμη του. Ο Ντομένικο ντε Λούκα είναι απρόβλεπτος άνθρωπος. Μια παγερή ηρεμία κυρίεψε το μυαλό του όταν κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Χρυσή κορδέλα στα μαλλιά της. της είπε σε μαλακό τόνο. «Ήταν της μητέρας μας. Μήπως ξέρετε πού βρίσκεται η αδερφή μου. είπε τρέμοντας η Καλλιόπη και ά- πλωσε το χέρι της.. «Το ήξερα πως δεν ήταν α- σφαλής μαζί σου! Άφησα τον εαυτό μου να πειστεί για τα αισθήματά της. Μην τρομάξετε. φαβόρε!» Ο Μάρκο την κράτησε από τα μπράτσα και την ταρακούνησε απαλά.» Η λαίδη Γουέστγουντ κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε σαστισμένη.. «Ο άντρας μου όμως βρήκε αυτό». Και σας υπόσχομαι ότι θα φροντίσω να παραμείνει ασφαλής». Η Θάλεια το φορούσε απόψε». Κι ένα βραχιόλι ασορτί με τα μαλλιά της. Πάνω στο γάντι της κρατούσε ένα μενταγιόν αντίκα από χρυσό και γρανάτη περασμένο σε μια σπασμένη αλυσίδα.» «Λαίδη Γουέστγουντ.. Τα μάτια της λαίδης Γουέστγουντ στένεψαν.μάθει γιατί άφησε τη Θάλεια έστω και για μια στιγμή μ’ έναν τέτοιο άν- θρωπο! Όμως ήξερε ότι με την οργή δε θα κατάφερνε τίποτα.» είπε ο Μάρκο κοιτώντας το μενταγιόν και τους σπασμέ- νους κρίκους που φαίνονταν βίαια κομμένοι. Τώρα χρειάζομαι τη βοήθειά σας. «Σε λίγο θα έρθει ένας άντρας για να μείνει φρουρός έξω από την πόρτα σας. Θύμισε στον Μάρκο την άγρια όψη της που είχε δει πριν από καιρό στο Γιόρκσαϊρ. σινιορίνα.. όπου τα μονοπάτια χάνονται μέσα στα δέντρα». να δείτε μήπως η Θάλεια επέστρεψε ε- κεί». Κι αν. σαν φρέσκο αίμα. κι αν. «Και τι άλλο φορούσε.» «Σύντομα θα ξέρω. ύστερα όμως από το Γιόρκσαϊρ. «Πού το βρήκε. «Τι συμβαίνει εδώ. Μα δεν έχει καμιά ζε- στή εσάρπα μαζί της και φορούσε μόνο τα γοβάκια του χορού. «Μπορείτε να με μισήσετε όσο θέλετε αλλά αργότερα. «Την Ψυχή. «Εκεί πέρα. Πείτε του αν μάθατε τίποτα για τη Θάλεια ή αν ο σύζυγός σας βρήκε κάτι άλλο».» Ο Μάρκο έγνεψε βλοσυρός. Η λαίδη Γουέστγουντ δεν ήξερε τίποτα για τον Ντομένικο και το παρελθόν. Μόνο ο Μάρκο έπρεπε να προσέχει τη Θάλεια. Πράγματι. θα φαίνεται τραχύς. Άγγιξε απαλά το χέρι της. «Και να προσέχετε καλά την κόρη σας». κοι- τούσε τη μητέρα του σοβαρό.. μουρμούρισε η Καλλιόπη. Κι . Ιδιαίτερα. δε θα υπάρξει γωνιά σ’ αυτό τον κόσμο για να σε κρύψει!» Της έκανε μια υπόκλιση κι ύστερα γύρισε κι έφυγε προς το σημείο όπου είχε βρεθεί το μενταγιόν. Ακόμα και το μωρό ήταν ήσυχο και. ότι θα έκανε τον μικρό κόσμο της άνω κάτω. Ήταν φανερό πως το δυνατό πείσμα χαρακτήριζε όλη την οικογένεια των Τσέις. δυσοίωνη νύχτα. Την είχε βάλει σε κίνδυνο. έκανε την καρδιά της Καλλιόπης να σφίγγεται. «Ω αγάπη μου». Παρακαλώ λοιπόν. του είπε. ψιθύρισε. καθώς φαινόταν. να απαιτήσει από τον Μάρκο να υπακούσει σ’ εκείνη. την όμορφη. Αν όμως συμβεί κάτι στην α- δερφή μου. «Ελπίζω όταν μεγαλώσεις να είμαι καλύτερη κηδεμόνας!» Και μόνο η σκέψη ότι το μωρό της θα γινόταν μια όμορφη νεαρή γυ- ναίκα που μια μέρα θα κυκλοφορούσε στον κόσμο. πως κάπου ήταν αναμειγμένος όπως τότε στο Γιόρκσαϊρ με την Κλειώ.. Όποτε η αδερφή της μιλούσε για τον Μάρκο. Πάρα πολύ μάλιστα. σαν ανό- ητος εγωιστής που ξεμυαλίστηκε πολύ για να φερθεί με σύνεση. Έξω απ’ τα παράθυρα στεκόταν ο φρουρός του Μάρκο μέσα στην ολοσκότεινη. «Έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική». «αλλά μόνο επειδή είναι φανερό πως ξέρεις πολύ περισσότερα από μένα. δε θα υπήρχε γω- νιά για να κρυφτεί από τον εαυτό του.τόν. όπως είχαν απειλήσει την ίδια την Καλλιόπη και τις αδερφές της. Και η Καλλιόπη ή- ξερε πως και η Θάλεια νοιαζόταν γι’ αυτόν. Γνώριζε τότε ότι ο Καμ θα της έφερνε μπελάδες. Μα θα την έβρισκε κι ύστερα θα την έστελνε με ασφάλεια πίσω στην οικογένειά της. *** Η Καλλιόπη βημάτιζε πάνω κάτω στο σαλόνι κρατώντας την Ψυχή σφι- χτά στην αγκαλιά της. Φοβόταν από τώρα τους κινδύνους που περίμε- ναν την Ψυχή. η Καλλιόπη θυμόταν την εποχή που η ίδια ερωτεύτηκε τον Κάμερον ντε Βιρ. ακόμα κι αν αυτό του κόστιζε πικρά. Είχε διαισθανθεί πως με τον Μάρκο συνέβαινε κάτι περισσότερο εδώ στο Μπαθ. Αν συνέβαινε κάτι στη Θάλεια. πηγαίνετε στο σπίτι και έχετε το νου σας». παρορμητική και γενναιόψυχη Θάλεια. «Θα κάνω αυτό που ζητάς». Μετά θα την άφηνε ήσυχη. Όμως διαισθανόταν επίσης ότι ο Μάρκο νοιαζόταν αληθινά για τη Θάλεια. με τα μικροσκοπικά δάχτυλά του μπηγμένα στο στόμα. Τελικά όμως έγνεψε κοφτά και πισωπάτησε μακριά του. Φάνηκε έτοιμη να τσακωθεί μαζί του. είπε ο άντρας με το φαρδύ πανωφόρι. Η Καλ- λιόπη δεν μπορούσε να το στερήσει αυτό από την αδερφή της. Τώρα η αδερφή της πλήρωνε το τί- μημα. «Ο λόρδος Νόουλτον και η λαίδη Ρίβερτον ήρθαν να δουν τη λαίδη Γουέ- στγουντ». Τίποτα δεν μπορούσε να το α- ναιρέσει αυτό. Είχε αποτύχει να ερευ- νήσει καλά τον Μάρκο. ούτε η επεισοδιακή εποχή της γνωριμίας τους. Μα η Καλλιόπη δεν υποτιμούσε τους κινδύνους. «Ακριβώς. Και τώρα ζούσαν μια υπέροχη ζωή μαζί με το κοριτσάκι τους. είπε. ψιθύρισε η Καλλιόπη. Τα αστέρια είχαν κρυφτεί εντελώς πίσω από τα σύννεφα. «Πρόκειται για επείγουσα . πολύ πε- ρισσότερο αφού όλες οι Τσέις φοβούνταν πως η Θάλεια δε θα γνώριζε ποτέ το ταίρι της. «Η μαμά δε θα σ’ αφήσει ποτέ μόνη μ’ έναν άντρα μέχρι να παντρευτείς! Η θεία σου νομίζει πως δεν πρό- σεξα ποτέ τα ξεπορτίσματα της. ούτε οι τα- λαιπωρίες της γέννας του παιδιού της. σαν να ήταν έτοιμη για ένα από τα ήδη θρυλικά ξεσπάσματά της. Η Καλλιόπη και ο Καμ ήταν προορι- σμένοι να ζήσουν μαζί. Συνοφρυώθηκε και κοί- ταξε καλύτερα. αγαπημένη μου κόρη». Ένας άντρας με μαύρο πανωφόρι και καπέλο και μια γυ- ναίκα τυλιγμένη με μια κάπα πλησίασαν το σπίτι και σταμάτησαν δίπλα στο φρουρό του Μάρκο. Δεν μπορούσε να το κάνει. Τα μάτια της Θάλειας έλαμπαν όποτε μιλούσε για τον Μάρκο ντι Φα- μπρίτσι. να μάθει τι είχε κάνει μετά το Γιόρσκαϊρ. Κάπου εκεί έξω η αδερφή κι ο άντρας της βολόδερναν στο κρύο και την υ- γρασία. «Κάνε να είναι α- σφαλείς και ορκίζομαι πως θα γίνω η ασφαλέστερη κηδεμόνας που έγινε ποτέ!» Η Ψυχή τσίριξε μια διαμαρτυρία και η Καλλιόπη την κούνησε απαλά στον ώμο της. Ύστερα όμως άρπαξε τις χάντρες από νε- φρίτη στο κολιέ της μητέρας της και τις έβαλε στο στόμα της. Φάνηκε πως είχαν κάποια δουλειά εκεί γιατί ο φρουρός τούς άφησε να περάσουν. Υπέκυψε πολύ εύκολα στις ικεσίες της Θάλειας. Έξω απ’ τα παράθυρα έπεφτε ένα κρύο ψιλόβροχο που χτυπούσε α- παλά το τζάμι.όμως δεν έμεινε μακριά του. Η Καλλιόπη έτρεξε στο πλατύσκαλο τη στιγμή που ο μπάτλερ άνοιγε την πόρτα. Καθώς η 'Καλλιόπη γύριζε και πάλι προς το παράθυρο έπιασε με την ά- κρη του ματιού της μια κίνηση μέσα στο σκοτάδι. Πάντα αναθάρρευε όταν εκείνος έμπαινε στο δωμάτιο. «Σε παρακαλώ. Από εσένα όμως δε θα ανεχτώ τέτοια». φύλαγε τους». αδιαφορώντας για το τσαλακωμένο φόρεμά της. Το προσωπάκι της Ψυχής ζάρωσε. Ο διευθυντής της Εται- ρείας Αρχαιοτήτων και η γυναίκα για την οποία η Κλειώ είχε προειδοποιή- σει την Καλλιόπη σ’ ένα γράμμα από τη Σικελία. όμορφο. «Πιστεύουμε. μην ταράζεστε». έχετε φιλίες με τον σινιόρ Ντε Λούκα. Τώρα όμως. «Παρακαλώ ακούστε μας πρώτα». είπε βιαστικά ο λόρδος Νόουλτον. τα κοσμήματα και το φτερωτό τουρμπάνι. «Τι πράγμα. Η γυναίκα ήρθε και πήρε το μωρό τη στιγμή που ο μπάτλερ συνόδευε το λόρδο Νόουλτον και τη λαίδη Ρίβερτον στη σάλα. Κοίταξε σιωπηλός τη λαίδη Ρίβερτον. η οποία κατέβαζε αργά την κου- κούλα της μπέρτας της. είπε ο λόρδος Νόουλ- τον. να απαιτήσει να μάθει οτιδήποτε ήξεραν για τη Θάλεια. μια έντονη κοινωνική ζωντάνια και κοκέτικη διάθεση. και ανάρμοστο συνοδό. λαίδη Ρίβερτον. Αλλά οι υπηρέτες και οι καμαριέρες τριγύριζαν γύρω από το φουαγέ διψώντας για κουτσομπολιό. «Ένοπλη εξέγερση. «Αγαπητή μου. . ο παλιός φί- λος του πατέρα της. μαζί με τη λαίδη Ρίβερτον. ενώ χτύπησε το κουδούνι για να καλέσει την νταντά της Ψυχής. Φαινόταν σαν μια πολύ σοβαρή κυρία της ηλικίας της.» «Παρακαλώ. Επίσης κάθε φορά είχε δίπλα της κάποιον νεαρό. φορούσε ένα απλό μάλλινο φόρεμα περιπάτου και μια κάπα. με γκρι- ζωπές ανταύγειες κότσο. ζωηρό χαμόγελο στο πρόσωπό της.» φώναξε η Καλλιόπη..υπόθεση». Σε ποια πλεκτάνη είστε αναμειγμένοι. Έτσι ξαναγύρισε στο σαλόνι και τους περίμενε. Η Καλλιόπη τους κοίταξε σοκαρισμένη. λαίδη Γουέστγουντ». Ο λόρδος Νόουλτον. Η Καλλιόπη δεν ήξερε πια τι να σκεφτεί ή τι να κάνει. ενώ είχε τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω σ’ έναν καστανό. είπε αργά ο λόρδος. η λαίδη Ρίβερτον είχε ένα χαρούμενο. «Τι συμβαίνει εδώ. «Ξέρω ότι εσείς. αγαπητή μου λαίδη Γουέστγουντ». Γιατί πήρε την αδερφή μου.» απαίτησε να μάθει. Αυτή η νύχτα ήταν πραγ- ματικά γεμάτη εκπλήξεις. γεγονός χωρίς προηγούμενο για την πρωτότοκη Μούσα Τσέις.» Τα πράγματα ή- ταν πολύ χειρότερα απ’ όσο φοβόταν. αντί για τις μεταξωτές τουαλέτες. «πως ο Ντε Λούκα πήρε την αδερφή σας για να εκβιάσει τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι να συμμετέχει σε μια ένοπλη εξέγερση στη Νάπολη.. Όσες φορές την είχε δει η Καλλιόπη στο Μπαθ. Η Καλλιόπη περίμενε να φύγει η κόρη της κι ύστερα γύρισε να αντιμετωπίσει τους επισκέπτες της. Ήθελε να τους βάλει τις φωνές. Ή ίσως για να τον εκδικη- θεί επειδή αρνήθηκε να δεσμευτεί σε τέτοιου είδους παράτολμες ενέρ- γειες». Οι πλη- ροφορίες ήταν πολλές για να τις αφομοιώσει μέσα σε λίγες στιγμές. είπε αυστηρά η Καλλιόπη. Γιατί τότε ο κόμης είναι βέβαιο πως θα τον σκοτώσει κι αυτό θα στερήσει το στρατό τους από δυο στρα- τιώτες». Γιατί να πιστέψω λέξη απ’ όσα λέτε. Μα τι ήταν όλα αυτά. «Φοβάμαι όμως ότι δε βοήθησε καθόλου τη δημοτι- κότητα μου ανάμεσα στους παλιούς φίλους του υποκόμη!» Η Καλλιόπη δαγκώθηκε. όπως και οι Άγγλοι συλλέκτες. Σί- γουρα θα βρεθεί πολύ σύντομα». είπε η λαίδη Ρίβερτον. «Ίσως η α- δερφή σας να σας μίλησε γι’ αυτό». «Ακόμα και ο γαμπρός σας ο δούκας αγνοούσε τον αληθινό ρόλο της λαίδης Ρίβερτον στη Σικελία». Η αδερφή μου με ενημέρωσε για όσα συνέβησαν στη Σάντα Λουτσία. Η λαίδη Ρίβερτον μυστικός πράκτορας της Εταιρείας Αρχαιοτήτων. μουρμούρισε. Η Καλλιόπη κάθισε βαριά στον κοντινότερο καναπέ..» «Η λαίδη Ρίβερτον εργάζεται για την Εταιρεία Αρχαιοτήτων». Στρατιώτες. «τι ξέρετε εσείς για όλα αυτά. «Τι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με τη Θάλεια. είπε σε μα- λακό τόνο ο λόρδος Νόουλτον. το έμαθα». θυμούμενη όσα εκείνη και οι αδερφές της είχαν πει για τη λαίδη Ρίβερτον. «Ναι. «Δε μου άρεσε καθόλου που εξαπα- τούσα την οικογένειά σας στη Σάντα Λουτσία. .» «Δεν είμαι η μόνη που θέλει τα ασημένια σκεύη». «Δεν είναι προς το συμ- φέρον του Ντε Λούκα να της κάνει κακό. «Η τελευταία μου ανάθεση ήταν να πάρω πίσω το σετ με τα ασημένια ιερά σκεύη της Ελληνιστικής περιόδου».. «Ίσως όμως είναι καλύτερα να πάρετε τα πράγματα απ’ την αρχή». «Ήθελα να συνεχίσω το έργο του και η μεταμφίεση της άπληστης συλλέκτριας με εξυπηρέτησε πολύ σ’ αυτό». είπε η λαίδη Ρίβερτον. «Σώα και αβλαβής». Αγωνιούσαν πολύ γι’ αυτά τα ασημένια αντικείμενα και με το δίκιο τους βέβαια. πρόσθεσε ο λόρδος Νόουλτον. πρόσθεσε η λαίδη Ρίβερτον. νιώθοντας το κε- φάλι της να στριφογυρίζει. «Εδώ και πολλά χρόνια μάς βοηθάει να α- νακτήσουμε τα χαμένα αρχαία που έχουν τη μεγαλύτερη και πιο ευαί- σθητη αξία». Η λαίδη Ρίβερτον κάθισε δίπλα της.«Έχουμε πολλούς ανθρώπους που αναζητούν τη δεσποινίδα Τσέις. Η λαίδη γέλασε. Αν έπαιρναν είδηση ότι προσπαθούσα να αγοράσω τα αντικείμενα από αυ- τούς επειδή είχα ένα κρυφό κίνητρο όλα θα τελείωναν». εξεγέρσεις. Όμως οι τομπαρόλι της περιοχής. είπε η λαίδη Ρίβερτον. «Ο μακαρίτης σύζυγός μου εργαζόταν κι εκείνος για την Εταιρεία Αρχαι- οτήτων στη Νάπολη». ήταν εντελώς αδίστακτοι. «Σας ξαναρωτάω». για τους δικούς τους λόγους ο καθένας. Μα ο Μάρκο ήταν α- μείλικτος στις προσπάθειές του να με ξεσκεπάσει και δυο φορές πιο επι- κίνδυνος με την αδερφή σας στο πλευρό του! Βλέπω ότι δεν είναι τυχαία η φήμη που έχετε εσείς οι αδερφές Τσέις». «Όσο πιο σύντομα μπορούμε». απάντησε η Καλλιόπη. φοβάμαι». Φάνηκε ασφαλέ- στερο να τα κρύψω εδώ στο Μπαθ. «Η Θάλεια είναι η πιο αποφασισμένη απ’ όλες μας. είπε σκυθρωπή η λαίδη Ρίβερτον. Για να μην αναφέρω εκείνους τους ληστές στη Σά- ντα Λουτσία και τους Ναπολιτάνους συνεργούς τους.» ρώτησε ο λόρδος Νόουλτον. «Πιθανόν». μέχρι να μεταφερθούν με ασφάλεια στην Εταιρεία Αρχαιοτήτων και να κλειδωθούν εκεί. Η Καλλιόπη δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει ακούγοντας αυτά τα λόγια. «Το σίγουρο είναι ότι δε θα υποκύψει υπάκουα στη μοίρα της». . «Αρκετά ώστε να αναγκάσει τον Ντε Λούκα να γίνει βίαιος.«Τα αναζητούν επίσης ο Ντι Φαμπρίτσι και ο Ντε Δούκα. «Τότε πρέπει να τη βρούμε». αν και τώρα ή- ταν άδεια από κιβώτια. Ή. Και πέρα μακριά. Σίγουρα θα ήταν εκείνη η μάγισσα που μεταμορ- φώθηκε σε πέτρα. Και γιατί το κρεβάτι της ήταν τόσο σκληρό. αλλά η Θάλεια τον συγκράτησε. Όχι. Ο πα- νικός δε θα τη βοηθούσε σε τίποτα. σχεδόν χειρότερα. από την πολύωρη ακινησία σ’ εκείνο το κρύο πέτρινο . Τι θα γινόταν αν ο Ντομέ- νικο την περίμενε κρυμμένος σ’ εκείνες τις σκιές. να εκτιμήσει την κατάσταση με ορθολο- γισμό. κρατώντας το κεφάλι μέσα στα χέρια της. σιγά σιγά όμως διέκρινε τα τοιχώματα μιας σπηλιάς. όπως θα έκαναν χωρίς αμφιβολία οι αδερφές της. δεν ήταν δυνατόν να είχε πιει τόσο πολύ! Προσπάθησε να θυμηθεί τι έκανε την προηγούμενη νύχτα. χω- ρίς καμία διέξοδο από εκείνο το τρομερό μέρος. Ήταν ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα σκληρό πέτρινο πάτωμα και το μεταξωτό φό- ρεμά της ήταν βρόμικο και σκισμένο. Σηκώθηκε αργά στα πόδια της. σαν να της τα είχαν κολλήσει με άμμο. Και τότε θυμήθηκε και οι εικόνες άστραψαν στο νου της σαν πυροτεχνή- ματα. αλλά που συνέχιζε να εξαπολύει τις τρομερές κατάρες της. αγνοώντας τις οδυνηρές σουβλιές από εκείνες τις μελανιές. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέσα εκτός από έναν αναμ- μένο πυρσό. Έκ- πληκτη τότε διαπίστωσε πως δε βρισκόταν στο δικό της δωμάτιο. στη μέση του κρύου θαλάμου υψωνόταν μια ψηλή κο- λόνα από τραχιά πέτρα. Κεφάλαιο 22 Η Θάλεια άνοιξε αργά τα μάτια της. αν ήταν ολομόναχη. Έπρεπε να παραμείνει ήρεμη. Τα βλέφαρά της έτσουζαν. Η Θάλεια δεν τολμούσε ούτε να αναπνεύσει. έτοιμος να της χιμήξει και να τη ρίξει πάλι αναίσθητη. Παρ’ όλο που το ένστικτο της έλεγε να φύγει από εκεί μέσα ουρλιάζο- ντας σαν μανιακή. ενώ τα γάντια της έλειπαν και τα γυ- μνά μπράτσα της ήταν ανατριχιασμένα από το κρύο και γεμάτα μελανιές. Να παίρνει τη φριχτή εκδίκησή της. αλήθεια. κυρίως δε θα την έβγαζε από τη σπη- λιά. Ανακάθισε προσεκτικά. Ο πανικός άρχισε να την κυριεύει. Το στόμα της ήταν ξερό και το κεφάλι της πονούσε. Ο Ντομένικο ντε Λούκα την είχε απαγάγει απ’ το γκαλά! Την είχε χτυπήσει και την είχε μεταφέρει εκεί πού. Έτριψε δυνατά τα μάτια της και κοίταξε γύρω της φοβισμένη. Ίσως ήταν η ίδια όπου είχαν βρει τα αρχαία μαζί με τον Μάρκο. Ήταν πολύ σκοτεινά. Ευχήθηκε ακόμα ότι ο Ντομένικο δε θα επέστρεφε. Ή ίσως είχε πάει να συναντήσει τη λαίδη Ρίβερτον. Για να αναγκάσω τον Μάρκο να φύγει μακριά από την . του είπε σταυρώνο- ντας τα μπράτσα. το πουκάμισο και το γιλέκο του ήταν λερωμένα με λάσπη και τα ξανθά μαλλιά του είχαν ανακατευτεί. «Ω. Μια μακριά ουλή χάραζε το μάγουλό του. ελπίζοντας πως εκεί βρισκόταν η είσοδος της σπηλιάς. σημάδι από την πάλη τους στο πάρκο. για να γελάσουν με τα κατορθώματά τους κι ύστερα να σμίξουν όπως τα κουνέλια. Τα λεπτά γοβάκια της δεν ήταν φτιαγ- μένα για σκληρές πέτρες. Δεν τον ένοιαζε τι έκανε ούτε ποιος πληγωνό- ταν. μα σ’ αυτό ακριβώς υπολογίζω!» της είπε πρόσχαρος. όπως και τα γάντια. «Βλέπω ότι επιτέλους ξυπνή- σατε». Η Θάλεια δεν μπόρεσε να μη νιώσει μια μικρή αίσθηση περηφάνιας γι’ αυτό. στενό διάδρομο. Ακόμα περισσότερο όμως την πάγωνε η παγερή. έκανε περισσότερο κρύο. Τα μαλλιά έπεφταν μπερδεμένα στους ώμους της και η κορδέλα με τις φουρκέτες της έλειπαν. της είπε. Ο φανατισμός έκανε το σκοπό του να αγιάζει όλα τα μέσα. όλο και πιο γρή- γορα. «Δεν ξέρω τι ελπίζεις να καταφέρεις απάγοντάς με». Γύρισε προς την αμυδρή λάμψη που φώτιζε ένα μικρό. Η γραβάτα και το πανωφόρι του έ- λειπαν. Καθόταν σε ένα άδειο τελάρο δίπλα στον τοίχο. Ώσπου βρήκε ότι η έξοδός της ήταν μπλοκαρισμένη από τον Ντομένικο. «Γι’ αυτό ακρι- βώς σε έφερα εδώ. Η αηδιαστική αυτή σκέψη έδωσε στη Θάλεια νέα δύναμη.πάτωμα. «Και να σε οδηγήσουν ως εδώ. Έκανε μερικά προσεκτικά βή- ματα πάνω στο ανώμαλο έδαφος. Της χαμογέλασε και η Θάλεια κάρφωσε σταθερά τα πόδια της στο έδα- φος σαν να προετοιμαζόταν να αμυνθεί. ψιθύρισε. μεταφέροντας την προς εκείνο το αμυδρό φως. ωμή έκφραση στα μάτια του Ντομένικο. Εκεί. Γρήγορα». «Αγαπητή μου σινιορίνα Τσέις». κοντά στην έξοδο της σπηλιάς. καπνίζοντας ήρεμα ένα πούρο σαν να απήγαγε καθημερινά γυναίκες. Τα βήματά της γίνονταν όλο και πιο σίγουρα. Φορούσε όμως ακόμα τα ετρουσκικά σκουλαρίκια της μητέρας της και θυμήθηκε ότι είχε αφήσει πίσω το μενταγιόν και το βραχιόλι της. πίσω από την κολόνα της μάγισσας και κοντά στη στενή είσοδο. «Σύντομα θα έρθουν και θα σε βρουν». όσο περισσότερο όμως κινούνταν τόσο λιγότερο πονούσε. Ίσως την είχε παρα- τήσει απλώς σ’ εκείνη τη σπηλιά για να πάει να κάνει αλλού τα εγκλήματά του. ο αέρας τη μαστίγωνε τσουχτερός πάνω από το κουρελιασμένο φό- ρεμά της. «Ω Μάρκο. ελπίζω να τα βρεις». φέρνο- ντας στη χώρα σας πολλούς καλόπιστους συμμάχους σαν τον πατέρα μου. Εσύ και οι αδερφές σου είστε μά- στιγα. τί- ποτα περισσότερο. Ανόητο». κάνετε ανασκαφές στη Σικελία. προκειμένου να εκπληρωθεί ο ιερός σκοπός μας. «Που θα έκανε τα πάντα. Τώρα με α- ποκαλεί παράφρονα. Όλες οι γυναίκες έχουν τη χρησιμότητα τους. Τι σου έκανε η οικογένειά μου. Ελάχιστα την ενδιέφερε ε- κείνη τη στιγμή η λαίδη Ρίβερτον. νιώθοντας και πάλι κούραση και πόνο. κλέβουν αγγεία και αγάλματα. Γράφετε.» «Να ελευθερώσουμε τη χώρα μας από τη μάστιγα όλων σας! Ακόμα κι από ανθρώπους σαν την οικογένειά σου. σαν να τον προβλημάτισαν τα λόγια της. Ο Μάρκο δε σας εγκατέλειψε». μπλέκεστε εκεί που δε σας αφορά. ακόμα και να απαγάγει μια αθώα γυναίκα. «Κά- ποτε ήμασταν φίλοι. Εσύ φταις που ο Μάρκο μας γύρισε την πλάτη του τη στιγμή που τον χρειαζόμαστε περισ- . κομμά- τια μιας κληρονομιάς που δεν τους ανήκει!» «Και ο Μάρκα γράφει επιφυλλίδες πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. «Ρίβερτον. εκτός από το να ερ- γάζεται για τη διατήρηση της ιστορικής κληρονομιάς. «Τότε τι θέλεις τόσο πολύ να πεις στον Μάρκο. ενώ θα έπρεπε να φροντίζετε το σπίτι σας.» ρώτησε. Τώρα βέβαια αν εσείς οι Άγγλοι θεωρείτε κέρδη τις δε- ξιώσεις. «Να διώξετε τους Αυστριακούς από την Ιταλία.» Η Θάλεια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. θερμοκέφαλο. Γελοιοποιείται πολύ για χάρη σου. Έγινε επιφυλακτικός. Η Θάλεια κά- θισε σ’ έναν κοντινό βράχο. Έ- πρεπε να βγει γρήγορα από εκεί μέσα πριν καταρρεύσει εντελώς! Ο Ντομένικο συνοφρυώθηκε εντονότερα και έσβησε το πούρο του. «Φυσικά και μας εγκατέλειψε. Ο Ντομένικο συνοφρυώθηκε μέσα από τον ασημένιο καπνό του πούρου του. ίσως όμως να αποδειχτείς χρήσιμη». σινιορίνα Τσέις». συμφωνούσαμε πάνω στο μοναδικό πράγμα που έ- χει σημασία σ’ αυτή τη ζωή». Προς το παρόν είχε να ασχοληθεί με άλ- λον παράφρονα. «Την οικογένειά μου.» «Εισβάλλουν σαν τα αρπακτικά. Κάποτε θα έμπαινε στη μάχη χωρίς δεύ- τερη σκέψη.. να έρθει εδώ και να με ακούσει. Εκείνη με έβαλε μέσα στον κοινωνικό κύκλο της πόλης. σαν τους ηλικιωμέ- νους που αποφεύγουν τη δράση.» «Δεν είσαι και τόσο αθώα. έτσι γαντζώθηκες από πάνω της για να αποσπάσεις μερίδιο απ’ τα παράνομα κέρδη της». σινιορίνα. «Όπως και η λαίδη Ρίβερτον.πόλη. σινιορίνα.. Το βάρος του την είχε παγιδεύσει στο κρύο δάπεδο και η Θάλεια ήταν σίγουρη πως θα πάθαινε ασφυξία. . «Και όλα τα άλλα». Όμως την άρπαξε πριν πατήσει το πόδι της έξω απ’ τη σπηλιά. Ξαφνικά ο Ντομένικο έφυγε από πάνω της και ένα κύμα κρύου αέρα φύ- σηξε στο κορμί της. Άρπαξε μια τούφα απ’ τα μαλλιά του και την τράβηξε δυνατά ενώ σήκωσε απότομα το γόνατο στα αχαμνά του. ο Ντομένικο απέφυγε το χτύπημα και ακινητο- ποίησε και τον άλλο καρπό της. όμως τα πόδια της είχαν πάρει φωτιά κι ήλπιζε. Ο Ντομένικο ρίχτηκε επάνω της και ακινητοποίησε τον ένα καρπό της πάνω στην πέτρα. έχοντας όμως μεγαλώσει στην εξοχή με ένα τσούρμο άτακτες αδερφές. η Θάλεια είχε μάθει να αμύνεται. Τα μάτια της άνοιξαν απότομα. γιατί η Θάλεια είδε πως εκείνος που είχε τραβήξει από πάνω της τον απαγωγέα ήταν ο Μάρκο. Έπιασε το άλλο χέρι της. έστριψε και τράβηξε τα μαλλιά του. Και τότε το φως ξανα- γύρισε. έκλεισε τα μάτια και προσπά- θησε μανιασμένα να σκεφτεί. «Αρνούμαι να ακούσω άλλες τέτοιες ανοησίες». γρατσού- νισε το πρόσωπό του προσπαθώντας να ξαναματώσει την ουλή του.σότερο». κόντρα σε κάθε λογική. Η ανάσα βγήκε βίαια μέσα απ’ τα πνευμόνια της και ο πόνος την τύ- φλωσε. Έτρεξε προς την έξοδο νιώθοντας όλο το κορμί της να πονάει. Έ- κανε ό. Νομίζω πως το ξέρεις. «Θα το πληρώσεις αυτό». Γρυλίζοντας από οργή.τι μπορούσε για να ελευθερωθεί από τα χέρια του. Όμως προσπάθησε να κυλήσει στο πλάι. ότι θα κα- τάφερνε να του ξεφύγει. Ότι θα εξαφανιζόταν μέσα στη νύχτα πριν εκεί- νος προλάβει να την πιάσει. Κι όσο για τον Μάρκο. Η Θάλεια πετάχτηκε όρ- θια. Η Θάλεια γύρισε το κεφάλι της στο πλάι. «ΦατουκιέραΙ» φώναξε εκείνος έξαλλος και την έριξε στο σκληρό πά- τωμα. δεν είσαι άξιος ούτε τις μπότες του να σκουπίσεις. τύλιξε τη μέση της με μπράτσα ατσάλινα και τη σήκωσε ψηλά. όχι ανάμεσα σε λογικούς ανθρώπους. Η Θάλεια ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Εσύ είσαι αυτός που δε βλέπει την πραγματικότητα! Θα έπρεπε να βρίσκεσαι σε φρενοκομείο. της είπε. κουλουριάζοντας το σώμα της σε μπάλα. κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά σου». Να βγει από το φόβο που την παγίδευε σαν κολλώδης ιστός. πνιγμένη μέσα στην αποφορά του ιδρώτα και την παράνοια. » Ένας φρικιαστικός κρότος έβαλε απότομα τέρμα στα λόγια του. στρίβοντας το μπράτσο του Ντομένικο πίσω από την πλάτη του. «έχεις χτυπήσει. μια όμορφη εικόνα από το παρελθόν πάνω σε ένα λείο κεραμικό αγγείο ή σε κάποια τοιχογραφία.. .. Όμως αυτή δεν ήταν μια τελετουργία μάχης. Μακάρι να πέθαιναν ό- λες τους! Όλες αυτές οι καταραμένες Αγγλίδες! Αν και. κάτι για να χτυπήσει μ’ αυτό το κεφάλι του Ντομένικο. ψάχνοντας κάποιο είδος όπλου. Η Θάλεια σηκώθηκε παραπατώντας κι έτρεξε ως την άκρη της σπηλιάς.. σαν ένα ζευγάρι πυγμάχων πάνω σε ένα αρχαιοελληνικό αγγείο. Μόνο εκείνο τον μοναδικό πυρσό πάνω στη βάση του.» του είπε. Αυτή ήταν μια μάχη αληθινή. πάνω στον άντρα που μισούσε ό- λες τις γυναίκες. ποτέ δεν ήταν. Στο μέτωπό του αιμορραγούσε μια βαθιά πληγή. Όλα φαίνονταν να δονούνται μέσα στην ξαφνική σιωπή. μια μάχη που ανέ- διδε τη μυρωδιά από ιδρώτα και αίμα στον αέρα. Μα δεν μπόρεσε να πει περισσότερα. Ξαφνιασμένος. μπορώ να καταλάβω ότι έχει κάποια χρησιμό- τητα.» Η Θάλεια κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της βουβή. είπε άγρια ο Μάρκο στα ιταλικά. «Δε θα σ’ αφήσω να κάνεις κακό σε άλλη γυναίκα». Ο Ντομένικο κατρακύλησε δίπλα του κι έπεσε με το κεφάλι πάνω στην κολόνα της μάγισσας. Ο Ντομένικο σηκώθηκε μ’ ένα δυ- νατό μουγκρητό και όρμησε πάνω στον Μάρκο. Κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο και παρακολουθούσε τη σκηνή με όλο και μεγαλύτερο τρόμο. Αυτή τη φορά δεν ξανασηκώθηκε. Η λαίδη Ρίβερτον και οι συνεργοί της είχαν καθαρίσει τα πάντα. έβηξε αδύναμα κι ύστερα έμεινε ακίνη- τος. Ή ίσως μόνο τις Αγγλίδες. εσύ.. Ο Μάρκο ίσιωσε το κορμί του μπροστά του και κοίταξε τη Θάλεια βαρια- νασαίνοντας. τώρα που ένιωσα τα στήθη της επάνω μου. Η Θάλεια κοιτούσε γύρω της απελπισμένα. εκείνος παραμέρισε σηκώνοντας τις γροθιές του. Τώρα ο Μάρκο κι ο Ντομένικο είχαν αγκαλιαστεί σε μια θανάσιμη μάχη. «Ποτέ μην ξαναπλησιάσεις τη Θάλεια!» «Ανάθεμα! Δεν είναι σημαντική.. γεμάτη ασχήμια και οργή. «Κάθαρμα!!» φώναξε ο Μάρκο και οι γροθιές του έπεφταν βροχή πάνω στον Ντομένικο. «Εσύ. εκεί όπου κάποτε είχαν κατασκοπεύσει τη λαίδη Ρίβερτον. της είπε. Μια παχιά λωρίδα αίμα έβαψε το βράχο η τελική εκδίκηση της μάγισσας. «Κάρα».. Ο Ντο- μένικο σωριάστηκε στο πάτωμα. Όμως δε βρήκε τίποτα. του είπε γυρίζοντας το πρόσωπο να φιλήσει την παλάμη της. όμως όλα υπήρχαν στο μυαλό της. Έλα. *** Ο Μάρκο κρατούσε τη Θάλεια στην αγκαλιά του και προχωρούσε προ- . Είμαστε μαζί.» «Δεν πειράζει καθόλου». Γαντζωμένη επάνω του. «Σε βρήκα». Θα τα ξεχνούσε όλα αυτά ποτέ. Η Θάλεια έκρυψε το πρόσωπό της στον κόρφο του. «Τώρα είσαι εδώ. γκράτσιε». Θα βρούμε και τους άλλους που σε ψάχνουν εδώ γύρω». «Η Ψυχή!» «Είναι όλοι τους καλά. της είπε σε μαλακό αλλά σταθερό τόνο. «Ασφαλείς. «Φτωχή μου Καλ». «Μην κοιτάζεις πίσω. Η μεταλλική μυρωδιά του αίματος και του φόβου. κάρα». αφού τώρα ήταν ασφαλής! Ο Μάρκο έβγαλε το πανωφόρι του και την τύλιξε μ’ αυτό. Έγειρε πίσω και κράτησε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του. είμαστε ασφαλείς». σαν να μην ήθελε να αφήσει το όμορφο όνειρο να εξαφανι- στεί. πάμε να φύγουμε. Χρειάζεται να σε δει ένας γιατρός και η αδερφή σου θα έχει τρελαθεί από αγωνία. ήταν υπέροχα ζεστό κι είχε τη δική του μυρωδιά. Όπως είχα τρελαθεί κι εγώ». Στην είσοδο η Θάλεια γύρισε να κοιτάξει πίσω. Αυτή η μελανιά. Η ανάσα που κρατούσε η Θάλεια βγήκε από μέσα της με ορμή. Γιατί όμως συνέχιζε να τρέμει έτσι. «Μα έχεις χτυπή- σει. «Σκούζα». Ο Μάρκο γονάτισε δίπλα του και ψηλάφησε τον καρπό του Ντομένικο. Μην ξανασκεφτείς τί- ποτε από όλα αυτά»..τι σκι- σμένο και σκονισμένο. τα χείλη του. της ψιθύρισε λικνίζοντάς τη στην αγκαλιά του. Ο Μάρκο τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε έξω από το τρομερό εκείνο μέρος. σου το υπόσχομαι. «Με βρήκες!» του είπε φιλώντας τα μάγουλα. «Γκράτσιε. Ξαφνικά η Θάλεια θυμήθηκε τις άσχημες απειλές του Ντομένικο κι ένας κρύος φόβος επέστρεψε μέσα της. μουρμούρισε κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι του. Έτρεξε κοντά στον Μάρκο και τον αγκάλιασε κλαίγοντας. νιώθοντας ξαφνικά πολύ αδύναμη και εξαντλημένη. Άρχισε να χαϊδεύει απαλά το μάγουλο της με τον αντίχειρά του. Πρέπει να σε πάω στο σπίτι σου. Παρ’ ό. τόσο ανάλαφρα σαν να ακουμπούσε μια σπάνια πορσελάνη. «Όχι. Ήταν γελοίο. Η τρομερή ασφυξία από το βάρος του Ντομέ- νικο επάνω της. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. το πτώμα του σωριασμένο πάνω στο πέτρινο δάπεδο. Δεν κοίταξε.. μπελά. Ύψωνε το ανάστημά της για να υπερασπιστεί αυτά που πίστευε. Κοντά στη ρίζα του λόφου είδε τη λάμψη των δαυλών ανάμεσα στα δέ- ντρα. ψιθύ- ρισε. Ήταν ζωντανή. όσο σκληρά κι αν πάλευε τώρα με τον εαυτό του. Ήταν η σωστική ομάδα που περίμενε να ξαναπάρει τη Θάλεια πίσω στον δικό της ασφαλή κόσμο.σεκτικά πάνω στο κακοτράχαλο μονοπάτι. Να την αφήσει ελεύθερη. Η Θάλεια ήταν η πιο θαρραλέα γυναίκα όχι. πολεμικό πνεύμα και την αγα- πούσε μ’ ένα πάθος που μεγάλωνε όλο και περισσότερο κάθε φορά που την έβλεπε. Αγαπούσε τη Θάλεια με τρόπο που δεν πίστευε ότι μπο- ρούσε ποτέ του να αγαπήσει. πως είχε δίκιο να αντιστέκεται στα αισθή- ματά του. ακόμα και όταν βρισκόταν αντιμέ- τωπη με τον κίνδυνο. Όταν την είδε να κακοποιείται από τον Ντομένικο ντε Λούκα κυριεύ- τηκε από έξαλλη οργή! Αλλά και από έναν παγερό φόβο. Είχε γενναία καρδιά. ασφα- λής. μια τελευταία φορά. Έμοιαζε με άγγελο αυτή ήταν άλλωστε η πρώτη σκέψη του όταν την αντίκρισε στη Σάντα Λουτσία. αυτά που αγαπούσε. ό- πως το είχε ήδη αποφασίσει. Η ζωή του. μπέλα». Έβλεπε. γι’ άλλη μια φορά. Ήταν πολύ καλύτερα για εκείνη να μην το ξαναπεί ποτέ. Ο Μάρκο ένιωθε πλήρης όποτε η Θάλεια του χαμογελούσε. Πώς θα ήταν η ζωή του χωρίς τη Θάλεια. ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του. Ο Μάρκο τη φίλησε ξανά. ο πιο θαρραλέος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ του. Είχε αποκοιμηθεί εξαντλη- μένη. Γι’ αυτό ακριβώς έπρεπε τώρα να τη φροντίσει. Είχε φέρει στη ζωή του ένα πρωτόγνωρο φως και η καρδιά του ήταν πλημμυρισμένη από εκείνη. Δε θα άξιζε ούτε μια ανάσα. Η καρδιά του Μάρκο όμως δεν είχε βρει γαλήνη. Την αγαπούσε. . Φίλησε τρυφερά το μέτωπό της και η Θάλεια αναστέναξε και αναδεύ- τηκε μέσα στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπώ. η δουλειά του είχαν βάλει απόψε τη Θάλεια σε κίν- δυνο. . Κεφάλαιο 23 «Μα δεν το πιστεύω!» φώναξε η Θάλεια. συμφωνείς. Η Θά- λεια έγειρε πίσω στα μαξιλάρια. ακόμα και τότε στη Σάντα Λουτσία.. «Και μόλις μια ιδέα μπει στο κεφάλι μας.» «Όχι φυσικά! Δε νομίζω ότι οι γονείς μας ανέθρεψαν ανόητες κόρες.. αν και εκείνη δε γελιέται εύ- κολα».» «Ακριβώς. θες να πεις. Θα έκανε θραύση στο σανίδι σαν ηθοποιός». «Νομίζω. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε πώς ήταν τώρα τα πράγματα. όπως δεν είχε προσπαθήσει ποτέ να με κατα- λάβει κανείς. «Έτσι είναι τα πράγ- ματα και για εσένα με τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι. ένας άντρας έξυπνος και συναρπαστικός». ναι» απάντησε η Καλλιόπη κουκουλώνοντας τη Θάλεια καλύτερα μέσα στα σκεπάσματα. είναι σχεδόν αδύνατο να μας τη βγάλει κανείς». Οι προσπάθειές της να κάνει αληθινό τον δήθεν αρραβώνα τους φαίνονταν να έχουν αποτύχει παταγωδώς.. «Αντίθετα από εμένα την εύπιστη. φυσικά κι αυτό. Αλλά έδειχνε να με καταλαβαίνει αληθινά. Καλ. Το κεφάλι της στριφογύριζε ακόμα από την αποκάλυψη ότι η λαίδη Ρίβερτον εργαζόταν για την Εταιρεία Αρχαιο- τήτων. «Αυτή η ξεροκεφαλιά κόντεψε να χα- λάσει τη σχέση μου με τον Καμ πριν ακόμα ξεκινήσει». «Αυτό θα ήταν πράγματι τρομερό. Τέλος πάντων. Αλλά υποθέτω πως μερικές φορές έχουμε κι εμείς μια τάση να βλέπουμε μόνο αυτά που θέλουμε». Κανείς άλλος δε θα μας άντεχε εμάς τις δυο». «Έτσι νόμιζα. Φαίνεται πως η λαίδη Ρίβερτον διά- λεξε λάθος επάγγελμα. Η Θάλεια γέλασε. Θάλεια..» Η Θάλεια γέλασε με την αδερφή της.» «Ω. τι να πω. Και πίστευα. «Ναι. Η Καλ- λιόπη σώπασε και έστρωσε την άκρη της κουβέρτας. «Και απίστευτα όμορφος. «Είσαι σίγουρη. «Ο ίδιος ο λόρδος Νόουλτον ήρθε εδώ μαζί της και μου τα εξήγησαν όλα». «Ίσως να είναι έτσι. «Ω Θεέ μου. «Νομίζω πως το ίδιο έπαθε και η Κλειώ. Δεν ήξερε τι έ- πρεπε να κάνει στη συνέχεια. πως θα φτιάχναμε μαζί μια όμορφη ζωή. Είναι φανερό πως εσείς οι δυο είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο».» Η Θάλεια αναστέναξε. Δου- . συνέχισε η Καλλιόπη. «Εμένα με ξεγέλασε για τα καλά». Πως ήταν αυτό ακριβώς που περίμενα στη ζωή μου. έμαθα καλά το μάθημα μου απ’ όλη αυτή την περιπέτεια. «Φυσικά. Το μοναδικό πράγμα που μπορεί πια να με πληγώσει είναι να χάσω τον Μάρκο.. «Το ξέρω. Δε φταίει ο Μάρκο που ο Ντομένικο ντε Λούκα ήταν έ- νας παράφρονας. «Μένοντας μακριά μου. Μείνε ήσυχη. παράξενοι».» «Τώρα δεν ξέρω. Καλ. «Θάλεια. «Δε λες τίποτα». χωρίς ούτε μια λέξη». «Και τώρα. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να αντι- μετωπίσω τον κίνδυνο μαζί του παρά να είμαι εδώ ασφαλής. μονάχη». της είπε η Καλλιόπη δείχνοντας την αν- θοδέσμη με τα λευκά τριαντάφυλλα στο κομοδίνο. Λέω μόνο πως ίσως αυτό το τρομερό περιστατικό τον έκανε να θέλει να σε προστατεύσει». μουρμούρισε η Θάλεια. Κάτι στον τόνο της Καλλιόπης έκανε τη Θάλεια να την κοιτάξει επίμονα.. καλή μου. Μα αυτό θα με πληγώσει ακόμα περισσότερο». τα πιστεύω του τον φέρνουν αναγκαστικά σε επαφή με φανατικούς σαν τον Ντε Λούκα. Δεν είναι δυνατόν να φύγει τώρα ύστερα από όσα είχαμε μαζί. Ο ίδιος ο Μάρκο δε θα μου έκανε ποτέ κακό. Παρ’ όλο που ο ίδιος είναι ένας διανο- ούμενος. Ο Μάρκο ήταν ο πιο παράξενος απ’ όλους! Δεν μπορούσε να τον καταλάβει καθόλου.. τον αγαπώ. Οι άντρες είναι. «Σκέτα λουλούδια. το ξέρω!» «Καλή μου Θάλεια. Πάρα πολύ. Έχουν περάσει δυο μέρες μετά τις σπηλιές και δεν τον έχω ξαναδεί από τη στιγμή που με έφερε στο σπίτι». μουρμούρισε η Θάλεια και σκέφτηκε το χλομό πρόσωπο της α- δερφής της μετά τη γέννηση της κόρης της. δε γίνεται!» «Κατάλαβα. «Ναι. κανείς μας δε θέλει να κινδυνέ- ψεις ξανά». Είναι τέλειος για μένα! Όπως εσύ αγαπάς τον Κάμερον και η Κλειώ τον δούκα. «Ίσως δεν ξέρει τι να πει. «Ναι». Τον αγαπάς. «Γιατί το λες αυτό. Η Καλλιόπη πήρε το χέρι της. «Στέλνει λουλούδια κάθε μέρα».. Σκέφτηκε ότι η αδερφή της δε θα πουλούσε ποτέ την οικογένειά της για να μείνει «ασφαλής».λεύοντας για έναν κοινό σκοπό». λοιπόν». «Αλλά θα . Η Καλλιόπη κατένευσε σκεφτική. ίσως δε θέλει να σε πληγώσει ξανά». Δε θα ξεγελαστώ ξανά από τύπους σαν τον Ντε Λούκα ή τη λαίδη Ρίβερτον. «Και ο κίνδυνος μπορεί να έρθει και πάλι».» «Και σπουδαίος μάλιστα! Ακόμα και η Κλειώ με τον μπαμπά τον θαυμά- ζουν». «Δεν πρόκειται να κινδυνέψω. Η Καλλιόπη τη φίλησε ξανά και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. «Πολύ καλά. Είχε σουρουπώσει για τα καλά. Αναρωτιόταν τι μπορεί να σκεφτόταν τώρα ο Μάρκο. Τι είχε πάει στραβά. όπως και σ’ εκείνα τα όνειρα. ούτε ανάσα. Η Θάλεια γέλασε. Την έκανε να θυμά- ται διαρκώς την υγρή σπηλιά. γιατί όταν άνοιξε πάλι τα μάτια της το φως στο παράθυρο ήταν απαλότερο. Γύρισε στο πλάι και είδε τον Μάρκο να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι της. το νω- ρίτερο. Ύστερα από λίγο άκουσε την άμαξα να σταματάει από κάτω. την τρομερή περιπέτειά της. ως και η Ψυχή σώπαινε σαν να σεβόταν την «ασθένεια» της Θάλειας. Θα πήγαινε οπουδήποτε. Αυτό είναι το πιο σημαντικό» «Ω Θεέ μου. Καλ». Ένας λευκός επίδεσμος ξεχώριζε πάνω στη σταρένια επι- δερμίδα του μετώπου του. αρκεί να δραπέτευε από την ησυχία. Εσύ τώρα ξεκουράσου. «Έχω να κάνω κάποιες δουλειές. Στην πραγματικότητα όμως οι αμυχές και οι μελανιές έσβηναν και η Θά- λεια δεν πονούσε πια. Στην αρχή νόμιζε ότι ονειρευόταν. Αρκεί να μου υπο- σχεθείς ότι θα ξεκουραστείς». Είσαι μια γνήσια Μούσα Τσέις». με τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω και τα μάτια του κατάμαυρα και ανεξιχνίαστα. Τότε μπορείς να πας στα ιαματικά λουτρά. Γιατί έμενε μα- κριά της. Δεν άκουσε τίποτα. Η Θά- λεια ξάπλωσε κάτω απ’ τα σκεπάσματά της και γύρισε στο πλευρό της σιωπηλή. Ευχήθηκε να πήγαινε μαζί της. Η Καλλιόπη φίλησε το μέ- τωπο της Θάλειας και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Ήταν πολύ όμορφος. Θα πρέπει να αποκοιμήθηκε. Όλοι την αντιμετώπιζαν σαν ανά- πηρο παιδί. στο Αντλιοστάσιο ή τα μαγαζιά. Η Θάλεια αναρωτήθηκε πού μπορεί να πήγαινε η Καλλιόπη. «Θα σου στείλω επάνω λίγο τσάι αντί για νερό λοιπόν.» «Βαρέθηκα να ξεκουράζομαι. γλυκύτερο. Και δεν ήταν μόνη. Όλη αυτή η ησυχία την τρέλαινε. Ότι όλες οι σκέψεις της για εκείνον τον είχαν εμφανίσει σαν από θαύμα μπροστά της. Το σπίτι ήταν υπερβολικά ήσυχο. εντάξει.έχουμε πάντα η μια την άλλη για να τα βγάζουμε πέρα στις δυσκολίες. θα σου κάνει καλό». Εδώ και δυο μέρες δεν κάνω τίποτ’ άλλο!» «Ο γιατρός είπε ότι δεν πρέπει να σηκωθείς πριν την Παρασκευή. . «Ή θα με αποτελειώσει».. Θα το κάνω για σένα. αλλά ένιωθε το βά- ρος ενός βλέμματος να την παρακολουθεί. πω! Πόσο απασχολημένοι είναι όλοι αυτή την εποχή. «Κι εσύ φαίνεσαι μια χαρά». σινιορίνα. «Η Καλλιόπη σε άφησε να περάσεις. «Ετοιμάζουμε. στην Ελλάδα αυτή τη φορά. Ο Μάρκο γέλασε αυτοσαρκαστικά. «Την έχω ξαναδεί. ακόμα σαστισμένη από την παρουσία του εκεί κι από την πληροφορία ότι τον είχε καλέσει η αδερφή της. «Α.» «Σι. Για να ακριβολογώ. «Κι αυτή τη φορά με άφησε η αδερφή σας να περάσω. «Όχι όσο ξαφνιάστηκα εγώ. «Είναι αρκετά ανάρμοστο να βρίσκεσαι εδώ. εκείνη με κάλεσε εδώ. Είμαι σίγουρη ότι κι εσύ αναχωρείς σύντομα». «Χαίρομαι πολύ που το βλέπω. Έτσι νομίζω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. είμαι σί- γουρος». αλλά απ’ ό. «Έχω αναρρώσει». στην κρεβατοκάμαρα μου». «Σε βοηθούσε στην προετοιμασία αυτής της περιοδείας. ναι. Ετοιμάζουμε το σετ με τα ασημένια σκεύη για μια μικρή περιοδεία στην Ιταλία». «Ξαφνιάστηκα όταν έμαθα για την ανάμειξη της λαίδης Ρίβερτον με την εταιρεία». αλλά η Θάλεια το ευχαριστήθηκε. μη τολμώντας να πάρει τα μάτια της από πάνω του και εξαφανιστεί. της είπε.» «Αρκετά. Φαίνονται αρκετά ενθουσιασμένοι με την προοπτική και ξέρω ότι οι συμπατριώτες μου θα χαρούν να τα δουν». «Τον ανιψιό της λαίδης Μπίλινγκσφιλντ. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο άγγιξε τα χείλη του. πόσο προσεκτικά την παρατηρούσε. Ήσουν πολύ απασχολημέ- νος.» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και ο Μάρκο της σέρβιρε ένα φλι- τζάνι από το δίσκο που υπήρχε στο κομοδίνο της. Στην αρχή φοβήθηκα μή- πως είχες χειροτερέψει.τι κατάλαβα έχει αναλάβει μια νέα αποστολή. αν θυμάστε». πόσο αγέ- λαστος! Η Θάλεια ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια. Η Θάλεια κοίταξε μέσα στο φλιτζάνι της. του είπε κοιτώντας τον πάνω από το χρυσό περίγραμμα του φλι- τζανιού της. Και πόσο σοβαρός ήταν. «Αν εξαιρέσει κανείς τον επίδεσμο. ναι». Θα ήθελες λίγο τσάι. Με τον κύριο Ντάσγουντ σαν συνοδό της».τι βλέπω δε συμβαίνει κάτι τέτοιο». Η Θάλεια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ο Μάρκο βρισκόταν κάπου εκεί. Πω. .» «Η δική σας Εταιρεία Αρχαιοτήτων. Απ’ ό. Μια αμυδρή μόνο ρωγμή στη σοβαρότητά του. προς το παρόν».» «Όχι. «Σι. είχε πια μάθει να είναι επιφυλα- κτική. νόμιζα πως είχα ερωτευτεί. Η Θάλεια γέλασε. Μα. είπε αργά η Θάλεια. Με ό. της είπε αποφασιστικά. «Ήδη κουβεντιάζονται πολλά. Και αν ο Μάρκο δε συμμεριζόταν τα αισθήματά της. τότε θα έπρεπε απλώς να τον αφήσει να φύγει. «Πρέπει να σου πω κάτι. Τι έπρεπε να κάνει.τι αγαπάς». κάρα». να τον ικετέψει να μη φύγει ποτέ από κοντά της.τι πιστεύεις. όταν ήμουν νέος και ανόητος.. Αλλά για πρώτη φορά στη ζωή της η Θάλεια δεν είχε λόγια. το ωραιότερο γέ- λιο. Κάθε ένστικτο μέσα της την παρότρυνε να πέσει στην αγκαλιά του.» Γέλασε. ίσως εκείνοι που με θεωρούν υπερβολικά. Συνήθως έλεγε απλώς το πρώτο πράγμα που ερχόταν στο κεφάλι της. Σου φαίνομαι σαν να ανησυχώ για τα κουτσομπολιά. «Υποθέτω τότε ότι θα πρέπει να κοινοποιήσουμε τη διάλυση του αρρα- βώνα μας». «Ω Μάρκο». πριν από πολλά χρόνια. Δε χρειάζεται να ανη- συχείς για τα κουτσομπολιά». η μυστηριώδης Μαρία. Η Θάλεια ακούμπησε προσεκτικά το φλιτζάνι της πάνω στο δίσκο. «Απλώς παθιάζεσαι με ό. μη ξέροντας τι έπρεπε να πει στη συνέχεια.» . «Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη στις σπηλιές.» Τα λόγια του της ανα- πτέρωσαν λίγο το ηθικό. Και είναι ένα από τα απολαυστικά πράγματα που σε δια- κρίνουν». αν όλα ήταν ένα παράφορο ιντερλούδιο και τίποτα παραπάνω. Περπατούσαμε στα σοκάκια της Φλωρεντίας και διαβάζαμε ποίηση δί- πλα στον Άρνο». «Κάθε άλλο. μπέλα». «Με βρίσκεις “απολαυστική”. Αυτή ήταν. «Ποιος δε θα σε έβρισκε. «Οι Μούσες Τσέις δεν ανησυχούν ποτέ για τέτοια πράγματα. Το Μπαθ εί- ναι ένα μέρος όπου τα κουτσομπολιά βράζουν». «Ήταν η ξαδέρφη του Ντομένικο.. Ολόιδιοι. Όσο δυστυχισμένη κι αν θα την έκανε αυτό. Την έλεγαν Μαρία και είχε τα ομορφότερα μαύρα μάτια. «Κάποτε. λοιπόν. Μάρκο. παρορμητική». Η Θάλεια κοκάλωσε. Μακάρι να τον έπειθε γι’ αυτό. Φαίνεται πως είμαστε ολόιδιοι σ’ αυτό. «Όχι».» «Ε. όπως είχε πει στην αδερφή της. Αλήθεια. της είπε αργά. κι εκείνος και ο πλούσιος ήχος του γέλιου του ζέστανε την ψυχή της. Πάει καιρός που έφυγα απ’ την πατρίδα και υπάρχει πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει». «Όπως κι εσύ». «Το ελπίζω. Αυτός λοιπόν ήταν ο λό- γος που την κρατούσε μακριά. Όταν έφυγα για το στρατό με ακολούθησε κρυφά. δεν μπόρεσα να κρατήσω αυτό τον όρκο». Εσύ με εμπιστεύεσαι τώρα. Στ’ αλήθεια αυτή τη φορά». «Εξαιτίας . και όλα όσα συμβόλιζε. «Εναλλακτική λύση. τι θα γίνει με τον αρραβώνα μας. Η Θάλεια κοίταξε το δαχτυλίδι με μάτια θολά από τα ξαφνικά δάκρυα.» «Εντάξει λοιπόν. πράγματα. Η Θάλεια φίλησε το χέρι του και το κράτησε σφιχτά μέσα στο δικό της. ορκίστηκα. υποχρεωμένος.» Ο Μάρκο της χαμογέλασε με θλίψη.. «Σκοτώθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα όταν ήρθε να παρακολουθήσει τη μάχη με τις άλλες συζύγους. Ο Μάρκο γέλασε. Κι όμως. «Αλήθεια. «Ναι. Θέλω να σε βοηθήσω. «Ω Μάρκο!» Π καρδιά της ράγιζε από συμπόνια. λοιπόν. Το χαμόγελό του πλάτυνε και ο Μάρκο φίλησε το χέρι της απαλά. Εκείνο το δαχτυλίδι. Να μην αγαπήσω ξανά.. Η Θάλεια πήρε βαθιά ανάσα. «Ώστε ξέρεις.τι λαχταρούσε στη ζωή της. αλλά πριν προλάβουμε. «Εγώ δεν είμαι η Μαρία.» «Φυσικά». «Την αγαπούσα.» «Λίγα.. να μην ξαναβάλω ποτέ άλλη γυναίκα σε κίνδυνο.» «Ναι».... που δεν ήθελε να γίνει αληθινός ο αρραβώ- νας τους. κάρα. Μάρκο. μερικές φορές πράγματι κινδυνεύω. Είπε πως την αγαπούσες. να γίνω μέρος της δουλειάς σου. Ένα τέλειο.» ψιθύρισε. Ό- μως. Έχω τη φρόνηση να μένω μακριά από κινδύνους». Και τι ήταν αυτό που έγινε στις σπηλιές. Πίεσε το χέρι στο στόμα της. Αλλά νομίζω πως έχω να σου προτείνω μια εναλλακτική λύση». Να βάλω τον Κάμερον να στείλει ειδοποίηση στις εφημερίδες για τη διάλυση του.» τον ρώτησε θαρ- ρετά. κυκλωμένο από αστραφτερά μαργαριτάρια. Παρά τη θέλησή της ένα μικρό μπουμπούκι ελπίδας άνθισε μέσα στην καρδιά της. «Αν αυτό θέλεις. ήταν ό. Ή- ταν δικό μου λάθος που βρισκόταν εκεί η Μαρία. Ελ- πίζαμε να παντρευτούμε. θα με παντρευτείς. «Το κάνεις επειδή αισθάνεσαι. Σε εμπιστεύομαι. ούτε εσύ είσαι ο νεαρός που ήσουν τότε. «Θάλεια Τσέις. Όμως μπορώ επί- σης να σώσω τον εαυτό μου. όπως μόνο ένας φλογερός νεαρός μπορεί να αγαπά! Κι εκείνη μ’ αγαπούσε. βαθυγάλαζο ζαφείρι. Έβαλε το χέρι του μέσα στο πανωφόρι του και έβγαλε ένα μικρο- σκοπικό κουτί. «Τότε λοιπόν. πως δε θα μπορούσες ποτέ να αγαπήσεις άλλη». μέσα της όμως ήλπιζε πως θα της έλεγε όχι...» Η Θάλεια κατάπιε νευρικά. Το άνοιξε και από μέσα φανερώθηκε ένα δαχτυλίδι. » «Μα το ήθελα κι εγώ! Ποτέ δε θα το έκανα για να σε παγιδεύσω. Μ’ έναν άντρα που σε αγαπάει πέρα από κάθε λογική. Γιατί κι εγώ σ’ αγαπώ. Δε με πέρασες βέβαια για κανέναν ασυνείδητο που θα έκανε έρωτα σε μια κυρία κι ύστερα θα την εγκατέλειπε. ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο κόμης προσπαθεί να την προστατεύσει. «Ναι. περισσότερο πόνο. «Η ιστορία για τον μυ- στηριώδη κόμη και την περιπετειώδη σύζυγό του. Ήμουν σίγουρος πως ύστερα από τα τελευταία γεγονότα δε θα ή- θελες να με ξαναδείς στη ζωή σου». Εσύ είσαι η καρδιά μου». είπε ο Μάρκο. Μ’ όλη την καρδιά μου». δεμένο με κορδόνι. «Το ίδιο θα ήταν και για εμένα. «Φυσικά και δέχομαι. Φοβό- μουν πως σε έβαλα σε κίνδυνο επειδή ήμουν εγωιστής και δεν μπόρεσα να μείνω μακριά σου.» ρώτησε σαστισμένη. «Το μόνο πράγμα που θα την έκανε χει- ρότερη θα ήταν να μη σε ξαναδώ».όσων έγιναν μεταξύ μας. Θάλεια. «Δέχεσαι λοιπόν.. Θα αντιμετωπίσεις μαζί μου την υπόλοιπη ζωή σου. Αυτό που έχουμε είναι όμορφο· δε θα ήθελα να το υποτιμήσω. Πρέπει πάντα να υπάρχει ειλικρίνεια μεταξύ τους. κάρα μία. «Το έργο μου.» «Η αδερφή σου μου έφερε κάτι».. έτσι ακριβώς πρέπει να είναι! Φοβάμαι όμως ότι δεν έβαλα ακόμα τέλος σ’ αυτή την ιστορία. «Χειρότερη.» φώναξε η Θάλεια. Τα δάκρυά της κύλησαν ελεύθερα ακούγοντας τα γλυκά λόγια του που αντηχούσαν όσα ένιωθε και η ίδια. της είπε. «Συνεχίζουν έτσι στο μονοπάτι της ζωής. Μάρκο.» Η Θάλεια έγνεψε καταφατικά. Μετά τη σπηλιά αποφάσισα να φύγω. γιατί είναι αδελφές ψυχές». «Και άλλαξες γνώμη.» «Θάλεια. «Επειδή κανένας κίνδυνος δεν είναι αξεπέραστος γι’ αυτούς όταν τον α- ντιμετωπίζουν μαζί». να μην κάνω χει- ρότερη τη ζωή σου». Δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι». «Ίσως επειδή η δική μας περιπέτεια δεν έχει τελειωμό». «Δε με παγίδευ- σες. Τι σε έκανε να έρθεις σήμερα εδώ. Θάλεια.» «Θάλεια!» Πήρε τα χέρια της απαλά μέσα στα δικά του. . «Παρ’ όλα αυτά αποφάσισες να με ε- γκαταλείψεις. αλλά οι προσπάθειές του οδηγούν απλώς σε περισσό- τερη εξαπάτηση. όπου κι αν τους βγάζει».» «Δεν μπορούσα να σε αγαπώ αληθινά αν δεν έβαζα πρώτη τη δική σου ευτυχία. Έσκυψε κάτω απ’ την καρέκλα και πήρε ένα χοντρό πακέτο με χαρτιά. «Το Σκοτεινό Κάστρο του Κόμη Ορλάντο». . Σαν το φως της αγάπης που ήταν γραφτό να τους συνοδεύει για πάντα. Πέρασε το δαχτυλίδι στο χέρι της και το φωτεινό μπλε χρώμα του έ- λαμψε σαν ένα σύμβολο υπόσχεσης. Επίλογος Από τη Λόντον Ποστ: Ο σερ Γουόλτερ Τσέις αναγγέλλει το γάμο της κόρης του. δεσποινίδος Θάλειας Τσέις. . Παρευρέθησαν ο σερ Γουόλτερ και η λαίδη Τσέις. Ο κόμης και η κοντέσα Ντι Φαμπρίτσι θα διαμείνουν στη Φλωρεντία. ύ- στερα από μια περιήγηση στην Ευρώπη προς επίσκεψη αρχαιολογικών χώ- ρων. ο δούκας και η δούκισσα του Άβερτον άρτι αφιχθέντες στην Αγγλία από ένα εκτεταμένο ταξίδι του μέλιτος. καθώς και η νεαρότερη αδελφή και η ανιψιά της νύφης. Ακολού- θησε ολονύχτια γαμήλια δεξίωση. ο κόμης και η κόμισσα του Γουέστγουντ. ο οποίος ετελέσθη το περα- σμένο Σάββατο στο Τσέις Λοτζ. με τον κόμη Ντι Φαμπρίτσι. S. που εκδόθηκε το 1819 ιδιαίτερα χρή- σιμο για το Σίντνεϊ Γκάρ ντενς και όσα διαδραματίστηκαν εκεί· το Bath 16801850. Neale· το The Theatre Royal at Bath του William Lownde’s· και το The History of Sulis Minerva at Bath το μουσείο ό- που η Θάλεια συνάντησε τον Μάρκο. αυτό της Εταιρείας Αρχαιοτήτων του Μπαθ. Το ασημένιο σετ με τα ιερά σκεύη το εμπνεύστηκα από τα περίφημα α- σημένια σκεύη της Μοργκαντίνα της Σικελίας. όμως τα έργα τέχνης που είδαν εκεί είναι πραγματικά. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με το απίστευτο ταξίδι αυτού του θησαυρού.Χ.. Έχω την αίσθηση ότι η Κόρι έχει πολλά να πει ακόμα. όμως έχει συμφωνηθεί να επιστρέφουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αηδόνας το 2010. Τελικά μου βγήκε σε καλό τον αγαπώ πάρα πολύ και δε μου έκλεψε ποτέ το κραγιόν ούτε επέμεινε ποτέ να πάμε μαζί για ψώνια στο εμπορικό κέντρο. ρίξτε μια ματιά στο βιβλίο The Medici Conspiracy: The Illicit Journey of Looted Antiquities του Peter Watson και της Cecilia Todeschini. Επίσης. όπως αυ- τοί του Εντευκτηρίου του Μπαθ και του σπιτιού στον αριθμό 1 της Ρόγιαλ Κρέσεντ. όμως μέσα από τις ιστορίες των Τσέις έ- ζησα ξανά το παλιό μου όνειρο. A Social History του R. όταν κάποτε θα γίνει μια νεαρή κυρία της βικτωριανής επο- χής. ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ Απόλαυσα ιδιαίτερα τη γνωριμία μου με τις Μούσες Τσέις στην πορεία τους προς την αναζήτηση της αληθινής αγάπης. έναν αρχαιοελληνικό θη- σαυρό αποτελούμενο από δεκαέξι αντικείμενα του τρίτου αιώνα π. Η ένοπλη εξέγερση την οποία σχεδίαζε ο Ντομένικο ντε Λούκα στη . είναι δικής μου επινόησης. Μερικές από τις ανεκτίμητες πηγές στις οποίες ανέτρεξα ήταν οι εξής: κάποιοι ταξιδιωτικοί οδηγοί που είχα α- γοράσει σε μια επίσκεψή μου στην πόλη πριν από μερικά χρόνια. Προς το παρόν εκτίθενται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. από το οποίο εμπνεύστηκα το σπίτι της Καλλιόπης· το βιβλίο Walks Through Bath του Pierce Egan. Ίσως τις επισκεφθώ ξανά στο μέλλον. απόλαυσα την αναδρομή στην ιστορία του Μπαθ με αφορμή τη συγγραφική έρευνα γι’ αυτό το βιβλίο. όπως και η νεογέν- νητη Ψυχή.. Όταν ήμουν μικρή ήθελα πάντα μια αδερφή −ή μάλλον αρκετές! −όμως οι γονείς μου μου χάρισαν μόνο έναν μικρότερο αδερφό. εξαπλώθηκε στη συνέχεια σε όλη τη νότια Ιταλία και ανάγκασε τελικά τον Φερδινάνδο Α'. να συναινέσει στη θέσπιση συντάγματος μια απόφαση που όμως ανακάλεσε αργότερα. . Τον Ιούλιο του 1820 έ- λαβε χώρα εκεί μια εξέγερση που οργανώθηκε από στρατιωτικούς αξιωμα- τούχους. To. άν- θρωποι όπως τα παιδιά και τα εγγόνια του κόμη και της κοντέσας Ντι Φα- μπρίτσι έγιναν μάρτυρες αυτού του γεγονότος. «Risorgimento» η Παλιγγενεσία της εθνικής ταυτότητας των Ιταλών ο- δήγησε στην τελική ενοποίηση της χώρας το 1861.Νάπολη βασίζεται επίσης σε ένα ιστορικό γεγονός. τον Βασιλιά των Δύο Σικελιών. Χωρίς αμφιβολία.


Comments

Copyright © 2024 UPDOCS Inc.