ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΣΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 1

May 8, 2018 | Author: Anonymous | Category: Documents
Report this link


Description

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΣΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ 1 (Από εργασία που εκπονήθηκε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) Το βυζαντινό νόμισμα πέρα από την αυτονόητη χρήση του ως μέσο συναλλαγής, διεκπεραίωνε και μία ακόμη σημαντική λειτουργία: με την απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων, προσώπων μελών των διαφόρων δυναστικών οικογενειών, καθώς και με την αναγραφή ποικίλων επιγραφών, το βυζαντινό νόμισμα, ως αντηρίδα του οικοδομήματος που ονομάζεται βυζαντινή αυτοκρατορία, στήριξε τη δυναστική και αυτοκρατορική ιδεολογία του κράτους. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έκοψαν νομίσματα σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Και παρότι τα αργυρά νομίσματα ήταν αποτελεσματικότερα, όσον αφορά την άσκηση της προπαγάνδας, αυτά κυκλοφορούσαν με μεγαλύτερη συχνότητα ανάμεσα στα πλήθη, τα χρυσά με τη σειρά τους, αποτελούσαν ένδειξη σταθερότητας της εξουσίας. Στα χρόνια του πρώιμου Βυζαντίου, ο χρυσός solidus, ή σολδίον, ήταν το νόμισμα που χρησιμοποιούταν για την κάλυψη των διοικητικών και στρατιωτικών αναγκών του κράτους. Οι καθημερινές εμπορικές συναλλαγές εκπληρώνονταν με τη χρήση ευτελέστερων νομισμάτων, κυρίως χάλκινων. Το χρυσό νόμισμα, ακολουθώντας μία κυκλική πορεία, αφού πρώτα γινόταν η διάθεσή του στην αγορά, κατέληγε και πάλι στο αυτοκρατορικό ταμείο με τη συλλογή των φόρων. Το βάρος ενός καλοδιατηρημένου σολδίου κυμαινόταν ανάμεσα σε 4,45γρ. και 4,50γρ. . Εντούτοις, η περιεκτικότητά του σε πολύτιμο μέταλλο υπήρξε και αυτή θύμα της σταδιακής παρακμής του κράτους, γνωρίζοντας συνεχείς μειώσεις σε περιόδους κρίσης. Ήδη ο 6ος αιώνας φέρνει στο προσκήνιο νομίσματα περιεκτικότητας 23, 22 και 21 καρατίων. Αυτά δεν θα πρέπει να θεωρηθούν υποτιμημένα. Σύμφωνα με μία εμπεριστατωμένη γνώμη (Adelson), χρυσά νομίσματα ελαφρώς μειωμένης περιεκτικότητας σε πολύτιμο μέταλλο, εντοπίζονται κυρίως σε περιοχές εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με αυτήν την παρατήρηση, αυτά τα νομίσματα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι κυκλοφόρησαν για να εξυπηρετήσουν τις εμπορικές συναλλαγές με τη Δύση. Υποδιαιρέσεις του σολδίου, ήδη από τη βασιλεία του Αναστασίου του Α΄ (491-518μ.Χ.), ήταν το σημίσιο (semissis), το οποίο αντιστοιχούσε στο 1/2 της αξίας του σολδίου και το τριμήσιο (tremissis), αντίστοιχα, στο 1/3 της αξίας του χρυσού βυζαντινού νομίσματος. Αυτές οι αξίες συνέχισαν να κυκλοφορούν έως τα μέσα του 8ου αιώνα. Μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου του Ε΄ του Κοπρωνύμου, η συχνότητα αυτών των υποδιαιρέσεων μειώθηκε και τον 10ο αιώνα έχουν πάψει πια να βρίσκονται σε κυκλοφορία. Τον 10ο αιώνα κυκλοφόρησαν ελαφρύτερα χρυσά νομίσματα 22 καρατίων. Αυτά ήταν τα τεταρτηρά και χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα με τα «ιστάμενα», τα κανονικά, δηλαδή, χρυσά νομίσματα. Η πατρότητα αυτής την νομισματικής αλλαγής ανήκει στον Νικηφόρο Φωκά και είχε δυσμενή οικονομικά και κοινωνικά επακόλουθα. Καθώς φαίνεται, η ομοιότητα των τεταρτηρών με τα ιστάμενα δημιουργούσε προβλήματα. Στα ύστερα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β΄ δόθηκε η λύση στο πρόβλημα της διάκρισης των δύο νομισμάτων. Αυξήθηκε η διάμετρος των ιστάμενων από 19/20 χιλιοστά σε 25/27 χιλιοστά. Για άλλη μία φορά όμως, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι επρόκειτο για μία υποτίμηση. Πραγματική υποτίμηση συνέβη στα χρόνια του Μιχαήλ Ε΄ και επί βασιλείας Κωνσταντίνου Θ΄, περίοδο κατά την οποία τα νομίσματα άγγιξαν τα 18 καράτια. Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), η περιεκτικότητα σε χρυσό του βυζαντινού χρυσού νομίσματος, συνέχισε να υφίσταται διαρκείς μειώσεις. Η υποχώρηση έφθασε στα 8 καράτια και μόνο με τη νομισματική ρύθμιση του Αλεξίου Α (1092), το χρυσό νόμισμα βελτιώθηκε, αποκτώντας περιεκτικότητα 20 1/2 καρατίων. Αυτά τα νέα νομίσματα, που απείχαν από τα χρυσά νομίσματα των 24 καρατίων, ήταν τα «υπέρπυρα». Το υπέρπυρον ή αλλιώς βυζάντιον (έτσι ονομαζόταν στη Δύση, besant), αποτέλεσε το πρότυπο του κατοπινού βενετικού χρυσού δουκάτου και, έμμεσα, το πρότυπο όλων των ευρωπαϊκών χρυσών νομισμάτων, παραμένοντας σε κυκλοφορία και μετά τα χρόνια, που ακολούθησαν την κατάρρευση της βυζαντινής πρωτεύουσας. Οι πηγές ομιλούν για υπέρπυρα στην Κρήτη και στα Επτάνησα του 16ου αιώνα. Αυτά σύντομα, σχετικά με την ποικιλία των χρυσών νομισμάτων κατά τον ρού της βυζαντινής Ιστορίας, όσον αφορά το όνομα και το βάρος τους, την περιεκτικότητά τους σε πολύτιμο μέταλλο. Όσον αφορά στις απεικονίσεις και στις επιγραφές τα πράγματα παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αν και η επιγραφική και η εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων δεν παρουσιάζει την ποικιλία και τη σημειολογία των αρχαίων νομισμάτων -σε αυτά αφθονούν οι μυθολογικές παραστάσεις, που επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες- , παρόλα αυτά παρατηρείται κάποια εξέλιξη, ανάλογα, κάθε φορά με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Η γλώσσα τω επιγραφών των πρώιμων βυζαντινών νομισμάτων είναι η γλώσσα της βυζαντινής διοίκησης, δηλαδή η λατινική. Μόλις τον 7(ο) αιώνα η επιγραφές εξελληνίζονται σταδιακά, μιας και η γλώσσα όφειλε να προσαρμοστεί στο όργανο επικοινωνίας της πλειονότητας των βυζαντινών. Παρά τον εξελληνισμό των νομισματικών επιγραφών, μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, απαντούν συχνά, αδιακρίτως, λατινικοί και ελληνικοί χαρακτήρες ακόμη και μέσα στην ίδια επιγραφή. Στους οπισθότυπους, στα πρώιμα νομίσματα, οι χαρακτήρες είναι μεγαλύτεροι σε μέγεθος συγκριτικά με τους χαρακτήρες που βρίσκονται στην εμπρόσθια όψη. Στην στερεότυπη επιγραφή των οπισθότυπων των σολδίων «VICTORI AAVCCC», το «U» διατηρεί την παλαιά του μορφή, δηλαδή ως εξής: «V». Η μορφή αυτού του χαρακτήρα παίρνει σταδιακά τη μορφή ενός μικρογράμματου ύψιλον σε μεγάλο μέγεθος, με μία προέκταση της αριστερής κάθετης κεραίας (ч). Μία συγκριτική εξέταση των λατινικών και ελληνικών χαρακτήρων οδηγεί στις εξής παρατηρήσεις: το «Α» και το «Β» είναι όμοια και στις δύο γλώσσες. Μόνο το «Β» διαφοροποιείται κάποιες φορές παίρνοντας τη μορφή ανάποδου «Β», με τους δακτυλίους στραμμένους προς τα αριστερά ή τη μορφή ενός μικρογράμματου λατινικού «μπ» (b). Οι υπόλοιποι χαρακτήρες διατηρούν τη μορφή που έχουν στη λατινική γλώσσα, με μερικά εναλλακτικά σχήματα, τα οποία συναντάμε σποραδικά. Στον ύστερο 7(ο) αιώνα, το «Ε» εκτείνει τη μεσαία κεραία του. Το «G» κατά κανόνα έχει τη μορφή του σεληνόσχημου «C» ή απλούστερα τη μορφή μίας κάθετης κεραίας. Με την κανονική του μορφή απαντάει στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού του B΄. Το «H» ή «h» απαντάει στα χρόνια του Ηρακλείου, ιδιαίτερα με τη δεύτερη μορφή. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει σύγχιση με το ελληνικό «ήτα». Το «L», ακόμη και όταν το συναντάμε σε λατινικές επιγραφές έχει συχνά την όψη του ελληνικού, κεφαλαιογράμματου «Λ» (HERACΛΙ CONSVΛΙ). Το «Μ» έχει τη μορφή μικρογράμματου λατινικού, ενώ άλλοτε συγχέεται με το «n» (InPER). Στα χρόνια του Αρτεμίου, το «R» έχει τη μορφή του ελληνικού ομόηχου γράμματος. Ως προς την τοποθέτηση και την κατεύθυνση των επιγραφών στην επιφάνεια του νομίσματος, αυτές συνέχισαν να αναγράφονται κυκλοτερώς για το διάστημα από τον 8(ο) μέχρι τον 11(ο) αιώνα και το μέγεθος της γραμματοσειράς παρέμεινε μικρό, ενώ κάτά τον 10(ο) και 11(ο) αιώνα έγινε αισθητά μικρότερο. Επιγραφές σημειώνονται σε στίχους, συνηθίζονται κυρίως στα αργυρά και στα χάλκινα νομίσματα. Επιγραφές σε στήλες βρίσκομε σε νομίσματα της Σικελίας στα χρόνια των Ισαύρων, η κυκλοφορία τους όμως διακόπηκε στις αρχές του 9ου αιώνα και επανατέθηκαν σε κυκλοφορία επί Κομνηνών. Από τον 7(ο) αιώνα και εξής, παρατηρείται μία τάση αντικατάστασης λατινικών χαρακτήρων από ελληνικούς. Δείγματος χάρη η αντικατάσταση των F, L, R από τα αντίστοιχα ελληνικα, Φ, Λ, Ρ. Περί τον 10(ο) και 11(ο) αιώνα συναντάμε ελληνικές επιγραφές με λατινικά γράμματα: NICA, CVRIE. Ακόμη και λέξεις γραμμένες με λατινικούς και ελληνικούς χαρακτήρες ταυτόχρονα: PATHR. Ενδεικτική είναι η επιγραφή που απαντάει σε σολδίο του Νικηφόρου: NICHFOP΄CE bASIL AЧGG’b’R’. Την ίδια επιγραφή συναντάμε και με την εξής μορφή: NIKH+OΡ’ ΚΑΙ RACIΛ’ΑVΓ’R’P’. Από τα υπόλοιπα γράμματα το «Ν», απαντάει και ως ανάποδο, «И». Είναι αξιοπρόσεχτη και η ποικιλομορφία που παρουσιάζει και το γράμμα «Τ». Αναγράφεται ως «Τ» και ως μικρογράμματο ελληνικό με την απόληξη της κάθετης κεραίας στραμμένης προς τα αριστερά. Ένας άλλος τύπος που συναντάμε σε νόμισμα του Λέοντος ΣΤ΄ θέλει την κάθετη κεραία του γράμματος σπαστή. Μόνο κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή οι ελληνικές επιγραφές καταφέρνουν να εκτοπίσουν τα λατινικά γράμματα, τόσο ηχητικά, όσο και μορφολογικά. Αυτή η αντικατάσταση είχε αρχίσει ήδη στα 1060. Ο χαρακτήρας των επιγραφών χαρακτηρίζεται από λακωνικότητα και από την ατελή, συντετμημένη μορφή των λέξεων, προφανώς προς εξοικονόμηση χώρου. Σε επίπεδο περιεχομένου, η επιγραφές επιστρατεύτηκαν για να εκφράσουν την αυτοκρατορική ιδεολογία του Βυζαντίου. Πρώτα πρώτα, στα πρώιμα νομίσματα ο αυτοκράτορας είναι Dominus, δηλαδή Άρχων, Κύριος και παντοτινός Αύγουστος, perpetuus Augustus. Κατόπιν, εφόσον έγινε κατανοητό ότι οι επιγραφές όφειλαν να γίνουν περισσότερο αποτελεσματικές, ο αυτοκράτορας έλαβε το προσωνύμιο «Δεσπότης» και τον τίτλο «Βασιλεύς». Ας εξετάσουμε όμως τις περιπτώσεις θεματικά. Λατινικές επιγραφές κοσμικού χαρακτήρα α. Ο τύπος «Dominus Noster (όνομα αυτοκράτορα) Perpetuus Augustus» (Κύριέ μας,…, Αιώνιε, Σεβαστέ) Αυτός ο χαρακτηρισμός αποδίδεται στους αυτοκράτορες του πρώιμου Βυζαντίου και αποτυπώνεται στα χρυσά νομίσματα. Αρχικά το «dominus» συνδέεται με την παραδοχή του αυτοκράτορα ως Θεού και έχει ως ελληνικό ισοδύναμο τον τίτλο «Δεσπότης». To “dominus noster” ακολουθεί το όνομα του αυτοκράτορα πότε σε πτώση ονομαστική και πότε σε δοτική. Στη δεύτερη περίπτωση, ίσως θα πρέπει να εννοηθεί ένα συνοδευτικό επιφώνημα, λόγου χάρη, “Vita et Victoria”, όπως συμβαίνει σε χάλκινο νόμισμα του Ιουστίνου του Β΄, στο οποίο διαβάζουμε και την επιγραφή: DN Ioustino et Sofie Ag, φράση που συμπληρώνεται στο έξεργο με τη λέξη “ Vita”. Το “perpetuus”, δηλ. «αιώνιος», χαρακτήριζε αρχικά τη διάρκεια μίας θέσης, ενός αξιώματος. Στη συνέχεια, κατά το β΄μισό του 5ου αιώνα εκτοπίζει το ύστερο ρωμαϊκό “pius felix” (ευσεβής και δίκαιος) και εισάγεται από τον Λέοντα τον Α΄ στις επιγραφές των νομισμάτων. Άλλλωστε, ο χαρακτηρισμός του αυτοκράτορα ως “perpetuus augustus” ήταν αρκετά διαδεδομένος τρόπος προσφώνησής του από τους υποτελείς. Ο τίτλος “augustus” απενεμήθη για πρώτη φορά το 27π.Χ. στον Οκταβιανό και τον συναντάμε έως και τον 7ο αιώνα. Αρχικά δε συνδέεται με την εξουσία. Στη συνέχεια, κατά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή, ο τίτλος και τα παρεπόμενά του εμφανίζονται σε έγγραφα και νομίσματα, μέχρι την οριστική εγκατάλειψή του επί της βασιλείας Ηρακλείου, και την αντικατάστασή του από το ελληνικό «βασιλεύς». Ο τύπος “dominus noster… perpetuus augustus” επιγράφεται σε χρυσά σολδία, κάποτε με μικρές παραλλαγές. Τυπική επιγραφή αυτού του μοτίβου είναι αυτή που διαβάζουμε σε σολδίο του Αναστασίου του Α΄: “DNANSTASIVSPPAUC”. Άλλοτε πάλι σημειώνεται και ένα δεύτερο όνομα πλάι στο όνομα του αυτοκράτορα. Πρόκειται για τον συναυτοκράτορα ή μελλοντικό διάδοχο: “D N IVSTIN E T IVSTINIAN PPAVC”. Εναλλακτικά, ο τύπος της συγκεκριμένης επιγραφής εντοπίζεται και με την εξής μορφή: “dd NN NERACLIUS ET HERA CONST PP AV”. Όπου διπλά όμοια γράμματα, δηλώνεται ο πληθυντικός, λόγου χάρη “domini, nostri…”. Από μία τελευταία παραλλαγή αυτής της επιγραφής εκπίπτει το “noster”. Σε νόμισμα του Τιβερίου Β΄ Κωνσταντίνου (578/82) διαβάζουμε την εξής επιγραφή: “dmTib CONSTANT PP AVI”. β. Ο τύπος “Victoria Augustorum” στον οπισθότυπο. (=Η Νίκη των Αυγούστων) Ο τύπος αυτός συναντάται σε οπισθότυπους νομισμάτων και συνήθως, συντετμημένος: “VICTORIA AAVCCC”. Σε αυτή τη μορφή το εντοπίζουμε σε σολδίο και σε σημίσιο. Το πλήρες ανάπτυγμα της επιγραφής το συναντάμε σε τριμήσιο. Άλλες επιγραφές με τις οποίες υποθέτω ότι συνδιαλέγεται το “ Victoria Augustorum” είναι το “ Gloria Romanorum” (από τα χρόνια του Ιουστίνου του Α΄) και το “Salus et Gloria Romanorum” (από χρυσό μετάλλιο του Ιουστινιανού του Α΄). Πέρα από την ηχητική ομοιότητα, πρόκειται επίσης για επιγραφές οπισθότυπων, στις οποίες έχουμε σχέση αιτίου και αιτιατού, δηλαδή, προηγείται, αφενός, η Νίκη των Αυγούστων ως προϋπόθεση για να επέλθει η Δόξα και η Σωτηρία των Ρωμαίων, ως αποτέλεσμα. Μία μικρή παραλλαγή, πιθανότατα, ενδεικτική της μεταβολής, όσον αφορά τη θέαση του αυτοκρατορικού ιδεώδους, συμβαίνει στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβερίου Β΄(578/82) και Μαυρικίου (582/602). Οι δύο αυτοί αυτοκράτορες χαράζουν στα νομίσματά τους το “Victoria”, όμως κρατούν τη Νίκη, ως προσωπικό επίτευγμα και όχι, ως συλλογική κατάκτηση, όλων των Αυγούστων. Έτσι διαβάζουμε σε νομίσματα των δύο «εγωκεντρικών» αυτοκρατόρων: “VICTORTI[B]ERIAUS” και “VICTORImAVRICIAVS”. γ. Consul (=ύπατος) Ο τίτλος αποδιδόταν στην ύστερη ρωμαϊκή εποχή και αποτελούσε μία εκ των υψηλοτέρων τιμών. Αποδιδόταν και στον αυτοκράτορα, αν και δεν συνεπαγόταν περαιτέρω πολιτική δύναμη. Η παρουσία του δεν έπαψε να υφίσταται και κατά τη βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία χρησιμοποιείται χωρίς ιδιαίτερη έκταση τον 7ο και 8ο αιώνα. Τον 9ο αιώνα εξαφανίστηκε οριστικά. Σε νομίσματα συναντάμε τον τύπο σε μία κοπή του Ηρακλείου (608/10), πριν την επίσημη ανάρρησή του στο θρόνο. Η επιγραφή που προέρχεται από χρυσό σολδίο είναι της μορφής: DNERACLI CONSVLI/VICTORIA CONSVLI. δ. Imperator (=Αυτοκράτωρ) Κατά την περίοδο της Ηγεμονίας, το “Imperator” ήταν ένα προσωνύμιο. Τον πρώτο αιώνα γίνεται προσφώνηση, η οποία προπορευόταν όλων των άλλων τίτλων. Στην Ανατολή, το “Imperator”, γίνεται εξαρχής αντιληπτό ως τίτλος και την ύστερη εποχή είναι χαρακτηρισμός του βασιλέως. Το συναντάμε σε χάλκινο νόμισμα του Φωκά: “dnFOCA InPERV”, αν και αυτή η αποτύπωση πρέπει να οφείλεται σε σφάλμα του νομισματοκοπείου και σε παρανόηση του τύπου “perpetuus”. Επίσης, ο τύπος απαντά και επί βασιλείας Μιχαήλ Γ΄(866/67): “+MIhAEL IMPERAT’”. Έκτοτε ο τύπος δεν συναντάται παρά με το ελληνικό ισοδύναμο «αυτοκράτωρ». Λατινικές επιγραφές με θεολογικό, θρησκευτικό περιεχόμενο Α. Servus Christi (=δούλος Χριστού) Στα τέλη του 7ου αιώνα από την πρώτη βασιλεία του Ιουστινιανού Β΄ (685/95), έχουμε μία επιγραφή από νόμισμα που φέρει την προτομή του Χριστού και τον τίτλο, “D Ioustinianus Servus Christi”. Αυτή η επιγραφή, που παρουσιάζει την αντίληψη της πραγματικής υποταγής στον αληθινό άρχοντα Χριστό, ήταν μία αντίδραση του Ιουστινιανού στην πράξη του χαλίφη ‘Abd Al−Maliq, ο οποίος χρησιμοποίησε τον τίτλο “Abdallah”, δηλαδή «υπηρέτης του Θεού». Μετά από αυτό, ο τύπος “Servus Christi” δε χρησιμοποιήθηκε ξανά. Δεν το συναντάμε στη δεύτερη βασιλεία του Ιουστινιανού και στους χρόνους άλλων αυτοκρατόρων . Από μία άλλη οπτική το “Servus Christi”, αποτελεί θα έλεγα ένα είδος προδρόμου της ελληνικότερης επιγραφής CVRIE BOHΘHTο Cο DOVLO. Είναι εύλογο πως τέτοιο τύποι, στήριζαν το θρησκευτικό βάθρο πάνω στο οποίο βασίστηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία. Παράλληλα, υπογραμμίζεται η σύνδεση του αυτοκράτορα με το Θεό και προάγεται ένα μοντέλο βάσει του οποίου ο εικονιζόμενος και αναγραφόμενος αυτοκράτορας υποτάσσεται στο Θεό, όπως κατ’ αναλογία υποτάσσεται ο υπήκοος στον αυτοκράτορα. Επίσης, από τον Ιουστινιανό Β΄ έχουμε και την επιγραφή “Multos Annos”, (για πολλά χρόνια), η οποία εκτοπίζει το “perpetuus”. Η καινούργια επιγραφή θυμίζει τις επευφημίες του πλήθους κατά τη διαδικασία της στέψης του αυτοκράτορα .


Comments

Copyright © 2024 UPDOCS Inc.