ΜΑ Ρ Ι ΟΣ Π Λ Ω Ρ 1 Τ Η ΣΟ πολιτικός Σαίξπηρ Η τραγωδία της εξουσίας ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΒΙΒΛΙΑ TOT ΜΑΡΙΟΤ ΠΛΩΡΙΤΗ Πρόσωπα τον νεώτερον δράματος (Γαλαξίας 1965, 5η έκδοση Γαλαξίας-Ερμειας 1982) Τα λοφία και οι παγίδες (Θεμέλιο 1966, 2η έκδοση 1967) Τα προσωπεία (Θεμέλιο 1967) Δυναστείες και δυνάστες (Θεμέλιο 1974) Μέγιστον Μ άθημα (Φυτράκης 1975) ΙΙολιτικά Β ' και Γ ' { Θεμέλιο 1980) Μτιρεχτ και Χίτλερ (Θεμέλιο 1984) Τέχνη, γλωσσά και εξουσία (Καστανιώτης 1989, 5η έκδοση 1997) Της σκηνής και της τέχνης (Καστανιώτης 1990, 3η έκδοση 2000) Νέα Πολιτικά Α 'κ α ι Β ' ( Καστανιώτης 1990) Μίμος και μίμοι (Καστανιώτης 1991, 2η έκδοση 1996) Έρως ελευθερίας και δημοκρατίας. A ' Ο αρχαίος κόσμος (Καστανιώτης 1992, 2η έκδοση 1993) Το Θέατρο στο Βυζάντιο (Καστανιώτης 1999) Μ ΕΤΑ ΦΡΑ ΣΕΙΣ Σ Ε ΒΙΒΛ ΙΑ Η. Fauconnier: Μαλαισία (Γλάρος 1943) R. Μ. Rilke: Γράμματα σ ’ ένα νέο ποιητή (Ίκαρος 1944, 12η έκδοση 2000) Β. Brecht: Ποιήματα (Θεμέλιο 1978, 2η έκδοση 1979) Μ ΕΤΑ ΦΡΑ ΣΕΙΣ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΣΕ ΒΙΒΛ ΙΑ W. Inge: Πικνίκ (Πεχλιβανιδης 1958) L. Pirandello: Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε - Η ηδονή της τιμιότητας (Γκόνης 1961) J. Anouilh: Αντιγόνη (Γκόνης 1962) Τ. Williams: Καλοκαίρι και καταχνιά - Τριαντάφυλλο στο στήθος - Λυσσασμένη Γάτα (Γκόνης 1962) Ρ. Claudel: Η Ιωάννα επί της πυράς (Φεστίβάλ Αθηνών 1964) U. Betti: Η βασίλισσα και οι επαναστάτες (Εταιρεία Σπουδών 1975) Rezvani: Καπιταίν Σελ, Καπιταίν Εσό (Θεμέλιο 1975) Β Brecht: Ο δάσκαλος - Η Εβραία (Δωδώνη 1977) Ε. O’Neill: Ο παγοπώλης έρχεται (Δωδώνη 1977) Ρ. Weiss: Η δολοφονία του Μαρά (Δωδώνη 1977) Β. Brecht: Ο καλός άνθρωπος τον Σετσουάν (Ιθάκη 1981) Η. Ibsen: Αρχιμάστορας Σόλνες (Δωδώνη 1983) L. Pirandello: Να ντύσουμε τους γυμνούς (Γνώση 1990) L. Pirandello: Έ τσι είναι, αν έτσι νομίζετε (Γνώση 1990) Τ. Williams: Γλυκό πουλί της νιότης (Δωδώνη 1990) Τ. Williams: Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι (Δωδώνη 1990) A. Aychboum: Ναν (Γνώση 1991) Α. Τσέχωφ: Ο γλάρος (Καστανιώτης 1993) A. Reynolds - Μ. Buffini: Τζόρνταν (Καστανιώτης 1994) A. Strindberg: Δανειστές (Καστανιώτης 1994) J. Cocteau: Μονόπρακτα (Δωδώνη 1994) L. Pirandello: Ό πω ς μ ε θέλεις —Ένας ηλίθιος (Δωδώνη 1995) J- Anouilh: Ευρυδίκη (Δωδώνη 1995) Η. Pinter: Προδοσία (Δωδώνη 1995) W. Gibson: Το θαύμα της Άννν Σάλλιβαν (Δωδώνη 1995) Α. Τσέχωφ: Ο βυσσινόκηπος (Καστανιώτης 1995) Η. Brenton - D. Hare: Πράβντα (Πόλις 1995) Τ. Williams: Καλοκαίρι και καταχνιά (Δωδώνη 1996) C. Goldoni: Υπηρέτης δύο αφεντάϊων (Καστανιώτης 1996) Τ. McNally: M aster Class (Καστανιώτης 1997) Τ. Williams: Αεωφορείον ο Πόθος (Καστανιώτης 1998) G. Feydeau: Κούκον... (Καστανιώτης 1999) R Taylor - ]. Bologna: Ήρθες και θα μείνεις! (Καστανιώτης 2000) Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ ............................................................................................................................. 11 Α. Η Ε Π Ο Χ Η Τ Ο Τ Φ Ο ΙΝ ΙΚ Α Κ ΑΙ Τ Ο Τ ΚΥΚΝ Ο Υ - Ο ΚΟΣΜΟΣ Κ Α Ι Η Α Γ Γ Λ ΙΑ Τ Ο Υ ΙΣ Τ ' ΑΙΩΝΑ 1. Η ΕΛΙΣΑΒΕΤΙΑΝΗ Α Γ Γ Λ ΙΑ ............................................................................................. 17 2. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ.................................................... 35 3. Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ: Ο ΣΑΙΞΠΗΡ ...................................................................... 59 Β . ΤΟ «Κ Υ Ρ ΙΑ Ρ Χ Ο ΘΕΜΑ» - ΤΟ ΠΑΘΟΣ Γ ΙΑ ΤΗΝ Ε Ξ Ο Υ Σ ΙΑ Κ Α Ι ΤΑ «Π Α Θ Η » ΤΗ Σ Ε Ξ Ο Υ Σ ΙΑ Σ 1. Ο ((ΚΑΝΩΝ» ΤΩΝ ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΩΝ Ε Ρ ΓΩ Ν .................................................................. 75 2. ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑΙΞΠΗΡ ................. 78 α. Τ ο αγγλικό ιστορικό δράμα ........................................................................................ 78 β. Η πολιτική των ιστορικών δραμάτων του Σ α ίξ π η ρ ........................................... 82 3. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ ................................. 97 Ρ ιχ ά ρδο ς Τ ' - Μ ά κ β ε θ ......................... ... . .......... 97 4. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΕΣ ................................................................................... 135 α. Ιούλιος Κ α ίσ α ρ α ς .. .............. .......... .... 135 β. Ά μ λ ετ ................................................................................................................................ 155 5. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ ((ΑΛΛΟΙ» ............................................................................................. 186 α. Ο Έ μ π ο ρ ο ς τ η ς Β ε ν ε τ ί α ς ............................................................................................... 189 β. Ο ϋ έ λ λ ο ς .................................................................................................................. 202 6. ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΛΑΓΝΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ........................................... 221 α. Τ ρ ω ίλ ο ς κ α ι Χ ρ υ σ ίδ α ....................................................................................................... 222 8 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ β. Με το ίδιο μ έτρ ο ................................................................................................................ 231 γ. Αντώνιος κ α ί Κ λεοπ άτρα ............................................................................................... 244 7. ΑΛΑΖΟΝΕΙΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ....................................................................................... 258 α. Βασιλιάς Λ η ρ .................................................................................................................... 259 β. Κοριολανός ........................................................................................................................ 279 8. ΤΟ «ΧΑΙΡΕ» ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ........................................................................................... 299 Η Τ ρ ικ ν μ ία ............ 299 9. Ο Λ Α Ο Σ.................................................................................................................................... 316 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α' Ο Σαίξπηρ, οι «Σαίξπηρ», το θέατρο και οι θεατρίνοι ......................................... 337 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β' Ο «κίτρινος δούλος» ................................................................................................ 355 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ ' Τρέλα και τύφλωση................................................................................................ 365 Β ΙΒΛ ΙΟ ΓΡΑ Φ ΙΑ .......................................................................................................................... 371 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 387 Στην Κάτια. «χαρά καί μύρο της ζωής... » Π Ρ Ο Α Ο Γ ΙΣ Μ Α Ο π ω ς το δηλώνει, ο τίτλος τ η ς, η μ ελ έτη αυτή εστιάζεται στην πολιτική πλευρά του σαιξπηρικού έργου. Και αποτολμά ένα τέτοιο εγχείρημα, επ ει δή η πλευρά αυτή είναι από τις λιγότερο σχολιασμένες μέσα στον ωκεανό τη ς σαιξπηρικής βιβλιογραφίας. Πράγμα περίεργο, αφού το πολιτικό πρό βλημα αποτελεί έναν από τους κύριους θεματικούς πόλους του μέγιστου Ε λ ι σαβετιανού, τόσο στα ιστορικά δράματά του όσο και στις τραγωδίες του. «Ψυχή τη ς εποχής» του, αλλά και κάθε εποχής, ο Σαίξπηρ δεν ήταν δυνατό να μην εγκύψει στο θέμα τ η ς εξουσίας, που βαθύτατα επηρεάζει (θετικά ή/και αρνητικά) τις τύχες και τις σκέψεις, τις πράξεις και τις σχέσεις λαών και ατόμων. Και συνακόλουθα, αποτελεί θέμα κατεξοχήν δραματικό. Σ την έρευνα αυτού του «δούλου και αφέντη» επιδόθηκε εξαντλητικά ο «μνριόνους» Στρατφορδιανός.* Τ ο Πρώτο μέρος αυτής τη ς μ ελέτη ς δίνει ένα περίγραμμα των πολιτικο κοινωνικών και πνευματικών επαναστάσεων που χαρακτηρίζουν τον ΙΣ Τ ' αιώνα και, ειδικότερα, την ελισαβετιανή Αγγλία, με έμφαση στην πολιτική ιδεολογία τη ς Αναγέννησης. Είναι αυτονόητο π ω ς, χωρίς γνώ ση των συνθη κών και των ιδεών εκείνων, δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί η αντιμετώ πιση του βιοτικού -πολιτικού φαινομένου από τον Σαίξπηρ. Η αντιμετώ πιση αυτή έχει διχάσει τους σχολιαστές του: πολλοί διατεί νονται π ω ς ο ποιητής ήταν υπέρμαχος τη ς απόλυτης μοναρχίας, τη ς ιεραρ χίας, τη ς τάξης, και «μισόδημος», εχθρός του λαού. Αντίθετα, άλλοι υπο- * Ο S. Τ . C oleridge τον αποκαλεί « o u r m y ria d m in d e d S h a k esp ea re» , παραθέτοντας και την ελληνική έκφραση, «ανήρ μνριόνους» — που, όπω ς λέει, « τ ψ δανείστηκε α πό κάποιαν ελ- λ ψ α μοναχό , ο οποίος αποκαλσύσ; έτσι έναν πατριάρχη τ η ς Καονσταντινουπολίις:·' (τον Φ ώ τιο, σί γουρα), B io g ra p h ia literaria (1820), κεφ. 15. 7 Ο 1 Ι 0 ΛΙ Τ Ι Κ0 Σ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ ΟΤ Σ Ι ΑΣ στηρίζουν π ω ς στάθηκε οξύς επικριτής τη ς εξουσίας - αναγκαίου κακού και πηγής πλείστων δεινών για χώρες και λαούς. Μ ε τη δεύτερη άποψη συντάσσεται ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου. Και επιχειρεί την αποδεικτική τη ς στο Δεύτερο μέρος τη ς μ ελ έτη ς, όπου ανα λύονται τα κυριότερα σαιξπηρικά έργα που ασχολούνται με αυτό το «κυρίαρ χο θέμα», όπως το ονομάζει ο ίδιος. Η ανάλυση αυτή γίνεται με παράθεση, κάθε φορά, δύο ή περισσότερων έργων του που στρέφονται γύρω στον ίδιο θεματικόν άξονα (δολοφονική αρχομανία, «ενάρετη» πολιτική δολοφονία, ε ξουσιαστική αλαζονεία, φυλετική αντίθεση κ.λπ .). Χ ω ριστό κεφάλαιο αφιερώνεται στην (τόσο αμφιλεγόμενη) στάση του ποιητή απέναντι στον λαό. Εξάλλου, στα Παραρτήματα, ερευνάται το πρόβλημα τη ς «ταυτότητας» του Σαίξπηρ, σε συνάρτηση με την πληθωρική παρουσία του θεάτρου και τη ς θεατρικής πράξης στο έργο του. Και τέλος, η στάση του απέναντι στο χρήμα και την τρέλα, πραγματική ή πλαστή. Ο Ι Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Ε ΙΣ Στη μελέτη αυτή χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις των: Αλέξανδρου Πάλλη: Ο Έμπορος της Βενετίας, Ερρίκος Τ, Α Μέρος (Ίκαρος) Βασίλη Ρώτα: Ριχάρδος Β\ Ερρίκος Δ', Β Μέρος, Ερρίκος Ε\ Με το ίδιο μέτρο, Τρούλος καιΧρνσίδα, Βασιλιάς ιίηρ, Μάκβεθ, Οθέλλος, Τίμιον ο Αθψαίος, Τρικυμία (Ίκαρος). Βασίλη Ρώτα - Βούλας Δαμιανάκου: Σονέτα, Ερρίκος ΣΤ', Βασιλάς Ιωάννης, Ιούλιος Καίσαρας, Τέλος καλό, ολα καλα (Ίκαρος). Κλ. Καρθαίου: Ριχάρδος Γ ' (huxρος). Μανώλη Σκουλούδη: Όπως σας αρέσει (Πυρσός). Μιχάλη Κακογιάννη: Άμλετ, Αντώνιος και Κλεοπάτρα, Κοριολανός (Καστανιώτης). Ε Υ Χ Α Ρ ΙΣ Τ Η Ρ ΙΟ Οι σχολιαστές του σαιξπηρικού έργου -εκείνοι που μπόρεσα να συμβουλευθώ- είναι οι (ακούσιοι) ((χορηγοί)) αυτής της μελετης, και τους ευγνωμονώ, είτε συμ μερίζομαι τις απόψεις τους είτε όχι. Όπως χρωστώ πολλές χάρες στους Έλληνες μεταφραστές του Σαίξπηρ, που με τόσο μόχθο έστησαν τις γέφυρες ανάμεσα στον ποιητή και στο ελληνικό κοινό. Ευχαριστώ από καρδιάς όσους συμβάλανε στην έκδοση αυτή, με διάφορους τρόπους. Προπάντων, τη Λένα Χολιάόου-Carasso, πολύτιμη συνεργάτισσα σε όλα τα στάδια της διαμόρφωσής της. Επίσης, την Anna Southall της Tate Gallery του Λονδίνου, τη Νάση Μαλαγαρδή, εντεταλμένη ερευνήτρια του Τμήματος Ελληνι κών, Ετρουτσκικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων του Μουσείου του Λούβρου, και τον Γιάννη Ρούσσο, προϊστάμενο της Πινακοθήκης του Δήμου Πειραιά. Ιδιαίτερες ευχαριστίες χρωστώ στον Θανάση Καστανιώτη που ανέλαβε την έκ δοση και στην Άννα Σταματοπούλου, καθώς και στην Αλέκα Πλακονούρη, στην Εύα Καλεύρα και στους συνεργάτες του ατελιέ των Εκδόσεων Καστανιώτη που ε- πιμελήθηκαν με τόση στοργή το βιβλίο. ΙΙορ τρ α ίτο τ ο ν Σ α ίξπ η ρ , π ο ν απ ο δίδ ετα ι στον Gerard Soest (1637-1681). Σ τράτφ ορντ, Σ υ λ λ ο ρ ) τον Shakespeare Birthday Trust. Η ΕΠ Ο ΧΗ ΤΟ Υ Φ Ο ΙΝ ΙΚ Α ΚΑΙ ΤΟ Υ ΚΥΚΝΟΥ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΓΛΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤ' ΑΙΩΝΑ Know this, that men are as the time is. (Να ξέρεις: οι άνθρωποι είναι ό,τι και η εποχή τονς.) {/Ίηρ, V, 3, 30) 1. Η Ε Λ Ι Σ Α Β Ε Τ Ι Α Ν Η Α Γ Γ Λ Ι Α 1 2υ τ ο δεύτερο μέρος του σαιξπηρικού Ερρίκον Δ\ ο ίδιος ο βασιλιάς λέει: Ω Θεέ! να διάβαζε κανείς της μοίρας το βιβλίο, να βλεπε το α ν α σ τά τω μ α της εποχής μ ας: να ισοπεδάινονται όρη κι οι ήπειροι -π ο υ απόκαμ αν να ’ναι πηχτή στεριά— να λιώνουν μες σ τ ψ θάλασσα! Κ ι άλλοτε, η ζώνη της αχτής του ωκεανόν να 'ναι πολύ φαρδιά για τους γοφούς τον Ποσειδώνα. Π ώ ς περγελάνε οι τύχες, κι οι μεταβολές γεμίζουν της αλλαγής τ ψ κούπα μ ε π ιοτά διάφορα! (Ill, 1, 4 5 -5 3 ) Α υτή η «κοσμολογική» εικόνα ζωγραφίζει παραστατικά το «αναστάτω μα» τη ς εποχής εκείνης - τις «επαναστάσεις» τη ς (revolutions), όπως λέει ο Σαίξπηρ: το «βουνό» του Μεσαίωνα «ισοπεδωνόταν», η ευρωπαϊκή « ή πειρος», «αποκαμωμένη» α π ’ την φεουδαρχική «π η χτή στερεότητα », « έ λειωνε» μέσα σ τη «θάλασσα» των νέων καιρών κι η «κούπα τη ς αλλαγής» γέμιζε με πλήθος ((ποτά», πρωτόγνωρα και μεθυστικά. Με τις ανακαλύψεις νέων, απέραντων χωρων, η Γ η μεγάλωνε απίθανα, αλλά και αίκραινε, αφού κάθε άκρη τη ς ήταν πια προσιτή χάρη στις νέες μ ε θόδους ναυσιπλοΐας. Οι αστρονόμοι, με τα νεόκοπα τηλεσκόπιά τους, απο κρυπτογραφούσαν τους ουρανούς - και ελαχιστοποιούσαν την Γ η που, από κ έ ντρο του Σύμπαντος, ((υποβιβαζόταν» σε κόκκο άμ,μου μέσα στους χ α λ α ζ ίες των άστρων. 1. Βλ. WILSON (1911), CH EYNEY (1914), LEE-ONIONS (1916), RALEIGH (1916), JUDGES (1930), BYRNE (1933 και 1934), HARRISON (1934 και 1949), CRAIG (1936), TILLYARD (1943), BINDOFF (1950), ROWSE (1959), REESE (1961), ANDERSON (1966), STONE (1967), R. W ELLS (1986), W E L L S SHARP (1980), PATTERSON (1989). ι8 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Οι άνθρωποι του καιρού εκείνου μπορούσαν να λένε ό,τι κι ο σαιξπηρικός Μ άντης: Σ το απέραντο της φύσης μυστικέ) βιβλίο, μ π ορώ να συλλαβίζω Χιγο. (Αντώνιος κ αι Κ λεοπάτρα, I, 2,9) Ή να καμαρώνουν, όπως ο Πίστολ, ο σύντροφος του Φάλσταφ: Ο κόσμος για μένα είν ένα στρείδι, που θα τ ’ ανοίξω εγώ με το σ π α θ ί μου. (Εύθυμες Κυράδες τον Ουίνζορ, II, 2,11) Οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές δομές ανατινάζο νταν. Ο φεουδαρχικός κόσμος, που βασιζόταν σ τη δύναμη των ευγενών -τ ω ν ((αρχόντων των όπλω ν»-, ψυχορραγούσε μέσα στις α σήκω τες σιδερένιες αρ ματω σιές του και μια καινούργια, ανερχόμενη δύναμη τον κήδευε άκλαυτο: οι αστοί, οι ((άρχοντες του χρυσού».2 Την αυθεντία και την οικουμενική κυριαρχία τ η ς Εκκλησίας -π νευ μ α τι κή, πολιτική, οικονομική- ερχόταν ν αντικαταστήσει η κυριαρχία των κατά τόπους κρατών και την θρησκευτική και πολιτική οικουμενικότητα ο εθνικι σ μ ό ς- με επικεφαλής τώρα τους μονάρχες. Ακραίο δείγμα ο σαιξπηρικός βα σιλιάς Ιωάννης, που ((τολμούσε» να λέει στον α π ε σ τ α λ μ έ ν ο τού Πάπα: Λεν μπορείς, καρδινάλιε, να τιροβάλεις όνομα πιο τιποτένιο, π ω ανάξιο κ αι γελοίο, για να με υποχρεώσεις ν' απ αντήσω , απ ό τον Π ά π α . (Β ασιλιάς Ιωάνντ/ς, III, 1,148) Κ ι αυτοί οι μονάρχες, με τη σειρά τους, αποδύονταν σε λυσσαλέο αντα γωνισμό για την επικράτηση τόσο στην ευρωπαϊκή ήπειρο όσο και στις πο λύφερνες χώρες των Νέων Κόσμων. Και παντού, στο εσωτερικό των κρατών, έπαιρνε όλο και μεγαλύτερη σ η μασία το άτομο, έτσι που ο ατομικισιώ ς (individualism) έγινε το κυριότερο χαρακτηριστικό τ η ς Αναγέννησης, οιστρηλατημένης πια όχι από δόγματα, 2. Β λ . στο Παράρτημα Β '( « 0 κίτρινος δούλος») τ η διεκτραγώδηση τ η ς φθοροποιού δύ ναμης του χρήματος α π ’ τον Σαίξπηρ, τους «προγόνους» του και τους επιγόνους του. Οι ιθαγενείς τον νησιού «Εσπανιόλα» υποδέχονται φιλόξενα τον Χριστόφορο Κολόμβο - χωρίς να υποψιάζονται τι τους περιμένει. Τυπικός εκπρόσωπος της νέας κοινωνικοοικονομικής ( και πολιτικής) δύναμης, των αστών εμπόρων: ο Γερμανός G eorg G isze, αντιπρόσωπός των εμπόρων της Χανσεατικής Ένοοσης ζΓερμανίας και γύρω χωρων) στψ Αγγλία, όπου τον ζωγράφισε ο H a n s H o lb ein , το 1532. Βερολίνο, Συλλογή K a iser F rie d reich . 20 0 ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ αλλά από την ((ανακάλυψη» και τα πνευματικά και καλλιτεχνικά πρότυπα του ελληνορωμαϊκοί'' πολιτισμού. Η Θεολογία -σπουδή του Θ εού- παραχωρεί τη θέση τη ς στον Ουμανι- σμό - σπουδή του ανθρώπου, η προσδοκία τη ς «Βασιλείας των Ουρανών» υ ποχωρεί μπρος στην επιδίωξη τη ς γήινης ευτυχίας, το απολιθωμένο δόγμα σαρώνεται α π ’ την αναζήτηση τη ς αλήθειας, η λογική ορθώνεται εναντίον των μεταφυσικών αξιωμάτων και η επιστημονική έρευνα εναντίον τη ς αφη- ρημένης λογικής. Η αντοΐ’ομία της συνείδησης, η ελευθερία σκέψής, έκφρασης, κρίσης, έρευνας στάθηκαν οι πλουσιότεροι καρποί του αιώνα, με πυξίδα το «Σ κέπ τομ αι, άρα υπάρχω» (aC ogito, ergo sum »)34και το «Να μ ψ παραδέχομαι π ο τέ τίποτα για αληθινό, αν δεν το ξέρω (εγ ώ ο ίδιος) ολοφάνερα αληθινό» του Descartes (Ne recevoir jamais aiicime chose pour m aie que je ne la connusse evidemment etre telle). Ο άνθρωπος τη ς Αναγέννησης ανακαλύπτει έναν καινούργιο ((θεό»: τον άνθρωπο, το λογικό τον ανθρώπου. Σ αυτόν και σ ’ αυτό στρέφεται τώρα όλος ο θαυμασμός του. Μπορούσε ν’ αναφοονήσει Ω, εξαίσιος νέος κόσμος ( brave new ivorld), που μ έσα του έχει τέτοιον λαό ό π ω ς η νεαρή, αθώα Μιράντα όταν πρωταντικρίζει τους αρχοντο-ναυαγούς, χωρίς να υποψιάζεται τι κρυβόταν κάτω α π ’ τις λαμπερές στολές τους (Τ ρι κυμία, V, 1, 183). Α λλά κι ο ((υποψιασμένος» Ά μ λ ετ δεν υστερεί: Τι κατασ κ εύ ασμ α είν ο άνθρωπος! Τι άρχοντας στο νου! Π όσο ανεξάντλητες οι δννατότητές του! Σ τ ψ όψη και την κίνηση τι τέλειος κι άξιος θαυμασμού! Σ τ η λειτουργία πόσο μοιάζει στους αγγέλους! Σ τ η νοημοσύνη πόσο μ ε Θεό! (II, 2, 300) 3. Είκοσι αιώνες νωρίτερα, ο ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ είχε π ει το ταυτόσημό - και βασικό για την ελληνική σκέψη: «Το y a p α ν τυ νοεϊν έ σ τ ί re κ α ί είναι» {« Η νόηση είναι το ίδιο π ράγ μ α με το Ε ίν αι - τ ψ ύπαρξη», Α ποσπ. 3). 4. D iscou rs de la m ethods, B ' Μέρος, 22. Η Ε Λ Ι Σ Α Β Ε Τ Ι Α Ν Η ΑΓ Γ ΛΙ Α Μόνο που εκείνος δεν αργεί να διαφωνήσει με τον εαυτό του και να πει π ω ς αυτό το «αριστούργημα».,, «δεν τον ενθουσιάζει». Λεν αργεί να ονομάσει αυτό τον «Θ εό» «πεμπτουσία τη ς σκόνης»! Εκφράζει έτσι τους κλονισμούς, τις αντιφάσεις, τις αμφιβολίες που, μαζί με την καινούργια «θεότητα », εγκα ταστάθηκαν στην ψυχή και στον νου των ανθρώπων τη ς Αναγέννησης. Α ποτέλεσμα, μια γενική κρίση όλων των πίστεατν - τ ό σ ο ανάλογη με την κρίση των ιδεολογιών τη ς εποχής μας. Ό λες οι π α λ ιές ((στέρεες αξίες» του παρελθόντος κλονίζονταν συθέμελα και εκεί όπου άλλοτε βασίλευε η ασά λευτη π ίστη, το «Π ιστεύω διά να εισσησω» («.Credo lit intelligamn), θρονιάζε ται τώρα η a /εφφολία, το « Τ ιξέροι;» («Que sais-je?») του Montaigne, το «Ε ρευ να!» ( « Cherche/») του Rabelais. Έ να ς απ τους κορυφαίους Ελισαβετιανούς ποιητές, ο John Donne, τρομαγμένος μπρος σ ’ αυτή την ((επιδρομή», ολο φυρόταν λίγο πριν α π’ τον θάνατο του Σαίξπηρ: « Κ αι η καινούργια φιλοσοφία μ άς καλεί ν ’ αμφιβάλλουμε γ ια όλα» («And new philosophy calls all in doubt»). Α λλά o Donne ήταν νοσταλγός των ((περασμένων καιρών», που τον τρόμα ζε η κατάρρευση των παλιών κάστρων, ένας από κείνους που τους αψηφούν οι καινούργιες πραγματικότητες/ 56 5. A n A n a to m y o f the W o r ld (1611), σ τ. 205 (W E L L S , 154-155). Α ντίθετα , άλλοι θεωρούν την αμφιβολία αφετηρία γνώ σ η ς. Ό π ω ς ο ΚΙΚΕΡΩΝ («Α μ φ ιβ ά λλο ντα ς φτάνουμε σ τ φ α λ ή θεια» - « D u b ita n d o ad v erita tem p e r v e n im u s » ), ο Ά γιος ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ (« Α μ φ φ ά λ λ ω , άμα υπάρχω » - « D u b ito , e rg o s u m » ) , ο DANTE ( « Η α μ φ ιβ ο λ ία δεν μ ’ ευφραίνει λιγότερο α π ’ τ η γ ν ώ σ η» - « N o n m e n c h e s a v er, d u b b ia r m ’ agga tcm , Κόλασί), X I, 93), α λλά και ο ίδιος ο Σ αίξπηρ ( « Η λίγη αμφιβολία. / λέγεται πυροφάνι του σοφσυ κ αι καθετήρας / π ο υ ιράχνει το καπό στον π ά τ ο » - « m o d est d o u b t is called / T h e beacon o f the w ise, the ten t that s e a r c h e s / T o t.h’ bottom o f the w orst»'. Τρωίλος κ αι Χρυσίδα, II, 2, 15). 6. Α υ τή τη ν καινούργια π ρα γμ ατικ ό τη τα περιγράφει γλαφυρά ο B erto lt BR EC H T στον Γαλιλαίο του: ((... Έ ν α ς πόθος μ ά ς πνίγει όλους: να μάθουμε χ ψ αιτία όλων των πραγμάτων', για τί πέφ τει το χαλάκι που ρίχνουμε, π ώ ς υψώνεται όταν το π ε τ ά μ ε στον αέρα... Ο κόσμος ολόκληρος λέει κ αι ξανα λέει: ναι, έτσι γράφουν τ α βιβλία, μ α τώ ρα π ά μ ε να δούμε εμείς οι ίδιοι. Κ ι έτσι, φυσάει υ π ό παντού ένας άνεμος π ο υ ανασηκώνει τ α χρυσοκέντητα (φορέματα των βασιλιάδων κ αι των επισκόπω ν και φαίνονται οι γ ά μ π ε ς τους, χοντρές η ξερακιανές, α λ λ ά όμοιες κι σ παράλλαχτες μ ε τις δικές μ α ς... Ε ί δαμε. π ω ς οι ουρανοί είναι άδειοι. Κ ι ένα τεράστιο, ανοιχτόκαρδο γέλιο α ντηχεί πέρα ω ς πέρα... Λ έ - γαν π ω ς τ ’ άστρα είναι καρφωμένα σε μ ια κρυστάλλινη σφαίρα γ ια να μ ψ πέσουν. Σ ή μ ε ρ α , ξεθαρ ρευτήκαμε και τ αφτμουμε να κινισύνται λεύτερα, χωρίς αντιστύλι, και ταξδεύουν σαν τ α καράβια μ α ς χωρίο σ τα μ α τ η μ ό !... Α π ’ τ η μ ια μέρα σ τ ψ ά λ λ η , το Σ υ μ π α ν έχασε το κέντρο του και, το πρ ω ί, να αμέτρητα ά λ λ α ! Έ τ σ ι π ου, σήμερα, ο καθ& ας μ πορ εί να είναι το κέντρο - ο καθένας και κανένας. Γ ια τ ί, ξαφνικά, υπάρχει τόπος άφθονος για όλους...» (Εικόνα 1 μετάφραση Μ . Π λω ρίτη ). 22 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Μ άθ η μ α στο Π αν επ ισ τή μ ιο τη ς Μ πολόνια. Μ ικρογραφία τ ου ΙΔ' αιώ να σ τ α ((Ηθικά Νικομάχεια» του Α ριστοτέλη . Κ α θ ώ ς το άτομο γινόταν το κέντρο του κόσμου, αναπότρεπτο ήταν να γ υ ρέψει τα δικαιώματα του μέσα στην πιο κοντινή του πραγματικότητα: το κράτος. Α ποτέλεσμα, οι εσωτερικές αντιφάσεις των εθνικών κρατών: το καινούρ γιο, ισχυρό κράτος, με την ακραία συγκέντρωση τη ς εξουσίας στα χέρια του μονάρχη, έφτανε μοιραία στην απολυταρχία και στον γραφειοκρατικό δεσπο- τιαμό - που, και τα δύο, ήταν αταίριαστα με τον ατομικισμό των ανθρώπων τη ς Αναγέννησης. Οι καινούργιες δυναμικές τάξεις αξίωναν όλο και πιο έ Η Ε Λ Ι Σ Α Β Ε Τ Ι Α Ν Η ΑΓΓ ΛΙ Α 23 ντονα τα δ ικ α ιώ μ α τ ά το ν ς . Τ α απελευθερωμένα πνεύματα απαιτούσαν όλο και μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης και κριτικής. Η εξουσία δεν είχε -κ α τά τη συ νήθειά τ η ς - παρά μιαν απάντηση και μιαν αντίδραση: την καταπίεση, τη λο γοκρισία, την απαγόρευση να συζητούν οι πολίτες τις υποθέσεις του κράτους. Η κριτική και η επίκριση τη ς εξουσίας χαρακτηρίζονταν ανταρσία και έσχα τη προδοσία. Και η διελκυστίνδα αυτή, η αντίθεση, η σύγκρουση πολίτη και κράτους, έκανε όλο και πιο οξύ, όλο και πιο τραχύ το πρόβλημα της εξουσίας, της τάξης, και των δικαιυομάτων των πολιτών. Πρόβλημα που θα οδηγήσει στις μεγάλες επαναστάσεις των επόμενων αιώνων. Ά λλω σ τε, οι κοινωνικές συγκρούσεις είχαν αρχίσει από τό τε κιόλας. Σ υ νηθίζουμε να θεωρούμε την Αναγέννηση σαν εποχή περίλαμπρης άνθησης. Η πραγματικότητα ήταν πολύ λιγότερο φωτεινή. Ο Ά γγλος ιστορικός Α. Morton χαρακτηρίζει τις αρχές του ΙΣΤ αιώνα «αληθινά καταραμένη εποχή» J Και πραγματικά, οι οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις, η συρροή πο λύτιμων μετάλλων, οι κερδοσκοπικές ταχυδακτυλουργίες κτλ. προκάλεσαν α νεξέλεγκτη ύψωση των τιμών και, ταυτόχρονα, π τώ σ η του μεροκάματου και ανεργία, συντριπτικές για τους αγρότες και τους εργάτες. Την ώρα που η φεουδαρχική ιδιοκτησία μετασχηματιζόταν σε ιδιοκτησία αστική, οι μικροί ελεύθεροι αγρότες καταντούσαν προλετάριοι. Την ώρα που οι αστοί άρχιζαν να σωρεύουν πλούτη, οι λαϊκές τάξεις έπεφταν σε φοβερή αθλιότητα. Η κα τάστασή τους ήταν τόσο τραγική, ώ σ τ ε δύο πρωθυπουργοί του Ερρίκου Η', ο ένας μετά τον άλλον - ο καρδινάλιος W olsey και ο Thomas More- καταγ γέλλανε απερίφραστα τη «συνωμασία των πλουσίων»,8 που «τρέφονται α π ’ τον ιδρώ τα κ αι τη δουλειά των άλλων, γδέρνοντας τους ω ς το κόκκαλο», κ α θ ώ ς έγρα φε ο δεύτερος στην Ο υτοπία του.789 Πολύ πιο κοντά στον Σαίξπηρ, το 1593, το ανώνυμο έργο Η ζωή και ο θά νατος τον Τ ζακ Σ τρόον (The Life and Death o f Jack Straw - αρχηγού τη ς ε ξ έ γερσης του 1381) όχι μονο οιαμαρτυρύταν π ω ς «οι πλούσιοι θριαμβεύουν βλέ ποντας τους φτωχούς να ζητιανεύουν σ τ ψ πόρτα τους», αλλά και καλούσε τους τελευταίους σε εξέγερση: 7. T h e E n g l i s h U topia (1952). 8. BIN D O FF (1967), σελ. 75. 9. Πρώτο Βψ λίο (σελ. 44 -7 8 ). Τριακόσια χρόνια αργότερα, η κατάσταση δεν ήταν κ α λύτερη και ο S H E L L E Y την περιέγραφε με την γ νω στή επιγραμματική φράση: «Ο ι πλού σιοι έγιναν πλουσιότεροι κ αι οι φτωχοί φτωχότεροι' κ αι το πλοίο τον κράτους παραδέρνει αναμεσα σ τ η Σ κ ύ λ λ α κ α ι τ η Χάρυβάη τ η ς αναρχίας κ αι τον δεσποτισμσύ» (A D e fe n c e o f P o e t r y , 1820). « Α λληγορία τη ς Ε υ ρ ώ π η ς» . Α π ό την ((Κοσμογραφία» το ν Sebastian M u n s te r, 1550. Η Ε Λ Ι Σ Α Β Ε Τ Ι Α Ν Η ΑΓΓ ΛΙ Α 25 Κ αι, δίκαια, ν α ρ π άξτε τ α σπαθιά, για να γλυτώ σετε α π ’ αυτή τη συφορά. (And rightly may yon follow Armes To rid you from these civil harmes.) Σ τις διαμαρτυρίες και τις οιμωγές των απόκληρων, οι κρατούντες αποκρί νονταν με νόμους άγρια καταπιεστικούς για τους διαμαρτυρόμενους, που δεν είχαν πια άλλη καταφυγή παρά τη ζητιανιά ή τη ληστεία, την απεργία ή την ανταρσία. Ο ΙΣ Τ ' αιώνας βρίθει από εξεγέρσεις των χωρικών - στην Ισπανία (1520), στη Γερμανία (με τον T h o m a s M u n tz er, 1524). στη Γαλλία (1 5 3 9 ),10 στην Ολλανδία (1 5 7 2 ), στην Α γγλία.1112Ό λες αυτές οι εξεγέρσεις τσακίστηκαν ανελέητα και πνίγηκαν στο αίμα χιλιάδων απελπισμένων. Βέβαιο όμως είναι π ω ς η «πάλη των τάξεων» έπαιρνε τον ΙΣ Τ ' αιώνα την σημερινή μορφή της: πάλη των εργαζόμενων κατά του μη παραγωγικού κεφαλαίου. 'Ε τσ ι, ο «μεγάλος εκείνος αιώνας» ήταν εποχή βίαιων ανατροπών, αντι φάσεων και αντιθέσεων - «αιώνας παν άκρων», όπως και ο δικός μας:1^ κα τακτήσεις καινούργιων κόσμων για το πνεύμα, τις επ ισ τή μ ες, το εμπόριο, αλλά και καταθλιπτική αθλιότητα για τις μεγάλες λαϊκές μάζες του παλαιού κόσμου και για τους «ιθαγενείς» των νέων ηπείρω ν άνοδος καινούργιων τά ξεων, αλλά και καινούργιες κοινωνικές ανισότητες- ((κοινωνία τη ς αφθονίας» για τους λίγους, αλλά και ((προλεταριοποίηση» για τους πολλούς- ελευθερία συνείδησης και σκέψης, αλλά και δεσποτισμός και αυταρχία- άκρατος έρω τας για την ανεξαρτησία, αλλά και άκρατη καταπίεση- μεγάλες προσδοκίες, αλλά και μεγάλες απογοητεύσεις- ένα αίσθημα σφριγηλής νιότης και υγείας, που το υπονόμευαν όμως παλιά και καινούργια έλκη - ιδεαλισμός, αλλά και κυνισμός- π ίσ τη στον άνθρωπο, αλλά και αμφιβολία για όλα, αρχίζοντας α πό τον άνθρωπο τον ίδιο. 10. Χαρακτηριστικό είναι το χωρίο από το R om an d e R on (1171), του Νορμανδού τρο βαδούρου W A C E, που αναφέρεται στην εξέγερση των χωρικων (Jacquerie) του 997: «Εχβρός μας είν’ ο αφέντης μας I ... Γ ια τ ί καθόμαστε και μας τρώνε; / Α π ό τ α νύχια τους ας λυτρωθούμε. Ά νθρωποί ’μ ασ τέ σαν κ ι αυτούς. / Μέλη έχουμε σαν κι αυτούς / Κομμάρες όλοι σαν κ ι αυτούς. / Π ο νάμε ίδια σαν κι αυτούς. / Κ αρδιά μ άς λείπει μοναχά. / Μ ’ όρκο μεγάλο ας ενωθούμε. / Ζωι/κ α ι βιος να περασπιστούμε.. / Κ ι όλοι μαζί να κρατηθούμε». Πρβλ. με τον μεγάλο μονόλογο του Σάυλοκ στον Έ μπορο της Β ενετίας (III, 1, 55). 11. Βλ. πιο κάτω , σελ. 29. 12. Κατά τον χαρακτηρισμό του E ric HOBSBAUM, Η εποχή των άκριαν. Ο σύντομος Ε ι κοστός Α ιώνας, μετάφραση Η. Β . Καπετανγιάννη, Θεμέλιο, 1997. 26 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ / / Ελισάβετ και η «Σφαίρα της πολπείας» της, προικισμένη με όλες τις αρετές. Σχέδιο της εποχής. Η Α γγλία, όπου έζησε κι έγραψε ο Σαίξπηρ, αποτελούσε χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των αντιθέσεων και κρίσεων. Η «εποχή τη ς μεγάλης Ε λισά βετ με τις υψηλές επιδιώ ξεις» -Ηthe spacious times o f great Elisabeth», όπως θα την ονομάσει, μετά τρεις αιώνες, ο Tennyson δεν ήταν διόλου εποχή μα καριότητας. Σίγουρα, η πολιτική τη ς «καλής Bess» - ο ((ελισαβετιανός συμβιβασμός» (((the elizabethan settlement» - «le compromis elisabethain»)- είχε εξασφα λίσει σ τη χώρα για αρκετά χρόνια σταθερότητα και ασφάλεια, σπάνιες τον καιρό εκείνο- είχε συμφιλιώσει τον θρόνο με τους υπηκόους του, είχε ανορθώ σει τα οικονομικά και είχε οργανώσει αποτελεσματική διοίκηση. Αν και από λυτη μοναρχία -που συγκέντρωνε στα χέρια τη ς όλη την πολιτική, στρατιω τική, οικονομική και θρησκευτική εΕουσία-, η βασιλεία των Τυδόρ, και ειδικά τη ς Ελισάβετ, δεν καταντούσε τυραννία: ήταν, όπως λένε οι Άγγλοι, ((απο λυταρχία με την λαϊκή συγκατάθεση» (absolutism by consent). Όσο αντιφα τικός κι αν φαίνεται αυτός ο χαρακτηρισμός, αποτελεί ωστόσο μιαν ιστορική αλήθεια. Οι Τυδόρ είχαν πετύχει μια -πρόσκαιρη- ισορροπία των τάξεων. Και η βασιλεία έπαιζε - τ ό τ ε - θετικό ρόλο στην καταστροφή των υπολειμ μάτων τη ς στρατιωτικής φεουδαρχίας, είχε καταλύσει την ανεξάρτητη δύ- 13. A Dream o f Fair Women, 7. Η Ε Λ Ι Σ Α Β Ε Τ Ι Α Ν Η ΑΓ Γ ΛΙ Α 27 Ο π ρ ω θ υπ ου ργός τ ο ν Ερ ρ ίκ ον Η ' καρδινάλιος W o lsey , π ο υ επινόησε τ ο δ όγ μα τ η ς ω σορροπιας τω ν δυνάμεω ν» — ό π ω ς τον νποδυθηκι ο H e rb e rt B eerbohm T ree στον σ αιξπηρικό «Ερρίκο Η '», τ ο 1900. Σ α τ ιρ ικ ό σχέδιο σ το περιοδικό «Vanity F a ir» . ναμη των «ευγενών» και τη ς Εκκλησίας και είχε δημιουργήσει τις κατάλ ληλες συνθήκες για την ανάπτυξη τη ς καπιταλιστικής οικονομίας. Από την άποψη αυτή, ο θρόνος αποτελούσε, τω καιρώ εκείνω, προοδευτικό στοιχείο - όπως προοδευτικό στοιχείο αποτελούσε-η αστική τάξη, που πάνω τη ς σ τ η ρίχτηκαν οι μονάρχες. Απαραίτητος όρος για την ευημερία τη ς χώρας, τη ς δυναστείας -κ α ι τη ς εμπορικής τάξης- ήταν η ειρήνη και η τάξη. Κ ι αυτήν είχαν κατορθώσει οι Γυδόρ να εξασφαλίσουν στη χώρα. Κ ι αυτήν την «βασιλική ειρήνη» (Queen’s peace) υμνούσαν οι ποιητές - την «ευλογία της γλνκοπρόσωπης Ειρήνης» («the smooth faced peace»), τη ς «στοργικής τροφοί5 στις τέχνες κ αι στον πλοίπο και στις χαρού/ιενες γέννες» («dear nurse o f arts, plenty and joyful births»). 4 Κ ι οι ύμνοι αυτοί -άφθονοι στα δράματα του Σ α ίξπ η ρ - θυμίζουν του Αριστοφάνη τα δο-14 14. Σαίξπηρ, Ριχάρδος Γ', V, 5, 132, Ερρίκος Ε', V, 2, 34. 28 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ξολόγια στην Ειρήνη, «την σ εμ ν ο τά τψ Θεάν», την «δέσποιναν χορών, δέσποι > 15 ναν γαιιων». Αλλά η εσωτερική ειρήνη μένει εύθραυστη όσο δεν υπάρχει και ειρήνη ε ξωτερική. Για να την εξασφαλίσει και για να επικρατήσει πάνω στους αντι πάλους της, η Αλβιών χάλκευε τα θεμέλια τη ς διεθνούς πολιτικής της. Α π ’ την εποχή κιόλας του Ερρίκου Η', στα μέσα του αιώνα, ο πρωθυπουργός του, καρδινάλιος Wolsey, είχε επινοήσει το περιβόητο πια δόγμα τη ς ((ισορροπίας των δυνάμεων» (b a la n c e o f power): «Π ρέπει να εμποδίζουμε, κάθε ευρωπαϊκό κράτος να γίνεται π άρα πολύ δυνατό, κ αι να ψροντζονμε να διατηρούμε δύο ομάδες κρατών περίπου ισοδύναμες, υποστηρίζοντας π ό τε τη μια ομάδα και πότε τ ψ άλλη» . 1 Το δόγμα αυτό αποτελεί, φυσικά, ((εξελιγμένη» εφαρμογή τού πολύ παλαιό- τερου και περιφημότερου «διαιρεί και βασίλευε», που -φα ίνετα ι- ήταν εφεύρη μα του Αλκιβιάδη: όταν εκείνος ο τόσο ((χαρισματικός» και τόσο αμφιλεγό μενος Αθηναίος πολιτικός πρόδωσε και τους συμπολίτες του και τους Σπαρ τιάτες αντιπάλους τους, βρήκε άσυλο στον Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη, με α ντάλλαγμα ((συμβουλές» εναντίον και των δύο Ελλήνων αντιμάχων. Σύσται- νε, προπάντων, στον Πέρση να μην ενισχύσει καμιά α π’ τις αντίπαλες πλευ ρές, αλλά ν αφήσει μοιρασμένες τις δυνάμεις τους, ώ σ τε όταν τον ενοχλεί η μια τους, να ξεσηκώνει την άλλη εναντίον τη ς και να τις αφήνει ν αφανίζο νται μεταξύ τους 7 Το δόγμα αυτό εφάρμοσε αργότερα και η ρωμαϊκή Σ ύ γκλητος («Divide lit imperes» ή «Divide et imperan ή «Divide ut regnes») και το έκανε έμβλημά του ο Λουδοβίκος ΙΛ τη ς Γαλλίας (1423-1483) στις διαμάχες του με τους ευγενείς. Οι Άγγλοι το ύψωσαν σε Πολικόν Αστέρα τη ς εξωτερι κής πολιτικής τους, μαζί μ.’ ένα άλλο, πασίγνωστο επίσης, αξίωμα: « Ο π ιο ε πηροβος εμπορικός αντίπαλες πρέπει να θεωρείται κ αι ο κυρτότερος πολιτικός εχθρός». Το κύρος του θρόνου και την λαϊκή επ ίν ευ σ η ήρθε να υψώσει κατακόρυ- φα η ((ηρωική εποχή» με τη συντριβή τη ς ισπανικής ((Ανίκητης Αρμάδας» (In v in c ib ile A rm a d a ) α π ' τον αγγλικό στόλο (1 5 8 8 ), που γέμισε τους Ά γ γλους εθνική υπερηφάνεια, αισιοδοξία, μεγάλες ελπίδες. 'Ε τσ ι που η Ε λισά βετ μπορούσε να σφραγίσει τον λεγόμενο ((χρυσό λόγο» τη ς (G o ld e n S p e e c h , 1601) λέγοντας: «Αν κ αι ο Θεός με ανέβασε ψηλά, εγώ τούτο λογαριάζω ω ς τη δό ξα του στέμ μ ατός μου: ότι βασίλεψα με τ ψ α γάπ η σας».1567 15. Ειρήνη, σ τ . 974. 16. MORTON (1968), σελ. 177-178. 17. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Η , 46-4. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Αλκιβιάδης, 25, 1. Βλ. και J. DE ROMILLY, Αλκιβιάδης, μετάφραση Μπ Αθανασίου - Κ. Μηλιαρέση, 1995, σελ. 154. Η Ε Λ Ι Σ Α Β Ε Τ Ι Α Ν Η ΑΓ Γ ΛΙ Α 29 Α λ λ ά κοα τό τε τα σύννεφα δεν έλειπαν - κάθε άλλο. Δύο επιδημίες χολέρας (1592, 1593) στοίχισαν 20.000 νεκρούς κι ανάγκασαν τα θέατρα να κλείσουν για δεκαοχτώ μήνες (απ’ τον Ιούνιο του 1592 ω ς το τέλος του 1593 ή το Μάιο του 1954). Α π ’ την άλλη, η οικονομική κρίση (1597) έκανε ακόμα πιο εξορ γιστικό το χάος ανάμεσα στον αστικό πλούτο και στην αθλιότητα των μαζών που είχαν καταστραφεί α π ’ την ανεργία και την κακή συγκομιδή. Η κατά στασή τους ήταν τόσο απελπιστική, ώ σ τ ε το Κοινοβούλιο ψήφισε τον πρώτο «Νόμο για τους φτωχούς» («Poor Law », 1598), προσπαθώντας να τους βοη θήσει, χωρίς τίποτα να γιατρέψει βέβαια. Συνακόλουθα, οι λαϊκές -προπά ντων, αγροτικές- εξεγέρσεις διαδέχονταν η μία την άλλη.1819 Α λλά και στις μεγάλες πόλεις η ζωή δεν ήταν λιγότερο τραχιά. Οι ξένοι που επισκέπτονταν τό τε το Λονδίνο, με τους 200.000 κατοίκους του, το ονό μαζαν ((άνθος όλο»; των πόλεων» (flower of cities all). Α λλά, όπως όλοι οι τουρίστες, δεν έβλεπαν παρά την επιφάνεια των πραγμάτων. Ο συγγραφέας ενός pamphlet στα μέσα του ΙΣ Τ αιώνα -Α γ γ λο ς αυτός, ο Robert C raw ley- δίνει μια εικόνα τη ς πρωτεύουσας ολότελα διαφορετική: ... IΙό/.η τη λένε, μα σ τ ’ αλήθεια, είναι ένας σωρός α π ό ανθρώπους που κυνηγάν το κέρδος... Κανένας όμως δε σκοτίζεται για το καλό του συνόλου... Α κ α τά σ τα τη κόλαση. θα μπορούσα να τ ψ π ω , όπου ο καθένας νοιάζεται για τον εαυτό τον, κ αι κανένας για τους άλλους όλους. 18. Από τις παλαιότερες λ α ϊκ ές εξεγέρσεις, οι πιο σημαντικές σημειώθηκαν το 1295 στην Ουαλλία, το 1381 -μ ε επικεφαλής τον W a t T yler, τον John B all και τον Jack Straw και το 1450 στο Κεντ - με αρχηγό τον Jack C ad e (βλ. διεξοδικά πιο κάτω, σελ. 87, 308, 318- 320). Τον Ι Σ Τ ' αιώνα, εξεγέρσεις έγιναν το 1549-1550 στο Ντέβον, στην Κορνουάλη, στο Νόρφολκ -με τον R obert K e t t- , στο Κεντ, και το 1591 με τον H acket. Αλλά τα πρωτεία σε ξεσηκωμούς είχε το Λονδίνο' ανάμεσα στο 1581 και το 1602, καταγράφονται τριάντα πέντε σοβαρές αναταραχές. Δεν αναφέρουμε, φυσικά, τις θρησκευτικές συγκρούσεις και τις εξε γέρσεις των ευγενών. Βλ. DOBSON (1970), HILTON (1973), SHARP (1980), CHARLESWORTH (1983), UNDERTOWN (1985), HIRST (1986), PATTERSON (1989), σελ. 33-56. 19. Σ ε K E T T L E (1964), σελ. 30. Δυο αιώνες αργότερα, ο S H E L L E Y θα χρησιμοποιήσει τη ν ίδια παρομοίωση: « Η κόλαση είναι μια πόλη όμοια πολύ μ ε το Λονδίνο / μια πόλη γ εμάτη κό- σμο και καταχί’ΐά» (« H ell is a city m uch like L o n d o n -/ a populou s an d sm oky city » ), P eter B ell the T h ird , 3o μέρος «H ell», 1. 3° Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο αγγλ/,κός στόλ ος καταν αυ μ αχ εί την ισπ ανική «Ανίκ'ητη Α ρμ άδα» σ τ η Μ άγχη, στις 2 1 .7.1588. Λ επ τ ο μ έρ εια α π ό ανώνυμο π ίν α κ α τ η ς εποχής. Λονδίνο, Ε θνικό Ν αυτικό Μ ουσείο. Παράλληλα, η «βασιλική ειρήνη» έδωσε τη θέση τη ς σε μια μακρόσυρ- τη σύγκρουση με την Ισπανία και η θριαμβευτική καταναυμάχηση τη ς Αρμάδας σ ’ έναν πόλεμο φθοράς χωρίς τέλος. Η πάντα ανυπότακτη Ιρλαν δία εξεγειρόταν πάλι (1598-1602). Οι «ευγενείς» -που, σαν τους εμιγκρέδες τη ς Γαλλικής Επανάστασης, «τίποτα δεν είχαν μάθει, τίποτα δεν είχαν ξε- χ ά σ ει» - συνωμοτούσαν κάθε τόσο γυρεύοντας τα «δικαιώματά» τους. Α κό μα σοβαρότερες ήταν οι θρησκευτικές διενέξεις, αφού οι Άγγλοι (μετά την Μεταρρύθμιση και εξαιτίας τη ς) είχαν χωριστεί σε ΙΙροτεστά ντες, Καθολι- Η Ε Λ Ι Σ Α Β Ε Τ Ι Α Ν Η ΑΓ Γ ΛΙ Α 31 Ε π ά ν ω μ εσ αιω νικό σχέδιο: ο «μ ελ α γ χ ρ λ ικ ό ς», ο σ κ ε π τ ικ ισ τ ή ς τ η ς επ οχ ής. Α ρ ισ τερ ά , π ίν α κ α ς νεαρού «δ α ν δ ή » α π ό τον Isaac O liver (1 5 9 0 ) , π ο ν θυμίζει τον Μ ελα γχ ολικ ό Ιά κ ω β ο το υ σαιξπηρικού «Όπως σας αρέσει». κούς και Πουριτανούς). Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και, προπάντων, ο Πάπας -π ου είχε αφορίσει την Ε λισάβετ το 1570- υποδαύλιζαν αυτές τις «έριδες», και συνο^μοσίες κατά τη ς ζωής τη ς εξυφαίνονταν ολοένα με την ευλογία του Βατικανού. Την ανησυχία που προκαλούσαν αυτές οι αναταραχές την επιδείνωνε το πρόβλημα τη ς διαδοχής τη ς άτεκνης Ελισάβετ. Κ ι επειδή, τον καιρό εκείνο, ειρήνη και πόλεμος, θρησκεία και οικονομία ήταν «υπόθεση των βασιλιά δων», οι Άγγλοι είχαν κάθε λόγο να φοβούνται π ω ς ο θάνατος τη ς Ελισάβετ θ ’ αποτελούσε το έναυσμα για έναν καινούργιο εμφύλιο πόλεμο - που η χ ώ ρα είχε αποκτήσει πικρότατη πείρα του α π ’ την εποχή του Πολέμου των Δύο Ρόδων. Η ανταρσία του κόμητα Έ σ σ ε ξ , που ναυάγησε τόσο αξιοθρήνητα, στάθηκε το αποκορύφωμα αυτής τη ς ανησυχίας και τη ς δυσπραγίας.211 20. Βλ. πιο κά τω , σελ. 182. 32 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ε κ τ έλ εσ η «α ιρ ετ ικ ά '» ε π ί β ασιλείας τη ς «καλή ς Μ πες» - ό π ω ς απ ο κ αλ ου ο αν τ ψ Ελιίσάβετ. Έ τ σ ι, το φάσμα του πολεμάν σ ' όλες τις μορφές του -α λλά , προπάντων, την εμφύλια- στοίχειωνε τη σκέψη των Ά γγλων. Κ ι οι συγγραφείς δεν έ παυαν να διεκτραγωδούν τις συμφορές που φέρνει -κ α θ ώ ς λέει ξανά και ξα νά ο Σ α ίξπ η ρ- ο «βλοσυρός»... «κακομισ?,τος πόλεμος» (u grim -visag’d w ar»... m il - abhored warn), «τον Άδϊ] ( ο ) γιος, πον τον Θεού η οργτ'ί ( τον) έκ αμ ε όργα νό της», το «ξεφρένιασμα της αδερφοσφαγύ/ς» (afurius... civil butchery»), η «α καταλόγιστη μανία» που, με την «κολασμένε/ οργή της», βάζει να σκοτώνονται «αδερφός μ ’ αδερφό, αίμ α μ ’ α ίμ α» » 21. Ερρίκος Α\ Α Μέρος, I, 1, 13 και V, 1, 16. Ριχάρδος Γ ', I, 1, 9 και II, 4, 55-65. Ερρίκος ΣΤ', Β 'Μ έρ ος, V , 2, 31 επ. Πρβλ. ΗΡΟΔΟΤΟ, Α, 87: «Ούδεί? οΰτω ά ν όη τος έ σ τ ι ο σ τις π ό λεμ ον πμυ ειρήνης α ίρ έ ε τ α β εν μ εν y a p τη οί π α ΐδ ε ς του? π α τ έ ρ α ς θ ά π τ ο ν σ ι, έν δε τ ψ οί π α τ έρ ες του ς 7ταίδ α ς » [«Κ ανείς δεν είναι έτσι άμυαλος π ον να θέλει πόλεμο αν τί ειρήνη1 όσο κρατά αυτή, τ α π αιδιά θάβουν τους π ατέρες τους, ενώ στον πόλεμο οι π ατερες τ α παιδιά τους», μετάφρα ση Δ . Ν. Μαρωνιτη, Γκοβόστη ς). Ν ωπή ήταν, ά λλω στε, σ τη μνήμη των Ά γγλω ν η φρι καλέα Νόγτα του Αγίου Βαρθολομαίου (24.8.15721. όπου οι Γάλλοι Καθολικοί κατασφάξανε χιλιάδες Ουγενότους (Διαμαρτυρόμενους) συμπατριώτες τους. Από το τραγικό εκείνο « επ ει σόδιο» αρύσθηκε ο Christopher MARLOWE το έργο του Η Σφαγή στο Παρίσι (T he M assacre at P a n s , 1592). Η Ε Λ Ι Σ Α Β Ε Τ Ι Α Ν Η ΑΓ Γ ΛΙ Α 33 Στον Ε ρρίκο ΣΤ' θα πει με το στόμα τη ς Jeanno d ’Arc: Μ ια σ τάλ α αίμ α m i της πατρίδας σου το στήθος θα ’π ρεπ ε να σε θλίβει πιο πολύ απ ό ποτάμ ια ξένο αίμα. (Α' Μέρος, III, 3, 54) Ενώ στον Ριχάρδο Γ 'ο ικ τ ίρ ει την εποχή των εμψυλιισν στιαραγμώ νλέγόντας: ... Η Αγγλία ήταν τρελή τόσον καιρό κ αι κ ατασ π άραζε η ίδια τον εαυτό της: τυψλιυμενοι έχυναν οι αδερφοί των αδερφό'vj τους το α ίμ α · ο πατέρας, τρελός απ ό το πάθος, εσ-κότωνε το γιο του, κι ο γιος αναγκάζονταν να γίνει τον π α τέρ α τον ο φονιάς. (V , 5, 23) Για να καταλήξει στο «διδακτικό» συμπέρασμα του Β ασιλιά Ιωάννη: Τούτη η Αγγλία π ο τέ ουτ έπ εσε, ούτε, πέφ τει σε περήφανα πόδια καταχτητή π αρά αν σηκώσει μόνον το χέρι κ α τα π ά ν ω στον εαυτό της. (V , 7, 112 118) Και. η ((διδαχή» τούτη του Σαίξπηρ θυμίζει, σχεδόν κατά λέξη, τον Π λά τωνα, που λέει στον Μενέξενο γ ια τους Αθηναίους: «Ανίκητοι είμ αστε, κ αι άλ λοτε κ αι τώ ρα, α π ’ τους εχθρούς μ α ς, αλλά εμείς οι ίδιοι εμάς τους ίδιους νικήσαμε, κ αι νικηθήκαμε" [((Α ή ττη τοι y a p 7τι κ α ι νυν υπό ye κείνω ν έσμεν, 'ημείς δε α υ τοί ημάς αυτούς κ αι ένικήσαμεν κ α ι ήττήθημεν» (2 4 3 c-d )]. Ακόμα παλιότερα, ο Θουκυδίδης είχε πει με το στόμα του Περικλή: «.Πε ρισσότερο φοβάμαι τα δικά μ ας λάθη π αρ ά τις προθέσεις των εχθρών μας» [«Μ άλ λον y a p πεφ όΒ ημ αι τ ά ς οικ είας ημώ ν α μ α ρ τ ία ς η τ ά ς τω ν εναντίον δια ν ο ία ς )) (Α , 144, 1)]. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλανε σ τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας ανησυχίας, απογοήτευσης και κυνισμού, που χαρακτηρίζει το τέλος τη ς ελι σαβετιανής εποχής. Κ ι αυτή είναι η αιτία τη ς περιβόητης «μελαγχολίας» -τ η ς 3 34 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ((ελισαβετιανής αρρώστιας» (((the Elisabethan M alad y»)- που τόσο λαμπρά την απεικόνισε η λογοτεχνία του καιρού εκείνου. 2 Ο ίδιος ο Σαίξπηρ δίνει πολλαπλές όψεις αυτής τη ς μελαγχολίας: ακαθόριστη με τον Αντώνιο του Ε μ πόρου της Βενετίας, ειρωνική και κυνική με τον Ιάκωβο τον Μελαγχολικό στο Ό π ω ς σας αρέσει (IV, 1, 15), αηδιασμένη και οργισμένη με τον Ά μ λ ετ (I, 2, 129, II, 2, 303 και 316), απελπισμένη με τον Μ άκβεθ, λίγο πριν α π ’ το τ έ λος του (V, 5, 19). 22. Λ ίγο πριν α π ’ τη ν εμφάνιση του Σ α ίξπ η ρ , ο T im o th y BRIGHT είχε γράψει μια Π ραγ μ α τεία για τη Μελαγχολία (A T reatise o f M elan choly, 1586). Κ αι μ ετά τον θάνατο του π οιη τή , ο θεολόγος R obert BURTON έγινε διάσημος με το δοκίμιό του Α νατομία της Με λαγχο/ύας {T he A n atom y o f M elan choly , 1621), σ χετικ ά με τ η βαρυθυμία των διανοουμένων, τω ν «έμψυχων βιβλιοθηκίυν» και των «περιπατούντων μουσείων». Κ α ι, φυσικά, ο ((τα π ά ντα ειπών» ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ Σ σε ένα από τ α «π ροβλήματά» του, το 306, ασχολείται με τ η μ ε λαγχολία, θέτοντας τη ν ερώ τηση : «Διατι π ά ν τ ε ς ό σ ο ι π ε ρ ιτ τ ο ί [εξαιρετικοί] γ εγ ό ν α σ ιν άν ό ρ ες η κ α τ ά φ ίλ οσ ο ώ ία ν η π ολ ιτικ ή ν η π οίη σ ιν η τ έχ ν α ς , φ α ίν ο ν τα ι μελαγχολικοι οντες» (βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛ Η , Μελαγχολία κ α ι ιδιοφυία, μετάφραση Α λ . Σιδέρη, Ά γρ α , 1999' και Π ε - λεγκρίνη, 1995). Β λ . για την ελισαβετιανή μελαγχολία: Β Α Β Β (1951), SCOTT (1962). 2. Η Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η ΙΔ Ε Ο Λ Ο Γ ΙΑ Τ Η Σ Α Ν Α Γ Ε Ν Ν Η Σ Η Σ 1 Μ κρατούσα πολιτική ιδεολογία τη ς Αναγέννησης -τεχνουργημένη, όπως και κάθε «επίσημη» ιδεολογία, στα μέτρα των κρατούντων, για να εξυπη ρετεί τους σκοπούς το υ ς- είχε κληρονομήσει α π’ τον Μεσαίωνα μια βασική κοσμοθεώρηση, που κι εκείνος την είχε παραλάβει από την ελληνική φιλο σοφία: Πρώτος ο Πυθαγόρας «ώιώμασε τ η ν τ ω ν ό λ ω ν τ τ ε ρ ω χ η ν κ ό σ μ ο ν , ε κ τ ή ς έ ν α ύ τ ω τ ά ξ ε ω ς ». Και τον ακολούθησαν πλείστοι άλλοι, ω ς τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους διαδόχους τους. «Κόσμος» ήταν το «αρμονικόν όλον», το Σόμπαν, που χαρακτηρίζεται από ενότητα, τάξη, ιεραρχία. (Ά λ λ ω σ τε, η λέξη «κόσμος» δεν σήμαινε μόνο «τάξη, ευταξία, ευκοσμία», αλλά και «ευ- πείθεια, πειθαρχία» και, ακόμα, «στολίδι, στολισμός».) Γην κοσμοθεωρία αυτήν «εκχριστιάνισαν» οι θεολόγοι-πολιτειολόγοι του Μεσαίωνα, υποστηρίζοντας π ω ς τα πάντα είναι ρυθμισμένα α π ’ τον Θεό με σοφία και τάξη και οι πάντες είναι τοποθετημένοι, ιεραρχικά και ιδανικά, στην πρέπουσα θέση.'1 Ο κορυφαίος θεολόγος Θ ωμάς Ακινάτης (1224/5 1274) εξηγούσε: Ό π ω ς το Σόμπαν το κυβερνά μια Θεία Πρόνοια, έτσι και τους διάφορους βαθμούς τη ς ανθρώπινης κοινωνίας πρέπει να κυβερνά η λο γική του ανθρώπου. Και λογική σημαίνει τάξη, κατάταξη, ιεραρχία.'1234 1. Β λ . C4.RLYLE (1908), A LLEN (1928), LIN DABURY (1930), TILLYARD (1943), ARM STRONG (1946), BRADFORD (1951), MESNARD (1951), C A M P B EL L (1957), K 4N TO RO - W IC Z (1957), R E E S E (1961), T A L B E R T (1962), G R EE N L EA F (1964), K E T T L E (1964), E t u des A n gitises (1964), NORDON (1966), K EETO N (1967), BEVINGTON (1968), V ITOUX (1968), P4.RKES (1970), ORGEL (1975), SKINNER (1978), K R ISTELER (1979), W E L L S (1986), PAT TERSON (1989), B LA C K (1992). 2. 11ΛΟΤΤΑΡΧΟΥ, Η θ ικ ά , 886 B. 3. To αισιόδοξο δόγμα π ω ς ((ο κόσμος μας είναι ο καλύτερος που μπορεί να γίνει» θα σατιρίσει απολαυστικά ο ΒΟΛΤΛ1ΡΟΣ σ το εξυπνότερο ίσως έργο του, στον φιλοσοφικό μύ θο Ο ΑγαθσιΛης (C an dide, 1759). 4. D e regno (1266), σελ. 53-54, W E L L S (1986), σ ελ. 36. Η «Μεγάλη Αλυσίδα των Όντων». Η παραδοσιακή απεικόνιση του κόσμον σαν αλυσίδα , που ξεκινούσε α π ’ τον Θεό και έφτανε ιεραρχικά έως τα απειροελάχιστα όντα. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣ ΗΣ 37 Τον «κόσμο» αυτό τον εικυνιζαν μεταφορικά με την παράσταση που ονό μαζαν ((Μεγάλη Αλυσίδα των Ό ντων» (Great Chain of Being): μια αλυσίδα ελικοειδής, που ξεκινούσε α π ’ τα προσπόδια του θεϊκού θρόνου και κατέβαι νε κλιμακωτά στους αγγέλους, στα στοιχεία τη ς φύσης, στον άνθρωπο, στα ζώα, στα φυτά, στα μέταλλα, ω ς τα απειροελάχιστα άψυχα. Μ έσα σ ’ αυτό το περίφραγμα, τα έμψυχα και λογικά άτομα έχουν τη δυνατότητα να βελ τιωθούν ή, αντίθετα, να εκφυλιστούν.5 Α υτή την αντίληψη υιοθέτησαν οι περισσότεροι στοχαστές τη ς Αναγέν νησης - και ειδικά τη ς Α γγλίας, όπως ο Sir Thom as Elyot, στον πολυδια- βασμένο, τότε, Κυβερνήτη του (A B o k e [book] N am edT he Governor, 1531), μια πραγματεία για την παιδεία, την πολιτική και τις αρχές που πρέπει να οδη γούν τους κυβερνώντες. Ακόμα πιο ρητοί ήταν οι διδακτικοί λόγοι που γρά φονταν από κυβερνητικούς υπαλλήλους, διαβάζονταν στις εκκλησίες και ο νομάζονταν «Ο μιλίες» (με την ίδια ελληνική λέξη, «H om ilies»).67Μία α π ’ αυτές, που έχει τον εύγλω ττο τίτλο Ομιλία περί νπακοής (1547), κηρύττει: «Ό Παντοδύναμο? Θεό? έπ λ α σ ε κ α ι έτο π ο θ έτη σ ε π ά ν τ α τ ά αντικείμενα, ουοανου, γης κ α ι ύδάτω ν, εις την ά ρ ίσ τη ν δυνατήν θ έσ ιν... ’Em τής γης, εδωσε την άρμ όζου σ αν θέσιν εις τους β α σ ιλ είς, τους π ρ ίγ κ ιπ α ς κ α ι ετέρους κυβερνήτας, οιτινες ΐσ τ α ν τ α ι κό,τωθεν αυτώ ν, κ α τ α δ ικ α ία ν κ αι ά ν α γ κ α ία ν σ ειρά ν κ α ι τ ά ξ ιν » .' Μισόν αιώνα αργότερα, ο σαιξπηρικός Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπέρυ (που υποστήριξε την εκστρατεία του Ερρίκου Ε ' κατά τη ς Γαλλίας, για να προστατεύσει την εκκλησιαστική περιουσία) υμνεί την ιεραρχία, επικαλού μενος το παράδειγμα του βασιλείου των μελισσών: Γ ι αυτό ’χει ο Π λάσ τη ς διαμοιράσει τ ψ (ινΟρο'ιπινη την πολιτεία σε λειτουργίες ξεχωριστές, με α κ ατάπ αν στη ττροσπάθεια, που έχει τέρμα, σκοπό τ ψ ιεραρχία: έτσι είναι κι οι μέλισσες, π λ άσμ ατα που μ ε νόμο φυσικό διδάσκουν 5. TILLYARD (1944), σελ. 19 επ ., R EESE (1961), σελ. 33 επ ., W E LL S (1986), σελ 5, 36-39. 6. Βλ. Certain serm on s... (1547), A n H om ilie against D isobedien ce (1570), GRIFFITHS (1859), HART (1934), TILLYARD (1944), σελ. 26 ε π ., R EESE (1961), σελ. 37 επ ., ARMSTRONG (1972), σελ. 11 επ . 7. Βλ. R E ES E (1961), σ ελ 37-38. 38 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ τ ψ τάξη σε μια κοινωνία. Έχουν κι αυτές κ αι βασιλιά κι αξιχο/υατσόχονς με βαθμούς... (.Ερρίκος Ε\ I, 2, 183) Πολύ πιο διεξοδικά και ρητορικά θα διατυπώσει αυτή τη θεωρία ο Οδυσ- σέας στο Τρωίλος και Χρυσίδα. Παρομοιάζοντας κι αυτός την επίγεια τάξη με την ουράνια, διεκτραγωδεί τις «συμφορές» που προκαλεί κάθε ανατροπή αυ τή ς τη ς τάξης και τη ς ιεραρχίας: ... Ω, όταν κλονίζεται η ιεραρχία, η σ κάλ α για όλους τους σκοπούς τους υψηλούς, τότε η δουλειά δεν π ά ει καλά! Π ώ ς οι κοινότητες, η τάξη σ τ α σχολεία, οι αδερφότητες στις πόλεις, το εμπόριό, που ενώνει ειρηνικά τ α ξέχωρα ακρογιάλια, τ α πρω τοτόκια κι οι υποχρέωσες στη γενιά, προνόμιο, ηλικίας, δοψΌ jv, στεμμάτων, σκήπτρων, π ώ ς δίχως ιεραρχία μπορούνε να σταθούν στη θέση που τους π ρέπ ει; Μόνο ξεχορδίστε τ ψ ιεραρχία, βγάλτε τη, κι ακούστε τι παραφωνία ακολονθάει! Ό λα συγκρούονται με αμάχη: τα περίφραγμα νερά θα σήκωναν τα βάθη τους ψηλότερα απ ό τις αχτές και θα ’καναν τη στέρεη τούτη σφαίρα λιώμα' η δύναμη θα σκλάβατνε τ ψ ανΐ]μπόρια κι ο γιος θα σκότωνε άγρια, τον γονιό του χάμω ■ η βία θα χε δίκιο ή, μάλλον, δίκιο κι άδικο — που η δικαιοσίηυ/ είν’ όλο ανάμ εσα στ ατέλειω τα μαΜ οματά τους —θα χαναν τ α στόματά τους, κι η δικαιοσύνη; το ίδιο. Τόπε κάθε τι ντύνεται μ ’ εξουσία, η εξουσία με θέληση κι η θέληση με πόθο· ο πόθος, ο παγκόσμιος λύνκος, με τη διπλή βοήθεια εξουσίας κ αι θέλησης, κάνει ταγή τον κ α τ ’ ανάγκη όλσν τον κόσμον, ώ σπ ου να φάει τέλος κ αι τσν εαυτό του. ( ...) Έ τσι, όποιος παραμέλησε τ ψ ιεραρχία, κόινει ένα βήμ α πίσω , αντί να σκαρφαλώσει. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣΗΣ 39 Ο στρατηγός περιφρσνιεται α π ’ τον αμ έσω ς κατώ τερό τ ο ν αυτός απ ό τον π αρ ακ άτω κ αι τούτος πάλι α π ’ τον κ α τό π ιν κι ετσώ ά, σκαλί-σκαλί η αρρώ στια, κάνοντας αρχή απ ό τον π ρ ώ το πον διψάει γι ανώ τερος, γίνεται πυρετός της ζήλιας. μ ε ανταγωνισμό χλωμόν κι αναιμικόν... (I, 3, 85, 101) Πρωτοκύτταρο του λόγου τούτου είναι το «κατσάδιασμα» (συνοδεία ξυ λοκοπήματος) που επιδαψιλεύει ο ομηρικός Οδυσσέας στους εξεγερμένους στρα τιώ τες των Αχαιών: Όλοι οι Αχαιοί μαθές θα κάνουνε τους αφεντάδες τώ ρα; το πολνβασιλίκι είναι άσκημο! Έ νας ας είναι ο αφέντης, ένας ο ρήγας, σ' όποιαν έδω κε τον ποιφροί: Κρόνον ο γιος ραβδί κ αι νόμους, πάνω τους σ α βασιλιάς να ορίζει.6 Αυτό το περιβόητο «ούκ ά γ α θ ό ν π ο λ υ κ ο φ α ν α γ εις κοίρανο? έσ τ ω / eis β α σιλεύ?)) απλώνει και {(πλουτίζει» ο σαιξπηρικός βασιλιάς τη ς Ιθάκης, μιλώ ντας φυσικά και pro domo sua. Έναν μύθο-παραβολή θα επιστρατεύσει κι ο άλλος πανούργος, ο πατρί κιος Μενένιος Αγρίππας, για να μερέψει τους εξεγερμένους Ρωμαίους πο λίτες: την παραβολή όπου η κοιλιά παρομοιάζεται με τους πατρίκιους-συ γκλητικούς, που ταΐζουν και στηρίζουν τα «αχάριστα» μέλη του σώματος, τους πληβείους (Κοριολανός, I, 1, 94 ε π .).!ι Σ τ η ν κορυφή, λοιπόν, του ανθρούπινου τμήματος τη ς «αλυσίδας» στεκόταν -κ α τά τους αλυσιδολόγους- ο ηγεμόνας, ο μονάρχης, αντιβασιλιάς και εκ πρόσωπος του Θεού επί τη ς Γ η ς ,8910 αφού η μοναρχία καθρέφτιζε την θεόθεν ρυθμισμένη παγκόσμια ιεραρχία. 8. Ιλιάς, Β, 204, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη - I. Θ. Κακριδή. 9. Βλ. πιο κάτω , σελ. 284. 10. «Ελέω Θεού βασιλεύς», ((Rex Dei Gratia)). Ά λλωστε, η λέξη regnum = βασιλεία ε τυμολογείται από το recte regere = ορθώς κυβερνάν Ακόμα και πριν ενάμιση αιώνα, ο πρώ τος μονάρχης στη χώρα μας αυτοονομαζόταν «Όθων ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος». 4° Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Α υτή την ((θεϊκή)) καταβολή τη ς βασιλικής εξουσίας κηρύττει ο λειτουρ γός του Γψίστου επίσκοπος του Καρλάυλ στον σαιξπηρικό Ριχάρδο Β'\ (Ο βασιλιάς αποτνπώ νει τ ψ ...) εικόνα τον μεγαλείου του Θεού, τον στρατηγό, επ ιστάτη , απόστολο εκλεχνόν, χρισμόνον, εστεμ,μενον... (IV , 1, 1 2 5 )1112 Και ο Ριχάρδος αυτοπροσώπως: Ούτε όλο το νερό της άγριας πικροθάλασσας δεν ξεπλύνει το χρίσμα μυρωμένου βασιλιά' πνοή κοινού θνητού δεν ξεθρονυάζει αυτόν που τον εδιάλεξε αντιπρόσω πό τον ο Κύριος. (III, 2, 61) (Α ίμο αργότερα, ωστόσο, το χρίσμα και το μύρο του «ξεπλένονται», και κοινοί θνητοί εκθρονίζουν και σκοτώνουν τον ((εκλεκτό του Θεού».) Η αντίληψη αυτή τη ς απόλυτης και αδιαμφισβήτητης εξουσίας του η γ ε μόνα δεν ήταν, βέβαια, καινούργια. Την είχαν επινοήσει οι Ρωμαίοι νομικοί τη ς Αυτοκρατορίας, ο Γάιος («αί ά π ο ώ ά σ εις τω ν α υ τ ο κ ρ α τ ό ρ ω ν ι.χουν ίσχυν νόμου») και ο Ουλπιανός (« ο ,τ ι ά ρ εσ ει εις τον α ύ τ ο κ ρ ά τ ο ρ α - ό,τι εκείνος δια τ ά ζ ει- νόμου ε χ ε ι ίσχυν» - «quod principi plaquit legis habet vigorem»). Κ ι αυ τήν υιοθέτησε η ιουστινιάνεια νομοθεσία (Ε ισηγήσεις, Π αν δέκ τα ι, Ν εαραί). Κ ι αυτήν διατυμπάνιζαν οι κήρυκες τη ς απόλυτης μοναρχίας, όπως ο John Tyndale, που έγραφε στις αρχές του αιώνα: «Ο βασιλεύς, εν τω κόσμια τοντω , είναι άνεν νόμοι>(πάνω α π’ τον νόμο ) κ α ι δύναται. κ α τ ά τ ψ επιθυμίαν τον, να π ρ ά ττει δικαίω ς ή αδίκω ς κ αι δεν δίδει λόγον ειμή μόνον εις τον θ εό)’» } 2 Τα ίδια 11. Πρβλ. Παλαιά Διαθήκη, Π αοοιμίαι, Η, 15-16: «ΔΓ έμοΰ β α σ ιλ είς β α σ ιλ εύ ο υ σ α / κ α ί οι δ υ ν ά σ τ α ι γ ρ ά ώ ο ν σ ι δικαιοσύνη ν' δι έμοΰ μ εγ ισ τ ά ν ες μ εγ α λ ύ ν ο ν τ α ι, κ α ι τ ύρα ν ν οι δι έμου κ ρ α τ ο ν σ ι τη ς γη ς». Το λαμπρό αυτό δόγμα δεν εξαφανίστηκε, ά λ λω στε, ούτε στην τόσο λί γο «θρησκευτική» επ ο χ ή μας. Μόνο που η «Θ εία Πρόνοια» αντικαταστάθηκε με το «ύψι στο συμφέρον του Έ θνους», τη ((raison d ’E tat». Και στο όνομα αυτής τ η ς «σωτηρίας τη ς Πατρίδος» -π ο υ , κατά περίεργη ((σύμπτω ση», ταυτίζεται με τα συμφέροντα των κρατού ντω ν- θυσιάζονται και οι «υπήκοοι» και η πατρίδα η ίδια. 12. O bedience o f a Christian M an (1528), REESE (1961), σελ. 193. Σ τα νεότερα βασιλευό- μενα πολιτεύματα, το «ανεύθυνον» (πολιτικό, ποινικό, αστικό) του βασιλιά στηρίχτηκε στο Η ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣ ΗΣ 4« Α π ο θ έω σ η τη ς «ελέω Θεού μοναρχίας»: Η Ε λ ισ ά β ετ σε θριαμβευτική άμαξα, μ ε οδηγό κ α ι σ α λ π ιγ κ τή τη φ τερω τή φήμη. Λονδίνο, Β ρ εταν ικ ό Μ ουσείο. διαλαλούσαν και οι ομόφρονές του στην ηπειρωτική Ευρώπη, με προεξάρχο. ντα τον Jean Bodin, που το ονομαστό βιβλίο του Six Livres de la Republique (1576) μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1606. Την πιο ακραία διατύπωση του δόγματος τη ς «ελέω Θεού» απόλυτης μοναρχίας την πρόσφερε, το 1609, ο ίδιος ο βασιλιάς Ιάκωβος Α', ο διάδοχος τη ς Ελισάβετ: « Ή μ ο ν α ρ χ ί α ε ίν α ι τ ο υ ψ η λ ό τ α τ ο υ τ ω ν έ π ι γ η ς π ρ α γ μ ά τ ω ν . Α ικ α ίω ς ο ί β α σ ιλ ε ίς ά τ τ ε κ λ ή θ η σ α ν Θ ε ο ί... δ ε δ ο μ έ ν ο υ υ τ ι ά σ κ ο ΰ ν έτη γ η ς ε ξ ο υ σ ία ν τ τ ρ ο σ ο - μ ο ι ά ζ ο υ σ α ν π ρ ο ς τ η ν θ ε ί α ν τ ο ι α ύ τ η ν . . . ( " Ο π ω ς 6 Θ εό ?! ο ύ τ ω κ α ι ό β α σ ι λ ε ύ ς δ ια θ ε τ ε ι δ ύ ν α μ ιν Α π ε ρ ιό ρ ισ τ ο ν ... Ή μ ο ίρ α τ ω ν υ π η κ ό ω ν τ ο ν ε ξ α ρ τ ά τ α ι εκ τ ή ς κ α λ ή ς α υ τ ο ύ θ ελ ή σ εω ς . Α ύ ν α τ α ι ο ϋ τ ο ς ν α ύ ψ ω σ η κ α ι να τ α π ε ίν ω σ η ... αγγλικό πλ.ασματικό αξίωμα «T h e kin g can do no w ron g » («Ο βασιλεύς δεν δνναται να π ράτ- τη το κακόν»). Φυσικά, τ ο πολιτικό αυτό αξίωμα το έχουν διαψεύσει μόνοι τους πάμπολλοι «άνακτες» που «έπραξαν πλείστα κακά», εκμεταλλευόμενοι το βασιλικό αξίωμά τους και την «ανευθυνότητά» τους. 42 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΛΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ν' α π ο ώ α σ ί σ η διά τ η ν ζ ω ή ν η τ ο ν θ ά ν α τ ό ν τ ω ν . .. ν ά κ ρ ί ν η ά π α ν τ α ; του ? υ π η κ ό ο υ 1; τ ο υ , χ ω ρ ί ς ν ά ό ώ σ η ets ο υ δ ε ν α Λ ό γ ο ν , π λ η ν τ ο υ Θ εο ύ .. . » Σ το ίδιο πνεύμα, ο Ρόζενκραντς του Ά μ λετ εξαιρεί την βασιλική παντο δυναμία: Ο βασιλιάς -λ έ ει δουλικά στον βασιλιά Κλαύδιο- ... είν’ ένας θεόρατος τροχός, στημένος σ τ ψ ψηλότερίι βουνοκορφή, κ αι στις γιγάντιες ακτίνες τον χιλιάδες μ ικροπ ράγ μ ατα πιάνονται κι αλληλοβαστισιτνται, ( ...) Α ρκεί ένας βασιλιάς λίγο ν’ αναστενάξει για να βογκήξει η πλάσνί μονομιάς ( ...) (III, 3, 17) Και ο ίδιος ο Κλαύδιος, αργότερα: Μ ε τόσο θάμπος θεϊκό είναι ζωσμένος ένας βασιλιάς, που η προδοσία, λίγο αν τολμήσει να το ατενίσει, χάνει τη θέλησή της ( ...) (IV , 5, 123) (Π εριττό να θυμίσουμε π ω ς ο Ρόζενκραντς κι ο Γκίλντενστερν είναι ε πίδοξοι δολοφόνοι του Ά μ λ ετ, για να υπηρετήσουν τον δολοφόνο, επ ίση ς, και σφετεριστή Κλαύδιο. ( )ύτε ποιο είναι το τέλος τόσο του «θεόσταλτου» βα σιλιά όσο και των βασιλόσταλτων σμπίρων.) Ο πω σδήποτε, το δόγμα τη ς «ελέω Θεού βασιλείας» -ό π ω ς και τόσα άλ λα ανάλογα δόγματα- επιβεβαιώνουν ό,τι έλεγε, έναν αιώνα πριν α π ’ τον Σαίξπηρ, ο Μακιαβέλλι: « Η θρησκεία επινοήθηκε α π ’ τους δυνατούς για να κρα- τάνε τις κατώ τερες τάξεις πειθήνιες σ τ ψ εξουσία τους» .131415 13. NORDON (1966), σελ. 98. WELLS (1986). σελ. 95-96. Ακόμα πιο απόλυτη -θεόδοτη, φυσικά- εξουσία διεκδικούσε ο Πάπας. Ε π ειδή είναι «διάδοχος τον εναγγελιατου Π έτρον και “βικάριος” (τοποτηρητής) τον θ εού ... κνβεμ’ά, απιψ ασίζει και κρίνει τ α π ά ν τ α όπ ω ς επιθυ/,ιεί... Λ ι αντσίς η θέλησις επέχει θέσιν λογικού, και π αν ό,τι αποφασίζει ουτος έχει ισχύν νόμον» (BLACK, σελ. 44). 14. Ο Ρόζενκραντς χρησιμοποιεί την παρομοίωση του τροχού (βλ. πιο κάτω, σελ. 44-48), όμως, στο στόμα του αυλοκόλακα, ρυθμιστής των ανθρώπινων δεν είναι ο τροχός της Τύ χης, αλλά ο βασιλιάς-τροχός, που παίζει και ρόλο Ειμαρμένης. 15. MACHIAVELLI (1513-1520). Πρώτο βιβλίο, κεφ. XI, τόμ. Α', σελ. 319. Η ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣΗΣ 43 Ιν α τά το δόγμα τη ς «ελέω Θεού» απόλυτης μοναρχίας, η βασιλεία ήταν «ιερή και απαραβίαστη» (sacrosancta), μια και στηριζόταν στον θεϊκό νόμο. Κ άθε ανυπακοή σ ’ αυτήν, κάθε προσβολή εναντίον τη ς αποτελούσε «ύβρι» και «βλασφημία κατά του ("λείου». Όθεν, πρώτιστο και ύψιστο χρέος των υπηκόων ήταν η απόλυτη και αναντίρρητη νπακσιj στα βασιλικά θέσφατα - και μέγιστο αμάρτημα και έγκλημα η ανυπακοή σ ’ αυτά .'" Ο W illiam Baldwin, στην έκδοση του 1563 του Κ αθρέφ τη γαχ τους άρχοντες,1' τονίζει πω ς ο βασιλιάς «εχει άν α μ φ ισ β η τή τω ς εκλεγεί π α ρ ά τον Θεοΰ ώ ς εκ π ρ ό σ ω π ο ς Αΰτοΰ, κ α ί π α ς ό σ η ς ά ν θ ίσ τ α τ α ι εις αυτόν, ά ν θ ίσ τ α τ α ι κ α τ ά του Θεόν, κ α ι είναι άπ εχθή ς προδότη? κ α ι ά ν τά ρτη ς» . Πολύ πιο διεξοδική —και «φ οβιστική»- είναι μια «Ομιλία» του 1570 « Κ α τ ά της ανυπακστ]ς κ α ι τη ς προμελετημένης εξεγέρσεω ς» («An Homilie Against Disobedience and W ilful Rebellion»), που φθέγγεται ότι κάθε εξέγερση αποτελεί « ... έγκλημα κατά τον θ ε ο ΰ ... °'Οστις ά ν θ ίσ τ α τ α ι εις την βασιλικ ή ν εξ ου σ ίαν ά ν θ ίσ τ α τ α ι εις τ ά ς θείας εντολή ς ( ... 1Τό έγκλη μ α της εξεγ ερ σ εω ς π ε ρικλείει π ά ν τ α τ ά άλλα, κ α θ ό τι ό επ α ν α σ τ ά τ η ς π ρ ο σ β ά λ λ ει τον Θεόν του κ α ι τους άνθρώ π ους, τον ηγεμόνα τον, την χ ώ ρ α ν του, τους σ υ μ π ολ ίτα ς του, τους γονείς του, τ ά τέκ ν α του, τους φίλους του κ α ι εν γενεά τ ο συνολον της ά ν θ ρ ω π ό τ η τ ο ς ...» Και σ ’ αυτό, οι θεωρητικοί τ η ς μοναρχίας είχαν μέγα έρεισμα την ίδια την Καινή Διαθήκη, που εντέλλεται την υποταγή σε οποιαδήποτε εξουσία («Πάσα φυχη εξου σίαις ΰπερεχ οιισαις ν π ο τ α σ σ ε σ θ ω ' ον γ ά ρ εστιν εξουσία εί μη ά π ο Θεοΰ») και απαγορεύει κάθε αντίσταση κατά τη ς αρχής («Ό αντι τασσόμενος τη εξου σία τί) του Θεού διαταγή άνθέστηκεν»). 1678 16. Α λλά και στην εποχή μας: την «απόλυτη υποταγή και υπακοή» στο κόμμα και στον αρχηγό -π ου είναι «απόλυτος άρχων», ενω «ό?Μ οι άλλοι είναι υπήκοοί τον»—απαιτούσε ο Χ ί - τλερ στο βιβλίο του Ο Αγιόν μου (1925-1927) και το εφάρμοσε εγκληματικότατα στην πρά ξη. Ο ύτε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» υστέρησε σ ’ αυτό: Μόλις πήρε την εξουσία, ο Λένιν ζητούσε την «ανεπιφύλακτη νπακστ/ των μαζών στη θέληση τον η γέτη», την «επιβολή μιας ισχύ θής και ανελέητης εξουσίας, μιας ττροσωπικής δικτατορίας {ώ σ α στη διαδικασία της παραγω γής» ( Τα άμ εσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας, 1918). 17. Β λ. πιο κά τω , σελ. 46. 18. Παύλου, Π ρος Ρωμαίους, Ι Γ , 1-2, Λ' Π ρος Κορινθίονς, Ζ, 21, Π ρος Εφεσίους, Σ Τ , 5, Π ρος Κολωσσαείς, Γ , 22, Λ 'Π ρ ο ς Τιμόθεον, Σ Τ , 1, Π ρος Τίτον, Β , 9 και Γ , 1, Α 'Ε π ιστολή Π έ τρου, Β , 17-18. 44 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ακόμα και αν ο μονάρχης κυβερνά τυραννικά, η εξέγερση εναντίον του είναι ανεπίτρεπτη επειδή -κατά την « Ο μιλία»- «οί τύραννοι, αποτελούν όρ- γανον τον Θεού διά νά τιμ ω ρ ο ύ ν τα ι οί α μ α ρ τ ω λ ο ί', οθεν ουδέποτε επιτρέπεται νά π ρ ο β ά λ λ ε τ α ι ά ν τ ίσ τ α σ ις κ α τ α υ τώ ν » . (Η «κλασική» καλλιέργεια του αι σθήματος ενοχής: οι «αμαρτωλοί» υπήκοοι τιμωρούνται από τον ελέω Θεού τύραννο, αλλά τον υπεραμαρτωλό τύραννο μόνον ο Θεός έχει δικαίωμα να τον τιμωρήσει.) Π ιστός στο δόγμα αυτό, ο γέρο-δούκας Γκα ν τ του σαιξπηρικού Ριχάρδου Β\ μόλο που παραδέχεται π ω ς «αίτιος τον φόνον» του Γούντστοκ είναι ο ίδιος ο βασιλιάς, αρνιέται «να σηκώ σει χέρι οργισμένο πάνω τον», επειδή ο Ριχάρδος είναι «αντιπρόσωπος, αποσταλμενος του Θεού, που εχρίστη ενώπιον του» και μό νο «τον θεού θέμα» είναι η τιμωρία του (I, 2, 45 επ). Ω σ τό σ ο αυτό τον «θεόσταλτο» μοναρχικό «γρανίτη» τον υπονόμευαν τ έ σ σερις τουλάχιστον «νάρκες»: α) Ο Τροχός της Τύχης, η παλαιότατη αντίληψη για την αβεβαιότητα τη ς ανθρώπινης πορείας, που παρομοιάζεται με τροχό επειδή άλλοτε φέρνει τους θνητούς στα ύψη κι άλλοτε τους γκρεμίζει στα Τάρταρα. Κ ι α π’ αυτό τον τροχό δεν εξαιρούνται -κ ά θ ε άλλο- οι μεγιστάνες, «θεοπρόβλητοι» ή μη. Ίσα ίσα, οι δικές τους παλινδρομήσεις και π τώ σ εις είναι πιο «δραματικές» -κα ι διδακτικές-, επειδή ακριβούς αυτοί υψώνονται πάνοι απ' όλους τους άλλους και, συχνά, πέφτουν κάτω κι α π ’ τους έσχατους. Αρχαιοελληνική είναι κι ετούτη η αντίληψη. Οι περισσότεροι ήρωες τη ς τραγωδίας «μ ετ α π ίπ τ ο υ ν έξ ευτυχίας εις δυστυχίαν» —αλλά και αντίστροφα μερικοί. Ο Σοφοκλής, ιδιαίτερα, επιμένει σ ’ αυτές τις ανατροπές τη ς τ ύ χης: μιλάει για τη μοίρα που κινείται κυκλικά («κυκλειται»), σύμφωνα με την κίνηση ενός τροχού θεϊκού («τροχοί»)). Και στις Τραχίνιες ο Χορός λέει ότι «πόνος κ αι χαρά εναλλάσσονται σαν να γυρίζουν σε κύκλο» («Πημα και χ α ρ ά κυκλοΰσιν») 20 «Έρμαιο της τύχης είναι ο άνθρωπος» (« π α ς t o n ά ν θ ρ ω π ος συμ - 10 10. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ , Π ο η μ ικ ή , XIII, 1, 2, 1452 Β. Αίσιο τέλος έχουν, βέβαια, η Ο ρεστεια και οι Η λέκτρες, η ταυρική Ιφιγένεια κ.ά. 20. Αποσπ. 787 Ν. Τραχίνιες, 129. Βλ. διεξοδικά J. DE ROMILLY, T ragedies grequ es an f il des arts, Παρίσι, 1995, σελ. I l l 127, μετάφραση Λθ. Μπάμπη-Αθανασίου - Κατ. Μηλιαρέ- ση, 1996, σελ. 135-154. Φιλοσοφικότερα στον Οιδάιοδα τύραννο, η πτώση του ηγεμόνα χρεώ νεται όχι στην τύχη αλλά στις αδικοπραγίες του: «Θράσος γεννά τους τυράννους («'Ύ βρις φ υ τεύει τύρα ν ν ον » ), θράσος, π ον αν φ ουσκώσει μ ά τ α ια μ ε 6,τ ι / ιίκαιρο κι ανώφελο, κι ανέβει / στην Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣ ΗΣ 45 Ο «Τροχός τη ς Τύχης», π ο υ ά λ λ ο τε αν εβάζει του ς αν θρώ π ους σ το ζενίθ κ α ι ά λ λ ο τε τους γ κ ρεμ ίζει σ τ ο ναδίρ. Εικονογράφηση τ ο ν β φ λ δ ν τ ο υ John L y dgate «T h e Fall of P rinces)), έκδοση 1554. φ ορψ )) θα π ει - κατά τον Η ρόδοτο- ο Σόλων στον ζάπλουτο Κροίσο — γ ι’ αυτό μόνο μετά το τέλος τη ς ζωής του μπορούμε να τον μακαρίζουμε (<(Μη- δενα π ρ ο τον τέλους μακάριζε')')). Κρίση που ο βασιλιάς τη ς Λυδίας θα τη θυ μηθεί όταν θα τον αιχμαλωτίσει ο ομόλογός του Κύρος κι ετοιμάζεται να τον ρίξει στην πυρά' αλλά, ακούγοντας το απόφθεγμα, θα του χαρίσει τη ζωή. Αργότερα, ο ίδιος Κροίσος -που «τα π α θ ή μ α τα του έγιναν μαθήματα.ν - θα πει στον Κύρο πάλι: «Ο ι τύχες των ανθρώπων είναι δεμένες σ ’ έναν τροχό, που όλο γυρίζει, κ αι δεν ατρήνει π ά ν τ α τους ίδιους να ευτυχούν>>(«κύκλος τω ν ά ν θ ρ ω π ε ίων έσ τι π ρ η γ μ ά τ ω ν , π εριφ ερόμ ενος δε ονκ έα α ιε ι τούς αυτούς εντυχεΐν))) έ 1 Α υτή την παρομοίωση των «ανθρωπείων» με τροχό συνέχισε η πολιτική φιλολογία και στην χριστιανική Δύση. Το πιο χαρακτηριστικό βιβλίο του εί δους στην ελισαβετιανή Αγγλία ήταν ο Καθρέφτης για τους Αρχοντες (A M ir ror fo r Magistrates, 1559), που τον αποτελούσαν δεκαεννιά ((τραγωδίες», γραμ- πιο αψ ηλή κορφτ], θα πέσει / σε γκρεμό βαθύ, εκεί όπον τ α πόδια / τ η γ η δεν α γ γ ζ ο υ ν ε » (871 επ., μετάφραση Φ . Πολίτη). 21. Ιστορίας Α , 32, 86, 207, μετάφραση Δ. Μαρωνίτη. Βλ. και R E E S E (1961), σελ. 2 επ. 46 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η « Π τώ σ η τω ν η γ εμ ό ν ω ν » , α π ό το βιβλίο τον John Ly dgate «T h e Fall of P rin ce s» , έκδοση 1554. μένες από τον W illiam Baldw in, τον George Ferres και άλλους. Οι «τραγω δίες» ήταν έμμετρες αφηγήσεις - εξομολογήσεις - θρήνοι, που ιστορούν την άθλια τύχη των κακών βασιλιάδων και αρχόντων και υποδηλώνουν τα δι δάγματα που πρέπει να πάρουμε από τα παθήματά τους.22 0 Καθρέφτης μι μείται το βιβλίο του Βοκκάκιου Π ερί raw πτώ σεω ν διοσημιών ανδρών (De casibus virorum illustrium, 1350), που είχε μεταφραστεί στα αγγλικά από τον John Lydgate (1370-1451) με τίτλο Fall o f Princes. Το πνεύμα του τροχού και του βιβλίου καθρεφτίζεται σε πλήθος σαιξπη ρικά έργα (Ριχάρδος Γ', Ριχάρδος Β\ Ληρ, Μ άκβεθ, Κ οοιολανός κ τλ .). Ο Ριχάρ δος Β', λ .χ ., που τόσο π ίστευε στο «ανέγγιχτο» του στέμμα τος,23 σε λίγο θα καλέσει τους ακολούθους του να «κότσουν κατάχαμα,» και να «εαιαον πικροϊ- στορίες για τέλη βασιλιάhw ». Και θα ομολογήσει με αυτοοικτιρμό: Στον χώρο της κορόνας γύρω α π ’ τ α θνητά μελίγγια τον βασιλιά, έχει ο Χάρος τ ψ αυλή του: ο άχαρος 22. Τον ίδιο διδακτικό στόχο είχε, κατά τον TOTTENHAM (1589), και η τραγωδία. 23. Βλ. πιο πάνω, σελ. 40. Η ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣΗΣ 47 κ άθεται εμπαίζοντας τη θέσνj τον, σαρκάζοντας το αγέρω χο τ ο ν του επ ιτρέπ ει μιαν ανάσα, μ ια σύντομη σκηνή, να εξουσιάζει, να ’ναι φοβερός, να σκοτώνει με μ ατιές" τον χύνει μ έσ α τον εγω ισμό κ αι ματαιότη, ω σάν η σάρκα τούτη που περιμαντρώνει τη ζωή μας να ’ταν άτρω τος μπρούντζος1κι έτσι διασκεδάζοντας, έρχεται τέλος κ αι τρυπάει μ ε καρφιτσάκι τον τοίχο κάστρο τον και, χαίρε, βασιλιά! Σ κ επ ά σ τ ε τ α κεφάλια σας κ αι μην εμ παίζετε σάρκα κι αίμ α μ ’ επίσημο προσκύνημα' απορρίχτε σέβας, παράδοση, ήθος, χρέος τυπικό, γιατί όλο αυτό το διάστη μα με π αρανιώ σατε: ζω μ ε ψωμί, όπω ς σεις ■ νιώθω στέρηση, γεύομαι τ ψ πίκρα, χρειάζομαι φίλους: έτσι υποχείριον, τ ι με λέτε βασιλιά: (III, 2, 160) Νικημένος, ο «θεοφίλητος» βασιλιάς ανακαλύπτει επιτέλους τη θνητό τη τα του ατόμου του και τη ματαιότητα του ((μεγαλείου» κι απορρίχνει ό λα τα παραφερνάλια τη ς εξουσίας του - τίτλους, τιμ ές, σέβας, προσκυνήμα τα.* Ό π ω ς, αργότερα, ο Ληρ γνωρίζει για πρώτη φορά τον εαυτό του μέσα (και χάρη) στις στροφές του αμείλικτου «τροχού». ' Και ο Τρελός -σύντρο φος του γκρεμισμένου βασιλιά- ((συμβουλεύει» τον κόμητα του Κ εντ, που τον έχουν βάλει σε φάλαγγα οι κόρες του Ληρ: Μ ακριά το χέρι σου α π ’ τοι> μεγάλο τροχό που κυλάει α π ’ τον λόφο τον κατήφο ρο, να μη σε σσνεπάρει κ αι σε κοψουβερκιάσει. Μ α αν ο μεγάλος τροχός ανέβα! νει τον λόφο, ά σ τον να σε τραβήξει. (II, 4, 69)245 24. Αρκετοί σχολιαστές (LEGOUIS, E tu d es Angiitises, σελ. 475) υποστηρίζουν πως μ ’ αυτή τη σκηνή ο Σαίξπηρ παρουσιάζει τον Ριχάρδο τραγικά αξιολύπητο. Μάλλον θλιβερά α ξιοθρήνητος είναι ο βασιλιάς, που ο ποιητής τον αμαύρωσε ανελέητα για τις ασωτίες και τις τυραννικότητές του όσο ήταν στον θρόνο, και τώρα που έχασε το στέμμα-παιχνίδι του, κλαψουρίζει για τα παθήματά του. 25. Βλ. πιο κάτω , σελ. 269. 48 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Α λλά και στο τελευταίο του έργο, τον Ε ρ ρ ίκ ο Η\ ο ποιητής ξαναγυρίζει στον «τροχό» με το στόμα του έκπ τω του καρδινάλιου W olsey: Χ οίρε! χοίρε γ ια π άν τα, μεγαλείο μου! Έ τσι είν' τον ανθρώπου ο βίος: σήμερα, π ετά ει τ ’ αβρά τ α φύλλα των εΐλτίδων, αύριο τ άνθη και φορεί πυκνές τις προφ αντές τιμές απ άνω τ ο ν τ ψ τρίτη μέρα πέφ τει πάγος, πάγος φονικός' κι ενώ θαρρεί, ο μωρόπιστος, π ω ς σιγουρότατα το μεγαλείο τον ωριμάζει, τον παγώ νει τη ρίζα και τότε πέφτει, όπω ς εγώ ... (III, 2, 351) β) Η αυτό-αναίρεση: Ιστορική πείρα και κοινόν τόπο α π ο τ ελ εί ότι την π ε ριβόητη και περιπόθητη «αρμονία, τάξη, ιεραρχία» τις υπονομεύουν και τις γκρε μίζουν συχνότατα οι ίδιοι οι κήρυκές τους: αυτοί, προπάντων, προκαλούν ανα στατώσεις, συγκρούσεις, ανατροπές, με τις αρχολαγνείες και τις αρπακτικό- τη τές τους, με τους σφετερισμούς τη ς «ιερής» εξουσίας και τις αλληλοεξο- ντώσεις τους. Και, με τις τυραννίες, τις αδικίες, τη βία και την ακηδία τους για τον «όχλο», συδαυλίζουν λαϊκές εξεγέρσεις - που δεν διστάζουν, ωστόσο, να τις αφορίζουν σαν προδοτικές και ιερόσυλες. Τα έργα του Σαίξπηρ -α π ό τα ιστορικά δράματα και τις τραγωδίες, ω ς την αποχαιρετιστήρια Τρικυμία - βρί θουν από τέτοιους αποστόλους τη ς τάξης και, ταυτόχρονα, σφαγιαστές της. γ) Η α/τφισβήτηση: Τ ο απρόσβλητο και ανεξέλεγκτο τη ς μοναρχίας αλλά και ο ίδιος ο θεσμός αμφισβητήθηκαν από καταβολής του σχεδόν. Οι παλαιό τερες επιθέσεις αρχίζουν απ την βασιλοκρατούμενη Ιλιάδα κιόλας: Βέβαια, ο Αχιλλέας -βασιλιάς κι ο ίδιος- καθυβρίζει τον βασιλιά-στρατηλάτη Αγαμέ- μνονα επειδή ετούτος σφετερίστηκε το λάφυρο εκείνου (την Βρισηίδα). Α ξιο πρόσεκτο είναι, ωστόσο, π ω ς ο βασιλιάς των Μυρμιδόνων αποκαλεί τον Ατρείδη ομόλογό του « δ η μ ο β ό ρ ο » (υλαοφάγο»), τονίζοντας έτσι π ω ς αποτε λεί συμφορά για τους υπηκόους του, που τον ανέχονται επειδή είναι «δειλοί», «ουτιδανοί».26 Η επίθεση του Θερσίτη όμως κατά του Αγαμέμνονα δεν έχει κίνητρο προσωπικό, αλλά την αγανάκτηση ενός απλού πολεμιστή κατά του παμφάγου και αυταρχικού «ποιμένος λαών».27 Και οι δύο υποκινούν σε εξέ γερση κατά του μονάρχη - έμμεσα ο Αχιλλέας, άμεσα ο Θερσίτης. 26. Ιλιάς, Α, 231. 27. Ιλιάς, Β , 225, 234. Β λ . π ιο κά τω , σελ 228. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣ ΗΣ 49 Αργότερα, ο Ηρόδοτος θα βαθύνει την επίκριση, στρέφοντας την κατά του ί διου του μοναρχικού θεσμού που, «ανεξέλεγκτος» («άνεύθυνος») γεμίζει τον φο ρέα του με «νπερσψία» («υβριν») και τον οδηγεί σε «κάθε κακία» και «αδικία» («α τ α σ θ α λ ία »), αντίθετα με τη δημοκρατία που ερείδεται στην «ισονομία»: I ενική κατά του θεσμού επίθεση θα εξαπολύσει κι ο Δημοσθένης (((Βασιλεύ? κ αί τίιραννοζ ά π α ς, εχθρός ελευθερία και νόμοι? ενάντιο?»),2829 έστω κι αν αφέτη ρία του αφορισμού του είναι η συγκεκριμένη ((αντιδικία» του με τον Φίλιππο. Και ο \ριστοτέλης, αν και παιδαγωγός βασιλικού βλαστού, θα χαρακτηρίσει τον μονοκράτορα «θηρία», εξομοιώνοντας τον με τύραννο,3031που τ ’ ανοσιουργή ματά του διεκτραγωδεί και στηλιτεύει όλη η ελληνική γραμματεία. Α λλά και στον Μεσαίωνα και, προπάντων, στην Αναγέννηση, οι αντιαυ ταρχικές θέσεις και επιθέσεις αφθονούν: Τον ΙΓ ' κιόλας αιώνα, ο Θ ωμάς Α κινάτηε χάραζε όρια και όρους για την υπακοή των πολιτών στον βασιλέα, αποθέτοντάς την στην κρίση των πρώτων: «Τ α π λ άσμ ατα του Θεού» οφείλουν να υπακούν σε μια κυβέρνηση «μόνοι’ εφ' όσον αυτή σκοπεύει εις τ ψ ειημερίαν (utilitas) raw υπηκόων κ α ι δεν τους αφαιρεί τ ψ ελιενθερίαν τισν», μόνο όταν απο βλέπει στο «κοινό καλό» (common g ood). Σ την αντίθετη περίπτω ση, ο υπή κοος «όχι μόνο δεν οφείλει να νττακοόει. αλλά οφείλει να μ ψ υπακούει» . Και προ- χωρεοντας υποστηρίζει π ω ς «δεν είναι άδικον να εκθρονισθεί ο βασιλεύς ή να π ε- ριορισθεί η εξουσία του, αν, γινόμενος τύραννος, κ α ταχ ράται της βασιλικής εξ ου σίας», επειδή «ένοχος ανταρσίας δεν είναι εκείνος ο οποίος ανατρέπει τσν τύραννον, αλλα ο ίδιος ο τύραννος». Ο π ότε, δικαιώνεται η τνραννοκτονία και όποιος ελευ θερώνει τη χώρα του δολοφονώντας έναν σατράπη (πρέπει να) ανταμείβε ται. Π ροσθέτει μάλιστα ότι «η δράσις κ α τ ά τη ς σκ/ιηρότητος των τυράννων δεν π ρ έπ ει να αναλαμ βάνεται α π ό ιδ ιω τ ικ ψ τόλμην, αλλ ά α π ό άημοσίαν (λαϊκή) 28. Ιστορία, Γ , 80. 29. Β ' Φ ιλιππικός, 25. 30. Π ο λίτικ α , Γ , 11, 1387 Α, 31. 31. Βλ. αναλύσεις της τυραννίας, ιδιαίτερα σε ΠΛΑΤΩΝΑ ( Πολιτεία Η , 566 d επ.), Α ΡΙ ΣΤΟΤΕΛΗ (Π ολιτικά, Δ, 8, 1295 Α επ .), ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ (Ιερών) Ποιητές και δραματουργοί, ιστορικοί και ρήτορες ομοφωνούν πως τίποτα δεν είναι «άδικότερον κ α ι μ ια ιφ ο ν ώ τερ ον )) («βρόμικο κ αι φονικό»: ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Ε , 92) και «δυσμενέστερο» για την πόλη (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, Ικε- τιδες, 429), πως είναι το «χείριστον» και « β λ α β ερ ώ τ α τ ο υ » για τους αρχόμενους (ΑΡΙΣΤΟΤΕ ΛΗΣ, Πολιτικά, Δ , 2, 1398 Β και Ε , 8, 1310 Β ), « δ λ ω ς ά π ισ τ ο ς » (ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, Α' Ολυνθια κός, 5) και μύρια όσα αλλα. Ακόμα κι ένας τύραννος, ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Α'των Συρακουσών, ομο λογεί πως η τυραννία είναι « α δ ικ ία ς μ ή τη ρ » (ΣΤΟΒΑΙΟΣ, ΜΘ, 9). Ευτυχώς που -κατά τον Α ΡΙΣΤΟΤΕΛΗ - τυραννία και ολιγαρχία είναι τα « ό λ ιγ ο χ ρ ο ν ιώ τερ α » πολιτεύματα (Πολιτικά, Ε , 9, 1315 Β ). Αλλά με τι κόστος για τους τυραννούμενους! Βλ. συνοπτικά L A T E Y (1969). 5° 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ εξουσίαν». Κρίση που θα προσυπογράψουν ο επ ίσ η ς Ιταλός νομομαθής B al- dus Ubaldus,3233345ο Γάλλος χρονικογράφος (και αρχιερέας) Thomas Bazin και άλλοι. Κ ι είναι γνωστοί οι έξοχοι μύδροι του Etienne de La Boetie κατά των βασιλέων-τυράννων,3337και οι σαρκασμοί του Montaigne κατά των εσ τεμ μ έ νων, τυραννικών ή μη («Κ αι στον ψ ιλότερο θρονο του κόσμον, δεν παύουμε να κα Μόμαστε π αρά πάνω στον πισινό μας» ) : Στην αναγεννησιακή Αγγλία, ο Thom as More, με την Ο υτοπία του (1516), στηλίτευε τους μονάρχες π ω ς θέλουν γύρω τους ανθρώπους που να τους εί ναι υπηρέτες, σκλάβοι, κι όχι ανθρώπους που να τους προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες (λατ. servire-inservire, αγγλ. servitude-service). Π ως μοναδική έ γνοια τους είναι να κατακτούν καινούργια βασίλεια με κάθε μέσο, νόμιμο ή άνομο, κι όχι να κυβερνούν καλά το κράτος τους. Π ω ς την ασφάλειά τους τη στηρίζουν στην παρεμπόδιση των υπηκόων τους να γίνονται πλούσιοι κι ε λεύθεροι. Για να καταλήξει π ω ς ο λαός τούς κάνει βασιλιάδες για το συμ φέρον του, όχι για το δικό τους. Α λλά και ο Καθρέφτης για τους Άρχοντες (1559 κ .ε .), ενώ χαρακτήριζε προδοσία την αντίσταση κατά του βασιλιά, έκανε ωστόσο μια βασική διά κριση: όταν ένας ηγεμόνας είναι τόσο βίαιος και αχρείος ώ σ τε να μπορεί δι καίως να αποκληθεί τύραννος, τό τε η εξέγερση εναντίον του είναι νόμιμη.3839 Σ τα τέλη του αιώνα, όταν ο Σαίξπηρ έκανε τα πρώτα δραματουργικά βή ματά του, ο καθολικός Robert Parsons εκθειάζει «τον δίκαιο κ αι νόμιμο εκθρε. νι.σμ,ο κ α ι τιμχοαία των κακ/όν ηγεμόννων»'’" κι ο ίδιος ο Σαίξπηρ προβάλλει, πολ λές φορές, τη νομιμότητα του εκθρονισμού των κακών βασιλιάδων και, πα ραπέρα, το δίκαιο τη ς τυραννοκτονίας (Ριχάρδος Γ\ Ά μλετ, Μ άκβεθ κτλ.). Ακόμα και ανώτατοι κληρικοί συντάσσονται μ αυτή την άποψη - φρο ντίζοντας, βέβαια, να την ντύσουν με θεϊκά άμφια: όπως ο «ευγενικός, αγα- 32. Sum m a T heologica και D e regno. Βλ. R E ES E (1961), σελ. 65, B LA C K (1992), σελ. 30, 32, 150, W E L L S (1986), σελ. 91. Τον όρο «γενικό καλό» («gen eral g o o d » ) χρησιμοποιεί και ο σαιξπηρικός Βρούτος όταν σχεδιάζει τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα (I, 2, 85 κ.ε.). 33. C om m entarii in Codicem (1358 κ .ε.). 34. H istoire de L o u is X I (1473-1484), σελ. 185. 35. D iscou rs su r la servitude volontaire (1560;), μετάφραση Μιχ. Στασινοπούλου, Elλεν θεριά και εκούσια δονλεία, 1974. 36. E ssa is (1572 κ .ε.), Ill, 13, μετάφραση Φ . Δρακονταειδή, 1983. 37. Β λ . πιο πάνω, σελ. 46. 38. R E E S E (1961), σελ. 64. 39. PARSONS (1594), σελ. 32-33, 77-78, W E L L S (1986), σελ. 98-99. Φ α ν τα σ τ ικ ή απ εικόνιση τ η ς φ α ν τασ τικ ή ς «Ουτοπίας» τ ου Thom as M o re (1 5 1 6 ) , οπ ού όλοι ζονν ευτυχισμένοι, έχοντας τ α π ά ν τ α κοινά κ α ι αγνο ίσ ιπα ς το χμτ/μα κ α ι τον πόλε/.ιο. Α π ό έκδοση τη ς «Ουτοπίας» τον 1578. 52 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ πημένος» αρχιεπίσκοπος τη ς Υόρκης Σκρουπ, που, για να εκδικηθεί τη δο λοφονία του αδερφού του α π ’ τον Ερρίκο Δ', συνωμοτεί κατά του βασιλιά «κάνοντας τ ψ ανταρσία θρησκεία» («turns insurrection into religion») και λέγο ντας π ω ς «οι αγώνες κ αι το δίκιο τον είναι απ ό Θεού» (« derives from heaven his quarrel and his cause») (Ερρίκος Δ', B ' Μέρος, I, 1, 201, 206). Παράλληλα, αρκετοί φιλόσοφοι τη ς πολιτικής επισήμαιναν τον ρόλο τον λαού σ τ α «κοινά». Αν και υπερασπιστής τη ς μοναρχίας, ο Θ ωμάς Ακινάτης δέχεται τη διακυβέρνηση του κράτους από την «κοινότητα τοον πολιτών», α ντιδρά στην κληρονομική μοναρχία, και τάσσεται υπέρ τη ς εκλογής του η γ ε- μονά απ τον λαο. Πολύ πιο ριζοσπαστικός ο επίσης σ π ο υ δα ίος συμπατριώτης του Marsiglio da Padova (1275/80-1342/3), υποστηρίζει π ω ς «οι πολλοί όχι /τόνο έχουν καλύ τερες προθέσεις, αλλά είναι σοφότεροι και δικαιότεροι απυ μ ια μικρή ομόώα. έστω και σοφάιν». Ακολουθεί - ε δ ώ , ό π ω ς και αλλού- την άποψη του Αριστοτέλη πω ς «οι πολλοί κρίνουν πιο σωστά» («κρίνουσιν άμεινον οί πολλοί») και π ω ς «είναι δίκαιο αυτοί ν’ αποφασίζουν για τ α μ εγάλα ζητήματα» (((Δικαίως κύριον μειζόνων το πλήθος»)/'1 Η ποινική και νομοθετική εξουσία -σ υ ν εχ ίζ ει ο M arsiglio- «δεν μπορούν να ανήκουν π α ρ ά μόνο στον λαό 'ή στους εκπροσώπους τον». Οι νό μοι που έγιναν α π ό όλους θα τηρούνται καλύτερα από όλους, επειδή «ο κ α θένας μοιάζει να τους έχει επιβάλει στον εαυτό τον». Ο λαός ή η ένωση πολιτών έχουν το δικαίωμα «να εκλέγουν τους κυβερνήτες τους» και «να τους διορθώνουν ή και να. τους εκθρονίζουν» .40414243 Και ο σύγχρονός του Ά γγλος φιλόσοφος William of Ockham (1280-1343) θα τολμήσει να πει π ω ς «από τον φυσικό νόμο, όλοι οι θνητοί είναι ελεύθεροι και δεν νπόκεινται σε κανενός τ ψ εξουσία», π ω ς «όλοι οι κυβερνό/τες αντλούν τ ψ ε ξουσία τους α π ’ τον λαό τους» και π ω ς η πολιτική εξουσία είναι «εκτελεστικό)», δηλαδή «υπηρετεί τ α δημ/xna συμφέροντα κ αι όχι τ α προσω π ικά συμφέροντα τον κυβερνόριη».^ «Πηγή κάθε εξουσίας είναι ο λαός», υπερθεμάτιζε δυόμισι αιώνες αργότερα ο κορυφαίος Σ κ ώ το ς ουμανιστής George Buchanan. Και πρόσθετε π ω ς εί ναι νόμιμη όχι μόνο η α ν τ ίδ ρ α σ η στον δεσποτικό βασιλιά αλλά και η τυραν- / 44 νοκτονια. 40. D e regno, BLA C K (1992), σελ. 141. 41. Π ο λιτικ ά , Γ , 6, 1281 Β, 1, 9 και 1282 Α, 40. 42. D efen sor p a d s , B LA C K (1992), σελ. 65-68. 43. B rev iloq iiiu m d ep rin cip at.il tyrannico, B L A C K (1992), σελ. 73. 44. D e ju re regni apud Scotos, (1579). Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣΗΣ 53 Σ την άλλη όχθη τη ς Μ άγχης, ο πολιτικός Philippe Pot θα γράψει π ω ς «το κράτος είναι κ τή μ α του λασύ», π ω ς «μ βασιλεία είναι αξίω μ α και όχι κληρο νομικό δικαίω μ α», και ο Francis Otman π ω ς «ο λαός μ πορεί να υπάρξει χωρίς βασιλιά, αλλά βασιλιάς χωρίς λαό δεν υπάρχει υ.4546 Λίγο μετά τον θάνατο του Σ αίξ- πηρ, ο Francis Bacon έγραφε π ω ς «Μ φωνή του λαού έχει κ ά τι το θεϊκό μ έσα της».47489Κ ι ακόμα αργότερα, ο φιλελεύθερος John Dryden δεν θα διστάσει να υποστηρίξει π ω ς «ο λαός έχει δικαίω μ α να φτιάχνει τους βασιλιάδες του: γιατί οι β α σ ά ιά δες είναι φτιαγμένοι γ ι αυτόν» ( «α right supreme / to make their kings, for kings are made for them» ). 1 Από την «θεόσταλτη» μοναρχία, οι «αμφισβητίες» έφτασαν στην λαο- ποίητη βασιλεία. Ά λ λ ω σ τε, τριάντα δύο χρόνια πριν α π' τον αφορισμό του Dryden, οι Άγγλοι είχαν δείξει π ω ς ο λαός όχι μόνο να «φτιάχνει» βασιλιά δες μπορεί, αλλά και να «ξεφτιάχνει», και μάλιστα να τους αποκεφαλίζει, όπως τον Κάρολο Α ' (1649). δ) Το Κοινοβούλιο, το θεσμικό αντίπαλο δέος κατά τη ς βασιλικής απολυ ταρχίας - στην Αγγλία ειδικά.10 Οι ρίζες του ανατρέχουν σε «έθιμο» τη ς φεου δαρχικής (σαξωνικής) εποχής να κυβερνά ο βασιλιάς με τη βοήθεια συμβου λίου ((σοφών ανδρών» (Concilium), που είχαν το δικαίωμα αλλά και το χρέος να τον συμβουλεύουν για τα μεγάλα ζητήματα τη ς χώρας.5051«Δεδομένου ότι είσθε κύριός μου, σας οφείλε» κ α ι σας προσφέρω συμβουλήν», έγραφε ο Thomas Becket στον βασιλιά και στενό του φίλο Ερρίκο Β Ά τυπος αρχικά, ο θε σμός πήρε γραπτή μορφή με την Magna C arta (1215), που αναγκάστηκε να παραχωρήσει ο Ιωάννης ο Α κτήμω ν στους εξεγερμένους βαρόνους και που όριζε π ω ς κανένας φόρος ή εισφορά δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς τη συ- 45. D iscou rs au x E tats G eneraux, (1484). 46. F ran co-G allia j L a F r a n ce G aulle (1573). 47. D e augm entis scientiarium (1623), I, VI, 3 A n titheta, 6. 48. A bsalom and A rchitofel (1681), σ τ. 409. 49. Βλ. συνοπτικά M A CK EN ZIE (1950). Και ΑΛ. ΣΒΩΛΟΤ, Σ υνταγματικόν δίκαισν, Α', 1934, σελ 10 επ. 50. Από την ομηρική εποχή, οι Έλληνες θεωρούσαν καίριο γνώρισμα πολιτισμού την ύ παρξη συνέλευσης που κρίνει και νομοθετεί (« α γ ο ρ ά β ου λ η φ όρο ς» ). Οι Κύκλωπες, που τ ’ αγνοούσαν αυτά, χαρακτηρίζονται «άγριοι κ α ι άνομοι» («υπερφίαλοι ά β έμ ισ το ι» ), Οδί’σσεια, ι, 106, 112). 51. Ωστόσο, ο Ερρίκος προκάλεσε αργότερα 11170) τη δολοφονία του φίλου και συμβού λου του, επειδή ο δεύτερος, όταν έγινε αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπέρυ, θεωρούσε το χρέος του απέναντι στην Εκκλησία ισχυρότερο απ’ το χρέος του στον βασιλιά. To Ktttvofim'dto α ν η ή ρά ζει /u <cwott\ia» της Ελκη'ιβττ. Γκριι/ίαύριι της ατοχής. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣΗΣ 55 γκατάθεση του Μεγάλου Συμβουλίου του Βασιλείου (Magnum Concilium Regm). Σ το Συμβούλιο αυτό μετείχαν ευγενείς και ιεράρχες, αλλά το 1265 ο κόμης Simon de Monfort, αρχηγός των βαρόνων, κάλεσε να πάρουν μέρος και ανά δύο πολίτες από κάθε πόλη και κώμη. Η χρονιά εκείνη θεωρείται το γενέθλιο τη ς Βουλής των Κοινοτήτων (Commons) και ο Monfort αποκλή θηκε «ιδρυτής» τη ς. Έ τ σ ι, καθιερώθηκε η Γενική Σύνοδος που «εκπροσω πούσε το έθνος» (Parliament) Η παρουσία των κοινοτήτων δεν ήταν χειρονομία φιλελευθερισμού αλλά πράξη ανάγκης: οι ηγεμόνες χρειάζονταν οικονομική βοήθεια για τις πολεμι κές (και άλλες) επιχειρήσεις τους - και αυτήν μπορούσαν να τους την προ σφέρουν, περισσότερο α π ’ τους ευγενείς, οι αστοί.5 Καθιερώθηκε έτσι η αρ χή ότι «ο βασιλεύς δεν δυναται να δρα μόνος)' («The king can not act alone») και ότι καμ ιά εισφορά κ αι κανένας φόρος δεν μπορούσε να επιβληθεί χωρίς τη συ γκ ατάθεση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το παλαιό ρωμαϊκό αξίωμα « Ε κ εί νο που αφορά όλους π ρέπ ει να εγκριθεί αστό όλους»? Ο Ερρίκος Η '-π ο υ είχε ανάγκη την οικονομική και πολιτική συμπαρά σταση του Κοινοβουλίου για τους πολέμους του, τους γάμους του και τη σύ γκρουση με τον Π ά π α - αναγνώριζε την «ασυλία» για τους βουλευτές, λ έ γοντας: <<Βασιλεύς κ αι Κοινοβούλισν είναι ψ ω μ ενοι ως εν πολιτικόν σώ μ α («one body Politic») κ αι οιαΔι']ποτε προσβολή εναντίον κ αι τον εσχάτου μέλους του Κ οι νοβουλίου κ α τ ά τ ψ διάρκειαν της θητείας τον δέοι> να θεω ρείται ότι στρέφεται ενα ντίον τον προσώ που Μου κ αι τον συνόλων τον Σ ώ μ ατος». Α υτές οι οικονομικές υποχρεώσεις και τα «προνόμια» συνεπάγονταν και το πολιτικό δικαίωμα τη ς ελευθερίας τον λόγου των αντιπροσώπων (μέσα, στο Κοινοβούλιο τουλάχιστον). Είκοσι χρόνια μετά τη γέννηση του Σαίξπηρ, ο βουλευτής Peter W entworth, στον ονομαστό του λόγο τού 1576, διακήρυττε: «Γλυκό είναι το όνομα της ελευθερίας, αλλά η ελευθερία η 'ίδια είναι αξία μ εγαλντε- 5234 52. Η γενική ψήφος ήταν αδιανόητη τότε. Από τους 4.000.000 περίπου κατοίκους της Αγγλίας του 1600, μόνο 60 άτομα ήταν λόρδοι (Peers) και μέλη της Βουλής των Λόρδων (Peers of the Realm) και μόνο το 2% έως 3% του πληθυσμού αποτελούσε την «μικρή αρι- στοκρατία» (Gentry). Νόμοι και πρακτική αποκλείανε το 95% των πολιτών από οποιαδή ποτε ανάμιξη στις υποθέσεις του κράτους - στις υποθέσεις που ρύθμιζαν τη ζωή τους. 53. Βλ. πιο πάνω, σελ. 18 επ. 54. Το Κοινοβούλιο χωρίστηκε τον ΙΔ αιώνα σε Βουλή των Λόρδων (Άνω Βουλή, των ανώτερων ευγενών) και Βουλή των Κοινοτήτων (Κάτω Βουλή, των κατώτερων ευγενών, ιπποτών, αστών). Όπως είναι γνωστό, με τα χρόνια, η δεύτερη γινόταν όλο και πιο ισχύ ρή, η πρώτη όλο και πιο σκιώδης —ώσπου, τώρα, οδεύει στην εξαφάνισή της. 56 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΔΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ρη απ ό τον πιο ανεκτίμητο θησαυρό... Χωρίς αυτήν, απ οτελ εί π αρω δία κ αι εμπαιγ μό να το ονομάζουμε. Κοινοβούλιο».^ Δίκαια έχει ειπωθεί π ω ς «Δεν είναι η Αγγλία που έφτιαξε το Κοινοβούλιο, αλλά το Κοινοβούλιο που έφτιαξε τ ψ Αγγλία». Η σκιαγράφηση τη ς αναγεννησιακής πολιτικής ιδεολογίας θα ήταν λειψή αν δεν μνημονεύαμε ένα μικρό βιβλίο (opusculum), που, αντίθετα με τον όγκο του, άσκησε τεράστια επίδραση στην πολιτική σκέψη και πράξη τη ς εποχής του, αλλά και των αιώνων που ακολούθησαν: τον Η γεμόνα (II Principe ) του Niccolo Machiavelli.3' Γραμμένο το 1513, ερευνά -όπω ς λέει ο συγγραφέας του- «την ουσία των ηγεμονιών, πόσων ειδών είναι, πω ς αποκτώ νται, π ω ς διατηρούνται κ αι γ ιατί χάνονται».' Α ντίθετα με τον «ιδεαλισμό» (ειλικρινή ή σκόπιμο) των ω ς τότε θεωριών για την «θεόθεν ρυθμισμένη κοινωνία», ο «ρεαλιστής» Μ α- κιαβέλλι αναλύει το πρόβλημα τη ς εξουσίας, όπως το ανίχνευσε στην πράξη τόσο τη ς Ιστορίας όσο και ω ς «γραμματικός» τη ς Φλωρεντινής Δημοκρα τίας και απεσταλμένος τη ς σε όιάφορες χώρες. Κ ι αυτή η πράξη -λ έ ε ι ο Μ ακιαβέλλι- «βοά» π ω ς το γυμνό και αποφα σιστικό στοιχείο στην ανθρώπινη ιστορία είναι το γυμνό συμφέρον κ αι η δύνα μη, π ω ς το μόνο «δίκαιο» είναι το δίκαιο τον ισχυρότερου ή π ω ς η «ηθική» είναι μονάχα η επιτυχία. Ο νυν ή επίδοξος ηγεμόνας, συνεχίζει ο συγγραφέας,56789 55. Για το «θράσος» του αυτό, ο W en tw orth φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου, με απόφαση του ίδιου του (έντρομου) Κοινοβουλίου, αλλά αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από έ να μήνα, χάρη σε διάβημα της Ελισάβετ. Ωστόσο, η ίδια επέβαλε το 1592-1593 ορισμένους περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, που «δεν έπ ρεπε να θίγει τη θρησκεία, τ φ βασιλικ'η δια κυβέρνηση, το θέμα της διαδοχής στον θρόνο, το εμπόριο» κ.ά. 56. Ο πραγματικός τίτλος του είναι D e P rin cipatibu s ( Γ ια τις ηγερεσνίες), αλλά γρήγορα επικράτησε ο συντομότερος άλλος. 57. Βλ. ΓΗ . BENOIST, L e M achiaveilism e, avan t, pen dan t et apres M achiavel, 3 τόμ., Παρίσι, 1907, 1936, R. RID O LFI, V ita di N iccolo M achiavelli, Ρώμη, 1954, A. REN A U D ET, M achiavel, etu de d ’histoire des id ies politiques, Παρίσι, 1956, G. SASSO, N iccolo M achiavelli. Storia del suo pen siero politico, Νάπολη, 1965, J. J. CHEVA.LLIER, Lev grandes oeuvres p o li tiques de M achiavel a nos jou rs, Παρίσι, 1970, M. HIJLLIUNG, Citizen M achiavelli, Πρινστον, 1983. Για τη ν επίδρασή του στο ελισαβετιανό θέατρο, βλ. Ε . M EYER , M achiavelli and the E lizabethan D ram a, Βαϊμάρη, 1897, R E ES E (1961), σελ. 92 επ., KEETON (1967), σελ. 313 επ. 58. Γράμμα στον φίλο του Vettori, πρεσβευτή τη ς Φλωρεντίας στην Ρώμη. 59. Το δίκαιο του ισχυροτέρου είχαν υποστηρίξει οι Λθηναίοι προς τους Μηλίους και ο Αθηναίος επίσης Εύφημος προς τους Συρακουσίους (ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, Ε , 89-102 και Σ Τ , 83). Βλ. και ΔΙΩΝΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ, Π ερί βασιλείας, Γ , 114β, και ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗ, Σ άτιρες, V I, 223. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ι ΔΕΟΛΟΓΙ Α ΤΗΣ ΑΝΑΓ Ε ΝΝΗΣ ΗΣ 57 δεν μπορεί να στηριχθεί σε ηθικούς κανόνες - αυτούς τους χρησιμοποιεί μό νο σαν μέσα για τον σκοπό του, που είναι η κατάχ τη ση κ αι η δια τή ψ ρ η της ε ξουσίας, η αποτροπή εσωτερικών κ αι εξωτερικών α π ειόσ ν κ αι η επιβολή στους υ πηκόους του. Η διαγωγή του δεν ρυθμίζεται από «δεοντολογίες», αλλά από την εκά στοτε πρακτική ανάγκη. Όλα τα μ έσα είναι γ ι’ αυτόν θεμιτά,6061από τη βία και τη σκληρότητα ω ς την υποκρισία και τον εμπαιγμό. Συνακόλου θα, πρέπει να είναι «και λιοντάρι σε δύναμη κ αι αλεπού σε πανουργία». Δεν πα ραλείπει, ω στόσο, ο Μακιαβέλλι να τονίσει π ω ς το πιο σίγουρο στήριγμα του ηγεμόνα είναι η φιλία του λαού - το «ισχυρότερο φρούριό» του. Αφιερωμένος στον Λαυρέντιο των Μεδίκων, ο Ηγεμόνας π έ ρ α σ ε απαρα τήρητος και ο Μακιαβέλλι δεν υποψιαζόταν ω ς τον θάνατό του (1527) τι πά ταγο θα ξεσήκωνε σε λίγο το πόνημά του. Τυπώ θηκε το 1531, αλλά η μεγά λη φήμη του αρχίζει στα μέσα του αιώνα - και δεν καταλάγιασε από τότε. Α μ έτρητες είναι οι άγριες επιθέσεις που έχει δεχθεί ο Φλωρεντινός για τον «κυνισμό» του, τον «αμοραλισμό» του, την «φθαρτική επίδρασή» του. Σ την Αγγλία ειδικά, ο αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπέρυ Reginald Pole απο φάνθηκε π ω ς το βιβλίο είναι γραμμένο « από το χέρι του διαβόλου».*’ Ο Π ά πας Παύλος IV κα τήγγειλε, το 1557, τον Μακιαβέλλι σαν «ανήθικο και ανό σιο» και η Σύνοδος του Τρέντο (1545-1563) καταχώρισε τον Η γεμόνα στον Index των απαγορευμένων για τους πιστούς βιβλίων. Ενώ πλάστηκαν όροι σχετλιαστικοί α π ’ το όνομα του συγγραφέα του, όπως «μακιαβελλισμός», «μακιαβελλικός» (καταχθόνια σκέψη, δαιμόνιος κτλ.). Η γυμνή αλήθεια -ό π ω ς θα ’λεγε ο ίδιος- είναι ότι πάμπολλοι ηγεμόνες, πολιτικοί, ιεράρχες και λοιποί που τον κατακεραυνώνουν σαν υμνητή τη ς βίας, του κυνισμού, τη ς υποκρισίας αποδείχθηκαν ασύγκριτα υποκριτικότε- ροι, αφού, την ίδια ώρα, εφάρμοζαν τις δικές του «προδιαγραφές» με ασύ γκριτα μεγαλύτερη σκληρότητα, ω μότητα, απάτη.62 Η πολιτική πράξη ό λων των αιώνων δικαίωσε και δικαιώνει αδιάκοπα τον Φλωρεντινό στοχα σ τή που, στον Η γεμ όνα, όπως και σ τις λιγότερο γ νω στές Δ ια τ ρ ιβ ές σ τ ψ π ρ ώ τη δεκάδα του Τίτου Λίβιου, δεν έγραψε μια π ολ ίτικη χρηστομάθεια, αλλά κα 60. Το δόγμα «Ο σκοπός αγιάζει τ α μέσα» θα χρεωθεί ιδιαίτερα στο τάγμα των Ιησουι τών, που ίδρυσε ο Ιγνάτιος Λογιόλα το 1534. 61. Έ χει υποστηριχθεί πως το λαϊκό «φιλικό» παρανόμι του Σατανά «Old Nick)) κα τάγεται απ το βαφτιστικό όνομα του Μακιαβέλλι. 62. Παράδειγμα, ανάμεσα σε μύρια άλλα, ο «φωτισμένος μονάρχης» Φρειδερίκος Β 'τ η ς Πρωσίας, ο και «μέγας» επονομαζόμενος, που έγραψε έναν Α ντιμακιαβέλλι (1738), αλλά δεν δίστασε να μοιράσει ωμότατα την Πολωνία με τους εστεμμένους «αδελφούς» του. 5§ Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ τέγραψε όσα είδε -και βλέπουμε όλοι, κάθε μέρα- να συμβαίνουν στην πορεία κρατών και κρατούντων. Γ ι ’ αυτό και πολλοί κορυφαίοι -α π ό τον Richelieu και τον Mazarin ω ς τον Rousseau, τον Nietzsche κ .ά .- τίμησαν την οξυδέρ κεια και την παρρησία του.6364 «Χρωστάμε: χάρες στον Μ ακιαβέλλι κ αι άλλους, που γράφουν τ ι κάνουν οι άνθρωποι, και όχι τ ι πρέπ ει να κάνουν», θα πει ο πολύς Francis Bacon. Και γ ι' αυτό ακριβώς κατηγορήθηκε ο Μακιαβέλλι: όχι επειδή «διαφθείοει» τους ηγεμόνες, πολιτικούς και λοιπούς -αυτόν περίμε- ναν!- αλλά επειδή α π οκ αλύ π τει τη δ ια φ ο ρ ά τους. Σ την ελισαβετιανή εποχή, ο Μακιαβέλλι ήταν πια «διαβόητος» και οι «θέσεις» του μνημονεύονταν από πολλούς συγγραφείς, πολιτικούς, λογοτέ χνες. Ο ίδιος ο Σαίξπηρ τον αναφέρει ονομαστικά τρεις φορές: Σ το Α' μέρος του Ερρίκον Σ Τ ', η αιχμαλωτισμένη α π’ τους Άγγλους Μαργαρίτα λέει π ω ς είναι έγκυος α π ’ τον Δούκα του Αλανσόν και ο Δούκας του Γιορκ (άξιος πα τέρας του Ριχάρδου Γ ') αναφωνεί: «Ο Αλανσόν! Σπουδαίος Μ ακιαβέλλης!» (V, 4, 109). Ο ίδιος ο Ριχάρδος (δούκας του Γκλόστερ ακόμα), μονολογώντας στο Γ ' μέρος τη ς τριλογίας αυτής, καμαρώνει για την υποκρισία του και λέει π ω ς « μ π ορείν α καθίσει στο θραν'ιο τον Μ ακιαβέλλι τον φονιά» (III, 2, 193). Ο αρ- χισφαγέας Ριχάρδος αποκαλεί «φονιά» τον Φλωρεντινό, που, πιθανότατα, δεν είχε σφάξει ούτε κότα. Και στις Π ρόσχαρες κυρίες του Γουίνδσορ, ο Παν δοχέας καυχιέται «Ε ίμ αι Μ ακιαβέλλης!» (Ill, 1, 79). Πολύ σημαντικότερος, φυσικά, είναι ο «μακιαβελλισμός» μερικών καίριων προσώπων, όπως ο Α α - ρών (Τ ίτος Ανδρόνικος), ο Ριχάρδος Γ', ο Ιάγος, ο Έντμοντ (Ληρ). 63. Το 1787 του στήθηκε μνημείο στο Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας, κοντά στα μνη μεία του Νταντε, του Γαλιλαίου, του Μιχαηλάγγελου, του Αλφιέρι. 64. T h e A d v a n c e m e n t o f L e a r n i n g (1605), X V I, 91, R E ES E (1961), 95. 3. Η Ψ Υ Χ Η ΤΗ Σ ΕΠ Ο Χ Η Σ : Ο Σ Λ Ι Ξ Ι Ι Ι Ι Γ 1 Α υ τ ά τα προβλήματα, οι αγοινίες, οι ιδεολογικές και κοινωνικές συγκρού σεις βρήκαν απαράμιλλη ποιητική και δραματική έκφραση στο έργο του Σ αίξ- πηρ, που τα εκτίναξε σε οικουμενικές και διαχρονικές διαστάσεις. Ό π ω ς γ ί νεται συχνά, η τέχνη και ειδικά το θέατρο κάνουν την Ιστορία επίκαιρη, δι καιώνοντας τον αριστοτελικό αφορισμό π ω ς «η ποίηση είναι φιλοσοφικότεμη κ αι σπονδαιότερη απ ό την Ιστορία» Σ το ονομαστό αποχαιρετιστήριο ποίημα που έγραψε για τον ποιητή ο φί λος και ομότεχνός του B en Jonson τον αποκαλεί «ψυχή της εποχής τον» {(.(soul o f the a g e » ): Α λλά και ο ίδιος ο Σαίξπηρ μ ’ αυτό τον τρόπο αντιμετώ πιζε τον ρόλο του δραματουργού και όποιου καλλιτέχνη, όταν έλεγε, με το στόμα του Ά μ λ ετ, π ω ς ο ηθοποιός -κ α ι κάθε δημιουργός- είναι «το ά π ια σ το κ αι φευ γαλέο χρονικό κάθε εποχ>)ς» (II, 2, 515) και π ω ς «στόχος» τη ς σκηνής -και γ ε νικότερα τη ς τέχ ν η ς- «ήταν και είναι να γίνεται της φύσης ο καθρέφτης» και «να δείχνει... του καιροί: την η/,ικία κ αι το παράστη μ α μ ε τ α σ ω σ τά του μέτρο, και ση μάδια» (III, 2, 19). Και ακριβώς επειδή δραματοποίησε με τόσο μεγαλοφυή τρόπο τον καιρό του, ο Σαίξπηρ μένει ποιητής -κ α θ ώ ς λέει πάλι ο Jon son- «όχι μ α ς εποχής αλλά όλυαν των καιρών» («not o f an age but for all time»). Α νάμεσα στα προβλήματα που απασχόλησαν τον Σαίξπηρ, το πρόβλημα τη ς εξουσίας κατέχει θέση καίρια. Ο ίδιος το ονομάζει στον Μ άκβεθ «κυρίαρχο θέ- 123 1. Για τις πολιτικές απόψεις του Σαίξπηρ, βλ. CO LERID G E, SIMPSON (1814), PATER (1889), CHAM BERS (1923), CHARLTON (1929), ADAMS (1933), HART (1934), DRAPER (1936), TH A LER (1941), TILLYARD (1943), PALM ER (1945), PHILLIPS (1946), STIRLING (1949), S E W E L L (1951), E C H O FF (1954), C A M P B EL L (1957), SIEG EL (1957). KNIGHT (1958), RICHTER (1962), BLOOM (1964), LEGOUIS (1964), K E T T L E (1964), K EETO N (1967), RICHMOND (1967), BO Q UET (1969), DOLLIMORE (1984), EAG LETO N (1986), W E L L S (1986), COX (1989), LEG A TT (1989), PATTERSON (1989), B A T E (1997). 2. Π ο ιη τ ικ ή , IX , 1451 B. 3. « T o the M em ory of My B elo v ed , the A u th or, M r. W illiam Shakespeare)). O xhucutH uivK. <W> ;Ί^ η ι«Μ Tun· ήηηίη· Tον. /Lk S to βφ ϋο rot· C. A ‘• Jiti'ii. «Shakespeare the M.m»> . UjuV’iw, /fW. Η ΨΎΧΗ ΤΗΣ Ε ΠΟΧΗΣ: Ο ΣΑΙ ΞΙ Ι ΗΡ 6ι μ α» - (.(the imperial theme» (I, 3, 129). Από τα ιστορικά του δράματα ω ς τις κωμωδίες του, α π’ τις μεγάλες τραγωδίες ω ς τα έργα τη ς δύσης του, προ σεγγίζει το θέμα τούτο α π ’ όλες τις πλευρές, εμβαθύνοντας όλο και πιο πολύ σ τη διερεύνησή του. Ό π ω ς αναφέραμε πιο πάνω,4 οι «συντηρητικοί» κριτικοί, παλιοί και νεό τεροι,5678υποστηρίζουν π ω ς τα έργα του Σαίξπηρ αποτελούν «καθρέφτες» τη ς ελισαβετιανής πολιτικής και του τυδοριανού «μύθου», κηρύγματα υπέρ τη ς μοναρχίας, τη ς ιεραρχίας και του κατεστημένου, μύδρους εναντίον κάθε αμ φισβήτησης και εξέγερσης. Ο Coleridge, λ .χ ., στις αρχές του ΙΘ' αιώνα, δια τει,νόταν α π ’ τη μια π ω ς ο ποιητής ήταν ανεπηρέαστος από τις ιστορικές συνθήκες τη ς εποχής του κι α π ’ την άλλη π ω ς «είχε βαθύ σεβασμό για όλους τους καθιερωμένους θεσμούς της κοιναϊνίας κ αι για τις τάξεις που αποτελούν τα σταθερά στοιχεία του κράτους» και π ω ς ήταν «ένας αριστοκράτης φιλόσοφος». Για να στηρίξουν τις απόψεις τους, οι κριτικοί αυτοί προσφεύγουν στα σαιξπηρικά εκείνα χωρία όπου διάφορα πρόσωπα εκθειάζουν τα αγαθά τη ς «θεόδοτης» βασιλείας, τη ς ιεραρχίας, τη ς τάξης κτλ. - σύμφωνα, άλλω στε, και με την επίσημη ιδεολογία, που αναφέραμε πιο πάνω.' Παραγνωρίζουν, ωστόσο, το βασικό ερώτημα που θ έτει, γενικότερα, ο Burke: «Ποιος λέει τι, σε ποιον, για ποιο σκοπό και μ ε τι απ οτέλ εσμ α;» («W ho is saying what, to whom, fo r what purpose and with what effect?») Παραγνωρίζουν, δηλαδή, π ω ς τους λόγους υπέρ των ιερών, απαραβίαστων και σωτήριων θε σμών (και «θέσεων») τούς εκφωνούν, πάντα, φορείς και. καρπ ω τές αυτών ταον θεσμών - βασιλιάδες, «ευγενείς», πατρίκιοι, αρχιεπίσκοποι κ.λπ. Ό π ω ς κά θε συγγραφέας άξιος του ονόματος του, ο Σαίξπηρ παρουσιάζει τους ήρωές του (άρχοντες ή πληβείους) να μιλούν και να δρουν κ α τα π ώ ς ταιριάζει στη θέ ση τους κ αι τ ψ τάξη τους, στη νοοτροπία κ αι στον χαρακτ ήρα τους, σ τα συμφέρο ντα κ αι στις επιδιώξεις τους:3 Μάχονται, κατά κανόνα, όχι για «το γενικό κα λό» (όπως ο Βρούτος στον Ιούλιο Κ α ίσ α ρ α ), αλλά για το δικό τους διάφορο, pro domo sua. 4. Β λ . σελ. Η. 5. Β λ . ενδεικτικά, CO LERID G E, TILLYARD (1944), C A M P B EL L (1947), G .W . KNIGHT (1948-1958). 6. Δ ιάλεξή του για την Τρικυμία, τ ο Δεκέμβριο του 1818, PATTERSON (1989), σελ. 6-8. 7. Β λ . σελ. 35 επ . 8. Φ υσικά, είναι ολότελα παράλογη και αθεμ ελίω τη η άποψη του Γερμανού RUMELIN (1864) π ω ς οι διάλογοι του Σ αίξπ ηρ «στερούνται αλήθειας», επειδή «όλα τ α τρόσω πα ομιλούν ό π ω ς ο ποιητής»\ 62 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Αυτό όμως δεν σημαίνει -κά θε άλλο- πω ς ο Σαίξπηρ υιοθετεί τις ιδέες τους, Ειδεμή, θα φτάναμε στον εξωφρενισμό να πιστέψουμε π ω ς ο ποιητής συμ μερίζεται τις απόψεις κάθε τυράννου, εγκληματία, ανόητου ή γελοίου που φέρνει στη σκηνή! Ά λ λ ω σ τε, οι λαλίστατοι πρόμαχοι τη ς αυταρχίας, του κατεστημένου κτλ. δεν είναι διόλου αξιοσύστατα πρόσωπα: ο Ριχάρδος Β 'ε ί ναι ένας άσωτος, που καταντά μάστιγα για τη χώρα του, ο Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπέρυ είναι περισσότερο συμφεροντολόγος παρά «άγιος», ο Οδυσ- σέας είναι ο πιο πανούργος από τους (κατά το έργο) «άθλιους Δαναούς», ο Μενένιος ένας πονηρός «αβανταδόρος» του μισόδημου Κοριολανού. Οι ήρωες του ποιητή σκέφτονται και μιλούν «αριστοκρατικά» επειδή είναι αριστο κράτες, «εγκληματικά» επειδή είναι εγκληματίες, «χωριάτικα» επειδή εί ναι χωριάτες. Και, φυσικά, «επαναστατικά» επειδή είναι επαναστάτες. Για - τί τό τε να μην υποστηριχθεί π ω ς κι ο Σαίξπηρ είναι επαναστάτης, μια και «καταγράφει» τους λόγους των εξεγερμένων πολιτών; Κορυφαίος σαιξπηριστής των αρχών του περασμένου αιώνα, ο William Hazlitt, επισήμαινε ενθουσιαστικά: « Η εκπληκτική ιδιαιτερότητα τον σαιξπηρικού πνεύματος ήταν η οικουμενικό τη τά τον (generic quality), η δύναμη τον να επικοινωνεί με όλα τα άλλα πνεύ ματα — έτσι που περιείχε ένα σόμπαν σκέψεανν και αισθ'ημάτατν, χωρίς ειδικές προτιμήσεις... Ήταν, απλώς, όπως κάθε άλλος άνθρωπος, αλλά ήταν όπως ό λοι οι άνθρωποι... Ή ταν όλα όσα ήταν οι άλλοι ή θα μπορούσαν να γίνουν... Το πνεύμα τον καθρέφτιζε όλες τις εποχές, περασμένες και τωρινές, όλοι οι άνθρω ποι που έζησαν κάποτε ήταν εκεί (στο έργο του). Δεν είχε ιδιαίτερο σεβασμό για κανόναν. Η μεγαλοφυία τον φώτιζε εξίσου τον κακό και τον καλό , τον σοφό και τον ανόητο, τον μονάρχη και τον ζητιάνο».910 Και ο λίγο νεότερος του ποιητής John Keats συμπέραινε π ω ς «ο αληθινός ποιητής πρέπει να είναι χαμαιλέατν» .il Η απεικόνιση του Σαίξπηρ σαν απολογητή προπαγανδιστή του status 9. Ο BR A D LEY (1904, σελ. 172) χαρακτηρίζει «κω μική τη συνήθεια να μνημονεύονται σαν απόψεις τον Σ αίξπη ρ όλα όσα λύνε τ α π ρόσ ω π ά τον». 10. «O n Shakespeare and M ilton» στο T he R om antics on Shakespeare, σελ . 181. Ακόμα και ο Τολστόι -που τόσο αποστρεφόταν τον ποιητή- παραδέχεται πως οι ήρωες του δεν είναι φερέφωνά του, πως ο καθένας μιλάει σύμφωνα με την προσωπικότητά του κτλ. Shakespeare and the D ram a, σελ. 260-261, BA T E (1997), σελ. 150-151. 11. Γράμμα στον Richard W o o d h o u se, 27.10.1818. Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ: Ο Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ 63 quo αμφισβητήθηκε έντονα και αμφισβητείται όλο εντονότερα (όπως, άλ λ ω σ τε, και όλη η κρατούσα πολιτική ιδεολογία στον καιρό τη ς). Από τα τέλη του περασμένου αιώνα, ο Richard Simpson τόνιζε πω ς «... υπάρχει ενα πολιτικό ρεύμα στη σκέψη τον Σ αίξπ η ρ, α π ’ τις μέρες της Ε λ ι σάβετ, πον τον οδηγούσε σ τ ψ αντιπολίτευση. Αν κ αι καλοδέχτηκε τ ψ άνοδο του Ιάκω βον Α'στον θρόνο, γρύρ/ορα οοιογοήτεντηκε κ α ι όταν ασχολήθηκε με την ιστορία της Ρώμης, “της στενοχώριας τον ο χειμώνας” έγινε πιο ζοφερός παρά ποτέ. Οι τραγω δίες τον φτάνουν στο ίδιο συμπέρασμα κ αι δείχνουν π ω ς οι σ κ έ ψεις τον Σονέτου 66 κ αι τον Ά μ λετ το “Να είσαι ή να μ ψ είσαι” είναι καθαρά δικά τον».1213 : ωντας σε μιαν εκρηκτική εποχή, ο Σαίξπηρ είχε συνειδητοποιήσει πολύ γρήγορα τι ρόλο παίζει η εξουσία στις τύχες του τόπου του, και κάθε τόπου. Είχε διαγνώσει ξεκάθαρα το ((αιώνιο σχήμα» (τον ((τροχό», θα λέγαμε) τη ς λειτουργίας τη ς εξουσίας και των κακουργιών τη ς εξουσίας, που τις μεθόδους και τις συνέπειές του διεκτραγώδησε στα περισσότερα έργα του, και που θα μπορούσαμε να το εικονίσουμε σχηματικά έτσι: Αρχομανία - Αγώνας για τ ψ εξουσία - Κ α τά χ τη σ η της εξουσίας - Ά σκη ση της εξουσίας —Κ ατάχρηση της εξουσίας —Π τώ σ η του εξουσιαστή. Και αναλυτικότερα: α) Π άθος για τ ψ εξουσία και πάθ?] των άλλων (αντιπάλων κ.λπ .) κ α τ ά και απ ό τον αγώνα του αρχολίπαρου για την άλωσή τη ς. Αυτή την «ακαταλότησττ] κι αφύσικίί μανία»... «για το ξεσαρκωμενο κόκκαλο της εξουσίας» ( Ριχάρδος Γ\ II, 4, 6 3 , Β ασιλιάς Ιωάννης, IV , 3, 148), αυτό τον δαιμονικό οίστρο και τα ε γκλήματα που στρώνουν τον δρόμο για την εξουσία θα προβάλλει ο ποιητής ακατάπαυστα, προπάντων στα ιστορικά δράματά του, στον Άμλετ, στον Μ άκ- βεθ, στην Τρικυμία, όπως θα αναλύσουμε στα επ ό μ εν α κεφάλαια. β) Π άθη τον ίδιον του αρχολάγνον, αφού αποκτήσει (νόμιμα ή άνομα) την εξουσία, όπως χαράζονται, ιδιαίτερα, στον Ερρίκο Σ Τ ', στον Ερρίκο Δ', στον Μ άκβεθ, αδιάκοπες ανησυχίες και έγνοιες («Α μ δε μ πορεί να βολευτεί σε στρώ μ α / κεφάλι που φοράει κοράννα» - « Uneasy lies the head that wears a crown», Ερρίκος 12. Βλ. πιο π ά ν ω , σελ. 11. 13. SIMPSON (1871). II φράση «της στενοχώριας τον ο χειμώνας» παραπέμπει, φυσικά, στον πρώτο στίχο του Ριχάρδου Γ'. Το «αντιπολιτευτικό» Σονέτο 66 παραθέτουμε ολόκλη ρο πιο κάτω, μιλώντας ακριβώς για τον Α μλετ. Βλ. σελ. 158. 64 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΙ Ι Ρ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α Σ Δ , Β ' Μέρος, III, 1, 31. «Ω γυαλισμένη σύγχυση! έγνοια χρυσωμέντβ / που όλες τις πόρτες τον ύπνου τις κρατάς ολάνοιχτες / σε τόσες άγρυπνες νυχτιες», ό.π. IV , 5, 20. «Τον βασιλιά τον παραστέκουν η έγνοια, η υποψία κι η προδοσία», Ερρίκος ΣΤ', Γ ' Μέρος, II, 5, 54). Και προπάντων, αγω νία αν και π ώ ς θα μπορέσει να κρατή σει τον θρόνο {«Ό μω ς θα ’χουμε / μόνο μια μέρα αυτά τα μεγαλεία; η θα β αστή ξουνε πολύ να τα χαρσύμε;», Ριχάρδος Γ', IV , 2, 5. « Έ τσι όπω ς είμαι [βασιλιάς] τίποτα δεν είμαι, αν δεν/ έχω όπω ς είμαι ασφάλεια», Μάχβεθ, III, 1, 48).14 γ) Ασύγκριτα πιο τραγικά είναι τα πάθη των θυμάτων τους, του λαού - που δεν «γράφει την Ιστορία», αλλά που η Ιστορία γράφεται με το δικό του αί μα και πόνο, του απλού πολίτη, ο οποίος σηκώνει όλα τα βάρη και πληρώνει για όλα τα εγκλήματα των «μεγάλων», με ανταμοιβή την εκμετάλλευσή του, την καταπίεση, τον θάνατο... Και τούτο, είτε οι ηγεμόνες είναι αδύναμοι (Ερρίκος Σ Τ ', Ριχάρδος Β ') είτε είναι τυραννικοί (Ριχάρδος Γ', Ριχάρδος Β '), η αδυναμία οδηγεί συχνά στην τυραννία (Ληρ, Μάκβεθ, Κοριολανός). Πόλε μοι εξωτερικοί και εμφύλιοι, μωρία και ανικανότητα, ματαιοδοξία και αλα ζονείες των «δυνατών», απληστία και διαφθορά των «κρατούντων», όλο ε κείνο το αιματηρό «πανηγύρι τη ς δύναμης» και γύρω απ τη δύναμη έχει μια κατάληξη: το ρήμαγμα τη ς χώρας, τον τρόμο και την καταπίεση, τη δυστυ χία του λαού, τις α τέλειω τες αλληλοσφαγέε, που κάνουν «την πιστή γτ) της Αγγλίας (και κάθε χώρας), ποτιαμένη μ ’ αθώοι’ αίμ α απ ό τ ψ απιστία» (Ριχάρδος γ ; IV , 4, 29 ). δ) Ώ σπου η Ν έμεση, με τη μιαν ή την άλλη μορφή, να προκαλέσει την π τώ σ η και τον εκμηδενισμό του «η γ έτη λαών» («... και εντός, δεν είμαι τίπ ο τα» - «And straight I am nothing», Ριχάρδος B\ V , 5, 38). Ο Σαίξπηρ δεν δογ ματίζει θεολογικά όταν προβάλλει την τιμωρία των άνομω ν εξουσιαστών. Υποδείχνει π ω ς η εξουθένωσή τους είναι ο αναπότρεπτος καρπός τ ojv δικών τους αδικοπραγιών, tcov αντιδράσεων π ου προκαλεί η πολιτεία τους, τη ς « ι στορικής αναγκαιότηταο). Ε χον τα ς απόλυτη γ ν ώ σ η τη ς μάστιγας που αποτελεί για όλους ο άκρατος πόθος για την εξουσία και η άμετρη άσκησή τη ς, ο ποιητής οραματίζεται14 14. Οι περιπαθείς εραστές της εξουσίας είναι θαρραλέοι (και ανελέητοι) για ν’ αναρρι- χηθούν σ ’ αυτήν - τρομαγμένοι μην ξαναπέσουν και, γ ι’ αυτό, πάλι ανελέητοι. Όταν έγινε πρωθυπουργός ο Βενιαμίν Ντισραέλι (1848), είπε: « I have clim bed o n the top o f the greasy pole» («Σ καρφ άλω σα σ τ ψ κορυφή του γλιστερού στύλον»). Κατά ειρωνεία, αθέλητη ή ηθελη μένη, η λέξη «greasy» σημαίνει όχι μόνο γλιστερός, αλλά και γλοιώδης, χαμερπής. Η ΨΥΧΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ: Ο ΣΛΙΞΠΗΡ 65 «Ο Σ α ιξ π η ρ κ α ι ο Μ πεν Τζσνσον παίζουν σκ άκι» . Φ αν τασ τικ ό ς π ίν α κ α ς ά γ ν ω σ τ ο ν καλλιτέχνη. Λονδίνο, Β ρεταν ικ ό Μ ουσείο. τον «δέοντα ηγεμόνα», τον [.δανικό κυβερνήτη, που τις «βασιλικές χάρες» του χαράζει συνοπτικά ο Μάλκολμ στον Μ άκβεϋ: ... δικαιοσύνη. ισάδα, εγκ ράτεια, σταθερότητα, γενναιοφροσύνη, υπομονή, σπλαχνιά, σεμνότητα, ευλάβεια, συνέπεια, θάρρος, καρτερία. (... justice, verity, temp’mnce, stableness, Bounty, perceverance, mercy, lowliness, Devotion, patience, courage, fortitude.) (IV, 3, 91) Και παλιότερα, στο Σονέτο 94, έδινε την εικόνα των μεγαλόκαρδων αρ χόντων, που «ενώ μπορούν να βλάψουν, δεν προβαίνουν να κάνουν όσα επ ιδεικτικά απειλούν», γι αυτό και τους ευλογούν «οι ουράνιες χάρες». 5° 66 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ ΣΛΙ ΞΓΙ ΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο μόνος α π ’ τους βασιλιάδες των ιστορικών δραμάτων και των τραγω διών που κάτεχε αυτές τις ((βασιλικές χάρες» ήταν -γ ια τον Σαίξπηρ, και όχι μόνο- ο Ερρίκος Ε', ο εθνικός ήρωας τη ς Αγγλίας. Γην επίγνω ση του η γεμονικού χρέους, την αυτογνωσία του, την έγνοια του για τη χώρα και τον λαό τις καταδείχνει στην ονομαστή νυχτερινή σκηνή πριν α π' τη μάχη του Αζινκούρ, όπου ο βασιλιάς -ινκόγκνιτο- συζητάει με τους στρατιώτες ((του», και αυτοαναλύεται κι αυτοκρίνεται (Ερρίκος Ε', IV, 1). Και φτάνει ν’ ανα γνωρίσει π ω ς «αν η αφοσίωση τον κάθε υπηκόου ανήκει στο βασιλιά, η ψυχή τον ανήκει στον εαυτό τον» (IV, 1, 166). Για τη ((δεοντολογία» αυτή ο Σαίξπηρ είχε στηριχθεί και στην «πολι τειολογία» τη ς εποχής. Ιδιαίτερα στον Έρασμο, που διέγραφε διεξοδικά τα βασιλικά καθήκοντα, τονίζοντας παράλληλα π ω ς «ο μεγαλύτερος διαφθορέας των ηθών είναι ο πόλεμος»,1 στον Thom as Elyot, που επέμενε στην ανάγκη να συμβουλεύεται ο βασιλιάς τους υπηκόους του," αλλά και στον ((επάρατο» Μα κιαβέλλι, που υποστήριζε π ω ς «το καλύτερο κάστρο» για έναν ηγεμόνα είναι «να έχει φίλο το λαό» ή, έσ τω , «να μ ψ τιροκαλεί το μίσος τ ο υ » } 1 Φυσικά, η ιστορική πείρα των αιοόνων βεβαιώνει π ω ς οι ηγεμόνες που α νταποκρίνονται σ ’ αυτές τις ((προδιαγραφές» είναι πιο σπάνιοι κι α π’ τους μυ θικούς μ,ονόκερους. Και τα έργα του βάρδου το αποδείχνουν περίτρανα. Αν, ω στόσο, παίρνει για ήρωές του -δηλαδή για θέματα τη ς ανάλυσής το υ - τους βασιλιάδες, το κάνει επειδή στον καιρό του ολόκληρη η πολιτική ήταν έργο του μονάρχη. «Ο ηγεμόνας είναι η πηγή α π ’ όπου ξεχύνεται σαν κα ταρράκτης το κακό και το καλό πάνω στο λ α ό », έγραφε ο Thomas More στην Ο υτοπία τ ου:151671819Και ο νεαρός Σαίξπηρ: «Οι πρώ τοι [οι ηγεμόνες] είναι για τον λαό καθρέφτες να κοιτάζουν, / σκολειά για να διδάσκονται, βιβλία να τους διαβάζουν» (« F o r princes are the glass, the school, the book, / W herein subjects eyes do learn, do read, do look»). Αυτό όμως δεν είναι παρά λεπτομέρεια του αληθινού προβλήματος -του αφηρημένου προβλήματος- τη ς εξουσίας, που ο Σαίξπηρ επιχειρεί την «ανα 15. ΕΡΑΣΜΟΣ (1516), W E E L S (1986), σ ελ. 62 επ. 16. ELYO T (1531). 17. M A CH IA V ELIJ (1513), IX , X X . Την πιο επ ιγραμματική συμβουλή είχε δώσει ο τρ α γικός π οιη τής ΑΓΑΘΩΝ: « Τ ον ά ρ χ ο ν τ α τ ρ ιώ ν Set μ εμ ν η σ θ α ι’ π ρ ώ τ ο ν μ εν ότι ά ν θ ρ ω π ο ί ά ρ χ ει, δεύ τερο ν ό τ ι κ α τ ά νόμους ά ρ χ ει, τ ρ ίτ ο ν ό τ ι ουκ ά ε ι ά ρ χ ει» (ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Μ Σ Τ , 24). 18. ΙΙρώ το Βιβλίο, σελ. 42, 74. 19. Ο Β ιασμός της Λουκρτμίας (1594), σ τ. 615. Πρβλ. ΙΣΟΚΡΑΤΗ: «Το τη ς πολεω ς όλης t/0os ό μ ο ιο ΰ τ α ι τ ο ΐς άρ χ ο υ σ ιν » (Π ρος Ν ικοκλέα, 31). Η ΨΎΧΗ ΤΗΣ Ε ΠΟΧΗΣ: Ο Σ ΑΙ ΞΠΗΡ ί>7 τομία» του. Γιατί, βέβαια, το πραγματικό πρόβλημα αποτελεί τούτο το πα ράδοξο, αντιφατικό «φαινόμενο»: οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν μπορσύιν να βιώσονν χωρίς εξουσία, αλλά η εξουσία κάνει συχνά τη ζωή αβίω τη τόσο για κείνους που ε ξουσιάζονται, οσο κ αι γ ι αυτούς π ου εξουσιάζουν. Μπορούμε να πούμε π ω ς ο Σαίξπηρ διαπιστώνει (πολύ πριν α π’ τον Rous seau, τον Hegel, τον Marx) την αλλοτρίωση που δημιουργεί σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους η εξουσία: αυτή η διόλου μεταφυσική δύναμη που απο-αν- θρωπίζει κι εκείνους και τούτους, αυτός ο πόθος κυριαρχίας, η «libido dominan- di», που σπρώχνει ακατανίκητα τους ανθρώπους προς την εξουσία, την ο ποία «πρέπει» να κατακτήσουν ακόμα και με το έγκλημα. Κι αυτός ο τρόμος, ο πανικός μη χάσουν την εξουσία που κέρδισαν, τους παρακινεί αναπότρεπτα στην καταπίεση, στην τρομοκρατία, στην τυραννία, στο έγκλημα. Ο Σαίξπηρ γυ ρίζει και ξαναγυρίζει ολοένα στα ερωτηματικά γι αυτό τον φαύλο κύκλο του ανθρώπου, που υποτάσσει τη φύση αλλά υποδουλώνεται α π’ τον άνθρωπο και -τ ελ ικ ά - απ τον ίδιο τον εαυτό του. Το θέμα τη ς εξουσίας -θέμα πολιτικό και ηθικό- γίνεται θέμα υπαρξιακό. Ίσ ω ς αντιταχθεί π ω ς αιτία αυτής τη ς αθλιότητας δεν είναι η εξουσία κα θαυτή αλλά η κατάχρηση τη ς εξουσίας. Τ ό τε όμως προβαίνει ένα άλλο ερώ τημα : Μ πορεί να υπάρξει εξουσία χωρίς κατάχρηση της δύναμής τη ς; Η «κατά χρηση» δεν είναι αναπόσπαστο στοιχείο τη ς; Μια τέτοια απάντηση μοιάζει να δίνει συχνά ο Σαίξπηρ, όταν παρουσιάζει όλους εκείνους τους βασιλιάδες, τους ευγενείς, τους πολιτικούς, τους πολέμαρχους («καλούς» ή «κακούς»), που κάνουν όλοι κατάχρηση τη ς εξουσίας τους, που τη μετατρέπουν σε όρ γανο ικανοποίησης του εγωισμού τους, σε εργαλείο προσωπικού κέρδους, σε βούνευρο καταπίεσης. Είναι ο ανελέητος νόμος, η «νομοτέλεια» τη ς δύναμης, που έχει συγκεντρωθεί στα χέρια ενός ανθρώπου ή μίας τάξης. Το « κ άτι σ ά πιο» που ανιχνεύει ο Μάρκελλος «στο κράτος της Δ ανίας» (Ά μλετ, I, 4, 87) βρί σκεται σε κάθε κράτος, σε κάθε κοινωνία που είναι μολυσμένα α π ’ τον εγ ω ι σμό και την αδηφαγία όσων ασκούν μιαν εξουσία βασισμένη στο κέρδος, στην αδικία, στην εκμετάλλευση. Γελικά, ο ποιητής φτάνει στην απομιβοποίηση τη ς εξουσίας, και μάλιστα τη ς βασιλικής. Από την αρχή ω ς το τέλος τη ς δραματουργίας του προβάλλει τη μ αταιότητά τη ς, την κουφότητα και την ευτελή ύλη της: «Τι ’ναι μεγαλείο /ε ξουσία, βασίλειο, άλλο από γη και σκόνη;» («W hat is pomp, rule, reign, but earth and dust?») λέει ο I ουώρικ, στην πρώτη κιόλας σαιξπηρική τριλογία (Ερρίκος ΣΤ', Γ ' Μέρος, V, 2, 27). Σκόνη, «χους», καταντάνε ακόμα και οι ((μέγιστοι» Με γαλέξανδροι και Καίσαρεε- όπως θα τους ελεεινολογήσει ο Ά μ λ ετ (V, 1, 195). 68 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Α λλά και σ ’ όλη την έμβια δράση του, ο «περήφανος άνθρωπος, πον εντν- Οη μικρή εξουσία εφι'ιμερτ]» δεν είναι παρά «γυαλένια ύπαρξη... έξαλλη μαϊμού με. κόλπα κωμικά» (Μέτρο για μέτρο, II, 2 , 11 7 ). Ακόμα και στην πιο « μεγάλη ώ ρα» τους, έμφρονες ηγεμόνες -ό π ω ς ο Ερρίκος Ε '- θα πουν π ω ς «άμα τον βγάλεις (του βασιλιά) το μεγαλείο, άνθροιπος είναι κι αυτός», π ω ς «το νστψα της λατρείας του μεγαλείου» δεν είναι παρά «θέση, βαθμός, τύπος» (IV , 1, 101, 2 3 2 ). Α υτή τη ματαιότητα κι ευτέλεια, την «παλίρροια α π ’ τις κλάκες των με,γά- λτον... που έρχονται και φεύγουν» {Ληρ, V , 3 , 1 7 ), θ ’ ανακαλύψουν οι σαιξπηρι κοί ήρωες, αγαθοί ή εγκληματίες, στην αναπότρεπτη π τώ σ η τους ή στον προθάλαμο του θανάτου. Δ ε ν θα ισχυριστούμε, βέβαια, π ω ς ο Σαίξπηρ ήταν «δημοκράτης» με την σημερινή έννοια του όρου. Ήταν όμως βαθιά ανθρώπινο πνεύμα, γεμάτος κα τανόηση και συμπόνια για τα «ανθρώπεια». Γ ι ’ αυτό και -π έρα α π ’ όλα τα ά λλα - μας είναι τόσο οικε.ίος, και τόσο οικείος των αιώνων. Ο ονομαστός κριτικός και εκδότης του Dr. Samuel Johnson έγραφε πριν δυόμισι σχεδόν αιώνες: «Α π’ όλους τους συγγραφείς, τουλάχιστον α π ’ όλους τους νεότερους συγγραφείς, ο Σαίξπηρ είναι ο ποιητής της φύσης, ο ποιητής που κρατάει μπρος στους α ναγνώστες τον έναν πιστό καθρέφτη των ηθών και της ζωής (■■■)■ Τα πρόσωπά του μιλούν και δρουν επηρεασμένα οπό εκείνα τα γενικά πάθη και τις ιδέες πον συνταράζουν όλα τα πνεύματα, και όλο το σύστημα της ζωής που βρίσκεται σε κίνηση. Σ τ α γραφτά άλλιων συγγραφέων ένας χαρακτήρας είναι πολύ συχνά ένα άτομο ■στα γραφτά του Σαίξπηρ είναι ένα (ολόκληρο) ανθρώπινο είδος».2021 Συνακόλουθα, στα πρόσωπά του βλέπουμε συχνά τον εαυτό μας, όπως πιστεύουμε ότι είναι, ή όπως φοβόμαστε ότι μπορεί να είναι, ή όπως θα θέ λαμε να είναι, ή όπως δεν θα θέλαμε π οτέ να είναι. Μ ε το ποιητικό-δραματικό δαιμόνιο του ο ποιητής μπορούσε ν’ ανατέμνει την ανθρώπινη κοινωνία και τους ανθρώπινους χαρακτήρες ω ς την έσχατη 20. Την αδελφότητα όλων των ανθρώπων και την κοινή μοίρα τους εκφράζει ο σύγχρονος του Σαίξπηρ ποιητής John DONNE σ ’ ένα ονομαστο χωρίο των Αφοσιώσεών του (D ev o tio n s , έκδ. 1624): « Κ ά θ ε ανθρώπου ο θάνατος μ ε φτωχαίνει, επειΜ] είμαι δεμένος μ ε την Ανθρωπότη τα. Μ η ρ ω τά ς, λοιπόν, γ ια ποιον χ τυ π ά η καμπάνα: Χ τ υ π ά ει για σένα>λ (Οι υπογραμμίσεις δι κές του.) 21. Πρόλογος στην έκδοσή του των έργων του Σαίξπηρ, 1765. Η ΨΥ Χ Η ΤΗΣ Ε ΠΟΧΗΣ: Ο Σ ΑΙ ΞΠΗΡ 6g ίνα τους. Α λλά και με τη ς ψυχής του την άπλα κατανοούσε τις αδυναμίες, τα πάθη, τις παλινωδίες, τις παραφορές τη ς ανθρώπινης υπόστασης. Και μετείχε στους πόνους που οι άνθρωποι επιβάλλουν στους εαυτούς τους και στις οδύνες όπου τους υποβάλλουν οι συνάνθρωποί τους - και μάλιστα οι πιο πολυδύναμοι. Α λλά και αναδείχνεται οξύτατος κοινωνικός κριτής, που ανι- χνεύει τις περιπλοκότητες και τις συγκρούσεις τη ς ζωής, ατομικής και δη μόσιας, και τους τρόπους που οι άνθρωποι διαμορφώνουν τη μοίρα τους. Χ ω ρίς να δογματίζει, νοούσε π ω ς το συμφέρον του ατόμου και το συμφέρον του συνόλου, η ελευθερία του πολίτη και η έλλογη λειτουργία τη ς Πολιτείας όχι μόνο ασυμβίβαστα δεν είναι αλλά, αντίθετα, απόλυτα αλληλενδετα, π ω ς η ύ παρξη του ενός αποτελεί απαράβατον όρο γιοι την ύπαρξη του άλλου. Γ ι ’ αυ τό και στηλίτευε και σάρκαζε κάθε εξουσία που καταντά τυραννία, απάτη, διαφθορά, εκμετάλλευση, όλεθρος, κάθε εξουσία που δημιουργείται για -κ α ι ψωμίζεται α π ό - τους απλούς ανθρώπους, αλλά τελικά απανθρωπίζεται και τους απανθρωπίζει. Έχοντας εισδύσει σ τη «φρίκη και τ ψ έκστασ?] της ζωής», | όπως θα π ει ο Baudelaire,' μπόρεσε όσο λίγοι να διακρίνει και να ιστορή σει βασικές αλήθειες, που ισχύουν «για όλους τους καιρούς». Για τί μια α π ’ τις βασικές κρηπίδες τη ς μεγαλοφυ'ίας του στάθηκε ότι (όπως λέει ο Ά μ λ ετ για τον πατέρα του) ήταν « άνθρωπος πάνω α π ’ όλα και σε όλα» (I, 2, 187). Σ τ η ν «πολιτειολογία» του Σαίξπηρ προβαίνουν με ιδιαίτερη ένταση τα βα σικά θέματα και στοιχεία της δραματουργέίας τον, η «διαλεκτική όρασή» του, που μπορούν να συνοψιστούν έτσι: α) Η αντίθεση ανάμεσα στο Είναι και το Φαίνεσθαι και η σχετικότητα της Αλήθειας και της Γνώσης. Αντίθεση που έχει επισημανθεί από τους Έ λληνες φιλοσόφους και που τη διατυπώνει ο Α μ λ ετ λέγοντας σ τη μητέρα του: «Φαί νεται; Όχι. κυρία, είναι. Δεν ξέρω εγώ το φαίνεται» (ΐ, 2, 76). Η αντίθεση αυτή είναι είτε αντικειμενική εγγενής (τα πράγματα είναι δια- ~Γ φορετικά α π ’ ό,τι φαίνονται ή τα νομίζουμε) είτε σκόπιμη υποκειμενική (οι άνθρωποι παρουσιάζονται στους άλλους αλλιώτικοι από ό,τι πραγματικά ε ί ναι). Και για να το πετύχουν, επιστρατεύουν υποκρισίες, μεταμορφώσεις, με ταμφιέσεις. Πολλοί σαιξπηρικοί ήρωες, δραματικοί ή κωμικοί, υποδύονται ρό λους σαν «ηθοποιοί» για να πετύχουν κάποιον σκοπό, αγαθό ή δόλιο, ή για να α ποφυγουν κάποιον κίνδυνο. Κ αι, πολύ συχνά, η εξουσία αποτελεί τον στόχο των j 22. Jou rn au x intimes'. « T out en fant, j ’ai senti dans m on cceur deux sentim ents con tra- dictoires: I ’horreur de la vie et I’extase de la vie». 7° 0 ΙΙΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΙ Ι ΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ πονηρών ή την απειλή για τους αγαθούς. Το θέατρο του Σαίξπηρ είναι, συ χνά, «θεατραν εν θεάτρω »: η θεμελιακή λειτουργία τη ς σκηνής, η υπόκριση, α πλώνεται και στους δραματικούς ήρωες, έτσι που οι (πραγματικοί) ηθοποιοί υποδύονται (φανταστικά) πρόσωπα, που κι αυτά υποκρίνονται π ω ς είναι κά ποιοι άλλοι, είτε σε χαρακτήρα είτε σε ταυτότητα β) Η αρχετυπική, επίσης, συζυγία Ύβρεως και Νεμέσεως. Αρχολαγνεία και απληστία, αλαζονεία και υπερεγώ, «στέρηση» και φθόνος οδηγούν σε αλυσί δες ύβρεων-εγκλημάτων, που αναπότρεπτα κολάζονται από την τιμωρό Νέ μέση (Ριχάρδος Γ', Ερρίκος Δ', Κλαύδιος του Άμλετ, Ληρ, κόρες του και Έ ν τ μουντ, Μ άκβεθ, Ιάγος, Κοριολανός). «Το αίμα αποζητάει το αίμα» («Blood will have blood») θα διαπιστώσει ο πολύ φονιάς Μάκβεθ (III, 4, 123), απηχώντας το αισχυλικό «Ίύμ μ α τύμματι κείσαι » («Τον μόνον τ ψ πληγι) με φόνον πληγύ] θα πληρώσει», Αγαμέμνων, στ. 1470). Ακόμα και ενάρετοι ήρωες πέφτουν σε «ύβρι», όταν, για να πετύχουν έναν «δίκαιο σκοπό», καταφεύγουν σε άδικα, εγκληματικά μέσα (Βρούτος, Ά μ λ ετ). γ) Οι εσωτερικός αντιφάσεις των αγαθών κυρίως ηρώων, που στον αγώνα τους για το δίκιο προδίνονν το ήθος τους, τις ιδέες τους: την ίδια την υπόστα σή τους (οι ανθρωπιστές-φιλόσοφοι Βρούτος και Ά μ λ ετ, λ .χ ., που γίνονται ανθρωποκτόνοι). Α λλά και οι αλαζόνες υβριστές που απιστούν στις εγ ω μ α νείς «αρχές» τους (Κοριολανός). δ) Η μοναξιά των ηρώων, τόσο των αγαθών όσο και των πονηρών. Η εμ μονή και ο οίστρος τους να πραγματώσουν τον στόχο τους τους απομονώνει τελικά α π ’ όλους - είτε ο στόχος αυτός είναι η αρπαγή της εξουσίας (Ριχάρ δος Γ ', Μ άκβεθ), είτε η διατήρησή της (Ληρ, Κοριολανός), είτε ακόμα η εκ πλήρωση ενός χρέους ^Βρούτος, Ά μ λ ετ). Η μοναξιά του Ετεοκλή στους Ε π τά επί Θήβας («ΕΚ Ε τεοκλή ς») είναι η μοίρα όλων. ε) Η πρόσμιξη ρεαλισμού και φαντασίας, λογικού και παράλογον, τραγικού και σάτιρας, δραματικού' και «νομικού. Ακόμα και στα πιο ζοφερά έργα του, εισδύουν ο σαρκασμός και η κω μικότητα καταστάσεων και λόγων - είτε σε σκηνές ο λόκληρες, είτε μέσα από πρόσωπα δραματικά που γελάνε για τα ανθρώπινα, είτε κωμικά που περιγελάνε τους ανθρώπους. Ο Ά μ λ ετ δεν παύει να χλευά- 23. Ο Ά μλετ, λ.χ., καμώνεται τον τρελό για ν’ αποκαλύψει τα εγκλήματα του σφετε ριστή του θρονου και αδελφοκτόνου θείου του. Ο Έντγκαρ του Λ η ρ επ ίσ η ς , για να γλυτω σει από τους διώκτες του. Ο Δούκας του Μ ε το ίδιο μέτρο μασκαρεύεται σε καλόγερο για να ελέγξει την πολιτεία του αδερφού του. Αντίθετα, ο Ριχάρδος Γ ' παίζει τον «πανάγαθο» για ν’ αρπάξει τον θρόνο, ο Μάκβεθ τον πιστό υπήκοο για τον ίδιο σκοπο, ο Ιάγος φιγουράρει σαν «πανέντιμος» για να παγιδεύσει τον Οθέλλο κτλ. Η ΨΎΧΗ ΤΗΣ Ε ΠΟΧΗΣ: Ο ΣΑΙ ΞΠΗΡ 7< fFitt Conm tn-W iedth. 282 among his priuate friends,&c. As Plautus and Seneca are accounted the bcft for Comedy and Tragedy among the Latincs: CoShakefpeare amongfEng- Iiih isthe moil excellent ip both Kinds for Σ ελ ίό α α π ό το βιβλίο «Palladis the (iagcjfor Comedy, wicnes his Getlemi Tarma» (1598), ό π ο υ ο λόγιος offfrom, his Errors,his Lone labor'sloft, his Lone labours tvorme,his Midfummersntebt Francis Meres αναγορεύει dreamefti his Λ-fercbant ofVenice",for Tra τον Σ α ιξπ η ρ άριστο Α γ γ λ ο gedy his Richardthe 2.Richardthej.Hen- δραμ ατουργό, τόσο σ τ ψ κω μτοδία rj the^..Ktng iohnftTttHs Andronicus and όσο κ α ι σ τ ψ τ ραγ ω δ ία. his Romeo and luhet. As Epius Stole faid,that theMufcs would focake with Tlaurwtongucjf they would fpeak Latimib 1 fay that the Mufes would /peakwith Shakeipearesfine filed phrafc,if rncy would ipeafcc Engliih, ζει τον κόσμο και τα εγκόσμια, ο Ληρ σαρκάζει αξιώματα και νόμους, οι α πλοί πολίτες χλευάζουν τους άρχοντες και, πάνω α π ’ όλους, οι «τρελοί» δια κοιμωδούν τους πάντες. Γ ι ’ αυτή την πρόσμιξη δραματικών και κωμικών στοιχείων, ο ποιητής κατηγορήθηκε βίαια από τους «κλασικίζοντες» συγγραφείς, μ ’ επικεφαλής . τον Βολταίρο (που χαρακτήριζε τον Ά μ λετ «χυδαίο κ α ι βάρβαρο... έργο ενός μ ε θυσμένου αγρίου»).ν> Ό μ ω ς, αυτή ίσα ίσα η εναλλαγή τραγικού και κωμικού Τ αποτελεί μιαν α π’ τις βασικές εκφάνσεις τη ς σαιξπηρικής μεγαλοφυΐας - ε πειδή αναπλάθει, και απαράμιλλα, την απέραντη τραγικωμωδία τη ς ζωής, με τις παράλληλες και επάλληλες όψεις τ η ς - σκοτεινές και φωτεινές, οδυ νηρές και γελα στές ή και γελοίες. Χ ω ρίς να το ξέρει, βέβαια, ο Σαιξπηρ ε παλήθευε τη ρήση του Σωκράτη στο τέλος του πλατωνικού Σ υ μ π οσ ίο υ : «Ο σπουδαίος τραγωδοποιός είναι κ αι κωμωδοποιός σπουδαίος» .2j 24. D issertation su r la tragedie an cien n e et m oderne, πρόλογος στην τραγωδία του S em i- ram is (1748). 25. « ... τον α ν το ν ά ν δ ρ ό ς είν αι τ ρ α γ ω δ ία ν κ α ί κ ω μ ω δ ία ν έ π ίσ τ α σ θ α ι π οιείν κ α ι τ ο ν τ έ χνη τ ρ α γ ω δ ο π ο ιό ν ο ν τ α (και) κ ω μ ω δ ο π ο ιό ν είν αι» (« ... είναι έργον του ίδιου προσώ που να γνώ ριμη να συνθέτη και τραγω δίαν κ αι κοομιοδίαν κ α ι όστις είναι τεχνίτης π οιη τή ς τραγωδιών, είναι και κω μ ω διιώ ποιη τή ς», 223 b, μετάφραση, I. Συκουτρή, Ε στία , 1934). Α πό τα πρώτα ακόμα χρόνια τη ς θεατρικής παρουσίας του ποιητή, ο Francis MERES αναγνώριζε π ω ς «ο Σαιξπηρ. μ εταξύ των Άγγλων, είναι ο εξοχότερος και σ τα δυο σκηνικά είδη» (P alladis Tum ia: W its T reasury, Σεπτέμβριος 1598). ΤΟ «ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΘΕΜΑ» ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ «ΓΙ ΑΘΗ» ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ F aster than spring time show V comes thought on thought And not a thought but thinks on dignity. (Α πανω τές σαν μπάρες εαρινές έρχονται οι σκέψεις, κ αι ούτε μ ια που να μη στοχάζεται το α ξίω μ α .) ( Ερρίκος Σ Τ ', Β' Μέρος, III, 1,337) The demigod Authority... (Ο μισόθεος, η Ε ξουσία...) (Με το ίδιο μέτρο, II, 2,116) ... fo r the bare-picked bone o f majesty Doth dogged war dristle... (... για το γυμνό ξεσαρκιαμένο κόκκαλο της εξουσίας, ο σκυλοπόλεμος φουντώνει...) (Βασιλιάς Ιωάννης, IV, 3,148) 1. Ο « Κ Α Ν Ω Ν » Τ Ω Ν Σ Α Ι Ξ Π Η Ρ Ι Κ Ω Ν Ε Ρ Γ Ω Ν 2 j s τρεις περιόδους χωρίζεται η δραματουργία του Σαίξπηρ - ο «κανών»1 των έργων του: Η π ρώ τη περίοδος αρχίζει το 1590 και τελειώνει το 1599, δηλαδή από τα είκοσι έξι ω ς τα τριάντα π έντε χρόνια του ποιητή. Είναι η «ηρωική», περή φανη, αισιόδοξη εποχή, μετά τη συντριβή τη ς Ισπανικής Αρμάδας (1588)/ Το θέατρο καθρέφτιζε αυτό το πνεύμα και το κλίμα. «Το πατριω τικό αίσθη μ α κ αι η εθνική ενότητα ένωναν τους δραματουργούς μ ε το κοινό»? Για τον ίδιο τον Σαίξπηρ ήταν εποχή θαλερής νιότης, μαθητείας, προύτης ωριμότητας και επιβολής (settlement). Σ τα χρόνια εκείνα γράφει τα ιστορικά δράμ ατά του -που εμπνέονται από ύγια φιλοπατρία- καθώς και μια σειρά από χαρούμε νες κιομιοδίες, που απηχούν τον έρωτα για τη ζωή και τον άνθρωπο. Α λλά, όπως σημειώσαμε, κι εκείνη η εποχή μαστιζόταν από πλήθος προ βλήματα, οικονομικά, πολιτικά, δυναστικά, θρησκευτικά - που σπαθίζουν α διάκοπα τα σαιξπηρικά ιστορικά δράματα, ενώ η «μελαγχολία» που πρόκα - λούν στους πιο ευαίσθητους σκεπτόμενους ‘ καθρεφτίζεται στον Μελαγχολι κό Ιάκωβο του Ό π ω ς σας αρέσει. Η δεύτερη περίοδος απλώνεται α π ’ το 1600 ω ς το 1608 - δηλαδή α π ’ τα τριάντα π έντε ω ς τα σαράντα τέσσερα χρόνια του δραματουργού. Τα εσ ω τε ρικά προβλήματα πυκνώνουν και οξύνονται στο έπακρο τα χρόνια εκείνα. Ο Έ σ σ ε ξ -προστατευόμενος τη ς Ε λισάβετ και προστάτης του Σ α ίξπ η ρ- συ νωμοτεί και εκτελείται, ενώ η εξέγερση τη ς Ιρλανδίας πνίγεται στο αίμα και πεθαίνει η_ Ε λισάβετ (1603}. Η παλιά ισορροπία έχει χαθεί. Λίγο αφού1234 1. Ο όρος «canon» που χρησιμοποιούν οι σαιξπηριστές δεν είναι, φυσικά, παρα ο ελλη νικός «κανών» και σημαίνει το σύνολο των γνήσιων έργων ενός συγγραφέα. Του Σαίξπηρ γνήσια έργα θεωρούνται όσα περιέχονται στην έκδοση Folio του 1623. 2. Β λ. πιο πάνω σελ. 28. 3. Ρ. W EIM AN N, σε K E T T L E (1964), σελ. 34. 4. Βλ. πιο πάνω, σελ. 33. 76 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΛΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι ΑΣ T h e W orkes o f W illiam Shakcfpeare, containing all his Comedies, Hiftories, and T rag ed ies : T r u e l y let forih , according to ch eirfirft O H J Q jK jiL L · The Names of the Principall A&ors mall diefe l’layes. S h a b fta r e . Samuel Cjilbume. ^ K ffigb a rd ftu rb o d ge. <*jfrmin. Ο κ α τάλ ογ ος ταη> ηθοποιών το υ θιάσου King s Men J-ahn Hemmmgs. William Ofiler. μ ε ττρώτο τον Σ αίξπ η ρ. <*Augttfiine Phillips. (atban Field. Α π ό την έκδοση τω ν Α π άν τω ν William I\ empt. fo b n Underrtood. τον σ ε μ εγ άλ ο σχή μ α T ham .uT oope. icbolai T oolcy. ( F o lio . 1 6 2 3 ). (jtorgeH ryan. William Ectleflone . Henry Condell. fo fe p h Τφ Ι.Τ, William Slye. Ttybert enficld K fb a r d Q m ly. Tiabert Cjought. J-obn Lcrtoinr. Rickard % obwfon. Satnuell Crojfe. John Shonclp. ^Alexander ( o e f a hbn ανεβαίνει στον θρόνο ο καινούργιος βασιλιάς, ο Ιάκωβος Α', ξεσκεπάζεται η διαβόητη «Συνωμοσία τη ς πυρίτιδας» (Gunpowder Plot, με αρχηγό τον Guy Fawkes, 1605), που είχαν χαλκεύσει οι Ιησουίτες για ν’ ανατινάξουν το Κοι νοβούλιο την ώρα που θα συνεδρίαζε, με επικεφαλής τον βασιλιά. Και άλλες δύο επιδημίες χολέρας (1603-1604, 1605-1609) αποδεκατίζουν δεκάδες χιλιά δες ανθρώπους. Για τον Σαίξπηρ είναι η περίοδος των μΐγαΜαν τραγωδιών και των «μαύ ρων κωμωδνών» (dark com edies). Η περίοδος τη ς ωριμότητας, τη ς αμφιβο λίας, τη ς απαισιοδοξίας, τη ς απελπισίας ακόμα. Μ ετά την εκτέλεση του Έ σ - σ εξ, γράφει τον Άμλετ, που, καθώς λένε, έχει π ολλά χαρακτηριστικά του θρυλικού εκείνου άρχοντα. Μ ετά την αιματηρή καταστολή τη ς ιρλανδικής ε ξέγερσης, γράφει το κυνικό Τρωίλος και Χρνσίδα. Μ ετά την «Συνωμοσία τη ς πυρίτιδας» γράφει τον Ληρ, τον Μάκβεθ και, λίγο αργότερα, τον Κοριολανό, που στρέφονται με ιλιγγιώδη αγωνία γύρω στα θέματα του σφετερισμού τη ς εξουσίας, του εγκλήματος για την εξουσία, τη ς προδοσίας για την εξουσία. Ο «ΚΑΝΩΝ» ΤΩΝ ΣΑΙ ΞΠΗΡ Ι ΚΩΝ Ε ΡΓ ΩΝ 77 Τέλος, η τρίτη περίοδος αρχίζει το 1609 και τελειώ νει το 1612-1613, δη λαδή απ τα σαράντα π έντε ω ς τα σαράντα εννέα χρόνια του δραματουργού. Ή ταν περίοδος απογοήτευσης για την Αγγλία, που α ντιμετώ πιζε την άκρα τη απολυταρχία του Ιάκωβου Α'και την κουφότητα και τη διαφθορά τη ς Αυ λής του. Για τον Σαίξπηρ είναι εποχή γαληνέματος, μετά τη θύελλα τη ς προηγούμενης περιόδου, αλλά πικρού γαληνέματος, αναχωρητισμού, φυγής σε ρομαντικά-περσιετειώ δϊ] έργα και, τελικά, άρνησης τη ς ίδιας τη ς τέχνης του — όπως κάνει ο Πρόσπερος στην Τρικυμία. Σημαντικό για το θέμα που μας απασχολεί είναι ότι α π ’ τα 37 έργα του Σαίξπηρ, περισσότερα α π’ τα μισά, 20 τουλάχιστον, έχουν θέμα πολιτικό: τα δέκα ιστορικά δράματά του, οχτώ τραγωδίες ( Τίτος Ανδρόνικος, Ιούλιος Κ α ί- σαρας, Ά μλετ, Τρωίλος κ αι Χουσίόα, Λ ηρ, Μ άκβεθ, Αντώνιος και Κ λεοπάτρα, Κοριολανός), μία, τουλάχιστον, «μαύρη κωμωδία» (Μ ε το ίδιο μέτρο), και η α ποχαιρετιστήρια Τρικυμία. Σ ’ αυτά θα έπρεπε να προστεθεί και η (βάσιμη) εικασία σχετικά με το ιστορικό δράμα Sir Thomas More (γύρω στο 1596;), που φαίνεται να είναι καρπός συνεργασίας πολλών λογίων (Anthony Mundy, Henry Chettle, ίσως Thomas Heywood κ .ά .λ Σ το χειρόγραφο του έργου, οι ειδικοί πιστεύουν π ω ς ιχνηλάτησαν τρεις σελίδες (147 στίχους) γραμμένες α π’ το χέρι του Σαίξπηρ. Σ το χωρίο αυτό, ενώ διατυπώνεται σεβασμός για την «τάξη)), εκφράζεται και συμπαθητική κατανόηση για τον εξεγερμένο λαό.5 5. Β λ . SIMPSON, το 1871 (8ες 1874), σε HALLIDAY (1952), σελ. 600-602, Β Α Τ Ε (1997), σελ. 9 8 -9 9 , 350. Τόσο στην εποχή του όσο και αργότερα, διάφορα άλλα έργα αποδόθηκαν στον ποιητή (Α πόκρυφα), αλλά οι σαιξπηριστές απορρίπτουν γενικά αυτούς τους ισχυρι σμούς. Τέτοια έργα είναι: έξι που προστέθηκαν στην β έκδοση (1664) του Τρίτου F o lio : T he L on don P rod ig al, T hom as, L o rd Crom w ell, Sir John O ldcastle, T h e P u ritan , A Y orkshire T ragedy και L ocrin e. Ά λλα τού «χρεώθηκαν» τον ΙΖ' και ΙΗ' αιώνα, ό π ω ς: T he B irth o f M erlin , T h e M erry D evil o f E d m o n to n , M ucedoru s, T h e Second M a id e n ’s T ragedy, F a ir E m και το γνωστότερο Arden o f F a v ersh a m , που διασκευάστηκε και σε όπερα α π ’ τον Γερμα νό A lexan d er GOEHR (με τίτλο A rden m uss sterben. (Ο Ά ρντεν π ρέπ ει να πεθάνει, 1967). Πρόσφατα, θεωρήθηκε π ω ς του ανήκει και το ιστορικό δράμα Εδουάρδος Γ'. 2. ΤΑ Μ Α ΤΩ Μ ΕΝ Α ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΚ Α ΔΡΑΜ ΑΤΑ ΤΟΥ Σ Α ΙΞ Π Η Ρ 1 Let ns sit upon the ground and tell sad stories o f the death o f kings... ( . . . α ς κάτσουμε κατάχαμα να ειπούμε πικροϊατορίες για τα τέλη βασιλιάδων...) (.Ριχάρδος Β', III, 2, 155) Mad world! Mad kings! Mad composition! ( Τρελόκοσμος! Τρελοί ρηγάδες! Τρελοσνμβαση!) (Βασιλιάς Ιωάνη]ς, II, 1, 561) α. Το αγγλικό' ισ τορ ικ ό δ ρ ά μ α του ΙΣ Τ ' αιώ ν α Ι ο θεατρικό είδος που οι Άγγλοι του καιρού εκείνου ονόμαζαν ((ιστορίες» ή ((θεατρικά χρονικά» (Histories, Chronicle plays) δεν το επινόησε, βέβαια, ο Σαίξπηρ. Η αρχή του ανατρέχει σε μισόν αιώνα πριν από κείνον. Και η α πώ τερη καταγωγή του ξεκινάει α π ’ τις μεσαιωνικές ((Ηθικολογίες» (Moralites, 1. Βλ. SIMPSON (1874), SCHELLING (1902), CHAM BERS (1925), NICOLL Α. και J. (1927), HART (1934), TILLYARD (1943 και 1944), WILSON J. (1943), ELLIS-FER M O R (1945), C A M P B EL L (1947), RIBN ER (1952 και 1957), TRAVERSI (1957), KNIGHT (1958), BRO CK- BAN K (1961), R EESE (1961), ROSSITER (1961), JACQUOT (1962), KOTT (1962), σελ. 27 ε π ., L E E C H (1962), SEN GUPTA (1964), SPRAGUE (1964), BERRY (1965), K EETO N (1967), σελ. 248 ε π ., RABKIN (1967), RICHMOND (1967), WILSON F . (1969), HUMPHREYS (1970), RIGGS (1971), W EISS (1971), ARMSTRONG (1972), MANNHEIM (1973), PRIOR (1973), ORNSTEIN (1979), DOLLIMORE (1985), ROWSE (1984), CAMBRIDGE COMPANION (1986), σ ελ. 143 επ . και 249 ε π ., LEG A TT (1989), B A T E (1997), σελ. 224 επ . ΤΛ ΜΑΤΩΜΕΝΑ Ι'ΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΤ ΣΑΙΞΠΗΡ 79 Η δηλητηρίαση τ ο ν β ασιλιά Ιω άννη α π ό έναν καθολικό καλόγερο. Α π ό το βιβλία τ ο ν John F o x e «T he Book of M artyrs)), 1563. Moral plays), που είχαν καθαρά διδακτικό σκοπό και όπου όλα τα «πρόσω πα» ήταν αφηρημένες ηθικές έννοιες (η Α ρετή, η Κακία, η Φιλοδοξία, η Α πληστία, η Λαγνεία κ τλ .).2 Τ η μετάβαση από τις Ηθικολογίες στο ιστορικό δράμα σηματοδοτεί ένα έργο του John Bale, ο Β ασιλιάς Ιωάνντις (Kynge Johann), κάπου εκεί ανάμεσα στα 1530 και τα 1547. Σ το έργο αυτό ο βασιλιάς ήταν το μόνο πραγματικό πρόσωπο, όλα τ ’ άλλα ήταν αφηρημένες έννοιες, όπως στις Ηθικολογίες. Α λλά το σημαντικό είναι π ω ς το έργο είχε καθαρά πολιτικό στόχο, ραμμένο κ α τ’ επιταγήν του Thom as Cromwell και του Thomas Cranmer (των δύο πρωτεργατών τη ς ρήξης με την παπική Ρώμη), το έργο εκείνο ήταν μια «πο λιτική Ηθικολογία», θα λέγαμε, με σκοπό να εξάρει την εθνική ανεξαρτησία και την θρησκευτική απελευθέρωση α π ’ την παπική καταπίεση. Ο συγγρα φέας αγνόησε ολότελα τον καταχθόνιο χαρακτήρα και την τυραννική πολι τεία του Ιωάννη και τον παρουσίασε σαν πρόμαχο τη ς «αληθινής θρησκείας» και του αγγλικού πατριωτισμού. Σαράντα, ή πενήντα χρόνια αργότερα, ο ίδιος βασιλιάς ηρωοποιείται σ ’ έ να άλλο έργο (ανώνυμο αυτό), με τον τίτλο Η πολ υτάραχτι βασιλεία τον Ιω άν νη (The Troublesome Reign o f John), που γράφτηκε πιθανότατα το 1588 (τη χρο- 2. Η παλιότερη σωζόμενη αγγλική Ηθικολογία είναι Το Κ άστρο της Καρτερίας (T he Castle o f P ersev eran ce, γύρω στο 1450) και η σημαντικότερη και γνωστότερη ο E verym an (τέλη του ΙΕ αιώνα). 8ο 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ νιά τη ς συντριβής τη ς Ισπανικής Αρμάδας). Και πάλι, ο Ιωάννης παρουσιά ζεται σαν εθνικός ήρωας κατά τη ς τυραννίας του Πάπα. Υπάρχει όμως μια βα σική διαφορά ανάμεσα στα 8ύο έργα: στο δεύτερο, οι αφηρημένες έννοιες έ χουν αντικατασταθεί από πραγματικά πρόσωπα. Και μπορούμε να πούμε πω ς το δράμα αυτό (όσο αδέξιο κι αν ήταν) στάθηκε η βρυσομάνα του ιστορικού δράματος. Α υτό, ά λλω στε, το έργο μιμήθηκε ο Σαίξπηρ τόσο σ τη μορφή ό σο και -προπάντων- στο πνεύμα γράφοντας, κάπου οχτώ χρόνια αργότερα, τον δικό του Βασιλιά Ιωάννη. Η ακμή του ιστορικού δράματος δεν κράτησε παρά μιάμιση δεκαετία (απ’ το 1589 ω ς το 1604). Όταν πέρασε η «ηρωική» ελισαβετιανή εποχή, π έ ρασε μαζί και η ((μόδα» του ιστορικού δράματος. Όσο όμως κράτησε η βα σιλεία του, το είδος αυτό - μ ε τις περιπέτειές του, τις μάχες, τους ηρωισμούς, τις μηχανορραφίες, τον πατριωτισμό του, το άφθονο αίμα που κυλούσε επί σκηνής- ήταν εξαιρετικά κοσμαγάπητο στο ((νεανικό», σφριγηλό κοινό του καιρού εκείνου. 3 Πέρα όμως από την θεατρική εμβέλειά τους, τα ιστορικά δράματα είχαν και διδακτικό στόχο, ήταν όχι μόνο ((σχολείο Ιστορίας», αλλά και πολιτικό ((φροντιστήριο»: ο θαλασσοπόρος και ιστορικός τη ς εποχής Sir W alter R a leigh διευκρίνιζε: «Σκοπός και τέλος της Ιστορίας είναι να διδάσκει , μέσα από τα παραδείγματα τον παρελθόντος, τη σοφία που πρέπει να οδηγεί τα σχέδιά μας και τις ττράξεις μας».34 Και, φυσικά, η ((σοφία» - τ ο πολιτικό δίδαγμα- ήταν όχι 3. Το ίδιο και μετά την δική μας Επανάσταση του ’21, στα πρώτα χρόνια του νεοελληνι κού κράτους ήταν δημοφιλέστατα τα απλοϊκά εκείνα «πατριωτικά» έργα που είχαν ήρωές τους τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Καραϊσκάκη ή τον Ανδρούτσο. Παράδοση που τη συνέχισε, άλλω στε, ο Καραγκιόζης, προσθέτοντας και τον Μεγαλέξανδρο, που -σ τ α μάτια του καραγκιοζοπαίχτη και του κοινού δεν ήταν παρά ένας ακόμα εθνικός ήρωας, π ε ρίπου σύγχρονος με τους άλλους, έστω και λίγο πιο μεγάλος σε μπόι και σε παλληκαριά. 4. T h e H istory o f the W orld , 1614, II X X I, 6. Την ωφελιμότητα τ η ς Ιστορίας εξαίρουν ι διαίτερα οι αρχαίοι, ιστορικοί και μη. Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ τονίζει πόσο διαφωτιστική είναι για όσους «θέλουν να εξετάσουν την καθαρή αλήθεια των όσιον έγιναν και εκείνων που ιιελλονν να ξ α ναγίνουν, όπω ς είναι η φύση των ανθρώπων, ίδια ή παρόμοια» («... τ ω ν τε γεν ομ εν ω ν τ ο σ α φ ές σ κ ο π ειν κ α ί τ ω ν μ ελ λ ό ν τω ν π ο τ έ αύθις κατά, τ ο αν θ ρ ώ π ιν ον τ ο ιο υ τ ω ν κ α ι π α ρ α π λ η ο ιω ν η , A , X II, 4, μετάφραση Έ λ λ η ς Ααμπρίδη). Ανάλογα και ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ (« Ο λβιος ό σ τις τη ς ισ τ ο ρ ία ς εσ χ ε μ ά θ η σ ιν ...» , Α πόσπ. 902), ο ΠΟΛΥΒΙΟΣ («Ή μ ελέτη τη ς ισ τ ο ρ ία ς είν αι ά λ η - θιvij εκ π α ίδ ευ σ η κ α ι ά σ κ η σ η γ ια π ο λ ιτ ικ ές π ρ ά ξ ε ις ...» , Ιστοριαι, A , 1, 1), ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, ο ΤΙΤΟΣ ΛΙΒΙΟΣ, ο ΤΑΚΙΤΟΣ κ.ά. Φυσικά, όλοι τους σκοπούσαν να μορφώνονται οι άνθρωποι για να γίνουν άξιοι και έλλογοι πολίτες - και όχι να συμμορφώνονται οι υπήκοοι μιας δυ ναστείας με τα θέσφατά τη ς. ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΤ ΣΑΙΞΠΗΡ Κι μόνο ο στιγματισμός των εμφύλιων συγκρούσεων, αλλά και, προπάντων, η έξαρση τη ς ειρήνης και τη ς ευμάρειας που είχε φέρει η τυδοριανή δυναστεία. Τ ι εννοούσαν όμως λέγοντας ((ιστορικά δράαατα», στην ελισαβετιανή εποχή; 7 Τόσο ο Σαίξπηρ όσο και άλλοι σύγχρονοί του δραματουργοί έγραψαν πολ λά έργα με θέματα παρμένα α π ’ την Ιστορία των περασμένων καιρών. ((I στορικά δράματα» όμως ονομάζονταν τό τε μόνο τα έργα που αναφέρονταν στην πρόσφατη αγγλική Ιστορία. Τα άλλα, έσ τω κι αν είχαν ιστορικό θέμα, τα χαρακτήριζαν ((τραγωδίες» (όπως τον Ιούλιο Καίσαρα, το Αντώνιος και Κλεο πάτρα, τον Κοριολανό, ακόμα και τον Ληρ και τον Μάκβεθ, μόλο που αυτοί εί ναι Άγγλοι ή Σ κώ τοι βασιλιάδες, αλλά μακρινών, σχεδόν μυθικών, καιρών). _ Ιστορικά, λοιπόν, δράματα -γ ια τους Άγγλους του καιρού εκείνου- ήταν όσα έπαιρναν το δραματικό υλικό τους α π ’ τα κοντινά ιστορικά γεγονότα τη ς χώρας τους, και, ειδικά, των τεσσάρων τελενταίοιν αιώνο/ν, μετρώντας μαζί και τον αιώνα που ζούσαν. Δηλαδή: Ο ΙΓ'αιώνας: το απόγαιο της φεουδαρχίας, η τάχα θρησκευτική αλλά ου σιαστικά ιμπεριαλιστική επιχείρηση που ονομάστηκε Σταυροφορίες5 και, στην Αγγλία, η αδιάκοπη πάλη τισν βασιλιάδων και ευγενιών για το στέμμα , η πα ραχώρηση τη ς Magna Carta arc τον Ιωάννη στους βαρόνους' και οι πρώτες συγκρούσεις με τον IΙαπισμό. Α π ’ αυτή την περίοδο άντλησε ο Σαίξπηρ τον Βασιλιά Ιωάννη. Ο ΙΔ αιώνας: η αρχή τη ς παρακμής του φεουδαλισμοί) και η αρχή του Ε κα τονταετούς πολέμου Α γγλίας - Γαλλίας (1337-1453). Σαιξπηρικός καρπός της, ο Ριχάρδος Β ’. Ο ΙΕ'αιώνας: το τέλος της φεουδαρχίας, το τέλος τον Εκατόνταετούς πολέμου, ο εμφύλιος Πόλεμος των Δνο Ρόδων, η συνακόλουθη αυτοκαταστροφή τη ς ((α ριστοκρατίας», η αρχή της βιομηχανίας, η εισαγωγή τη ς τυπογραφίας (Caxton, 1476), η αρχή της Αναγέννησης. Αληθινό μεταλλείο στάθηκε ο αιώ νας αυτός για τον Σαίξπηρ: Ερρίκος Δ \ Ερρίκος Ε', Ερρίκος ΣΤ', Ριχάρδος Γ'.5 6 5. Την πιο αποτρόπαιη απόδειξη του ιμπεριαλιστικού -κ α ι πολύ λίγο θρησκευτικού- χα ρακτήρα των Σταυροφοριών προσφέρει, φυσικά, η άλωση τ η ς Κωνσταντινούπολης και η κατάλυση τη ς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας α π ’ τους Σταυροφόρους, το 1204. Οι «Σ τρ α τιώ τ ες του Χριστού», που ξεκίνησαν να «απελευθερώσουν» τους Άγιους Τόπους απ ’ τους ά πιστους Μωαμεθανούς, υποδούλωσαν και λεηλάτησαν ένα χριστιανικό κράτος... 6. Β λ . Δ. ΚΤΡΙΑΖΗ-ΓΟΤΒΕΛΗ, M agna Carta. Παλ/Αδισν ελευθεριών ή φεονδαλικσν κ α τέστη - μένσν, Αθήναι, 1971. Μ ε το λατινικό πρωτότυπο και μετάφραση στα α γ γ λ ικ ά και ελληνικά. 6" 82 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Τ Τέλος, ο ΙΣΤ'αιάινας: η δημιουργία εθνικών κρατούν, η ενίσχυση τη ς β α σι λικής εξουσίας, η σύγκρουση με τον Πάπα και η δημιουργία ανεξάρτητης ί Α γγλικανικής Εκκλησίας, η άνοδος της αστικής τάξης, οι ανακαλύψεις κ αι οι ε φευρέσεις, ο πόλεμος με τ ψ Ισπανία, οι αγροτικές εξεγέρσεις. Τους τρεις κορυ φαίους βασιλιάδες των Τυδόρ (Ερρίκο Ζ', Ερρίκο Η 'και Ελισάβετ) δεν τους «ά γγιξε» ο Σαίξπηρ όσο η δυναστεία βρισκόταν στον θρόνο - πράγμα πολύ φυσικό, βέβαια, αφού οι μονάρχες και ο οίκος τους θεωρούνταν «ιεροί και α παραβίαστοι». Μόνο μετά την εκπνοή τη ς τυδορικής δυναστείας, ο ποιητής θα γράψει -κ α ι μάλιστα όχι μόνος τ ο υ - τον Ερρίκο Η ' (1612-1613), που ήταν και το ύστατο έργο τ η ς ζωής του. β. Ηπ ο λ ιτ ικ ή τ ω ν ισ τ ο ρ ικ ώ ν δ ρ α μ ά τ ω ν του Σ α ί ξ π η ρ 2 j t α ιστορικά δράματα τη ς ελισαβετιανής εποχής, και ειδικά του Σαίξπηρ, οι ήρωες άλλαζαν από έργο σε έργο, αλλά ο αληθινός πρω ταγω νιστή ς έμενε πάντα η Αγγλία, αυτή η «ευλογημένη χώ ρα» (« this blessed land»), αυτό το «ευ γενικέ) (ένδοξο) νησί» {«.the noble isle» ),: καθώς την ονομάζει ολοένα ο Σ α ίξ πηρ, που τον υψηλότερο ύμνο τη ς τον δίνει με το στόμα του γέρο -Γκαντ στον Ριχάρδο Β Τσίπαν τον θείο θρόνο τον βασιλικό τάστο το επίσημο νησί, το στέκ ι τον Άρη, τούτη τη γη τον μεγαλείου, τ ψ άλλη Εδέμ, τσίπαν τον πες μισοπαράδεισσν, τούτο το φρούριο που η ρεύση το ’φτιάξε να φυλαχτεί απ ό μόλυσμα κ αι χέρι του πολέμου, τούτη τ ψ καλότυχε/ τ ψ ανθρωποφωλιά, τούπη τ ψ μικρή οικουμέντ/, τούτ’ το πετράδι, το δετό με. θάλασσα ασημένια, που το φυλάει σαν τείχος γύρω είτε σαν τάφρος απ ό τ ψ όρεξη άλλων τόπων, πον δεν είχαν τύχη, τούτο το ευλογημένο χώ μ α, τούτ τη χώρα, τούτ το βασίλειο, τ ψ Αγγλία, τούτ τη βνζάστρα, τη μήτρα πον ξεκλώ σιασε όλο βασιλιάδες 7. Ερρίκος ΣΤ', Γ' Μέρος, IV, 6, 21 και Ριχάρδος Γ\ III, 7, 125. ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΑ1ΞΙΙΗΡ 83 Ο απ οτρόπ α ιος εμφύλιος πόλεμος. Γ ερμ αν ικ ή γκραβσύρα το υ ΙΣ Τ ' αιώ να. τρανούς αυτό γενιά κ αι δοξασμένους απ ό κούνια, σνομαστούς γ ια κατορθώ μ ατα έξω α π ’ τ ψ πατρίδα — για τον Χριστού τ ψ πίστη κ αι τη λεβεντιά, και για το λείψανο σ τ ψ κακοκέφαλη Ιουδαία του Σ ω τή ρ α τον κόσμον, τον γιον της Μαρίας — τούτη τη γη με. τόσες ακριβές ψυχές, τη γη τ ψ πολναγσστημέν.η κι ακριβή, πολνάκριβη κι ονομαστή σ ’ όλον τον κόσμο... (II, 1, 40) Α υτή η ευλογημένη και καταραμένη μαζί Αγγλία αποτελεί ένα είδος δραματικής ενότητας σ τ α εννέα νεανικά δράματα του Σαίξπηρ, αφού όλο το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται σ τη σωτηρία και την ευημερία τη ς, που τις εξασφαλίζει η ειρηνική διαβίωση συνόλου και ατόμων, αρχόντων και αρχο μένων. Γ ι ’ αυτό κι ο Σαίξπηρ περιγράφει με τα ζοφερότερα χρώματα τους καιρούς όπου η χώρα σπαραζόταν από τις καταστροφικές διαμάχες των ευ γενών για τον θρόνο και από τις εμφύλιες αλληλοσφαγές.8 8. «Εθνικό έπ ος» τα χαρακτηρίζει ο SCH LEG EL (1808). 84 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Σ τα τρία μέρη του Ερρίκον Σ Τ '(π ο υ είναι, ένα χαώδες πρωτόλειο με αμέ τρητα πρόσωπα και επεισόδια, αλλά και με σκηνές -ε δ ώ κι ε κ ε ί- που προ- μηνάν τον μεγαλοφυή ποιητή των κατοπινών έργων), και ειδικότερα στο Β και Γ'Μ έρος του, παρακολουθούμε την αρχή του φρικιαστικού εμφύλιου π ο λέμου ανάμεσα στους οίκους των Γιορκ και των Λάνκαστερ για το στέμμα τη ς Αγγλίας. Το τέλος αυτού του τριαντάχρονου εσωτερικού ολέθρου δίνεται στο αμέσως επόμενο δράμα, τον Ριχάρδο Γ ' (1592-1593), με επίκεντρο τον σατανικό εκείνο βασιλιά, που τον νικά ο κόμης του Ρίτσμοντ, ο κατοπινός Ερρίκος Ζ', ο ιδρυτής τη ς δυναστείας των Τυδόρ. Τα τρία μέρη του Ερρίκοι Σ Τ ' και ο Ριχάρδος Γ', σχηματίζουν την π ρώ τη τετραλογία των σαιξπηρικών ιστορικών δραμάτων, τον Κύκλο των Λ άνκαστερ κ αι των Γιορκ. Η δεύτερη τετραλογία - ο Κύκλος των Π λανταγενετώ ν- ανατρέχει σε παλιό- τερη απ’ την προηγούμενη εποχή και απαρτίζεται απ τον Ριχάρδο Β' {1595- 1596) , τα δύο μέρη του Ερρίκον Δ' (1597-1598) και τον Ερρίκο Ζ?'(1599-1600). Το βάρος εδώ πέφτει στον σφετερισμό του θρόνου και στις συνέπειές του, καθώς ο νόμιμος βασιλιάς Ριχάρδος Β ' εκθρονίζεται και δολοφονείται απ’ τον δούκα του Μπόλινμπροκ, τον κατοπινό Ερρίκο Δ' που η βασιλεία του συνταράζεται α πό τις συνωμοσίες όσων αμφισβητούν τη νομιμότητα τη ς εξουσίας του. Τελι κά, το έγκλημά του ξεπλένεται α π’ τον γιο του, τον Ερρίκο Ε ', τον θριαμβευ τή τη ς μάχης του Αζινκούρ, όπου οι Άγγλοι κατατρόπωσαν τους Γ’άλλους. Ανάμεσα στις δύο τετραλογίες, ο Σαίξπηρ γράφει τον Β ασιλιά Ιωάννη (1596- 1597) , που, καθώς είπαμε, αποτελεί επίθεση κατά του Παπισμού και των υ περφίαλων αξιώσεών του Λ έ γ α μ ε πιο πάνω π ω ς τα ελισαβετιανά ιστορικά δράματα συμπορεύονταν με την επίσημη ιδεολογία τη ς εποχής και τόνιζαν την «ιερότητα» του βασι λικού θεσμού, τη ς «ελέω Θεού» μοναρχίας. Κ ι όμως, ο Σαίξπηρ στα έργα του αυτά δεν παρουσιάζει παρά μόνο «κακούς» ή άνομους ή ανίκανους βασιλιάδες ■ με μοναδική εξαίρεση τον Ερρίκο Ε', τον εθνικό ήρωα τη ς αγγλογαλλικής δια μάχης. Η ερμηνεία που δόθηκε α π’ τους περισσότερους σαιξπηριστές για τη στά ση του αυτή είναι απλή: Ο Σαίξπηρ, είπαν, παίρνει για ήρωές του βασιλιά δες έκνομους, έκλυτους, εγκληματικούς ή αδύναμους, που προκάλεσαν τόσες συμφορές στον τόπο, ακριβώς για να εξάρει -«διά τη ς εις άτοπον απαγω 910 9. Β λ . πιο κάτω , σελ. 97 επ. 10. Βλ. πιο πάνω σελ. 18. ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΤ ΣΑΙΞΠΗΡ 85 γ η ς » - τη νομιμότητα και την αρετή, τη δικαιοσύνη και την στιβαρή διοί κηση, την ειρήνη και την ευημερία που είχαν φέρει οι Τυδόρ στην Αγγλία. Ο Ριχάρδος Γ ' είναι αδίστακτος φονιάς κι ανελέητος τύραννος, ο Ερρίκος Δ' σφετεριστής του θρόνου και ηθικός αυτουργός τη ς δολοφονίας του Ριχάρδου Β', ο Ριχάρδος Β ' έκλυτος, άρπαγας, τυραννικός, ο Ερρίκος ΣΤ αδύναμος κι άπραγος. Αμαυρώνοντας εκείνους, τονίζοντας τι «θεομηνία» στάθηκαν για τη χώρα, ο Σαίξπηρ πρόβαλλε έμμεσα τη «λευκότητα» και την αγαθοποιό πο λιτική τη ς τυδορικής δυναστείας Γην άποψη αυτή ενισχύει και η υπόλοιπη ((φιλολογία» τη ς εποχής. Ο μι λίες, χρονικά, ιστορίες σε στίχους (όπως ο Καθρέφτης για τονς Άρχοντες, ή ο Εμφύλιας πόλεμος του D a n iel, 1595)" ιστορούσαν τις τραγικές περιπέτειες κα κών βασιλιάδων και υπηκόων, σαν ((παράδειγμα προς αποφυγήν» για τους συ γκαιρινούς τους, εξυμνώντας έτσι την ((πατρική, σώφρονα και στοργική δια κυβέρνηση των Τυδόρ».13 Κ ι ακόμα, οι περισσότεροι «ευγενείς» που ((κυκλοφορούν» στα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ εικονίζονται α π ’ τον ποιητή με τα ζοφερότερα χρώμα τα. Ματαιόδοξοι και άπληστοι, καιροσκόποι και προδότες, αλαζονικοί και χα- μερπείς, αιμοχαρείς και άσωτοι, ((gangster chiefs» (όπως τους ονόμαζαν), α ποτελούν έναν οικτρό Χορό, που κοουβαντιά-πάνω στο σπαραγμένο σώμα τη ς χώρας τους. Ε . ξύπνα, ξύπνα, σρχοντολόι της Αγγλίας! (ανακράζει ο Αγγελιαφόρος στον Ερρίκο ΣΤ') μ ψ αμαυρώσει αδράνεια τις νεοσποχτημένες τιμές σου: εκόπηκαν τα κρίνα α π ’ τ ’ άρματά σ ο ν πάει της Αγγλίας η μίση αρμαδονρα. (Α Μέρος, I, 1, 76) Α λλά αυτοί «ουρλιάζουν ολοένα... έτοιμοι ν’ αρπαχτούν αν το λαιμέ»' (καθώς λέει η Μαργαρίτα στον Ριχάρδο V , I, 3, 188), «μια συμμορία από αιμοβόρα τέρα τα, καταραμένα α π το Θεό» (όπως φωνάζει ο Γκρέυ στο ίδιο έργο, III, 3, 5). 1 1 . 0 Σαίξπηρ χρησιμοποίησε, δραματουργικά, την ((αντίθεση» όπως ο Αισχύλος στους Π έρσες, που πρόβαλε τόσο έντονα τ η δύναμη και τον πλούτο του περσικού βασιλείου, αλλά και το αλαζονικό και απολυταρχικό κα θεστώ ς του, για να εξάρει τ η σημασία τ η ς νίκης των Αθηναίων στην Σαλαμίνα και το δημοκρατικό, ελεύθερο πολίτευμα τ η ς πατρίδας του. 12. Βλ. πιο πάνω, σελ. 46. 13. Βλ. ιδιαίτερα, TILLYARD (1944), C A M P B EL L (1947). C o n tra, SEN GUPTA (1964), PATTERSON (1989). Τρεις Ριχάρδοι Β': Ε π ά ν ω αριστερά, Δημήτρης Xορν. Ε θνικό Θ έατρο, 1947. Ε π ά ν ω δ εξ ιά , Sam W est. Λονδίνο, Royal Shakespeare Company, 2000. Κ ά τ ω , M ichael Redgrave. Σ τράτφ ορντ, Shakespeare M emorial T heatre, 1951. ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Δ Ρ Α Μ Α Τ Α ΤΟΤ ΣΑΙΞΠΗΡ 87 Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηριχθεί π ω ς ο Σαίξπηρ παρουσιάζει έτσι τους εκπροσώπους τη ς φεουδαρχίας για να στηλιτεύσει τους ευγενείς που α πειλούσαν τον θρόνο και για να υποδηλώσει -π ά λ ι- πόσο πιο «έντιμη» και ((πατριωτική» είναι η συμπεριφορά των βασιλιάδων και, μάλιστα, των ((με γάλων» ηγεμόνων τη ς δυναστείας των Τυδόρ. Θα μπορούσε ακόμα να προ σ τεθεί π ω ς ο ποιητής καταδικάζει την πολυαρχία - όπως ο Οδυσσέας τη ς Ιλιάδας Στον Ερρίκο ΣΤ', μάλιστα, ο θείος του βασιλιά λέει στους άλλους ευ γενείς που αλληλοτρώγονται: Σεις προτιμάτε μόνον εναν πρίγκιπα [βασιλιά] μαλθακόν , που να μπορείτε σαν μαθητούδι να τον τρομοκρατείτε. (Α' Μέρος, I, 1, 35) Α λλά οι επιθέσεις του Σαίξπηρ κατά των ευγενών προχωρούν πολύ πιο πέρα, πολύ πιο βαθιά: αμφισβητούν, γενικότερα, τόσο το «ήθος» όσο y.ca τη «χρησιμότητα» τη ς ((αριστοκρατίας». Στον Βασιλιά Ιω άνη η ο καταχθόνιος Νό θος σαρκάζει τους ευγενείς (και τον εαυτό του) για τη διαφθορά, την αδικία, τη σκληρότητά τους: ... ΑλΧ αυτή ’ναι η καθώς πρέπει κοινοινία και κομμένη στα μέτρα εκείνου πον ανεβαίνει, όπως εγώ' γιατί 'ναι νόθος για τ ψ εποχή τον αυτός που δε νιώθει τη νοστιμιά της δουλοφροσέτνης. (I, 1, 205) Σ ' αυτή την αριστοκρατία, σ ’ αυτούς τους «μεταξσντυμένονς σκλάβους » ( Β ' Μέρος, IV, 2, 116), οι επαναστατημένοι χωρικοί του Ερρίκον A T ' ρίχνουν τις ευθύνες για το κατάντημα τη ς χώρας: «Ε, σον λέω ποτέ δεν ήταν εχθνμος κώσ/ως σ τ ψ Αγγλία από τότε που οι αριστοκράτες πήραν το απάνω χέρι» (Β ' Μ έ ρος, IV, 2, 7). Επειδή -λ έ ε ι στους συντρόφους του ο αρχηγός των επαναστα τών, ο Jack C ad e- οι ευγενείς «... σπάζουν τις ράχες σας με βάρνη σηκώνουν τα σπίτια πάνω α π ’ τα κεφάλια σας, βιάζουν τις γυναίκες σας και τα κορίτσια σας μπροστά στα μάτια σας...» (IV, 8, 31).14 14. Β λ . πιο πάνω, σελ. 39. 88 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ακόμα κι ένας «αριστοκράτης», ο Σερ Ουίλλιαμ Λούσυ, φτάνει να πει: Ενώ τσι'ποι μ εταξύ τους πιάνονται,, με β ια ζωές, τιμές κ αι τόποι κ αι όλα χάνονται. (Ερρίκος ΣΤ', Α'Μ έρος, IV , 3, 52)15 Οι επαναστάτες όμως φτάνουν ν’ αρνηθσυν τ ψ ίδια τ ψ ύπαρξη της αριστο κρατίας: Όταν ο λόρδος Στάφορντ λέει περιφρονητικά στον αρχιεπαναστάτη Cade: «Αχρείε! Ο πατέρας σου ήταν σοφατζής■κι εσύ είσαι κοιλοκούρης (κουρέας κοπαδιών), ή δεν είσαι;», ο Cade του αποκρίνεται καταπελτικά: «Κ ι ο Α δάμ ήταν κηπουρός» (ό.π., β'Μ έρος, IV , 2, 122), υποδηλώνοντάς του, φυσικά, πω ς στην αρχή του κόσμου όλοι οι άνθρωποι ήταν ίσοι. Και η απάντηση τούτη του Cade δεν είναι παρά αντίλαλος του πραγμα τικού τραγουδιού, που οι πραγματικοί επαναστάτες του 1281 τραγουδούσαν στην πορεία τους κατά τη ς πρωτεύουσας: W hanne Adam dafle and E ve span who was thanne a gentleman? (Ό ταν ο Α δάμ έσκαβε κι η Ε ν α έπλεκε, ποιος ήταν, τ ό τ ε , αριστοκράτη ς;)1617 Κ ι όχι μόνο οι επαναστάτες. Το ίδιο ακριβώς θα πει κι ο θυμόσοφος Ν ε κροθάφτης στον Ά μ λ ετ: «Δεν έχει παλιό αργοντολόι, μονάχα οι περιβολάρηδες, οι σκαφτιάδες κι οι νεκροθάφτες, αυτοί κρατάνε τ ψ τέχνί) τον Α δάμ » (V , 1, 2 7 ) .1' Ενώ οι εξεγερμένοι χωρικοί του Νόρφολκ, με επικεφαλής τον Robert Kett (1381), ζητούσαν «όλοι οι δούλοι να λεντερωθοιτν, γ ια τί ο Θεός μ άς λευτέρω σε ό 15. ΙΙρβλ. Σάλωνα: « Η π ό λ η α π ’ τους μεγάλους χάνεται, ώ σπ ου ρίχνεται I σ ’ ενός μονάρχου τη σκλαβιά ο λαός ανύποπτος» (ν Α ιώ ρω ν έκ μ εγαΚ ω ν π ό λ ις δλλυται" i s δε μ ο ν ά ρ χ ο υ δή μος ά ιδ ίη όονλοσύνη ν επ εσ εν » , ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Α , 2, 50, μετάφραση ί . Δάλλα). 16. Άλλη εκδοχή: « W h e n A d a m d ig g ed a n d E u e span ne / who was then the g e n tle m a n ? » Βλ. BANCROFT (1593), σελ. 8 -9 , DOBSON (1970), σελ. 390-391, PATTERSON (1989), σελ. 39, 46. 17. ΙΙρβλ. ΕΥΡ11ΙΙΔΗ: «Π εριττά λόγια να ’παιναμιε / τ ψ ενγενή καταγ ω γή · / γιατί, σαν πρω- τσγεννιβήκαμ’ οι θνητοί, / η φύσν\ και ή μ άνα γη α όλους τ ψ ίδια / χάρισε τ ψ όψ). / Ί σιοτε το ξε χωριστό' ίδια σπορά / κι οι ευγενείς κι οι ταπεινοί» (« ΐίερ ισ σ ό μ ν θ ο ς ό Λογοζ, ευγένειαν εί / β ρ ό τ ε ι- ον εύλογη σομ εν. / Τ ο γ ά ρ π ά λ α ι κ α ι π ρ ώ τ ο ν ο τ έγενομ εθα, / διά δ’ εκρινεν α τ εκ ο ϋ σ α β ρ οτου ς, / ό μ οίαν χθω ν ά π α σ ιν έξεπ αίδευ σ εν δψιν. / ’Ίδιοι' ούδεν εχομεν' μία δε γ ονά / το τ ’ euyeves κ α ι τό δυσγενές»). Στην χαμένη τραγωδία του Αλέξανδρος, μετάφραση Χρ. Μεοδωράτου. ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΤ ΣΑΙΞΠΗΡ 8g λους χύνοντας το ακριβό του αίμα» («.that all men may he free for god made all free with his precious Mode sheddyng»).' Ό μ ω ς τη ((φύση» τη ς αριστοκρατίας δεν την αμφισβητούν μόνο οι ξεσ η κωμένοι αγρότες και οι νεκροθάφτες-clowns. Ο ίδιος ο Φρούραρχος στον α παίσιο Πύργο του Λονδίνου, ο Brackenbury, θα π ει, στον Ριχάρδο Γ Των αρχοντιών η δόξα είναι μονά,χα οι τίτλοι πον ’χουν. (...) Τ ’ άσημο τ όνομα α π ’ τον τίτλο το μεγάλο μια φήμη μάταιη το χωρίζει, τσιοτ άλλο. (I, 4 , 7 8 )1819 Ακόμα και βασιλιάδες θα επισημάνουν πόσο κούφιοι είναι οι τίτλοι και τα μεγάλα ονόματα όταν λείπει η πραγματική αρετή. Ό π ω ς ο (φανταστι κός) βασιλιάς τη ς Γαλλίας στο Τέλος καλό, όλα καλά, εκφράζοντας το πνεύ μα όλου του έργου: ... η αξία κι όχι ο τίτλος πρέπει να περνάει. (...) η αξία πάει εμπρός όταν κινάει από τις πράξεις κι όχι α π ’ τ όνομα. Τ ’ όνομα σκέτο είν’ ένας δούλος, ένα επίγραμμα σε κάθε τάφο και σε κάθε μνήμα, ψεύτικο τρόπαιο... (II, 3, 129) Κ ι ο άρχοντας Κερήμων στον Περικλή θα πλειοδοτήσει: ...η αρετή και η τέχιμ είναι προσόντα ανώτερα οπό σόι και πλαύτη. Άσωτοι κληρονόμοι αυτά τα δυο τα ύστερα τα μοντζονρώνονί’, τα σκορπάνε, αλλά τα πρώτα, πον τα περιμένει αθανασία, κάνουν θεό τον άνθρωπο. (III, 2, 26) 18. Βλ. DOBSON (1970), σελ. 40, PATTERSON (1989), σελ. 38. 19. Πρβλ. ΕΤΡ111ΙΔΗ, «Έ να μοναχά φέρνει ντροπή στους δούλους - / τ ’ όνομα ' κ ι α π ’ τους λεύτερους σ τ άλ λα όλα, ο σκλάβος, / σαν τον β α σ τ ά η καρδιά, διόλου δεν πέφ τει κάτω » (« Έ ν y a p τι, τ ο ϊς δου λ οισιν αίσνΰνη ν φ έρει /του ν ομ α' τ α δ' ά λ λ α π ά ν τ α τ ω ν ελευθέρω ν / ούδεν κ α κ ιώ ν δούλος, υ σ τις ίσ θ λ ο ς fj»). Ίων, 854, μετάφραση Ν. Ποριώτη. go 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Laurence Olivier, Χ ό τσ π ο ν ρ, κ α ι ο Ralph Richardson, ■ Φ άλσταφ στον «Ερρίκο Δ '». Α λ λ ά η αμφισβήτηση δεν σταματάει στους «απλούς ευγενείς». Φτάνει ως τα κράσπεδα τον θρονου. Οι χακοπαθημένοι πολίτες λένε στον Ριχάρδο Γ': Κ αι της Βασίλισσας οι γιοι και οι αδερφοί, (είναι) γεμάτοι περηφάνια κι αλαζονεία. Κ ι αν ήταν τρόπος για να τους κυβερντ/σει αυτούς κανείς αντί να κυβερνάνε, τσι'ιτη η άρρωστη χώρα θα μπορούσε να ζήσει κάπω ς ήσυχα όπως πρώτα. (II, 3, 29) ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΤ ΣΑΙΞΠΗΡ 9ΐ Ά λλω στε, όλοι, αυτοί οι «ευγενείς» που αλληλοξεσκίζονται σαν μολοσσοί για τα κόκκαλα του θρόνου είναι, ή ισχυρίζονται π ω ς είναι, όλοι απ ό «βασιλική γενιά», γόνοι και συγγενείς των βασιλιάδων που κυβέρνησαν, αλλά και των βα σιλιάδων που κυβερνάνε τώρα (τον καιρό του Σαίξπηρ) την Αγγλία. Κ ι ανά μεσα σ’ αυτούς δίνεται η πιο ανελέητη, η πιο αιματηρή μάχη. Σκοτώνουν και σκοτώνονται για να ζυγώσουν το στέμμα, για ν’ αρπάξουν το στέμμα, για να κρατήσουν το στέμμα, για να διαφεντέψουν το στέμμα. «... υσο πιο ατενή/ συγ γένεια από αίμα τόσο πιο αιμοβόρα». θα πει, αργότερα, στον Μ άκβεθ (II, 3, 136). Αυτός ο τρομερός οίστρος εξουσίας κι ακολασίας οπλίζει τα χέρια αδερφών, γονιών, παιδιών, άντρων και γυναικών, νέων και γέρων, για ν’ αποχτήσουν αυτή τη φευγαλέα δύναμη, την εξουσία - που τους κάνει δούλους τη ς, αφού τους έκανε φονιάδες, πατροκτόνους, παιδοκτόνους, μιαιφόνους.2021Η τραγική Μαργαρίτα, η χήρα του Ερρίκου Σ Τ ' (που είχε κι αυτή εγκληματήσει στα νιάτα τη ς, τόσο, ώ σ τε ένα θύμα τη ς την είχε ονομάσει «τίγρης καρδιάν μες σε γυναίκας δέρμα τυλιγμένη»)μ η Μαργαρίτα, που δεν παύει να καταριέται τους δικούς τη ς -φονιάδες των δικών τ η ς - εικονίζει, στον Ριχάρδο Γ ', τον «τρομε ρό μηχανισμό»,22 την «καταχθόνια μηχανή)) τη ς αδελφοκτόναε πάλης για την εξουσία. Λ έει σ τη Δούκισσα του Γιορκ, τη μητέρα του Ριχάρδου: Ε ίχα έναν Ε δονάρδο, κι ο Ριχάρδος τον σκάπωσε' είχα εναν Ερρίκο, κι ο Ριχάρδος τον σκότω σε. Είχες έναν Ε δονάρδο, κι ο Ριχάρδος τον σ κ ό τω σ ε■ είχες έναν Ριχάρδο, κι ο Ριχάρδος τον σκότω σε. 20. Φυσικά, η Αγγλία δεν πρωτοτυπούσε: συνέχιζε, απλώς, το πανάρχαιο «έθιμο» της αλληλοσφαγής για την εξουσία - προπάντων, όταν αυτή είναι αυταρχική, μονοκρατορική, τυ ραννική. Στα καθεστώτα όπου η βία είναι ο μόνος νόμος και το μόνο μέσον επιβολής πάνω στον λαό, η βία αποτελεί και το μέσον για να «λύνονται» οι αντιπαλότητες αναμεσα στους ((δυνατούς». Από την αρχαία Αίγυπτο ως την Ελλάδα και την Ρώμη, από το Βυζάντιο ως την Δύση και την Ανατολή, όλοι οι «θώκοι» είναι ποτισμένοι με το αίμα κατόχων, διεκδι κη τώ ν, σφετεριστών, αλλά και των άφταιγων υπηκόων τους, που παρασέρνονται στη δίνη της διαμάχης. Και στη νεότερη εποχή, η σκυτάλη του εγκλήματος δεν παροπλίσθηκε α πό την ((Τρομοκρατία» της Γαλλικής Επανάστασης ως τις αλληλοεξοντωσεις και τις χαλ- κευμένες «δίκες» του σταλινισμού, του φασισμού, του νατσισμού και των παραφυάδων τους. 21. «Ο, tig e r ’s heart w rapped in a w o m a n ’s hid e!» , Ερρίκος ΣΤ\ Γ ' Μέρος, I, 4,137. 22. Βλ. ΚΟ ΤΤ (1962), σελ. 17 επ. 92 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Α λλά κι η Δούκισσα του Γιορκ τ η ς αποκρίνεται ανταποδίδοντας τα χ τυ πήματα: Κ ι εγώ είχα ένα Ριχάρδο, και τον σκότωσες εσύ · κι είχα ένα Ροντλαντ, κι εσύ βοήθησες να τον σκοτώσουν. Κ ι η Μαργαρίτα πάλι: Είχες κι έναν Κλάρενε, επίσης, και τον σκότωσε ο Ριχάρδος. (IV , 4, 40) Τα ίδια ονόματα θύτες και θύματα, τα ίδια ονόματα σφαγείς και σφά για.2 Όλοι «ανεβαίνουν τόσο ψηλά για να ’ναι τρομερό το πέσιμό τους», όλοι «αί μα διψούν, και στο αίμα τελειώνουν» (IV , 4, 86, 19 5 ). Η αποτρόπαιη «φαοαντό- λοαντου εγκλήματος δεν έχει τέλος, όπως δεν έχει τέλος και κορεσμό η δί ψα για την Ύδρα τη ς Εξουσίας. ) μ ω ς ο ποιητής δεν αργεί να φτάσει ω ς τα ακρότατα: στον ίδιο τον θρόνο. Που δεν αφανίζει μόνο τους «ευγενείς» συγγενείς, αλλά και τον λαό «του» και τη χώρα «τον» όλ?ρ Στον Ριχάρδο Β\ λ .χ ., ο Σαίξπηρ βάλλει κατευθείαν εναντίον του ίδιου του «ιερού» βασιλιά, του άσωτου, αστόχαστου, τυραννικού - και μάλιστα με το στόμα δύο λαϊκών ανθρώπων: του Κηπουρού κι ενός βοηθού του, που μιλάνε με παρομοιώσεις α π’ την τέχνη τους: ... ο θαλασσάρραχτός μας κήπος, όλη η χώρα μας, είναι όλη βότανα, πνιγμένα τα πιο ωραία της άνθη, δέντρα της όλα ακλάδευτα, φράχτες χαλάστρα,234 23. Στο πρωτότυπο είναι ακόμα πιο χτυπητή η «κοινότητα» των ονομάτων. Επειδή η Μαργαρίτα λέει συνέχεια όχι ο Ριχάρδος, αλλά ένας Ριχάρδος: «/ had an E d w a rd , till a R ichard killed him » κτλ. Ot ταυτότητες των συγκεκριμένων προσώπων είναι λιγότερο ση μαντικές απ’ την ομοιότητα το^ν ονομάτων και των εγκλημάτων. 24. Πρβλ. Παλαιά Διαθήκη: « Α έω ν π ειν ώ ν κ α ι λύκος διφώ ν, δ ς τυρανν ει, π τ ω χ ό ς ών, έθνους π εν ιχ ρ ο ύ » , Π αροιμίας ΚΗ, 15. ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΎ ΣΑΙΞΠΗΡ 93 βραγιές της γκρεμισμένες κ αι τ α ω ραία της λάχανα γ εμ άτα κάμ π ιες λ έει ο δεύτερος (III, 4, 44). Κι, ο Κηπουρός: ... Κείνος (ο β α σ ιλ ιά ς) πον ανέχτη αυτή τ ψ άταχτη άνοιξη, το ’βρε μπρος τον το πέσιμο των φύλλων τ ώ ρ α ' Το πέσιμο των φύλλων - και «τον στέμ μ ατός τον στο χώμα» (III, 4, 48, 65). Πολύ πιο ωμός και άμεσος είχε σταθεί ο ίδιος ο θείος του βασιλιά, ο μελ λοθάνατος δούκας του Γκα ντ: αφού υμνολόγησε απαρομοίαστα την Αγγλία, θυμίζει στον Ριχάρδο: ...το στέμ μ α σου, πον το όριό τον δεν είναι μεγαλύτερο απ ό το κερύλι σου (II, 1, 100) (και τι κεφάλι!). Και τον ελεεινολογεί που ... π άχ τω σ ε (υποθήκευσε την Αγγλία) σαν να ’τανε τσιφλίκι ή αγρόκτη μα παλιό έτσι που, εξαιτίας του, η χώρα ... καταχ τη τή ς ω ς τώ ρα γι' άλλους, τον εαυτό της κ ατάχ τη σε με τη ντροπή... Και τον κατακεραυνώνει κατά πρόσωπο π ω ς «καθαίρεσε ο ίδιος τον εαυτό του... με τις κραιπάλες τον» και την έκανε «θανάτου στρώ μ α τον». Για να τ ε λειώσει με την κατάρα: Σ τ ο αίσχος σου να ζ ε ς κ αι το αίσχος σον να ζει μ ετά απ ό σένα! (Live in th y sh a m e, hut die n o t the sh a m e w ith th ee!) (II, 1, 59, 65, 95, 107, 135)256 25. Β λ . πιο πάνω σελ. 82. 26. Κ α ι ο λόρδος Ο υίλλομπυ θα προσθέσει: «Ο βασιλιάς χρεωκάπησε σαν ιδιώτης» (II, 1, 257). 94 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Τ ι δοξολόγημα για έναν βασιλιά - και μάλιστα «μυρωμένο με το θεϊκό χρίσμα» !27 Α λλά και όλοι σχεδόν οι άλλοι εστεμμιένοι των ιστορικών δραμάτων του -Ιωάννης, Ερρίκος Δ', Ριχάρδος Γ ' -είναι σφετεριστές, άρπαγες περιουσίάν, δο λοφόνοι, τύραννοι. Αντάξιοί τους, ά λλω στε, δείχνονται και βασιλιάδες τρα γωδιών: Κλαύδιος στον Άμλετ, Μ άκβεθ. Ακόμα και βασιλογυναίκες δεν υ στερούν σε τέτοιες χάρες: η αιμοχαρής Μαργαρίτα, η γυναίκα του Ερρίκου ΣΤ', οι βασιλοκόρες του Ληρ Ρεγάνη και Γονερίλη και, φυσικά, η Λαίδη Μάκβεθ. Για να επιβεβαιώσουν τον αφορισμό του Κάτωνα του τιμητή: «Φύσει τοΰτο το ζώου ό βασιΑ ευς σαρκοφ άγον εστιι»).2829 Ε ξω τερ ικ ά τα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ μοιάζουν να στοιχίζονται με την ιδεολογία τη ς εποχής. Σ την πραγματικότητα όμως τ ψ ξεπερνάνε απ ό έργο σε έργο. Στηλιτεύοντας τους «ευγενείς», που αποτελούσαν μόνιμη απει λή για τη δυναστεία, ο ποιητής βάλλει εναντίαν τον κόσμον α π ’ όπου η δυνα στεία βγύ/κε. Και, σε τελευταία ανάλυση, η θεατρική διαλεκτική του κατα λήγει σε κατηγορτ/τήριο εναντίον του ανθρωποκτόνου και παιδοκτόνου Λεβιά θαν, τη ς εξουσίας γενικά, τ η ς βασιλείας ειδικά, αφού αυτή είναι η υπέρτατη εξουσία, και (έμμεσα) εναντίον της ίδιας της δυναστείας. Μ ήπως και οι ίδιοι οι Τυδόρ δεν βαρύνονταν με πλήθος εγκλήματα; Μή π ω ς ο Ερρίκος Η' δεν έστειλε στον δήμιο όχι μόνο δύο α π’ τις έξι γυναίκες του (που η μια τους, μάλιστα, η Anna Boleyn, ήταν μητέρα τη ς Ε λισάβετ), όχι μόνο ένα πλήθος «ύποπτους» για διεκδίκηση του θρόνου του, αλλά και τους καγκελαρίους του Thomas Fisher, Thomas Cromwell, και τον Thomas More, «το φωτεινότερο πνεύμα του ΙΣΤ'αιώνα»; Μ ήπως η κόρη του Μαίρη, στην σύντομη βασιλεία τη ς, (1553-1558), δεν θανάτωσε χιλιάδες διαμαρτυρόμε- 27. Στην περίπτωση του Ριχάρδου Β', ο Σαίξπηρ δεν είχε καν «πολιτικούς» λόγους να τον αμαυρώσει για να εξάρει την «άμωμη» δυναστεία των Τυδόρ, αφού ο Ριχάρδος βασί λεψε (1337-1399) πενήντα περίπου χρόνια πριν απ’ τον ολέθριο εμφύλιο Πόλεμο των Δύο Ρό δων (1455-1485), που τον τερμάτισε ο Ρίτσμοντ, νικώντας τον Ριχάρδο Γ ' και θεμελιώνο ντας την «ευεργετική» τυδοριανή δυναστεία, με το όνοιχα Ερρίκος Ζ . 28. ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Κ άτω ν, Η, 8. Κατά τον ηγεμόνα και η Αυλή του, βέβαια: ένας εξόρι στος άρχοντας, ο Βελάριος του Κυμβελίνον, την εικονίζει έτσι: «η τεχιη της αυλής, δύσκολο να τ ψ υφησεις όσο και /να τ ψ κρατήσεις■σ τ ψ κορφή της το σκαρφάλωμα J σίγουρο πέσιμο, ή τόσο γλι στερή, που ο φόβος / κακός σαν πέσιμο...» (III, 3, 45). Και στον Ε ρ ρ ίκ ο Π ο έκπτωτος καρδινά λιος W olsey: « Ω , τ ι άθλιος είν' ο φτωχός/ π ον κρέμεται α π ’ τ ψ εύνοια των ηγεμόνων!» (III, 2, 366). 29. «Ο Σ αίξπη ρ εκθρονίζει το βασιλικό μεγαλείο, το απογνιινώνει απ ό κάθε ψευδαίσθηση», ΚΟΤΤ (1962), σελ. 65. ΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΡΟΔΑ - ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ ΤΟΎ ΣΑΙΞΠΗΡ 95 Κ ιν ημ α τογ ρ αφ ικ ός «Ερρίκος Ε '» , μ ε τον L a u ren ce O livier τ ιρ ο η α γ ω ν ισ τ ή κ α ι σ κ ψ ο θ έ τ η , 1944. νους - γ ι’ αυτό κι ονομάστηκε « B lo o d y M a ry » ; Μ ήπως η ίδια η Ελισάβετ δεν βαρυνόταν με τον θάνατο τόσων «αιρετικών» (καθολικών τώρα), τόσων συνεργατών τη ς (υπουργών, στρατηγών, επισκόπων), αλλά και τη ς διεκδι- κήτριας του θρόνου τη ς Μαρίας Στιούαρτ;30312 Ποιος εστεμμένος είναι ή μπορεί να είναι «αθοόος»; «Κανένας δεν μπορεί να βασιλέψει αθώα. Όλοι οι βασιλιάδες είναι αντάρτες και σφετεριστές» («On ne pent point regner innocemment. Tout roi est un rebelle et un usurpateur»), θα βρο- ντοφωνήσει o S a in t-Ju s t.' Και ο M a rk T w a in θα προσθέσει: «Δεν υπάρχει θρόνος που να μ ψ αντιπροσωπεύει κι ένα έγκλημα». ' 30. Ο L . STONE (1967, σελ. 97) μιλάει για «βασιλικό (τυδοριανό) μονοπώλιο βίας, τόσο δ η μόσιας όσο κ αι ιδιω τικής». 31. Λ όγος του σ τη Σ υμ βα τικ ή Σ υνέλευσ η , 13. 11.1792. 32. N otebook, έκδ. 1935. g6 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Δεν αποτελεί λοιπόν υπερβολή η διαπίστοιση του John Bailey: «Κανένας δημοκράτης δεν μ πορεί να ζητήσει καλύτερο κήρυγμα κ α τά της προσω πικής μοναρ χίας απ ό αυτό που βρίσκει, α π ό τη μ ια σ κ η ν ισ τ ψ άλλη, στο. ιστορικά δράμ ατα του Σαίβπηρ».33 Αυτό το «κήρυγμα» θα γίνει, ακόμα πιο διαπεραστικό και ανελέητο με τα κατοπινά μεγάλοι δημιουργήματα του. Σ ένα α π ’ τα τελευταία έργα του, τον Περικλή, ο ίδιος ο ηγεμόνας λέει: Όποιος κρατάει βιβλ'ιο μ ε όσα κάνουν οι μονάρχες, ασφάλεια έχει αν το κρατάει κλειστό κ αι δεν το δείχνει. (II, 1, 95) Ο Σαίξπηρ τόλμησε να το γράψει και να το κάνει κτήμα του κόσμου όλου. 33. B A IL E Y (1923), ARMSTRONG (1972), σελ. 87. 3 . Δ Ο Λ Ο Φ Ο Ν ΙΑ , ΤΟ Α Ν Ω Τ Α Τ Ο Σ Τ Α Δ ΙΟ Τ Η Σ Α Ρ Χ Ο Μ Α Ν ΙΑ Σ Ριχάρδος Γ ' - Μ άκβεθ1 Thriftless ambition, that will ravin up Thine own liv e’s means! (Φιλοδοξία αχόρταγτ} που τρως της ίδιας της ζωής σου τ ψ καρδιά!) (Μάκβεθ, II, 4, 28) Ι η ν αρχολαγνεία την έχει εικονίσει και στηλιτεύσει ο Σαίξπηρ από την πρώ τη του τριλογία ω ς το ύστατο δράμα του. Α λλά τις πιο ακραίες εκφάν σεις τη ς δίνει στα δύο τούτα έργα διαφορετικά σ εποχή συγγραφής (νεα νικός ο Ριχάρδος Γ\ ώριμος ο Μάκβεθ),2 σε είδος (ιστορικό δράμα ο πρώτος, 1. Για τον Ριχάρϋο Γ% βλ. S. JOHNSON 0 7 5 0 ;) (1969), H A ZLITT (1817), σελ. 298 επ ., K EM B LE (1817), CHAMBERS (1925), σελ. 17 ε π ., 125 ε π ., A LEXA N D ER (1929), TILLYARD (1943), σελ. 204 ε π ., PALM ER (1945), ARMSTRONG (1946), C A M PBELL (1947), σελ. 306 επ ., SPIVA6K (1958), DRIVER (1960), σελ. 87 ε π ., RIBNER (1960), σελ. 22 ε π ., REF.SE (1961), σελ. 203 ε π ., ROSSITER (1961), ΚΟΤΤ (1962), PARROT (1962), σ ελ 218 ε π ., Etudes A n g la is es (1964), σελ. 482 ε π ., K EETO N (1967), σελ. 199 ε π ., 312 ε π ., HARNHAM (1975), ROWSE (1984), σελ. 31 ε π ., C a m b rid g e (1986), σελ. 7, 154-155, 219, 256, GIRARD (1990), σελ. 383 επ. Για τον Μ ά κβ εθ , βλ. CO LERID G E, H A ZLITT (1817), σ ελ. 186 ε π ., K E M B L E (1817), DE QUINCEY (1863), S T A F F E R (1879), ΡΟΙΔΗΣ (1880), MOULTON (1885), BRA D LEY (1904), σελ. 277 ε π ., 400 ε π ., C A M PBELL (1930), σελ. 208 ε π ., KNIGHTS (1933 και 1959), σελ. 104 ε π ., TILLYARD (1944), σελ. 319 ε π ., CH ARLTON (1948), PAUL (1950), FARNHAM (1950), GODDARD (1951), HARRISON (1951), RIBN ER (1953 και 1960), σελ. 137 ε π ., DRIVER (1960), σελ. 153 ε π ., ΚΟΤΤ (1962), σελ. 97 ε π ., PARROT (1962), σελ. 308 ε π ., RUSSEL, BROWN (1963), K E T T L E (1964), σελ. 102 ε π ., PROSER (1963), ROWSE (1984), σελ. 158 ε π ., C a m b rid g e (1986), KAMPS (1991), σελ. 147 επ . 2. Σ τη μετάφραση του έργου, ο Ρώτας γράφει τον τίτλο και το όνομα «Μακμπέθ» -όπως προφέρεται στα αγγλικά- αλλά εό'ω κρατάμε την καθιερωμένη ελληνική γραφή «Μάκβεθ». 7" O David Garrick <αποκαλσύμενος «ο μεγαλύτερος Άγγλος ηθοποιός όλων των εποχών») σε τέσσερις αστό τους κιψότερον·; σαιξπηρικούς ρόλους τον. Χαλκογραφία. 1770. ίονόιιο Θεατρικό Μουσείο. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜ ΑΝΙΑΣ 99 τραγωδία ο δεύτερος) και σε ψυχοσύνθεση των ηρώων,345αλλά τόσο σ υ γ γ ε νικά σε διαγραφή του φίλαρχου πάθους και των συνεπειών του. Η μορφή του Ριχάρδου Γ ' -ό π ω ς την έχει απεικονίσει ο Σ α ίξπ η ρ- παρου σιάζει ένα πρόβλημα ιστορικό και δραματικό μαζί. Κ ι όταν λέμε «μορφή», εν νοούμε όχι μόνο τον Ριχάρδο του φερώνυμου δράματος αλλά και τον Ριχάρδο τη ς προηγούμενης -κ α ι π ρ ώ τ η ς - τριλογίας του Σαίξπηρ: του Ερρίκον Σ Τ '. Για τί κι εκεί είχε «περιποιηθεί» ο ποιητής τον αρχολίπαρο άρχοντα: τον πα ρουσίαζε να σκοτώνει τον Δούκα του Σόμερσετ (μόλο που στην πράγματι κότητα ο Ριχάρδος ήταν τότε μόλις οχτώ χρόνων!). Έ π ειτα , στο Γ'Μ έρος τη ς τριλογίας, ο Ριχάρδος γίνεται το κεντρικό πρόσωπο και δολοφονεί τον Πρί γκιπα τη ς Ουαλλίας και τον ίδιο τον Ερρίκο ΣΤ'. Μ ε τη σκληρότητα και τον κυνισμό του, αποτελεί το πρόπλασμα του εωσφορικού ήρωα του κατοπινού φερώνυμου δράματος. Κ ι ω στόσο, πολλοί —ιστορικοί και μη- ισχυρίζονται π ω ς ο πραγματικός Ριχάρδος δεν ήταν διόλου ο σατανικός, αιμοχαρής κι αδίστακτος τύραννος που εικονίζει ο Σαίξπηρ. Αλλά, αντίθετα, ένας καλός και ικανός βασιλιάς. Έχουν, μάλιστα, ιδρυθεί στην Αγγλία και αλλού ολόκληρες εταιρείες για την... α ποκατάσταση τη ς μνήμης του. Γ ιατί τό τε ο Σαίξπηρ «παραποίησε» -αν παραποίησε- την Ιστορία; Α ς θυμηθούμε π ω ς ο Ριχάρδος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς του εμφύλιου Πολέμου των Δύο Ρόδων. Νικώντας τον και σκοτώνοντάς τον στη μάχη του Μ πόσ- γουορθ, ο αντίπαλός του Κόμης του Ρίτσμοντ έδωσε τέλος στον αλληλοσπα ραγμό κι έγινε ο ίδιος βασιλιάς με τ ’ όνομα Ερρίκος Ζ' και ιδρυτής τη ς δυ ναστείας των Τυδόρ. Οι ιστορικοί και οι ποιητές τη ς εποχής των Τυδόρ ε ί χαν κάθε λόγο να αμαυρώσουν τον βασιλιά που ο κατοπινός Ερρίκος Ζ' ε κτόπισε κι εξόντωσε: παρουσιάζοντας τον Ριχάρδο σαν «μάστιγα» για την Αγγλία, υποδήλωναν πόσο «σωτήρια» πράξη ήταν ο αφανισμός του και η α νάρρηση του αντιπάλου του. (Μ ε το πνεύμα αυτό είχε γράψει μια Ιστορία τον 3. Διαφέρουν και σε σκηνική «μοίρα»: ενω ο Ριχάρδος Γ ' π α ί ζ ε τ α ι συχνότατα και μ ’ ε πιτυχία, ο Μ άκβεθ θεωρείται από τους προληπτικούς Άγγλους ηθοποιούς «γρουσούζικο» έρ γο, που φέρνει ατυχίες στους ερμηνευτές του. Τόσο, που αποφεύγουν να προφέρουν καν τον τίτλο του, αλλά αναφέρονται σ ’ αυτό ως «the Scottish play» ή «that play»! 4. Αντικειμενική και τεκμηριωμένη ανάλυση των ντοκουμέντων για τη ζωή του δίνει η HARNHAM (1975), που φτάνει στο συμπέρασμα πως ο Ριχάρδος ήταν πραγματικά σφετε ριστής και τύραννος. 5. Οι Ρωμαίοι επιτρέπανε τον διασυρμό των πεθαμένων αυτοκρατόρων για να «εξυψώ- ιοο 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ριχάρδον Γ ' ο Thom as More, ογδόντα χρόνια πριν α π ’ τον Σαίξπηρ (1513),6 και η Ιστορία αυτή, μαζί με τα χρονικά του Holinshed και του Halle, στάθη κε η πηγή του Σαίξπηρ για το δράμα του.) Α ποτέλεσμα: ο Ριχάρδος Γ 'έ μ ε ι νε για πάντα στην κοινή μνήμη σαν η προσωποποίηση του εωσφορικού κι αι ματοβαμμένου αρχομανούς. Ό λες οι προσπάθειες κι όλες οι εταιρείες δεν μπό ρεσαν να κλονίσουν αυτή την εικόνα. Γ ι ’ άλλη μια φορά, η τέχνη αποδείχθη κε δυνατότερη α π ’ την ιστορική αλήθεια - όση ιστορική αλήθεια υπάρχει.' Επιγραμματικά, αφοριστικά, σχεδιάζει ο Σαίξπηρ τα βήματα και το βά ραθρο τη ς φιλοδοξίας-φιλαρχίας από τον Ερρίκο Σ Τ 'κιόλα ς: «Μπροστά (πηγαίνει) η έπαρση και πίσω η φιλοδοξία», λέει, ο Σόλσμπερυ (Β ' Μέρος, I, 1, 178) και ο Γκλόστερ θα π ει, στο ίδιο έργο: Τ ψ αρετή τ ψ πνίγει η αισχρή φιλοδοξία, και το έλεος το διτοχνει το χέρι της μνησικακίας' ( Β ' Μέρος, III, 1, 143) Κ ι αργότερα, ο Ρος, στον Μάκβεθ, θα προχωρήσει πιο βαθιά, αναφωνώ ντας: Φιλοδοξία αχόρταγη πον τρως της ίδιας της ζωής σου τ ψ καρδιά! (II, 4, 28) νονται οι ζώντες». Ονομαστό δείγμα τέτοιου διασυρμού είναι η Α πακολακυντωαις (αποκολο κύνθωση αντί τη ς καθιερωμένης «αποθέωσης») dim Oaudii, που έγραψε ο ΣΕΝΕΚΑΣ, γ ε λοιοποιώντας τον εκλιπόντα αυτοκράτορα Κλαύδιο. 6. Η τραγική ειρωνεία είναι πως ο Thomas MORE, που έγραψε το έργο αυτό για να ε- ξάρει τη δυναστεία του Ερρίκου Η', τελικά αποκεφαλίστηκε απ’ τον δεύτερο, που δεν ήταν λιγότερο αιμοχαρής απ' τον Ριχάρδο. 7. Σχετικό με τον Ριχάρδο Γ ' είναι το μοναδικό «ανέκδοτο» για τον Σαίξπηρ που κα τέχουμε. Ο δικηγόρος και θεατρόφιλος John Manningham διηγείται στο Ημερολόγιό του, στις 13.3.1602: «Κάποτε, όταν ο Burbage έπαιζε τον Ριχάρδο Γ', μια κυρία είχε τόσο γοη- τευθεί απ’ αυτόν, ώ στε, πριν φύγει από το θέατρο, τον κάλεσε να την επισκεφθεί την ίδια νύχτα στο σπίτι της με το συνθηματικό όνομα Ριχάρδος Γ'. Ο Σαίξπηρ, ακούγοντας αυτή τη συνεννόηση, πήγε εκεί πρώτος, διασκέδασε με την κυρία και την ώρα εκείνη κατέφθασε ο Burbage. Όταν ανήγγειλαν στην κυρία ότι ήρθε ο “ Ριχάρδος Γ '” , ο Σαίξπηρ μήνυσε στον Burbage ότι “ο Ουίλλιαμ ο κατακτητής προηγήθηκε του Ριχάρδου Γ '...” » (HALLIDAY [1952], σελ. 390, ROWSE [1984], σελ. 35, C am bridge [1986], σελ. 7). ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ ΙΟΙ Όλοι οι «ευγενείς», ά λλω στε, κι οι άρχοντες κατατρώγονται στα έργα του Σαίξπηρ α π ’ το «σαράκι της φιλοδοξίας», θα πει ο Γκλόστερ (Ερρίκος ΣΤ', Β 'Μ έρ ος, I, 2, 18). Πιο ύστερα, ο νεαρός Ριχάρδος θα «συμβουλεύσει» τον πατέρα του, Δού κα του Γιορκ, που διστάζει να σκοτώσει τον βασιλιά: Κ α ι σκεψον το, π α τέρ α μου, πόσο γλυκό ’ναι να φορείς στέμ μ α, τιον μ έσα στον κύκλο του είναι τ α Η λύσια κι όλα όσα μας λένε οι ποιητές για χαρά κ αι μακαριότητα. Γνατί ν’ αργούμε έτσι; Α ε μ πορώ να ησυχάσω ω σότον τούτο το άσπρο ρόδο5 βαφ τεί στο χλιαρό αίμ α της καρδιάς του Ερρίκου. (Ερρίκος ΣΤ', Γ 'Μ έρ ο ς, I, 2, 28) Χ τυπ ά ει, ά λλω στε, σε ανοιχτές πόρτες. Ο Γιορκ είχε κιόλας πει: Α πανω τές, σ α μπάρες εαρινές, έρχονται οι σκέψεις, κι ούτε μ ια που να μη στοχάζεται το αξίω μ α (το στέμμα). (Β ' Μέρος, III, 1, 337) Και πιο κάτω: Α , ιερή μεγαλεώ της, ποιος δε θα σ ’ αγόραζε ακριβά; (Β 'Μ έρος, V, 1, 5)° Πόσο ακριβά, το λέει μόνος του: ... είμ ’ αποφασισμένος γ ι’ αξιοπρέπεια (για την εξουσία) ή γιο. θάνατο. (Β ' Μέρος, V, 1, 194)89 8. Το σύμβολο του οίκου των Γ ιορκ, ενώ το κόκκινο ρόδο ήταν το σύμβολο του οίκου των Λάνκαστερ. 9. Πρβλ. τον Ετεοκλή του ΕΤΡΙΙΙΙΔΗ: « Κ α ι θα ’φ τανα ψηλά ω ς τ ’ αστέρια, /ω ς π έρα στον ήλιον την ανατολή και μ έσα /στης γης τ α βάθη αν θα μπορούσα να το κάνω , /τη μεγαλύτερη θεά, τη Β ασιλεία, /για να ’χω» (« ά σ τ ρ ω ν α ν ελ θ ο ι μ α ίθ έρ ο ς π ρ ο ς ά ν α τ ο λ ά ς /και γης Ινερθεν, δ υ ν α τ ό ς ω ν δρασαι τοδε, την θεώ ν μ ε /ίσ τ η ν ώ σ τ εχειν Τυραννίδα»), Φοίνισσαι, 503, μετάφρα ση Κ. Φριλίγγου. 102 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο D avid G arrick , Ρ ιχάρδος Γ ' . Π ίν α κ α ς το υ W illiam H o g a rth , 1745. Είναι το ίδιο που θα π ει ο Milton στον Χαμένο Π αράδεισο : Κ αλύτερα να βασιλεύεις στην κόλαση, παρά να υπηρετείς στον ουρανό (Better to reign in hell, than serve in hecm’n) (Βιβλ. I, στ. 261)10 Κ ι όταν, παλεύοντας για το βασιλικό αξίωμα, ο Γιορκ βρίσκει την «κό λαση» και τον θάνατο, τον διαδέχεται αμέσως ο αντάΕιός του γιος, ο Ριχάρ- 10. Ο W illiam B L A K E έχει πει για τον MILTON πως κράτησε την μεγαλύτερη ποίησή του για τον Εωσφόρο, «επειδή ήταν αληθινός ποιητής, και με το μέρος του Διαβόλου, χω ρίς να το ξέρει». Αλλά κι ο Σαίξπηρ δεν προίκισε με υψηλή ποίηση τον Ριχάρδο, τον Μάκ- βεθ, τον Ιάγο και άλλους καταχθόνιους ήρωές του; ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ ιο3 ΰος, που θα εφ α ρ μ όσ ει κ α τ ά γ ρ ά μ μ α τον λόγο το υ Π λ α ν τ α γ ε ν έ τ η : «... π απάς ας εύχεται για εχθρούς, μα ο πρίγκηπας σκοτώνει...» (Β ' Μ έρ ο ς, V, 2, 71). ‘ Ο πρώτος του μονόλογος στο Γ'Μ έρος του Ερρίκου Σ Τ '(III, 2, 124) αποτε λεί π ρόπλασμ α του περιβόητου αρχικού μονολόγου του στο φερώνυμο δράμα: Το μάτι μου κοιτάει πολύ μακριά. ( στον θρόνο), η καρδιά μου ποθεί πάρα πολλά., που ούτε το χέρι μου τα φτάνει ούτε ?] δύναμη μου. Ε, λοσιόν, ας πούμε πως δεν έχει βασίλειο για τσι> Ρίτσαρντ' ποιαν ό,λλψ ηδονή μπορεί ο κόσμος να προσφέρει; (...) Λοιπόν, αφού δεν έχει η γη χαρά για μέναν άλλη α π ’ το να διατάζω, να ελέγχω, να νποτάζω άλλους που είναι από μένα πιο καλοφτιαγμόνοι, θα κάνω τ ’ όνειρο ουρανό μου για το στέμμα · κι όσο ζω, θα λογαριάζω κόλαση τον κόσμο, ώσπου το άσκημο κορμί μου, που έχει ετούτο το κεφάλι, περιατεφανωθεί με δοξασμένο στέμμα. (III, 2, 144) Συνακόλουθα -στον Ριχάρδο Γ για να βγει α π ’ την ((κόλαση» τη ς α νεκπλήρωτης φιλοδοξίας, μεταβάλλει τον κόσμο γύρω του σε κόλαση.1112 Το ίδιο κι ο Μ άκβεθ, α π ’ τη στιγμή που το «σαράκι της φιλοδοξίας» τρυ πώνει στον νου του, δεν σκέφ τεται παρά αυτό που ο ίδιος ονομάζει «κυρίαρ χο θέμα» («.the imperial theme», I, 3, 129): το στέμμα , την εξουσία. Κ ι όπως ο 11. Πρβλ. τον Ετεοκλή, πάλι: «... αν κανένας π ρέπ ει ν’ αδικεί, ταιριάζει /για βασιλεία, αλή θεια, ν’ αδικε'ι» {((Ε Ιττερ y a p άδικεϊν χρη, τ υ ρα ν ν ίδ ο ς -πέρι /κ ά λ λ ισ τ ο ν άδικεΐν»), ό .π ., 524. 12. Η ίδια του η μητέρα τού λέει: «Ή ρθες στη γη για να την κάνεις κόλασή μου», εύχεται να τον «είχε στραγγαλίσει μες στην καταραμένη της τη μήτρα, για να εμποδίσει τους φριχτούς τον φόνους» (IV, 4, 137, 167) και τον καταριέται ν’ αφανιστεί σ τ η μάχη. Κ όλαση ήταν και για την π ομπεμένη Δούκισσα του Γ κ λό σ τερ η στέρηση τω ν «μ εγα λείω ν» τ η ς : «Μαύρο θα ’ναι το φως μου κ αι νυχτιά η μ έρα μ ο ν /να σκέφτομαι τ α μεγαλεία μου, θα ναι η κόλασή μου» (Ε ρρίκ ος Σ Τ ; Β 'Μ έρ ο ς, II, 4, 57). Στην μοναδική κωμική σκηνή του Μ άκβεθ (II, 3), ο μεθυσμένος Πορτιέρης του πύργου του, ακούγοντας το μεταμεσονύχτιο χτύπημα στην πύλη, γκρινιάζει πως «αν ήτανε κανείς πορτιέρης στην κόλαση, θα ’χε βαρεθεί να γυρίζει το κλειδί». Άθελά του, βέβαια, υποδηλώνει την φοβερή πραγματικότητα: ο Μάκβεθ έχει κάνει τον πύργο -κα ι, σε λίγο, όλη τη χώρα- ε πίγεια κόλαση. Βλ. και DE QUINCEY (1823), PAROTT (1962), σελ. 315. <04 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ριχάρδος, καταφεύγει κι αυτός σ ’ όλα τα μέσα για να ικανοποιήσει τούτη την «αφύσικη παρόρμηση» (όπως ο ίδιος πάλι λέει, ό.π., 130) την ... αλματική φιλοδοξία που υπερπηδώντας τη μπόρεσή της πέφ τει π α (π άνω ) στον άλλον. (I, 7, 27) Φιλόδοξοι όμως δεν είναι μονάχα οι άντρες αλλά κι οι γυναίκες. Συχνά, μάλιστα, πιο φιλόδοξες και πιο αδίστακτες από κείνους. Στον Ερρίκο Σ Τ η Δούκισσα του Γκλόστερ πάλι -που ονειρεύεται το στέμμα για τον άντρα τ η ς - λέει: Αν ήμουν άντρας., δούκας, κι απ ό αίμ α ο πιο στενός, θα ’βγαζα αυτά τα ενοχλητικά εμπόδια α π τη μέση (τους άλλους μνηστήρες του θρόνου) κ αι θα 'στρωνα το δρόμο μου πάνω σ τ ’ ακέφαλα κορμιά τους· κ αι όντας γυναίκα, δε θα παραλείψω το μέρος μου να παίξω στη λαμπρή πομ π ή της Τύχνμ. (Β ' Μέρος, I, 2, 63) Ακόμα πιο φιλόδοξη και πιο ανελέητη είναι η Μαργαρίτα, η κατοπινή γυναίκα του Ερρίκου ΣΤ', που σκοτώνει τον έναν μετά τον άλλον τους αντι πάλους τη ς. Έ να από τα θύματα τη ς (ο Γιορκ ακριβώς που αναφέραμε), λί γο πριν πεθάνει, τη ς π ετάει κατά πρόσωπο την περιλάλητη φράση: Τίγρης καρδιά μες σε γυναίκας δέρμα τυλιγμένη! ( Γ Μέρος, I, 4, 137) Οι θρήνοι και οι φοβερές κατάρες τόσο τη ς ίδιας (χήρας πια στον Ριχάρ δο Γ ' ) όσο και τη ς Ελισάβετ, γυναίκας (και ύστερα χήραε) του Εδουάρδου Δ', και τη ς μητέρας του Ριχάρδου Δούκισσας του Γ ιορκ (I, 3, II, 4, IV, 4) υπα γορεύονται όχι μόνο απ' τον πόνο για τη σφαγή των αντρών και παιδιών τους, αλλά και από την οργή για την απώλεια θρόνου κι εξουσίας. Οι α ποφθεγματικές κατάρες-προφητείες τους προδιαγράφουν την τύχη τόσο του Ριχάρδου όσο και κάθε άλλου αιματόβρεχτου αρχολίπαρου: </0,τι αποχτήθη- 13. Βλ. πιο πάνω, σελ. 91. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ 105 κε μ' αίμ α / μ ’ αίμ α κ αι να χαθεί»... «Α ίμα διψάς κ αι στο αίμ α θα τελειώσεις» (I, 3, 271 και IV, 4, 195). Α λ λ ά , φ υ σ ικ ά , τ ο τρ α γικ ό σύμ β ολο τ η ς γ υ ν α ικ εία ς φ ιλοδοξία ς γ ίν ετ α ι η Λ α ίδ η Μ ά κ β ε θ . Ο π ρ ώ τ ο ς τ η ς μονόλογος είναι α ν τίλ α λ ο ς του μονολόγου τ η ς Δ ο ύ κ ισ σ α ς το υ Γ κ λ ό σ τ ε ρ , που π α ρ α θ έσ α μ ε π ιο π ά ν ω : Β ιάσου να ’ρθεις (εννοεί τον άντρα τ η ς ) για να σου χύσω μες στ' αφτί σου τ ψ ιδέα μου κ αι να πρσγκήξω με της γλώ σσας μου τη δύναμη όλα τ α εμ πόδια ω ς τ η χρυσή κουλούρα (τ ο σ τ έ μ μ α ) , που μ ’ αυτήν η μοίρα κι η υπερφυσική συνέργεια σ ’ έχουνε κιόλας στεφανώσει. (I, 5, 23) Ε ί τ ε άντρας ό μ ω ς ε ίτ ε γ υ ν α ίκ α είναι ο ά π λ η σ τ ο ς τ η ς δύνα μ ης, τ ο σ χ ή μ α μ έν ει τ ο ίδιο: φιλοδοξία κ α ι δίψα γ ια εξουσία π ρ ώ τ α , κ α τ ά κ τ η σ η τ η ς εξουσίας μ ε κ ά θ ε μ έσ ο έ π ε ι τ α , ά σ κ η σ η τ η ς εξου σ ία ς μ έ σ α στον τρόμο κ α ι σ τ η ν τρ ο μοκρα τία ύ σ τερ α , γ κ ρ έ μ ισ μ α α π ' τ η ν εξου σ ία τ έ λ ο ς .14 Ι υ τ ό το ((σ χή μ α » α π ο τ ελ εί τον ιστό τό σ ο του Ριχάρδον Γ 'ό σ ο και του Μ άκβεθ. Α λ λ ά ανάμεσα σ του ς δύο ή ρ ω ες υπάρχουν τ ό σ ε ς διαφορές όσες και συγγένειες. Ο Ριχάρδος Γ ' είναι η α π εικ ό ν ισ η τ η ς ά κ ρ α τ η ς α ρ χο λα γ ν εία ς, που κ α λ π ά ζ ε ι α π ό έ γ κ λ η μ α σ ’ έ γ κ λ η μ α γ ια να κ ο ρ εσ θ εί. Ο Μ άκβεθ είναι η ανάλυ σ η των συνεπεκάν α υ τ ή ς τ η ς ε γ κ λ η μ α τ ικ ή ς αρχομανίας, τω ν σ υ ν επ ειώ ν πιο πολύ π ά ν ω στον ίδιο τον δράστη παρά σ τ α θύ μ α τά του. Σ τ ο ν Ριχάρδο Γ ' ο Σ α ί ξ - πηρ α σ χ ο λ είτα ι, π ρ ο π ά ν τω ν , μ ε το υ ς μ ηχα νισμ ούς που ένας αρχολίπαρος ε π ινοεί κ α ι χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί για να φ τάσει στον σκοπό τον. Σ τ ο ν Μ άκβεθ , ο π ο ιη τ ή ς επ ικ εν τρ ώ ν ει τη ν προσοχή του π ά ν ω σ τ ο υ ς μηχανισμούς που μπαίνουν μ ό νοι τους σ ε κ ίν η σ η μόλις ο δράστης πετνχει τον εγκληματικό σκοπό του. Ε ν ώ δ η λαδή στον Ριχάρδο Γ ' οι μηχανισμοί είναι «εξωστρεφείς» κ α ι κινιούνται από τ η θέλησε| του δ ρ ά σ τη εναντίον ά λ λ ω ν , που τ ο υ ς μ π λέκ ο υ ν σ α τα ν ικ ά σ τ α γ ρ α νάζια το υ ς, στον Μ άκβεθ οι μηχανισμοί είναι «εσωστρεφείς», κινιούνται όχι μ ό νο ανεξάρτη τα α π ’ τη θέληση του ή ρ ω α α λ λ ά κ α ι εναντίαν τον κ α ι τ α γρανάζια το υ ς συνθλίβουν κ α ι συντρίβουν αυτό τον ίδιο. 'Ε τ σ ι , ο Ριχάρδος Γ 'είν α ι, σ τ ο μ ε γα λύ τερο μ έρ ος το υ , τ ο Έ γκλη μ α , που γ εν ν ά ολοένα ε γ κ λ ή μ α τ α γ ια να κ α τ α - 14. Βλ. πιο πάνω, σελ. 63-64. ιο6 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο E d m u n d K ean νικημένος Ρ ιχάρδος κ α ι ο John Cooper νικη τή ς Ρ ίτσμαντ. Σ χέδιο, 1814. Λονδίνο, Θ εατρικό Μ ουσείο. λ ή ξει σ τ η ν ((κ ό λα σ η » κ α ι σ τον κο λα σμ ό , σ τ η ν τιμ ω ρ ία του ε γ κ λ η μ α τ ία . Ε ν ώ ο Μ άκβεθ είνα ι, β α σ ικ ά , η Τιμωρία, όχι μόνο μ ετά α λ λ ά κ α ι τιριν α π ’ τ ο έ γ κ λ η μ α , αφού η ((κόλα ση» του η ρ ώ α , το ψυχικό του μαρτύριο, αρχίζει προτού καν α υ τό ς δια π ρ ά ξει τ ο π ρ ώ τ ο το υ έ γ κ λ η μ α κ α ι τον εξου θ εν ώ ν ει π ολύ πριν έρθει ο υλικός κο λα σ μ ό ς τ ο υ ... Ο Ρ ιχά ρδ ος είναι ο θρίαμβος του π ν εύ μ α τ ο ς του Κ α κ ο ύ π ά ν ω σ τ η φ ύ σ η κ α ι σ τ ο υ ς α νθρ ώ π ο υς: οι π ρ ά ξεις το υ τον οδηγούν ό λο κ α ι πιο κοντά στον σ κ ο π ό του - τον θρόνο και τ η δύναμη. Ο Μ ά κ β εθ είναι τ ο μαρτύριο το υ π ν εύ μ α τ ο ς εξα ιτ ία ς τ ω ν ίδιων τοιν π ρ ά ξεώ ν το υ - κ ι εν ώ μ ε τη ν π ρ ώ τ η κ ιό λα ς π ρ ά ξη το υ π ε τ υ χ α ίν ει τον σ κ ο π ό του - τ ο σ τ έ μ μ α - , ο σ κ ο π ό ς α υ τό ς χά νει κ ά θ ε νόημ α εξα ιτ ία ς το υ εσ ω τ ερ ικ ο ύ βασανισμού το υ . Σ τ ο ν Ριχάρδο πάσχουν τ α θύματα, - π ο υ ο θ ύ τ η ς τ α σ α ρ κ ά ζει α π ό π ά ν ω - 15 εν ώ στον Μ άκρεθ «πάσχει» κ α ι (ή π ρ ο π ά ν τω ν ) ο θύτης, που τ ρ έ μ ε ι τ α θ ύ μ α τ ά το υ . Γ ι ’ α υ τό , ο Ριχάρδος κυριαρχείται α π ’ τ η «χαρά" τον εγκλήματος, εν ώ ο Μ άκβεθ 15. Αν ο Ριχάρδος ειρωνεύεται άμεσα τους πάντες, ο Σαίξπηρ ειρωνεύεται έμμεσα τον ίδιο τον Ριχάρδο, α π ’ την αρχή: «Τώρα της στενοχώριας το χειμώνα /τσν έκανε λαμπρέ/ καλοκαιριά /του Γιορκ ο ήλιος» είναι η πρώτη φράση του Γκλόστερ, ενώ έχει την πρόθεση (και το πετυχαίνει) να ρίξει ((χειμωνιάτικη στενοχώρια» και αίμα σ ’ ολόκληρη την Αγγλία. Αλλά, τελικά, η «λα ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ ιο7 Η Claire B lo o m , Λ α ίδ η Ά ν ν α , κ α ί ο L a u ren ce O livier, Ριχάρδος, σ τ ψ τα ιν ία π ο ν σ κ ην οθ έτησ ε ο ίδιος (1 9 5 6 ) . α π ’ τον τρόμο γ ια τ ο έ γ κ λ η μ α κ α ι εξ α ιτ ία ς το υ ε γ κ λ ή μ α τ ο ς ... κ ι ο Ρ ιχά ρ δ ος είναι ( ω ς τ ο τ έ λ ο ς σχεδόν) ο «χαρούμενος εγκληματίας», εν ώ ο Μ ά κ β ε θ είναι εγκληματίας δυστυχίαμόνος, τ ό σ ο πριν όσο κ α ι μ ε τ ά α π την κ ά θ ε ανομία το υ . Α π ’ τη ν ά λλη, ο Ριχάρδος δρα /τόνος του - ο Μ ά κ β εθ δ ια π ρ ά ττει τ ο π ρ ώ τ ο του έ γ κ λ η μ α κ ά τ ω α π ’ τη ν π ίε σ η και π α ρα κίνηση της γυναίκας τον: οι, δυο μ α ζί αποτελούν τα δυο στοιχ εία μιας εσωτερικής σύγκρουσης, α νύπ α ρκτης στον Ρ ιχάρδο. Α π ό κ ε ι κ α ι π έρ α , ω σ τ ό σ ο , ο Μ ά κ β εθ π ροχω ρεί σ τ ’ ά λλ α ε γ κ λ ή μ α - τ ά του χ ω ρ ίς τ η σ υ μ π α ρ ά σ τα σ η τ η ς γ υ ν α ίκ α ς το υ , μόνος, ό π ω ς κ ι ο Ρ ιχά ρ δος. Κ ι εν ώ σ τ ο αρχικό έ γ κ λ η μ α δίσταζε κ α ι δίσταζε, γ ια τ α επ ό μ εν α είναι το ίδιο αδίστακτος ό π ω ς κ ι ο Ρ ιχ ά ρ δ ος. Η ε γ κ λ η μ α τ ικ ή α ρχολα γ νεία ε ξ ο μ ο ιώ νει σ ε π ο λ λ ά α υ το ύ ς το υ ς δύο τ ό σ ο ανόμοιους α νθρώ π ους. μπρή καλοκαιριά» του θα γίνει χειμώνας θανάτου για τον ίδιο. Η βασίλισσα Μαργαρίτα το προ φητεύει με τα ίδια σύμβολα του αρχικού μονολόγου: «Να, τώ ρα αρχίζει να παραγίνεται /της ευτυ χίας τους ο καρπός, κι είν έτοιμος/ να π έσει στο σάπιο στόμα τον θανάτου» (IV, 4, 1). ιο8 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Ρ ιχάρδος τον A n th o n y S h er. Royal Shakespeare Com pany, 1984. 1 ο ύ τες οι διαφ ορές α ν ά μ εσ α σ τ α δύο έργα α π οτελο ύ ν , φ υ σ ικ ά , σ υ ν ά ρ τη σ η τω ν διαφορών α ν ά μ εσ α σ τ ο υ ς χ α ρ α κ τή ρ ες τ ω ν δύο ηρώ ω ν. Ο Ρ ιχ ά ρ δ ος δεν είναι μια ευ θύ γ ρ α μ μ η μορφή, μια αφ ηρημ ένη π ρ ο σ ω π ο π ο ίη σ η του Κ α κ ο ύ κ α ι το υ Π ονηρού, ό π ω ς σ τ ις μ ε σ α ιω ν ικ έ ς Η θ ικ ο λο γ ίες. Ο ύ τ ε , π ά λ ι, α π ο τ ε λ ε ί α π λή εν σ ά ρ κ ω σ η του τ υ π ικ ο ύ ηγ εμ ό ν α -τυρ ά ν ν ο υ , π ου, κ α τ ά τον Μ α κ ια β έλ λ ι (π ρ έ π ε ι να) είναι τα υτόχρ ονα « κ α ι α λ επ ο ύ κ α ι λ ιο ν τά ρ ι» , πανούργος, δόλιος, υ π ο κ ρ ιτ ή ς, α ν ελ έ η τ ο ς , μόνο κ α ι μόνο γ ια να τρ υ γ ή σ ε ι τη ν ε ξ ο υ σ ία .16 Έ χ ε ι τον δικό το υ χ α ρ α κ τή ρ α κ α ι προσωπικούς λόγονς που έγ ιν ε κ α ι φ έρ ετα ι έ τ σ ι . ((Δ ικα ιο λο γία » το υ είναι η φ υ σ ικ ή του α σ κ ή μ ια κ ι αναπηρία: κ ο υ τ σ ό ς, κ α μ π ού ρ η ς, σ η μ α δ εμ έν ο ς, β ρ ίσ κ ει σ τ η φιλοδοξία, σ τη ν κ α κ ό τ η τ α , σ τ ο έ γ κ λ η μ α τ η διέξοδο κ α ι τ η ν ε κ δ ίκ η σ ή του: Σ τ ο ν Ερρίκο ΣΤ\ κ ιό λ α ς, δίνει τ η ν α υ το π ρ οσ ω π ο γ ρ α φ ία το υ . Μ α η αγ άπ η μ οπορνηθη α π ’ την κοιλιά της μάνας μου: και για να μην έχω μοίρα στους γλυκούς της νόμους, διέψθειρε με δωροδοκία την αδύνατη φύση, να μου ζαρώ σει σαν ξερό κλαρί το μπράτσο' να μου βάλει ένα φθονερό βουνό στη ράχη, όπου η ασκήμ ια κ άθεται κ αι κοροϊδεύει το κορμί μ ο ν να κάμ ει τ α κανιά μον άνισα κ αι όλα μου 16. Ο Ηγεμόνας, XVI, XVIII. Βλ. πιο πάνω, σελ. 57. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ ι°9 τα μέλη (δυσανάλογα, σαν χάος, ή σαν κουτάβι της αρκσιχ5ας, που δεν το ’γλείψε για να δώ σει σχήμα η μ άνα του. ( Γ Μ έρ ο ς, III, 2, 153) Κοα σ υ ν εχ ίζει τον α υτοχλευα σ μ ό του στον π ρ ώ τ ο μονόλογο του Ριχάρδου Γ'. ... Ε γ ώ ποι> μ αι στερημένος απ ό κάθε ω ραία συμμετρία, προδομένος α π ’ τ η φύσν/ που δολερά με παραμόρφωσε έτσι: άσκημος, άπλερος, βγαλμενος πριν της ώρας στον κόσμο πον ανασαίνει: έτσι μισοφτ ταγμένος, κι έτσι σακ άτη ς κ αι λειψός, ώ σ τε κι οι σκύλοι ακόμη ορμσύν κ αι με γαβγίζουν όταν περνώ κοντσαίνοντας κοντά τους... (I, 1, 18) Τ ι ς α ν α π η ρ ίες το υ κορμιού το υ θα τ ι ς α ν α π λ η ρ ώ σ ει μ ε του μυαλού τον τ ψ αλκή κ αι τ ψ πανουργία, π ου τ ι ς τ ρ έφ ει τ η ς ψ υχής το υ η κ α κ ό τ η τ α . Ε ν ώ υ σ τ ε ρ ε ί α π ’ όλους το υ ς άλλους σ ε τίτ λ ο υ ς, χάρη, ομορφιά, υπερτερεί (κ α ι π ό σ ο !) σ ε δαιμονική ευφυΐα: ΓΙήρα απ.όφαση να είμαι κακός κ αι να μισώ τις άνεργες κ αι μ άταιες ηδονές τ η ς εποχής μας. Έ χω στή σει παγίδες, έχω σπείρει γύρω διαβολικά ζιζάνια, γ εμ άτα κινδύνους, μ ε λοιλες προφιμείες, μ ε λιβέλλονς κι ονείρατα, για να βάλτο θανάσιμο μίσος ανάμεσα στον αδελφό μου Κλάρενς κ αι το βασιλιά... (ό.π., 30) Σ υ γ γ ε ν ε ύ ε ι σ ε το ύ τ ο μεστόν Ιά γ ο - η κακομορφ ία τ η ς όψ ης το υ β ρ ίσ κ ε τα ι σ ε πλήρη α ν τίφ α σ η μ ε τ η ν ευ σ τρ ο φ ία του μυαλού το υ , ό π ω ς η τ α π ειν ή θ έ σ η του Ιά γου β ρ ίσ κ ετ α ι σ ε α ν τίφ α σ η μ ε τη ν κ α κ ο ή θ η εξυπ ν ά δ α τ ο υ .17 17. Βλ. πιο κάτω σελ. 205. 1 ΙΟ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η Οι Μ άγ ισσες τον «Μάκβεθ». Π ίν ακ ας του H en ry F u seh (1 7 1 4 -1 8 2 5 ). Γην αδυναμία το υ κορμιού του Ριχάρδου μόνο η δύναμη της εξουσίας μ π ο ρεί να τη ν εξα φ α ν ίσ ει, κ ι όταν θα μ π ο ρ εί «να διατάζει αυτούς που είναι από κεί νον πιο καλοψτιαγμονοί» {Ερρίκος Σ Τ ', Γ ' Μ έρ ο ς, III, 2, 1 6 7 ), τ ό τ ε η α σ κ ή μ ια το υ θα γ ίν ει ομορφιά, π ιο όμορφη α π ’ τ η δ ικ ή το υ ς. Ο Μ ά κ β εθ δεν έ χ ει τ έ τ ο ιε ς ε ξ ω τ ε ρ ικ έ ς δικα ιολογίες. Ε ίν α ι ένας γεννα ίος, τίμ ιο ς κ α ι τιμ η μ έν ο ς π ο λ ε μ ισ τ ή ς , α γα θός και τα π ειν ό ς, ω ς τη ν ώ ρα που τρ εις Μ ά γ ισ σ ε ς 1 στα λά ζουν μ έ σ α το υ τ ο φ α ρμ ά κι τ η ς φ ιλοδοξία ς. Τ ι είναι ό μ ω ς α υ τά τ α τρία δαιμόνια; Δ ε ν υ π ά ρχει σχεδόν αμφ ιβολία π ω ς ο Μάκβεθ γ ρ ά φ τ η κ ε κ α τ ά π α ρ α γ γ ε - L- λία του β α σ ιλιά Ιά κ ω β ο υ Α ' γ ια τ ι ς γ ιο ρ τ ές που θα « σ τό λ ιζα ν » τη ν επ ίσ κ εψ η του γαμπρού το υ , β α σ ιλιά Χ ρ ισ τια ν ο ύ Δ 'τ η ς Δ α ν ία ς , κ α ι π ω ς π α ίχ τ η κ ε σ τ ις 7 .8 .1 6 0 6 , σ τ ο H a m p to n C o u rt. Ο Σ α ίξ π η ρ ε ίχ ε μ όλις τ ε λ ε ι ώ σ ε ι τον τ ε ρ ά σ τιο μόχθο τ η ς σ υ γ γρ α φ ή ς του Λ η ρ , α λ λ ά - ω ς σ τ έ λ ε χ ο ς του θιάσου « K in g ’s M e n » , που ε ίχ ε σ τ η ν π ρ ο σ τα σ ία το υ ο β α σ ιλιά ς- δεν μ π ορ ούσ ε ν ’ αρνηθεί τ η ν ε ν τ ο λή. Π ή ρ ε τ ο θ έμ α του νέου έργου του α π ό τ α Χρονικά του H o lin sh ed κ α ι, ει δ ικ ά , α π ό τη ν ιστορία το υ Μ ά κ β ε θ κ α ι το υ σ υ μ π ο λ ε μ ισ τ ή του Μ π ά ν κ ο , που ή τα ν πρόγονος του Ια κ ώ β ο υ . Έ ν α ά λλο σ τ ο ιχ είο , « ε λ κ υ σ τ ικ ό » γ ια τ η ν π ε ρ ί σ τ α σ η , ή τα ν η εμ φ ά ν ισ η τριώ ν μ α γ ισ σ ώ ν , που π ροφ ήτεψ α ν στον Μ ά κ β εθ π ω ς θα γ ίν ει β α σ ιλ ιά ς, α λ λ ά σ τον Μ π ά ν κ ο π ω ς δεν θα β α σ ιλ έψ ει, μ α θα γ ε ν ν ή σ ει β α σ ιλιά δ ες. Ο ίδιος ο Ιά κ ω β ο ς φοβόταν το υ ς μ ά γους κ ι ε ίχ ε γράψ ει β ι- 18 18. «Στρίγγλες» τις λέει ο Ρώτας. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ I I I βλίο γ ια τ α σ η μ ε ία κ α ι τ έ ρ α τ α το υ ς. 9 Α ς π ρ ο σ τ ε θ ε ί π ω ς ή τα ν α κό μ α ν ω π ή η φρίκη γ ια τη ν «Σ υ ν ω μ .ο σ ία τ η ς π υ ρ ίτιδ α ς» (G u n p o w d e r P lo t), τ η ν α π ό π ειρ α μ ια ς ομάδα ς φ α ν α τικώ ν Κ α θ ο λ ικ ώ ν ν ανατινάξουν το Κοινοβούλιο τη ν ώ ρα που ο Ιά κ ω β ο ς Α 'ε γ κ α ιν ία ζ ε τ ι ς ερ γ α σ ίες του (5 .1 1 .1 6 0 5 ). Η αναδρομή σ τ η ν « π ε ρ ίπ τ ω σ η Μ ά κ β ε θ » α π ο τ ε λ ο ύ σ ε , α ν ά μ εσ α σ τ ά λ λ α , κ α ι έ μ μ εσ ο κ α τη γ ο ρ η τή ρ ιο γ ια το υ ς σ υ ν ω μ ό τ ες κ α ι το υ ς σ φ ε τ ε ρ ισ τ έ ς . Α π ό όλα α υ τά τ α πα ρα μ ύθια , τ ι ς ε π ικ α ιρ ό τ η τ ε ς κ α ι τ ι ς σ κ ο π ιμ ό τ η τ ε ς , ο π ο ιη τ ή ς θα α ν τλ ή σ ει μιαν α π ό τ ι ς κορυφ αίες τ ρ α γ ω δ ίε ς το υ . Ι ι α ντιπ ρ οσω π εύ ου ν ό μ ω ς - σ τ ο έργο π ια - τ α τρία «όργανα του σ κ ό τ ο υ ς» ; Ε ίν α ι μια α π λή , ε ν τ υ π ω σ ια κ ή θ εα τρ ικ ά , εμ φ ά ν ισ η , σ τ η ρ ιγ μ έ ν η σ τ ι ς δ ε ισ ι δα ιμονίες το υ καιρού εκ είν ο υ ; Ή μ ή π ω ς η δυσ οίω νη παρουσία τ ο υ ς σ υ μ β ο λ ί ζ ε ι τ ι ς ζοφ ερ ές δυνά μ εις π ου κρύβονται σ ε κ ά θ ε α νθρώ που τη ν ψ υχή; Μ ην ξ ε χ ν ά μ ε π ω ς πα ρουσιάζοντα ι α μ έ σ ω ς μ ε τ ά τ η μ ά χ η π ου κ ε ρ δ ή θ η κ ε χάρη σ τ η ν π α λλ η κ α ρ ιά το υ Μ ά κ β ε θ , εν ώ τ η νίκη θα τη ν κ α ρ π ω θ εί ο α γ α θ ό ς, μ α τό σ ο γέρ ο ς π ια , β α σ ιλιά ς Ν τά νκα ν κ α ι οι διάδοχοί το υ . Α υ τ ή η « α δ ικ ία » δεν είναι α ρ κ ε τ ή γ ια να ξ υ π ν ή σ ει τ ι ς φ ιλο δ ο ξίες - τ ι ς Σ τ ρ ί γ γ λ ε ς που κοιμ ούνται μ ε ς σ τ η ν ψ υχή το υ Μ ά κ β ε θ ; Τ ο α κόμ α π ιο σ η μ α ν τικ ό ίσ ω ς : η κινσύσα δύναμη στον φόνο του β ασιλιά α π ’ τον Μ ά κ β εθ δεν είναι ο ίδιος α λ λ ά η γυναίκα του. Β έ β α ια , η α ρχολαγνεία και η σ κ έψ η το υ ε γ κ λ ή μ α τ ο ς , γεννιούνται μ έσ α του πριν καν τ ο ξέρ ει εκ είν η : Η ιδέα τον φόνου (λ έ ε ι μόνος το υ ) που ’ναι ακόμα μόνο στη φαντασία... (I, 3, 139) τον κ α τα κ υ ρ ιεύ ει έ τ σ ι π ου, εν ώ «δεν υπάρχει τίποτα», υπ ά ρχει «μόνο αυτό, το α ν ν π α ρ χ τ ο » (I, 4, 141 ). Α λ λ ά α π ό κ ε ι κ α ι π έρ α , σ τ έ κ ε ι μ ε τ έ ω ρ ο ς κ ι α ν α π ο φ ά σ ισ το ς μ π ρ ο σ τά ... σ αυτή τ ψ παρακίνηση που το είδωλό της το φριχτό ξηλώνει τα μαλλ.ιά μου και κάνει η ριζιμιά καρδιά μου να χτυπάει μέσα μον, αντίθετα α π ’ τη (φυσική τ ψ τάξη. (I, 3, 134)19 19. Δαιμονολογία ( D uem onology), όταν ήταν ακόμα βασιλιάς της Σκωτίας (1597). Κι ό ταν έγινε και της Αγγλίας βασιλιάς, με απόφασή του (1604) καταδίκαζε σε θάνατο κάθε αρσενικό ή θηλυκό ένοχο ή ύποπτο μαγείας. 1 12 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ενώ θέλει, να γίνει, η φονική πράξη, τρέμει τις συνέπειές τη ς σ ’ αυτή και στην άλλη ζωή, σαν άλλος Ά μ λ ετ: Αν ήταν να ’χει γίνει άμα ’χει γίνει, τότε θα ταν καλά να γίνει μια. ώρα αρχύτερα. Αν μπορούσε ο φόνος να τσάκοονε όλες τις συνέπειες και να 'πιάνε δεμένη τ ψ επιτυχία, μ ’ αυτή τη μια χτυπώ. να. γίνει αρχή και τέλος του όλο εδώ. μα εδώ, σε τούτη τ ψ αχτή και ξέρα του καιρού. πηδάγαμε τ ψ άλλτ] ζωή. Μα για έργα τέτοια πάντα λογοδοτούμε εδώ ■μσν’ δίνουμε μαθήματα. φόνου, π ου , αφού γνωστούν, γυρίζουν και παιδεύουν τον εφευρέτη. (I, 7, 1) Κ ι όταν τον π ιέζει η Λαίδη για τον φόνο, τη ς αποκρίνεται: Τολμάν) να κάνω όσα ταιριάζουν στον άντραν όποιος τολμάει πιο πέρα δεν είν άντρας (I, 7, 46) για ν’ αντικρούσει την πρόκλησή τη ς π ω ς με τον φόνο θ ’ αποδείξει τον α- ντρισμό του. Ω στόσο, θα τολμήσει το «αταίριαστο», ενδίδοντας στις προ κλήσεις τη ς. Ξέρει εκείνη την «αγαθή φύση» του, ξέρει π ω ς ο άντρας τη ς ... θέλει να μεγαλώσει, φάοδοξίο. δεν τον λείπει, μα χωρίς τ ψ κακιά παρέα της... (I, 5, 16) Ξέρει π ω ς ο Μάκβεθ ... ό,τι θέλει δυνατά το θέλει μ ’ αγιοσύνη' να. μ ψ παίξει άτιμα, μα να κερδίσει άτιμα... (I, 5, 19)20 20. Στο πρωτότυπο: « but this blow / M ight be the be-all and the en d -a ll...n , έκφραση πραγματικά δυσκολομετάφραστη. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ ιΐ3 Η Sarah S iddon s, Λ αίδη Μ άκβ εθ (1 8 1 2 ) . Π ίν α κ α ς το ν G eorge H e n r y H arlo w . Ξέρει π ω ς «πρέπει κάτι να τον φωνάζει: “ Τούτο κάνε , αν θες εκείνο”» (I, 5 , 21). Κ ι αυτό τον ρόλο θα τον παίξει η ίδια: εκείνη θα του «φωνάζει» τι να κά νει, πώς να κάνει, πότε να το κάνει. Ανάμεσα στους δυο τους πραγματώνεται μια ολοκληρωτική αντιστροφή των φύλων: η Λαίδη γίνεται το αρσενικό, ο Μάκβεθ το θηλυκό, ο Μάκβεθ εκθηλύ νεται κι η γυναίκα του εξανδρώνεται. Συνειδητά κι αδίσταχτα κι ακράτητα, η ίδια σρΐ’ίεται το ίδιο της το φύλο κι όλα τα γνωρίσματα τη ς γυναικείας φύσης: Ελάτε, πνέματα, πον βοηθάτε τους φονικούς σκοπούς: Αλλάχτε μου το φύλο (unsex me) και γεμίστε με όλη α π ’ τ ψ κορόνα μου ως τα νύχια με τ ψ πιο σκληρήν αγριάδα · πηχτέ το αίμα μ ο ν στομώστε της συμπόνιας το ξέσπασμα, μην οι επίσκεψες της φύσης οι σπλαχνικές κλονίσουν τη σκληρή βουλή μον, μήτε την ειρψέψονν με τ ψ πράξη. Ε λάτε στα γνναίκια τα στήθια μου και πάρτε για χολή το γάλα μου... (I, 5, 38) ιΐ4 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Κ ι ενώ απαρνιέται το φύλο τη ς, ταυτόχρονα καταφεύγει στον φυλον της τατεχνάσμ ατα για να τον υποτάξει: Του π ετάει το δόλωμα π ω ς μοναδική α πόδειξη τη ς αγάπης του για κείνην θεωρεί πια την εκτέλεση τη ς «τρομερής πράξης», του φόνου: Α π τ ψ ώρα τούτη, τέτοια λογιάζω τ ψ αγάπη σου... (I, 7, 38) Μόνο έτσι -φονιάς- θα ’ναι ακόμη άντρας της ο Μάκβεθ. Και μόνο έτσι θα ναι άντρας. Η γυναίκα, που γίνεται πιο αρσενική α π ’ τον αρσενικό, χαστου κίζει το θάρρος του και προσβάλλει τον ίδιο τον ανδρισμό του: Φοβάσαι να είσ ο ίδιος σ τ ψ πράξη σου κι οξιά όπως ήσουνα στον πόθο σου; Θα ’θείες να χεις ό,τι είναι στολίδι της ζωής για a b a και να ζεις δειλός στα ίδια σου τα μάτια; (...) Τότε που τόλμαες (να μου το π εις), τότε ήσουν άντρας· κι όσο τολμάς πιο πέρα , τόσο πιο πολύ θα 'σαι άντρας... (I, 7, 39, 49) Αλλά, φυσικά, εκείνος που «τολμά πιο πέρα» απ’ τους δυο τους είναι η Λαί δη - γ ι’ αυτό είναι και «πιο πολ.υ άντρας» Και χάνει σε τέτοιο σημείο τη θηλυ κότητα της, ώ σ τε αρνιέται την ίδια τη μητρότητα με τον πιο φοβερό τρόπο: Εθήλασα και ξέρω ( τι τρυφερά το βρέφος αγαπάς που σε βυζαίνει: θα ’βγαζα, ενώ θωρώντας με θα μον χαμογελούσε, τη ρώγα μον α π ’ τα ούλα του και θα ’σπαζα το καύκαλό του να, ‘χυνα έξω τα μυαλά τον αν είχα όρκο κάνει όπως εσύ για να το κάμω. (I, 7, 54) Γόση είναι η επιβολή τη ς στον άντρα τ η ς, που εκείνος, θαμπωμένος, α νακράζει: T b v a μόνον αγόρια, γιατί η φύση σου η αδάμαστη μόνον αρσενικά πρέπει να φτιάνει. (I, 7, 72) ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ ιΐ5 Σ υ λ λ ο γ ισ μ ό ς μάλλον ά σ το χ ο ς, αφού η ((θηλυκή φ ύ σ η » τ η ς α π ο δ είχ ν ετ α ι πολύ π ιο α ρ σ εν ική α π ’ τ η δ ικ ή του κ α ι κ α τ ο ρ θ ώ ν ει να τον «κουρδίσει» τ ό σ ο , που «κάθε τον κορμιοό (του) όργανο να τεντωθεί για τονφοβερότον άθλο» (ό .π ., 82). Δ ε ν θα ή τα ν , λοιπόν, π α ρά τολμ ο να π ο ύ μ ε (γ ια να ξα να γυρίσουμ ε σ τ ις Μ ά γ ι σ σ ε ς ) π ω ς τ ό σ ο α υ τ έ ς όσο κ ι η Λ α ίδ η Μ ά κ β ε θ συμβολίζουν τ ο θηλυκό στοι χε'ιο, που α π ο χ τ ά αρσενική δύναμη κ α ι νποδονλότνει το αρσενικό, π ου κ α τ α ν τ ά στοιχείο θηλυκό. Η Λαίδη τού τ ο λ έ ε ι κα θα ρά : «αυτό (τ ώ ρ α ) ξεκάνει εσένα», «unmake you», σ ε κ ά ν ει να μην είσ α ι α υ τό που ήσουν, ά ντρας δη λα δή (I, 7, 54). Ε ίν α ι τ ο α ν τίσ το ιχ ο εκείν ο υ που έ χ ει π ε ι γ ια τον εα υ τ ό τ η ς : ευ χότα ν να «αλλάξει η ίδια φύλο» («unsex m e») - ο ά ντρας τ η ς έ χ ε ι α λ λ ά ξ ει κ ιό λα ς φύλο («unm ake»). Μ π ορούμ ε να π ο ύ μ ε π ω ς οι Μ ά γ ισ σ ες είναι η «μεταφυσικό) προέκταση» των πόθατν του Μ άκβεθ κ αι της γυναίκας τον, κ ι α υ τ ή π ά λι η γήινη ενσάρκωσή τους. Ε κ ε ίν ε ς σπέρνουν μ έσ α σ τον Μ ά κ β εθ τ η φιλοδοξία κ ι η Λ α ίδη σπ ηρουνίζει τ η θ έλ η σ ή του γ ια να κά νει τον σπόρο φονικό μανδραγόρα. Ή τ α ν κοινή, ά λ λ ω σ τ ε , αντίληψ η π ω ς η γ υνα ίκα ενσα ρ κώ νει τ ι ς εω σ φ ο ρ ικ ές δυνά μ εις π ου, συχνά , οδηγούν τον άντρα σ τ η ν κ α τα σ τρ ο φ ή " και π ω ς , σαν ά λλη Κ ίρ κ η , μ ε - 21 21. Αρχαιότατες ρίζες έχει αυτή η πρόληψη. Ενώ στους πρωτόγονους λαούς υπήρχε κατα μερισμός έργων (η γυναίκα φρόντιζε την καλύβα, το φαί, τα παιδιά, ο άντρας ήταν κυνηγός και πολεμιστής) και ενώ στις μητριαρχικές κοινωνίες η θέση της γυναίκας-μητέρας ήταν δεσπό ζουσα, ύστερα, στις πατριαρχικές κοινωνίες, η γυναίκα θεωρήθηκε «ακάθαρτη», ((μιαρή», μο- λυσμένη εσαεί από τις περιόδους της, αλλά και ((ασελγής». Δναγορεύτηκε ((ταμπού» στις πε ριόδους αυτές και, γενικά, προικισμένη με ξεχωριστές, υπερφυσικές δυνάμεις, και άρα επικίν δυνη. Α π’ την άλλη όμως, και χάρη στις δυνάμεις αυτές, θεωρήθηκε «ιερή» και άξια να γίνει ιέρεια (Πυθία, Σίβυλλες κ.λπ.). Στην ιουδαϊκή παράδοση, η Εύα χρεώθηκε τον πρώτο ρόλο στο προπατορικό αμάρτημα - αντίληψη που κληροδοτήθηκε στον Χριστιανισμό, αν και ο Χριστός αντιμετώπισε με συμπάθεια τις γυναίκες. Ωστόσο, δεν έπαψαν να κρίνονται υποδεέστερες απ’ τους άντρες («Παί'τό? άν όρός κεφ αλή ό Χριστό? εστί, κεφ αλή δε γυναικος ό άνη ρ», 1ΙΑΥΑΟΪ, Α' ΠροςΚορινθίους, ΙΑ, 3). Την ακραία αρχαιοελληνική αντίληψη για τις γυναίκες εκφράζει η ίδια η ευριπίδεια Μήδεια: «Οι γυναίκες, σ τ α σττουδαία πολύ ακατάλληλες είμαστε, όμως σοψωτατοι. ττρα- κτορες στα κ α κ ά » («γυναίκες, ές μεν εσθ Κ ά μ η χ α ν ω τ α τ α ι, / κ α κ ώ ν δε π ά ν τ ω ν τέκ τονες σ ο φ ώ - τατον»), στ. 408, μετάφραση Γ . Γιατρομανωλάκη. Γενικότερα, βλ. ΣΤΟΒΑΙΟΥ, Ανθολόγον, ΟΓ. Απόηχο τη ς ((θέσης» αυτής αποτελεί η γ ν ω σ τ ή στιχομυθία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Θεόφιλου με την υποψήφια σύζυγό του Κασσιανή. ((Ως αρα εκ γυναικος έρρνη τα φ αύλα)» - «Από γυναίκα (την Εύα) ττροερχρντατ όλα τ α κ ακά;» ρωτά εκείνος. ((’Αλλα κ α ί διά γυναικος π η γάζει τ ά κ ρ είτ τ ω » - « Α )2 ά και απ ό γυναίκα (την Παναγία) πηγάζουν τα άριστα», αποκρίθηκε ε κείνη. Και έχασε τον γαμπρό και τον θρόνο. Στην Δύση, ιδιαίτερα, οι γυναίκες θεωρήθηκαν μάγισσες-μεσολαβήτριες του Διαβόλου και στέλνονταν σωρηδόν στην πυρά - «έθιμο» που δεν καταργήθηκε παρά το 1682, λίγες δεκαετίες μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ "7 τχ μ ο ρ φ ώ ν ει το υ ς α γ γ έλ ο υ ς σ ε δα ίμ ονες, κάνει, « τ’ ω ραίο άσκημ ο, τ ’ άσκημο ω ραίο», κ α θ ώ ς λ έν ε οι Σ τ ρ ίγ γ λ ε ς (I, 1, 11). Μ ια τ έ τ ο ια ερμηνεία μπ ορεί να δοθεί σ τ η ν παρουσία τ ω ν τριώ ν Μ α γ ισ σ ώ ν κ α ι τ η ς Λ α ίδη ς Μ ά κ β εθ , που δεν είναι λιγότερο « μ ά γ ισ σ α » α π ό εκ είν ες. Ο Γ κ α ί τ ε , μ ά λ ισ τα , τη ν α π οκ α λ εί «Υ πέρ-μάγισσα {JJber-H exe), χειρότερη ξεμυαλίστρα απ ό τις μάγισσες»?1'1 ?ες διαφ ορές κ ι αν έχουν οι ή ρ ω ες τ ω ν δύο έρ γω ν , τ α «μέσα» που μ ε τ α χ ει ρίζονται είναι τ α ίδια — τ α « τ υ π ικ ά » μ έ σ α κ ά θ ε αρχολίπαρου. Τ ο π ρ ώ τ ο , φ υ σ ικ ά , είναι η υποκρισία. Ο Ρ ιχά ρ δ ος -θ ε α τ ρ ίν ο ς α π ’ τη ν αρχή ω ς τ ο τ έ λ ο ς - 2,0 υπ ο κ ρίν ετα ι α διά κοπ α τον α γ γ ελ ικ ά α θ ώ ο. Ή δ η , σ τ ο Γ ' Μ έρος το υ Ερρίκον Σ Τ 'ε ίχ ε π ε ι: Μ πα, μ π ορ ώ να χαμογελάω κ αι να σκοτώ νω ενώ χαμογελάω , να λέω «ευχαριστώ» σ ’ ό,τι μου θλίβει την καρδιά, να βρέχω τ α μάγουλα με δάκρυα τεχνητά, το πρόσω πό μου να το προσαρμόζω σ ’ όλες τις περιστάσεις. Θ α πνίξω ναύτες π ιο πολλούς 234 22. Για το γραφικό του πράγματος: Πρ ιν εξήντα πέντε περίπου χρόνια, στο «Πανεπι στήμιο των Φιλολογικών Χρονικών» του Παρισιού έγινε μια «αναψηλάφηση» της «υπόθε σης Λαίδη Μάκβεθ». Κατήγορος -εκτός απ’ τον Σαίξπηρ- ήταν ο ποιητής και ακαδη μαϊκός Jean Richepin και συνήγορός της ο ονομαστός δικηγόρος H enri Robert. Ο τελευ ταίος υποστήριξε πως η Λαίδη πρέπει να αθωωθεί επειδή: α) Η εποχή ήταν εποχή βαρ βαρότητας, όπου αρχομανείς ευγενείς σκότωναν τους κατόχους του θρόνου (ακόμα κι αν αυ τοί ήταν γονείς τους), β) Ο πρώτος σύζυγος της Λαίδης, ο πατέρας της, ο παππούς της κι ο αδερφός της είχαν δολοφονηθεί από συγγενείς του βασιλιά Ντάνκαν (κατά το χρονικό του H olinshed) - «ελαφρυντικό», παρατηρούμε εμείς, που δεν το αναφέρει όμως ο Σαίξ πηρ. γ) Για τους φόνους του Ντάνκαν και όλων των άλλων υπεύθυνος και δράστης είναι μόνο ο Μάκβεθ. Η γυναίκα του μπορεί να θεωρηθεί ηθική αυτουργός μόνο για τον πρώτο φόνο. Κατά την σκωτική νομοθεσία της εποχής, η ποινή της (δηλαδή η αποζημίωση στους συγγενείς του θύματος) θα ήταν 100 αγελάδες! (Μετάφραση της αγόρευσης στην Κ αθη με ρινό), 20, 21 και 22.11.1937, εξ αφορμής της παράστασης της τραγωδίας στο Θέατρο Κοτο πούλη, με Λαίδη την Μ. Κοτοπούλη και Μάκβεθ τον Γ . Παππά.) 23. «Τέλειο ηθοποιό» («co n su m ate a cto r» ), που «χαίρεται την τεχνική της κακότη- τας» τον αποκαλεί ο CHAMBERS (1925), σελ. 21-22, «διασκεδαστή» («en tertain er») και, μάλιστα, τον «πρώτο μεγάλο κωμικό χαρακτήρα του Σαίξπηρ» τον χαρακτηρίζει ο R E ES E (1953), σελ. 215-217. Πρβλ. με τον άλλο θεατρίνο, τον Ιάγο. Πιο κάτω, σελ, 202 επ. 24. Ο Ντόναλμπεν, ο γιος του σκοτωμένου βασιλιά Ντάνκαν, θα πει το ίδιο: « Ε δώ έ- χονν τ α χαμόγελα λεπίδες» (Μ άκβεθ , II, 3, 141). ι ιΚ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙΞΓΙΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ cm τη Γοργόνα, πιο πολλούς θα θανατώσω που με κοιτάζουν κι α π ’ τον βασιλίσκο, θα παίξω τον ρήτορα τόσο καλά όσο κι ο Νέστορας, θα εξαπατώ με πανουργία πιο πολλή από τον Οδυσσέα, και σαν τον Σίνιυνα,' θα πάρω μια όιλλη Τροία. Μπορώ στον χαμαιλέοντα να προσθέσω χρώματα κι άλλα, και ν’ αλλάζω σαν Π ρω τέας μορφές, κατά πω ς με συμφέρει, και να καθίσω στο θρανίο τον Μακυαβέλη τον φονιά. Μπορώ να κάνω αυτά και δε μπορώ ένα στέμμα να κερδίσω; Μ παϊ Κ ι αν ήταν πιο μακριά., εγώ θα τ ’ αποχτήσω. (III, 2, 182) Την υποκριτική του τέχνη θ ’ αναπτύξει και θα εφαρμόσει «τέλεια» στο φερώνυμο δράμα, καμαρώνοντας γ ι’ αυτήν: Κάνω εγώ το κακό, κι ύστερα είμαι εγώ ο πρώτος που βάζω τις φιονές. Τα κρύφια εγκλήματα που σκαρώνω, τα ρίχνω σ ’ άλλων πλάτες (...) Κι έτσι, ντύνω τη γύμνια της κακίας μου με τα παλιά αποκόμματα που κλέβω απ' τις Γραφέα, και φαίνομαι άγιος ίσια ίσια όταν κάνω χρέη διαβόλου... (I, 3, 323, 335) Κ ι αλλού: Έτσι, καθώς το πρόσωπο της Κακίας στο θέατρο, κι εγώ ηθικολογώ με διπλσνόητα λύεγια... (Ill, 1, 82) Ο Ριχάρδος, που εξαπατά ασύστολα όλους τους άλλους, δεν εξαπατά τον εαυτό του: όταν «βρεθούν μόνοι, οι δυο τους», του λέει, εξίσου ασύστολα, τι είναι, τι θέλει, π ώ ς θα πετύχει ό,τι θέλει. 25 25. Συγγενής και σύντροφος του Οδυσσέα, αυτοτραυματίστηκε και έπεισε τους Τρωα- δίτες να μπάσουν στην πόλη τους τον Δούρειο Ίππο - με τα γνωστά αποτελέσματα. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ ng Α ν τά ξιό ς το υ , ά λ λ ω σ τ ε , είναι κ ι ο συνερ γός το υ , ο Μ π ά κ ιγ χ α μ , που γ α υ - ριά κ ι α υ τό ς: Α κοές! μ πορώ να κάνω όπω ς οι π ω μεγάλοι τραγω δοί ( ...) Τα κατάπ λη χ τα βλέμματα κ α ι τα -ψεύτικα χαμτγελα τ α έχω στη διάθεση μου, π άν τοτε έτοιμα να υπηρετήσουν ό,τι ώ ρα θελήσω τ α στρατηγΐ'/ματά μου. (III, 5, 5, 11) Π ρ ώ τ ο «α ρ ισ το ύ ρ γ η μ α » τ η ς υ π ο κ ρ ιτ ικ ή ς το υ Ριχάρδου η π ερ ιβ ό η τη « α π ο π λ ά ν η σ η » τ η ς Λ α ίδ η ς Ά ν ν α ς (χή ρα ς το υ π ρ ίγ κ ιπ α τ η ς Ο υ α λ λ ία ς Ε δ ο υ ά ρ - δου) κ α ι μ ά λ ισ τα τη ν ώ ρα που κ η δ ε ύ ε ι τον π εθ ερ ό τ η ς , β α σ ιλιά Ε ρ ρ ίκο Σ Τ ' - θ ύ μ α τα κ ι οι δυο το υ Ριχάρδου (I, 2 ). Δ ια κ ό σ ιο ι είκ ο σ ι σ τ ίχ ο ι το ύ φτάνουν γ ια να δ α μ ά σ ει κ α ι να γ ο η τ ε ύ σ ε ι τη ν « α π α ρ η γ ό ρ η τ η » , που τον έλ ο υ ζε μ ε τ ι ς φ ο β ερ ό τερ ες β ρισ ιές κ α ι κ α τ ά ρ ε ς .26 Α ν ό μ ω ς ο Ρ ιχ ά ρ δ ος είναι α δ ίσ τ α κ τ ο ς ε γ κ λ η μ α τ ία ς , η Ά ν ν α δεν δ είχ ν ετα ι κ α ι πολύ « ά σ π ιλ η » , αφού μ α γ ε ύ ε τ α ι τ ό σο εύκολα α π τ ι ς κ ο λ α κ είε ς το υ γ ια τη ν ομορφιά τ η ς κ α ι α π ’ το υ ς όρκους του π ω ς τ η ς σ κ ό τ ω σ ε άντρα κ α ι π εθ ερ ό μόνο κ α ι μόνο α π ό έ ρ ω τ α γ ια κ ε ί νην («για την α γ ά π η σου σ κ ό τω σ α την α γάπ η σον», τον άντρα τ η ς , σ τ . 189). Κ α ι η « χ α ρ ο κ α μ έν η » (ριχα ρδοκα μ ένη) π ε ίθ ε τ α ι τ ό σ ο , ώ σ τ ε δ έ χ ε τ α ι τ ο δα - χ τυ λ ίδ ι τω ν αρραβώνω ν το υ ς! Έ τ σ ι που μ ο ιά ζει δ ικ α ιω μ έν ο ς ο θρια μ β ικός μονόλογός το υ , μ ε το υ ς σα ρκα σ μ ούς το υ γ ια τ η λ εία π ου «την κέρδισε με. το τί π οτά» (237) κ α ι μ ε τον α υ το θα υ μ α σ μ ό το υ γ ια τη ν υ π ο κ ρ ιτικ ή δ ε ξ ιο τεχ ν ία το υ , που τον κ ά ν ει να «κερδίσει την αγ άπ η του εαυτού τον» (258). Χ ω ρ ί ς να χ ά ν ει, ω σ τ ό σ ο , τη ν α υ το γ ν ω σ ία το υ κ α ι τ η ν α υ το ειρ ω ν εία του. Άλλο τόσο διάστημα (234 στίχους: IV , 4, 196-430) θα χρειαστεί για να «τυλίξει» την βασίλισσα Ε λισάβ ετ, χήρα του Εδουάρδου Σ Τ ', που ο Ριχάρ δος είχε σκοτώ σει τον αδερφό τη ς και τους τρεις γιους τη ς. Α π αυτήν ζη τάει «μόνο» το χέρι τη ς κόρης τη ς, με το ίδιο επιχείρημα, π ω ς τάχα «γίναν όλα γ ι’ αγάπ η της», τη ς νέας (288). Κ ι η Ε λισάβετ ενδίδει για να σώσει το παιδί τ η ς, αλλά και « για τον θρόνον τη λαμ πρότητα» (ό π ω ς λ έει εκείνος), και 26. Η σκηνή αυτή αποτελεί καθαρή επινόηση του Σαίξπηρ. Ο διάλογος Ριχάρδου - Άννας έχει μορφή τελετουργική, που θυμίζει τις στιχομυθίες της αρχαίας τραγωδίας. H Ellen Terry, Λαίδτι Μ άκβεθ. Π ίν α κ α ς του John Singer Sargent (1888). Λονδίνο, Tate Gallery. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ 12 1 για πατριωτικούς λόγους, μια και -κ α τά τον ίδιον π ά ντα - ο γάμος θα σώ σει « τψ ειρ ψ ? ί της Αγγλίας» (343). Άδικα λοιπόν την αποκαλεί, μόλις εκείνη φύ γει, «Αβουλη, ανόητη κι άστατη γυναίκα» (« Relenting, fool, and changing w o man:» , 431); Μπροστά σ ’ αυτά, είναι παιχνίδι για τον Ριχάρδο οι άλλες «παραστά σεις» που δίνει: Πρώτα, όταν ωρύεται π ω ς η Ε λισάβετ του έχει κάνει μά για και «το χέρι τον εξεράθη σαν κλχυνάρι» (III, 4, 68). Κ ι έπειτα, και προπά ντων, η σκηνοθεσία (με τη συνενοχή του Μ πάκιγχαμ) τη ς πρότασης να σ τ ε - φθεί βασιλιάς - πρότασης που, αυτός ο «θρήσκος και άγιος», τάχα δεν την α ποδέχεται, αλλά, τελικά, «αναγκάζεται» να ενδώσει, στις (στημένες) ικε σίες ευγενών και πολιτών (III, 7). Μ ε την υποκρισία αρχίζουν το ανθρωποβόρο έργο τους και ο Μάκβεθ με τη γυναίκα του. Κατά τραγική ειρωνεία, το «πράσινο φως» τούς το είχε δώ σει άθελά του ο ίδιος ο βασιλιάς Ντάνκαν, όταν, ανύποπτος, διαπίστωνε π ω ς Δεν είναι τρόπος να βρεις της ψυχής το φταίξιμο πάνω στο πρόσωπο... (I, 4, 11) Η πρώ τη συμβουλή τη ς Λαίδης στον άντρα τη ς είναι: Γ ια να γελάς τον κόσμο, δείξου όπως ο κόσμος: φόρα καλογνωμιά στο μάτι σου. στο χέρι, στη γλο'ισσα* φαίνου σαν λουλούδι αθώο, μ α να ’σαι το φίδι κάτωθέ τον... (I, 5, 61) Κ ι ο Μάκβεθ μαθαίνει καλά το «μάθημά» του και κλείνει την επόμενη σκηνή με τη γυναίκα του αναφωνώντας: Εμπρός, κι απ άτα τον καιρό με τ ψ πιο ουραία μ ατιά ' με ψεύτικη όψη ας κρύβεται η ψεύτικη καρδιά. (I, 7, 82) Κ ι η υποκριτική του κορυφώνεται όταν, αμέσω ς μετά τον φόνο, «θρηνεί» το θύμα του, εύχεται να είχε πεθάνει πριν απ το έγκλημα και καταλήγει 12 2 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ... τίπ οτα σοβαρό δεν είναι στη θνητή ζωή, όλα παιχνίδια: η δόξα, η χάρτη πεθαναν, το κρασί της ζωής τραβήχτη, η λάσπη απόμεινε για να καυχιέται ο θόλος. (II, 3, 87) χωρίς να υποψιάζεται π ω ς μ ’ αυτή τη ρητορική του προμαντεύει την δική του μοίρα. Α λ λ ά , βέβαια, το πιο α π ο τ ελ εσ μ α τικ ό μ έσ ο είναι η εξόντωση του κ ά θ ε α ντιπάλου, ο φόνος. Τ ο έγ κ λ η μ α και τ ο αίμα πλημμυρίζουν τ α δύο έργα. Α υτά ετο ιμ ά ζει ο Ριχάρδος στον π ρ ώ τ ο μονόλογό του (I, 1). Κ ι έ τ σ ι θα σ υ ν εχ ίσ ει, χω ρίς καμιάν η θικ ή αναστολή. Κ α μ ιά «σ υ ν είδ η σ η » δεν τον σ τα μ α τά ει - αγνοεί και τ η λ έξη . Ί ’ου Μάκβεθ η συνείδηση ναρκώνεται από το όραμα του θρόνου, όσο αι ματηρό κι αν είναι. Η πρώτη του σκέψη μετά την «προφητεία» των Μ α γίσσων είναι «η ιδέα τον φόνον)' (I, 3, 139), που, από εκείνη τη στιγμή, γίνε ται η μοναδική του σκέψη: «... κ αι αυτε υπάρχει τίποτα, / μόνο αυτό το αννπαρ- χτο» (« ... and nothing is / but what is not)), I, 3, 141). Δεν υπάρχει παρά μόνο ο φόνος, που δεν έχει υπάρξει ακόμα, αλλά «πρέπει» να υπάρξει. Ο τίμιος πο λεμιστής θα γίνει «φονιάς, απόκοτος κι αδίσταχτος» («Bloody, bolt and resolute», IV, 1, 79). To ίδιο και η Λαίδη Μ άκβεθ σκέφ τετα ι α μ έσ ω ς «το κοφπερό μ α χαίρι... τη σφαγή που θα κάνει» (I, 5, 50). Και το «μαχαίρι» αυτό στοιχειώνει τον νου του Μ άκβεθ, που φτάνει να το βλέπει μπροστά του όλη την ώρα, σαν «μορφή χειροπιαστή» να τον «οδηγά σ α στρατηγός στο δρόμο π ου είχει πάρει» (II, 1, 37, 40). Κ α ι οι φόνοι ακολουθούν ο ένα ς τον άλλον σ τ α δύο έργα . «Το αίμ α απ οζη τά ει το αίμα», λ έει ο Μ ά κ β ε θ (III, 4, 122) - ό π ω ς ο Χ ο ρ ό ς σ τον α ισ χ υ λικ ό Λγαμέμνονα: «η μια ανομία γεννά την άλιλη» («τικτει ΰ β ρ κ παλαιό νεά ζον σα ν ... ύβριν» (764). Τ ο « π λ ή ρ ε ς» π ο ρ τρ α ίτο α υ τώ ν τ ω ν φονιάδων χα ρά ζει ο Ρ ίτ σ μ ο ν τ πριν α π ’ τ η μ ά χ η του Μ π ό σ γ ο υ ο ρ θ: ... ένας αιμοβόρος τύραννος, ένας φονιάς· ένας που υψώθηκε με. το αίμ α κ αι στηρίζεται, στο α ίμ α · ένας που για να φ τάσει εκ εί π ον βρίσκεται., ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ Σ Τ Α Δ Ι Ο Τ Η Σ Α Ρ Χ Ο Μ Α Ν Ι Α Σ 123 μεταχειρίστη κάθε μέσο, κι ύστερα θανάτωσε εκείνους που σταθήκανε βοηθοί τον. (Ριχάρδος Γ ', V, 3, 246)2' Γ ι α τ ί , β έβ α ια , εκ είν ο ι που π ιο πολύ πληρώνουν τον φόρο του α ίμ α τ ο ς και τ η ς ανομίας είναι οι π ιο κοντινοί: ... οσο πιο στενή (είνοα η) συγγένεια α π ό αίμα, τόσο πιο αιμοβόρα... (Μ άκβεθ, II, 3, 136) Κ ι η φ ράση α π ο τ ε λ ε ί τ ο α π α ύ γ α σ μ α όλω ν α υ τώ ν τ ω ν δρ α μ ά τω ν όπου η «ακαταλόγιστη κι αφύσικτ/ μανία» (γ ια τη ν εξου σ ία κ ά ν ει ν ’ ανοίγουν π ό λ εμ ο ) «αίμα μ ’ αίμα, αδερφός μ ’ αδερφό» (Ριχάρδος Γ', II, 4 , 6 2 ). Τ ο α ίμ α κ α ι τ ο έ γ κ λ η μ α είναι η ν ο μ ο τελ εια κ ή διέξοδος αλλά κ αι το αδιέξο δο όλων α υ τώ ν τω ν ((μ α νια κώ ν» τ η ς δύναμης. Σ κ ο τώ ν ο υ ν γ ια να κερδίσουν τη ν εξου σ ία - κ ι ά μ α τη ν κερδίσουν, σκοτώ νουν π ά λι γ ια να τη ν κρα τήσουν. ’ια τί, μ α ζί μ ε τ η δύναμη που το υ ς χά ρισε ο φόνος, θρονιάζεται μ έσ α το υ ς και ο φόβος / Ο φόβος μη χάσουν α υ τό που άνομα α π ό χ τ η σ α ν κ α ι π ο υ , α να π ό τ ρ ε π τ α , π ρ έ π ε ι άνομα να τ ο διατηρήσουν. Α ν τ ίθ ε τ α α π ’ τον ((άφοβο» Ρ ιχ ά ρ δ ο, ο Μ ά κ β ε θ φ οβ άται πριν καν δια π ρά - ξ ει το π ρ ώ το του έ γ κ λ η μ α - φοβάται α π ’ τ η σ τ ιγ μ ή που η ιδέα του φόνου γ λ ί σ τ ρ η σ ε μ έ σ α του: Φόβοι παρόντος είναι πιο μικροί απ ό φρίκες φανταστικές. (I, 3, 137)278 27. Η Μαργαρίτα τον βρίζει n ca co d em o n ») (I, 3, 143), από την ελληνική λέξη «κακοδαι μων», που σήμαινε όποιον «κατέχετα ι από κακό δαίμονα». (Έ τ σ ι ονομάζει τον Σ ω κράτη ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, Νεφέλες, 104.) Ο Καρθαίος μεταφράζει «κακέ δαίμονα». Έ π ειτ α , η λέξη π ή ρε την έννοια «κακότυχος» («κακοδαιμονία»). 28. Ανατομία του φόβου δίνει ο Α ΡΙΣΤΟΤΕΛΗ Σ (Ρητορική, 1382 Α , 21 επ .) επισημαίνο- ντας π ω ς ο φόβος είναι «λύπη ή ταραχή... από τ ψ ιδέα γιο. κά π οια επικείμεντ/ καταστροφή» («λύ πη τ ις rj τ α ρ α χ ή έκ φ α ν τ α σ ία ς ... κίνδυνος φ ο β ερ ού ττλη σισθμ ός») και π ω ς «ο φόβος γίνεται φοβερότερος όταν δεν μπορούμε να επανορθώσουμε το σφάλμα μ ας» ( « π ά ν τ α δε τά φ ο β ερ ά φ ο β ε- ρ ώ τ ε ρ α όσα ά μ α ρ τ ά ν ο υ σ ιν έ π α ν ο ρ θ ώ σ α σ θ α ι μή έ ν δ έ χ ε τ α υ ). Ο ΙΙΑΑΤΩΝ ήδη είχε ορίσει: «Δεοϊ. π ρ ο σ δ ο κ ία μ έλ λ ον το ς κ α κ ο ύ » (Λάχης, 198 b). 124 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο H e rb e rt B eerbohm T r e e , Μ άκβεθ (1 9 1 1 ) . Π ίν α κ α ; τ ο ν Charles B u ch el. Λονδίνο, Θ εατρικό Μ ουσείο. Κι αργότερα: Φως να μη δει τους μαύρους και βαθιοιίς μου πόθους. Το μάτι ας τραβηχτεί α π ’ το χέρι ωσότον να γενεί ό,τι το μάτι τρέμει γινωμένο να το ιδεί. (I, 4 , 50) Επειδή ξέρει πως ... για έργα τέτοια πάντα λογοδοτούμε εδώ' μόν δίνουμε μαθήματα φόνον, που. αφού γνωστούν, γυρίζουν και παιδεύουν τον εφευρέτη. (If % 6) Και μόλις κάνει την ανόσια πράξη, ακούει την απαίσια φωνή: «Μ φ κοιμηθείτε πια! »... Ο Μ ακμπέθ σκοτώνει τον ύπνο» (...) ο Μακμπέθ πια δε θα κοιμηθεί! (II, 2, 34, 42) ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΛΡΧΟΜΑΝΙΑΣ 125 Είναι, η τρομερή αϋπνία του φόβον, που δεν 6α τον αφήσει, ω ς το τέλος και που κάνει, τις νύχτες και τις μέρες του αδιάκοπο εφιάλτη, μ ανοιχτά τα μά τια. Ο Μάκβεθ «τρέμει που σκέφτεται το τι έκανε, κι ο κάθε κρότος τόνε σκιάζει» (II, 2, 57), τόσο, που θα ’θελε ν’ απαρνηθεί την ίδια την ταυτότητά του, να πάψει να είναι αυτό που είναι: Γνωρίζω τι έχω κάνει, ω να μη γνώριζα ποιος είμαι. (II, 2, 72) Και ξέρει ακόμα π ω ς (δεν) ... θα ξεπλύνει του μεγάλου Ποσειδώνα όλος ο ωκεανός το αίμα αυτό α π ’ το χέρι (του). (II, 2, 59) Η άτρομη, ακόμα, γυναίκα του τον παρηγορεί π ω ς «λίγο νερό μάς καθαρί ζει από τ ψ πράξη αντί]» (II, 2, 66). Α λλά, αργότερα, κι αυτή, υπνοβάτισσα παραλογισμένη, θα επαναλάβει (μια ακόμα τραγική ειραινεία) τον μαύρο οιω νό του άντρα τη ς: ... όλα τα μυρωδικά της Αραβίας δε θ’ αρωματίσουν τούτο το χεράκι. (V, 1, 47 )29 Από δω και πέρα, είναι ο δρόμος χωρίς γυρισμό. Ο φόβος, που του «σκό τω σ ε τον ύπνο», υπαγορεύει στον Μάκβεθ να σκοτώνει κι όλο να σκοτισνει, για να μη χάσει αυτό που για χάρη του σκότω σε: την εξουσία. Μόλις φορέσει το πολυπόθητο στέμμα , οι φόβοι του θεριεύουν: Έ τσι όπως είμαι, (βασιλιάς), τίποτα δεν είμαι , αν δεν έχω όπως είμαι ασφάλεια (...). Μου ’βαλαν στο κεφάλα μου ένα στείρο στέμμα κι ένα άγονο μου δώσαν να κρατήσω σκήπτρο... (Ill, 1, 48, 61) 29. Ο ΡΟΙΔΗΣ (1880) παρατηρεί πως την εικόνα αυτή προβάλλει και ο Χορός στις αι σχυλικές Χοηφόρες (7 2 ) : άού τι νυμφ ικώ ν εδ ω λ ίω ν /ά κ ος , π ό ρ ο ι re π ά ν τ ε ς εκ μ ια ς οδον /δ ια ι- νοντες τ ο ν χερομ υση / φ ονον κ α θ α ίρ ο ν τ ες ίθ νσαν μ α τ α ν » . {((Αν σπ άσ ει η παρθενιά, όεν έχει φάρμακο' ' κι αν γίνουν τ α ρυάκια ποταμιάς, /δεν είναι τροπος να ξεπλύνουμε /το μίασμ α σ τ α μ α τ ω μένα χέρια», μετάφραση Κ. X. Μυρης.) 12 6 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Σ το ν «Μάκβεθ» τον Orson W elles όλοι οι ηθοποιοί ή τα ν μαύροι - και, φ υσικά, ο ίδιος β ά φ τη κ ε αν άλογα, Ν έα Υόρκη, 1936. Κ ι όσο πληθαίνουν τα εγκλήματα κι οι τρόμοι του, τόσο πιο πολύ «θέλει τριπλασφαλισμένη ασφάλεια» («Π Ι make assurance double sure», IV, 1, 84). Η γυ ναίκα του έχει κιόλας συνειδητοποιήσει πόσο άγονος είναι ο «θρίαμβός» τους: Όλα χαμένα δίχως διάφορο, όταν γίνει η επιθυμώ μας κι ευχαρίστηση δε δίνει. Π ω καλά να ’σαι αυτό ποι χάλασες, παρά με χαλασμό να ζεις μες σε άχαρη χαρά. (III, 2, 5) Ακόμα κι ο ατρόμητος Ριχάρδος -α μ έσ ω ς μετά τη στέψη του κι α υτός- αναρωτιέται ανήσυχος: Όμως θα ’χουμε μόνο μια μέρα αυτά τα μεγαλεία; ή θα βαστήξουνε πολύ να τα χαρσύμε; (IV , 2, 5) Κ ι ο μόνος τρόπος για να «βαστήξουν αυτά τα μεγαλεία», ο μόνος τρό πος για να «έχουν ασφάλεια», είναι να εξαφανίσουν όλους τους πιθανούς δ ιεκ δικητές των «μεγαλείων». ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ 127 Η Μ αρίκα Κ οτοπούλη , Λ αίδη Μ άκβεθ, κ α ι ο Γ ιώ ρ γ ο ς Π α π π ά ς , Μ άκβεθ. Θ έατρο Κ οτοπ ούλη , 1937. Σ κ ίτ σ α Φ ω κ. Δημητριάδη. ΚΟ,τι άρχισε κακά, με το κακό θα στεριωθεί» (III, 2, 55) λέει ο Μ άκβεθ. Κι αυτό οδηγεί ανελέητα σ ' έναν φαύλο κύκλο καινούργιων εγκλημάτων, χωρίς τέλος: Μα έχω τώρα τόσο βαθιά μες στο αίμα π ια χωθεί, που στο ένα κρίμα το άλλο ακολουθεί. ομολογεί ο Ριχάρδος (IV, 2, 64). Ο αυτοβασανιζόμενος Μάκβεθ έχει ακόμα πιο σαφή επίγνω ση του αιμα τηρού διλήμματος: Τόσο μπήκα στο αίμα που, αν θέλω πια να μ ψ βοντιέμαι, ο γυρισμός θα ’ναι άλλος τόσος μόχτος, όσο και το εμπρός. (III, 4, 136) 1 28 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Μ άκβεθ του Laurence Olivier, Σ τ ρ ά τ φορντ, 1955. Π ίν α κ α ; τ ο ν R uskin Spear. Σ τράτφ ορντ. Σύλλογε / το ν R oyal Shakespeare T h ea tre. Α λ λ ά «·γυρισμός» πια δεν υπάρχει, - μονάχα το « εμ π ρ ό ς» τω ν φόνων που γ ε ν νούν φόνους και. τ ω ν φόβων που ξυ π νά νε ά λλους φόβους. Α κ ό μ α κ α ι μ έσ α σ τ ο υ ς φόβους το υ ό μ ω ς , ο Ρ ιχ ά ρ δ ος δεν π α ύ ει να «χαίρεται» γ ια τ α ε γ κ λ ή - μ α τά το υ . Ο Μ ά κ β ε θ , α ν τ ίθ ετ α , ζ ε ι μ έ σ α σ ’ έναν αδιάκοπο τρόμο, πριν και μ ε τ ά α π ό κ ά θ ε του έ γ κ λ η μ α . Κ α ι δεν είχαν άδικο όσοι ονόμασαν τ ο έργο τ ο ύ - ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜΑΝΙΑΣ 129 το «τραγω δία τον φόβον».303 1«Ε ίναι σκόρπιους γεμ άτη (... ) η ψυχή μον» (III, 2, 36) λέει, σ τ η γυ ν α ίκ α το υ . Και. π ιο ύ σ τερ α : Τώρα είμαι μαντρωμένος, σταβλισμένος, φασκιωμένος, κλεισμένος μ έσα σ ’ έγνοιες πρόστυχες κ αι φόβους. (III, 4, 24) Είναι η αναπόδραστη μοίρα τω ν εγ κ λ η μ α τιώ ν και τω ν τυράννων (που κάνει το ίδιο): η τυραννία τους σ τ η ρ ίζετα ι σ τ ο έγ κ λ η μ α και σ τη ν τρομοκρατία που σκορπάνε γύρω τους αλλά η τρομοκρατία γυρίζει'σαν μπούμερανγκ κ α τά πάνω τους, ο δικός τους τρόμος κα τα ντά πιο μεγά λος α π ’ τον τρόμο που έχουν εξ α π ο λ ύ σ ε ι- και α π εγ ν ω σ μ έν α «μαντρίζονται, σταβλίζονται, φ α σκιώ νονται», για να ςεφύγουν α π ’ αυτό τον αόρατο εχθρό, που κα μ ιά ασπίδα, καμ ιά σ ω μ α τοφ υλα κή , κανένα οχυρό δεν μπορούν να τον αποκρούσουν και να τον καταβάλουν. ΐλ ικ ά , α κό μ α κ ι ο Ρ ιχά ρ δ ος κ υ ρ ιεύ ετα ι α π ’ τον φόβο σ τ η σ κ η ν ή μ ε τ α φα ν τά σ μ α τα , πριν α π ’ τ η μοιραία γ ι ’ αυτόν μ ά χ η το υ Μ π ό σ γ ο υ ο ρ θ (V, 3)· είναι η μόνη σ τ ιγ μ ή όπου γ ίν ετ α ι κ ι α υ τό ς ένα ς «κοινός άνθρωπος» (a mere man), ένα τρ ο μ α γ μ έν ο ανθρώ πινο ον, π ου δεν μ π ορ εί να βρει ο ίκ το κ α ι έ λ ε ο ς ο ύ τε στον εα υ τό το υ γ ια τον εα υ τ ό το υ . Ε κ ε ίν ο ς π ου κα υχιότα ν σ τον Ερρίκο ΣΤ' π ω ς «δεν έχει έλεος, αγάπη , ούτε φόβο» ( Γ ' Μ έρ ο ς, V, 6, 68) τ ώ ρ α φ οβ ά τα ι τον ίδιο τον εα υ τό το υ : «Ποιαν φοβούμαι: τον εαυτό μην;» α ν α ρ ω τ ιέτ α ι, α νατριχιά ζο ν τα ς. Π ρ ο σ π α θ εί ν ’ α υ το π α ρ η γ ο ρ η θ εί κ α τ α φ εύ γ ο ν τα ς σ τ η ν ε γ ω μ α ν ία του: Άλλος κανείς δεν είναι εδώ. Κ ι α γ α π ά ει ο Ριχάρδος το Ριχάρδο. Θέλω να π ω , εγώ είμαι. (Richard loves Richard: that is, I am I ) ‘ (V, 3, 180) Γρ ή γορ α ό μ ω ς α ν τ ισ τ ρ έ φ ετ α ι κ ι α υ τό . Κ α ι φ τά ν ει ο χα ροκόπ ος του α ί μ α το ς να π ε ι: 30. Ο Κ Ο Τ Τ (1962), σ . 99, υπ ο σ τη ρ ίζει π ω ς ο Μάκ.βεθ δεν είναι τρ α γω δία τ η ς φιλοδο ξίας ή του φόβου, α λλά π ω ς « το μόνο θέμ α του είναι ο φόνος». Ω σ τ ό σ ο , ο φόνος δεν είναι παρά το α π ο τέλ εσ μ α τ η ς φιλοδοξίας - και του φόνου α π ο τέλ εσ μ α , ο φόβος. 31. Σ τη ν π ρ ώ τη έκδοση του έργου (Quarto 1) λέει: « I and In . Α λ λ ά το νόημα μένει το ίδιο. II 13 0 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ω, όχι, αλίμονο μην, τον μισώ τον εαυτό μου, για τα απαίσια τα εγκλήματα που έχω διαποάξει ο ίδιος! (V, 3, 190) Πιασμένος σ τη μέγγενη του φόβου, ο ασυνείδητος Ριχάρδος αποκτά τ ε λικά σινε/δηοη τη ς αχρειότητάς του: Η συνείδησή μην έχει τις μνριες γ λώ σσες, κι η κάθε γλωσσά λέει τις μνριες ιστορίες και κάθε μια ιστορία φωνάζει ότι είμαι ένας αχρείος κακούργος. (V, 3, 194) Για πρώ τη φορά σκέφ τεται τα αισθήματα των άλλων απέναντι του: Κανένα πλάσμα τον Θεού δε μ ’αγαπά' κι αν πεθάνω, καμιά ψυχή στον κόσμο δε θα με λυπηθεί. Κ αι για ποιο λόγο να λυπηθούν εμένα, αφού ούτε ο ίδιος δεν έχω λύπη πια για τον εαυτό μου; (V, 3, 201) Α λλά σε λίγο θα χλευάσει, πάλι, αυτές τις «αδυναμίες»: Συνείδηση είναι μοιαχά μια λέξη για τους δειλούς και που τ ψ έχουν φτιάξει για σκιάχτρο σ τ ψ ορμή των δυνατών. Συνείδηση για μας είναι τα μπράτσα μας, και νόμος τα σπαθιά μας. (V, 3, 310)32 Α ντίθετα, ο Μ άκβεθ, που είχε αδιάκοπα συνείδηση τη ς κακουργίας του, που ζούσε νυχτοήμερα μέσα στον φόβο, τελικά, στο αποκορύφωμα τη ς τρο- 32. Π ρβλ. και π άλι μ ε τον Ιά γο, πιο κ ά τ ω , σ ελ . 207. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ, ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΟΜ ΑΝΙΑΣ 131 χα λέα ς κ ό λ α σ ή ς το υ , γίνεται, αναίσθητος στον φόβο. Λ ίγ ο πριν α π ’ τ η ν σ τ ερ ν ή το υ μάχη, θα π ε ι: Έχω σχεδόν ξεχάσει ολότελα τ ψ αίσθηση τον φόβου (...) Εχόρτασα τις φρίκες, τρομάρες τις συνήθισε ο φονιάς ο νους μου και πια δε με ξαφνιάζουν. (V, 5, 9) Σημαίνει αυτό π ω ς ο Μάκβεθ λυτρώθηκε, επιτέλους, α π’ την τρομερή αρ- ~αγη του φόβου; Κ άθε άλλο! Για τί, χάνοντας τον φόβο, χάνει και τ ψ ανθρώ πινη ουσία του. Ο αδιαπέραστα απάνθρωπος Ριχάρδος εξανθρωπίζεται, για μια στιγμή, κάτω απ το βάρος του αίματος και του φόβου. Αντίθετα, ο τόσο αν θρώπινος Μάκβεθ απο-ανθρωπίζεται. Ο πρώτος αποκτά επίγνωση τη ς αθλιό τη τά ς του όταν δεν έχει πια άλλα περιθώρια αθλιότητας. Ο δεύτερος ξέρει αδιάκοπα π όσο άθλιος είναι - τόσο άθλιος, ώ σ τ ε καταντά αναίσθητος στην α θλιότητά του. Α λλά και για τους δύο είναι πολύ αργά πια. Κ ι ήταν «πολύ αργά» πολύ πριν το συνειδητοποιήσουν. Από καιρό, είχαν κι οι δυο κλειστεί στο τρομερό κλουβί που λέγεται η μοναξιά τον τυράννου. Απ τον Ερρίκο ΣΤ"κιόλας, ο Ριχάρδος καμάρωνε π ω ς «είναιμόνος» (Γ 'Μ έ- ρος, V, 6, 88). (Ο Ρώτας μεταφράζει «είμαι μοναδικός» -κι έχει δίκιο- αλλά στο πρωτότυπο ο Ριχάρδος λέει « I am myself alone» - κι αυτό το «alone» έχει δι πλή έννοια: «μοναδικός» αλλά και «μονάχος».)3" Κι έτσι συνεχίζει. Σκοτώνει κι είναι μόνος. Γίνεται βασιλιάς κι είναι μόνος. Σκοτώνεται κι είναι μόνος. Κ ι ο Μ άκβεθ, μετά το πρώτο έγκλημα, απομονώνεται ολοένα, ακόμα κι απ’ τη γυναίκα του και συνένοχό του: «Τι γίνεται, κύριε μου: (τον ρωτά ε κείνη) Γ ιατί μένεις μόνος;» (III, 2, 8). Α λλά αυτός ξεμακραίνει ολοένα, απο χωρίζεται ολότελα τη γυναίκα του και «Ηγερία» του, προχωρεί σ τ ’ άλλα ε- γκλήματά του μόνος πια. Ξέρει π ω ς δεν υπάρχουν πια γι αυτόν και δεν θα υπάρξουν «τιμές, αγάπη, νπακσι,, στρατιές φίλοι» (V, 3, 25). Κ ι η μοναξιά του κι ο απο-ανθρωπισμός του είναι τόσο μεγάλοι, που, σαν μαθαίνει τον θάνα το τη ς γυναίκας του, δεν λέει παρά μόνο: «Έπρεπε να πεθάνει αργότερα» (V, 5, 17).3334 33. ΓΙρβλ. μ ε τ η μοναξιά του Ιάγου, πιο κ ά τ ω , σ ελ . 204. 34. Μ αθαίνοντας σ τ ις Σ ά ρ δεις τον θάνατο τ η ς γυναίκας του ΓΙορκίας ο Β ρ ούτος λ έει: « Κ άπ ο τε θα πέθαινε», ό π ω ς όλοι οι θνητοί {Ιούλιος Κ αίσαρας, IV, 3, 88). Ο Β ρ ο ύτο ς α ν τιμ ε- 132 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Α λ έξη ς Μ ινω τήζ, Μ άχ β εθ , κ α ί η Κ α τ ίν α Π αξινού , Aaitfrj Μ άκβεθ. Ε θνικό Θ έατρο, 1967. Δ ε ν του μ έν ει π α ρά μια α π έρ α ν τη κούραση κ ι ένα ς α π α θ ή ς π ό θ ο ς γ ια το τέλος: Π ήρε να με κουράζει ο ήλιος κ αι ποθώ στον χαλασμό τον κόσμον μ έσ α να βρεθώ. (V, 5, 49) Μ π ρ ο σ τά σ τον θάνα το τ η ς γ υ ν α ίκ α ς το υ , που τον αφήνει αδιάφορο -μ π ρ ο σ τ ά σ το ν θάνα το το υ εα υ το ύ το υ , π ου τον β λ έ π ε ι μ ε α δια φ ορ ία - β ρ ίσ κ ει μ ό - τ ω π ίζ ε ι τον θάνατο τ η ς α γ α π η μ έν η ς του γυναίκας σαν σ τω ικ ό ς φιλόσοφος, Ο Μ ά κ β εθ σ χ ε δόν αγνοεί τον θάνατο τ η ς δικής του μ έσ α σ τη ν «α ν α ισθησία » τ η ς α π ο α ν θρ ώ π ισής του. ΔΟΛΟΦΟΝ I Λ, ΤΟ Α Ν Ω Τ Α Τ Ο Σ Τ Α Δ Ι Ο Τ Η Σ Λ Ι ' ΧΟ \Ι Λ Ν I Λ Σ >33 νο μερικές πικρές (αλλά κι έξοχα ποιητικές) λέξεις για τη ματαιότητα όλων οσα πάλεψε ν’ αποχτήσει, για το ανύπαρκτο τη ς ίδιας τη ς ύπαρξης: Το αύριο και το αύριο και το αύριο σέρνεται με το μικρό του βήμα ημέρα τ ψ ημέρα ως τη στερνή γραμμένη συλλαβή του χρόνον κι όλα τα χτες μάς φώτιζαν το δρόμο, σε τρελούς, για τη σκόνη τον τάφον. Σβήσε, σβήσε φως λιγόζωο! Ζωή ’ναι φευγαλέα σκιά, φτωχός θεατρίνος, που με στόμφο τρώει τ ψ αύρα του π α στη σκτρ] και πια δεν ξανακούγεται' ένα παραμύθι που λέει ένας ηλίθιος, όλο αχό και πάθος χωρίς κανένα νόημα. (V, 5, 19) Σ το αδιέξοδο του Ριχάρδου, δεν υπάρχει παρά η λύση που του φωνάζουν τα φαντάσματα των θυμάτων του: «Απελπίσου και πέθανε!» (V, 3, 121 κτλ.) Ο Μάκβεθ έχει πεθάνει πολύ πριν σκοτωθεί - α π ’ την ώρα που η ζωή δεν έ χει κανένα νόημα γ ι' αυτόν. Κ ι αυτή την απελπισία, αυτή την άρνηση του νοήματος τη ς ζωής, αυτή την απο-βίωση του βίου την έχει προκαλέσει, και για τους δύο, εκείνο που νόμιζαν π ω ς θα ’δίνε νόημα στη ζωή τους, εκείνο που θαρρούσαν ότι αποτελεί το αληθινό νόημά τη ς: η δύναμη και η εξουσία. Η δραματική πορεία τους α π ’ το έγκλημα στην εξουσία, απ' την εξουσία στο έγκλημα και στον θάνατο, η τόσο αργοπορημένη «αναγνώριση του εαυτού τους» μέσα στον τρόμο και στην απόγνωση κι η τελική οικτρή συντριβή τους μέσα στο κενό αποτελούν την τραγική απόδειξη εκείνου που λέει ο Γ κ ίλ - ντενστερν στον Άμ,λετ: π ω ς η φιλοδοξία - η άμετρη και άνομη φιλαρχία- «δεν είναι παρά σκιά ονείρου» (II, 2, 255).35 Α λλά κι εκείνου που λέει ο Βρού τος στον Ιούλιο Καισαρα: Κάνει κατάχρηση το μεγαλείο όταν χωρίζει τη σιπείδηση από τη δύτναμή τον. (II, 1, 18) 35. Σ αν ((σκιά ονείρου» β λ έπ ει ο ΠΙΝΔΑΡΟΣ την ανθρώπινη ύπαρξη: ((Tis δε τις; τις δ’ ού τις; σ κ ιά ς δ ν α ρ ά ν θ ρ ω π ο ς » (Η 1 Πυθιονίκης, 181). Κ α ι Ψ α λμός 143, 4: κ α ι η μ έρ α ι αυ τόν ώ σ εί σκιά π α ρ ά γ ο υ σ α ). Π ρβλ. και Τρικυμία, πιο κ ά τ ω , σ ελ . 314. *34 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Σ το «κυρίαρχο πρόβλημα» τη ς εξουσίας, συνείδηση χωρίς δύναμη είναι, α πρόσφορη, αλλά δύναμη χωρίς συνείδηση είναι τυραννία. Καί τα τελευταία θύματα αυτής τη ς «κατάχρησης» είναι, πάντα, & ίδιοι οι τύραννοι. Α λλά για το τέλος τους αυτό δεν υπάρχει ούτε οίκτος ούτε έλεος. Μόνο η ομηρική ευχή: Ως άττόλο lto και άλλος δτις τοίαΰτα ye ρόζοι. ,Ι:’ 37 (Έτσι ας χαθεί και όποιος άλλος παρόμοια, πράξει.) 36. Η Αθηνά για τον Αίγισθο, Οδύσσεια, α, 47. 37. Εντυπωσιακές είναι οι ομοιότητες των δύο σαιξπηρικών ηρώων με τους σύγχρονους ομολόγους τους Στάλιν και Χίτλερ: η ίδια άκρατη και ακράτητη αρχολαγνεία, η ίδια αδί σταχτη εγκληματικότητα για την κατάκτηση και διατήρηση της εξουσίας, η ίδια ανελέη τη τυραννία. Σαν άλλος Ριχάρδος, ο Στάλιν έλεγε: «Δεν υπάρχει μ εγαλύτερ] απόλαυση πυρά να στερείς παγίδες στους εσωκομματικούς αντιπάλους σου, να τους βλέπεις να πέφτουν μ έσα, κι ύ στερα να πηγαίνεις για ύπνο». Ο Χίτλερ πρέσβευε πως «νικητής βγαίνει π ά ν τ α όποιος χρησιμο ποιεί χωρίς οίκτο και χωρίς δισταγμό την πιο σκληρίι βίαν). (Το πρωτοπαλλήκαρό του ο Γκαίρινγκ «χαριτολογούσε» συχν ά: «Δεν μπορείς να φτιάξεις ομελέτα χωρίς να σπ άσεις αυγά».) Φυσικά, οι δύο σύγχρονοι τύραννοι διαφέρουν απ’ τους σαιξπηρικούς προδρόμους τους «κατά τερατώδες ποσόν»: τα δικά τους Θύματα δεν ήταν μερικές δεκάδες άνθρωποι, αλλά εκατομμύρια εκατομμυρίων. Διαφέρουν ακόμα και σε «λαϊκή πρόσληψη»: έγιναν «είδωλα λατρείας» - ο Χίτλερ απ’ τον λαό «του», ο Στάλιν από άπειρους ομοϊδεάτες του. Διαφέρουν όμως και μεταξύ τους: ο Χίτλερ κατέστρεψε την πατρίδα του (και τον κόσμο), ενώ ο Σ τά λιν θεωρήθηκε ήρωας και σωτήρας της δικής του' ο Χίτλερ αυτοχειριάσθηκε μέσα στα ε ρείπια, καταραμένος απ’ τους πάντες, ενώ ο Στάλιν πέθανε «εν δόξη». Αλλά κι αυτός α ποκαθηλώθηκε μεταθανάτια κι εκδιώχθηκε απ' τον τάφο του. Στην τελική στροφή και οι τέσσερις εγκληματίες καταλήξανε στον αφανισμό, είτε υλικό είτε και ιστορικό. - Από τον Ρι χάρδο Γ ' ελκει την καταγωγή του ο llb ii roi του Alfred JARRY (1896). Σαφέστατα τον πα ρωδεί ο BRECH T στην Ανοδο τον Αρτούρο Ούι (1941). Τον Μ άκβεθ παρώδησε ο Ιονέσκο στον M acbett του (1972). Μια νεαρή Αμερικανίδα, η B a rb ara GARSON, προκάλεσε σκάνδαλο με τον M acB ird της, όπου ο M ac Bird (αντιπρόεδρος Τζόνσον) καλεί στο Ντάλλας τον John K e n -O -D u n e (πρόεδρο Κέννεντυ) και τον δολοφονεί - χάριν της προεδρίας φυσικά. 4. ΟΙ Ε Ν Α Ρ Ε Τ Ο Ι Ε Ξ Ο Λ Ο Θ Ρ Ε Υ Τ Ε Σ Ιούλιος Καίσαρας - Άμλετ I must bp. cruel only to be k in d ... (Π ρέπ ει να ’μ α ι σκληρός, καλός αν θέλω να ’/μ η ...) (Ά μλετ, III, 4, 179) ον δ εύ τερ ο κύκλο τ η ς δρα μ α τουργία ς το υ Σ α ίξ π η ρ ε γ κ α ιν ιά ζ ε ι, ε κ ε ί σ τ α 1599, μια τρ α γω δία καθαρά π ο λιτικ ή : ο Ιούλιος Καίσαρας, που α π ο τ ελ εί τ η « μ ε τά β α σ η » α πό τ α ιστορικά δράματα σ τ ις μ εγ ά λ ες τρ α γ ω δ ίες. Τ ο θ έμ α του Κ α ί- σαρα ή τα ν κ α ι η « φ υ σ ικ ή » γ έφ υρ α : α π ό το υ ς α γ γ λ ικ ο ύ ς εμφ ύλιους π ο λέμ ο υ ς ο π ο ιη τ ή ς σ τ ρ έ φ ετ α ι σ τ ι ς εμ φ ύ λ ιες σ υ γ κ ρ ο ύ σ εις τ η ς Ρ ώ μ η ς , γ ύ ρ ω σ τ η δ ι ε κ δ ίκ η σ η τ η ς εξο υ σ ία ς. Ω ς τ ό τ ε , ο Σ α ίξ π η ρ είχ ε χ ε ιρ ισ τ ε ί το π ρ όβ λη μ α τ η ς εξου σ ία ς μ έσ α σ τ ο π λα ίσ ιο τ η ς α γ γ λ ικ ή ς Ισ τ ο ρ ία ς. Α π ό ε δ ώ κ α ι μ π ρ ο ς, θα τ ο α ν τ ιμ ε τ ω π ί σ ε ι σ ε τό π ο υ ς κ α ι, π ρ ο π ά ν τω ν , σ ε χρόνους μακρινούς - π ρ ά γ μ α π ου το υ ε π ιτ ρ έ π ε ι ν ’ α π ελ ε υ θ ε ρ ω θ ε ί α π ’ τ ι ς επ ίκ α ιρ ες « ε θ ν ικ έ ς » π ο λ ιτ ικ έ ς δ ε σ μ ε ύ σ ε ις και να τ ο ερ ευ ν ή σ ει μ έ σ α σ ε μια οικουμ ενική π ια κ α ι διαχρονική π ρ ο ο π τικ ή . Μ ε τον Ιούλιο Κ αίσαρα, ό μ ω ς - κ α ι , α μ έ σ ω ς ύ σ τ ερ α , μ ε τον Ά μ λ ετ- π α ρου σ ιά ζει έναν καινούργιο (γ ια τον π ο ιη τ ή μ ας) τ ύ π ο ή ρ ω α : τον ά νθρω π ο π ου, εν ώ είναι ενάρετος κ αι δίκαιος, κ ά ν ει (α ν α γ κ ά ζ ετ α ι να κ ά ν ει) μιαν εγκληματι. κή πράξη γ ια να υπερασπιστεί μια δίκαιη υπόθεση. Τ έ τ ο ιο ς είναι σ τον Ιούλιο Κ α ί σαρα, ο Β ρ ο ύ τ ο ς , ο φ ιλό σο φ ο ς-τυ ρ α ν ν οκτόν ο ς. Τ έ τ ο ιο ς είναι κ ι ο Ά μ λ ε τ , ο φ ιλ ο σ ο φ η μ έν ο ς τιμ ω ρ ό ς . α. ΙουΛιος Κ α ί σ α ρ α ς 1 Δ ε ν είναι διόλου π ερ ίερ γ ο που ο Σ α ίξ π η ρ δ ιά λ εξ ε τον Ρ ω μ α ίο π ο λέμ α ρ χ ο γ ια θ έμ α το υ . Ε κ είν ο τον καιρό η ρ ω μ α ϊκ ή Ισ το ρ ία ή τα ν πολύ ο ικ εία κ ι α γ α π η τ ή 1. Βλ. COLERIDGE, H A ZLITT (1817), σελ. 195 ε π ,, S T A FFER (1879), CHAMBERS 136 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ σ τ ο υ ς Ά γ γ λ ο υ ς - που καυχιόντα ν π ω ς έμοιαζαν μ ε το υ ς Ρ ω μ α ίο υ ς ή , το υ λ ά χ ισ το ν , ήθελα ν να το υ ς μοιάζουν, ό π ω ς δύο α ιώ ν ες α ργότερα οι Γ ά λ λ ο ι τ η ς Ε π α ν ά σ τα σ η ς φ αντάζονταν το υ ς εα υ το ύ ς το υ ς « α π ογόνους» τ η ς α υ σ τ η ρ ή ς ρ ω μ α ϊκ ή ς δη μ οκ ρ α τία ς. Π ο λ λ ά έργα - θ ε α τ ρ ικ ά κ α ι μ η - μ ε ρ ω μ α ϊκ ή υ π ό θ ε σ η γράφονταν τη ν ε π ο χ ή εκ είν η . Ο ίδιος ο Σ α ίξ π η ρ είχ ε π α ρ ου σ ιά σ ει, κ ά π ο υ έξ ι χρόνια ν ω ρ ίτερ α , τον Τίτο Ανδρόνικο, εν ώ , μ ε τ ά τον Ιούλιο Καίσαρα, θα σ τ ρ α φ εί στον Μ άρκο Α ν τώ ν ιο κ α ι τον Κοριολανό, μ ε π η γ ή το υ το υ ς Παράλληλους βίους το υ Π λουτά ρ χου, σ τ η μ ετά φ ρ α σ η το υ Thomas North (1579), που κ ι α υ τή ή τα ν μ ετά φ ρ α σ η τ η ς γ α λ λ ικ ή ς μ ετ ά φ ρ α σ η ς το υ Jacques Amyot (1559). Α π ' όλους ό μ ω ς το υ ς Ρ ω μ α ίο υ ς, οι σ υ γ γ ρ α φ είς το υ καιρού εκείνου γ ο η τεύ ο ν τα ν α π ’ τ η μορφή κ α ι τη ν επ ο χ ή το υ Καίσαρα. - αφού μ ’ αυτόν κ α ι μ α υτήν π ρ α γ μ α τώ ν ετα ι η μ εγ ά λ η στροφ ή σ τ η ν ρ ω μ α ϊκ ή Ισ το ρ ία : η μ ε τ ά β α σ η α π ό τ η δη μ οκ ρ α τία σ τ η ν α π ολυ τα ρ χία . Ή τ α ν η ε π ο χ ή όπου ο νεαρός α κόμ α ρ ω μ α ϊκ ό ς ιμ π ερ ια λ ισ μ ό ς κ α ι η μοιραία σ υ ν έπ εια το υ , η ε σ ω τ ε ρ ικ ή τυραννία, β ρίσκονταν σ ε σ ύ γ κ ρ ο υ σ η μ ε τη ν μόνιμη α ξ ί ω σ η τ ω ν Ρ ω μ α ίω ν γ ια π ο λ ιτ ι κ ή ελευ θερ ία . Κ α ι κ α θ ώ ς π α ρ α τη ρεί ο V. Pandolfi, «η διαφ ορά, που συνοδεύει σχεδόν πάντα τ ψ απόλυτη εξουσία, προκαλεί την ιστορική νέμεση».1 Η Ρ ώ μ η ε ίχ ε γίν ει παγκόσμια δύναμη (κ α ι, μ ά λ ισ τ α , η ;ώνη π α γ κ ό σ μ ια δύναμη το υ καιρού τ η ς ) κ α ι έ τ ε ιν ε ολοένα σ τ η ν ε π έ κ τ α σ η , σ τ η ν α π οικιο κ ρ α - τ ικ ή ιδιοπ οίη σ η κ α ι τη ν οικονομική σ υ ν έν ω σ η το υ τ ό τ ε κόσμ ου. Τ α υ τό χ ρ ο να, σ τ ο ε σ ω τ ε ρ ικ ό τ η ς , η π ά λη τ ω ν σ υ μ φ ερ όντω ν π ρ οκα λούσ ε π ο λ λ α π λ έ ς ε σ ω τ ε ρ ικ έ ς α ν τιφ ά σ εις. Ο ι π α λ ιέ ς π ο λ ιτ ικ ές δ ο μ ές (Σ ύ γ κ λ η τ ο ς , Ε κ κ λ η σ ία του Δ ή μ ο υ , δήμαρχοι κ τ λ .) δεν ή τα ν π ια κ α τ ά λ λ η λ ε ς γ ια τ ι ς κ α ινούρ γ ιες π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ ε ς ' η εξου σ ία σ υ γ κ εν τρ ω ν ό τα ν όλο κ α ι π ιο π ολύ σ τ α χέρια μ ερ ι κ ώ ν «ισχυρώ ν ανδρών», που μπορούσαν να π ρ α γμ α τοπ οιήσουν α υ τή τη ν ιμ π ε ρ ια λ ισ τικ ή ε ξ ά π λ ω σ η . Ο ι α λ λ ο τιν ές κυρίαρχες τ ά ξ ε ι ς (κα ι ο λ α ό ς, φ υ σ ικ ά ) έ β λεπ α ν να ξ ε φ ε ύ γ ε ι α π τ α χέρια το υ ς η π ο λ ιτ ικ ή δύναμη κ α ι π ά σ χ ιζα ν να τη ν ξανακερδίσουν. (Ο λοφάνερα, η Ρ ώ μ η του τελ ευ τα ίο υ προχριστιανικού α ιώ να ε ίχ ε π ο λ λ έ ς α να λογίες μ ε τ η ν Α γ γ λ ία τ η ς Α ν α γ έν ν η σ η ς .) (1925), σελ. 116 ε π ., G RA N V ILLE-BA RK ER (1934), II, σελ. 350 ε π ., PH ILLIPS (1940), PAL M ER (1945), STEW ART (1949), W H ITAKER (1953), σελ. 224 ε π ., RIBNER (1960), σελ. 53 ε π ., CHARNEY (1961), TRAVERSI (1961), PARROT (1962), σελ. 274 ε π ., LERN ER, (1963), σελ. 29 ε π ., SPEN CER (1963), BLOOM (1964), σελ. 75 ε π ., E t u d e s A n g la is es (1964), σελ. 591 επ ., ΚΕΕΤΟΜ (1967), σελ. 354 ε π ., MACCALUM (1967), RICHMOND (1967), ROWSE (1984), σελ. 178 ε π ., LEG A TT (1989), GIRARD (1990), σελ. 283 ε π ., KAMPS (1991), σελ. 185 επ . 2. V. PANDOLFI, Storia u n iv e rs a le del teatro d ra m m a tico , 1964, γα λ λ . μετάφραση / / istoire d u T h e a tr e , Παρίσι, 1968, τό μ . 3, σελ. 54. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ ‘ 37 Α υτές οι εσωτερικές αντιθέσεις ήταν η κινούσα αιτία τη ς συνωμοσίας του Κάσσιου και του Βρούτου κατά του Καίσαρα, τη ς συνωμοσίας που αποτελεί την αφετηρία και το επίκεντρο του σαιξπηρικού έργου. Είναι η συνωμοσία αυτή η αναπότρεπτη αλλά μάταιη εξέγερση των ανθρώπων κατά της ιστορικής νομοτέλειας. Ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός δεν ((χωρούσε» πια στην ρωμαϊκή δημοκρατία: χρειαζόταν καινούργια, αυταρχικά εργαλεία για να λειτουργή σει.3 Η πρόθεση των συνωμοτών να διασώσουν την ρωμαϊκή δημοκρατία θα συντρίβει αναπότρεπτα πάνω στα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα τη ς ιμπεριαλιστικής ρωμαϊκής επέκτασης. Ω στόσο, οι περισσότεροι συνωμότες -εκ τ ό ς α π ’ τον Βρούτο- δεν είχαν στόχο τους τη διάσωση τη ς δημοκρατίας αλλά τη διατήρηση των ττρονομίων της τάξης τους, της τάξης των πατρικίων. Ο Κάσσιος, λ .χ ., δεν κινείται μόνο απ ’ την περηφάνια του και τον φθόνο για τον Καίσαρα (I, 2, 90 επ ., 135 επ ., 193, I. 3, 74), αλλά κι α π ’ τον φόβο π ω ς η όλο και μεγαλύτερη δύναμή του θα αφα νίσει τους πατρικίους: «ή θα τον γκρεμίσουμε ή μαύρη μέρα θα μας βρει» (I, 2, 319). Είναι ακριβώς τα ίδια κίνητρα που σπηρουνίζουν τις περισσότερες εξεγέρ σεις των ευγενών στα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ: Οι λόρδοι κι οι βαρόνοι κι οι κομήτες ξεσηκώνονται μόνο και μόνο για να σώσουν το κεφάλι τους, τα πλούτη, τη δύναμή τους, κι ο πιο σίγουρος τρόπος, φυσικά, είναι να κόψουν το κεφάλι του άλλου και ν’ αρπάξουν τη δύναμη και τα πλούτη του. Ο Hotspur, π .χ., που επαναστατεί κατά του Ερρίκου & στο φερώνυμο δράμα, λέει: Από το αγκάθι αυτό, τον κίνδυνο (την ανταρσία), ανθολογούμε ένα λουλούδι, τ ψ ασφάλεια. (Α' Μέρος, II, 3, 9) Κ ι ο W orcester θα πει στον ίδιο τον βασιλιά: Προς σωτηρία μας ήταν ανάγκη να πετάξονμε α π ’ τα μάτια σου μακριά και να σηκώσουμε στρατό, αυτόν που βλέπεις. (ό.π ., V, 1, 65) 3. Τρεισήμισι αιώνες νωρίτερα, ο διαβόητος δημαγωγός Κλέων «κάκιζε» την αθηναϊκή άςμοκρατία, επειδή... δεν ταίριαζε με την ιμπεριαλιστική πολιτική: ((Δ η μ οκ ρα τία α δύ να τον ετέρ ω ν άρχειν)) (ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ. Γ , 37,1). Ωστόσο, ο Ρωμαίος ιστορικός ΤΑΚΙΤΟΣ (A gricola , 3) βεβαιώνει πως ο ((καλός, φιλολαϊκός» αυτοκράτορας Νέρβας «ένωσε δύο π ράγμ ατα που ήταν ασυμβίβαστα, τ ψ αυτοκρατορία και τ ψ ελευθερία» (Im perium et Ubertas). Αλλά ο Νέρβας βασίλε υε μόνο δύο χρόνια (96-98 μ.Χ .) και άλλα τόσα κράτησε ο αταίριαστος αυτός γάμος. Πολύ πιο ρεαλιστής, ένας νεότερος «ομόλογός» του, ο ΝΛΠΟΔΕΩΝ, θα γράψει: « Σ τ α μ άτια εκείνων που οικοδομούν αυτοκρατορίες, οι άνθοωποι δεν είναι άνθρωποι αλλά εργαλεία» (M axim es, 1804-1815). 138 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Έ τ σ ι, και στον Ιούλιο Καίσαρα η συνωμοσία αποτελεί πάλη τη ς αριστο κρατικής τάξης εναντίον ενός «τυράννου» για να κρατήσει τα προνόμιά τη ς. Α ντίθετα, στην τελευταία ρωμαϊκή τραγωδία του Σαίξπηρ, τον Κοριολανό, εναντίον του τυραννικού, «μισόδημου» πατρικίου εξεγείρονται οι πληβείοι, η λαϊκή τάξη, όχι για να διασώσουν προνόμια (που δεν έχουν), αλλά μόνο και μόνο για να σώσουν την πολιτική και υλική ύπαρξή τους, που ο Κοριολανός την απειλεί με αφανισμό. Π ο λ λ ά έχουν γραφτεί για τη στάση του Σαίξπηρ απέναντι στους αντάρτες, στους συνωμότες, στους επαναστάτες. Αν όμως τα ιστορικά δράματα δικαιο λογούν αρκετές αμφιβολίες, στον Ιούλιο Καίσαρα η συνωμοσία, η εξέγερση, δεί χνεται δικαιολογημένη. Πρώτα πρώτα, α π’ τον τρόπο που ο ποιητής παρουσιάζει τα δύο κύρια π φ - σωπα του δράματος: τον Καίσαρα και τον Βρούτο. Σ ε πολλά άλλα έργα του ο Σαίξπηρ μνημονεύει τον Καίσαρα (παρεμπιπτόντως, βέβαια) σαν μια μο ναδική μεγαλοφυία. Στοιχιζόταν έτσι με την μεσαιωνική αντίληψη που τον θεωρούσε σαν τον «πιο πλήρη άνθρωπο που γνώρισε ο κόσμος», σαν το «κο ρυφαίο όνομα τη ς Ιστορίας», μεγάλο στρατηγό, μεγάλο πολιτικό, μεγάλο συγγραφέα, μεγάλο ρήτορα, έναν «γεννημένο η γ έτη », που «κυβερνούσε τα πνεύματα των ανθρώπων όπως ο άνεμος σπρώχνει τα σύννεφα», καθώς λέει ο M om m sen.1 Ο Καίσαρ ήταν για την Δυτική Ευρώπη ό,τι ο Μ έγας Αλέξαν δρος για την Ανατολή: ένας μυθοποιημένος ήρωας, ένας ημίθεος, ο πρώτος η γ έτη ς που θεοποιήθηκε. Ο Δάντης τον υμνεί σαν ιδρυτή τη ς μονοκρατορι- κής οικουμενικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επίγειο εκφραστή του ενός και μοναδικού Θεού - ιδρυτή τη ς Οικουμένης, θαυμάζει τα ανδραγαθήματά του και στέλνει τους δολοφόνους του, Βρούτο και Κάσσιο, στην Κόλαση, πλάι στον Ιούδα, που πρόδωσε τον κύριό του όπως εκείνοι.ΰ Μ ε την σύγχρονη ο ρολογία, ήταν ο κατεξοχήν «χαρισματικός η γ έτη ς», ο πολιτικός που, κατά τον Max W eber, αποσπά την «εντελούς προσωπική αφοσίχοση και εμπιστοσύνη (των πολιτών) σ τ ψ αποκάλυψη τον ηρωισμό ή σε άλλες ηγετικός ιδιότητες» του.'4 4 CHAM BERS (1925), σελ. 117. 5. Ανακηρύχθηκε d ivu s Julius, το 29 π .Χ ., ενώ ένας μήνας βαφτίστηκε με το οικογε νειακό του όνομα, Ιούλιος. Το όνομα του πήραν, άλλωστε, βασιλιάδες και αυτοκράτορες, «Καίσαρ», και, αργότερα, «τσάρος)) και «κάιζερ». 6. D e m onarchui, I, 5. Θ εία Κ ω μω δία, «Παράδεισος», V I, 55, «Κόλαση)), X X X , 65. 7. M ax W E B E R , P olilik ills lie n i f (1919), μετάφραση Μιχ. Κυπραίου, Η πολιτική ω ς ε π άγγ ελ μ α, χ.χ., σελ, 98 επ. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ Λ Ο ΘΡ ΕΥ ΤΕ Σ ‘ 39 Ο Αντώνιος α π ο κ α λ ύ π τ ει στους Ρ ω μ α ίου ς το π τ ώ μ α το υ όολοφοί'ημ&ον Κ αίσ α ρ α. Α π ό π α ρ ά σ τ α σ η τ ο ν θιάσου το υ δούκα τ ου M em ingen. Ξ υλογραφία σ τ ο περιοδικό «Illu strated L on d o n N ew s» (1 8 8 1 ) . Α λλά στο έργο ακριβώς του Σαίξπηρ που έχει για τίτλο το όνομά του, ο Καίσαρας σχεδόν γελοιοποιείται και διασύρεται απ τον ποιητή. Όχι μόνο ο ρόλος του είναι πολύ μικρός (τρεις σκηνές, 150 στίχοι όλοι κι όλοι), αλλά ο κοσμοκράτορας, που δεν ήταν παρά πενήντα έξι χρόνων, παρουσιάζεται σαν ένας γέρος, επιληπτικός, κουφός α π’ το ένα αυτί, φανφαρόνος, κομπορρή μων, αυταρχικός, αλαζονικός, προληπτικός, κενόδοξος: μιλάει για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο, «Ο Καίσαρας θα βγει... όταν δουν το πρόσωπο τον Κ αί σαρα, αφανίζονται» (II, 2, 10), καυχιέται ότι «ο κίνδυνος πολύ καλά γνωρίζει πως 140 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ο Καίσαρας είναι από εκείνοι’ πιο επικίνδυνος» (II, 2, 4 4 }.h Και, λίγες στιγμές πριν α π ' τη δολοφονία του, παρομοιάζει τον εαυτό του με τον (/Ολυμπο» και με « τ’ άστρο του Βορρά... πον δεν έχει στο στερέωμα το ταίρι του» και καυχιέται π ω ς «μόνος αυτός» α π ’ όλους τους ανθρώπους, «κρατάει απρόσβλητος τη θέση τον. ασυγκίνητος» (III, 1, 6 0 , 6 7 , 7 4 ) .9 Άλλη μια δραματική ειρωνεία, αφού σε λίγο θα «προσβληθεί» θανάσιμα και το απαρομοίαστο «άστρο» του (τουλάχιστον, το ένσαρκο άστρο του) θα σβήσει για πάντα. Π έντε χρόνια πριν, το 49 π .Χ ., ο Καίσαρας δίσταζε να διαβεί τον Ρουβί- κωνα, αλλά κατανίκησε τους δισταγμούς του λέγοντας το γνω στό « Ε ρ φ β η ο κύβος»» τέρασε το ποτάμι και θριάμβευσε. Τώρα, δίσταζε να πάει στην Σ ύγκλητο, έριξε όμως και πάλι τον κύβο - αλλά, αυτή τη φορά, δολοφονή θηκε. 8. Ω στό σο , θεωρεί «επικίνδυνο» τον Κασσιο επειδή «σκέφ τεται πολύ», «πολυδιαβόζει, εί ναι μεγάλος παρατηρτμής» (I, 2, 194, 201), κλασικό χαρακτηριστικό των «ηγετώ ν» που δεν θέλουν κοντά τους ανθρώπους σκεπτόμενους αλλά κόλακες. 9. Μ ’ όλη την (μαρτυρημένη) υπεροψία και αρχομανία του, ο Καίσαρας -κ α τά τον Ρ ω μαίο ιστορικό ΣΟΤΗΤΩΝΙΟ- «σε κάποιους φίλους τον είχε αφήσει τ φ εντύπω ση ότι δεν ήθελε να ζήσει... π ρ ά γ μ α π ου τον οδήγησε στο να αψηφήσει ό σ α τον συμβούλευαν οι οιωνοί κ α ι του είχαν ανακοινώσει οι φίλοι τον». Και « κ α τά γενική ομολογία ένας τέτοιος θάνατος -δολοφονία- ήταν κ ά τι που ταίριαζε στις επιθυμίες τον» ( Βίοι Κ αισορω ν, I, «Ο αποθεωμένος Ιούλιος», L X X X V I και LXXXVI1, μετάφραση Ν. Πετρόχειλου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1997). Α λ λά και ο ΠΛΟΤΤΑΡΧΟΣ υποστηρίζει π ω ς ο Καίσαρας «φώναζε στους φίλους τον π ω ς ήταν έ τοιμος ν’ αφήσει να τον σφάζει οποίος ήθελε». Και π ω ς, λίγες μέρες πριν α π ’ τ η δολοφονία του, «όταν έγινε λόγος (σε δ είπ ν ο στου Μάρκου Λέπιδου) για το ποιος θάνατος είναι καλύτερος, (ο Καίσαρας) τους πρόλαβε όλους κ α ι είπε: Ο απροσδόκνγιος» (Ιούλιος Κ αίσαρ, 60 και 63, μετάφρα ση Ανδρ. Πουρναρα, Πάπυρος, 1968). 10. Δεν ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που ο ποιητής «μεροληπτούσε» έτσι εναντίον ε νός ήρωά του: στα ιστορικά δράματα, λ.χ ., ο Ερρίκος Σ Τ ' συχνά αποκαλείται «άγιος». Αλλά στην τριλογία που έχει τ ’ όνομά του, είναι ένας αδύναμος και σχεδόν αξιολύπητος βα σιλιάς. Το ίδιο και ο Ριχάρδος Β , ενώ αλλού ο Σαίξπηρ τον ονομάζει «ιερό βασιλιά» κι α θώο θύμα του Bolingbroke, στο ίδιο του το δράμα, τον Ριχάρδο Β , τον εικονίζει επιπόλαιο, αυταρχικό και άσωτο - όπως και ήταν, άλλωστε. Ωστόσο, ο Σαίξπηρ δεν θίγει διόλου το θέμα της πολύ αμφιλεγόμενης ηθικής του Καισαρα. Τα «κουτσομπολιά» της εποχής τον κατηγορούσαν για άπειρες ακόλαστες σχέσεις και με τα δύο φύλα, τον αποκαλούσαν «φα λακρο μοιχό» (« calvus m oechu s»), «άνδρα υλών των γυναικών και γυναίκα όλων των ανδρών» (ΣΟΥΗΤΩΝΙΟΣ ό .π ., X L IX -L II ). 11. Ή «ανερρ'νφθω ο κύβος » (ualea jacta est» ή «esto») ΣΟΥΗΤΩΝΙΟΣ, X X X II, ΙΙΛΟΥ ΤΑΡΧΟΣ, Κ αίσαρ, 32 και Π ομπήιος, 60. Βλ. και το ποίημα του ΚΑΒΑΦΗ «Μάρτιαι ειδοί». ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε Ξ Ο Λ Ο Θ Ρ Ε Γ Τ Ε Σ ΐ4 ΐ ιατί αυτός ο «διασυρμός» του Καίσαρα α π ’ τον Σαίξπηρ; Ο Ε . Κ . Cham bers παρατηρεί π ω ς η συμπεριφορά του δορυκτήτορα στο έργο «δημιονφ/εί μίαν ατμόσφαιρα “ύβρεως” , αλαζονείας, μεγαλοσύνης που έχει υπερω ριμάσει και γέρνει προς την πτώση της. Κ ι αυτή η ατμόσφαιρα κρέμ εται πάνω απ' τις αρχικές σ κ ψ ές τον έργου κ αι τις γεμίζει μ ε δραματική ειριανεία» } 2 Γιατί όμως υιοθετεί ο Σαίξπηρ αυτή την «ύβρι»; Για τί από τ η μια λέει π ω ς ο Καίσαρας «διασκε/Ιζει τον στενό τον κοσμά σαν κολοσσός" (I, 2, 135), ε νώ α π’ την άλλη τον περιγράφει «με κράση τόσο αδύνατη... σαν άρρω στη τιαι δούλα» (ό.π ., 128); Για τί α π ' τη μια τον χαρακτηρίζει (με το στόμα του Αντώνιου) «τον ευμενέστερο άντρα που έζησε π ο τέ στο ρέμα των καιρών» ( I I I , 1, 256) κι α π ’ την άλλη εγωπαθή, αρχολάγνο, έτοιμο να επιβάλει σ τη Ρώμη την προσωπική του τυραννία; Είναι γνω στό ότι πολλοί ουμανιστές τ η ς Αναγέννησης (αντίθετα με τους μεσαιωνικούς θαυμαστές του Καίσαρα) είχαν καταδικάσει την αλαζονεία και τις τυραννικές φιλοδοξίες του. Πρώτος ο Πετράρχης θα εξάρει την «χρυσή ε ποχή» τη ς ρωμαϊκής δημοκρατίας και θα επαινέσει τη συνωμοσία του Βρού του, χωρίς ωστόσο να παραβλέπει τις ικανότητες του Καίσαρα Τον Ι Σ Τ αιώνα, πολλοί τον κρίνουν υπαίτιο για τους εμφύλιους πολέμους και ο Μα- κιαβέλλι τον συγκρίνει με τον συνωμότη Κατιλίνα και τον θεωρεί σύμβολο τη ς τυραννίας και τη ς καταστροφής.121314 Για τον Montaigne, ο Καίσαρας ήταν ένας α π ’ τους μεγαλύτερους ανθρώπους που γνώρισε η Γ η , αλλά και πρω ταίτιος των εμφύλιων σπαραγμ.ών, μανιακά αρχολάτρης, που επιζητούσε τη δόξα προκαλώντας τον όλεθρο τη ς χώρας του. 15 Πολλές α π ’ τις επικρίσεις αυτές για τον Καίσαρα θα τις είχε υπόψη του ο Σαίξπηρ. Και στηριγμένος σ ’ αυτές χάραξε το «υποτιμητικό πορτραίτο» του δικτάτορα, που του χρησίμευε γ ια να προβάλει - σ ε α ντίθεση- το ηθικό και πνευματικό ανάστηfm m v Βρούτου, δικαιώνοντας έτσι τους συνωμότες και την εξέγερσή τους. Ο πασίγνωστος «επικήδειος» του Βρούτου, που εκφωνεί ο ίδιος ο Μάρ κος Αντώνιος, ο μεγαλύτερος εχθρός του, το αποδείχνει: 12. CHAM BERS (1925), σελ. 118. 13. D e g e s t a C a e s a n . Η . Διατριβές, Β ιβ λ. I, κεφ. 10. 15. Δοκίμια, II. κεφ. 10, 33, 36. Β λ . F ried rich GUNDOLF, C ea sa r , G esch ich te sein es R u h m s , Βερολίνο, 1924. Κ αι B t n d e s A n g la is e s (1964), σελ. 598 επ . 142 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Τούτος ήταν ο πιο ευγενής Ρωμαίος α π ’ όλους τους · (...) ...Η ζωή του ήταν υπέροχη, και τα στοιχεία έτσι ταιριαγιιινα μέσα του, που θα μπορούσε η Φύση να σηκωθεί να ειπεί στον κόσμο όλσν, «τούτος ήταν άντρας!» (V, 5, 68, 73) Και θα προσθέσει: ... οι συνωμότες όλοι, έξω από τούτον μόνο, έκαναν ό,τι έκαμαν από τον φθότνο για τον μεγάλο Καίσαρα' (V, 5, 69) Κ ι ο λόγος του δικαιώνεται απ τον Κάσσιο, που είχε πει για τον Καίσαρα: ... καλλιό ’χω να μη ζω παρά να ζω με φόβο από ένα τέτοιο πλάσμα σαν και τον εαυτό μου. (I, 2, 95) Κ αθώ ς και: ... Αυτός ο άνθρωπος (ο Καίσαρας/ έγινε τώρα ο θεός, κι ο Κάσσιος είν ένα άθλιο πλάσμα και πρέπει να λυγίζει το κορμί του, αν μόνο ο Καίσαρα,ς του γνέψει αδιάφορα. (ό.π., 115, βλ. και I, 2, 135 και I, 3, 74) Του Βρούτου όμως τα κίνητρα είναι ολότελα άλλα: ούτε φθόνος, ούτε φιλο δοξία, ούτε ταξικό συμφέρον τον παρακινούν. Όχι το προσωπικό, αλλά το γενι κό) καλό τον γαλβανίζει. Ό πως θα πει στον ((επικήδειο» του ο Μ. Αντώνιος: ... μόνον αυτός (ο Βρούτος), από μια τίμια γενική ιδέα, και για το κοινό καλό για όλους, έγιν ένας α π ’ αυτούς (τους συνωμότες). (V, 5, 71) ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ Λ Ο ΘΡ ΕΥ ΤΕ Σ ΐ43 Η δολοφονία τ ο ν Κ α ίσ α ρ α σ το Θ έατρο Τέχνης τη ς Μ όσχας (1903). Κ;. αυτή η έγνοια, αυτή η λέξη (το «γενικό καλό») έρχεται και ξανάρχε ται στο στόμα του Βρούτου όποτε μιλάει για τους λόγους που τον έσπρωξαν να πάρει μέρος στη συνωμοσία. Αν είναι κάτι για γενικό καλό, βάλε μον στο ’να μάτι τιμή και στ άλλο θάνατο, και θα ιδώ και τα δυο το ίδιο αδιάφορα■ (I, 2, 85) Ή πάλι: ... εγώ δεν ξέρω αιτία προσωπική να τον χτυπήσω, παρά τη γενική. (II, 1, I I ) 16 16. Πρβλ. ΔΗΜΟΚΡΙΤΟ, «Οι δημόσιες υποθέσεις π ρέπ ει να θεωρούνται σπουδαιότερες α π ’ ό- /J 1. για να πορεύεται το κράτος καλά. Κ α ι ούτε να έχει κανείς παράλογες φιλοδοξίες, ούτε να σνγκε- τρώνει μεγάλη δύναμη εις βάρος τον κοινού συμφέροντος». («Τα κ α τ ά την π ό λ ιν χ ρ εώ ν ro w ο ιπ ω ν μ έ γ ισ τ α ή γ εΐσθ αι. ό κ ω ς α ζ ε τ α ι εύ, μ ή τε φ ίλ ον ικ έο ν τα π α ρ ά τ ο έττιεικεε μ ή τε ίαχνν εα υ τ ώ π ερ ιτιθ έμ εν ος π α ρ ά τ ο χ ρ η σ τ ό ν τ ο του ξυνοΰ», αποσπ . 252.) Την επιτακτική ανάγκη ι προηγείται το «κοινόν συμφέρον» και η «σοοτηρία της κοινωνίας» α π ό τα επιμέρους ατομικά συμφέροντα τονίζει συχνά και επίμονα ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ Σ ( Π ολιτικά , A , 1, 1252 A, 1 και 19, ■ 2, 1276 Β , 28, I, 5, 1279 Α, 30 κτλ.). Και ο στωικός φιλόσοφος-αυτοκράτορας ΜΑΡΚΟΣ ΥΡΗΛΙΟΣ: « Ό σα είναι ωφέλιμα για τις πολιτείες, μόνο αυτά είναι και γ ια μέναν ωφέλιμα» («Τ ά •ais πόΧ εσιν ω φ έλ ιμ α μ ό ν α ε σ τ ί μ ο ι αγαθά», Ε ις εαυτόν, στ 44). 144 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Και. μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, θα πει.: (Οι καρό'ιές μας) είν’ όλο έλεος' και το έλεος για της Ρώμης το κοινό άδικο -όπω ς σβει η φωτιά με τη φωτιά έτσι το έλεος με το έλεος- έκαμε στον Καίσαρα τ ψ πράξη αυτή. (Ill, 1, 169) Κ ι ακόμα, στον λόγο του στην αγορά: Κ ι αν (κανένας) ρω τήσει γιατί ο Βρούτος σηκώθη κατά του Καίσαρα, τούτη είν’ η απάντηση μου: Όχι γιατί αγαπούσα τον Καίσαρα λιγότερο, παρά γιατί αγαπούσα τη Ρώμη περισσότερο. (III, 2, 22) Ο Βρούτος είναι παραπάνω από «πατριώ της»: είναι ένας ιδεαλιστής, έ νας στω ικός φιλόσοφος, ένας ειλικρινής εραστής τη ς ελευθερίας. Τον έχει α ναστατώσει η απειλή κατά τη ς δημοκρατίας που αντιπροσωπεύει ο Καίσα- ρας, η φιλοδοξία του στρατηλάτη να στεφθεί βασιλιάς. Π ιστεύει - μ ’ όλο του το δίκιο- π ω ς η επιβολή μοναρχίας στη Ρώμη θα ισοδυναμούσε με κατάλυ ση των ρωμαϊκών ελευθεριών. Και δεν είναι τόσο η «τυπική βασιλεία» που τον ανησυχεί, όσο η πεποίθηση π ω ς η «εξουσία του ενός» θα οδηγήσει ανα πότρεπτα στην τυραννία.1' Όταν ακόμα παλεύει με το δίλημμα: «υποταγή στην (ενδεχόμενη) τυραννία ή τυραννοκτονία», μονολογεί: Να του βάλουμε στέμμα; - Ναι, κι ύστερα, τύτντι λέω, του βάζουμε κεντρί, που, όποτε θέλει, θα μπορεί 17 17. Την απόώη αυτή συμμεριζόταν κι ο ρωμαϊκός λαός. Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ λέει πως «το απροκάλυπτο κ α ι θανάσιμο μίσος εναντ'ιον τον ττροκάλεσε ο πόθος του για τη βασιλεία, π ου παρου σιάστη κε στο πλήθος σαν π ρώ τη αιτία, ενώ για τους ύπουλους στάθη κε μ ια πολύ εύσχημη πρόφ α ση» («Τό δε εμ φ α νες μ ά λ ισ τ α μ ίσ ο ς κ α ι θ α ν α τη φ ό ρ ο υ επ’ αυ τ ό ν ό τη ς β α σ ιλ ε ία ς ερ ω ς είςειρ- γ ά σ α τ ο , τ ο ις μεν π ο λ λ ο ις α ιτ ία π ρ ώ τη , τ ο ΐς 8? ύπ ούλ οις π ά λ α ι π ρ ό ώ α σ ις εύπρεπεστάτη γε- νομένη », 60). Στο έργο, ο Καισαρας -που είχε πεισθεί να μείνει στο σπίτι του μετά τους κακούς οιωνούς- αλλάζει γνώμη και αποφασίζει να πάει στο Καπιτώλιο, όταν ο Δέκιμος -ένας απ’ τους «ύπουλους» συνωμότες- του λέει πως «η Σ ύγκλητος έχει π άρει απόφαση να δώ σει στέμ μ α σήμερα στον κραταιό Κ αίσαρα» (II, 2, 93). Η θρονολαγνεία τον εξωθεί να π έ σ ε ι στην παγίδα και στα σπαθιά των συνωμοτών. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ Λ Ο ΘΡ ΕΥ ΤΕ Σ '45 να ’ναι μ αυτά επικίνδυνος. Κάνει κατάχω ση το μεγαλείο, όταν χωρίζει τη σΦ είδψδ) από τη δύναμή τ ο ν (II, 1, 15)181 9 Φοβάται, ο Βρούτος π ω ς μεγάλη δύναμη ισοδυναμεί με ασυνείδητη δύναμη, κ χι επομένως με κατάχρησιj της δύναμης} Έ τ σ ι, για τον Βρούτο δεν υπάρ χει παρά μία λύση: ο θάνατος του Καίσαρα, να σκοτώσει το φίδι «μες στο τσό φλχ»Λ όπως λέει (II, 1, 34). (Το ίδιο θέλουν κι οι η γ έτες του ρωμαϊκού λαού, οι δήμαρχοι, «να μαδησοσν τα φτερά [του Καίσαρα] που μεγαλώνουν, / (...) αλ τχώς θ’ ανέβει όπου δεν φτάνει μάτι ανθρώπου, / και θα μας έχει όλους εμάς σε δον /χκή / τρομοκρατία» (I, 1, 77). Μόνο που αυτοί δεν τολμούν ό,τι θα τολμήσει ο Βρούτος κι οι συνεργοί του.) Έ τ σ ι, η φιλοδοξία του Καίσαρα και οι κίνδυνοι που περικλείνει αποτελούν το κίνητρο τη ς συνωμοσίας (βλ. I, 2, 78, I, 2, 234, III, 1, 81). Ο Βρούτος το δηλώνει ξεκάθαρα στην αγορά, πάνω από το πτούμα του, με μια λαμπρή α πολογία τη ς τυραννοκτονίας: Θα προτιμούσατε να ζσύσε ο Καίσαρας και να πεθαίνατε όλοι σκλάβοι, ή να πέ- θαινε ο Καίσαρας για να ζήσετε όλοι ελεύθεροι άνθρωποι ■Επειδή ο Καίσαρας μ ’ αγαπούσε, τον κλαίω' επειδή ευτύχησε, το χαίρομαι· επειδή ήταν γενναίος, τον τιμ/un' αλλά επειδή ήταν φιλόδοξος, τον σκότοχσα. (III, 2, 21) Ο π ω ς και στα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ, η φιλοδοξία και η εξου σία προκαλούν το έγκλημα. Υπάρχουν όμως δύο σημαντικές διαφορές: Σ τα ιστορικά δράματα (όπως και στον Μάκβεθ), επίκεντρο είναι η πάλη για την εξουσία, ενώ στον Ιούλιο Καίσαρα, η πάλη κατά τη ς εξουσίας. Έ π ειτα , στα ι στορικά δράματα (καθώς και στον Μάκβεθ και τον Κοριολανό) τα εγκλήματα τα προκαλεί η φιλοδοξία του δρωντος προσώπου (του δράστη, θα λέγαμε), ε 18. Βλ. και Με το ίδιο μέτρο, «Υπέροχο είναι να ’χεις /δύναμη δράκου, μ α είναι τυραννία /να τη μεταχειρίζεσαι σα δράκος» (II, 2, 107). 19. Πρβλ. τον γνωστόν αφορισμό του Λόρδου ACTON: « Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφβείρει απόλυτα» {« P ow er tends to corrupt and a bsolu te p ow er corru pts absolu tely », Γράμμα στο L ife o f M an dell C reigton, 1904, 1, 372). 146 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΛΙΞΙ1ΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ γώ στον Ιούλιο Καίσαρα το έγκλημα προκαλείται από τη φιλοδοξία του θύμα τος, του ίδιου του Καίσαρα. Γ ι αυτό και η «συμπάθεια» του ποιητή και του θεατή στρέφεται προς τον δολοφόνο και όχι προς το θύμα του. Επειδή ο Βρούτος, ο ιδεαλιστής και φιλόσοφος, πιστεύει στην ειλικρίνεια και την α νιδιοτέλεια τη ς συνωμοσίας, θεωρεί τον εαυτό του πρόμαχο τη ς δημοκρατίας και τη ς δικαιοσύνης, αγωνιστή τη ς ελευθερίας κατά τη ς τυραννίας. Ελευθερία! ξεσκλάβωμα! Η τυραννία πέθανεί (Liberty! Freedom ! Tyranny is dead!) φωνάζει α μ έ σ ω ς μ ετ ά τη δολοφονία του Καίσαρα (III, 1, 78). Και πολύ αρ γότερα. στους Φιλίππους, θα π ει: «... δε σφάχτηκ’ ο τρανός Ιούλιος / για δικαιο- σύνη;» (IV, 3, 19). Παρόμοια, ένας άλλος «αντάρτης», ο Hotspur, λέει στον Ερρίκο Γ: Δεν είναι τ άρματά μας άδικα, αφού' είναι δίκιος ο σκοπός που τα τροροΰμε. (Α Μέρος, V, 2, 87) Έ τ σ ι, ο Σαίξπηρ αναγνωρίζει π ω ς η καταπάτηση του δίκιου από την ε ξουσία, η τυραννικέ: άσκηση της εξουσίας, δικαιώνει τ ψ αντίσταση και τ ψ εξέ γερση κατά της εξουσίας. Για τί η άδικη εξουσία παύει να είναι νόμιμη - και νόμιμη γίνεται η εξέγερση εναντίον τη ς. «Το δίκαιον μεταβαίνει », καθώς έλ ε γε ο Αισχύλος2021- φεύγει α π ’ τον εξουσιαστή και πάει με το μέρος του ε ξουσιαζόμενου. Πρόκειται για μιαν αρχή που καθιερώθηκε πανηγυρικά με (και μετά) την Γαλλική Επανάσταση Γ ιατί, όμως, ο Βρούτος αποτυχαίνει - και τόσο τραγικά; Είναι ολοφάνερο: αποτυχαίνει εξαιτίαςτων αντιφάσεων του, τόσο στον ηθικό-πνευματικό τομέα, όσο και στον πολιτικό. Των αντιφάσεων αυτών έχει ο ίδιος επίγνω ση αρ χικά. Γ ι ’ αυτό και λέει στον Κάσσιο: 20. Χοηφόροι, 308. 21. Απήχηση της αρχής αυτής είναι και το ακροτελεύτιο άρθρο του σημερινού μας Συ ντάγματος: « Η τήρηση του Σ υντάγμ ατος επιχρίεται στον πατριω τισμό των Ελλφυον, που δι καιούνται κ αι υποχρεσυνται να αντιστέκονται με. κάθε μέσο εναντίον οποιουδι/ποτε επιχειρεί να το κα- ταλνσει μ ε τη βία» ίάρθρ. 120, παρ. 4). ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ '47 Μ α κ έτ α το υ Samuel Leve γ ια τον «Ιούλιο Καίσαρα» σε σκηνοθεσία Orson W elles κ α ι John H ouseman. Ν έα Υόρκη, 1938. ... θες να ψάξω στον εαυτό μου για να βρω κάτι που δεν υπάρχει μέσα μου; (I, 2, 64) Κ ι όμως, ((γίνεται» αυτό που του ζητάει ο Κάσσιος -συνωμότης και δο λοφόνος- κι α π ’ αυτή τη ((μεταμόρφωση» αναπηδούν οι αντιφάσεις του: α) Πρώτα, το πρόβλημα του ((ενάρετου δολοφόνον». Ο Βρούτος πιστεύει πω ς είναι υποχρεωμένος να κάνει μια πράξη -τον φόνο του Κ αίσαρα- πολι τικά απαραίτητη, αλλά ανθρώπινα, ηθικά, αποκρουστική. Σαν να επιβεβαιώνει τη ρήση του Καίσαρα λίγο πριν α π ’ τη δολοφονία του: «Ο Κα'ισαρας δεν κ ά νει ποτέ άδικο παρά για δίκαιο λόγο».22 Κ ι αυτό του προκαλεί βαθύτατο εσωτε 22. «C aesar never did xorong, but. with just cause». 0 B en JONSON έβρισκε τ η φράση «γελοία» (!) κι έτσ ι, στην έ κ δ ο σ η Folio, η φ ράση «διορθώθηκε» (ίσως από τον ίδιον) στο 148 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ρικό διχασμό, δραματική εσωτερική σύγκρουση: βρίσκεται «σε πόλεμο με, τον εαυτό τον», καθώς λέει (I, 2, 46). Ανάμεσα στην πράξη έργου τρομεροί.' και σ τ ψ π ρ ώ τψ ιδέα, το διάστημα όλο μοιάζει σαν φαντασμάρα ή σαν απαίσιο όνειρο ' τότε το πνεύμα μας και τα θνητά μας όργανα κάνουν συμβούλιο■κι η κατάσταση του ανθρώπου, όμοια μ ένα μικρό βασίλειο, πάσχει τότε σαν ένα είδος επανάστασ'η. (II, 1, 63) «Επανάσταση», επειδή ο τίμιος οδηγείται να φερθεί ανέντιμα, στον έ σχατο βαθμό: να φανεί αχάριστος στον προστάτη του (τον «πατέρα» του), να προδώσει τη φιλία του, να τον σκοτώ σει. Κ ι αυτό του «σκοτώνει τον ύπνο» (όπως του Μ άκβεθ), « βασανίζει νυχτοημέρα το πνεύμα τον» (όπω ς του Ά μ λ ετ). Η επιταγή όμως του «χρέους» είναι αδήριτη. Ο στω ικός φιλόσοφος βλέ πει πω ς πρέπει να γίνει δολοφόνος - και μάλιστα προχωρεί πέρα απ τους συ- νεργούς του- ενώ είχε πει «Να είμαστε θύτες, όχι σφάχτες» (II, 1, 166), μετά τον φόνο, τους καλεί σε μια θεαματική σφαγιαστική χειρονομία: να βουτή- ξουν (συμβολικά) «τα χέρια ως τους αγκώνες στο αίμα τον Κ αίσαρα » και να βά ψουν και τα σπαθιά τους πριν πάνε στην αγορά (III, 1, 106). Κ ι αργότερα, θα πει πικρά: ... σκοτωμός είναι το σύνθημα · είναι η πράξη της μόδας. (V , 5, 4) Έ τ σ ι, ο ενάρετος γίνεται εγκληματίας εξαιτίας ακριβώς της αρετής του. Α λ λ ά η αντίφαση παραμένει. Και οδηγεί σε μια δεύτερη αντίφαση. β) Για να φέρει σε πέρας την ((τρομερή πράξη» του, αυτός ο τόσο έντι μος, τόσο ειλικρινής άνθρωπος, γίνεται υποκριτής και διδάσκει τ ψ υποκρισία στους συντρόφους του: μάλλον κοινοτοπο: «Μ άθε, ο Kalivm δεν α δ ικ είI ούτε χωρίς αιτία ζητάει ικανοποίηση» (« K n o w , C aesar doth no w rong, nor w ithou t cau se / w ill he be satisfied », III, 1, 47). Β λ . και ROWSE (1984), σελ. 183. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ 149 Καλοί μου κύριοινα φαίνεστε ζωηροί κι εύθυμοι· κι οι ό^ες //ας ας μη φορσιόν τα σχέδιά μας, παρ' ας τα βάλουμε [ας υποκριθούμε], όπως οι Ρωμαίοι ηθοποιοί μας, με πνεύμα πρόθυμο και φόρμα σίγουρη]... (II, 1, 224) Φαντάζεται τον εα υ τ ό του «πονηρό» και «επιτήδειο)) - και, έτσι, φτάνει στην τρίτη του αντίφαση: γ) Αυτός που λογαριάζεται «οξυδερκής» και «διορατικός)) αποδείχνεται πιο «τυφλός» α π ’ όλους: Νομίζει π ω ς αγωνίζεται για την ελευθερία και τη δημοκρατία και δει> βλέπει π ω ς γίνεται ενεργούμενο των φιλοδοξιών, των συμ φερόντων, του φθόνου των πατρικίων συνεργών του. Που, αυτοί πάλι, του ζη τάνε να πάρει μέρος στη συνωμοσία μόνο και μόνο επειδή, καθώς λένε ωμά: ... είναι σ ’ όλες τις καρδιές του λαού ψηλά: κι αυτό που θα φαινόταν έγκλημα από μας, η παρουσία του, σαν η πιο καλή αλχη/ιεία, θα το αλλάξει σε αρετή και σε αξία. (I, 3, 158) Έ τ σ ι, τα λόγια του Κάσσιου, στην αρχή του έργου: (πολλοί) «εύχονται να χε μάτια ο γενναίος ο Βρούτος» (I, 2, 62) περικλείνουν έναν αθέλητο σαρκασμό για την ((τύφλωση)) και την αφέλεια του φιλοσόφου ■που δεν βλέπει π ω ς, ενώ αυτός αγωνίζεται για ιδέες, τον αγώνα του θα τον καρπωθούν εκείνοι που αγωνίζονται για συμφέροντα. δ) Ο Βρούτος αγωνίζεται, συνωμοτεί, δολοφονεί για το «γενικό καλό», το «κοινό καλό για όλους» (« common good for all»)"J (I, 2, 8 5 , V , 5, 72) - κι όμως ενεργεί ερήμην του «κοινού'», τον λαού, προσπαθεί να σώσει τη δημοκρατία, αλ λά εν απουσία και εν αγνοία τον «δήμον». Οι συνωμότες δεν αναφέρουν ποτέ τη λέξη ((δημοκρατία)) - λένε π ω ς φοβούνται την απολυταρχία του Καίσαρα που θα καταλύσει τις ελευθερίες των Ρωμαίων και, δολοφονώντας τον, ανακράζουν «.Ελευθερία!». Αλλά ελευθερία για ποιους] Για όλους, για τον λαό (όπως είχε 23 23. Σ τα αγγλικά, σαφέστερο: « C o m m o n » = κοινός, δημόσιος, ο λαός (co m m on p e o ple). ((Com m ons)) = ο λαός. T h e H ou se of C om m ons = η Βουλή των Κοινοτήτων. «C om m onw eal)) - το κοινό καλό, το συμφέρον της ολότητας. 50 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι ΑΣ ορίσει, ο Κικέρων με το γνω στό « Η σωτηρία του λαού είναι ο υπέρτατος νόμος» - «Stilus populi suprema est lex»)Jl ή μόνο για τους ίδιους, για τους πατρικίους ; Ο Βρούτος -και. ακόμα περισσότερο οι συνεργοί το υ - βλέπουν τον λαό σαν στοιχείο παθητικό, σαν απλό ακροατήριο. Το ίδιο, βέβαια, και ο Μάρκος Αντώνιος. Α λλά αν αυτό είναι «φυσικό» για έναν δημαγωγό, αποτελεί α ντίφαση για έναν δημοκράτη, που, εξ ορισμού, θεωρεί τον δήμο ω ς στοιχείο ενεργό, βουλευόμενο, όχι σαν όχλο. Και αυτή την αντίφαση την πληρώνουν οι τυραννοκτόνοι άμεσα: ο παθητικός, ενεργούμενος δήμος που τη μια στιγμή τούς ζητωκραύγαζε, την άλλη στρέφεται εναντίον τους, παρασυρμένος απ'' τον δημοκόπο, και θέλει να τους σκοτώ σει. Κ ι όμως, ο Κικέρων, πάλι, είχε προειδοποιήσει: «Ο λαός έχει ελάχιστο κύρος, μ έγιστψ όμως δύναμη» (« Populus [qui\ auctoritatem minimum habet, maximum vim») Κ ι αυτή τη δύναμη την άσκησε καταλυτικά. Η ηθική φιλοσοφία του Βρούτου παραγνωρίζει την πολιτική φιλοσοφία και την Ιστορία: με τη δολοφονία ενός τυράννου δεν καταργείται ή αποτρέ- πεται η τυραννία. Μόνο μια κοινωνικοπολιτική επανάσταση μπορεί ν’ αλλά ξει ένα κα θεστώ ς. Και αυτήν δεν μπορούσαν, φυσικά, ούτε να τη διανοηθούν οι πατρίκιοι. (Άλλο, βέβαια, αν συχνά οι επαναστάσεις προδίδονται ή αυτο- προδίδονται και καταλήγουν σε άλλο είδος τυραννίας, όπως η Γαλλική, η Ρ ω σική κτλ.) Από την άλλη, ο Βρούτος, ενώ δεν ζητάει τη συμμαχία του λαού για την εξόντωση του Καίσαρα, απευθύνεται στου λαού τη «σοφία» ( «ελέγξετε με με τη σοφία σας και ξυπνήστε τη νοημοσύνη σας. για να μπορέσετε να κρίνετε καλύ τερα», III, 2, 16), πιστεύοντας π ω ς με τον «ιδεολογικό» λόγο του θα τους π εί σει για το δίκιο τη ς δολοφονίας. Αντίθετα, ο Αντώνιος απευθύνεται στο θν- μικό του λαού (και στην «τσέπ η » του, που θα πλουτιστεί από τη διαθήκη του Καίσαρα) και με τον δημαγωγικό-πρακτικό λόγο του τους μεταπείθει, χειραγωγώντας τους, όπως ο διαβόητος Κ λέω ν, που «κανάκευε (τον αθηναϊ κό ,ήμο), τον χαϊδολογούσε, τον κολάκευε, τον έσερνε απ τη μύτη» («Ή κα λλ’, έθώπεν , έκολάκεν , εξηπάτα)».' Δημαγωγοί -α λλά μικρότερου βεληνεκούς- είναι και οι δήμαρχοι Φλά- βιος και Μάρουλος, που φοβούνται την απολυταρχία του Καίσαρα, αλλά και περιφρονούν το πλήθος και του φέρονται σκαιά {«κούτσουρα, τούβλα, αναίσθη 2 456 24. De legibus, III, 3, 8. 25. Definibus bonorum et malorum, II, 14, 44. 26. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ, Ι π π η ς , 48, μετάφραση Ηλ. Σπυρόπουλου, Γρηγόρης, 1987. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ >5 ' Σ τη ν ταιν ία τ ου Joseph M ankiewicz (1952), α π ό δ εξιά : M arlon Brando, Αντώνιος, James M ason, Β ρούτος, John Gielgud, Κ άσ σιος. τους», τους λένε κατά πρόσωπο, I, 1, 44), μικρογραφία των ύβρεων του Κ ο- ριολανού κατά των Ρωμαίων του καιρού του. Είναι αξιοπρόσεκτο π ω ς και οι δύο αυτές ρωμαϊκές τραγωδίες αρχίζουν με σκηνές ανάμεσα σε ανθρώπους του λαού. Α λλά πόσο διαφορετικά! Στον Ιούλιο Κ αίσαρα, οι λιγοστοί μαστό- ροι είναι απλοϊκοί, χωρατατζήδες και ευάγωγοι, στον Κοριολανό οι π ολ ίτες είναι πολυάριθμοι και συνειδητοί εξεγερμένοι. Των προότων ο λόγος είναι «α λαφρός» κι επιπόλαιος, των δεύτερων συγκροτημένος και θεμελιωμένος στην δίκαιη οργή τους για την εξαθλίωσή τους και για τη σκληρότητα των πατρι κίων και, προπάντων, του Κοριολανού.278 27. Β λ . πιο κά τω , σελ. 286 επ . 28. Είναι λαθεμένη -νομίζω- η άποψη πως η δολοφονία του Καίσαρα «προκάλεσε εμφύ λιους πολέμους», πως «εξαπέλυσε την τυραννία του όχλου» (ROWSE, 1984, σελ. 180, W E LL S, 1986, σελ. 48. GIRARD, 1990, σελ. 340) και πως ((το κρυφό θέμα του έργου είναι η διαφθο ρά του πλήθους» (BLOOM, 1964, σελ. 80, 86). Οι εμφύλιοι πόλεμ.οι είχαν αρχίσει πολύ πιο πριν και ο Καίσαρας ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές τους, η διαφθορά του λαού ήταν από- τοκος της διαφθοράς των «αρχόντων» του και η «τυραννία» του όχλου περιορίζεται σε μερι- 15 2 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ 1 1άνω σ ’ αυτές τις πολλαπλές κι επάλληλες αντιφάσεις (καταστάσεων και χαρακτήρα του ήρωα) στηρίζεται η δραμ ατική ειρωνεία του έργου: Ο Βρούτος είναι ένας ιδεαλιστής πολιτικά ατελέσφορος, που η πραγματι κότητα και ο εαυτός του τον διαψενδουν ολοένα. (Εμποδίζει τους συντρόφους του να σκοτώσουν τον Αντώνιο, παραδίνει σ ’ αυτόν το π τώ μ α του Καίσαρα, του επιτρέπει να μιλήσει στην αγορά - πράγμα που οδηγεί στην αποτυχία τη ς συνωμοσίας. Τέλος, επιμένει να εγκαταλείψουν οι φυγάδες την Μ. Ασία και να πολεμήσουν τον Οκτάβιο στους Φιλίππους - απόφαση που καταλή γει στην καταστροφή τους.) Η πραγματικότητα τον διαψεύδει ακόμα και στον θάνατό του: αυτός που κατηγορούσε τον Κάτωνα επειδή αυτοκτόνησε (V , 1, 101) αναγκάζεται να σκοτωθεί μόνος του, για να μην «πάει δέσμιος στη Ρώμη» (V , 1, 112). Α λλά η ειρουνεία προχωρεί ακόμα πιο πέρα: ο Καίσαρας γίνεται πιο «κο λοσσιαίος» αφοί' σκοτώ θηκε, παρά όσο ζούσε. Ο φόνος του που θα τον εξα φάνιζε, αντίθετα τον μεγέθυνε. Ο Βρούτος το αναγνωρίζει την ώρα τη ς τελ ι κής κρίσης: Ενώ κατά την προετοιμασία τη ς δολοφονίας έλεγε στους συ- νεργούς του π ω ς σκοπός τη ς συνωμοσίας είναι να σκοτώσουν «το πνεύμα του Κ αισαρα» (II, 1, 1 6 7 ), τώρα στους Φιλίππους αναφωνεί: Ω, Ιούλιε Κ αίσ αρα: Ε ίσ α ι ακόμα δυνατός! Το πνεύμα σου π ερπ α τά ει κ αι γυρίζει τ α σ π αθιά μας σ τα ίδια μ ας τ α σπλάχνα! (V , 3, 94) Ο Κάσσιος πεθαίνει φωνάζοντας: Κ αίσαρα, εκδικήθηκες jj£ το σπαθί το ίδιο που σε σκότω σε. (V , 3, 45 )29 κές βίαιες εκρήξεις μετά τον λόγο του Αντώνιου και στο «λιντσάρισμα» του ποιητή Κίννα από παρεξήγηση, επειδή ήταν συνώνυμος με έναν απ’ τους συνωμότες (III, 3). Άλλωστε, το «πλήθος» εξαφανίζεται μετά την Τρίτη Πράξη και μένει η αντιπαράθεση των συνωμοτών με τον Αντώνιο και τον Οκτάβιο. 29. « Ό μ έ γ α ς α ύ το ν (του Καίσαρα) δ α ίμ ω ν (έγινε) τ ιμ ω ρ δ ς τοϋ φ όνου» (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, Κ α ια α ρ , 69, 1). Και το φάντασμά του, που είχε παρουσιαστεί στον Βρούτο όταν οι συνωμό τες ήταν στις Σάρόεις, του είχε πει πως είναι «ο κακός δαί/ιων» του και του έταξε εκδικη τικά ((όφει μ ε . ττερι Φίλιππου?» (ό.π., 69, 2), που ο Σαίξπηρ το μεταφέρει κατά λέξη: «Θ α ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ '5 3 Κ ι ο ίδιος ο Βρούτος θα πει αυτοκτονώντας: Κ αίσαρα, τώ ρα ησύχασε· με, προθυμία τόση δε σ ’ έχω εσένα εγώ σκοτώ σει. (V, 5, 50)30 Α λλά το πιο σημαντικό —και το πιο σαρδόνιο- είναι ότι η εξέγερση, κ αι η δολοφονώ του Κ αιααρα, επιτάχυναν τον θρίαμβο του καισαρισμού: με τον φόνο του Καίσαρα, με την αυτοκτονία του Βρούτου και του Κάσσιου, το πεδίο έμεινε ελεύθερο για δύο άλλους φιλόδοξους και αρχολίπαρους: τον Μάρκο Αντώνιο και τον Οκτάβιο. Κ ι ο δεύτερος, αφού εξουδετερώσει τον πρώτο, θα πραγ ματοποιήσει το όνειρο του Καίσαρα, θα στεφθεί αυτοκράτορας και θα γίνει ο απόλυτος κύριος τη ς Ρώμης και του κόσμου. «Ο τύραννος πέθανε αλλά η τυραννία επιζεί», θα γράψει ο Κικέρων. «Οι ει- δοί του Μ αρτίου άνοιξαν στον Βρούτο κ αι τον Κ άσσιο τ ψ είσοδο στον ουρανό, αλλά δεν έδω σαν ελευθερία στον ρω μ αϊκό λαό. Έ τσι, σ εκείνους ανί/κει ο έπαινος κ α ι σ ’ εμάς ο ψόγος». Η Ιστορία κάνει ειρωνική την τραγωδία. ίικείνο, ωστόσο, που διαλάμπει μέσα στο έργο -παρά την τελική αποτυχία τω ν ηρώων του—είναι η ελευθερία τον ανθρώπων να καθορίζει αυτός τη μοίρα τον κ αι η δύναμή του να μένει ελεύθερος, αν π ρ αγ μ ατικ ά θέλει ελεύθερος να μείνει. Περιλάλητος είναι ο λόγος του Κάσσιου: Κ ά π ο τ οι άνθρωποι είναι κύιριοι της τύχης τους. Δ ε φ ταίει το άστρο μας, φίλε Βρούτε, που είμ αστε δούλοι: είναι δικό μας λάθος. (I, 2, 139) ιιε δεις στους Φ ιλίππους» (IV, 3, 283). Η ((υπόσχεση» του Καίσαρα έγινε παροιμιακή, «οψό- μεθα εις Φιλίππους» = θα ξαναϊδωθούμε και θα εκδικηθώ. 30. Ο ΔΙΩΝ ΚΑΣΣΙΟΣ {Ρω/ιαίκύ] Ιστορία, XLVII, 20) υποστηρίζει πως ο Βρούτος λίγο πριν αυτοκτονήσει αναπόλησε τους στίχους του ΕΥΡΙΠΙΔΗ (απόσπ. 29) « ώ τλ η μ ον άρ ετη , λ ό γ ο ς α ρ 1η σθ α, εγώ δε σε ώ ς ερ γ ο ν η σ κ ο υ ν συ δ’ α ρ α έδουλευε? τύχη» («Δόλια αρετή, δεν ή σουν π αρά λόγος κενός - εγ ώ σε είχα κάνει έργο ζωής, ενώ εσύ ήσουν παίγνιο της τύχης»). 31. Γράμμα του, 27.4.44. '5 4 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Μ όνος Κατράκ-ης, Β ρούτος, κ α ι ο Ζ ω ρας Τ σόπ ελ η ς, Κ αίσ α ρας. Ε λ λ ψ ικ ό Λ αϊκό Θ έατρο, 1964. Κι ο ίδιος θα πει αργότερα: ... ο Κ άσσιος θα γλυτώ σει α π ’ τα δεσμά τον Κ άσσιο: μ ’ αυτό (το σπαθί), θεοί μου, τον αδύνατο τον κάνετε δυνατότατο· μ ’ αυτό, θεοί, νικάτε τους τυράννους: ούτε πέτρινος πύργος, ούτε τοίχοι μπρούντζινοι, ούτε πνιγν/ρό μπουντρούμι, ούτε σίδερα βαριά μπορούν να περιορίσουν της ψυχής τη δύναμη■ (I, 3, 90) Κι ο Κ άσκας θα συμπληρώσει επιγραμματικά: ... ο κάθε σκλάβος έχει στο χέρι του τη δύναμί/ να λύσει τ α δεσμά του. (I, 3, 101) ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ '55 Αν π ετύχει, λυτρώνεται α π’ την τυραννία. Αν δεν πετύχει, ο θάνατος εί ναι λύτρωση κι ελευθερία. 'Οπως έλεγε ο ανώνυμος συγγραφέας τη ς Ελλη- νίκης Νομαρχίας, πριν εκατόν ενενήντα π έντε χρόνια: «Η ζαοή τον αληθούς πο λίτον πρέπ ει να τελειώνει ή διά τ ψ ελευθερίαν τον ή με την ελευθερίαν τον» (Α, 72). β Ά μ λ ε τ 32 Αιώνες παραμένει άλυτο το «μυστήριο» του Ά μλετ - όσο μυστήριο υπάρ χ ε ι ." Συνακόλουθα, υπάρχουν τόσοι Ά μ λ ετ όσοι και σχολιαστές ή/και α ναγνώ στες-θεατές. Δεν είναι του παρόντος να καταγράψουμε τις αμέτρητες «ερμηνείες» για το πιο κοσμαγάπητο έργο τη ς νεότερης δραματουργίας. Θα περιοριστούμε, κι εδώ, στην πολιτική πλευρά του, αρχίζοντας, πολύ απλά, «εκ 32. Βλ. CO LERID G E, GOETHE (1795), H A ZLITT (1817), σελ. 232 ε π ., S T A PFE R (1879), BRANDES (1896), BR A D LEY (1904), σελ. 61 ε π ., FREU D (1909), JONES (1949) SMITH (1916), SCHUCKING (1922), CHAM BERS (1925), σελ. 142 ε π ., C A M P B EL L (1930), KNIGHT (1930), SPURGEON (1930), K1TTO (1931), E LIO T (1932), STOLL (1933), WILSON (1935), GRANVIL l E -B A R K E R (1937), 1, σελ. 24 ε π ,, TRAVERSI (1938), MACK (1941), LEW IS (1942), PALM ER (1945), KNIGHTS (1946), CHARLTON (1948), MADARIAGA (1948), T IL - LYARD (1950), W ILLIAMSON (1950), PARIS (1953, 1971), A LE X A N D E R (1955 και 1964), L EE C H (1956), LEV IN (1959), DRIVER (1960), σ ελ. 116 ε π ., RIBN ER (1960), σελ. 65 ε π ., KOTT 11962), σ ελ. 74 ε π ., 351 ε π ., PARROT (1962), σελ. 277 ε π ., HONIGMANN (1963), LERN ER (1963), A LE X A N D E R (1955 και 1964), E tu d es A n glaises (1964), σ ελ. 352 ε π ., K E T T L E (1964), σελ. 146 ε π ., MUIR (1964), K EETO N (1967), σελ. 185 ε π ., JUM P (1968), DRACOULIDES (1977), LACAN (1977), CALDERWOOD (1983), ROWSE (1984), σελ. 185 ε π ., W E L L S (1986), σελ. 101 ε π ., 119 ε π ., 155 ε π ., PATTERSON (1989), σ ελ. 3, 13-31, 99, 106, GIRARD (1993), σελ. 413 ε π ., Ρ. SMITH (1995), Β Α Τ Ε (1997), σελ. 253 ε π ., UCI (1998). 33. «Ο “Άμλί,τ” είναι η “Μόνα Λίζα” της λογοτεχνίας», έχ ει πει ο Τ. S. ELIO T αναφερό- μενος στο «μυστήριο» που περιβάλλει τον πίνακα του Ντα Βίντσι - ειδικά την ταυτότητα, ακόμα και το φύλο της Τζοκόντα. (Αλλά και του Ά μλετ το φύλο έχει αμφισβητηθεί από τον Ε. Ρ. VINING. T h e M ystery o f H am let, 1881 που, προσπαθώντας να εξηγήσει τις «αδυ ναμίες» του Ά μλετ, ισχυρίστηκε πως ο ήρωας ήταν γυναίκα αναθρεμμένη σαν άντρας, Ε . JONES, σελ. 27, σημ. 17. ) Χαρακτηριστικά, λέει ο Ά μλετ στον Γκίλντενστερν: « You w ould pluck out the heart o f m y m ystery » (III, 2, 351). Ο Ρώτας μεταφράζει: «Θ εςνα ξερριίώ σεις την καρδιά τον μυστηρίου μου». Λλλά είναι σωστή η μετάφραση του Κακογιάννη, «θ έλη σες να θε ρμάνσεις την -καρδιά του μυστικόν μου». Ο Ά μλετ δεν παρασταίνει τον μυστηριώδη, αλλά κρα- τάει εφτασφράγιστο μυστικό την αιτία του βασανισμού του. Και αφού αναφέραμε τον ELIO T, ο ποιητής της Έ ρημης Χοτρας υποστηρίζει πως ο Α μλετ, «όχι μόνο δεν είναι το αριστούργημα τον Σ αίξπη ρ, αλλά απ οτελεί αναηιφισβητητ?/ καλλιτεχνική αποτυχία» («... m ost certainly an artistic fa ilu re» , 1920, σελ. 90). Μια «αποτυχία» που, αιώνες τώρα, παίζεται αδιάκοπα, σχο λιάζεται, θαυμάζεται από σοφούς και άσοφους! 156 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Γ Σ Ι Α Σ του (ολοφάνερου) ωού»: Ο Αμλτ.τ είναι η τραγωδία ενός ευγενικού και φ ω τισμένου πνεύματος που επαναστατεί όταν καταρρέουν όλες οι π ίσ τεις του (προσωπικές, οικογενειακές, φιλοσοφικές, πολιτικές), αλλά ο κλονισμός είναι τόσο τρομερός και ο στοχασμός του πάνω στα ερείπια τόσο ασίγαστος, ώ σ τε παραλύουν τη δράση του και τον οδηγούν στην αυτοκαταστροφή —που είναι και απελευθέρωση και εξιλέω σή του.34 Ποιες ήταν αυτές οι π ίστεις του - ποιος ήταν ο ήρωας πριν απ την τρα γωδία, πριν α π ’ τον θάνατο του πατέρα του; Ένας πρίγκιπας, βέβαια, αλλά προικισμένος μ ’ όλες τις χάρες - «η ελπί δα κ αι το μύρο μιας αξίας πολιτείας... η ασύγκριτη σε σύνθεση, κ αι κάθε της π τν χύ\, μορφή της ανθισμένης νιότης» (καθώς τον λέει η Οφηλία, III, 1, 152, 1 5 9 ) . " Ένας ιδεαλιστής (όπως ο Βρούτος), σπουδασμένος στην Βιττενβέργη (στο πανεπιστήμιο του Λούθηρου), γεμάτος θαυμασμό για την πλάση, για τον ουρανό, «τούτο το στέγαστρο τ ’ ασύγκριτο... το λαμπρά, θεόρατο σ τερέω μ α, η με γαλόπρεπη σκεπ ή πιτσιλιόμέντ] μ ε χρυσάφι απ ό φωτιά», για τη Γ η , «τ όμορφο τούτο περιβόλι», για τον άνθρωπο, «της πλάσης το αριστούργημα... άρχοντας στο νου... μ ε τόσο ανεξάντλητες δυνατότητες... στην όψη και στην κίνηση, τέλειος κ αι άξιος θαυμασμοί ι» (II, 2, 295) - τόσο, που «στη λειτουργία μοιάζει στους α γ γ έ λους, σ τ ?] νοημοσύνη με Θεός» (ό.π., 3 0 2 ). 36 Έ να ς διανοούμενος ποτισμένος με το πνεύμα, τη ς Αναγέννησης, που π ιστεύει στην υπεροχή της σκέιγης πάνω σ τ ψ πράξη ή, σωστότερα, στην ττράξΐ/ που τ ψ έχεις βαθιά σκεφτεί. ' Ο μακρό κοσμος του Σύμπαντος και ο μικρόκοσμος τη ς ανθρώπινης κοινωνίας αποτε- 34. Β λ . και WILSON (1935), σελ. 237. 35. Ακόμα και ο Κλαύδιος, την ώρα που συνωμοτεί με τον Λαέρτη κατά του Αμλετ, λέει πως ο νέος «είναι τίμιος πολν και δίχως ίχνος υστεροβουλίας» (IV , 7, 133). 36. Μπορεί ο Σαίξπηρ να μη γνώριζε το έργο του ΣΟΦΟΚΛΗ, ο>στόσο είναι εντυπω σιακές οι συγγένειες του αμλετικού μονολόγου με το περιλάλητο Πρώτο Στάσιμο της Α ντι γόνης (στ. 332 επ.), όπου ο Χορός υμνεί τον άνθρο>πο, που «το μ έγα δέος γεννά» («Πολλά τά δ είν α κουδεν ά ν θ ρ ω π ο ν δειν ότερ ου π έλ ει» ), που είναι «τετραπέρατος» (« π ερ ιφ ρ α δ ή ς » ), «π ο λυμήχανος» (« π α ν τ ο π ό ρ ο ς » ) κ α ι «τέχνες υαστορικες σοφ ίστηκε π ου δε βάζει ο νους» (« σ ο φ ό ν τι μη χανόεν, τ έχ ν α ς υ π έρ έ λ π ώ ’ εχ ω ν » ), Αλλα κι επισημαίνει πως «μια στο καλό, μια στο κ α κό κυλάει» (« τ ό τ ε μεν κ α κ όν , α λ λ ο τ ε π ’ έσ θ λ ο ν ερ π ει» (μετάφραση Κ. X . Μύρη, Εταιρεία Σπουδών, 1980). Είκοσι χρόνια νωρίτερα, ο αισχυλικός Προμηθέας καυχιόταν πως εκείνος χάρισε στους ανθρώπους όλα τα « σ ο φ ίσ μ α τ α (επιστήμες), μ η χ α ν ή μ α τ α , τ έχ ν α ς . π ό ρ ο υ ς » ... πως « π ά σ α τέχ νη β ρ ο τ ο ΐσ ιν εκ Τ Ιρομηθέω ς» (στ. 459, 469, 477, 506). 37. Όπως και πάμπολλοι άλλοι, βέβαια, από τον 1ΙΑΡΜΕΝ1ΔΗ [ « Ι ο γ α ρ α υ τ ό νοειν εσ τίν \ τ ε κ α ι είναι» - «Η νόη ση είναι το ίδιο π ράγμ α με το είναι», άπόσπ. 30 (;)] ως τον DESCARTES 7 («C ogito ergo su m » - «Σ κέπτομαι, άραυπάρχω », D iscours, Δ, 38). Αντίθετα, ο γκαιτικός Φά- υυστ, το « Έ ν Ά ρ χ ή ήν ό λ ό γ ο ς » το μεταφράζει σε «Εν αρχή ψ η Π ράξις» (Σπουδαστήρι). ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ Λ Ο ΘΡ ΕΥ ΤΕ Σ «57 λούν -στα μάτια του - μιαν αρ/ιοηκή ενότητα, που την κυβερνά ο Λόγος - η λο κ ή -, έναν κόσμο όπου δεν μπορεί παρά να κυριαρχούν η αλήθεια, η δικαιο σύνη, η εντιμότητα, η αγάπη (υϊκή, συζυγική, φιλική), ο έρωτας. Και εν σαρκώσεις αυτής τη ς αρμονίας, στον προσωπικό του κόσμο, είναι ο πατέρας του -πεμπτουσία ιδανικού άντρα, συζύγου, βασιλιά-, η μητέρα του -π εμ π του- σ.α τη ς ιδανικής γυναίκας, συζύγου, μητέρας-, τέλος, η πατρίδα του, η Δανία - πεμπτουσία τη ς ιδανικής κοινωνίας. Γυρίζοντας όμως στη χώρα του, τι ανακαλύπτει; Π άρα πολλά υπάρχουν σ ’ ουρανό κ αι γη, Οράτιε, π ’ ούτε μπορεί να ονειρευτεί η φιλοσοφία σου. (I, 5, 166) λέει στον συσπουδαστή και μοναδικό του φίλο. Μιλάει, φυσικά, για το Φ ά ντασμα, αλλά η φράση του περιέχει μιαν αθέλητη ειρωνεία για τις δικές του αυταπάτες. Αυτά τα ((άλλα», που ο Ά μ λ ετ δεν είχε ((ονειρευτεί», ξεσκεπάζονται μπρος του, ένα ένα, σ ’ όλη την αποτρόπαιη ωμότητά τους: Πρώτα, ο απρόσμενος άνατος του πατέρα του και ο ασύγκριτα πιο απρόσμενος δεύτερος γάμος της μητέρας του με τον θείο του Κλαύδιο, που πήρε «και θρόνο και βασί λισσα». Την οδύνη για τον χαμό του αγαπημένου ((τέλειου» πατέρα-άντρα- βασιλιά την παραμερίζει σχεδόν η κατάπληξη, η οργή, η αποστροφή για την απιστία τη ς πολυαγαπημένης, ((τέλειας» μητέρας-συζύγου. Α υτή η «αιμο- αιξία» ανατρέπει τα θεμέλια του προσωπικού κόσμου του - τόσο, που να πο θεί τον δικό του θάνατο, όπως λέει στον πρώτο του μονόλογο (I, 2, 129 επ .). Σχεδόν αμέσως όμως, το Φάντασμα του αποκαλύπτει το πολύ φρικτότε- ρο παρασκήνιο: ο θάνατος του πατέρα του δεν ήταν θάνατος φυσικός, αλλά τε εατωδώς ((αφύσικη» δολοφονία α π ’ τον ίδιο τον αδερφό του. Και ο ήδη ((αφύ σικος» γάμος τη ς μητέρας του είναι μύριες φορές πιο αφύσικος γάμος με τον ονιά τον άντρα της.38 Όχι μόνο τα ιδανικά του μικρόκοσμού του καταρρέουν, αλλά παίρνουν τη θέση τους η αδελφοκτονία, ο σφετερισμός τη ς εξουσίας, η αοιχεία, η αιμομιξία. 38. διαφορετική εκδοχή στον μύθο δίνει ο Αμερικανός πεζογράφος John U PD IKE στο πρόσφατο (2000) μυθιστόρημά του Γερτρούδη κ α ι Κ λ ανδιος: Υποστηρίζει πως, νεαρή πριγκί- « 8 α . η Γερτρούδη αναγκάστηκε απ’ τον πατέρα της να παντρευτεί τον βασιλιά Άμλετ. \λλά στα σαράντα της ερωτεύθηκε με πάθος τον νεότερο αδερφό του. Ο άντρας της το μα θαίνει, ετοιμάζεται να τους τιμωρήσει, αλλά ο Κλαυδιος προλαβαίνει, τον σκοτώνει και οι- κει ποιείται τον θρόνο και τη χήρα. Και απ’ αυτό το σημείο παίρνει τον λόγο ο Σαίξπηρ. 158 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ό μ ω ς, οι οδυνηρές αποκαλύψεις κι οι οικτρές προσγειώσεις δεν σταμα τάνε εδώ. Ο Ά μ λ ετ δεν θ ’ αργήσει ν’ ανακαλύψει π ω ς το απαίσιο οικογε νειακό δράμα του δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά, αντίθετα, κανόνα κ αί ουσία ε νός κόσμου που έχει δίοφθαρεί και που διαφθείρει ό,τι περιέχει κ α ι ό,τι ταν περιέχει. Δεν θ' αργήσει ν’ ανακαλύψει π ω ς η φρικαλεότητα που βασιλεύει στο σ π ί τι του και στο παλάτι του αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας κοινωνίας ό που συχνότατα η εξουσία δεν είναι παρά τυραννία, η βασιλεία σφετερισμός, η δικαιοσύνη απάτη, η ευγένεια φάρσα, η φιλία προδοσία, ο έρωτας ασέλ γεια ή ανοησία. Από την προσωπική φρίκη του για τη μοιχεία τη ς μητέρας του και το έ γκλημα του θείου του, φτάνει γρήγορα σε μια γενική αποστροφή/ για τον κόσ/το που εκκολάπτει και καλύπτει τέτοιες πράξεις, για έναν κόσμο που οι κίβδη λες «αξίες» του αποτελούν άρνηση των δικών του αξιών και πίστεων. Γρήγο ρα, πολύ γρήγορα, συνειδητοποιεί τον δυνάστη τ' άδικο, τον αλαζόνα την αυθάδεια, ... τον νόμον τις αναβολές, της εξουσίας το θράσος, κι όλους τους εξευτελισμαύς που εισ π ρ ά ττει η άξια υπομονή απ ό τους ανάξιους... (Ill, 1, 71) Και λίγο αργότερα: Κ αμ ιά αρετή δεν είναι ικανή να μπολιάσει τη γέρικη γενιά μας. (Ill, 1, 117) Ακόμα πιο έντονη και αναλυτική είναι η κοινωνική κριτική του ποιητή σ ’ ένα α π ’ τα ωραιότερα Σονέτα του, το 66: Μ ’ όλα αυτά απόκαμ α, ζητάω ν’ αναπαυτώ στο μνήμα: (παρά) να βλέπω, λέω, τ ψ Α ρετή ζητιάνα γεννημέισ/, το κούφιο Τ ίποτα φαιδρό με κορδωμένο βήμα, τ ψ Π ίστη τ ψ αγνότερη χυδαία απαρνημέντ/, τ ψ τιμημένη Υπεροχήν αισχρά παραρριγμένη, τη χάριι τ ψ παρθενικήν ω μ ά ξεπορνεμεντ/, τ ψ τέλειαν Ω ραιότη τα κ α κ α εξεντελισμέντ/, τ ψ Α ξίαν απ ό αν άπ η ρψ κυβέρνια αχρηστεμένε/, ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ Ε Υ ΤΕ Σ '59 τ ψ Τέχνη απ ό τ ψ κρατική εξουσία γλωσσοδεμεντ/, τη Γ νώ ση α π ’ τη σχολαστική Μωρία, περιορισμάη/, τ ψ πιο απλήν Αλήθεια, ηλίθια παρανομασμένη, τ ψ Καλοσύνη σ τ ψ κνρα-Κ ακ ία νποταγ/εενη. Μ ε όλ’ αυτά απόκαμ α, δε Οέ/χο m a να ζήσω - μόνο που τ ψ αγάπ η μου πεθαίνοντας θ ’ αφήσω. (Μέσα σ ε 12 μόνο στίχους, ο Σαίξπηρ έδινε την ζοφερή εικόνα του κόσμου, της κοινωνικής «ηθικής», τ η ς εξουσιαστικής τυραννίας, τη ς πνευματικής καταπίεσης -ακόμα και τη ς λογοκρισίας-, που διαστρέφουν και στραγγαλί ζουν καθετί ευγενικό, τίμιο, ωραίο. Και τόσο, που τον κάνουν να «ζητάει το μνήμα», όπως ο Ά μ λ ετ.) Ολόκληρη η «τάξη πραγμάτων» -μ ια τάξη επιδέξια οργανωμένη από τους κυρίαρχους προς όφελος το υ ς- ξεγυμνώνεται μπροστά στον Ά μ λ ετ, απο- κρουστική, χυδαία, αποπνικτική. "Γην πρώτη νύξη δίνει ο Μάρκελλος με την χ ω σ τή φράση του: « Κ άτι το σάπιο υπάρχει στης Δ ανίας το κράτος» (I, 4, 90). Η σήψη διαποτίζει όλο το έργο - είναι η αισχυλική «πρώ ταρχος άτη», η π ρώ τη Ύ β ρις» :’'* Το δηλητήριο που χρησιμοποιεί ο Κλαύδιος για να σκο τώ σει τον αδερφό του μολύνει και φαρμακώνει τα πάντα - τις σκέψεις, τις σχέσεις, το παλάτι, τους πολίτες, τη χώρα όλη. Ώ σπου να καταλήξει στο δηλητήριο του τέλους, που αφανίζει τα κύρια πρόσωπα και επιστρέφει στον πρωταίτιο Κλαύδιο. Αυτός ο σωρείτης μόλυνσης είναι το κάτεργο του Ά μλετ: «Φυλακή είναι η Δανία», λέει (II, 2, 241). Κ ι όχι η Δανία μονάχα, παρά κι ο κόσμος όλος: Η πιο ευρύχωρη. Μ ’ ενα σωρό απομονωτήρια, κελιά κ αι μπουντρούμια, που a νάμεσά τους η Δ ανία είν α π ’ τ α χειρότερα. (ό.π., 243) Κ ι α π ’ τον κοινωνικό μικρόκοσμο, η αποστροφή του προχωρεί στον μα κρόκοσμο, που τόσο θαύμαζε άλλοτε: η Γ η δεν είναι πια γ ι’ αυτόν παρά ένα (άγονο ακρωτήριο, ο ουρανός, «μια βρομερόt και μολυσμόνη μάζα οπ ό ατμούς». Και, 39. Αγαμε,μνιον, στ, 1192. Η αρχή του Ά μλετ συγγενεύει με τον λοιμό του Ο ώ ίποδα και i t τ η διαφθορά (corruption) του Ληρ. 40. Β λ . ΚΙΤΤΟ (1956), σελ. 248 επ ., 285-286, 336. ι6ο Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙΞΙΊΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ξαναγυρίζοντας στον άνθρωπο, δεν βλέπει σ ’ αυτόν «το αριστούργημα τη ς π λ ά σης», παρά μια «πεμ π τουσία σκόνης» (II, 2, 304). Ο Ά μλετ νιώθει κυριολεκτικά εγκάθειρκτος μέσα σ ’ αυτό τον άκοσμο κόσμο και την απάνθρωπη ανθρωπότητα, που κάνουν αβίωτο τον βίο και α νύπαρκτη την ύπαρξη. Και επ αναστατεί. Η πρώτη του αντίδραση, η πρώτη του παρόρμηση εί ναι ν’ αλλάξει τον σάπιο τούτο κόσμο: Ξεχαρβαλώθηκε η ζωη (The time is out o f joint). Αχ, μοίρα μαύρη και βαρειά, που π ρ έπ ’ εγώ να γεννηθώ να φέρω τη γιατρειά. (I, 5, 188) Σαν γνήσιος επαναστάτης, φαντάζεται τον εαυτό του κοσμοδιορθωτή, τι- μωρό των αδικιών, εκδικητή των εγκλημάτων, αναμορφωτή της κοινωνίας. . ιατί, τότε, η περιβόητη ((delay)) -οι αδιάκοπες αναβολές και οι ατέλειωτοι δισταγμοί του να εκπληρώσει την αποστολή του- τόσο την αποστολή του εκδικητή μέσα στην οικογένεια και στο βασίλειό του, όσο και την αποστολή του ((κοσμοδιορθωτή)); Αρχικά, μόλις μαθαίνει α π ’ το Φάντασμα το έγκλημα του Κλαύδιου, θέ λει να «ορμήσει... γοργόφτερος σ τ ψ εκδίκησή» του, που θα γίνει ο μοναδικός πια σκοπός του (I, 5, 29, 98). Κ ι όμως, αναβάλλει κι αναβάλλει «ανεξήγη τα», μόλο που «και αφορμή και θέληση και δύναμη έχει κ αι τ α μέσα» (IV, 4, 45). Ο τόσο λαγαρός, συνήθως, στη διαγραφή των ηρώων του και στην ψυ χολογική ανατομία τους Σαίξπηρ, εδώ αφήνει τα κίνητρα των αναβολών του Ά μλετ στην αοριστία. Όπως ο δελφικός Απόλλων -κατά τον Ηράκλειτο- «οντε λέει, ούτε κρύβει, αλλά, δείχνει με σημάδια» («Ό ά ν α ξ ον τ ο μ ά ν τεω ν έσ τι τ ο εν Δ ελφ οΐς, ούτε λέγει οντε κ ρ ύ π τει, άλλα σ η μ α ίνει» ). Εξηγήσεις για τα «σημάδια)) της αναβλητικότητας, της «αβουλίας)) του Ά μλετ έχουν προταθεί αμέτρητες. Ας μου επιτραπεί να προτείνω άλλη μία: 41. Στον Ά μλετ αντιπαραθέτει ο Ιβάν ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ τον άλλον «κοσμοδιορθωτή», τον Δον Κιχώτη (στο δοκίμιό του Ά μλετ και Δον Κ ιχώτης, I860), παρατηρώντας πως ο πρώτος είναι άνθρωπος της απόλυτης σκέψης και γ ι’ αυτό δεν ενεργεί, ενο) ο άλλος είναι άνθρω πος του απόλυτου αισθήματος, χύνεται στην ενέργεια αλόγιστα και γελοιοποιείται. 42. Σ ε ανάλογη αοριστία αφήνει ο ποιητής και του Ιάγου τα κίνητρα. Βλ. πιο κάτω, σελ. 204. 43. Απόσπασμα 93, Ά π αν τα, μετάφραση Γ . Φάλκου-Αρβανιτάκη, Ζήτρος, 1999. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ ι6 ι Ο τόσο στοχαστικός νέος αναβάλλει την εκδίκησή του επειδή θέλει, πρώ- τα, να μ άθει τ ψ αλήθεια. Όχι μόνο την αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα του (αυτήν την ξέρει πια απ τη δεύτερη σκηνή τη ς Τρίτης Πράξης χάρη στην παράσταση των θεατρίνων). Α λλά τ ψ π ά σ α αλήθεια για. όλα, αρχίζοντας απ’ τον ίδιο τον εαυτό του («Κ ανέναν άνθρω πο καλά δεν ξέρεις, αν δεν ξέρεις τον εαυτό σου», θα πει αργότερα, V , 2, 136). *4 Θέλει να μάθει όλη την αλήθεια, το ((όντως ό'κ», χω ρίς φτιασίδια και φενάκες. Αν πολλοί ήρωες του Σαίξπηρ κατέχονται από τον δαίμονα τη ς libido dom inandi (πόθου κυριαρχίας), που τους εξω θεί σε σωρεία εγκλημάτων, ο Ά μ λ ετ οιστρηλατείται από τη libido sciendi (πόθο γνώ σης), που αναχαιτίζει την εκδίκηση-τιμωρία. Κανένας άλλος ήρωας του Σαίξπηρ δεν αναζητά την αλήθεια με τόσο πά θος. Ό μω ς, το πάθος αυτό είναι φυσικό για τον Ά μ λ ετ, επειδή ο νεαρός πρί- κιπας είναι σπουδαστής τη ς φιλοσοφίας, που ο πάγιος σκοπός τη ς είναι η διερεύνηση τη ς αλήθειας για τα πάντα, αλλά κι επειδή ο Ά μ λ ετ είναι κα τεξοχήν άνθρωπος τη ς Αναγέννησης, η οποία «αμφιβάλλει για όλα». Τούτη η έρευνα και η αμφιβολία γίνονται πολύ πιο οδυνηρές για τον Ά μ λ ετ, επειδή αυτός δεν κινείται από θεωρητικό ((έρωτα γνώ σης», όπως οι φιλόσοφοι, αλ λά και από το προσωπικό του δράμ.α, την κατάρρευση των πίστεών του και το χρέος εκδίκησης που του έχει υπαγορεύσει το Φάντασμα του πατέρα του. Συγγενεύει, έτσ ι, με τον Οιδίποδα - όχι με την φροϋδική έννοια,4 αλλά 4567 44. Σαν άλλος μ α θη τή ς του ΗΡΆΚΛΕΙΤΟΥ: «Έ ,διζησάμην έμ εω υ τον » («Α ναζήτησα τον εαντό μου», απόσπ. 101). 45. « Έ σ τ ι τ ου φ ιλ οσόφ ου π ερ ί π ά ν τ ω ν δ ν ν α σ θ α ι θ εω ρεϊν» («Γνώ ρισμ α του φιλοσοψον εί ναι να μ π ορεί να ερευνά τ α π άν τα» , ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Μ ετά τ α φυσικά, 1004 a, 35). ((To ye φ ιλ ο μ α θ ές ΚαΧ Φ ιλόσοφ ον τ α υ τό ν » («Η φ ιλομ άθεια και η φιλοσοφία είναι το ίδιο π ράγ μ α » ), ΠΛΑΤΩΝ, Π ολιτεία, 3 7 6 b . Σ τη ν γερμανική φιλοσοφική παιδεία του Ά μ λ ετ χρεώνει ο Andre GIDE την αναποφασιστικότητά του (P ages de journal 1929-1932, Παρίσι 1934, σελ. 108-109). Ω στόσο, ο «υποκειμενισμός», η «αφηρημένη αναζήτηση» είναι γνωρίσματα τη ς μετά τον ΙΗ' αιώνα ερμανικής φιλοσοφίας. Β λ. και PATTERSON (1989), σελ. 30. 46. Β λ . πιο πάνω , σελ. 21. 47. Ο FREUD , ο Ε . JONES (1954) κ.ά. υποστηρίζουν πω ς ο Ά μ λετ διστάζει να φέρει σε π έ ρας την τιμωρό αποστολή του, επειδή ο Κλαυόιος έχει πραγματοποιήσει αυτό που αποτελούσε τον υποσυνείδητο παιδικό, ((οιδιπόδειο» πόθο του ίδιου του Ά μ λετ: να εξοντώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί τη μητέρα του. Ήδη στον Ανιψιό του Ραμω (1761-1775), ο DIDEROT είχε υποστηρίξει π ω ς παρόρμηση του πρωτόγονου και του παιδιού είναι να «στραγγαλίσει τον π α τ έ ρα του και να κοιμιβει με τη μητέρα του» Αιώνες νωρίτερα, η Ιοκάστη λέει στον Οιδίποδα: «Πολ- )μ με τις μητέρες τους, ω ς τώρα, στα όνειρά τους πλαγιάσαν» ( «ΠολΛοι y a p ήδη κα ν όνείρασιν 3 ρ ο τώ ν / μ η τρϊ ίρ.'νηυνάσϋησαν», στ. 981 ). Και ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ (VI, 107) διηγείται π ω ς ο γιος του τυράννου Πεισίστρατου, ο Ιππίας (που είχε προσκολληθεί στους Πέρσες και καθοδήγησε τον 162 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι ΑΣ ? * Ο John P hilip K em b le, Ά μ ?ιετ. Π ίν α κ α ; του Thom as L a u ren ce (1 8 0 1 ) . Λονδίνο, Tate G allery. επειδή και οι δύο παλεύουν παθιασμένα να μάθουν την αλήθεια και, μ.αθαί- νοντάς την, αυτοκαταστρέφονται. Σ την σοφόκλεια τραγωδία, η Ιοκάστη προσπαθεί ν’ αποτρέψει τον γιο-σύζυγό τη ς: « Σ ε ικετεύω , ά κ ου σ ε με, πριν το κάνεις» («."Ομως πίθοι μοι, λ ίσ σ ο μ α ι μη 0 ρα τοδε»). Α λ λ ’ αυτός είναι ανένδο τος: «Δεν ακούω πριν να μ άθω την αλήθεια» ( « 0 νκ αν πιθοίμην μη ου τάδ’ έκ μ α - θεϊν σ α ώ ω ς » ). Και θα πασχίσει με κάθε μέσο να το μάθει, «6.τι κι αν ξ εσ π ά σει» (« ό π ο ια χρήζει ρηγνντω » ).48 στρατό τους στον Μαραθώνα) είδε, πριν απ’ τη μάχη, στο όνειρό του πως είχε κοιμηθεί με τη μητέρα του και το θεώρησε καλό οιωνό, πως θα γυρίσει στην Αθήνα. Αλλά ούτε γύρισε ούτε επέζησε για πολύ πέθανε στην Λήμνο, εβδομήντα πέντε χρόνων. Οι ψυχαναλυτές -και όχι μόνο- ταυτίζουν τον Σαίξπηρ με το έργο, επισημαίνοντας πως γράφτηκε αμέσως μετά τον θά νατό του γιου του Iiam net (άλλη μορφή του ονόματος H amlet) και του πατέρα του. Στον Οόνσ- σέα του (I, 9), ο Jam es JOYCE συνδέει την Γερτρούδη με τη γυναίκα του Σαίξπηρ Άννα Χά- θαγουεη, που λέγεται πως τον απάτησε με έναν απ’ τους δύο αδερφούς του, τον Έντμουντ ή τον Ρίτσαρντ (μετάφραση Σ. Καψάσκη, Κέδρος, 1990, σελ. 230 επ.) 48. Οιδίπους τύραννος, στ. 1064, 1076, μετάφραση Φ. Πολίτη, Εστία, 1936. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ Λ Ο ΘΡ ΕΥ ΤΕ Σ '63 0 < (ψ Μ . Πίνακα; τον John E v ere tt M illais (1 8 5 2 ) . Στην αρχική στιχομυθία Ά μλετ - Γερτρούδης, όταν η μητέρα ρωτά τον ίο της γιατί ο θάνατος του πατέρα του «του φ αίνεται ιδιαίτερα σκληρός,'}, ε κείνος αποκρίνεται: «Φ αίνεται; Ό χι κυρία., είναι. Δεν ξέρω εγώ το “φαίνεται » (I, 2, 76).'49 Δεν ξέρει, δεν θέλει να ξέρει τα φαινόμενα, αλλά την πραγματικότητα, που τα φαινόμενα την κρύβουν ή τη διαστρέφουν. Θέλει να τη δει χωρίς πά θος ( «Εκείνον δος μου / που δεν είναι τον πάθους σκλάβος, κ αι θα τον φορέσω / όχι ιιες σ τ ψ καρδιά μου, μ α στης καρδιάς μου τ ψ καρδιά», θα πει στον Οράτιο, III, 2, 68). Θέλει να βυθιστεί ως τον λαιμό μέσα σ αυτή την πραγματικότητα, που την πίστευε τόσο αρμονική και που αποδείχνεται τόσο αποκρουστική 49. Δεν είναι τυχαίο που και οι δύο κρίσιμες στιχομυθίες γίνονται ανάμεσα στον γιο και στη μητέρα του - το πιο στενό κι αγαπητό του πρόσωπο. Έ σ τ ω κι αν οι σχέσεις είναι δια I ορετικές: Η Ιοκάστη αγνοεί την πατροκτονία και την αιμομιξία και είναι ακούσια συνερ γός στην τελευταία. Η Γερτρούδη είναι μοιχαλίδα και ακούσια συνεργός στην αδελφοκτονία. \ν ακολουθήσουμε τη λογική των ψυχαναλυτών, ο Οιδίπους έχει πραγματοποιήσει εν αγνοία του την αιμομιξία, ενώ ο Ά μλετ όχι. Α π ’ την άλλη, η Γερτρούδη έχει απατήσει τον άντρα της και τον γιο της, ενώ η Ιοκάστη δεν απίστησε στον Λάιο παρά μετά τον θάνατό του. 164 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ Η ΤΡ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ («Αυτό πον έχω μέσα μον πάει βαθύτερα πολύ», λ έ ε ι σ τ η μ η τέρ α το υ , I, 2, 85).50 Κ α ι όσο π ιο πολύ γ ν ω ρ ίζ ει α υ τ ή τη ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α , τ ό σ ο π ιο π ολύ τον α η δ ιά ζει. Κ α ι, τ ό τ ε , τη ν α ρ νιέτα ι. Αρνιέται τα πάντα: - Α ρ ν ιέτα ι τον κόσμο, π ου το υ φ α ίνετα ι π ια βρομερός κ α ι άγονος: Τι πληκτικά, πεζά, στείρα κι ανώφελα μου φαίνονται τα όσα έχει να δώσει αυτός ο κόσμος. Κ ατάρα να τον φάει, ναι! Ένας χορταριασμένος κήπος είναι, που σποριάζει απανωτά. Της φύσης οι βρομιές και τ αποβράσματα τον διαφεντεύουν μόνο. (I, 2, 133) Κ α ι συνακόλουθα, α ρνιέται τον ρόλο το υ κ ο σ μ ο δ ιο ρ θ ω τή , μια κ α ι ο κό σμος δεν μ π ο ρ εί, δεν θ έ λ ε ι κ α ι δεν α ξ ίζ ε ι να δ ιορ θω θεί. - Α ρ ν ιέτα ι τη χώρα το υ , π ου είναι «φυλακή» -ό π ω ς κ α ι κ ά θ ε ά λλ η χ ώ ρ α -, μόνο, η δ ικ ή το υ , «χειρότερτι α π ’ όλες» (II, 2, 241, 243). - Α ρ ν ιέτα ι όλους το υ ς οικογ ενεια κούς κ ι ερ ω τικ ο ύ ς δεσ μ ού ς κ α ι θεσ μ ο ύ ς. - Αρνιέται τη μητέρα του — την «φαινομενικά τόσο σεμνή» (όπως τη λέει το Φάντασμα, I, 5, 46), που έγινε ωστόσο μοιχαλίδα. Και αν δεν συνέργησε στον φόνο του άντρα τη ς, δέχτηκε πρόθυμα τους καρπούς του - το βασιλίκι πλάι στον φονιά και του φονιά το κρεβάτι. «Είσαι -π ον να μ,ψ ήσουν- η μη τέρα μου!» τη ς π ετάει α π ’ την αρχή τη ς μεγάλης μεταξύ τους σκηνής (III, 4, 17) κι εξαπολύει κατηγορητήριο καταπελτικό για τις επιλογές τη ς. «Κ οκκι νίζει ο ουρανός από ντροπή ", που παντρεύτηκε το «σάπιο μήλο», τον Κλαύδιο, μόλις πέθανε ο προικισμένος μ ’ όλες τις χάρες άντρας τη ς - χωρίς αυτή να κοκκινίσει («Αχ! Ντροπή! πού V το κοκκίνισμά σου;», III, 4, 41, 48, 83). - Α ρ ν ιέτα ι τη ν Οφηλία, τον έ ρ ω τ ά τ η ς , τον έ ρ ω τ ά τ ο υ ς , κάθε έρωτα. Τ η ν μ ια σ τ ιγ μ ή π α ρ α δ έχ ετα ι π ω ς «κάποτε αληθινά τ ψ είχα αγαπήσει» κ ι α μ έ σ ω ς μ ε τ ά τ ο α ρνιέται (III, 1, 115, 1 17). Α λ λ ά π ά ν ω α π τον νιόσκα φ ο τά φ ο τ η ς , ομολογεί π ό σ ο β αθιά τ η ν ε ίχ ε ε ρ ω τ ε υ θ ε ί: ... Σαράντα δυο χιλιάδες αδελφοί δε θα μπορούσαν ( ρίχνοντας όλο το βάρος της αγάπης τους) να ισοζυγιάσουν τη δίκη μου. (V, 1, 256) 50. « B u t I have that w ithin w hich p asses show n. Ο Ρώτας το μεταφράζει: « Ε γ ω μ έσ α μου άλλον έχω αθ έατο πόνο» Και, σ ’ αυτή τη μορφή, η φράση είχε γίνει «slogan» των εδώ «ρο μαντικών» νέων πριν μισό αιώνα. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ ΤΕ Σ 165 Κ ι ω σ τ ό σ ο , τη ν α π α ρ ν ιέτα ι - αφού, « π ιθ α ν ό τ α τ α » , θ α γ ίν ει κ ι α υ τ ή μια ά λλη Γερτρ ού δ η κ α ι τη ν π α ρ α κ ιν εί να π ά ει σ ε μ ονα σ τή ρ ι (III, 1, 12 1 ), γ ια να μην α π α τ ή σ ε ι ή α φ α νίσει κ ι α υ τ ή κά π οιους ά ν τρ ες. Α λ λ ά η λ έξ η « n u n n e r y » , « μ ο ν α σ τή ρ ι» , σ τ η ν λ α ϊκ ή γ λ ώ σ σ α τ η ς ε π ο χ ή ς σ ή μ α ιν ε κ α ι «π ορ νείο» - κ ι ί σ ω ς μ ’ α υτό τ ο διπλό νόημα τ η λ έ ε ι και τ η ν ξα ν α λ έει ο Ά μ λ ε τ . 51 Α π ’ τη ν ά λλη, δ ια π ισ τώ ν ε ι π ω ς η Ο φ η λ ία δεν είναι πα ρά ένα μικρό γρανάζι του σ υ σ τ ή μ α τ ο ς , ά ξια κόρη του π α τ έρ α τ η ς , αφού δ έ χ ε τ α ι να κ α τ α σ κ ο π ε ύ σ ε ι τον α γ α π η μ έν ο τ η ς κ α ι να του ε π ισ τ ρ έ φ ε ι τ α δώ ρα το υ , υπ α κούοντα ς σ τ η ν π α τρική εν το λή . - Αρνιέται τον γάμο - που συνεχίζει και πολλαπλασιάζει τις γονικές α μαρτίες («Γιατί να θέλεις να γεννοβολήσεις όντα αμαρτωλά;», I ll, 1, 121, 143). Αρνιέται τις γυναίκες όλες, με τα φτιασιδώματα και τα καμώματά τους (III, 1, 142), με την αστάθεια και τις προδοσίες τους («Αστάθεια, έπρεπε να σε λεν ■Ίψαίκα», I, 2, 146), με την αγάπη τους, που είναι σύντομη όσο ένας πρόλο βος παράστασης (III, 2, 145). - Α ρ ν ιέτα ι το σπίτι τον - τ ο παλάτι- που δεν είναι π α ρά φ ω λ ιά σ κ ο ρ π ιώ ν , μ έναν εσ μ ό α πό αυλικούς «παλιάτσους» και μηχανορράφους σαν τον Π ολώ νιο, π ο λ ιτικ ά ν τη δ ες «που ξεγελάνε τον Θεό τον ίδιο» (V , 1 , 7 4 ), «σφουγγάρια» σαν τον ό ζεν κ ρ α ν τς κ α ι τον Γ κ ίλ ν τ εν σ τ ε ρ ν , που «ρουφάνε τον βασιλιά τ ψ εύνοια, τα διορα, τ ’ αξιώματα» (IV , 2, 1 5 ), «γουρούνια» σαν τον Ό σ ρ ικ («Φτάνει του γου- οουνόκοσμον να ’σαι το πρώτο γουρούνι και στήνεις το γονρουνοστάσι σου στον βα σιλιά μας το τραπέζι» (V , 2 , 8 7) κ ι εκ είν ο ς «τους κρατάει, όπως ο πίθηκος, στους ίλακες τον σαγανιού» (IV , 2 , 17). .ύνας π ερ ίλα μ π ρ ο ς κ ό σ μ ο ς, όπου όλοι φοβούνται κ α ι υ π ο π τεύ ο ν τ α ι όλους, α υ τό κ α ι όλοι κ α τα σ κ ο π εύ ο υ ν όλους - ο Κ λ α ύ δ ιο ς β ά ζει τον Ρ ό ζεν κ ρ α ν τ ς και τον I κ ίλ ν τ εν σ τε ρ ν να κ α τα σ κ ο π εύ ο υ ν τον φίλο το υ ς Ά μ λ ε τ , τον κ α τ α σ κ ο π ε ύ ει κ ι ο ίδιος μ α ζί μ ε τον Π ολώ νιο, ε τ ο ύ τ ο ς β ά ζει τον Ρ εν ά λ ν το να κ α τα σ κ ο π εύ ει τον γιο του τον Λ α έ ρ τ η , π α ρακινεί τη ν Ο φ ηλία να κ α τ α σ κ ο π εύ ει τον Α μ λ ε τ κ ι ο ίδιος κ α τ α σ κ ο π ε ύ ε ι τ η σ υ ν ά ν τη σ η Α μ λ ε τ - Γ ερ τρ ο ύ δ η ς (I, 90, II, 1, 6, II, 2, 15, III, 1, 3 2 , I, 3, 1, III, 4 ). Κ α ι τ ο α π οκ ο ρ ύ φ ω μ α α υτού το υ οργουελλικού κόσμ ου: οι Μ εγ ά λ ο ι Α δ ερ - φοί βυσσοδομούν μ ε το υ ς Μ ικρ ούς, γ ια να εξον τώ σ ο υ ν όσους (νομίζουν ε κ ε ί - λ π ω ς ) απειλούν τη ν εξου σ ία το υ ς ή τ η ζ ω ή το υ ς - ό π ω ς ο Κ λ α ύ δ ιο ς μ η χ α - 51. WILSON (1935), σελ. 134. Είναι χαρακτηριστικό πως στις μεταξύ τους σκηνές (πριν α- την παράσταση των θεατρίνων, μετά το «να ζεις ή να μ ψ ζεις»), τ η ς μιλάει σκόπιμα σε αία γλώσσα, για να σκοτώσει κάθε «ρομαντισμό» ανάμεσα τους. O Her mi Ι η ’ΐηχ, Λμλετ, 1X74. ΣχίΑ*ι rov Nibs. H Surah Hernhardl, Ά /ιλ ί τ. / hujint. 1>0·ϊ. Α(/ ίαη ton Albert Mucha. ι68 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ. ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α Σ Ο M ounet-Sully, Ά μ λετ. Π α ρ ίσ ι, 1893, νορραφεί μ ε τον Ρ ό ζεν κ ρ α ν τ ς κ α ι τον Γ κ ίλ ν τ εν σ τ ε ρ ν π ρ ώ τ α ," μ ε τον Λ α έ ρ τ η ύ σ τερ α , γ ια να σ κ ο τώ σ ο υ ν ύπ ουλα τον Ά μ λ ε τ . Αν η Δ α ν ία είναι φ υ λ α κή , η κορόνα τ η ς - τ ο π α λ ά τ ι - δεν είναι π α ρά ά ντρο φονιάδων κ α ι μ οιχώ ν, τυράννω ν κ α ι α π α τ εώ ν ω ν , αυλοκολά κω ν κ α ι κ α τα δ ο τώ ν , που προδίνουν ο ένα ς τον άλλον, σ κοτώ νουν κ α ι σ κ ο τώ ν ο ν τ α ι. Α π ό τον κανόνα τ η ς ε γ κ λ η μ α τ ικ ή ς εξουσίας δεν εξα ιρείτα ι ο ύ τε ο π α τέρ α ς του Α μ λ ε τ , ο τό σ ο εξιδα νικευμ ένος α π ’ τον γιο του. Κ α τή γ ο ρ ό ς του, τ ά λ ισ τ α , είναι τ ο ίδιο το Φ ά ν τα σ μ ά του, που οδύρεται, επ ειδ ή δολοφονήθηκε « μ όλες τις α μ α ρ τ ίε ς τ ο υ φ ο υ ν τ ω μ έ ν ες » , πριν « εξιλ α σ θ α υ ν τ ’ α ν ό σ ια κ ρ ί μ α τ ά » του (I, 5, 13, 7 6 ). - Α ρ ν ιέτα ι -α υ τ ό ς , ο π ρ ίγ κ ιπ α ς, γ ιο ς β ασιλιά κ ι αυριανός βασιλιάς- κάθε « ε υ γ ε ν ικ ή κ α τ α γ ω γ ή » , κ ά θ ε τ ίτ λ ο , κ ά θ ε « β α σ ιλ ικ ό μ ε γ α λ ε ί ο » κ α ι « η ρ ω ι κ ή δ ό ξ α » : Τ ό τ ε , θ α τ τ ρ επ ει ο ι ζ η τ ιά ν ο ι ν α ’ν α ι σ ώ μ α τ α , κ α ι ο ι η γ έ τ ε ς μ α ς κ ι ο ι ά λ λ ο ι π α ρ α - φ ο υ σ κ ω μ ό ν ο ι ή ρ ω έ ς μ α ς τ ω ν ζ η τ ιά ν ω ν ο ι σ κ ιά ς (II, 2 , 2 6 0 ). Κ ι ο αφ ορισμός του 52. Προσφυέστατα σάρκασε την πολιτεία και τους χαρακτήρες τους ο T om STOPPARD στο έργο του Ο Ρόζενκραντς και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί (1966), που το γύρισε ο ίδιος αρ γότερα σε εξίσου πετυχημένη ταινία (1990). 53. Ποιες ήταν αυτές οι αμαρτίες; Το μόνο που μαθαίνουμε, αρχή αρχή του έργου από τον Οράτιο, είναι πως ο βασιλιάς Ά μλετ είχε μονομαχήσει με τον Νορβηγό ομόλογό του Φόρτιμπρας -«άρχοντα φθονερό κι απεριόριστα φιλόδοξο>»- και τον σκότωσε. Και, κατά τη συμφωνία που είχε προηγηθεί, ο νικητής πήρε όσα εδάφη είχε κατακτήσει ο αντίπαλός του. (Αυτά τα εδάφη θέλει να πάρει πίσω ο «θερμόαιμος, γεμάτος ανεκπλήρωτες ορμές» Φόρτιμπρας γιος.) Όμως, ο φόνος του Φόρτιμπρας πατέρα δεν ήταν «ανόσιο κρίμα», αφού έγ ιν ε σε «νό μιμη μονομαχία», με έπαθλο τα εδάφ η εκείνα και κατά «ξεκάθαρη σύμβαση» (I, 1, 79, 84, 95). Ο ποιητής αφήνει αδιευκρίνιστο ποια (άλλα) κρίματα έχει στη συνείδησή του το Φάντα σμα. Οπωσδήποτε στο έργο υπάρχουν τρεις σκοτωμένοι πατεράδες (βασιλιάς Άμλετ, βα ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ 169 Σχέδιο το ν E d w a rd Gordon C raig γ ια τον «Άμλετ», 1907. Προμαντεύει, τη φράση του Νεκροθάφτη: «Δεν υπάρχουν αρχαιότεροι άρχοντες από τους κηπουρούς, τους σκαφτιάδες και τους νεκροθάφτες. Αυτοί κρατανε ζω ντανή την τέχνη του Αδάμ» (V, 1, 27). τιλιάς Φόρτιμπρας, Πολώνιος) και τρεις γιοι που ζητάν εκδίκηση (νέος Άμλετ, νέος Φόρ τιμπρας, Λαέρτης), αν και ol φόνοι είναι «ποινικά» διαφορετικοί: του γέρο-Άμλετ αδερφό κτονία, του Πολώνιου από λάθος, του γερο-Φόρτιμπρας σε κανονική μονομαχία. Συνακό λουθα το «δίκιο» του Άμλετ γιου είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ των άλλων δύο. Βλ. και J. PARIS, Sh a k esp ea re (H ach ette, 1962), σελ. 285 και GIRARD (1990), σελ, 416. Ας προστεθεί -ως κατά τον ROW E (1709), ο ίδιος ο Σαίξπηρ είχε υποδυθεί το Φάντασμα και αυτή ήταν • η καλύτερη ε ρ μ ψ ε ια τον». Ο A lex a n d er M oissi, Α μ λ ετ. Σ κη νοθεσία M ax R einha rd t. Μ όναχο κ α ι Β ερολίνο, 1919. <r/ Ο Ά μ λ ετ τ ου John B a rn /m o re. Ν έα Υόρκη κ α ι Λονδίνο, 1925. Σ κ ίτ σ ο τ ου N e rm a n . ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ Λ Ο Θ Ρ Ε Γ Τ Ε Σ '7> Ξ α ν α γ υ ρ ίζει έ τ σ ι ο Σ α ίξ π η ρ σ τ ο επ ιχ είρ η μ α τ ω ν επ α ν α σ τ α τ η μ έν ω ν χ ω ρικών του Ερρίκου Σ Τ , που είχαν ε π ικ α λ ε σ θ εί τον Α δ ά μ γ ια να ξεσκίσου ν το υ ς τίτλ ο υ ς τω ν « α ρ ισ το κ ρ α τώ ν » , Ο σ α ρ κ α σ μ ός του Ά μ λ ε τ γ ια τη ν β α σ ιλικ ή « δ ό ξα » κ α ι τ ο « η ρ ω ικ ό μ ε γ α λ είο » γ ίν ετα ι α κόμ α π ιο άγριος σ τ η ν τ ρ ίτ η σ κ η ν ή τ η ς Τ έ τ α ρ τ η ς Π ρ ά ξη ς, όπου μ ιλ ά ει γ ια τ α σκο υ λή κ ια , το υ ς μοναδικούς α υ το κ ρ ά το ρ ες, αφού γ ι ’ α υ τ ά , «ο παχύς βασιλιάς και ο ισχνός ζητι/ινος είναι παραλλαγές τροφής και μόνο - δυο ποικιλίες φαγητών σ' ένα τραπέζι. Τελεία και παύλα» (IV, 3, 23). Κ α ι θα υ π ε ρ θ ε μ α τ ίσ ε ι, π ιο ύ σ τ ερ α , γ ια το υ ς τρανούς το υ κόσμ ου κ α ι τ η ς Ισ το ρ ία ς: Ο Αλέξανδρος πέθανε, ο Αλέξανδρος θάφτηκε, ο Αλέξανδρος ξανάγινε σκόνη. Η σκόνη είναι χώμχχ. Από το χώμα φτιάχνεται ο πηλός και μ ’ αυτό τον πηλό ( στον οποίο μετονσιώθηκε I γιατί να μην ταπώθηκε ένα βαρέλι μπίρας: «Ο Μέγας Καίσαρ που νεκρός κατάντησε πηλός κάποια χαραματιά θα κλείνει επιμελεός. Αχ, σκόνη, που γονάτιζε μπροστά σου η οικουμένη να :σαι τον τοίχον μπάώομα, αγέρας να μη μπαίνει!»'10 (V, 1, 195) Κ α ι β λ έπ ο ν τα ς τον Ν εκ ρ ο θ ά φ τ η «να βαράει με τ ψ τσάπα τον παπαδαριού» το κα ύκα λο κάποιου ((μ εγ ά λ ο υ » , α ναφ ω νεί π ικ ρ ά , α υ τό ς ο ε π α ν α σ τ ά τ η ς κ α ι 54 54.Βλ. πιο πάνω, σελ. 88, και πιο κάτω, σελ. 316 επ. (Λαός). 55. Φυσικά, ο Σαίξπηρ συνεχίζει την παμπάλαιη επισήμανση της ματαιότητας των τίτλων και των μεγαλείων. Είχε σίγουρα υπόψη του τον Εκκλησιαστή, που -αν και είχε γι νει βασιλιάς του Ισραήλ πολυδύναμος, ένδοξος και πάμπλουτος- αναφωνούσε το πασίγνω στο: «Ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης» (Α , 2, 12, Β , 4 επ.). Με τα «λίγα λατίνι κά» του, θα ήξερε το επίσης γνωστό του ΟΡΑΤΙΟΤ: «P a llid a M o r s p u lsa t pede / p a u p e ru m tabernae / r e g u m q u e tu rris n («Χλιομός ο Χάροντας με το ποδάρι κρούει / χωρίς καμιά διάκριση, ιμτωχων καλύβια και ρηγάδωνI πύργους» , Ωδές, 1, 4, 13, μετάφραση Κ. Γρόλλιου). Λκόμα πιο ταυτόσημος με τους σαιξπηρικούς αφορισμούς είναι του ΓΙΟΤΒΕΝΑΛΗ ο ονομαστός στίχος: «E xpende H a n n ib a le m : q u o d libras in duce siim m o invenias?» («Ζύγισε τον Αννίβα: πόσες λί- ιπ οες βάρος έχει αυτός ο μέγας στρατηλάτης;» {Σάτιρες , X , 147). Και του ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ: « ... Πο- " · περισσότερό θα γελούσες αν έβλεπες {στον Άδη) εκείνους που υπήρξαν / βασιλιάδες και σατρα πες. να είναι εκεί ιρτοοχοί και να πουλάνε παστά ή να διδάσκουν τα πρώτα γράμματα, να βρίζονται απ' τον πρώτο τυχόνντα και να χαστουκίζονται όπως οι εντελέστατοι δούλοι» \Μένιππος ή Νεκνο - ιιαντεία (Νεκρομαντεία, 480)], Στο στερνό σαιξπηρικό έργο, τον Ερρίκο Η , ο έκπτωτος καρ ό,νάλιος Γούλσυ οικτίρει το « μ εγαλείο», που, αρχικά, «πετάει τ ’ αβρά φύλλα τοον ελπίδων», αλλά, στο τέλος, «τον παγώνει η ρίζα, και τότε πέφτει, όπως εγώ» (III, 2, 251). 172 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α Σ Ο John G ielgu d, Άμλετ, και η Judith A n d e rso n , Γερτρούάη. Σκηνοθεσία. G uthrie M cC lin tic. Ν έα Υόρκη, 1936. κ ο σ μ υ δ ιο ρ Ο ω τή ς: «Να επανάσταση μια φορά, αν είχαμε τη φαντασία να τ ψ πιά- σουμε! Τόσο άξιζε να ωριμάσουν τούτα τα κόκαλα, για να παίζουμε μσνά-ζυγά μ α ζί τους;» (V, ί, 82). Κ α ι ελ εειν ο λο γ εί το υ ς «δαφνηφόρους, η ρ ω ικ ο ύ ς» πολέμους, όπου μυριάδες ανίδεοι σφ άζοντα ι γ ια τ η « δ ό ξα » κ α ι τ ο συμφέρον λ ιγ ο σ τώ ν : ... (κ ο ιτά ζω ) τον θάνατο να γνέψει σε είκοσι χιλιάδες παλικάρια, πον για b a όραμα, για κάποια ψίχουλα δόξας, πάνε στους τάφους σαν να τανε κρεβάτια, μάχονται για ένα κομμάτι γης που δεν αρκεί να τους χωρέσει κι ούτε είναι τάφος αρκετός για να δεχτεί και να σκεπάσει τόσους σκοτωμένους! (IV, 4, 60) ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ Λ Ο ΘΡ ΕΥ ΤΕ Σ 173 Στον ττραγματικό πύργο του Έλσινορ, ο Laurence Olivier, Άμλετ, και η Vivien Leigh, Ο ψ ηλία, 1937. Π ιο ((β λά σ φ η μ η » εικόνα το υ « β α σ ιλικ ο ύ μ εγ α λ είο υ » και τ η ς « α υ λ ικ ή ς α ί- •λης», πιο ριζική α ναίρεση τ ω ν ε ξ ο υ σ ια σ τ ικ ο ί κ α ι ισ τορ ικ ώ ν μ ύ θω ν, τ η ς ((αρμονικής τ ά ξ η ς » κ α ι τ η ς « θ ε ό π ν ε υ σ τ η ς ιερα ρχία ς» δεν θα μ π ορ ούσ ε να δ ώ σ ε ι - ό χ ι έν α ς π ρ ίγ κ ιπ α ς ή ένας «α υ λικ ό ς π ο ιη τ ή ς » , ό π ω ς θέλουν μερικοί να παρουσιάσουν τον Σ α ίξ π η ρ , α λ λ ά - ο ύ τε ένα ς αναρχικός ε π α ν α σ τ ά τ η ς . - Αρνιέται τσν θρόνο ■ μόλο που ο ίδιος είναι κοσμαγάπητος: Ο Κλαύδιος παραδέχεται π ω ς «τον έχει σ τ ψ καρδιά του ο θολωμένος όχλον. / που α γ α π ά ει ό χι με το νον. μ α μ ε τ ά μάτια» (IV, 3, 4). Και αργότερα, εξηγεί στον μανιασμέ νο Λαέρτη π ω ς αιτία που δεν περνάει τον Α μ λετ από δημόσια δίκη για τον φόνο του Πολώνιου «είναι η λατρεία που του τρέψει ο πολύς λαός, / έτοιμος να πνί- ςει τ ’ αδικήματα τον στης αγάπ η ς τ α νερά» (IV, 7, 17). Ό μ ω ς , ο Ά μ λ ε τ α ρνιέται τ ο σ τ έ μ μ α κ α ι τη ν εξο υ σ ία , που δεν έχουν κ α νένα νόημα , αφού τ ο σ τ έ μ μ α δεν είναι π α ρά ένα ς φ α ν τα χ τερ ό ς, μ α τ ω μ έ ν ο ς ‘ 74 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙΞΙΊΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ τ ε ν ε κ έ ς κ ι η εξου σ ία μια εξου σ ία σ κ ό ν η ς π ά ν ω σ ε σ κ ό ν ες. Δ ε ν θ έ λ ε ι να β α σ ιλέψ ει (να υ π ά ρ ξει καν) σ ’ έναν κόσμ ο α ν ε λ έ η τ η ς βίας, α ι σ χ ρ ή ς α π ά τ η ς , α δ ίσ τ α χ τ η ς α σ έ λ γ εια ς , χα μ ερ π ο ύ ς υ π ο κ ρισ ία ς. Ά λ λ ω σ τ ε , α π ό νω ρίς μ ε τ ά τη ν α π ο κ α λ υ π τ ικ ή π α ρ ά σ τα σ η τω ν Θ εατρίνων- είχε π ε ι στον Ρ ό ζεν κ ρ α ν τ ς, που του θ ύ μ ιζε ό τι ο Κ λ α ύ δ ιο ς έ χ ε ι δ ώ σ ε ι τον λόγο του π ω ς ο Ά μ λ ε τ Θα ε ί ναι ο διάδοχός του: Κύριε, για μάνα δεν υπάρχει μάλλον. (Sir, I lack advancement.) (Ill, 2, 326)56 - Αρνιέται -α υ τό ς, ο φιλόσοφος- τη φιλο σοφία'. τα βιβλία τη ς δεν είναι παρά «λόγια, λόγια, λόγια» (II, 2, 191), που δεν μπορούν ν’ α ποκρυπτογραφήσουν τα πέρα α π’ τα όριά τη ς, όπως λέει στον Οράτιο (I, 5,166). Προπάντων, αρνιέται την μεσαιωνική-χριστιανική φιλοσο φία, με τον κάθετο, μανιχαι'κό διαχωρισμό Κ α - Ο Αλέξης Μινωτής, Άμλετ. λού κ3α Κακού: « Τ ™°™ α π ό μόνο τον καλό ή Εθνικό Θέατρο, 1937. Σκίτσο κ α κ ό δεν είν α ι, αν δεν το β λ έπ εις έτ σ ι» («There τον Φωκ. Δημητριάόη. is nothing good or bad, but thinking makes it so», 56. Ωστόσο, στην αρχή της τελευταίας σκηνής ττριν από τη μονομαχία με τον Λαέρτη, κατηγορεί τον Κλ,αύδιο πως όχι μόνο σκότωσε τον πατέρα του, «εκπόρνευσε» τη μάνα του κι επιβουλεύτηκε τη ζωή του, αλλά και «μπήκε ανά/τεσα στψ ψήφο τον λαού και στις ελπίδες μου» («... popped between the election and my hopes», V, 2, 63). Μιλάει για «election», ε πειδή οι βασιλιάδες στην Δανία του καιρού εκείνου ήταν αιρετοί. Είναι η μόνη στιγμή όπου ο Άμλετ αναφέρεται στην προοπτική -κι ελπίδα- να βασιλέψει, όταν, ίσα ίσα, τέτοιο εν δεχόμενο δεν υπάρχει πια. Πιστεύω πως προσθεσε στα εγκλήματα του Κλαύδιου και την αναίρεση της δικής του εκλογής, μόνο και μόνο για να καταδείξει πόσο δίκαιη θα είναι η θανάτωση αυτού του κατά συρροήν φονιά, μοιχού, σφετεριστή του θρόνου. Στην Historia Danica ή Gesta Danorum (1514) του Saxo GRAMMATICUS, που στάθηκε το αρχέτυπο του μύθου, ο Άμλετ, μετά τον φόνο του Κλαύδιου, λέει στον λαό: «Σας γύμνωσα απ’ τη σκλαβιά και σας έντυσα με λευτεριά» («7 stripped you of slavery and clothed you with freedom»). Βλ. JONES, σελ. 150, σημ. 1. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΕΞΟΛΟΘΡΕ Γ Τ Ε Σ <75 Σ χ έ δ ια κ οσ τουμιω ν του R o g er F u r s e γ ια παράστασή, το υ T y ro n e G uthrie. Λονδίνο, 1938. Ά μ λ ε τ ο Alec Guinness. II, 2, 247). Ό χ ι τ α δ ό γ μ α τ α α λ λ ά η υ π ο κ ειμ ε ν ικ ή κ ρ ίσ η α ξιολο γ εί τ ι ς πρά - Α ρ ν ιέτα ι τ ο π α λλά δ ιό το υ , τη λογική, αφού η λο γ ικ ή ε υ τ ε λ ίζ ε τ α ι κ ά θ ε σ τ ιγ μ ή α π ' τον παράλογο κ ό σ μ ο . Γ ι α να κα λύψ ει τ ι ς π ρ ο θ έσ εις το υ κ α ι ν ’ α - το κ α λύ ψ ει τ ι ς π ρ ά ξεις τ ω ν ά λ λ ω ν , κ α μ ώ ν ε τ α ι τον τρελό:5 7 57. ΓΙρβλ. μ ε ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ: «Για τον θεό, όλα είναι ωραία και αγαθά και δίκαια, ενω οι άν- κοττοι άλλα τα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια» («... τώ μεν θεω κ α λ ά ττάντα κα ι ά γ α θ ά κ αι δ ί καια, άνθρω ποι δε α μεν άδικα ύπειλήφασιν ά δε δίκ α ια » , α π όσ π . 102). Κ α ι, φυσικά, το άντω ν χρημ άτω ν μ ετρον άνθ ρω π ος...» του ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ (Αλήθεια, απόσπ . 1). 176 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Είναι πιϋανό, από δω και μπρος, να το θεωρήσω σκόπιμο να παριστάνω τον τρελό... (ιan antic indisposition...) εμ π ιστεύεται στον Οράτιο, μετά την «επιφάνεια» του Φαντάσματος (I, 5,171). Κ ι αργότερα, μονολογεί: «Me σπρώχνουνε να παίξω τον τρελό, όσο δεν πάει άλ λο» («They fool me to the top o f my bent» ) , θα πει πριν α π ’ την πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με τη μητέρα του (III, 2, 369). Κ α ι υπ ο κ ρίν ετα ι τον τρ ελό θα υ μ ά σ ια - π ρ ο π ά ν τω ν , μ ε τ ο υ ς άνοες Π ο λ ώ νιο, Ρ ό ζεν κ ρ α ν τς κ α ι Γ κ ίλ ν τ εν σ τ ε ρ ν , σα ρκά ζοντα ς τη ν « τ ρ έ λ α » το υ , δ η λα δή εκείν ο υ ς («Τρελός δεν είμαι παρά με το βοριά , από βορειοδιπικά και μόνο. Όταν φυσάει νοτιάς, διακρίνω το γεράκι απ' το δρεπάνι», II, 2, 369). Α λ λ ά σ τ ο υ ς μονολόγους το υ , σ τ ο υ ς διαλόγους το υ μ ε τον Ο ρ ά τιο, μ ε τον Ν εκ ρ ο θ ά φ τη , είναι α π ό λ υ τα ισο ρ ρ ο π η μ έν ο ς, λ α γ α ρ ό τα τα λ ο γ ικ ό ς, ο ξυδ ερ κ ή ς , δ ια π ερ α σ τικ ά χ λ ε υ α σ τ ικ ό ς . Σ τ η μ η τέρ α του α ρνιέται τ η ν « τ ρ έ λ α » του. «Δεν είναι τρέλα ίmadness) αυτά που είπα». Κ α ι κ α τ α π ε λ τ ικ ά . «Μη στρώνεις στην ψυχή σου βάλσαμο απατηλό / π ω ς τάχα η τρέλα μου μιλά κι όχι το αμάρτημά σου» (III, 4, 142 κ α ι 147).5 Α λ λ ά κ ι ο Κ λ α ύ δ ιο ς δ ια β λ έπ ει π ω ς ο Ά μ λ ε τ , αν κ α ι μ ιλ ά ει «λίγο ασυνάρτητα», δεν είναι τρ ελό ς (III, 1, 163).: Ε τ σ ι , α π ό άρνηση σ ε ά ρνηση, ο Ά μ λ ε τ φ τά ν ει ν ’ αρνηθεί τ ψ ίδια τη ζωή, α λ λ ά , τα υ τό χρ ο να , α ρνιέται και τον θάνατο. Α ρ χ ικ ά , χά νοντας ξαφ νικά τον π α τέρ α το υ κ α ι, π ρ ο π ά ν τω ν , τ η μ η τέρ α 589 58. Εχει υποστηριχθεί πως ο Αμλετ τρελαίνεται πραγματικά, παρουσιάζει όμως μερι κά φωτεινά διαλείμματα. Αλλά τα «διαλείμματα» αυτά, τα τόσο σοφά, πιάνουν Πράξεις ολόκληρες, ενώ ((τρελά λόγια» πετάει μόνο εδώ κι εκεί και μόνο σε συγκεκριμένους «πα ραλήπτες», όπως αναφέραμε. Και πέρα από τις ρητές δηλώσεις του π ω ς θα π α ρ α σ τήσ ει τσν τρελό, υπάρχει και η απόλυτη σ ιω π ή του Οράτιου πάνω στην ((τρέλα» του: Αν ο Άμλετ τρε λαινόταν πραγματικά, ο μοναδικός του φίλος κι εξομολόγος δεν θα διατύπωνε κάπου, κά πως μια κάποια λύπη για την «παρανοια» του αγαπημένου του συντρόφου; Τέτοια όμως ((συμπόνια» δεν δείχνει ο Οράτιος πουθενά. Αντίθετα, μιλάει ως το τέλος στον ((γλυκό πρί γκιπα» όπως σε απόλυτα λογικό άνθρωπο. 59. Ο Κλαύδιος είναι κατά συρροήν εγκληματίας, αλλά όχι και ανόητος. Έχει επίγνω ση των πράξεών του («Μ αυρίλα κ αι μαχαίρι γέμισε η ψ η χ ) μ ο υ », IV, 1, 45) και βιοτική πείρα όχι τυχαία (« Ό τα ν αρχίζουν οι καημοί, δε φτάνουν σαν κατόισκοποι ένας ένας, α λ λ ά σε λεγεώ νες», V, 5, 78. « Σ τ α ρεύματα τ η ς διαφθοράς τούτου του κόσμον, / μπορεί τ η ς αμαρτίας το χρυσωμένο χ έ ρι να π αραπετάει το δίκιο / κ αι τ η ς παρανομίας τ α λάφυρα συχνά θα δεις να εξαγοράζουνε το νόμο», III, 3, 57). Αλλά η γνώση δεν τον σωφρονίζει διόλου. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ 177 του, που αποδείχθηκε «ά στατη» και. «αιμομίχτρα», χάνει, και. κάθε διάθεση ” ΐα ζωή και. ποθεί τον θάνατο («Ω , να μπορούσε τούτη η τόσο, τόσο στερεή σάρ κα να λωισει,...», I, 2, 129).' Και στον Οράτιο: «Καρφί δε δίνω εγώ για τη ζωή uom, I, 4, 65). Και στον Πολώνιο, που του ζητάει την άδεια ν’ αποσυρθεί: «Τίποτα... δε θα ’δινα πιο πρόθεμα α π ’ αντό (την άδεια) - εκτός α π ’ τη ζωή μου. εκτός α π ’ τη ζωή μου, εκτός α π ’ τη ζωή μον» (II, 2, 213). Υστερα, μαθαίνοντας τη δολοφονία του πατέρα του α π’ τον αδερφό του και τώρα σύζυγο τη ς μητέρας του (I, 5, 49 επ .), θέλει ν’ αυτό αφανισθεί, ... ν’ αντιτάςει, τα όπλα σ ’ ένα πέλαγο από βάσανα και, αψηφώντας τα, να δώσει τέλος... (Ill, 1, 59)6 06162 Το υπαρξιακό ερώτημα «να ζεις ή να μη ζεις» (ό.π., 56), περικλείνει το ε ρώτημα «να δράσεις ή να μη δράσεις», ακόμα κι εναντίον του εαυτού σου. Α λλά τι νόημα έχει για τον Ά μ λ ετ να δράσει, αφού η δράση δεν μπορεί να επιδράσει σε τίποτα, αφού πράξη και απραξία καταντάνε το ίδιο, καταλή γουν στην ίδια αδυναμία να διορθώσεις τα «κείμενα», ν’ αλλάξεις έναν κό σμο που δεν αξίζει να τον ζεις αν δεν αλλάξει; Έ τ σ ι , ο Ά μ λ ε τ φ τά ν ει σ τ ο αδιέξοδο όπου ζ ω ή κ α ι θά ν α το ς κ α τ α ν τ ά ν ε να μη διαφέρουν, όπου (α π ό ά λλο δρόμο) ο δ η γ είτα ι σ τ ο ε ρ ώ τ η μ α το υ Ε υ ρ ιπ ίδ η : Τώ δ’ olbev ei τ ο ζην μεν έστι κατθανεΐν, το κατθανεϊν δι ζην, (Ποιος ξέρει αν η ζωή δεν είναι θάνατος, και ο θάνατος ζωή;)63 60. Ορισμένοι εκδότες προτιμούν, αντί του «s olid» (στέρεη), τη γραφή «su llied» (σά π ια ) Βλ. D. WILSON (1935), σελ 40 επ. 61. Πρβλ. την αποστροφή του Αρτάβανου στον ανιψιό του, βασιλιά Ξέρξη, μπρος στον Ελλήσποντο: «Ό θάνατος, μοχθηρής έονσης της ζωής, καταφ υγή α ίρ ετω τά τη τ ω άνθρώ π ω γεγονεν» {«Ο θάνατος, όταν η ζωή μάς γίνεται, βάρος, είναι το πιο ποθητό καταφύγιο», ΗΡΟΔΟ ΤΟΣ, Ζ , 46). Μεταφέροντας το θέαα σε φιλοσοφικό επίπεδο, ο A lbert CAMUn γράφει: «Δεν υπάρχει παρά ένα /ιονάχα φάοσοφικο πρόβλημα, ττραγματικά σοβαρο: το πρόβλημα της αυτοκτονίας. Τη στιγμή πον αποφασίζεις πως η ζωή αξίζει ή δεν αξίζει να τη ζήσεις, απαντας στο βασικό ττρό βλήμα της φιλοσοφία,:,) (Ο μ,υθος τον Σίσυφου, μετάφραση Β . Χατζηδημητρίου, Μπουκουμά- νης 1973, σελ. 11). Και αλλού: «Δ εν υπάρχει έρωτας για τη ζωή χωρίς απελπισία για τη ζοοή» («1/ envers et 1 ’endroit. Amour de vivre »). 62. Ο B ALZAC δίνει άλλη -ειρω νικά κοινωνική- «ερμηνεία»: «Να έχεις η να μ ψ έχεις ει σόδημα, αυτό είναι το ζήτη^ια, είπε ο Σαίξπηρν (Ο Εξάδελψος Πονς, 1847). 63. Από την χαμένη τραγω δία του Πολνώος. Βλ. ΠΛΑΤΩΝΑ, Γοργίας, 492 C, ΣΤΟΒΑΙΟI' 12'· 178 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Km αφού για τον Ά μ λ ετ το ((ζην» είναι τόσο τρομερό όσο και το «κατθα- νείν», το «κατθανείν» τόσο αφόρητο όσο και το ((ζην», μένει κι αυτός μ ετέω ρος ανάμεσα σε ζωή και σε θάνατο, σ ’ ένα τρομαχτικό ((κενό», όπου η ζωή ε ί ναι θανάσιμη κι ο θάνατος αβίωτος, σ ένα κενό, όπου ο θάνατος δεν μπορεί να σε λυτρώσει α π’ τη ζωή, μια και ο θάνατος ταυτίζεται με τη ζωή. Ω στόσο, και ενώ αηδιάζει κι αρνιέται τα πάντα, δεν μπορεί ν αρνηθεί το χρέος τον, την υπόσχεση που έδωσε στο Φάντασμα του πατέρα του να τι μωρήσει τους αίτιους του φόνου, τη ς αηδίας και τη ς άρνησης. Α λλά τι μπο ρεί να σημαίνει αυτό; Να αποκαταστήσει μια νομική και ηθική «τάξη» που δεν την πιστεύει πια; Ά λ λ ω σ τε, συνειδητοποιεί π ω ς σκοτώνοντας τον σφε τεριστή και τύραννο Κλαύδιο, δεν θα διορθώσει τίποτα, δεν θα αλλάξει το ((σύστημα» και π ω ς άλλοι Κλαύδιοι θα πάρουν τη θέση του βασιλιά-εγκλη- ματία και θα συνεχίσουν, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, τα εγκλήματα και τις ανομίες τους. Ν αλλάξει, πάλι, ο Ά μ λ ετ το ίδιο το «σύστημα » νιώθει π ω ς είναι ανέ φικτο: το «σύστημα » είναι πιο δυνατό α π ’ αυτόν και ή θα τον αφανίσει ή θα τον απορροφήσει. Που θα π ει, αντί ν’ αλλάξει εκείνος το ((σύστημα», θ ’ αλ λάξει το σύστημα αυτόν κι ο Ά μ λ ετ δεν θα ’ ναι πια Ά μ λ ετ, θα γίνει ένας άλλος Κλαύδιος, ένας άλλος Πολώνιος ή, έσ τω , ένας άλλος Ααέρτης. Κ ι αυ τό, βέβαια, ούτε το θέλει ούτε το μπορεί. Κ ι αυτά τον κρατάνε ακόμα πιο μετέωρο ανάμεσα σε δράση και αδρά νεια, ανάμεσα στην εκπλήρωση του χρέους και την επίγνω ση τη ς ματαιό τη τά ς τη ς. Γ ι α άλλη μια φορά, ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί την δραματική ειροανεία και σε ακρότατο βαθμό: Ο Ά μ λ ετ, που π ίστευε στην υπεροχή τη ς σκέψης πάνω Ανθολόγιαν, ΡΚΑ, 36, και ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ, Βάτραχοι, 1477. Παρόμοια, και στην (επίσης χαμέ νη) τραγωδία του Φρίξος: « Τ « δ’ οιύεν εί ζην τοΰ θ ’ υ κ εκ λ η τα ι θανεΐν / τ ο ζην δέ κ α τθ α ν είν έ σ τ ι,ο ΣΤΟΒΑΙΟΥ, ό.π., ΡΚ, 18). Πρβλ. με το « Ε Ιμέν τ ε κ α ι ουκ είμεν» («Ε ίμ α σ τε και δεν εί μ αστε») του ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ, απόσπ. 49α. 64. Αν οι Ε π τ ά επ ί Θήβας είναι « ’Ά ρ ε ω ς μ εσ τ ο ί) > (πλημμυρισμένοι από πόλεμο», Α ΡΙ ΣΤΟΦΑΝΗΣ, Β άτραχοι), ο Άμλετ είναι «θανάτου μεστός»: τα περισσότερα « ε π ίσ η μ α » π ρ ό σ ω π ά του αφανίζονται το ένα μετά το άλλο: γέρο-Αμλετ, Ρόζενκραντς, Γκίλντενστερν, Πολώνιος, Οφηλία, ως το ((σφαγείο» της τελευταίας σκηνής: Γερτρούδη, Κλαύδιος, Ααέρ της, Αμλετ. Μόνος «αιωνόβιος» μένει ο λαϊκός ανώνυμος, διαχρονικός Νεκροθάφτης, που ζει ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, ψωμίζεται απ’ τον θάνατο και θάβει τρανούς και ταπεινούς, θυμοσοφώντας και σαρκάζοντας τα ανθρώπινα. ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ *79 στην πράξη ή -κ α θ ώ ς είπαμε πιο πάνω- στην πράξη που την έχει κανείς βαθιά σκεφ τεί, βλέπει τώρα τη σκέψη να σκοτώνει τ ψ πράξη: Έ τσι , η συνείδηση μάς κάνει όλους δειλούς. Κ ι έτσι, της θέλησης το καθαρό ατσάλι μουνταίνει από της σκέψης τη θολούρα. Κ αι βλέπεις σχέδια μεγίστης σημασίας κι ανάγκης να βολοδέρνουν μέ,σα στο άβουλο τους ρέμα και να ντροπιάζουν τ ’ όνομα της πράξης. ( I l l, 1, 83)65 Από τους γενικούς αφορισμούς κατά τη ς αβουλίας-δειλίας, περνάει σε ά- Μ,εση, βίαια επ ίθεση κ α τ ά του εαυτού του βρίζοντάς τον ολοένα, «αχρείο και τιποτένιο δούλο» (Π, 2, 534) και άνανδρο: «τι είν αυτό παρά ένα τέταρτο σοφία / και σ τ’ άλλα τρία δειλία:» (IV , 4, 42). Ακόμα χειρότερα: βλέπει, τελικά, π ω ς όχι μόνο η σκέψη σκοτώνει την πράξη, αλλά και αντίστροφα, η πράξη σκοτόινει τη σκέψη. Αυτός που δεν ή θελε να κάνει τίποτα χωρίς να το ’χει πριν καλά σκεφ τεί, βρίσκεται στο τ έ λος αναγκασμένος να δράσει αντίθετα α π ’ τη σκέψη του, κάνει ό,τι αρνιόταν ως τό τε να επιχειρήσει: όχι μόνο πρόκαλεί τον θάνατο τη ς Οφηλίας και τη ς μητέρας του, αλλά και σκοτώνει τον Πολώνιο, τον Κλαύδιο, τον Λ αέρτη - αυτός που περιφρονούσε ακόμα και την εκδίκησή του. Αυτός που αποστρε φόταν την αυτοκτονία, αφήνεται να παρασυρθεί σε μια μονομαχία που απο τελεί καθαρό αυτοχειριασμό. Κ ι αυτός που περιφρονεί στέμμ,α, τίτλους, ε ξουσία, δίνει πεθαίνοντας την «ψήφο» του στον Φόρτιμπρας - έναν νεαρό φι λόδοξο, που π ιστεύει κι αυτός π ω ς «θα βάλει τον κόσ[το σε τάξη» και που θα γίνει,, πιθανότατα, ένας βασιλιάς όμοιος με τους άλλους -τυραννικός, κατα πιεστικός κι αδίστακτος- αφού η «τάξη του κόσμου» είναι η τάξη τη ς ίδιας διεφθαρμένης κοινωνίας, του ίδιου «συστήμα τος», που γεννάει τους Κλαύ- διους, τους Πολώνιους, τις Γερτρούδες. 65 Βλ. ΔΗΜΟΚΡΙΤΟ: «Τ ό αίε'ι μ ελλ ειν ά τ ε λ ε α ς ποιεει τ ά ς π ρή ξια ? » { « Η αδιάκοπη ανα δο/.ή κάνει να μην τελειώνουν οι πράξεις μας», ΣΤΟΒΑΙΟΥ, Κ Θ , 67). Επίσης, «Τ όλμ α π ρή ξω ? α ρ χ ή , τύχη δε τέλ εος κνριτρ ) {« Η τό λ μ η είναι η αρχι] κάβε πράξης, η τνχι/ όμως ορίζει το τέλος», χπόσπ. 269). Και τον ΜΑΡΚΟ ΑΥΡΗΛΙΟ: α Α δικεί π ο λ λ ά κ ι? ό μή π ο ιω ν τ ι , ον μ ονον ό π ο ιω ν τι» («Σ υχνά αδικεί εκείνος που δεν κάνει κάτι, όχι μόνο εκείνος π ου κάνει», Ε ις εαυτόν, Θ, 5). ι8 ο Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Γ Σ Ι Α Σ Έ να μόνο δεν αρνιέται αυτός ((ο μεγαλύτερος σαιξπηρικός εκπρόσωπος του ουμανισμού»:66678την ανθρωπιά. 'Οταν, στην αρχή, ο Οράτιος του λέει π ω ς ο γερο -Ά μ λετ ήταν μεγάλος βασιλιάς, ο Ά μ λ ετ τον «διορθώνει»: Άνθρωπος πάνω α π ’ όλα και σε όλα... (A was a man. take him for all in all...) (I, 2, 187) Για τον Ά μ λ ετ, αυτό ήταν το αληθινό «μεγαλείο» του πατέρα του. Και πριν α π ’ τη συνάντηση με τη μητέρα του «αυτοσυμβουλεύεται» Καρδιά μου, μ ψ ξεχνάς τ ψ ανθρωπιά σου! (Ο heart, loose not thy nature!) (Ill, 2, 378) για να προσθέσει: «Σκληρός ας είμαι, όχι όμως αφύσικος» (ό.π., 381). «Ομολογουμένως το φύσει ζην» για τον άνθρωπο είναι να ’ναι άνθρωπος πάνω α π ’ όλα. Και είσαι άνθρωπος όταν ξέρεις τα όρια του ανθρώπου. Μ ’ όλο το ασήκω το «βάρος που πλακώνει την καρδιά» του (V, 2, 201), ο Ά μ λ ετ αποδέχεται π ω ς «κάποια πρόνοια αποφασίζει» για το καθετί, σε κάθε ώρα, (ό.π. 209). Κ ι είναι πρόθυμος να δεχτεί ό,τι κι αν έρθει, όποτε έρθει. «Αφού τίποτα δεν κρατά ο άνθρωποςαατ ό σ α α φ τ μ ειπ ίσ ω τ ο ν ,τ ικ ια ν τ αφήσει λίγο πιο νωρίς;» (ό.π., 211). Λίγο πριν α π ’ το τέλος του, ο Ά μ λ ετ συνειδητοποιεί π ω ς «Το να ’σαι έ τοιμος είναι το παν» («The readiness is alio, V, 2, 211). Λίγο πριν α π ’ το δικό 66. W EIM ANN (1978), σελ. 180, PATTERSON (1989), σελ 991. 67. Κ α τα το ονομαστό αξίω μα τω ν Σ τω ικ ω ν: «Τό ομολον ουμ ένω ς τγι φ ύσει ζην. ό π εο έστ'ι κ α τ ’ ά ρ ετ ή ν ζ η ν ά γ ει yap π ρ ο ς τ α υ τη ν ή μ ας ή ώ ΰσις )) ( «Το να ζεις σύμφωνα μ ε τη φάση είναι ακρψ ω ς το ίδιο με. τ ψ ενάρετη ζωή. Ε π ειδή η αρετή είναι ο τελικός σκοπος όπον μ ας οδηγεί η φύση», ΖΗΝΩΝ, σε ΔΙΟΓΕΝΗ ΛΑΕΡΤΙΟΤ Β ίοι φιλοσοφίαν, VII, 87). Β λ . και το ακόμα γνω στότερο του ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ: « Ώ ? χ ά ρ ιεν e a r ά ν θ ρ ω π ο ς , α ν ά ν θ ρ ω π ο ς ή» («Τ ι χαριτωμένο π ρ ά γ μ α ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος σ τ ’ αλήθεια», σ ε ΣΤΟΒΑΙΟΥ Ανθολόγια', Ε , 9). Κ αι του ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΡΗΑΙΟΥ: « Εμε εν μόνον, π ε ρ ισ π ά , μη τ ι α υ τ ό ς π ο ιή σ ω ο ή κ α τ α σ κ ευ ή τον ά ν θ ρ ω π ο ν ού θ έλει η ο νυν ού θελει» («Ε μ ενα ένα μόνο μ ε ταράζει: μ φ κάνω κ ά τι π ου δεν το θέλει η φύση τον ανθρώπου, ή το κάνω μ ε τροπο που δεν θέλει ή δ εν το θέλει τώ ρα», Ε ις εαυτόν, Ζ , 20). 68. ΐΐρβλ., αν και σε διαφορετικό πλαίσιο, τον λόγο του Ερρίκου Ε', πριν απ’ τη μάχη του Αζενκούρ: «Α ν είμ αστε στο νον μ ας έτοιμοι, ολα είν" έτοιμα» («A ll things are ready, i f our m inds he so », IV, 3, 71). ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ 18 1 του τέλος, ο Αηρ θα μάθει, α π’ τον Έ ντγκαρ π ω ς «... να σαι ώριμος, αυτό είν’ //.ο» (« Ripeness is alb), V, 2, 11). Ο στοχαστικός νέος κι ο αστόχαστος γέρος , ’ άνουν στο ίδιο συμπέρασμα, αφού περάσουν όλους τους κύκλους των δοκι ακσιών τους: Έτοιμος είναι ο ώριμοε, ώριμος είναι ο έτοιμος ν’ αντιμετωπίσει όρ ος τα πάντα. υαθαυτό παράλληλοι είναι οι βίοι και τα διλήμματα των δύο ηρώων του Ιον ηου Καίσαρα και του Άμλετ. Ο Βρούτος αντιμετω πίζει το δίλημμα: να αδραντ'ισει μπρος στην εκκολα πτόμενη τυραννία ή να δράσει?) ολοφονώντας τον επίδοξο τύραννο; Του Ά μ λ ετ το δίλημμα είναι: να αδρανήσει μπρος στη δολοφονία του πατέρα του - ή να υάσει, τιμωρώντας, δολοφονώντας τον αδελφοκτόνο μοιχό; Α λ λ ά και οποιαδήποτε απάντηση ισοδυναμεί, και για τους δύο, με προ δοσία - του άλλου και του εαυτού τους: ο Βρούτος, αδρανώντας, θα προδώσει τη δημοκρατία και τα πολιτικά του π ιστεύω - δρώιπας, θα προδώσει τον πατέρα» του Καίσαρα και τα φιλοσοφικά-στωικά π ιστεύω του. Ο Ά μ λ ετ, πάλι, αδρανώντας, θα προδώσει τον πατέρα του και το δικό του αίσθημα του |8ϊ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ δικαίου, δρώντας, 0α προδώσει τον ανθρωπιστή φιλόσοφο και την πεποίθη σή του για το μάταιο του φόνου. Η «ύβρις» του αρχομανούς, τυραννικού Καίσαρα προκαλεί τη «νέμεση» του Βρούτου - που είναι κι αυτή «ύβρις», αφού αποτελεί πατροκτονία. Η «ύβρις» του αδελφοκτόνου, μοιχού, τυραννικού Κλαύδιου προκαλεί τη «νέμεση» του Ά μλετ, που είναι κι αυτή «ύβρις», αφού πραγματοποιείται με δολοφονίες ά μ ε σες (Ρόζενκραντς, Γκίλντενστερν, Πολώνιος) ή έμμεσες (Οφηλία, Γερτρούδη). Αυτά τα αλλεπάλληλα διλήμματα και οι αλληλοαναιρέσεις συμπυκνώνουν έξοχα τα δύο στοιχεία τη ς τραγωδίας: το αναπότρεπτο και το αδιέξοδο. Ο Βρού τος και ο Ά μ λ ετ (όπως ο Προμηθέας, ο Οιδίπους, η Αντιγόνη, ο Ο ρέστης), όσο κι αν διστάζουν, δεν μπορούν να μη δράσουν, αφού το ((χρέος» τους επ ι τάσσει δράση. Α λλά, δρώντας, βρίσκονται σε αδιέξοδο, που το χτίζουν οι χα ρακτήρες τους, η σκέψη τους, τα αισθήματά τους, οι «άλλοι», οι συνθήκες, η Ιστορία. Και μοναδική διέξοδος από τα αδιέξοδα αυτά απομένει η έξοδός τους από τη ζωή. I ιατί ο Σαίξπηρ έγραψε απανωτά τα δύο αυτά έργα, με τον ίδιο τύπο ήρωα - του ((ενάρετου, φιλοσοφημένου εγκληματία»; Ποια σχέση υπάρχει ανάμε σα στα έργα τούτα και τα γεγονότα τη ς εποχής του; Είναι γνω στό π ω ς ο Σαίξπηρ κι ο θίασός του (οι ((Chamberlain’s Men») ήταν από καιρό προστατευόμενοι του κόμητα Σαουθάμπτον, στενού φίλου του κόμητα Έ σ σ ε ξ . Π ω ς ο Έ σ σ ε ξ - ο «πιο γοητευτικός και κοσμαγάπητος άντρας τη ς εποχής το υ » - ήταν ο προστατευόμενος τη ς Ε λισάβετ κι ονει ρευόταν να τη διαδεχθεί στον θρόνο. Κ ι ακόμα, π ω ς, με τις λογής λογής ((α ταξίες» του, είχε πέσει σ τη δυσμένεια τη ς βασίλισσας. Και π ω ς μετά την αποτυχία τη ς εκστρατείας του στην Ιρλανδία το 1599 -όπου τον είχε συνο δεύσει ο Σαουθάμπτον-, συνωμοτούσε εναντίον τη ς Ελισάβετ, που ήταν πια εξήντα εφτά χρόνων. Τ ό τε, πάνω κά τω , έγραψε ο Σαίξπηρ τον Ιούλιο Κ αίσ αρα -όπου συνωμο τούν ο Βρούτος κι ο Κάσσιος, φίλοι στενοί, όπως ο Έ σ σ ε ξ και ο Σαουθάμ πτον. Αν το ρωμαϊκό τούτο δράμα του Σαίξπηρ έχει κάποια σχέση με τις πολιτικές αναταραχές τη ς ώρας εκείνης, ποιος ήταν ο σκοπός του ποιητή γράφοντάς το: Να δικαιώ σει τη συνωμοσία και την εξέγερση του Έ σ σ ε ξ και του Σαουθάμπτον - όπως δικαιωμένη παρουσιάζεται στον Ιούλιο Κ αίσ αρα η συνωμοσία του Βρούτου και του Κάσσιου; Ή , αντίστροφα, να υποδηλώσει - μ ε την τελική αποτυχία των δύο Ρωμαίων- το μ άταιο της εξέγερσης; Υπάρχει ένα ακόμα «περίεργο» στοιχείο σ ’ αυτή την ιστορία. Ο Έ σ σ ε ξ ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ Λ Ο ΘΡ ΕΥ ΤΕ Σ 183 Η Jean Sim m ons, Οφτ]λία, κ α ι ο Laurence Olivier, Ά μ λ ετ, στην ταιν ία π ο υ σκηνοθέτη σε ο ίδιος (1948). και ο Σαουθάμπτον, με μια μικρή ομάδα ((ανταρτών», βάδισαν εναντίον του Υονδίνου στις 8 Φεβρουάριου 1601, ελπίζοντας να ξεσηκώσουν τον λαό ενα ντίον τη ς βασίλισσας. Την παραμονή ακριβώς τη ς ((πορείας», οι οπαδοί του Ε σ σ εξ πλήρωσαν στον θίασο του Σαίξπηρ 10 λίρες πάνω απ το συνηθισμέ νο για να παίξει τον Ριχάρδο Β ' του ποιητή, πιστεύοντας π ω ς η σκηνή τη ς εκθρόνισης του Ριχάρδου και τη ς δολοφονίας του θα επηρεάσει το κοινό προς όφελος των συνωμοτών. (Η ίδια η Ε λισάβετ, ά λλω στε, είπε έξι μήνες αρ- γότερα: ((Είμαι ο Ριχάρδος Β', δεν το ξέρ ετε;» - «I am Richard II, Know ye not that?») Α λλά ούτε η παράσταση ούτε η ((πορεία» τη ς επομένης έφεραν το πο- ούμενο αποτέλεσμα: οι συνωμότες παραδόθηκαν, ο Έ σ σ ε ξ και ο Σαουθάμ πτον καταδικάστηκαν σε θάνατο, ο πρώτος εκ τελ έσ τη κ ε στις 25 Φεβρουά ριου, ενό) του δεύτερου η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Το άλλο ((περίεργο» 184 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Richard Burton, Ά μλετ. Ν έα Υόρκη, 1964. είναι πως ο θίασος του Σαίξπηρ δεν ενοχλήθηκε διόλου απ τις αρχές για την (αθέλητη, έστω) συμμετοχή του στη συνωμοσία. Αντίθετα, την παραμονή της καρατόμησης του Έ σσ εξ (άλλη παραμονή) έπαιξε μπροστά στη βασί λισσα στο Whitehall. Γι σημαίνουν όλα τούτα τα «περίεργα»: Κι έχουν δίκιο ορισμένοι σαιξ- πηριστές που υποστηρίζουν πως ο Σαίξπηρ, βαθιά πικραμένος κι απογοη τευμένος για την τύχη που είχαν οι δύο προστάτες του, έγραψε τον Ά μ λ ε τ - όπου δύο αχώριστοι φίλοι πάλι, ο Ά μλετ και ο Οράτιος, μοιράζονται τις « σ α ϊ τιές αχρείας τ ύ χ η ς » ως τον θάνατο; Έχουν δίκιο οι σχολιαστές αυτοί που θεω ρούν ότι στο πρόσωπο του Άμλετ ο Σαίξπηρ συγκεντρώνει και εξιδανικεύει τα χαρακτηριστικά του Έ σσ εξ και του Σαουθάμπτον κι ότι η τραγωδία τού τη αποτελεί κι ένα αποχαιρετιστήριο στον «γλυκό πρίγκιπα» με την «γεν ναία καρδιά» - που τόσο γενναία είχε βοηθήσει τον Σαίξπηρ; Είναι τούτα ερωτήματα όπου κανένας δεν μπόρεσε ν’ αποκριθεί με σιγου ριά. Έ τσ ι ή αλλιώς όμως, τόσο ο Ιούλιος Κ αίσ α ρα ς όσο κι ο Ά μ λ ε τ προβάλλουν δύο «αγνές καρδιές», που έρχονται σε σύγκρουση με τον διόλου ((αγνό» τούτο κόσμο, πασχίζουν να τον ((διορθώσουν», αλλά οι εσωτερικές αντιφάσεις τους τους οδηγούν στην καταστροφή. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη τραγωδία ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ Ε ΞΟ ΛΟ ΘΡ ΕΥ Τ Ε Σ '85 ο -χίξπηρ μοιάζει να υποδηλώνει πως για να πολεμήσεις και να επιβιώσεις στον ανελέητο τούτο βίο, χρειάζονται ανελέητα όπλα - που δεν τα είχαν οι ςρωές του. Αλλά τούτο δεν αμαυρώνει διόλου την ευγένεια των προθέσεών τους, ού τε τη συμπάθεια του ποιητή γ ι’ αυτούς. Οι δύο σύντομοι ((επικήδειοι» (του Μάρκου Αντωνίου για τον Βρούτο, του Οράτιου για τον Ά μλετ) «δικαιώνουν τη ζωή και τα έργα τους σ ’ αυτούς των δνσπιστσσν», όπ ω ς ζητάει πεθαίνοντας Υμλετ (V, 2, 328). Και μ ’ όλη την δραματική ειρωνεία για την απρόσφορη δράση ή αδράνειά τους, δικαιώνεται, ταυτόχρονα, η δίψα τους για ένα κόσμο χωρίς ... έργα έκφυλα, αιματόβρεχτα κι αφύσικα ... τυχαίες σφαγές , θανάτους πον τους έσπειρε ?] πονηριά κι η -ψυχική αντάρα, και, στ-ψ κατάληξη, σχέδια πον αστόχησαν κι έπεσαν στα κεφάλια αυτών πον τα συλλάβαν... καθώς λέει στο τέλος ο Οράτιος (V , 2, 370). Δικαιώνεται η πίστη των ηρώων στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, στην ικανότητά του να χαράζει αυτός της ζωής του τα βήματα. Δικαιώνε ται η εξέγερσή τους εναντίον όλων όσοι, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας τους, πνίγουν αυτή την ελεύθερη βούληση ή τη διαφθείρουν και τη διαστρέ φουν, έτσι που καταντά «βούληση δουλείας». Ο Βρούτος (κι ο Κάσσιος) δρουν για να μείνουν ελεύθεροι και αυτοκτονούν ια να μη γίνουν δούλοι. Ο Α μλετ διστάζει να δράσει και ν’ αυτοκτονήσει, επειδή ούτε η δράση ούτε η αυτοκτονία μπορούν να του προσφέρουν την ε λευθερία που ποθεί. Κι εκείνοι και τούτος βγαίνουν νικημένοι. Κι ωστόσο, πάνω απ’ την ήττα τους, μένει νικητής το πνεύμα τους, ο αυτοσεβασμός τους, η απόφασή τους να μη συμβιβαστούν, να μην ενδώσουν, να μην υπο ταχθούν στην αθλιότητα, στο ασελγές συμφέρον, στην καταπίεση, το πάθος τους για «μια τίμια γενική ιδέα και για το κοινό καλό για όλους» (Ιούλιος Κ αίσα- <χις, V , 5, 71). Περισσότερο απ’ τον Καίσαρα, αυτοί γίνονται πιο μεγάλοι, πιο σεβαστοί •lzτον θάνατό τους. Μπορεί «τ άλλα να ’ναι σιωπή», καθώς λέει πεθαίνοντας ο Αμλετ Αλλά μέσα στη σιωπή, ηχεί ο λόγος του Αντώνιου: «Τούτοι ήταν άντρες...» 5. Ο Ι Ε Π Α Ρ Α Τ Ο Ι « Α Λ Λ Ο Ι» Ο Έ μ π ο ρ ο ς τ η ς Β ε ν ε τ ία ς - Ο θέλλος Sufferance is the badge of all our tribe. (Ό λ η ς τ η ς φυλής μ α ς το σ η μ ά δ ι είναι η καρτερία.) ( Έ μ π ο ρ ο ς τ η ς Β ενετιά ς, I, 3, 107) An extravagant and wheeling stranger Of here and everywhere... (Έ ν α ς αλλονταιρος κι α λ ή τ η ς ξένος, tw v δεν ξέρεις πσύθε κ ρατάει η σκούφια τ ο ν ...) (Ο θέλλο ς, I, 1, 137) Δ ε ν είναι, ο τόπος - η Β εν ετ ία - το κυριότερο κοινό σημείο του Έ μ π ο ρ ο ν με τον Ο θ έλλο . Φυσικά, παίζει κι αυτός σημαντικό ρόλο: οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις που υπάρχουν στα δύο έργα σφραγίζονται, σε μεγάλο βαθμό, από το ήθος τη ς πολιτείας και των ανθρώπων τη ς. Μιας πολιτείας που αρ δεύεται από το εμπόριο, το χρήμα, το κέρδος και τη θαλασσοκρατορία τη ς. Ω στόσο, ο καίριος συνδετικός κρίκος και το βασικό θέμα των δύο έργων είναι η στάση τη ς κοινωνίας αυτής -και όχι μόνο- α π έν α ν τι στους « ά λ λ ο υ ς» , η αποδοχή ή η απόρριψη ατόμων που ανήκουν σε διαφορετική φυλή, θρη σκεία, εθνότητα, πολιτισμική παράδοση.1 Παμπάλαιη είναι αυτή η μάστιγα τη ς ξενοφοβίας, τη ς μισαλλοδοξίας, τη ς αποστροφής για τον «άλλον», για την « ε τ ε ρ ό τ η τ α » τ«)ν «διαφορετικών», των «ξένω ν», που αντιμετωπίζονται σαν ((παράξενοι» (etranges - estranged) 1. Η απόρριψη του ((άλλου)) -και ειδικά, του μαύρου- παρουσιάζεται και σε άλλα έργα του Σαίξπηρ. Στην Τρικυμία, ο βασιλιάς της Νάπολης επικρίνεται επειδή πάντρεψε την κό ρη του μ ’ έναν Αφρικανό, τον βασιλιά της Τύνιδας. Και στην δεύτερη έκδοση του Α μλετ (Quarto 2), ο πρίγκιπας παρομοιάζει σαρκαστικά τον σφετεριστή Κλαύδιο με μαύρο. Βλ. και M A TTH EW S, σε K E T T L E (1961), σελ. 125. ΟΙ Ε II A PAT ΟI «ΑΛΛΟΙ» .8 ? Ο Σ άν λ οκ τ ο ν Charles M acklhi (1 7 4 1 ) , γ ια τον οποίο ειπ ώ θη κ ε: «T h is is the jew that Shakespeare d rew » . Π ίν α κ α ς του Z offany. Λονδίνο, Ε θνικό Θ έατρο. και που ((απειλούν» την εθνική και φυλετική ((καθαρότητα» και την πολιτι σμική ((μοναδικότητα» των αυτοχθόνων. Μάστιγα που όχι μόνο δεν εξαλεί- φθηκε στην εποχή μας, αλλά έχει προκαλέσει αποτρόπαιους σωβινισμούς, ρατσισμούς, διωγμούς, ολοκαυτώματα, γενοκτονίες.2 Τόσο στον Έ μ π ο ρ ο όσο και στον Ο θέλλο, η Γαληνότατη Δημοκρατία της Αδριατικής έχει δεχθεί δύο ((άλλους)), τον Σάυλοκ και τον Οθέλλο, επειδή της είναι χ ρ ή σ μ ω ι - ο πρώτος οικονομικά, ο δεύτερος στρατιωτικά, ο Εβραίος στο Ριάλτο, ο Μαύρος στον πόλεμο με τους Τούρκους. Αλλά και με τους δύο τη συνδέει το χ ρ ή μ α : με τον Σάυλοκ επειδή προάγει το «χρηματιστήριό)) της, με τον Οθέλλο επειδή είναι μισθοφόρος της. 2. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο σύνθημα των Άγγλων ακροδεξιών (British .National Party! σε μια διαδήλωσή τους: «If they are black, send them back; if they are yids, kill their kids» («Αν είναι μαύροι, διώξτε τους' αν είναι Εβραίοι, σκοτώστε τα παι διά τους», Independent, on Sunday, 2.8.1998). Γενικά για το θέμα, βλ. Μ ισαλλοδοξία, κείμε να U. ECO , J. DE ROM1LLY, J. SEMBRUN κ.ά., μετάφραση Ζ. Σαρικα, Αθήνα, 1999, και Κατερίνας ΣΤΕΝΟΥ, Εικόνες τον άλλου. Η ετερότητα απ ό τον μ,νθο στην προκατάληψη, μετά φραση Σ. Μπενβενίστε - Μ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1999. ι88 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι ΑΣ Βέβαια, η στάση της απέναντι τους διαφοροποιείται αισθητά: τον Σάυλοκ τον ανέχεται, μια και συμβάλλει στον πλούτο της, ταυτόχρονα όμως τον περι- φρσνει, τόσο επειδή είναι αλλόθρησκος (και μάλιστα, «αντίχριστος»), όσο και επειδή μοναδική «αξία» του έχει το χρήμα. Αλλά και τον φθονεί, επειδή χει ρίζεται υπεράξια τον «κίτρινο δούλο» - που, ειρωνικά, είναι και της Βενετίας ο αφέντης. Τον Οθέλλο τον καλοί η ίδια για να υπερασπιστεί τα πλούτη της, τον αμείβει και τον τιμά - αλλά μόνο στον βαθμό που την εξυπηρετεί. Δεν παύει, ωστόσο, να τον βλέπει σαν «ξένο σώ μ α», να τον περιφρονεί ανομολόγη τα, επειδή είναι αλλόφυλος κι αλλόχρωμος, και επειδή πουλάει τις υπηρεσίες του. Αλλά, κατά βάθος, τον φθονεί κι αυτόν επειδή έχει πολεμικές ικανότη τες που λείπουν απ τους δικούς της έμπορο-πολίτες και που η Βενετία ανα γκάζεται να τις προμηθεύεται με το μόνο της όπλο: το χρήμα. Αυτή η «ισορροπία)) θα διαταραχθεί δραματικά όταν οι «άλλοι)) ξεπερά- σουν τα σιωπηρά χαραγμένα όρια των σχέσεών τους με την «φιλοξενούσα» πολιτεία: όταν ο Εβραίος έρθει σε ανοιχτή ρήξη μ ’ έναν «διακεκριμένο)) Β ε νετσιάνο έμπορο και προσπαθήσει να τον αφανίσει οικονομικά και βιολογι κά, όταν ο Μαύρος ερω τευθεί κ αι παντρευτεί μια πάλλευκη Βενετσιάνα αρχο- ντοπούλα, αψηφώντας όλα τα κοινωνικά ταμπού. Οι ασφαλιστικές δικλίδες σπάνε, οι «άλλοι» ττροσράλλονν τους νόμους και τα ήθη της κοινωνίας - ο Εβραίος με την απόπειρα κατά της ζωής ενός Χ ρι στιανού, ο Μαύρος με τον τετελεσμένο γάμο του με το λαμπρότερο βλαστά ρι της Βενετίας, γάμο που, πριν καταλήξει στην αφαίρεση της ζωής της, έ χει τραυματίσει βαριά την «καθαρότητα)) του υμεναίου, που «επιτρέπεται μόνο μεταξύ ίσων, ομόθρησκων και ομόχρωμων». Η διασταυρούμενη ειρωνεία των δύο έργων είναι ότι ο Εβραίος Σάυλοκ παρουσιάζεται σαν θύτης και ο Χριστιανός έμπορος σαν θύμα - α λ λ ά , τελι κά, γίνεται ο Ε βραίος θύμα των Χριστιανών. Ενώ ο μαύρος Οθέλλος πέφτει θύμα ενός λευκού, που θα τον εξωθήσει να γίνει πραγματικά θύτης της λευ κής γυναίκας του. Παράλληλα, ο Σάυλοκ προβάλλεται σαν σύμβολο κ αι εκ δικητής τ η ς κατατρεγμένης φυλής του, ενώ ο Οθέλλος σαν σύμβολο του α π ό- λντον έρ ω τα , πάνω από φυλετικές, χρωματικές, κοινωνικές προκαταλήψεις και σαν εκδικητής της (δήθεν) αμαυρωμένης τιμής του. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» i 8<j α. 0 έμ π ορ ο ς της B e v e n a s 34 τις κω μω δίες κατατάζουν τον Έ μ πορο οι προχτές εκδόσεις των σαιξπηρι κών Απάντων (Folios, 1623 κ .ε .), «Com ical history» τον χαρακτηρίζουν, δηλαδή έργο με χαρούμενο τέλος. Βέβαια, πολλά είναι τα κωμικά στοιχεία του και, προπάντων, τα ρομα ντικά, με τρία, μάλιστα, ερωτευμένα ζευγάρια (Πόρτσια - Βασσάνης, Νερί σα - Γρατιανός, Γέσικα - Αορέντζο).1 Ωστόσο, το κύριο θέμα του -η διαμά χη του Εβραίου με τους Χριστιανούς- και η πιο εντυπωσιακή μορφή του -ο Σάυλοκ- κάθε άλλο παρά κωμική υφή έχουν. Είναι αλήθεια πως, για καιρούς, ο ρόλος παιζόταν από κωμικούς ηθοποιούς, σύμφωνα με την τότε σκηνική παράδοση, που ήθελε τον Εβραίο όχι μόνο αποκρουστικό αλλά και φαιδρό πρόσωπο - «villain» (αχρείο, καταχθόνιο), που γελοιοποιείται. Εβδομήντα τρία χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, ο πρώτος βιογράφος και υπεύθυνος εκδότης του Nicholas Rowe έγραφε για μια παράσταση του έργου με τον κω μικό Thomas Dogger: « Δ ε ν μ πορώ να μη σκεφ τώ π ω ς (αυτός ο «ασύγκριτος χ α ρακτήρας», ο Σάυλοκ) είχε σχεδιαστεί τραγικά α π ’ τον σιτγγραφέα ».56 78Και σύντο μα, απ’ τον ΙΗ αιώνα, μεγάλοι δραματικοί ηθοποιοί πρόβαλαν την τραγική όψη του ρόλου - όπως, το 1741, ο Charles Macklin, για τον οποίο ειπώθηκε το γνωστό «This is the Jeio that Shakespeare drew», και, προπάντων, o Edmund Kean (1787-1863).'' Για τούτο, νομίζω πως δίκαια ο Ε . Κ. Chambers, χαρα κτηρίζει το έργο «τραγικω μ ω δία»? Και μάλιστα -προσθέτω- τραγικωμωδία με θέμα την ((ετερότητα» και την αποστροφή για τους «άλλους» 3. Β λ . ROW E (1709), H A ZLITT (1817), σελ. 320 επ ., H EIN E (1839), CHAM BERS (1925), σελ. 86, STOLL (1927), GRANVILLE BA R K ER (1930), I, σελ. 335 ε π ., PALM ER (1946), CHARLTON (1948), σελ. 123 ε π ., GODDARD (1951), PARROT J. (1962), σ ελ. 134 ε π ., BLOOM (1964), σελ. 13 ε π ., MOODY (1964), W ILD ERS (1969), ROWSE (1984), σελ. 118 ε π ., GIRARD (1990), σελ. 369 ε π ., K EETO N (1990), σελ. 132 επ . 4. «Τραγούδι τ η ς νιότης» ονομάζει τον Έ μπορο ο Φ ώ το ς ΠΟΛΙΤΗΣ, εφημερίδα Π ρ ω ία , ο. 10.1932, αναδημ. σε Ε κλογι) (1938), τόμ. Β', σελ. 204 επ ., και Επιλογή (1983), τόμ. Β', σελ. 180 επ. 5. ROW E (1709), I, σελ. 19. 6. Ο H EIN E διηγείται πως σε μια παράσταση στο D rury L a n e , μια χλομή μαυρομάτα Εγγλέζα έκλαιγε στο τέλος του έργου για τον Σάυλοκ λέγοντας ολοένα: «Ο κακομοίρης αόι κ ίβ η κ ε » («The poor man is wronged» ), H EIN E, 1839. 7. CHAM BERS (1925), σελ. 89. 8. Εφτά ή οχτώ χρόνια πριν, γύρω στο 1590, ο Christopher MARLOWE είχε γράύει τον Εβραίο της Μάλτας (The Jew o f Malta), που γνώρισε, τότε, μεγάλη επιτυχία. Κάποιες επιδρά igo 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Κωμικοδραματικές είναι και οι πολλαπλές δοκιμασίες που διαπλέκονται στο έργο (όπως και στο Μ ε το ίδιο μέτρο)'. Ιοκιμασία της φιλίας Αντώνιου - Βασσάνη, όπου ο πρώτος βάζει εγγύηση τη ζωή του για χάρη του δεύτερου. Δοκιμασία του πατρικού φίλτρου του Σάυλοκ, όταν η κόρη του δραπετεύει με τον εραστή της, συναποκομίζοντας και τα χρυσαφικά του. Δοκιμασία της ε ξνπνάδας, στον «αγώνα» με τα τρία κουτιά της Πόρτσιας. Δοκιμασία της χρτ]ματολατρείας, στη δίκη Σάυλοκ - Αντώνιου. Δοκιμασία του νόμου και της δικαιοσύνης, με την αντίθεση αυστηρότητας νόμων και ευσπλαχνίας, καθώς και με της Πόρτσιας τα νομικά ευρήματα-παράθυρα του δικαίου. Δόκιμα σία της ερω τικό-συζυγικής πίστης, τέλος, με τα δαχτυλίδια της Πόρτσιας και σεις του έργου αυτού υπάρχουν και στον Έμπορο. (Η κόρη του Εβραίου Βαραβά, λ.χ., ερω τεύεται έναν Χριστιανό και κλέβει τα χρήματα του πατέρα της.) Η υπεροχή όμως του σαιξ πηρικού έργου είναι ασύγκριτη. Ο Εβραίος του MARLOWE είναι «τραγωδία)) με πλήθος με λοδραματισμούς και σκηνές βαρβαρότητας και φρίκης (ο ήρωας, τελικά, ρίχνεται σ’ ένα κα ζάνι γεμάτο καυτό νερό). Ψυχολογικές διεισδύσεις δεν υπάρχουν. Και ο Βαραβάς είναι ο τυπι κός Εβραίος της παράδοσης, ανελέητος, χρηματολάτρης, απατεώνας, ψεύτης, ανθρωποβόρος. 9. Βλ. πιο κάτω, σελ. 131. ΟΙ Ε Π Α Ρ Α Τ Ο Ι «ΑΛΛΟΙ» ‘9 Ο Σ άν λ οκ του H enry Irving. Π ίν α κ α ς τον Charles Buchel (1883). της Νερίσας, που ο Βασσάνης και ο Γρατιανός αναγκάζονται να δώσουν στους ψευτοδικηγόρους, δηλαδή στις ίδιες. Οι δοκιμασίες αυτές φοδράρονται με μεταμφ ιέσεις - αρχικά τη ς Γέσικας, που ντύνεται αντρικά για να το σκάσει α π’ το πατρικό σπίτι, και, προπά ντων, τη ς Πόρτσιας και τη ς Νερίσας σε δικηγόρους, μεταμφίεση που σ τη ρίζει όλη την Τ έτα ρτη Πράξη και τη λύση του έργου. V άλλη μια φορά, ο Σαίξπηρ «παίζει» με την αντίθεση φαίνεσθαι —είναι, με τη λαμπερή εμφάνιση, που κρύβει κουφότητα στο βάθος τη ς (ή το αντί θετο), όπως τα τρία κουτιά τη ς Πόρτσιας: το χρυσό και το ασημένιο περί- ig-2 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ κλείνουν αποτυχία και χλεύη, ενώ το ταπεινό μολυβένιο χαρίζει το διπλό χρυ σόμαλλο δέρας, το χέρι τη ς ξανθής Πόρτσιας και την περιουσία της. «Τον κό σμο πάντα τον γελούνε τα στολίδια», επισημαίνει ο Βασσάνης (III, 2, 74): στο λίδια μεγαλείου και αξιωμάτων, που κρύβουν διαφθορά και μηδαμινότητα - ό πως λέει ο Πρίγκιπας της Αραγόνας (II, 9, 37), στολίδια ευσέβειας —όπως λέει ο Αντώνιος: «Ο Δ ιάβολος, για το σκοπό του, και στις Γραφές παραπέμπει» (I, 3, 94), στολίδια του λόγοι' - όπως του ευφραδέστατου αερολόγου Γρατιανού, που α κατάσχετα «μιλάει ένα σωρό από τίποτα» (I, 1, 114), στολίδια τη ς σιωπής, ακό μα, για να μην αποκαλυφθεί η κενότητα τη ς σκέψης - όπως θα πει ο λογάς Γρατιανός για κείνους που «φημίζονται σοφοί, επεώή δε βγάζουν λέξη» (I, 1, 96).10 Έ να ακόμα στοιχείο που «θολώνει» τον κωμικό-ρομαντισμό του έργου: η μόνιμη μελαγχολία του Αντώνιου. Η πρώτη φράση του -κ α ι η πρώτη του έργου- είναι: «Δεν ξέρω γιατί είμαι τόσο λυπημένος» («sad»—«γιατί έχω τόση α νορεξία» μεταφράζει ο Πάλλης). Ο ύτε ο ίδιος μπορεί να την εξηγήσει, αρ- νιέται μόνο π ω ς είναι λύπη ερωτική (I, 1, 46). Τ ό τε; Σύμφωνα με μιαν άπο ψη, αιτία τη ς μελαγχολίας του είναι η αίσθηση π ω ς χάνει τον πιο αγαπη μένο φίλο του, τον Βασσάνη, που έχει ερωτευθεί την Πόρτσια, η επίγνωση π ω ς ο έρωτας είναι «ο τάφος της φιλίας» τους.1112 Ωστόσο, η λύπη του Αντώνιου μοιάζει να έχει βαθύτερες ρίζες. Ο Γρατια- νός ((ψέγει» τον Αντώνιο π ω ς «τον παραμελεί (παραγνοιάζεται) για τον κοσμο». Μα εκείνος αποκρίνεται: «Τον κόσμο εγώ σαν κόσμο τόνε παίρνω - σα θέατρο ό που παρασταίνουν ο καθένας ένα πρόσοοπο, και το δικό μου λυπηρό» (I, 1, 74). Και, πριν αρχίσει η ((μοιραία» δίκη, θα πει καρτερικά: «Εγώ είμαι το βλαμμένο πρό βατο της στάνης, το πιο καλό για σφάξιμο. Το μήλο το πιο αδύνατο πέφτει απ' το δέ ντρο ττρώτο, έτσι θα πάω κι εγώ» ( Γ ια την ακρίβεια: «Του κοπαδιού είμ εγώ το χαλσομενο, χαντονμυσμζνο κριάρι...» - ((a tainted wether o f theflock» (IV, 1, 114). Γιατί όμως ένας πλούσιος έμπορος, με τόσους αφοσιωμένους φίλους, νιώ θει έτσι; Αν ο τελευταίος αυτο-χαρακτηρισμός του («πρόβατον επί σφαγήν») μπορεί ν’ αποδοθεί στην επικείμενη ((εκτέλεσή» του α π’ τον Σάυλοκ, η όλη του στάση προδίνει μια βαθιά απαισιόδοξη αντιμετώπιση του κόσμου και του εαυτού του. Και μπορεί να ενταχθεί στην γενική ((μελαγχολία» τη ς εποχής, την ((ελισαβετιανή αρρώστια», για την οποία μιλήσαμε στην αρχή. Δίδυμος 10. Α π ’ αυτή τη διαπίστωση ίσως εμπνεύσθηκε ο ΚΑΒΑΦΗΣ τον ((Ηγεμόνα εκ Δυτι- κής Λιβύης». 11. CHAM BERS (1925), σελ. 93. 12. Β λ . πιο πάνω, σελ. 33. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» '93 αδερφός, άλλω στε, του Αντωνίου είναι ο «μελαγχολικός» Ιάκωβος του Όπως σας αρέσει (δύο ή τρία χρόνια νεότερου α π’ τον Έμπορο). Ι\αι η παρομοίωση του Αντώνιου «ο κόσμος είναι θέατρο» παραπέμπει, φυσικά, στον ονομαστό «ο ντολογικό» μονόλογο του Ιάκωβου «Θέατρο είν ο κόσμος όλος, κι όλοι, άντρες, γυναίκες, θεατρίνοι», που παίζουν ένα έργο σε εφτά πράξεις-φάσεις τη ς ζωής (II, 7, 139). Αλλά, και στον τραγικό επίλογο του Μάκβεθ, «Η. ζωή ’ναι φευγα λέα σκιά, φτωχός θεατρίνος πον / με. στόμφο τρώει τφ ώρα τον πα στη σκηνή / και πια δεν ξανακούγεται...» (V , 5 , 2 4 ). Ο π ω ς είναι φυσικό για ένα έργο που διαδραματίζεται ανάμεσα σ ’ εμπόρους και σε μια κατεξοχήν εμπορική πόλη, ο Έμπορος κυριαρχείται από το χρήμα, που αποτελούσε τον άξονα ζωής και την τροφό τη ς αλαζονικής Γαληνότατης Δημοκρατίας - αντίθετα με το Μπελμόντο, που είναι η πόλη-σύμβολο του έ ρωτα και τη ς μουσικής. Πόλοι του έργου είναι οι δοσοληψίες με χρήμα, η ανάγκη και η δίψα για χρήμα, η εκμετάλλευση του χρήματος σαν μέσου ζωής, επιβολής, κατάκτη- σης, εκδίκησης, αφαίρεσης τη ς ζωής ακόμα. Όλοι κατηγορούν τον Σάυλοκ για τη χρηματολαγνεία του και για τη χρησιμοποίηση του χρήματος κατά του αντιπάλου του. Α λλά κι αυτοί οι «όλοι» τον «κίτρινο δούλο» έχουν στον νου τους: Ο έμπορος Αντώνιος στέλνει τα καράβια του στα πέρατα τη ς Γη ς για χρήμα, φυσικά, και δανείζεται χρήμα που θα χρησιμεύσει στον («άσωτο», κατά την ομολογία του) Βασσάνη για να κερδίσει την Πόρτσια, που είναι ό χι μόνο πανέμορφη αλλά και πάμπλουτη και γ ι’ αυτό περιζήτητη από τόσους μνηστήρες. Η Γέσικα δεν περιορίζεται ν ακολουθήσει τον δρόμο τη ς καρδιάς τη ς δραπετεύοντας με τον Αορέντζο, αλλά, άξια κόρη του πατέρα τη ς, ακο λουθεί και τον δρόμο τη ς « τσ έπ η ς», υπεξαιρώντας το μισό βιος του. Ο Λο ρέντζος θα ονομάσει το χρήμα «μάννα στο δρόμο των πεινασμέ,νων» (V , 1, 2 9 4 ). Αλλά η Νερίσα, πιο νηφάλια, θα διαπιστώσει π ω ς «αρρωστιών το ίδιο οι λιγω μένοι. (μπουχτισμένοι) από πάρα, πολύ, όπως κι οι πεινασμόνοι από τίποτα. Γ ι’ αυ τό δεν είναι λίγο (μικρή ευτυχία) να βρίσκεται κανείς στο μεταξύ (στο μέσο)' η πλησμονή ασπρίζει νωρίτερα (τα μαλλιά τη ς ασπρίζουν), εκεί πον (ενώ) τοαρκε τό (η επάρκεια) ζει πιο πολύ» (I, 2 , 5). Έ να ακόμα κήρυγμα μέτρου. Και, φυ σικά, ο επίσης κοινός τόπος ότι το κράτος και οι νόμοι του υποτάσσονται στο χρήμα και το συμφέρον: δεν μπορεί, λ .χ., ο Δόγης ν’ απονείμει ουσιαστική δι καιοσύνη και να καταδικάσει τον «ξένο» Σάυλοκ, επειδή (λέει ο Αντώνιος) «έ χουμε συμφέροντα εδώ /ιε τους ξένους... η χώρα μας πλουτζεται απ’ τους εμπόρους όλων ταον εθνών» (III, 3, 2 7 ). Ποιος θ ’ απορήσει γ ι’ αυτό - τό τε και πάντα; '94 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ )μ ω ς, ο κύριος μοχλός του έργου είναι η φυλετική αντίθεση Χριστιανών και Εβραίων. Για τον Σάυλοκ, που ενσαρκώνει και διαφεντεύει τη φυλή του, λ έ γονται απ’ όλους οι χειρότερες κατηγορίες. Η ίδια η κόρη του ονομάζει το σ π ί τι τους «κόλαση» (II, 3, 1) κι ο υπηρέτης του Σαχλότος (Launcelot) το σκάει κι αυτός α π ’ τη δούλεψή του, επειδή ο Σάυλοκ είναι «ο 'Σατανάς σαρκο >μενος», όπως λέει στο απολαυστικό δίλημμά του ανάμεσα στη συνείδησή του και στον «Ο ξαποδώ» (II, 2, 24). Κ ι όλοι στολίζουν τον Σάυλοκ με οχετούς από βρισιές, φορτώνοντάς του τα φοβερότερα αμαρτήματα κι ελαττώματα του κόσμου. Δεν είναι, βέβαια, οι μόνοι και δεν είναι ο μόνος. Η απέχθεια για τους Εβραίους έχει ρίζες παλαιότατες - από καταβολής, σχεδόν, του ιουδαϊκού έ θνους. Και πολλοί (όχι αναγκαστικά αντισημίτες) υποστηρίζουν π ω ς πηγή αυτής τη ς έχθρητας ήταν η «αίσθηση φυλετικής υπεροχής, η αλαζονεία, η με σαλλοδοξία» των Εβραίων, που αυτοχρίζονταν « περιούσιος λαός, εκλεκτός του μόνου αληθινού θεού, του Ιεχωβά, ο οποίος επαγρυπνεί στον λαό του και ε ξολοθρεύει τους εχθρούς του». Έ τ σ ι ή αλλιώς, οι Εβραίοι στάθηκαν πάντα οι «άλλοι» - θρησκευτικά, κοινωνικά, οικονομικά. ((Άλλοι» -μ ον οθεϊσ τές- για τους ειδωλολάτρες που τους περιστοίχιζαν τα χρόνια τη ς ακμής τους. «Άλλοι» -αλλόθρησκοι και «θεοκτόνοι»- για τους Χριστιανούς στους αιώνες τη ς ιουδαϊκής διασποράς. Φυσικά, οι αιτίες των κατατρεγμών, των σφαγών, τη ς κοινωνικοπολιτι- κής περιθωριοποίησης των Εβραίων πάνε πολύ πέρα α π ’ τις φυλετικές και θρησκευτικές ((ετερότητες)). Προπάντων, μετά την Οικουμενική Σύνοδο του Αατερανού (1215), που απαγόρευσε στους Χριστιανούς να δανείζουν με τόκο (το επ έτρεπ ε, άρα, στους μη Χριστιανούς),13 ενώ παράλληλα απαγορεύθηκε στους Εβραίους να έχουν ακίνητη περιουσία, βιοτεχνίες κτλ. και να υπηρετούν στο Δημόσιο. Συνακόλουθα, οι Ιουδαίοι επιδόθηκαν στο μόνο μέσο που τους απόμενε για να επιβιώσουν: στο χρημια και στην εκμετάλλευσή του. Έγιναν, μονοπωλιακά, δανειστές, τοκιστές, τραπεζίτες, πλούτισαν και τράνεψαν, προ καλώντας τον φθόνο και την αποστροφή των Χριστιανών - που γρήγορα τους αντιμετώπισαν σαν «τσιφούτηδες», τοκογλύφους, άπληστους κι ανελέητους. Κ ι όταν, απ τον ΙΔ ' αιώνα, άρχισε να επιτρέπεται και στους Χριστιανούς ο δανεισμός με τόκο, οι τελευταίοι δεν τους έβλεπαν πια μόνο σαν «βδέλλες» 13. Την τοκογλυφία (« ό β ο λ ο σ τ α τ ικ ή ») καταδίκαζε ο Α ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ Η Σ, που θεωρούσε τον τόκο τον «πιο αφύσικο α π ’ όλους τους τρόπους απ όκτη ση ς χρημάτοη’» («ο τ ό κ ο ς ... κ α ι μ ά λ ισ τ α ■παρά φύσιν ο ν τος τω ν χ ρ ΐ]μ α τ ισ μ ώ ν έσ τ ίν » , Π ολιτικά, 1258 Β ). ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» '9 5 Ο (( Εμπορος» σ το Ε θνικό Θ έατρο, 1932: Κ α τ ερ ίν α Α νδρεάδη (Π ό ρ τ σ ια ), Ν ίκος Ρ οζά ν ( Σ ά υ λ ο κ ), Τ ζ. Κ αρούσος ( Γ ενάρος), Μ άνος Κ α τ ρ ά κ η ς ( Λ ορέντζο), Ά ννα Σ ταυρίδον ( Γ έ σ ικ α ) , Η λ ίας Δ εστσύνης (Τ ο υ β ά λ ), Ε υ ά γ γ ελ ο ς Μ αμίας (Τ υφ λός), Ν ίκος ι^ενδραμής ( Β α σ ά ν η ς). Σ κ ίτ σ α τ ου Ε υ ά γ γ ελ ο υ Τερζόπουλου. (αφού βδέλλες ήταν τώρα κι οι ίδιοι), αλλά σαν επιδέξιους, επικίνδυνους α ν τ α γ ω ν ισ τ ές , που η οικονομική δύναμή τους είχε και π ο λ ι τ ι κ ό αντίκρισμα. «Λ ύση», λοιπόν, το πυρ το εξώτερον και -πρακτικά και γήινα- ο απο κλεισμός κι ο εξολοθρεμός των αντιπάλων. Οι Εβραίοι έγιναν οι αποδιοπο μπαίοι τράγοι, τα εξιλαστήρια θύματα, οι «αίτιοι» κάθε συμφοράς, κάθε κα ταστροφής, κάθε ήττα ς, κάθε επιδημίας (ακόμα και π ω ς πίνουν το αίμα των ig6 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α Σ χριστιανόπαιδων το Πάσχα τους κατηγορήθηκαν!) Ποινή: θάνατος και, α κόμα χρησιμότερο, δήμευση των περιουσιών τους. 11 σκιαγράφηση του Σάυλοκ απ' τον Σαίξπηρ στοιχίζεται, ω ς ένα σημείο, με την απαιώνια προκατασκευασμένη εικόνα των Εβραίων: χρηματομανής, «τσιφούτης», εκδικητικός, ανελέητος. Την εικόνα αυτή και το γενικότερο αντισημιτικό αίσθημα στην ελισαβε τιανή Αγγλία είχε εξογκώσει στο έπακρο το «επεισόδιο Lopez», δύο περί που χρόνια πριν α π ’ τη συγγραφή του έργου: ο Πορτογάλος Εβραίος Rode- rigo Lopez, γιατρός τη ς Ε λισάβετ, κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε μια ι σπανική συνωμοσία και για απόπειρα δηλητηρίασης τη ς βασίλισσας και του Δον Αντόνιο, διεκδικητή του πορτογαλικού θρόνου. Κ αταδικάστηκε (με αμ φισβητούμενες αποδείξεις), κρεμάστηκε και διαμελίστηκε, κατά τη συνήθεια τη ς εποχής, κάτω από τα ουρλιαχτά του μαινόμενου πλήθους (7.6.1594). 0 Το θέατρο εκμεταλλεύθηκε το «κλίμα» και ο θίασος των Adm iral’s Men ξανα- νέβασε τον Εβραίο της Μ άλτας του Marlowe, με μεγάλη επιτυχία. Εικάζεται πω ς ο αντίπαλος θίασος των Chamberlain’s Men, που στέλεχος του πρώτο ήταν ο Σαίξπηρ, τον παρακίνησε να γράψει έναν δικό του «Εβραίο». Αν έγινε έτσι, αποτελεί ένα ακόμα δείγμα τ η ς μεγαλοφυίας και του αν θρωπισμού του Σαίξπηρ: από μιαν «επικαιρότητα» και ένα ((μελόδραμα», όχι μόνο άντλησε μιαν έξοχη τραγικωμωδία, αλλά και τόλμησε να πάει « ε ναντίον του ρεύματος»: να παρουσιάσει την άλλη όψη τον νομίσματος, να εξη γήσει κ α ι τον χαρακτήρα κ αι τ α κίνητρα τον «emcdaiem Ιουδαίον»: Τ η φιλοχρη ματία του Σάυλοκ την υπαγορεύει η αυτοσυντήρηση, ο αγώνας για την επ ι- 14567 14. Την πιο ακραία έκφραση της εγκληματικής ρατσιστικής υστερίας έδωσε ο Χίτλερ στο διαβόητο βιβλίο του Ο Αγων μου (1925-27): «Οι Ε βραίοι είναι λαός ληστών... Ε ίν αι οι χει ρότεροι β ά κ ά λ ο ι που εδτ]λητηριασαν π οτέ την ανθρώπινη ψυχ>]... είναι μια πανούκλα π ον μαστίζει τον λαό μ ας και μολύνει τη φυλή μ ας ( ...) Σ κοπ ός τους είναι η πλήρης καταστροφτι της Γερμανίας... η κατεδάφ ιση τον πολιτισ/τού και η μεπαμόρφωσίι του κόσμον σε έρημο ( ...) Υπερασπίζοντας τον εαυτό μου κ α τ ά των Εβραίων, αγωνίζομαι να νπερασπιαθώ το έργον τον Θεού». (Πανταχού παρών ο Θεός, αρωγός κάθε αρχολίπαρου απατεώνα!) Αποτέλεσμα, το Ολοκαύτωμα, η εξόντωση έξι εκατομμυρίων Εβραίων, για να δοθεί η ((τελική λύση» στο ((εβραϊκό πρόβλημα». 15. Το όνομά του ετυμολογείται από το εβραϊκό shalach = κορμοράνος, νυχτοκόρακας, άπληστος. 16. Ειρωνικότατα: την υπόθεση Lopez κίνησε ο ευνοούμενος της Ελισάβετ κόμης του Εσσεξ, που προέδρευσε και στο δικαστήριο. Πέντε χρόνια αργότερα, ο αυτός Έ σ σ εξ συ νωμότησε κατά της Ελισάβετ, απέτυχε και εκτελέστηκε. 17. Βλ. PARROT (1949), σελ. 134 επ ., ROWSE (1984), σελ. 113 επ. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» ΐ 97 β ίω σ η («μου παίρνεις τη ζωή, σαν μου πάρεις τ α μ έσ α που μει ζαύνε», IV , 1, 3 7 5 ). Γο α ν τιχ ρ ισ τια ν ικ ό μ ίσ ο ς το υ το προκαλούν οι κατατρεγμ οί της φυλής τον μ έ σα σ τ ο υ ς α ιώ ν ες, οι προσβολές κ α τ ά το υ ίδιου κ α ι τ ω ν ομ οθρήσ κω ν το υ , ο α νταγωνισμός τω ν Χ ρ ισ τ ια ν ώ ν εμ π ό ρω ν , ο ρατσισμός το υ ς. Η π ερ ιλ ά λ η τ η ((α π ο λο γία » το υ γ ια τ η σ κ λ η ρ ό τ η τ α του α π έν α ν τι σ τον Α ν τώ ν ιο α π ο τ ε λ ε ί μιαν εζοχη σνπ’ηγορ'ιο. όχι μόνο γ ια τον ίδιον α λ λ ά κ α ι γ ια τ η φυλή το υ όλη, και έ να μνημείο αντρατσισμ ού, ε ξ α ιρ ε τ ικ ά τολμ ηρό γ ια τη ν επ ο χ ή το υ : (Ο Α ν τώ ν ιο ς) με ντρόπιασε, με, ζημίωσε μισό μιλιοόντ χαίροννταν μ ε τις ζημιές μου, περγέλαε τα κέρδη μου, το έθνος μου καταφρονούσε, χαλούσε τις δουλειές μον κρύοονε τους φίλους μου, άναβε τους οχτρούς μου, κι όλα αφ τά γιατί: Γ ια τί είμαι Οβριός. Κ ι ο Οβριός μ άτια δεν έχεις δεν έχει ο Οβριός χέρια, όργανα, μ ά κρος, φ άρδος, μυρουδιά, χαρά, λύπη, πάθος; τρώ ει ή όχι το ίδιο ψ ω μί; λαβιόνε- τα ι έ] όχι μ ε τ α ίδια τ ’ άρμ ατα; παθαίνει τις ίδιες αρρώ στιες, γιατρεβεται μ ε τα ίδια γιατρικά, κρυώνει, ζεσταίνεται α π ’ τον ίδιο χειμώιια κι α π ’ το ίδιο καλοκαι ρι όπ ω ς ο Χ ριστιανός ή όχι; Σ α μας τρνπάτε, δε ματώνουμε; σ α μας γαργαλά- τε, δε γελούμε; σ α μας φαρμακατνετε, δεν πεθαίνουμε; κ αι σ α μ ας αδικάτε, να μ ψ γδικιωθσυμε; Σ α μοιάζουμε σ τα άλλα, να σας μοιάσονμε κι αφτσύ. Σ α ν αδι κ άει ο Οβραίος Χριστιανό, π ω ς δείχνει τ ψ ταπεινοσύνΐ] τον; μ ε γδικιωμό' σαν αδικιέται Οβραίος απ ό Χ ριστιανό, τι π ρέπ ει να ’ναι η ανοχή τον κ α τ ά το π αρά δειγμ ά σας; τι άλλο; γδικιωμός. Τ ψ κακουργία που μ ε μ αθαίνετε θα τ ψ κάνω, κι ο δώολος θα σκάσει, μ α θα τ ψ καλυτερέψ ω εγώ τη διδαχή! (I ll, 1, 47) Η άμυνα μ ε τ α τ ρ έ π ε τ α ι σ ε ε π ίθ ε σ η , τ ο μ ίσ ο ς τ ω ν δ ιω κ τ ώ ν του συνδ α υ λ ίζει τ ο δικό το υ μ ίσ ο ς, τ α μ έ σ α το υ ς σφ υρηλατούν τ α δ ικά το υ μ έ σ α . Σ τ η ν δική το υ ς « lib id o d o m in a n d i» (π όθο εξο υ σ ία ς) α ν τ ιτ ά σ σ ει τον δικό του εξο υ σ ια σ τικ ό π ό θ ο , π ο υ , μη μ π ο ρ ώ ν τα ς να χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ει τ η βία τ ω ν όπ λω ν, κ α τ α φ ε ύ γ ε ι σ τ η βία του χ ρ ή μ α τ ο ς, Ε κ είν ο ι είναι οι «δ ιδ ά χοι» του κ ι α υ τό ς ο ά ξιος μ α θ η τ ή ς το υ ς. Α ς σ η μ ε ιω θ ε ί π ω ς , τη ν ούρα α υ τ ή ς τ η ς έκ ρ η ξ η ς, ο Σ ά υ λ ο κ β ρ ίσ κ ετ α ι κ ά τ ω α π ό διπ λή, ο ξ ύ τ α τ η κ α ι α ν τιφ α τικ ή φ ό ρ τισ η : Α π ' τ η μ ια , έ χ ε ι μόλις μ ά θ ει π ω ς η κόρη το υ τ ο «έσ κ α σ ε» μ ’ έναν Χ ριστιανό, κ λ έβ ο ν τ ά ς το υ κ α ι π λ ή θο ς χ ρ ή μ α τα κ α ι χ ρ υ σ α φ ικ ά . Π ροδίνοντα ς, δ η λα δ ή , τον π α τέρ α τ η ς , τ ό σ ο φ υλε τ ικ ά -θ ρ η σ κ ε υ τ ικ ά όσο κ α ι οικονομικά. Α π ’ τη ν ά λλη , ο « Ο β ρ ιό ς» α κούει π ω ς βούλιαξε ένα α π ’ τ α καρά βια το υ Α ντώ νιου - που σ η μ α ίν ει π ω ς ο Χ ρ ισ τ ια νός χ ρ ε ώ σ τ η ς του ίσως να μ ψ μ πορέσει να ξοφλήσει τ ο δάνειο (εν ώ , τ η σ τ ιγ μ ή ig8 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η P eggy A schcroft, Πόρτσυχ, κ α ι ο John Gielgud, Σ αυλοκ. Λ ονδίνο , 1938. τη ς συμφωνίας για τη λίτρα κρέας, αυτό φαινόταν ολότελα απίθανο, μια και ο Αντώνιος είχε πολλά καράβια σε «εφτά θάλασσες» και το ποσό του δα νείου ήταν σχετικά μικρό). Έ τ σ ι, ο Σάυλοκ κλυδωνίζεται ανάμεσα σ τη συ ντριβή για τη φυγή τη ς I έσικα μ ’ έναν Χ ριστιανό και την ελπίδα να εκδικη θεί στο π ρ ό σ ω π ο του Αντώνιου όλους τους Χριστιανούς, που έχουν προσβάλει ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» '9 9 τον ίδιον χαΐ τη φυλή του. (Ο ίδιος ο Αντώνιος, ακόμα και την ώρα που ζη τάει δάνειο απ' τον Σάυλοκ, του «τά ζει» π ω ς δεν θα πάψει «να τον βρίζει, να τον φτύνει και να τον κλοτσάει», I, 3, 126.) Α λλά και μέσα στο φυλετικό και φιλάργυρο πάθος του, έχει στιγμές συ ναισθηματισμού: μανιάζει επειδή «κλέφ τη κε» η κόρη του, κλέβοντας και το χρυσάφι του, αλλά όταν του λένε π ω ς η Γέσικα αντάλλαξε ένα δαχτυλίδι του με μια μαϊμού, αυτός ανακράζει: «Ο περουζέςμου (turquoise) ήτανε,η Λεία (η γυναίκα του) μου τον έδωκε πριν παντρευτούμε' δε όα τον έδινα, και να μου χαρί ζανε μια λαγκαδιά μαϊμούδες» (III, 1, 107). Σ ’ αυτή την ώρα τη ς οργής, η συ ναισθηματική αξία του δαχτυλιδιού παραμερίζει τη φιλοχρηματία του. Ο Σάυλοκ δεν είναι (μόνο) ένας παθιασμένος χρηματολάτρης, είναι η συ νοχήν/ και η φωνύ/ μιας ολόκληρι/ς φυλής, κατατρεγμένης, αφορισμένης, περιφρο- νημένης σ ’ όλους τους καιρούς και τόπους. Α λλά κι ένας άνθρωπος με οξύ- τατα πάθη όσο και αισθήματα. Γ ι ’ αυτό μεγάλη είναι η υπεροχή του α πέ ναντι στον άλλο διάσημο φιλάργυρο, τον Αρπαγκόν του Μολιέρου. Γραμμένος για το κλειστό θέατρο του γαλλικού ΙΖ' αιώνα, ο Φιλάργυρος μένει κλεισμένος στους τοίχους ενός παρισινού σπιτιού και στους κλειστούς ορίζοντες ενός αστικού κόσμου. Για τον Αρπαγκόν δεν υπάρχει παρά το χρή μα κι αυτός υπάρχει μόνο για το χρήμα - μανία που αποτελεί «δράμα» για κείνον, κωμωδία για τους τρίτους. Καμιά άλλη έγνοια, αίσθημα, λόγος ύ παρξης δεν υφίσταται γ ι’ αυτόν. Ο κόσμος του όλος περικλείνεται στα λου δοβίκεια και τα τάλαρά του. Ο «κίτρινος δούλος» είναι ο απόλυτος αφέντης του, ο μοναδικός σκοπός και η ύψιστη ηδονή του. Δεν έχει παρελθόν, παρόν, μέλλον, έξω α π ’ το πουγκί και την κασετίνα του. Αγάπη, έρωτα, φιλία, συ ζυγικό και πατρικό φίλτρο δεν φαίνεται να έχει νιώσει ποτέ και για κανέναν. Τα ίδια τα παιδιά του είναι έτοιμος να τα διώξει και να τ ’ αποκληρώσει, έ τσι και αντιταχθούν στις χρηματοβόρες ορέξεις και σχέδιά του. Μόλις νιώσει ή φανταστεί π ω ς απειλείται έσ τω κι ένα σκούδο του, υποψιάζεται και κατα κεραυνώνει τους πάντες και τα πάντα, αξιώνει «να συλληφθεί όλη η πόλη και τα ττροάστια». Κ ι όταν χάνει την κασετίνα του με τα 10.000 φράγκα, αλλο φρονεί, κατηγορεί ακόμα τον ίδιο τον εαυτό του και, ορφανεμένος α π’ ό,τι πιο πολύ λατρεύει, δεν βρίσκει άλλη παρηγοριά παρά να κρεμαστεί μόνος του. Διαμετρικά αντίθετοί του είναι ο Έμπορος της Βενετιάς και ο Σάυλοκ. Σ το ανοιχτό, λαϊκό θέατρο του ελισαβετιανού ΙΣΤ'αιούνα, σκηνή του έργου 18. Βλ. και CHARLTON (1938), σελ. 144-157. 19. Βλ. και ΠΟΛΙΤΗ, ό.π., σελ. 11-12. Ο β ικτοριανός Σάυ'λοκ τ ο ν Laurence Ο Dustin H offm an, Σ άυλοκ. Olivier. Λονδίνο, Ε θν ικό Θ έατρο, 1970. Λονδίνο, 1989. Η Β ά σ ω Μ ανωλίδον, Π ό ρτσ ια, κ α ι ο Αλεξης Μ ινωτής, Σ άυλοκ. Ε θνικό Θ έατρο, 1960. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» ΪΟΙ δεν είναι μόνο η Β ενετία και το Μ πελμόντο, αλλά και κάθε τόπος και και ρός. Ο Αρπαγκόν είναι μονοδιάστατος - ένας ((τύπος» με μοναδικό σκοπό του το χρήμα. Ο Σάυλοκ είναι πολυδιάστατος - ένας άνθρωπος, που χρησι- .ιοποιεί το χρήμα σαν μέσο όχι μόνο ζωής αλλά και ανταπόδοσης για όσα έ χει υποφέρει το γένος του. Του Αρπαγκόν το πάθος τον κάνει γελοίο. Του Σάυ λοκ τα πάθη τού δίνουν μέγεθος, και τραγικό μεγαλείο ακόμα. Σ το εκδικητικό μένος του Σάυλοκ, η Πόρτσια θ ’ αντιτάξει ένα κήρυγμα ευσπλαχνίας —τη ς ευσπλαχνίας που «πέφτει σαν γλυκιά βροχτ/ απ’ τα ουράνια», που είναι «διπλά βλογημέντ] - και γι αυτόν που τη δίνει και γι αυτόιν που τψ παίρ νει», που είναι «ανώτερη από εξουσία και σκήπτρο και δικαιοσύνη» (IV , 1, 1 8 4 ). Είναι -θ α πουν- η αντίθεση χριστιανικής ευσπλαχνίας με το εβραϊκό «οδό- ντα αντί οδόντος». Και σπλαχνιά δείχνει ο Αντώνιος όταν -ν ικ η τή ς πια στη δίκη- ζητάει να χαριστεί η ζωή στον Σάυλοκ και να κατασχεθεί μόνο η μι- σή περιουσία του. Α λλά με τον όρο να βαφτιστεί Χριστιανός. Α υτή όμως εί να ι η βαρύτερη τιμωρία για έναν άνθρωπο που ((φέρει» μέσα του τη θρησκεία και την ιστορία τη ς φυλής του. Τιμωρία, που τον εξω θεί στην έσχατη υπο κρισία, αφού το αναγκαστικό βάφτισμα δεν μπορεί ν αλλοιώσει τα π ιστεύω του και τα αισθήματά του: θα γίνει ένας ψεύτικος Χριστιανός, με ακόμα μ ε γαλύτερο μίσος γ ι’ αυτούς που τον εξευτέλισαν «αλλαξοπιστώντας» τονπ'; Κ ι ά λλω στε, πού βρίσκεται η ευσπλαχνία των Χριστιανών που διατηρούν δούλους - ο ίδιος ο Σάυλοκ το λ έει-, που σφάζουν αλλόθρησκους και ομόθρη σκους, που ξεκουρελιάζουν νόμους και δικαιοσύνες, που δεν εκμεταλλεύονται λιγότερο από εκείνον τους ((κοπιώντες και πεφορτισμένους»; 2021 Η αποστρο 20. Τους Εβραίους που είχαν βαφτιστεί Χριστιανοί τους αποκαλούσαν στην Ισπανία marranos)) (γουρούνια), επειδή οι Χριστιανοί υποψιάζονταν π ω ς, παρά το βάφτισμα, έμ ε- αν κρυπτοϊουδαίοι. Πολλοί α π ’ αυτούς μεταναστέυσαν στην Ολλανδία και, ύστερα, στην Βενετία (μετά το 1536). Α λλά επειδή θεωρήθηκαν επικίνδυνοι ανταγωνιστές, εξοστρακί- ττηκαν και από εκ εί, για να ξαναγυρίσουν όμως αργότερα. Οι περισσότεροι διατηρούσαν ε νεχυροδανειστήρια (monti di pieta). Και έμεναν σε χωριστή, κλεισ τή συνοικία τ η ς Β εν ε τίας, που πήρε το (πάγκοινο αργότερα) όνομα ((ghetto» (ακαθόριστης ετυμολογίας). Στην -χλαιότερη Ελλάδα, η ανάλογη συνοικία ονομαζόταν «Οβριακή» και στην Τουρκία «Τ σ ι- σούτ μαχαλά». 21. Ο ίδιος ο πάπας Ιωάννης-Παύλος Β ', στις 12.3.2000, ζή τη σε δημόσια συγγνώμη •(για τα 2.000 χρόνια βίας, διώξεων και σφαλμάτων που διέπραξε η Ρωμαιοκαθολική Ε κ - κλησια». Το κείμενο, με τίτλο « Η Ε κκλ η σία κ α ι τ α λάθη του παρελθόντος. Η μνημη σ τ ψ υπη- εσία της αυμφιλίχοσης», αναφέρεται τόσο στην άλωση τ η ς Πόλης α π ’ τους Σταυροφόρους, στις σφαγές Εβραίων και Μουσουλμάνων, στον Γαλιλαίο, όσο και σ τη μη αντίδραση του ατικανού στους νατσιστές και τ η σιω π ή του για το Ολοκαύτωμα. 202 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ φή τη ς Ιϊόρτσιας μοιάζει κήρυγμα κυριακάτικου ιεροκήρυκα - ευγενικά λό για, που μένουν δίχως αντίκρισμα σε «ώ τα μη ακουόντων». Μπροστά στη ρη τορική τη ς, η «απολογία» του Σάυλοκ είναι γνήσια κραυγή πόνου και αγα νάκτησης από τα έγκατα μυριάδων και μυριάδων θυμάτων τ η ς μισαλλοδο ξίας και του φυλετικού φανατισμού. β . Ο#6λλθ?22234 « 1 ραγωδία τη ς ζήλιας» ονομάζουν τον Οθέλλο - τ η ς ζήλιας του ήρωα για τη γυναίκα του Δυσδαιμόνα- και το όνομά του έχει γίνει σύμβολο τη ς ερωτικό συζυγικής ζηλοτυπίας. Είναι, ωστόσο, εξόφθαλμο π ω ς, στην πραγματικό τη τα , το έργο είναι τραγω δία τον (φόνον του φθόνου και τη ς αποστροφής του Ιάγον για τον Οθέλλο. Η ζήλια του δεύτερου είναι το αιτιατόν, ο φθόνος του πρώτου η κινούσα αιτία, μια και ο φθόνος είν εκείνος που σπέρνει τη ζήλια στην ψυχή του Οθέλλου και προκαλεί τον όλεθρο όλων. Το βασικό, λοιπόν, πρόβλημα του έργου είναι η ανίχνευση των απώ τερω ν αιτίων αυτού του φθόνου —οι ~Αόγοι που κάνουν τον Ιάγο να μισεί τον Οθέλλο, τ α κίνητρα των δολοπλοκιών του, που μεταμορφώνουν έναν δοξασμένο πολε μιστή και ευ τυ χ ή εραστή-σύζυγο σε φονιά τη ς αγαπημένης του γυναίκας. Σ το διήγημα του Cinlhio,2 ' απ' όπου πήρε ο Σαίξπηρ το θέμα του, η αι τία του δράματος είναι ξεκάθαρη και απελπιστικά κοινότοπη: ο Σημαιοφό ρος ερωτεύεται παράφορα τη γυναίκα του Μαύρου,25 εκείνη δεν ενδίδει, αυ τός θεωρεί π ω ς αυτή προτιμάει έναν νεαρό λοχαγό, πείθει τον Μαύρο π ω ς η γυναίκα του τον απατά και οι δυο μαζί την «εκτελούν» και, μάλιστα, με τον 22. Β λ . RYM ER (1693), SH A FTESBU RY (1711), COLERIDGE ( ), H A ZLITT (1817, 1917), HUGO (1830), HEIME (1839), SW INBURNE (1880), BR A D LEY (1904), CHAMBERS (1925), G. E LIO T (1953), G R A N V ILLE-BA RK ER (1927-1947), PARROT (1934), ΚΑΤΣΕΛΗΣ ( χ .χ .), ROUTH, HEILMAN (1951), L. KNIGHTS (1959), RIBNER (1960), R E ES E (1961), KOTT (1962), LERN ER (1963), BLOOM (1964), K E T T L E (1964). E tu d es A n glaises (1964), ROWSE (1984), C am bridge C om panion (1986), GIRARD (1990), ΣΟΛΟΜΟΣ (1997). 23. Β λ . ανάλυση του φθόνου σε ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, Ρ ητορική, 1387 Β, 21, 1388 4 , 29. 24. C1NTHIO, H ecatom m ithi (1565), «II M oro di V enezia». 25. Σ το διήγημα, οι δύο δράστες αναφέρονται α π λ ώ ς ω ς «Μαύρος» και «Σημαιοφόρος)). Το όνομα που έδω σε ο Σαίξπηρ στον δεύτερο είναι ισπανικό. Και καθώ ς οι Α γγλοι υπο στήριζαν τους Μαυριτανούς (M oors) εναντίον των κοινών εχθρών, των Ισπανών, εικάζεται π ω ς ο ποιητής έδω σε σκόπιμα ισπανικό όνομα στον αποκρουστικό δολοπλόκο (M ATTH EW S, σε K E T T L E , σελ. 125). ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΑΟΙ» 203 Ο E dm ud Kean, Ο θελλος, 1814. πιο άνανδρο τρόπο: τη χτυπάνε μέχρι, θανάτου με μια κάλτσα γεμάτη άμμο (για να μην αφήσουν ίχνη) κι έπειτα γκρεμίζουν πάνω τη ς ένα δοκάρι α π’ το ταβάνι τη ς κάμαράς τη ς, για να φανεί π ω ς σκοτώθηκε από ατύχημα! Μια απεχθής, δηλαδή, ιστορία ερωτικής αντιζηλίας και «δράματος τιμής», α π ’ αυτές που ενδημούν στην παραλογοτεχνία και στο αστυνομικό δελτίο. Ο Σαίξπηρ αλλάζει άρδην τα ουσιαστικά στοιχεία του μύθου και, από έ να ρουτινιέρικο fait divers, πλάθει μια τραγωδία. Και η πρώτη ριζική δια φορά του έργου α π’ τη novella του Cinthio είναι ακριβώς τα κίνητρα του Σ η μαιοφόρου 26 26. Ο ποιητής είχε ήδη φέρει σ τη σκηνή δύο αιμοχαρείς καταχθόνιους: τον Ριχάρδο Γ ' (1592) και τον Ααρών του Τ ίτον Ανδρόνικον (1592 επ ίσ η ς;). Ο δεύτερος, αντίθετα α π ’ τον Ιάγο, είναι μαύρος και τα θύματά του λευκοί, που τους σκοτώνει ή τους ακρωτηριάζει. Μ ε τά τον Ιάγο, ο Σαίξπηρ θα παρουσιάσει, στον Λ?]ρ (1606) έναν ακόμα μηχανορράφο, τον νό θο γιο του Γ κ λ ω σ τερ Έντμουντ, που «εκ τελεί» την Κορντέλια. Εξήντα χρόνια αργότερα, ο Μολιέρος γράφει τον «οικιακό» δολοπλόκο Ταρτούφο (1664-1667). Και θ ’ ακολουθήσουν πά- απολλοι άλλοι - με επικεφαλής τους «villains» του μελοδράματος. Απόγονος του Ιάγου Μπορεί να θεωρηθεί ο καθηγητής Γκούσταβ που, με τη διαλεκτική του, καταστρέφει την πρώην γυναίκα του Θ έκλα και τον νυν άντρα τ η ς Άντολφ στους Λανειχηές του Στρίντ- μπεργκ (1889). 204 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Λ αλίστατος ο Ιάγος του, μόνο στο θέμα αυτό «κρύβει λόγια». Ακόμα κι όταν όλα έχουν τελειώ σει -όταν ο Οθέλλος έχει σκοτώσει τη γυναίκα του κι οι μηχανορραφίες του Ιάγου έχουν αποκαλυφθεί-, ακόμα και τότε, στην ερώ τη σ η του συντριμμένου συζυγοκτόνου «γιατί τον τύλιξε έτσι», ο σημαιοφόρος αποκρίνεται: «Μη με ρωτάτε τίποτα: 6,τι ξέρετε ξέρετε. / Εδώ κι εμπρός ποτέ δε θα ειπώ λέξη» (V, 2, 302). Α π την πρώτη σκηνή του έργου, λέει και ξανα λέει π ω ς <\μισεί τον Μαύρο», αλλά δεν εξηγεί γιατί. Πού και πού μόνο, κάνει κά ποιες φευγαλέες νύξεις για τους λόγους τη ς αποστροφής του: π ω ς ο στρατη γός τον αδίκησε, παίρνοντας υπασπιστή του τον Κάσσιο αντί τον ίδιον (I, 1, 20), π ω ς υποψιάζεται ότι ο Οθέλλος κοιμήθηκε κάποτε με τη γυναίκα του Εμίλια (I, 3, 381, II, 1, 289), π ω ς κι ο Κάσσιος «ίσω ς» τρύπωσε στα σεντό νια του (II, 1, 301), π ω ς ο ίδιος ποθεί την Δυσδαιμόνα (II, 1, 285). Α λλά τις νύξεις αυτές τις «π ετά ει» μια φορά κι ύστερα τις ξεχνάει ολότελα. Ά λ λ ω σ τε, σ τη συμπεριφορά των «ενόχων» (Οθέλλου, Κάσσιου, Εμίλιας) δεν υ πάρχει η παραμικρή ένδειξη κάποιας προγενέστερης οικειότητας μεταξύ τους - είναι κι οι τρεις υπεράνω υποψίας και υποκρισίας. Κ ι αν ο Ιάγος κα- τεχόταν από τόσο μανιακή λαχτάρα για τα γαλόνια του υπασπιστή, θα μπο ρούσε να είχε χρησιμοποιήσει το κοφτερό μυαλό του γ ι’ αυτό τον σκοπό πο λύ πριν ο άδολος Κάσσιος του «κλέψει» το αξίωμα (χαράς το!). Τ ις σκιοόδεις αυτές δικαιολογίες υιοθετούν οι σαιξπηριστές τη ς «ρεαλι στικής σχολής» για να ερμηνεύσουν τη στάση του Ιάγου. Αντίθετα, οι «ρο μαντικοί» θεωρούν τον σημαιοφόρο ενσάρκωση του πνεύματος τον Κακού, που χαλκεύει «το κακό για το κακό», χωρίς υλικά ή ψυχολογικά κίνητρα. Είναι ο ένσαρκος Σατανάς, ο ((villain» του μελοδράματος, που καταστρέφει μόνο και μόνο για την ηδονή τη ς καταστροφής. ((Κλασική» έχει μείνει η έκφραση του Coleridge για τον Ιάγο: « motive hunting motiveless malignity» — «χωρίς κίνητρα κακότητα, πον αναζητεί κίνητρα»: μην έχοντας πραγματικούς λόγους να μισεί τον Οθέλλο (και τον Κάσσιο), ο Ιάγος ψάχνει να Βρει ή επινοεί κάποιους - όσο κι αν είναι αβάσιμοι, ακόμα και για τον ίδιο.'2728 Ω σ τό σ ο , νομίζω π ω ς ο Ιάγος έχει κίνητρα, και κίνητρα σπουδαίο.. Αλλά, όπως στον Άμλετ, έτσι κι εδώ, ο Σαίξπηρ δεν τα «δηλώνει», περιορίζεται να τα υποδηλώνει: 27. COLERIDGE (1930). 28. Β λ . πιο πάνω , σελ. 160. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» 205 Έ ν ας γνήσια έγ χ ρω μ ος Ο θέλλος: ο Ira A ldridge , 1850. Έ ν α διπλό, αντιφατικό πλέγμα απέναντι στον Οθέλλο κατατρύχει τον Ιά- γο. Α π ’ τη μια, πλέγμα ανωτερότητας: ο ίδιος είναι λευκός, νέος (είκοσι οχτώ χρόνων), Βενετσιάνος, «πολιτισμένος», έξυπνος, ενώ ο Οθέλλος είναι μαύ ρος, μεσόκοπος, «άλλος», «βάρβαρος», απλοϊκός. Α π την άλλη, πλέγμα κα τωτερότητας: είναι απλός αξιωματικός, άσημος, παραγκωνισμένος, από «χα μηλή» τάξη, παντρεμένος με μιαν ασήμαντη γυναικούλα - ενώ ο Οθέλλος ε ί ναι στρατηλάτης, δοξασμένος, τιμημένος, από «βασιλικό σόι)) και παντρεύε ται μια πανέμορφη Βενετσιάνα αρχοντοπούλα. Ά λ λ ω σ τε, και τον Κάσσιο τον αποστρέφεται, όχι μόνο επειδή είναι ωραίος, «γόης», πετυχημένος, όχι μό νο επειδή στάθηκε «μεσάζων» στο ειδύλλιο Οθέλλου - Δυσδαιμόνας (III, 3, 70), όχι μόνο επειδή του πήρε τη θέση του υπασπιστή, αλλά κι επειδή είναι κι αυτός «ξένος», Φλωρεντινός. Για τον Ιάγο, ο Οθέλλος είναι το σύμβολο όλων όσα ο ίδιος θα ήθελε να εί ναι και να έχει -κα ι που (πιστεύει) του αξίζουν να τα έχει (κύρος, φήμη, έρω τα, χρήμα, ταξική ανω τερότητα;- αλλά που δεν απόκτησε και δεν θ ’ αποκτή σει ποτέ. Ο Οθέλλος είναι η « απόλυτη επιτυχία», δημόσια και ιδιωτικά" ο ίδιος, η «απόλυτη αποτυχία» —και αυτό αποτελεί στα μάτια του «απόλυτη αδικία», μια 206 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΙΙ ΗΡ Η ΤΡ Α Γ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ και αυτός διαθέτει όλα τα χαρίσματα που λείπουν από τον άλλο ^χρώμα, νιά τα, ιθαγένεια, πνεύμα). Κι όμως, ο «ξένος» τρυγάει όλες τις χαρές και απο λαύσεις, που η «τύχη» και η βενετική πατρίδα αρνήθηκαν στον γόνο της. Α υτή η σύγκρουση των δύο «πλεγμάτω ν», αυτή η οδυνηρή αίσθηση του άδικου και του ανεκπλήρωτου δαιμονίζει και δαιμονοποιεί τον Ιάγο. Μόνη δι καίωσή του: να γίνει ο Οθέλλος «τράγος»,293 0που πρέπει όχι μόνο να «απο πεμφ θεί», αλλά και να γδαρθεί ζωντανός, να εξευτελισθεί και να καταβαρα θρωθεί, ψυχολογικά, κοινωνικά, επαγγελματικά, πριν σφαγεί. Αφανίζοντάς τον, ο Ιάγος αφανίζει την υπεροχή του «τυχερού» Μαύρου, αφανίζει την δι κή του μειονεκτικοτητα και, τελικά, αφανίζει (κάνει περιττή) την απέχθειά του απέναντι στους «άλλους», αφού ο κατεξοχήν «άλλος» εξαφανίζεται. Πρόκειται για μιαν άλλη εκδήλωση ((πόθου κυριαρχίας», με άλλα μέσα: ο Ιάγος ξέρει π ω ς η αληθινή τυραννία δεν επιβάλλεται με τη βία πάνω στο σώμα του τυραννούμενου, αλλά στο μυαλό του, με τον λόγο. ° Και το εφαρ μόζει ακάθεκτα. Στόχος του Ιάγου δεν είναι να πάρει τη θέση του Οθέλλου στον στρατό, στην κοινωνία, στο κρεβάτι τη ς Δυσδαιμόνας (ξέρει π ω ς αυτά είναι ανέφικτα). Στόχος του είναι να συντρίψει το «μαύρο ξόανο», που ((ανά ξια» κέρδισε αυτές τις θέσεις και που κάνει να φαίνεται πιο μηδαμινή η δι κή του ((αξία». Ο γάμος του Οθέλλου με την Δυσδαιμ,όνα, που στεφανώνει 29. Αρχή αρχή του έργου, ο Ιάγος ονομάζει τον Οθέλλο «γερολαγιοκριαρον («old black ram », I. 1, 88). 30. BLOOM (1964), σελ. 63. Ο ποιητής W . Η. AUDEN κάνει διάκριση ανάμεσα στους «κακούς» (villains) και τους «απλούς εγκλη μα τίες»: Οι δεύτεροι (Μ άκβεθ, Κλαύδιος του Άμλετ, Ά γ γ ελ ο ς του Μ ε το ίδιο μέτρο, Αντώνιος τ η ς Τρικυμίας) εγκληματούν ιιε ειδικό σκο πό, μόνο και μόνο για να σφετερισθούν μιαν εξουσία ή για να την κρατήσουν αφού την άρ παξαν. Α ντίθετα, οι δεύτεροι (Ιάγος, Δον Ζουάν του Πολύ κακό, Έντμ,οντ του Ληρ, Ριχάρ δος Γ ', Ιάκιμος του Κυμβελίνου) κατέχονται από γενική έχβρα κατά τ η ς ζωής και τ η ς κοινω νίας συνήθως είναι αδικημένοι α π ’ τη φύση ή νόθοι. Πρωταρχικός σ κ ο π ό ς και ικανοποίη σή τους είναι να προκαλέσουν οδννι] σε άλλους ή να ασκήσουν δύναμη, εξουσία πάνω σε άλ λους. Είναι «φαρσέρ» (p ractical jokers), που η επιτυχία, τους στηρίζεται στην σ ω σ τή απο τίμηση των αδυναμιών των άλλων. Π ίσω α π ’ αυτήν όμως υπάρχει μια αίσθηση τη ς δικής τους ανεπάρκειας. Περιφρονούν τα θύματά τους αλλά και τα ζηλεύουν. Την πιο ((πρωτότυπη» εξήγηση για τις δολοπλοκίες του Ιάγου επινόησε ο Ιταλός θεα τρικός συγγραφέας C o rrad o AUGIAS στο έργο του Ο τίμιος Ιάγος ( L ’ onesto Ia g o ), που παί χ τ η κ ε σ τη χώρα του το 1985. Ο σημαιοφόρος -λ έ ε ι εξόντωσε τον Οθέλλο από... πατριω τισμό: ξέροντας πόσο σημαντική ήταν ω ς στρατιω τική βάση η Κύπρος, έκρινε π ω ς δεν έ πρεπε να αφεθεί στα χέρια ενός ασταθούς, κυκλοθυμικού, επιληπτικού μαύρου - εφ ω και τον « θ έτει εκποδών», για να μην κινδυνεύσει η θαλασσοκρατορία τ η ς πατρίδας του! Κρίμα να μην έχει σκεφ τεί ο Σαίξπηρ αυτή την εθνικόφρονα ερμηνεία... 2θ8 Ο ΙΙΟΛΙΓΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ κα άνθρωπο που να ξέρει πώς ν’ αγαπάει τον εαυτό τον», [, 3, 312).34 Δεν είναι., λοιπόν, απίθανη η πληροφορία που καταγράφει ο κριτικός Charles Gilton, το 1694: «Έμαθα από πολύ καλή πηγη ότι τον Ιάγο τον έπαιζε ένας πολύ δ'ημοφιλής κωμικός και πως, για χάρη του, ο Σα'ζπηρ έβαλε στον ρόλο διάφορες λέξεις και εκ φράσεις, που έκαναν το ακροατήριο να γελάει» Ά λ λ ω σ τε, κωμικά στοιχεία υ πάρχουν πολλά στο έργο. Προπάντων, η σκηνή (IV , 1) όπου ο Ιάγος έχει βά λει τον Οθέλλο να «κρυφακούει» τον χλευαστικό διάλογό του με τον Κάσσιο για την πόρνη-ερωμένη του δεύτερου, την Μπιάνκα, κάνοντας τον Μαύρο να νομίζει π ω ς κοροϊδεύουν την (δήθεν ερωμένη του Κάσσιου) Δυσδαιμόνα: πρό κειται για τέχνασμα γνω στότατο, που το έχουν χρησιμοποιήσει πάμπολλες κω μ ω δίες, κάθε καιρού και τόπου. Συναντιώνται, λοιπόν, και σε τούτο ο Οθέλλος με τον Έμπορο, αφού και των δύο τα κύρια πρόσωπα -Ιά γ ο ς και Σάυλοκ- παίχτηκαν, αρχικά, από κωμικούς ηθοποιούς. Πέρα α π ’ αυτό, αποτελεί σκηνική ανοησία ολκής η συ νήθεια να παίζεται ο Ιάγος σαν «καταχθόνιος» του παλιού ((μελό», με σηκω μένο φρύδι και σαρδόνιο γέλιο, να «φωνάζει» με την εμφάνιση και το ύφος του ((Ε γώ είμαι ο αρχικακός του έργου!». Ο π ότε, και ο αφελέστερος θεατής αναρωτιέται π ώ ς τόσοι δόγηδες, γερουσιαστές, στρατηγοί, συνάδελφοί του δεν είχαν καταλάβει το ((ποιόν» του, που το διαλαλεί μόνος του. Αντίθετα, ο Ιάγος δεν είναι μόνο σπουδαίος μηχανορράφος, αλλά και σπουδαίος υποκρι τή ς- με την κοινή και την θεατρική έννοια του όρου. Δείχνεται σ ’ όλους τ ό σο καλοπροαίρετος, καλόβουλος, καλόβολος, που όλοι τον ονομάζουν «τίμιο» και «φίλο» και αποζητούν την ((ανυστερόβουλη» βοήθειά του. Α υτή η φενά κη στοιχειοθετεί μιαν α π ’ τις βασικές συντεταγμένες του προσώπου και (για τον ηθοποιό) το ενδιαφέρον του ρόλου του. «Με ψεύτικη όψ, κρύβει ψεύ τικη καρδιά»... «λουλούδι αθώο (που είναι) το φίδι κάτωθέ του», όπως συμβου λεύει η «ομόλογός» του Λαίδη Μ άκβεθ τον άντρα τη ς (I, 7, 82 και I, 5, 63). Το ομολογεί, ά λλω στε, αρχή αρχή, στο «βενετσιάνικο ζαγάρι» (II, 1, 297), τον Ροδρίγο, καμαρώνοντας, μάλιστα, γ ι’ αυτό: «Δεν είμαι αυτός που είμαι» («/ am not what I am», I, 1, 65). Δεν είμαι ό,τι φαίνομαι. Αυτός ο ωμός «ρεα- 34. Τους μόνους που ((εκτιμά» είναι οι ((κακοί υπ ηρέτες», που εξαπατούν τ ’ αφεντικά τους (I, 1, 49). 35. HALLIDAY (1952), σελ. 126. 36. Έ να από τα προσφιλή μοτίβα του Σαίξπηρ, η αντίθεση ((είναι» - «φαίνεσθαι». Β λ. πιο πάνω, σελ. 69. Και BRA D LEY (1904), σελ. 177-178, LER N ER (1963), σελ. 109, BLOOM (1964), σελ. 69, 74. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» 2og Ο Tommaso Salvint, Ο θέλλος. Σ κ ίτ σ ο τ ο ν Ape σ τ ο περιοδικό «Vanity Fair», 1875. λιστής» στηρίζει την κοινωνική επιβίωσή του στην «μη ρεαλιστική» πα- οουσίαση του εαυτού του: να δείχνει αυτό που δεν είναι. Α ντίθετα, στον Οθέλλο θα π ει: «Θα ’πρεπε να ’ναι οι άνθρωποι 6,τι φαίνο νται, ή! όσοι δεν είναι, να μη φαίνονται πως είναι» (III, 3, 126). Και τούτος ο «η θικός» αφορισμός δεν αποτελεί μόνο άκρον άωτον υποκρισίας, αλλά και αυ τοκριτική, τόσο σαρκαστική όσο και ναρκισσευόμενη. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΛΑΛΟΙ» ·/1 ι Σ ε άλλες σ τιγμ ές, παρακινεί τα θύματά του να δειχθούν αυτό που πρέπει, να είναι: άντρες. «Γίνου άντρας!» (alien man») φωνάζει στον Ροδρίγο: «διεκ- δίκησι τη Δνσδαιμόνα» (I, 3, 334). Το ίδιο θα πει και στον Οθέλλο: «Στάσον άντρας!» («Good sir, be a m an»), «σκότωσε τη /Μοιχαλίδα» (IV, 1, 65). Σ το ίδιο ((επιχείρημα» καταφεύγει η Λαίδη Μάκβεθ για να πείσει τον άντρα τη ς να σκοτώσει τον Ντάνκαν: </Οσο τολμάς πιο πέρα, τόσο θα ’σαι άντρας» (I, 7, 50). Για να ικανοποιήσει την αρχολαγνεία τ η ς, η Λαίδη απαρνιέται το φύλο τη ς («αλλάξτε μον φύλο» - « unsex m e», λέει στα «πνεύματα τον σκότους», I, 5, 39) και οικτίρει τον άντρα τη ς για ((έλλειμμα ανδρισμού». Σ την δική του κατα στροφική μανία, ο Ιάγος μεταχειρίζεται τεχνάσματα του άλλου φύλου για να σπηρουνίζει τον «μισερό» ανδρισμό των αθυρμάτων του. Π ο λ λ ά θ α υ μ α σ τ ικ ά έχουν γ ρ α φ τ εί γ ια τη ν «δ ια β ο λική εξυ π ν ά δ α » το υ Ι ά - γου. Ο Bradley τον χ α ρ α κ τη ρ ίζει «ανώτερσν απ’ όλους τους κακούς τον Σαίξ- πηρ», άλλοι τον θεω ρούν «πιο μακιαβελλικό απ’ τον Ριχάρδο Γ'» ή τον σ υ γ κ ρ ί νουν μ ε τον Μ ε φ ισ τ ο φ ελ ή , α κόμ α κ α ι μ ε τ ο ν ... Ν α π ο λέο ν τα !' Είναι όμως πραγματικά τόσο δαιμόνιος ο Ιάγος; Θ α πρέπει κι εδώ να θέ σουμε το ερώτημα του Burke: «Ποιος λέει τι, σε ποιον, για ποιο σκοπό και με τι αποτέλεσμα:» ?>' Κ ι αλήθεια: Ποιους ((τυλίγει» ο Ιάγος με τις μηχανορραφίες του; Έναν κρετίνο (Ροδερίγος), έναν αφελή, άπειρο σ ’ αυτά, αξιωματικό ^Κάσσιος), την υποτακτική γυναίκα του. Ακόμα και το ((μέγιστο έργο» του, η παγίδευση του Οθέλλου, δεν αποτελεί και τόσο σπουδαίο κατόρθωμα, μια και το θήραμα είναι ένας μονοκόμματος στρατιωτικός, αμύητος στις δολο πλοκίες των λευκών, ένας μεσόκοπος μαύρος, αβέβαιος για τη σταθερότητα του γάμου του με μια λευκή, νεαρότατη αρχοντοπούλα. Μ ’ αυτά και μ ’ αυ τά, ήταν άνετο «σπορ» για τον Ιάγο να «χύσει τψ πανούκλα του στο αντί τον» (II, 3, 339): η ζήλια, «η πρασινομάτα λάμια, που χλευάζει τη σάρκα που τψ τρέ φει» (III, 3, 166), τρυπώνει πολύ γρήγορα στο μυαλό ανθρώπων πολύ πιο έ μπειρων απ τον Μαύρο. Ό σ ο γ ια τ α επ ιμ έρ ο υ ς τ ε χ ν ά σ μ α τ ά το υ , τ ο μ ε θ ύ σ ι (π ου κ α τ α λ ή γ ει σ τ η ν κ α θ α ίρ εσ η το υ Κ ά σ σ ιο υ ) είναι κ ο ινότα το έθ ιμ ο σ τ ο υ ς σ τρ α το ύ ς μ ε τ ά α π ό μ ια ν ίκ η ...373839 τ ο ((ά λλος α ν τ ’ ά λλου » μ ε τη ν Μ π ιά ν κ α , που κρυφ α κούει ο Ο θ έ λ - λος, α π ο τ ε λ ε ί - ό π ω ς ε ί π α μ ε - π α λ α ιό τα το εύ ρη μ α τ η ς κ ω μ ω δ ία ς ... κ α ι η υ π ε ξ α ίρ ε σ η το υ μ α ντιλιού τ η ς Δ υσδ α ιμ όνα ς είναι ((π α ιχνίδι», μ ια κ α ι ο Ιά γ ο ς 37. BR A D LEY (1904), σελ. 169, 193, R E ES E (1961), σελ. 58, GIRARD 11990), σελ. 190. 38. Β λ . πιο πάνω, σελ. 37. 39. Ά λ λ ω σ τε, ο ίδιος ο Ο θέλλος είχε διατάξει γενικό γλεντοκόπι (II, 2). O Paul Robeson, Οθϋλος. Σκίτσο τo r Nerman. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» 213 δια θέτει,, σαν α κούσια Π έ μ π τ η Φ ά λ α γ γ α , τ η γ υ ν α ίκ α το υ , συνοδό τ η ς Δ υσ- δαίμονας. Κ α ι π οιος είναι ο στόχος τον] Ν α κ α τ α σ τρ έψ ει έναν « ά λ λ ο ν » , τ η γυ ν α ίκ α του κ ι έναν « τυ χ ε ρ ό » α ντίζη λο. Ό π ω ς το υ Τ α ρτούφ ου τ α μ η χ α ν εύ μ α τα δεν α π οβ λέπουν π α ρά σ τ η ν ε κ μ ε τ ά λ λ ε υ σ η εν ός αγαθού α σ το ύ . Η κ α κ ο π ο ιία του ενός κ α ι του άλλου δεν έ χ ε ι ε π ι π τ ώ σ ε ι ς π α ρά σ ε μερικά άτομ α - όσο α ιμ α τ η - οές κ ι αν είναι οι ε ν έρ γ ειες το υ Ιά γου (του Τα ρτούφ ου αποβαίνουν α ν ώ δ υν ες, αφού α π ο κ α λ ύ π τ ετ α ι έγ κ α ιρ α κ α ι φ υ λ α κ ίζ ετ α ι). Ε ν ώ το υ Ριχάρδου Γ ' η λ εία είναι ένα ολόκληρο κράτος, κ α ι η « αποπλάνηση » τ η ς λα ίδ η ς Ά ν ν α ς, τη ν ώ ρα α κρ ιβ ώ ς που κ η δ ε ύ ε ι τον π εθ ερ ό τ η ς , θύ μ α το υ Ρ ιχάρδου, α π ο τ ε λ ε ί άθλο που κα νένα ς «θ ρ υλ ικ ό ς» Δον Ζουάν δεν έ χ ε ι ονειρευ θεί. Κ ι α ς μη γ ίν ει, β έβ α ια , /.άγος γ ια τον Ν α π ο λέο ν τα , που μ ά τ ω σ ε κ α ι κ α τ ά κ τ η σ ε ολόκληρη τ η ν Ε υ ρ ώ π η κ α ι ά λ λ α ξ ε τη ν Ισ το ρ ία . Τ ο π ρ α γ μ α τικ ά θ α υ μ α σ τ ό του έργου δεν είναι η σ α τ α ν ικ ό τ η τ α το υ Ιά γου, α λλά η ανατομία των ολέθριων ιρυχολογικών «πλεγμάτω Μ> κ α ι το υ καταστροφ ι κοί) φυλετικοί' ερανατισμβύ - α νατομ ία που οι δ ια σ τ ά σ εις τ η ς εκ τείν ο ν τ α ι πολύ π έρα α π ’ τ ι ς μ ν η σ ικ α κ ίες κ α ι τ ι ς δ υ σ τ υ χ ίες μ ερ ικώ ν π ρ ο σ ώ π ω ν . Αλλά ο Ιά γ ο ς δεν θα κ α τ ό ρ θ ω ν ε να ε ξ ο ν τ ώ σ ε ι τον Οθέλλο, αν δεν ε ίχ ε ακού σιο σ ύ μ μ α χ ό του τ ο ίδιο τ ο θ ύ μ α το υ : τ ο σφ ά γ ιο ή τα ν έτο ιμ ο γ ια τ ο μαχαίρι επ ειδ ή είχ ε « ε λ α τ τ ω μ έ ν ε ς (ψ υχολογικά κ α ι κοινω νικά ) α ν τ ισ τ ά σ ε ις » . Α ν α ζ η τώ ν τα ς τ ι ς εσωτερικές (ε γ γ ε ν ε ίς ) α ιτ ίες τ η ς π τ ώ σ η ς το υ Ο θ έλ λ ο υ , ορισμένοι σ χ ο λ ια σ τ έ ς 40412ανατρέχουν σ τον Α ρ ισ τ ο τ έ λ η , π ου ορίζει ω ς τραγικόν ή ρ ω α εκείνον π ο υ , « ε ν ώ β ρ ίσ κ ετ α ι σ ε μ εγ ά λ η δόξα κ α ι ε υ τ υ χ ία , π έ φ τ ε ι σ τ η δ υ σ τυ χ ία , όχι εξα ιτία ς τ η ς κ α κ ία ς ή τ η ς μ οχθη ρία ς το υ , α λ λ ά α π ό κάπ οιο ιιεγάλο σφάλμα» (« αμαρτίαν))) Π οια μ π ο ρ εί να είναι η « α μ α ρ τ ία » του Ο θ έλ λ ο υ ; Ό π ω ς κ α ι άλλοι σ α ιξ πηρικοί ή ρ ω ε ς (Β ρ ο ύ το ς, Α μ λ ε τ , Κ ο ρ ιο λ α ν ό ς),'2 ο Ο θ έλ λ ο ς α π ο τ ε λ ε ί ακραίο είγ μ α κ α ι θ ύ μ α ε σ ω τ ε ρ ικ ώ ν αντιφάσεων κ α ι μ ετ α μ ο ρ φ ώ σ εω ν : Μ αύρος α υ τό ς, ζ ε ι, κ α ι υ π η ρ ε τ ε ί σ ε ένα κ ρ ά το ς λ ευ κ ώ ν μόνο γ ια χ ρ ή μ α . Α πα ρα ίτητος σ τ ρ α τ ιω τ ικ ά σ τ η ν Β ε ν ε τ ί α , ν ιώ θ ει ω σ τ ό σ ο « π α ρ ία ς» κοινω νι 40. Βλ. A LEXA N D ER (1955), G. Μ. M ATTHEW S, σε K E T T L E (1964), σελ. 138-139, G .K . HUNTER σε C am bridge (1986), σελ. 131. 41. ((... τ ις τ ω ν εν μ εγ άλ η δόζη δ ν τω ν κ α ι ευ τυ χ ία (Οιδίπους, Θυέστης) μ ετα β ά λ λ ου ν εις rijν δ υ σ τ υ χ ία ν ... (ού) δ ια κ α κ ία ν κ α ί μ ο χ θ η ρ ία ν ... άλλα St’ α μ α ρ τ ία ν ... μ εγ άλ η ν » , Π οιτμ ι- κη, XIII, 3 -4 , 1453α. 42. Βλ. πιο πάνω, σελ. 146 επ., 173 επ., και πιο κάτω , σελ. 290 επ. ί 14 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε ΞΟ ΥΣ Ι Α Σ κά εξαιτίας φυλής και χρώματος. Νικηφόρος πολέμ.αρχος, αιχμαλωτίζεται α πό μια νεαρή άβγαλτη κοπέλα, που γίνεται «του στρατηγού ο στρατηγός». Ευτυχισμένος για τον γάμο του με την Δυσδαιμόνα, νιώθει ταυτόχρονα α νασφαλής, επειδή η αρχοντοπούλα τον παντρεύτηκε «παρά τη φύση της, τα χρό νια της, τον τόπο της, τη θέση της, τα πάντα», όπως λέει ο πατέρας της, Βρα- βάντιος (I, 3, 96), που ρίχνει, σαν πάρθειο βέλος, και την πρώτη πέτρα στον κήπο τη ς ευτυχίας του: «Γέλασε τον πατέρα της, μπορεί και σένα» (I, 3, 293).4344456 Ικανότατος στο πεδίο τη ς μάχης, είναι ανίκανος στο πεδίο τη ς μονομα χίας με λογοκόπους και δολοπλόκους. Α ποτέλεσμα: Αυτός ο στρατηγικά ((ιδιοφυής)) δεν υποψιάζεται τα στρατηγήματα ενός λογομάγειρου του στρατώνα. Αυτός ο ευγενικός, τρυφερός, ευαίσθητος " μ ε ταμορφώνεται σε βίαιο, τυραννικό, θηριώδη, όταν αρχίσει ν’ αμφιβάλλει. Αυτός ο δίκαιος απέναντι σε όλους καταδικάζει σχεδόν αναπολόγητη την άφταιγη Δυσδαιμόνα, πιστεύοντας π ω ς κάνει πράξη δικαιοσύνης'1" και, τ ε λικά, καταδικάζει τον εαυτό του όταν ανακαλύπτει την τερατώδη αδικία του. Η μεγαλύτερη «αντίφαση)) του Οθέλλου είναι ότι αυτός ο τραχύς στρα τιώ τη ς, ο ((βάρβαρος», είναι ποιητής όχι μόνο τη ς γλώσσας αλλά και του έ ρωτα. Α νέγγιχτος ερωτικά ω ς το μεσοστράτι τη ς ζωής του, βυθίζεται στη μαγεία του απόλυτον έρωτα όσο κανένας νεαρός Ρωμαίος,47 για να μ ετα π έ- σει στην απόλυτη όιρη]ση τον έρωτα και να φτάσει στο απόλυτο τέλος τη ς « ε- ρώμενης» και του εαυτού του. Τέλος που σηματοδοτεί την επιστροφή] άτονο») χικόν απόλυτο έρωτα. Ακόμα και στο κατώφλι του φόνου, η Δυσδαιμόνα ε ί ναι για τον Οθέλλο «το φως», «υπέρτατο αριατούρ·/'ημα εξαίσιας πλάσης» (V, 2, 7, 11). Ο στραγγαλισμός τη ς δεν αποπλύνει την φανταστική μοιχεία τη ς, αλ 43. Κι αυτό το λέει όχι μόνο ο δόλιος Ιάγος (III, 3, 58), αλλά κι ο άδολος Κάσσιος: « Ε ί ναι τον τρανυυ αρχηγού μας αρχηγός» (II, 1, 74). Κι ο ίδιος ο Οθέλλος λέει, σ ε ανύποπτο χρό νο, στην αρχή του έργου πως «δούλωσε τ ψ άοικη λευτεριά του μ ε το γά/uo» (I, 2, 26). 44. Και θα το επαναλαβει ο Ιάγος: <ιΓ έλασ ε τον π ατέρα της για να σε τιάρει», αφήνοντας πολυσήμαντα αποσιωπητικά (III, 3, 206). 45. «Κ αρδιά ανοιχτή και λεύτερη», «π ισ τός, γενναίος και αγ απ άει» , ομολογεί για τον Μαύρο ακόμα κι ο Ιάγος (I, 3, 393, II, 1, 283). 46. «Το σ π α θ ίτ η ς Δικαιοσύνης...» (V, 2, 17). « Π ερπ άτη σ α π άνω σ ε δίκαιη βάση» (ό .π ., 139). </0,τι έκαιια, δεν το έκαμ α α π ο μίσος, μόνον για τιμή» (ό .π ., 293). 47. «Έ νας που αγ άπ η σ ε οχι συνετά, μ α π ά ρ α πολύ», λέει πριν απ το τέλος του ο ίδιος (V, 2, 343). Και πρωτύτερα, όταν αρχίζει να τον ροκανίζει η λάμια της υποψίας: «Ά μ α δε σ ’ α γαπ ώ , χάος ξανάρχεται» (III, 3, 92). ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΑΟΙ» 215 λά την δική του παράκρουση και ολοκληρώνει, τον έρωτά του («Θα σε σκο τώσω και, μετά θα σ’ αγαπώ», ό.π., 19), που τον σφραγίζει μ ’ ένα φιλί πριν και μετά τον αφανισμό τη ς και τον δικό του: Σ ε φίλησα, σε σκότωσα, άλλο δεν μπορώ παρά να σε φιλήσω και να σκοτωθώ. (I kissed thee ere I killed thee. No way but this, Killing myself, to die upon a kiss.) (V, 2, 358) Λ ίγ ε ς μ έρ ες νω ρ ίτερ α , φ τά ν ο ν τα ς σ τ η ν Κ ύ π ρ ο κ α ι φ ιλ ώ ν τ α ς τ η γ υ ν α ίκ α το υ , ε ίχ ε π ε ι: Αν ήταν τώρα εδώ να πέθαινα, θα πέθαινα υπερεντυχισμένος' τι, φοβάμαι πως ένιωσε τόσο απόλυτη χαρά η ψυχι) μου που άλλί] μακαριότητα σαν τούτη δε θ’ ακολουθήσει στο άγνωστο το πεπρω/τάνο. (II, 1, 202) Η διπλή ειρ ω ν εία είνα ι, α π ’ τ η μ ια , π ω ς αν π έθ α ιν ε εκείνη τ η σ τ ιγ μ ή , θα ζούσαν οι άλλοι - ό μ ω ς έ ζ η σ ε , και π έθα να ν όλοι, κ ι ο ίδιος. Α π ’ τη ν ά λλη, π ω ς η ευ χ ή του γ ια θάνα το μ έ σ α σ τ η ν υ π έ ρ τ α τ η ε υ τ υ χ ία του α ν τ α μ ώ μ α τ ο ς μ ε τη ν Δ υσδα ιμ όνα π ρ α γ μ α το π ο ιείτ α ι τ ρ α γ ικ ά μ έ σ α σ τ η ν έ σ χ α τ η δ υ σ τυ χ ία του φόνου-χωρισμ,ού το υ ς. Τ η ν σ ύ ν το μ η σ υ μ β ίω σ ή το υ ς σ η μ α δ εύ ε ι α π ’ τη ν αρχή ο Έ ρ ω ς -Θ ά ν α τ ο ς (το υ ς έν ω σ α ν οι α φ η γ ή σ εις του γ ια το υ ς π ο λέμ ο υ ς ό που π ή ρ ε μ έρ ος) κ α ι τ η σ υ μ β ο λ ίζει η ω ρα ία π α ρ ή χ η σ η k is s -k ill τ ω ν τ ε λ ε υ τα ίω ν λόγω ν του (V, 2, 358). Κ ι όταν, πριν α π τη ν π ρ ά ξη το υ , τ η ς λ έ ε ι π ω ς α υ τό που θα κ ά ν ει δεν ε ί ναι «φόνος», α λ λ ά «θυσία» (V, 2, 65), μ ιλ ά ει -ε κ ο ύ σ ια ή α κ ο ύ σ ια - γ ια θυ σία όχι μόνο τ η ς Δ υσδα ιμ όνα ς α λ λ ά και του εαυτού τον, αφού σβ ήνοντα ς τ ο «φως» το υ , ξα να γυρ ίζει σ τ ο «χάος», ό π ω ς είχ ε π ε ι. Σ τ ο υ ς σ υ γ γ ε ν ε ίς τ η ς Δ υ σ δ α ιμ ό ν α ς, π ου τον αναζητούν, φ ω ν ά ζει' «Αυτός που ήταν ο Οθέλλος, εδώ είμαι» (V, 2, 284), σαν α ν τίλ α λ ο ς τ η ς Ε κ ά β η ς : «Δεν είμαι, ήμουν». Τ η ν πα ρ α μ όρ φ ω σή του α π ’ τ η ζήλια κ α ι τ ο έ γ κ λ η μ α («δεν είναι πια αυτός που ήταν») ο α ν έσ π ερ ο ς έ ρ ω τ ά ς το υ τη ν μ ε τ α λ λ ά σ σ ε ι σ ε αναμόρ φ ω σ η : τη ν ύ σ τ α τ η σ τ ιγ μ ή , ξαναγίνεται αυτός που ήταν. Ω σ τ ό σ ο , η (α ρισ τοτελική) ((αμαρτία», τ α ((λάθη)), οι α ντιφ ά σεις του Ο θ έ λ - λου έχουν τ η ρίζα τους σ τη ν β αθύτερη αμαρτία τ η ς κοινωνίας όπου β ρ έθ η κ ε, κ α - O John G ielgu d, Ο θέλλος, κ α ι ο Ian B a n n e n , Ιάγ ο ς. Λονδίνο, R oyal Shakespeare C om pany, 1961. ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» 217 θώς παρατηρεί ο G. Μ. Matthews. Μιας κοινωνίας που αδιαφορεί αν ένας έρω τας-γάμος είναι γνήσιος, άπεφθος, ανθρώπινος, αλλά ενδιαφέρεται μόνο για την τήρηση των δικών τη ς προδιαγραφών, για το κοινωνικά, φυλετικά, ταξικά, οι κονομικά «ορθόν και αρμόζον)). Αν -μ ε τα δικά της κριτήρια- είναι απαράδεκτο «λάθος)) ένας «αταίριαστος)) γάμος, αποτελεί πολύ πιο ουσιαστικό και αντιαν- θρώπινο λάθος η καταδίκη τη ς ένωσης δύο ανθρώπων που στηρίζεται σε ειλι κρινή αισθήματα και όχι σε εθιμικές συμβάσεις, προκαταλήψεις, υπολογισμούς. Α ν τίθ ετα με τους άντρες τους, η Δυσδαιμόνα και η Εμίλια είναι ακέριες, στέρεες, γενναίες, χωρίς αντιφάσεις, παλινωδίες ή πανουργίες. Ιδανική ερωτευμένη, η Δυσδαιμόνα δεν κάνει την παραμικρή έκπ τω σ η στα αισθήματά τη ς, όσο κι αν την προσβάλλει και τη χτυπά ο Οθέλλος. Μ έ νει ω ς το τέλος αυτό που τη διαβάλλει ο Ιάγος ότι δεν είναι: π ιστή κι ερω τευμένη με τον άντρα τη ς. Αν και τόσο νέα, ερωτεύεται με την ψυχή, όχι με τα μάτια («Στο τιρόσωπο τον Οθέλλου είδα το πνεύμα του», I, 3, 255). Αν και αρχοντοπούλα, δεν είναι διόλου «υπερλεπταίσθητη Βενετσιάνα», όπως την ειρωνεύεται ο Ιάγος (I, 3, 353). Έ χει το θάρρος όχι μόνο ν' ακολουθήσει τον «βάρβαρο)), αλλά και να υπερασπιστεί μπροστά στο Συμβούλιο με αλύγιστη παρρησία τον έρωτά τη ς και την πράξη τη ς. Κ ι έτσι μένει ω ς την στερνή πνοή τη ς: Καταλαβαίνει π ω ς ο φόνος τη ς δεν είναι έργο μίσους αλλά αγά πης και, ξεψυχώντας, λέει το μόνο ψέμα τη ς ζωής τη ς: αθωώνει τον φονιά τη ς, παίρνει απάνω τη ς την ευθύνη και στέλνει με την αλαφιασμένη Εμίλια ύστατο χαιρετισμό στον παραπλανημένο: Κανένας, μόηη| μου ("σκοτώθηκα) · έχε γεια: μίλα για μένα στον καλό μου τον κύριο · έχε γεια! (V, 2, 125) Ολότελα διαφορετική σε ηλικία, τάξη, χαρακτήρα, η Εμίλια αναδείχνε- ται καταλντης ηρωικός της τραγωδίας. Αυτή η απλή μικροαστή, που ξέρει τις 48. Σ ε K E T T L E (1964), σελ. 139. 49. Το όνομά της ετυμολογείται από το ελληνικό «δυσδαίμων» = κακοδαίμων, κακότυ χος, δυστυχισμένος (βλ. ΑΙΣΧΤΑΟΥ, Ε π τ ά επ ί Θήβας, σ τ . 827, ΣΟΦΟΚΛΗ, Αντιγόνη, στ. 974, ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Νόμοι, 905 c ), αποτελώντας προμάντεμα της μοίρας της. Αυτή την έννοια έ χει και στο διήγημα του CINTHIO, που το γράφει D isdem ona (το ί και το y αποδίδουν το ελληνικό υ), ενώ ο Σαίξπηρ αλλάζει το i σε ε, ίσω ς για λόγους προφοράς. Βλ. και BLOOM (1964), σελ. 72, σημ. 44. 2S8 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Laurence O livier, Οθέλλος, κ α ι η M aggy Sm ith, Δ νσδαιμόνα. Λονδίνο, Ε θνικό Θ έατρο, 1964. μικρότητες τη ς τρέχουσας ζωής, η αφοσιωμένη ακόλουθος, η πειθήνια στις εντολές του άντρα τη ς, μεταμορφώνεται σε Εριννα όταν ανακαλύπτει π ω ς έ γίνε ακούσια συνεργός του, κλέβοντας το μαντίλι τη ς κυράς τη ς. Και, ακρά τη τα , ξεσκεπάζει τις ατιμίες του και κάνει την δική τη ς «θυσία», αψηφώ ντας τις απειλές του και το μαχαίρι του («Κι αν ουρανός κι άνθρωποι, και διά βολοι όλοι, / όλοι μι: φοβερίσουν, όλοι, θα μιλήσω» (V, 2, 223). Και μαχαιρωμένη α π ’ τον άντρα τη ς, πεθαίνει πλάι στην κυρά τη ς με μια λυρική αναφώνηση: θ α γίνω τώρα κύκνος, να σβήσω τραγουδόνντας. (I will play the swan And die in music.) (V, 2, 245) ΟΙ ΕΠΑΡΑΤΟΙ «ΑΛΛΟΙ» 219 Ο θάνατος κι η αλήθεια κάνουν αυτή την «πεζή» γυναίκα σπαρακτικά ποιητική. Ο Ιάγος ήθελε να καταντήσει τον Οθέλλο αποδιοπομπαίο τράγο και συ- ζυγοκτόνο. Ο Οθέλλος σκοτώνει την Δυσδαιμόνα για ν’ αποδώσει «δικαιο σύνη». Τελικά, οι δύο γυναίκες γίνονται πρόβατα επι σφαγήν, που ο θάνα τός τους θα σταθεί όργανο δικαιοσύνης. Και δεν είναι, βέβαια, τυχαίο που ο ποιητής τις «προίκισε» με τις δύο ευγενικότερες φράσεις του έργου. 0 Οθέλλος είναι από τα πιο ειραινικά έργα του Σαίξπηρ: όλα, εκεί, ανατρέ- πονται, όλα αποδείχνονται άλλο α π ’ αυτό που φαίνονται', ο χρωματικά μαύρος είναι ψυχικά πάλλευκος, ο άσπρος κατάμαυρος... ο «πολιτισμένος» Βενετσιά- νος πιο βάρβαρος α π’ τον «βάρβαρο» Αφρικανό... η τιμιότητα αποδείχνεται ατιμία... η αλήθεια ψέμα... η π ίστη απιστία και η απιστία π ίστη μέχρι θα νάτου... τα «ιδιοφυή τεχνάσματα» παγίδα για τον αρχιτεχνίτη. Σ την περίπτω ση του τελευταίου, η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός. Ο Ιάγος, που έχει στηρίξει την ύπαρξή του στην α π ά τη —όλοι τον λένε «τίμιο))— και τις μηχανορραφίες του στην δήθεν α π ά τη τη ς Δυσδαιμόνας, τελικά αφανίζε ται από την πιο απροσδόκητη αιτία: την « απάτη » της γυναίκας του, που ε κείνος την είχε για άβουλο όργανό του, αλλά αυτή τον «προδίνει», ξεσ κεπ ά ζοντας την αλήθεια για τα έργα του, με θυσία τη ς ζωής της. Μια ακόμα ειρωνεία αποτελούν τα «μάγια», τα «μαγικά»: Μη μπορώ ντας να καταλάβει π ώ ς η κόρη του «παρά τη φύση της, τ α χρόνια της, τον τό πο, τη θέση της» ερω τεύθηκε έναν μαύρο, ο Βραβάντιος πιστεύει π ω ς ο Οθέλλος τη ς έχει κάνει μάγια, με «ενέργειες σατανικές» (I, 1, 102). Η Δ υσ δαιμόνα νομίζει π ω ς το περιβόητο μαντίλι είναι μαγεμένο, μια και προκά- λεσε τέτοιαν αναστάτωση στον άντρα τη ς (III, 4, 101). Α λλά κι ο Οθέλλος, όταν συνέρχεται μετά τον φόνο, αναρωτιέται αν ο Ιάγος του έκανε μάγια, σαν άλλος Σατανάς. Φυσικά, ο Ιάγος τους διαψεύδει όλους: ξέρει π ω ς μαγι κός είναι ο λόγος - ποιητικός του Οθέλλου, που σαγηνεύει την Δυσδαιμόνα, συκοφαντικός ο δικός του, που αλλοφρονεί τον Οθέλλο. «Δουλεύουμε μ ε το νον κι όχι με μ άγια», θα πει στον πελαγωμένο Ροδρίγο (II, 3, 354). Α λλά κ αι στον λόγο απλώνεται η ειρωνεία: Ο Οθέλλος κατακτά την Δ υσ δαιμόνα με την ποίηση, τη «μουσική» του λόγου του. Ενώ ο Ιάγος ξεσ η κ ώ νει τον πατέρα τη ς με τις πρόστυχες κραυγές του, σπηρουνίζει τον Ροορίγο με «φούμαρα», φλομώνει τον Κάσσιο με συμβουλές-παγίδες και αφιονίζει -ον Οθέλλο με τα πανούργα λόγια του, τόσο, που ο Μαύρος καταντάει να μι λάει χυδαία όπως ο «υποβολέας» του και, αυτός, ο «καλλιτέχνης)), να τραυλί- 220 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ζευ Η λιγόλογη Εμίλια «καταστρέφει,)) τον άντρα τη ς με τον δικό τη ς λόγο. Και όλα τελειώνουν με θάνατο τον λόγον: όχι μόνο ο Οθέλλος, η Δυσδαιμό- να, η Εμίλια, ο Ροδρίγος σωπαίνουν για πάντα, αλλά και ο Ιάγος κλείνεται σε αδιαπέραστη σιωπή. «Ε δώ κι εμτιρός, π ο τέ δε θα ειπώ λέξη» (V, 2, 303) 50. Ο Οθέλλος δεν έχει αποσπάσει μόνο θαυμασμούς, αλλά και έντονες επικρίσεις από ορισμένους σχολιαστές, που φροντίζουν, μάλιστα, να βγάλουν απ’ το έργο διδάγματα ηθι κοκοινωνικά και γραφικότατα. Αυτή, άλλωστε, ήταν και η γενική πρόθεση του CINTHIO στους Ε κατόμνθούς του: να προσφέρει μαθήματα σχετικά με τον γάμο. Ο «Μαύρος της Βε νετίας» του μας πληροφορεί τι παθαίνει μια κοπέλα που παντρεύεται έναν άντρα διάφορε τικής φυλής, θρησκείας, τρόπου κοινωνικής ζωής (la natu ra. U Cielo, it m odo della vita)... Ενενήντα χρόνια μετά την πρώτη «διόασκαλία» του έργου, ο κλασικολατρης T h om as RYM ER («ο χειρότερος κριτικός που υπήρξε π οτέ», κατά τον M A CA U LA Y), μέσα στον οίστρο της διαβόητης επίθεσής του κατά του Σαίξπηρ, χαρακτήριζε τον Οθέλλο «αιματηρόν φ άρ σαν, ανάλατσν και ανούσιον», που δεν μας μαθαίνει παρά ότι. «αι καθω σπ ρέπει δεσποινίδες δεν ττρέπει να δραπετεύουν μ ε μαύρους χωρίς τ ψ σνγκατάθεσιν των γονέων tow., αι π ια ταί σύζυγοι πρέ π ει να φυλάσσουν μ ετά μεγάλης προσοχής τ α ασπρόρουχά των (το μαντίλι δα)... και οι σύζυγοι τιρέ- π ει να απαιτούν μ αθη μ ατικός αποδείξεις περί της απ ιστίας της συμβίας των, ττριν η ζηλοτυπία των Το παράδοξο είναι ότι τρεις αιώνες αργότερα, ο Τ. S. ELIO T βρί λάβη τραγικός διαστάσεις}.'. σκει... σωστές τις παρατηρήσεις του RYM ER, προσθέτοντας ότι «δεν έχει δει π οτέ καμιά π ει στικ ή αντίκρουσή τονς»\ Ο ηθικολόγος κόμης SH A FTESBU RY βεβαίωνε (1711) πως ο γάμος Οθέλλου - Δυσδαι- μόνας ήταν «μια τερατώ δη ς ένωσις», στηριγμένη «εις ψευδείς ισχυρισμούς ενός τσαρλατάνου και εις τ ψ αρρω σ τη μ έν φ (unhealthy) φαντασίαν μιας παραπλανΐ]μένης κόρης». Παρόμοιοι γάμοι με ταξύ ξένων «πρέπει να αποφεύγονται και να καταδικάζονται». Η λύση του έργου είναι «η δίκαια τιμωρία ημαρτημένων (fa u lty ) ατόμων»\ Βλ. RYM ER (1693), σελ. 146, SH A FTESBU RY (1711), I, 3, σελ. 290-293, ELIO T (1932), σελ. 97, 121, FLU C H L R E (1948), HALLIDAY (1957), σελ. 563, ΚΟΤΤ (1962), σελ. 109, RIBN ER (1960), σελ. 92, L E E C H (1962), σελ. 87-110, BLOOM (1964), σελ. 36, Β Α Τ Ε (1997). σελ. 178. Πόσο η κούφια «ιδεολογία» -αισθητική, ηθική, πο λιτική κτλ. κάνει κούφιους τους ανθρώπους, κριτικούς και μη! 6. Ε Ρ Ω Τ Α Σ Κ Α Ι Λ Α Γ Ν Ε ΙΑ , Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η Κ Α Ι Π Ο Λ Ε Μ Ο Σ Τ ρω ίλος κ α ι Χ ρυσίδα - Μ ε τ ο ίδιο μέτρο —Α ντώ νιος κ α ι Κ λ εοπ ά τρ α Lechery, lechery, still wars and lechery! (Λ αγνεία,, λαγνεία· όλο πόλεμος και λαγνεία!) ( Τρωίλος κ αι Χρυσίδα, V, 2, 190) M an, proud man, Dressed in a little brief authority... (... άνθρω πε συ, περήφανε άνθρω π ε, που εντνθης μικρι/εξουσία εφήμερη]...) (Μ ε το ίδιο μέτρο, II, 2, 117) ..fT is paltry to be Caesar; Not being Fortune, h e ’s but F ortu n e’s knave, A minister o f her m il. (Ε ίν ένα τίποτα το να ’σαι Κ αίσαρ. Αφοί) δεν είν’ αυτός η Μ οίρα, έχει τη Μ οίρα αφέντη, κ αι κάνει ό,τι θέλει εκείντ/.) (Αντώνιος κ αι Κ λεοπάτρα, V, 2, 2) Α ν και τόσο ανόμοια τα τρία τούτα έργα, τα ενώνουμε εδώ επειδή σ ’ αυτά διασταυρώνονται καίρια θέματα τη ς σαιξπηρικής δραματουργίας - αλλά με τρόπο και ύφος πολύ διαφορετικά από τα ομόθεμα έργα που είχαν προηγηθεί. Έχοντας αφήσει από καιρό πίσω του το εφηβικό ερωτικό μεθύσι του Ρω- μα'ιον και Ιουλιεττας και των νεανικών κωμωδιών του, ο ποιητής εικονίζει τον έρωτα στην πιο ταπεινή και ασελγή μορφή του ( Τρωίλος και Χρυσίδα) και στην ερωτική διελκυστίνδα μιας έωλης κοινωνίαε (Μ ε το ίδιο μέτρο), για να γυρίσει αργότερα όχι στο αγνό ερωτικό αίσθημα τη ς Βερόνας, αλλά σ ’ ένα θυελλώδες καταστροφικό πάθος, α π ’ όπου δεν λείπουν ούτε η λαγνεία ούτε η ερω τικο-κατακτητική διαπραγμάτευση (Αντώνιος κ αι Κ λεοπάτρα). 222 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ Α Ι Ξ Π Η Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Α π ’ την άλλη, ο Σαίξπηρ απομυθοποιεί τον πόλεμο και την πολιτική, που δεν είναι παρά αιματηρή διελκυστίνδα ανάμεσα σε αδίστακτους, αρχο λάτρες και εγωλάτρες η γ έτες, ολότελα αδιάφορους για τις χώρες «τους», τους λαούς «τους» και τις πατριωτικές και ηθικές «αρχές» που επικαλού νται αδιάκοπα για να διαβουκολούν τις «μ,άζες». α. Τρωιλο? κ α ι Χρυσιδα1 «Α ινιγματικό» έχει χαρακτηριστεί το έργο τούτο. Π ρώτα, η χρονολογία τον είναι αβέβαιη: οι σαιξπηριστές το τοποθετούν κ ά π ο υ ανάμεσα στο 1598 και το 1602. Η χρονολόγηση τη ς συγγραφής του δεν είναι απλό ((φιλολογικό» θέμα- έχει σημασία επειδή ο Τρωίλος κ αι Χ ρνσίδα σημειώνει μια καίρια «στροφή» στην οπτική και στο ύφος του Σαίξπηρ. Έ π ειτα , είναι αβέβαιο π ό τε κ αι αν παραστάθη κε όσο ζούσε ο ποιητής. Π ι θανολογείται π ω ς πρωτοπαίχτηκε σε μιαν α π’ τις ((Inns of Court» (τις τ έ σ σερις Νομικές Σχολές του Λονδίνου, όπου δίνονταν και θεατρικές παραστά σεις), για ένα «ειδικό», μορφωμένο κοινό, που αρεσκόταν στη σάτιρα - είδος ιδιαίτερα « τη ς μόδας» εκείνη την εποχή. Αναφέρεται, ακόμα, π ω ς οι σαρ κασμοί του έργου για τον πόλεμο και τους στρατιωτικούς στοιχίζονταν με τις διαθέσεις του βασιλιά Ιάκωβου, που αντιπαθούσε πολέμους και πολεμιστές. Εξάλλου, το έργο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ούτε τραγω δία, μια και δεν έχει τραγικό τέλος, ούτε πάλι κω μω δία, αφού πολλά δραματικά συμβαίνουν σ ’ αυτό. (Ω στόσο, κατά παράδοση, τοποθετείται μαζί με τις τραγωδίες.) Ίσ ω ς, ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός του θα ήταν ((σατιρικό ιλαρόδραμα». Ακόμα πιο «αινιγματικό» όμως είναι το θέμα του έργου και, προπάντων, ο τρόπος που το χειρίστηκε ο ποιητής. Αφετηρία του ήταν, φυσικά, η Ιλιάδα. Α λ λ ά ά μ εσ ες πηγές του στάθηκαν οι μεσαιωνικές ρομαντικές εκδοχές τη ς ιστορίας των δύο εραστών: τόσο το ποίημα του Geoffrey Chaucer, Troilus and Criseyde (1379/83), που κι εκείνο εί χε βασισθεί στον Filostrato του Βοκκάκιου, όσο και το ιπποτικό μυθιστόρημα του Benoit de Saint-More, Roman de Troue, όπως μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον William Caxton, με τίτλο The Recuyell o f the Historyes ofTroye (1469). % Β λ . DRYDEN, Πρόλογος στο έργο (1679), HAZLITT (1817), CHARLTON (1938), C A M PBELL (1943), B E T H E L L (1944), ELLIS-FERM O R (1945), W . KNIGHT (1949), KNIGHTS (1950), R E ES E (1961), KOTT (1962), PARROTT (1962), K E T T L E (1964), K EETO N (1967), ROWSE (1984), GIRARD (1990), B A T E (1997). Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ Λ ΑΓ ΝΕ ΙΑ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΙΟΛΕΜΟΣ Α λλά το σαιξπηρικό έργο κάθε άλλο παρά ρομαντικό και ιπποτικό είναι: Στον έβδομο χρόνο του Τρωικού πολέμου, οι Έ λληνες πολιορκητές -π ισ τοί στην πατροπαράδοτη Διχόνοια- δεν παύουν να αλληλοτρώγονται για πρω τοκαθεδρίες και λάφυρα, και οι Γρώες να διαφωνούν αν πρέπει ή όχι να δώ σουν πίσω την Ελένη στον Μενέλαο, ώ σ τ ε να λήξει ο πόλεμος. Σ το μεταξύ, ο νεότερος -και νεαρότατος- γιος του Πριάμου Τρωίλος ε- ρωτοχτυπιέται με την Χρυσίδα (κόρη του μάντη Κάλχα, που είχε αυτομο- λήσει στους Έ λληνες) κι εκείνη του το ανταποδίδει —προπάντων, χάρη στην επίμονη «μεσιτεία» του θείου τ η ς Πάνδαρου, που διαφημίζει ακατάσχετα τις χάρες του ενός στον άλλον. Οι δυο νεαροί σμίγουν κάτω α π’ τη σ τέγ η και τη σ κέπ η του Πάνδαρου - αλλά την άλλη μέρα κιόλας, οι Έ λληνες ζητάνε ν’ ανταλλάξουν τον Τρωαδίτη αιχμάλωτο Αντήνορα με την όμορφη κόρη του μάντη. Τόσο ο Τρωίλος όσο και η Χρυσίδα, αν και «απαρηγόρητοι», ενδί δουν χωρίς πολλά πολλά. Ο Τρωίλος παραδίνει την Χρυσίδα στον απεσταλ μένο των Δαναών Διομήδη σαν να ’ταν εμπόρευμα, η κοπέλα ακολουθεί π ει- « Η π ρ ώ τ η συνάντη ση τ ο ν Τ ρω ίλ ον μ ε την Χ ρυσίδα». Σ κη νή α π ό το π ο ίη μ α του Β οκ κ άκ ιο υ «Filostrato» (1338), εμ πνευσμένο από το σχ ετικό επ εισόδιο το υ τρω ικού κύκλου. Σ χ έδιο τ ου ΙΔ' ακθνα σ ε χειρόγραφο το υ έργου. Φ λω ρεντία, Ε θνική Βιβλιοθήκη. 224 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι ΑΣ θήνια τον Έλληνα, ο οποίος και την ερωτεύεται, εκείνη του το ανταποδίδει (ξανά!) και ο Τρωίλος εισχωρεί στο στρατόπεδο των Δαναών, όπου και π α ρακολουθεί, ανήμπορος ή άβουλος, τις ερω τικές αψιμαχίες τους. Τ ις ίδιες ώ ρες, ο Έ κτορας, αν και άοπλος, σκοτώνεται άνανδρα α π ’ τον Αχιλλέα και ο πόλεμος συνεχίζεται χωρίς τέλος. Κ α ι μόνο α π ’ αυτή την ισχνή περίληψη καταφαίνεται η ιδιοτυπία του έργου, που θα μπορούσε να έχει τον υπότιτλο Το γκρεμισ/Μ μιας αυταπάτης. Ή , σ ω στότερα, δύο: τη ς αυταπάτης τον ρομαντικού έρ ω τα και τη ς αυταπάτης του η ρ ω ικ ο ί πολέμου. Α υταπάτες που κι ο ίδιος ο Σαίξπηρ τις είχε όχι μόνο συμ μεριστεί, αλλά και απαρομοίαστα υμνήσει: Λίγα μόλις χρόνια πριν, ο ακατα μάχητος ιδανικός έρωτας έπαιρνε στο Ρ ω μαίος κ αι Ιονλιέχτα (1594-1595) την πιο τραγική μορφή του -κ α ι στις νεανικές κω μω δίες την πιο χαρούμενη. Ο Γάλμποτ, πάλι, του Ερρίκον ΣΤ' (1590-1592) και, προπάντων, ο Ερρίκος Ε ' (1598-1599) γίνονταν το πρότυπο του ιδανικού πολέμαρχου, προικισμένου μ ’ όλες τις στρατιω τικές κι ανθρώπινες αρετές. Σ τα έργα εκείνα, δραματικά ή κωμικά, ο έρωτας κι ο πόλεμος εικονίζονταν με τα πιο αστραφτερά χρώμα τα, σαν οι κορυφαίες εκφάνσεις τη ς ψυχικής και κοινωνικής ζωής - αγώνες κι οι δυο γεμάτοι ευγένεια, αυταπάρνηση, μεταρσίωση. Ο Σαίξπηρ ακολου θούσε, εκεί, τον μεσαιωνικό, φεουδαλικό «κανόνα», που ύψωνε τον πόλεμο και τον έρωτα σε ιδανικά του ανθρώπινου βίου.2 Α λλά στον Τρωίλο, τα «ιδανικά» αυτά τα ξεγυμνώνει και τα κουρελιάζει ο ίδιος ο ποιητής, με ανελέητο σαρκασμό και κυνικότητα. Παίρνοντας θέμα του τον πιο μυθικό, τον πιο «ηρωικό», τον πιο τραγουδισμένο πόλεμο, τον Τρωικό -που αφορμή του στάθηκε ο έρωτας Πάρι - Ε λ έν η ς- γκρεμίζει σαρδονικά τον μύθο του πολέμου και τον μύθο του ήρωα. Ιδιαίτερα, του Έλληνα ήρωα. Μ πο ρεί ο Τρωίλος να λέει π ω ς «Οι Έ?ιληνες έχουν θάρρος, μ ε το θάρρος γνώ ση. /σκλη ράδα με τη γνώση, αντρεία με τη σκληράδαν (I, 1, 7), αλλά στο έργο κάθε άλλο παρά τέτοιοι δείχνονται. Ο θρυλικότερος α π’ όλους, ο Αχιλλέας, δεν είναι εδώ παρά ένας ξυπασμένος, τεμπέλης, χαροκόπος, που κυλιέται ολημερίς στο στρώ μα με την «αρσενική πόρνί) του» (V, 1, 16), τη «σκύλα» του, τον Πάτροκλο (II, 1, 109), κι επιπλέον ένας άναντρος παλληκαράς. Ο «ποιμήν λαών» Αγαμέμνων είναι ένας άβουλος, εύπιστος καραβανάς. Ο Αίας, ένα βουνό από ηλίθιες σάρ κες. Κ ι έτσι όλοι τους. Ο Θερσίτης τους περιγράφει σαρκαστικά: 2. Με εξαίρεση, φυσικά, τους εμφύλιους πολέμους, που ο ποιητής στηλίτευε αδιάκοπα στα ιστορικά δράματά του. (Βλ. πιο πάνω, σελ. 78 επ.) Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ Λ Α Γ ΝΕ Ι Α , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 225 Ο Αγαμέμνων είναι μπούφος, που λέει π ω ς είναι αρχηγός του Α χιλλέα· ο ΑχύI λέας είναι μπούφος, που έχει αρχ>]γό τον Αγαμέμνονα' ο Θερσίτης είναι μπούφος που υπηρετεί αυτόν τον μπούφο* κι ο Π άτροκλος, μπούφος ατόφιος. (II, 3, 58) Εξαίρεση στην μπουφοσύναξη, ο Οδυσσέας. Αυτός, μάλιστα, προσπαθεί να λύσει, την «κρίση» που προκάλεσε στο ελληνικό στρατόπεδο η αποχώρη ση του Α χιλλέα από τις μάχες, εκφωνώντας μακρότατο λόγο για την πρω ταρχική σημασία τ η ς τάξης και της ιεραρχίας (σ ένα κράτος, σ ’ ένα στρατό κτλ.). που αν διασαλευθούν, γκρεμίζονται τα πάντα.0 Ο λόγος αυτός (I, 3, 81 επ.) θεωρήθηκε από τους «συντηρητικούς» σχολιαστές σαν υπέρτατη έκ φράση των πολιτικών ιδεών του ίδιου του Σαίξπηρ, που -είπ α μ ε- τον πα ρουσιάζουν σαν υπέρμαχο του κατεστημένου. Παραβλέπουν, ωστόσο - ή παραλείπουν σκόπ ιμ α - την ειρατνεία τη ς συνέ χειας. Για τί ο ίδιος ο Οδυσσέας, ο «δάσκαλος που δίδασκε», ανατρέπει αμ έ σως τ ψ τάξη κ αι τ ψ ιεραρχία: π ίσ ω α π’ την π λ ά τ η του υπεραρχηγού Α γαμέ μνονα, βυσσοδομεί με τον γέρο- Νέστορα να παραμερίσουν με τέχνασμα τον Αχιλλέα (που ήταν ο πρώτος απ όλους στην ιεραρχία μετά τον Αγαμέμνο να, «το νεύρο κ αι το μ πράτσο τον στρατού», κατά τον ίδιο τον Οδυσσέα, I, 3, 143) και να βάλουν σ τη θέση του τον « μπούφο» Αίαντα, «για να μαδήσονν τα φτερά του Α χιλλέα» (ό.π., 385). Κ ι ο προφήτης τη ς τάξης σπέρνει τη διχό νοια: «δυο μούργοι θ’ αλληλοσωφρσνιστσύν η ξιπ ασιά θα ’ναι το κόκαλο π ου θα ε ρεθίσει τ α θεριά», γαυριά ο «σοφός» Νέστορας (ό.π. 389). Άσφαλτα ζυγιάζει το «κόλπο» τους ο Θερσίτης: ... τους ψεύτορκονς φ αγαπσντες ( ...) το ποντικοφαγω μένο ξεροτνρι τον Ν έστο ρα κ α ι τη σκνλαλεπσύ τον Ο δυσσέα, που η πολιτική τους δεν αξίζει οίκ ε ένα β α τόμουρο ( ...) Β άλανε με πολιτική αυτόν τον μ πάσταρδο μούργο, τον Α ία, στη θέση του άλλον παλ,ιόσκυλου, πον δεν είναι καλύτερος, του Αχιλλέα' κ αι τώ ρα ο μούργος ο Α ίας έγινε πιο ξιπασμένος α π ό τον μούργο Αχιλλιέα κ αι δε θέλει να π ιά σ ει άρμ ατα σήμερα... Οι Έ λ λ ψ ες το γυρίζουν κι αυτοί στη βαρβαρότητα κι η πολιτική χάνει τ ψ ’ νπόλιγφή της. (V, 4, 8)3 3. Για, τον λόγο αυτό, βλ. πιο πάνω, στο κεφάλαιο «Η πολιτική ιδεολογία τ η ς Αναγέν νησης», σελ. 35 επ. 226 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι ΑΣ «Τρωίλος και Χρυσίδα» με σ&/χρονα κοστούμια. Σκηνοθεσία Tyrone Guthrie. Λονδίνο, 1955. Για μυριοστή φορά, η πατριωτικο-πολιτική ρητορεία διαψεύδεται στην πράξη και προδίδεται από τους ίδιους τους διαπρύσιους κήρυκές τη ς. Και η αγιοποίηση τη ς ιεραρχίας και τη ς τάξης ηχεί τόσο κούφια όσο και το νεότε ρο σύνθημα απατρίς - θρησκεία - οικογένεια». Οι Τρώ ες παρουσιάζονται ((καλύτεροι» - σίγουρα επειδή οι Ελισαβετια νοί θεωρούσαν την Αγγλία σαν Troynovant, σαν την Νέα Τροία. Α λλά ούτε εκείνοι έχουν αυταπάτες για τις αιτίες και τη «δικαίωση» του πολέμου, που τόσα χρόνια ρημάζει τα δύο στρατόπεδα: ξέρουν, όσο κι οι Έ λλη νες, π ω ς « ό λο το ζή τη μ α (ο καβγάς) είναι ένας κ ερ α τ ά ς κ α ι μ ια πόρντ]» («A ll the argum ent is a w hore and a cuckold ») όπως λέει ο Θερσίτης, (II, 3, 68) - ο Μενέλαος κι η Ελένη, βέβαια. Κ ι ωστόσο, Έ λληνες και Τρώ ες, « τρελοί κ ι α π ό τις δυο μεριές» (I, 1, 86'), συνεχίζουν τον παράλογο αυτό πόλεμο, επειδή σ η μ α σ ία δεν έχουν ούτε οι αφορμές ούτε το ((δίκιο» του π ο λ έμ ο υ , α λ λ ά ο π ό λ ε μ ο ς ο ίδιος, που υπηρετεί ά λ λ ε ς , πέρα α π ’ τις διατυμπανιζόμενες, σκοπιμότητες: τα συμφέ ροντα των ηγετών, τη ((δόξα» τους, τις ((αξίες» που έχουν επιβάλει στην αν θρώπινη αγέλη και που «εξιδανικεύουν» τη σφαγή. Σ τ η συνέχεια τη ς πιο Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ Λ Α Γ ΝΕ ΙΑ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 227 πάνω κραυγής του Τρωίλου, «Π ώ ς να μ ψ είναι / η Ε λέη ] ωραία, αφού καθημ ε ρινά τη βάφ ετε I μ ε το αίμ α σ ας;» (I, 1 , 86), η Ελένη αποτελεί ολοφάνερα το σύμβολο που εξωραΐζει, τον πόλεμο -= και τόσο περισσότερο, όσο πιο πολλά αίματα χύνονται γ ι' αυτήν, αυτό. Κ ι ο έρωτας; Για τον Τρωίλο είναι περισσότερο πόθος και ηδονή παρά «αίσθημα», ενώ για την Χρυσίδα περισσότερο μέσο διαπραγμάτευσης τη ς ομορφιάς τη ς παρά μέσο «ένωσης δύο ψυχών». Και η μητρική Παραμάνα τη ς Ιουλιέττας γίνεται εδώ ένας μεσίτης τη ς ασέλγειας, ο Πάνδαρος, που δεν νοιάζεται παρά π ώ ς θα πλασάρει καλύτερα την «πραμάτεια» του. Κ α νένας τραγικός θάνατος δεν θα σφραγίσει την ιστορία τούτη - ο μόνος που πεθαίνει, πριν αρχίσει καν το έργο, είναι ο ρομαντικός έρωτας, θάνατον άδο ξο κι άθλιο, ανάμεσα στις ορέξεις του Τρωίλου και του Διομήδη, τον αμορα λισμό τ η ς Χρυσίδας και τα διαλαλητά του Πάνδαρου. Την αποστροφή του για τον σαρκικό, και μόνο, έρωτα, ο Σαίξπηρ την έ χει εκφράσει και σ ’ ένα α π ’ τα ωραιότερα Σονέτα του, το 129: Φρένων σπατάλη σ ’ έρημο αίσχους είναι η π ράξη της ηδονής· κι είναι ω ς τ ψ ττράξη η ηδονή ιρεντορκτ], φόνισσα, αιμοβόρα να σπαράξει, άγρια, ασυγκράτητη, σκληρή, προδότρα, ωμή. ώ σπ ου να τη χαρείς, κι εντνς ούτε τη θες, ξέφρενα τη ζητάς και μόλις τηνε βρεις ξέφρενα τη μισείς σαν δόλυνμα που το ’χάψες, επίτηδες βαλμένο για να τρελαθείς. Τρέλα είν’ ο πόθος της κ αι τρέλα ο χορτασμός πριν, κ α τά κ αι μ ετά, το τέρμ α απατηλό, η γέψη θεία ναι, η απόλαψ | καημός, πριν τάξιμο χαράς, μ ετά ένα όνειρο. Γ ν ω σ τ ά είν’ αυ τά, μόν ένα ο κόσμος αψ ]φ ά, ν’ α ρ η ετα ι θεά που σ ’ τέτοιον άδΐ] τους τραβά. Α π ό τον Ιούλιο Κ αίσ αρα πρόβαιναν κιόλας οι πρώ τες αμφιβολίες του ποιητή για τον μυθικό, «χαρισματικό» ηγέτη (ο Καίσαράς του δεν είναι, συχνά, πα- 4 4. Βλ. πιο πάνω, σελ. 139. 228 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ρά ένα αυτάρεσκο γερόντιο).4 Κ ι ο Ά μ λ ετ, μπρος στο θέαμα των κατορθω μάτων τη ς λαγνείας ανακράζει: «Αδυναμία, τ ’ όνομά σον είναι γυναίκα». Α λ λά τα προανακρούσματα αυτά δεν κάνουν λιγότερο απροσδόκητο τον Τρωίλο - όπου, ωμότατα, ο Σαίξπηρ διαλαλεί αυτό που έχει γίνει «τρέχουσα αλή θεια» στις μέρες μας: ό,τι θαρρούμε έρωτα δεν είναι συχνά παρά γυμνός πό θος κι ό,τι ανεμίζουμε σαν ((πατριωτισμό» δεν έχει συχνά καμιά σχέση με την αληθινή φιλοπατρία. Ο θαυμαστός ποιητής τη ς παλιάς αυταπάτης καταγ γέλλει, όχι λιγότερο θαυμαστά, την απάτη —και η οργισμένη αναφώνηση του Θερσίτη είναι και δική του κραυγή: Λ αγνεία, λαγνεία1 Όλο πόλεμος κ αι λαγνεία! Τ'αιοτ άλλο δεν κρατιέται στη μόδα. Φλογισμένος διάβολος να τους πάρει! (Lechery, lechery; still wars and lechery; nothing else holds in fashion; a burning devil take them!) (V, 2, 190) Αυτός ο Θ ερσίτης είναι, νομίζω, το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο του έργου. Ο Σαίξπηρ τον πήρε κατευθείαν α π ’ την Ιλιάδα (Β, 214, 216, 225, 234, 247), όπου παρουσιάζεται μία και μόνη φορά. Περιγράφεται. εκεί, με πολύ μελα νά χρώματα - κακόμορφος, κακόγλωσσος, θρασύς, υβριστής. Και, σ τη ρα ψωδία αυτή, βρίζει τον πολεμόχαρο και άρπαγα Αγαμέμνονα και παρακινεί τους άλλους Αχαιούς να γυρίσουν στα σπίτια τους και ν’ αφήσουν τον ((στρα τηλά τη» μοναχό του «να δει αν τους έχει ή όχι ανάγκη». Α λλά η επίθεση του άσημου και άσχημου Αιτωλού κατά του «ποιμένος λαών» Αγαμέμνονα, και μάλιστα σ τ η σύναξη όλου του στρατεύματος των Αχαιών, θεωρήθηκε ω ς η π ρώ τη αμφισβήτηση της «θεόδοτης» βασιλικής εξουσίας από έναν απλό πολίτη, που τολμά να «τα βάζει μ ε τους βασιλιάδες» («έριζέμ εναι β α σ ιλ εΰ σ ι» , Β, 214, 247) και να ξεσηκώνει τον στρατό σε ανταρσία. Η επίθεση αυτή χαρακτη ρίστηκε «σπέρμα της ελληνικής δτημοκρατίας». Κ αι, φυσικά, η βίαιη αντίδρα ση του Οδυσσέα -π ου χτύπ η σε και φίμωσε τον ((αναιδή» π ολίτη - αποτελεί τυπικό δείγμα αυταρχικής ((λογοκρισίας» και καταπίεσης.1’ Είναι εντελώ ς χαρακτηριστικό π ω ς από αυτό τον φευγαλέο ((κομπάρσο» του ομηρικού έπους, ο Σαίξπηρ έπλασε έναν ολόκληρο χαρακτήρα, που παί- 56 5. V. EH REN BERG , σε Oxford C lassical D iction ary, λήμμα ((D em ocracy)). 6. Ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ λέει (Αληθής Ιστορία, Β , 118) π ω ς, στον Άδη, ο Θερσίτης μήνυσε τον Όμηρο (με «γραφήν ύβρεως))) για όσα του είχε καταμαρτυρήσει στην Ιλιάδα. Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ Λ Α Γ ΝΕ ΙΑ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΙΟΛΕΜΟΣ 2 29 Λ ρόλο σαρδονικού Χορού, αλλά και «τρελού» (fool). Αυτός ο ταπεινός υπηρέτης αποδείχνε ται πολύ πιο διορατικός, ανυπόκριτος, ουσια στικά ηθικός α π ’ όλους τους μεγαλόσχημους. Είναι ο μόνος που ξέρει π ω ς «η κοινή κ α τά ρ α τον ανθρώπινου γένους είναι, η τρέλα κ αι η αμάθεια» (II, 3, 25),78«γνωρίζει απέ την καλή» τους βασι λιάδες και τους ήρωες (II, 3, 58), τους λέει κα τά πρόσωπο τις πιο ω μ ές αλήθειες για το «ποιόν» τους, για τις βρομιές τους, για τις ψεύ τικες λεβεντιές τους, ξεσκίζει τους μύθους για τα πολεμικά «είδωλα», ξεσκεπάζει τα άθλια κίνητρα των «κατορθωμάτων» τους και « τ ψ έ ρημο αίσχους» (κατά το σαιξπηρικό σονέτο) - όπου θρασομανά η ξέφρενη λαγνεία. Όσο κι αν αυτό ενοχλεί ορισμένους, στο έρ γο τούτο «φερέφωνο» του Σαίξπηρ δεν είναι ο «ιεραρχικός» Οδυσσέας, αλλά ο σαρκαστικός, ανατρεπτικός Θερσίτης. 1 ι ήταν εκείνο που άλλαξε έτσι την «οπτική» του Σαίξπηρ; Ο Άγγλος σαιξπηριστής Raymond Southall υποστήριζε, π ω ς ο Τρωίλος καθρε Θ ερσίτη ς ο Gordon Gostelow. φτίζει (και, έμμεσα, καταδικάζει) το καινούρ Λονδίνο, Royal Shakespeare γιο αστικό πνεύμα που άρχιζε να κυριαρχεί στην C om pany, 1960. Αγγλία, το «πνεύμα του καπιταλισμού)), που μόνη του θεότητα έχει το χρήμα, όπου μόνος σκοπός τη ς ζωής είναι η ικανοποίηση των ορέξεων κι όπου τα πάντα -ά ν θρωποι, σχέσεις, έρωτας, πολιτική- ζυγίζονται με τα μέτρα τη ς αγοράς και του κέρδους. Ο Τρωίλος που μιλάει συχνά για την Χρυσίδα μ ε... στομαχικές παρομοιώσεις, η Χρυσίδα που υπολογίζει σαν αργυραμοιβός την αξία των θελγήτρων τη ς, ο Πάνδαρος που κατέχει όλα τα μυστικά του εμπορίου (λευ κής σάρκας ή όχι), ο πόλεμος, αυτός ο άλλος εκμαυλιστής, που σκεπάζει 7. Ο χαρίεις «συνάδελφός» του, ο Φέστας, λέει στην Δ ω δέκατη νύχτα: «Δ ενυπάρχει σκό τος π α ρά άγνοια» (IV , 2, 43). 8. Σε K E T T L E (1964), σελ. 217. 23° Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Π άνδαρος ( Max A drian ) «κανοναρχεί» τ ψ Χ ρυσίδα (Dorothy Tulin), Λονδίνο, Royal Shakespeare C om pany, 1960. πάντα με ηρωική φενάκη την απληστία και τη φρίκη του, τέλος, η σατιρική μορφή και η τόσο ωμή γλώσσα του έργου κάνουν πειστική την άποψη του Άγγλου σχολιαστή. Ο δραματουργός, που είχε γαλουχηθεί με τα φεουδαλικά «ιδανικά», α ντιμ ετώ π ιζε τώρα έναν καινούργιο κόσμο συμφέροντος και κυνισμού. Και την ώρα που αρχίζει την. τιτανική πορεία του προς τις μεγάλες τραγωδίες του, σαρκάζει με το έργο τούτο τους «νέους καιρούς» και διασύρει -αφού τό σο τα «διέφθειρε» η εποχή το υ - τα θέματα που, αργότερα, θα τους δώσει την πιο τραγική, μα και διόλου πια ((ρομαντική» μορφή: τον έρωτα, που θα τον στραγγαλίσει μόνος του ο Οθέλλος, τον «ηρωισμό», που θα κάνει προ δότη τον Κοριολανό, την εξουσία, που θα οδηγήσει στο έγκλημα τον Μ άκ- βεθ για να την κερδίσει, και στην τρέλα τον Ληρ όταν τη χάσει. Σπάνια ο ((αιώνιος» Σαίξπηρ φαντάζει τόσο «σύγχρονός μας» όσο στο έργο τούτο. Την αντι-επική, αντί-ηρωική, αντι-ρομαντική σάτιρά του μπορεί να τη νιώ σει καλύτερα από κάθε άλλον ο σημερινός αναγνώστης και θεατής - αυτός που δεν έχει πια καμιάν αυταπάτη, αυτός που ξέρει πια καλά οι ((ιδεολο γίες», τα «ιδανικά», οι ((αιώνιες αξίες» τι σημαίνουν. Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ Λ Α Γ Ν Ε Ι Α , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 231 β. Me το ίδιο μ έ τ ρ ο 91 0 «Π ροβληματικό» ονομάζουν και το έργο τούτο για τη σύνθεση και για την «ηθική» του. Βέβαιο είναι π ω ς πρωτοπαίχτηκε στις 26.12.1604 στην Αυλή του Ιακώβου Α'. Κ ατατάσσεται στις κω μω δίες του ποιητή, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς «κωμικό». Ο τίτλος του είναι παρμένος απ' το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Ζ , 1-2): «Μή κρίνετε ινα μη κ ρ ιθ η τε’ έν φ y a p κ ρ ίμ α τ ι κρίνετε κριθήσεσθε και. έν φ μ ε τ ρ ώ μ ετρ εΐτε μ ετρ η θ ή σ ετα ι ϋμΐν».111 Είναι φανερό, απ τον τίτλο, π ω ς το έργο κρίνει τ ψ ανθρώπινε) φύση, αλ λά και αμ φ ισβητεί τ ψ ανθρώπινη κρίση. Και, όπως τα Ευαγγέλια, συσταίνει να αποφεύγεται η (απόλυτη) κρίση ή, έσ τω , να είναι επιεικής για. τα αν θρώπινα. Ιδιαίτερα, κρίνει κ αι επικρίνει τ ψ εξουσία, κ αι τ ψ κρίση της εξουσίας και, μάλιστα, τη ς απόλυτης, αυταρχικής και αυθαίρετης. Τ ο έργο συνθέτουν μια σειρά από δοκιμασίες και υποκρισίες-μεταμφιέσεις —με την ηθική αλλά και με την θεατρική έννοια του όρου- αφού τα περισσότερα πρόσωπα δοκιμάζονται και υποκρίνονται. Άρχοντας απόλυτος στην Βιέννη, ο Δούκας Βικέντιος, φεύγοντας τα ξί δι, αφήνει στη θέση του τον ξάδερφό του Α γγελο, με την εντολή να εφαρ μόσει και να δυναμώσει τους νόμους κατά τη ς ανηθικότητας, που πλεόναζε στο δουκάτο του. Το ταξίδι του όμως είναι απατηλό: ο Δούκας μένει στην πόλη «ινκόγκνιτο», μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, και παρακολουθεί τα πά ντα. Α υτή η ψευτο-απουσία του έχει δύο σκοπούς: Α π ’ τη μια να εφαρμόσει ο φημισμένος για την αρετή του Α γγελος («παγόζονμο», «cold» τον χαρα κτηρίζουν, I, 4, 57) τους αυστηρούς νόμους που είχαν ατονήσει και που δεν ή θελε να τους εφαρμόσει ο ίδιος ο Δούκας. Α π ’ την άλλη, να δοκιμάσει τις ι κανότητες και την αρετή του Αγγέλου. Κ ι επειδή δοκιμασία σημαίνει και 9. Βλ. CO LERID G E, H A ZLITT (1817), LA W R EN CE (1931), CHARLTON (1938), W . NIGHT (1949), PA.RROTT (1962), K E T T L E (1964), STEVENSON (1967), EDWARDS (1968), OLLIMORE (1985), ROWSE (1989), GIRARD (1990). 10. Ανάλογα και σε ΜΑΡΚΟ, Δ, 34, σε ΛΟΤΚΑ, Σ Τ , 37, 38 ( που προσθέτει: «Τι δε β λ ε - - εις τ ο κ ά ρ φ ο ς τ ο έν τω όφ θαΑ μω το ϋ ά.άελφοϋ σου. την δε δοκοί- την εν τω ιοιω ό ώ θ α λ μ ω κατανοείς',», 4 1 ), σε ΙΩΑΝΝΗ Η , 7 (« Ό α ν α μ ά ρ τ η τ ο ς υμ ώ ν π ρ ώ τ ο ς β αλ ετοο λίθον ») και - Επιστολή ΙΑΚΩΒΟΥ (Δ, 11-12). Και σε ΙΙΑΥΑΟ, Π ρ ος Ρωμα'ιονς, Β , 1: «Διο ά ν α π ο λ ό γ η - - χ- (ασυγχώρητος) εΐ, ω ά ν θ ρ ω π ε . π α ς ό κ ρ ίν ω ν έν φ γ ά ρ κρίνεις το ν έτ ερ ο ν , σ εα υ τ ό ν κ α - - :κρίνεις' τ ά γ ά ρ α υ τ ά π ρ ά α σεις ό κ ρ ίν ω ν ». 23 2 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ « Κ λανδιος κ α ι Ισ α β έλ λ α σ τη φυλακή». Π ίν α κ α ς τ ο ν W illiam H olm an H u n t . Λονδίνο, Tate Gallery. α μφ ιβολία , θα π ε ι π ω ς ο Δ ο ύ κ α ς δεν ή τα ν κ α ι τ ό σ ο β έβ α ιος γ ια τ α χ α ρί σ μ α τ α του ξάδερφού το υ . Έ τ σ ι , μ ε τ α μ φ ιε σ μ έ ν ο ς , κιν εί όλη τ η δρά ση, ό π ω ς , α ρ γό τερ α , ο Π ρ ό σ π ερ ο ς σ τ η ν Τρικυμία. Ο ά τ ε γ κ τ ο ς Ά γ γ ε λ ο ς , α νασύροντας έναν παλιό, ξεχ α σ μ έν ο νόμο, κ α τ α δ ικ ά ζει σ ε θάνα το τον νεαρό άρχοντα Κ λ α ύ δ ιο , που ε ίχ ε « α π ο π λ α ν ή σ ε ι» τ η μ ν η σ τ ή το υ Ιο υ λ ιέ τ τ α κ α ι τ η ν είχ ε α φ ή σ ει έ γ κ υ ο . Η αδερφή το υ Κ λα ύδιου Ισ α β έ λ λ α -ό μ ο ρ φ η , α γ ν ή , δόκιμ η μ οναχή, α λ λ ά κ α ι π α ν έ ξ υ π ν η - π ρ ο σ π έ φ τ ε ι Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ ΛΑΓ ΝΕ Ι Α , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ 1ΙΟΛΕΜΟΣ 23 3 σ τον Ά γ γ ε λ ο , π α ρ α κ α λ ώ ν τα ς τον να χαρίσει, τ η ζ ω ή το υ αδερφού τ η ς . Κ ι α υ τό γ ίν ε τ α ι η δεύτερη δοκιμασία γ ια τον Ά γ γ ε λ ο , π ου δ ο κ ιμ ά ζετ α ι η α ρ ετ ή του κ α ι η α κ ε ρ α ιό τη τά το υ : εν ώ , α ρ χικά , α ρνιέται κ ά θ ε έ λ ε ο ς γ ια τ ο « έ γ κ λ η μ α » του Κ λα ύ διο υ , σ ε λίγο , γ ο η τ ευ μ έν ο ς α π ’ τ α κ ά λ λ η τ η ς Ισ α β έ λ λ α ς , τ η ς τ ά ζ ε ι να ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ε ι τον αδερφό τ η ς αν α υ τ ή το υ δ ο θ εί. Σ υ ν έ π ε ια , η τρίτη δόκιμα σ ία το υ έργου: δοκιμ α σία τ η ς Ισ α β έ λ λ α ς τ ώ ρ α , π ου β ρ ίσ κ ετα ι σ ε «θα ν ά σ ιμ ο » δ ίλ η μ μ α αν ά μ εσ α σ ε δύο « ύ ψ ισ τα α γ α θ ά » : τ η ζ ω ή το υ αδερφού τ η ς κ α ι τη ν δ ικ ή τ η ς τ ιμ ή . Σ υ ν έ π ε ια τ η ς σ υ ν έπ εια ς : η τέταρτη δοκιμασία., το υ Κ λα ύδιου π ια , π ου έ χ ε ι να κά νει τ η ν ίδια επ ιλ ο γ ή (ζω ή το υ - τ ιμ ή τ η ς ) κ α ι, τ ε λ ικ ά , ι κ ε τ ε ύ ε ι τη ν Ισ α β έ λ λ α να θ υ σ ιά σ ει τ η ν δ εύ τερ η γ ια τ η ν π ρ ώ τ η . Τ η ν έξοδο α π ’ α υ τά τ α « α δ ιέξο δ α » θα τ η δ ώ σ ε ι ο μ α σ κ α ρ εμ έν ο ς Δ ο ύ κ α ς, σαν ((από μηχανής θ εό ς » , που μ η χα νεύ ετα ι μια ((μηχανή», ένα τ έ χ ν α σ μ α , μιαν ά λλη νπόκριαη και μετα/εφίεση: να « ε ν δ ώ σ ε ι» τά χ α η Ισ α β έ λ λ α σ τ ις α σ ε λ γ είς π ρ ο τά σ εις το υ Α γ γ έ λ ο υ , να δ ε χ θ ε ί να π ά ει ν ύ χ τα σ τ η ν κ ά μ α ρ ά το υ , α λ λ ά τ η θ έ σ η τ η ς να τη ν π ά ρ ει, μ ε τ α μ φ ιε σ μ έ ν η , η Μ αριάννα, η μ ν η σ τ ή το υ Α γ γ έ λου, π ου α υ τό ς τη ν είχ ε π α ρ α τ ή σ ε ι .: Τ ε λ ικ ά , όλα ξ ε σ κ επ ά ζ ο ν τ α ι, α λ λ ά και τα κ το π ο ιο ύ ν τα ι: Ο Δ ο ύ κ α ς σ υ γ χ ω ρ ε ί τον Ά γ γ ε λ ο , φ τά ν ει ε τ ο ύ τ ο ς να π α ν τρ ε υ τε ί τη ν Μ αριάννα, κ ι ο ίδιος ζ η τ ά ε ι τ ο χέρι τ η ς Ισ α β έ λ λ α ς , που τον ε ί χ ε σ α γ η ν εύ σ ει κ ι αυτόν μ ε τ η σ ειρ ά του. Μ ό λ ο που τ ο έργο τ ο π ο θ ε τ ε ίτ α ι σ ε μ ια φ α ν τ α σ τ ικ ή Β ιέ ν ν η , α π ο τ ε λ ε ί κρι τική της κοινοονίας το υ καιρού το υ Σ α ίξ π η ρ (κα ι όχι μόνο). Τ η ν κοινω νία α υ τ ή τη ν π ερ ιγρ ά φ ει ο μ ε τ α μ φ ιε σ μ έ ν ο ς Δ ο ύ κ α ς έ τ σ ι: ... έχει πιάσει τέτοιος πυρετός την καλοσύνη, πον ως να περάσει θα την ξεκάνει. Το μόνο πράμα πον ζητιέται είναι το νέο' κι είναι τόσο επικίνδυνο να ’χεις π α λιώσει στο δρόμο σου, τον οποιονδήποτε. όσο ’ναι καλό κι άξιο να κρατιέσαι στα θερός σ τ ψ επιχείρησή σου. ΙΊολύ λίγη πίστη απόμεινε στσν κόσμο για να ’χονν ασφάλεια οι κοινωνίες' μα ασφάλεια αρκετή για ν’ αναθεματίζονται οι εταιρείες: πάνω σ ’ αυτό το αίνιγμα προπάντων τρέχει όλη η σοφία του κ/οαμον. (III, 2, 209)1112 11. Το τέχνασμα της υποκατάστασης μιας γυναίκας με άλλη είναι παλιό στη μυθο πλασία και τη σκηνή. Ο Σαίξπηρ το είχε χρησιμοποιήσει και στο αμέσως προηγούμενο έρ γο του, το Τέλος καλό, όλα καλα (1603). 12. Π ρβλ. μ ε τη ν περιγραφή τη ς κοινωνίας του Ληρ από τον Γκ λό σ τερ (I, 2, 107), πιο πάνω , σ ελ. 261. 234 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο James Mason, Ά γ γελος. Σ τ ρ ά τ φορντ, 1954. Κ ι ο γ ε ρ ο -Έ σ κ α λ ο ς , ο σύμ β ουλός του: Άλλος ττροκόβει με τ ψ αμαρτία κι άλλος ξεπέφ τει μ ε τ ψ αρετή. Ά λλος αντί κρεμάλα δέχεται βραβεία κι άλλος στραβοπατάει κ αι χάνει τη ζωή. (II, 1, 38) Μ ια κοινω νία α π ο σ α θ ρ ω μ έν η , δ ιεφ θα ρ μ έν η , α σ ε λ γ ή ς , χ ρ η μ α το λ ά γ ν α , ά δικ η , μια κοινωνία υ π ο κ ρ ιτικ ή π ο υ , π ίσ ω α π 'τ η ν ηθικολόγα ρ ητορεία τ η ς , κρύβει α ν η θ ικ ό τη τ ες , κ α τ α π ιέ σ ε ις κ α ι α υ θα ιρ εσίες άφθονες - π ρ ό π λα σ μ α τ η ς σ ύ γ χ ρ ο ν η ς κοινω νίας κ α ι ε π ο χ ή ς . Κ α ι, α κ ρ ιβ ώ ς, τ α π ερ ισ σ ό τερ α π ρ ό σ ω π α του έργου είναι (ή γ ίνοντα ι) υ ποκριτές. Α λ λ ά οι υ π ο κ ρ ισ ίες το υ ς είναι δύο ειδώ ν: Απ τη μ ια , υποκρισία «ηθική»: Ο Ά γ γ ε λ ο ς υποκρίνεται τον εν ά ρ ετο , ό μ ω ς Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ ΛΑΓ ΝΕ Ι Α , ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 235 όχι μόνο έχει παρατήσει την αρραβωνιαστικιά του, αλλά και εκβιάζει την Ισαβέλλα να υποκόψει σ τη λαγνεία του. Έ χ ει κάνει, δηλαδή, το ίδιο α δίκ η μ α γ ια το οποίο καταδίκασε σε θάνατο τον Κλαύδιο (αποπλάνηση), αλλά και κάνει τώρα αδίκημ α πολύ βαρύτερο', με την απειλή τη ς δικαστικής δολοφονίας του Κλαύδιου, γίνεται εκβιαστής και βιαστής τη ς Ισαβέλλας, που δίκαια τον αποκαλεί «επ ίορκο, φονιά, ιερόσυλο, υποκριτή, βιαστή παρθένων» (V , 1, 3 8 ). Σ το σαρκικό έγκλημα προσθέτει και τον βιασμό και την προσβολή τη ς ε λευθερίας και τη ς προσωπικότητας τη ς νέας. Το «σχήμα» είναι χαρακτηρι στικό: η Ισαβέλλα ζητάει έλεος για την «αμαρτία» του Κλαύδιου, ο Ά γ γ ε λος τη ς ζητάει να «αμαρτήσει» για να δώσει έλεος στον Κλαύδιο, ο Ά γ γ ε λος τη ς λέει π ω ς «το έλεος για ττμ αμ αρτία είναι αμαρτία» (II, 4, 61), η Ισα βέλλα του αντιτείνει π ω ς «η αμαρτία για έλεος δεν είναι αμαρτία» (ό.π., 67). Ο Ά γγελος, με το κρίμα του, είναι πρόθυμος ν’ αφήσει τον Κλαύδιο να συνε χίσει το δικό του κρίμα (III, 1, 100). Η ειρωνεία του Σαίξπηρ είναι φανερή για τον Ά γγελο, που είχε προσπαθήσει να βάλει δεσμά στην ανθρώπινη φύ ση των άλλων, αλλά η φύση εκδικείται και τον σπρώχνει σε έγκλημα τρισ χειρότερο από εκείνο που είχε καταδικάσει. Α λ λ ά η ειρ ω ν εία του π ο ιη τ ή φ α ίνετα ι να έ χ ει κ α ι άλλον, σύγ χρονό το υ , σ τό χ ο : ο Ά γ γ ε λ ο ς είναι π ρ ο σ ω π ο π ο ίη σ η τ ω ν πουριτανών - φ α ν α τικ ώ ν , σ ε μ ν ό τυ φ ω ν , υποκριτούν, που ο π ο ιη τ ή ς ε ίχ ε έναν π ρ ό σ θ ετ ο λόγο να τ ο υ ς α ν τ ι π α θ ε ί, ε π ειδ ή ή τα ν άσπονδοι εχθροί κ α ι δ ι ώ κ τ ε ς το υ θεά τρου. ' Ο Ά ούκιος - π ο υ χ α ρ α κ τη ρ ίζετα ι «εκκεντρικός», «fantastic» (ο Ρ ώ τ α ς μ ε τα φ ρ ά ζει « δανδή ς» )- είναι κ ι α υ τό ς υποκριτής : κ α τ η γ ο ρ ε ί, σ υ κ ο φ α ν τεί τον 13 13. Ο όρος «puritan» φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1564 (τη χρονιά που γεννήθηκε ο Σαίξπηρ). Αρχικά, σήμαινε εκείνους που θεωρούσαν ότι η αγγλική εκ κλησιαστική Μεταρρύθμιση 8εν είχε προχωρήσει αρκετά και πως διατηρούσε πολλά στοι χεία του Καθολικισμού. Με τον καιρό (την εποχή της νεότητας του ποιητή), διαμορφώθη κε σε δόγμα εξαιρετικά αυστηρό, που καταδίκαζε κάθε εγκόσμια χαρά και απόλαυση. Και ειδικά, το θέατρο. Οι πουριτανοί κινούσαν γη και ουρανό για να κλειστούν τα θέατρα και να αποβληθούν οι «ανήθικοι» ηθοποιοί. Και το πετύχαιναν, πότε πότε, με τη βοήθεια του Δη μοτικού Συμβουλίου και με την πρόφαση πως τα θέατρα ήταν εστίες όχι μόνο ανηθικότη τας, αλλά και επιδημιών ή πολιτικών ταραχών. (Μια τυπική πουριτανική ομιλία κήρυττε πως «τα θέατρα προκαλούν πανούκλες»: «plays cause plagues».) Αντίθετα, το θέατρο υ ποστηριζόταν από τους ανθρωπιστές λογίους, την Ελισάβετ και αρκετούς ευγενείς. Χαρα κτηριστική είναι η νηφάλια Α π ολογία για τους ηθοποιούς (A pologi/ f o r actors), που έγραψε ο δραματουργός Thomas H EYW OO I), το 1612. Ωστόσο, ακόμα και στα μέσα του Ι Ζ ' αιώνα, συνεχίζονταν οι διώξεις (δείγμα, ο φοβερός λίβελλος του W . PRYNN, H istrio-m a stix , 1633), που οδήγησαν στο πρόσκαιρο κλείσιμο των θεάτρων το 1642. O John Gielgud, Άγγελος. Σκηνοθεσία Peter Brook, Στράτφορντ. Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ ΛΑΓ ΝΕ Ι Α, ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 237 « α π ό ν τ α » Δ ο ύ κα στον Δ ο ύ κ α -κ α λ ό γ ερ ο , α λ λ ά ύ σ τερ α ισχυρίζεται, π ω ς α υ τ έ ς τ ι ς κ α τ η γ ο ρ ίες τ ι ς είχ ε ε κ σ τ ο μ ίσ ε ι ο κ α λ ό γ ερ ο ς-Δ ο ύ κ α ς. (Ό τα ν ο Δ ο ύ κ α ς α υ - τ ο α π ο κ α λ ύ π τ ε τ α ι, τον σ υ γ χ ω ρ ε ί κ ι α υτόν, α λ λ ά τον α ν α γ κ ά ζει να π α ν τρ ευ τ ε ί μ ια κ ο π έλ α μ ε τη ν οπ οία ε ίχ ε α π ο κ τ ή σ ε ι π α ιδ ί.) Α λ λ ά κ ι ο Δ ο ύ κ α ς είναι υ π ο κ ρ ιτ ή ς: εν ώ θ έλ ε ι να εφ α ρ μ όσ ει α υ στη ρ ού ς η θικούς νόμους, δεν τ ο κ ά ν ει ο ίδιος (α π ό α το λμ ία ή γ ια λόγους ((πολιτικού κ ό σ τ ο υ ς » ), α λλά μεταφέρει το βάρος σ του ς ώ μ ους του Α γ γ έλ ο υ . Κ α ι βέβαια π ρο βαίνει τ ο ε ρ ώ τ η μ α : εν ώ ήξερε τ ο «π α ρ ελθόν» το υ Α γ γ έ λ ο υ , σ χ ε τ ικ ά μ ε τη ν π α ρ α τη μ έν η Μ αριάννα (III, 1, 219), γιατί του α ν ά θ εσ ε τη ν εξου σ ία ; Ε ίν α ι κ ι αυτό μια άλλή υποκρισία, γ ια να π α γ ιδ εύ σ ει τον α ν τ ικ α τ α σ τ ά τ η του. Έ π ε ι τ α , υπ οκρίνετα ι κ α ι σ τ η ν Ισ α β έ λ λ α , λ έγ ον τα ς τ η ς π ω ς ο Κ λ α ύ δ ιο ς ε κ τ ε λ έ σ τ η κ ε (IV, 3, 106, V, 1, 385 ε π .) κ α ι, σ κ λ η ρ ό τα τα , τη ν αφήνει σ ε άγνοια κ α ι οδύνη. Α π ’ τη ν ά λλ η , υπ ά ρχει κ α ι υποκρισία ευκαιριακή, «στιγμιαία», τακτική', οι μ ε τ α μ φ ιέ σ ε ις το υ Δ ο ύ κ α , τ η ς Ισ α β έ λ λ α ς , τ η ς Μ αριάννας, τ ο τ έ χ ν α σ μ ά το υ ς στον Ά γ γ ε λ ο . Υ π ο κ ρ ισ ίε ς κ α ι μ ε τ α μ φ ιέ σ ε ις γ ια «α γα θό σ κ ο π ό » : τ η δ ιά σ ω σ η τ η ς ζ ω ή ς το υ Κ λα ύ δ ιο υ , τ η ς τ ιμ ή ς τ η ς Ισ α β έ λ λ α ς κ α ι τ η ς Μ αριάννας, τη ν α ποκά λυψ η το υ Α γ γ έ λ ο υ , τ η ν α π ο κ α τ ά σ τ α σ η τ η ς ((τ ά ξ η ς» . Έ τ σ ι , τα π ερ ισ σ ό τερ α π ρ ό σ ω π α «φαίνονται, αλλά δεν είναι» (ό π ω ς λ έ ε ι ο Δ ο ύ κ α ς, ΠΙ, 2, 36), α ν τ ίθ ετ α μ ε τον Α μ λ ε τ , που δεν ή θ ε λ ε «να φαίνεται, αλ λά να είναι» (I, 1, 76). > έργο (ό π ω ς κ α ι π ο λ λ ά ά λ λ α το υ Σ α ίξ π η ρ ) είναι « μ ε σ τ ό ν » απειλής θανά του (ο Κ λ α ύ δ ιο ς, ο κ α τά δ ικ ο ς Μ περνα ρντίνο, ο Ά γ γ ελ ο ς α ν τιμ ετω π ίζο υ ν π ο ι νή α π οκ εφ α λισ μ ο ύ ), α λλ ά και ((μ εσ τόν » πόθον ζωής (όλοι θέλουν να ζήσουν και να χαρούν τ η ζ ω ή ). Τ η σ χ έ σ η ζωής - θανάτου, κ α ι γ εν ικ ό τ ερ α τη ν α νθρώ π ινη φ ύ σ η , σ χ ο λ ιά ζ ε ι (ό π ω ς κ ι αλλού) ο Σ α ίξ π η ρ , ιδιαίτερα σ τ η ν π ρ ώ τ η σ κ η ν ή τ η ς Τ ρ ίτ η ς Π ρ ά ξη ς: Ο θανατοποινίτης Κλαύδιος θέλει να ζήσει, επειδή -λ έει - «ο π ιο ελεεινός, ο πιο αποτρόπαιος βίος είναι παράδεισος μ προστά στο φόβο τον θανάτου...» τρέμει να «πάει άγνω στο πού» (III, 1, 118), όπως ο Α μ λ ετ στον περιλάλητο μονόλογό του (III, 1, 5). Α υτή την προσκόλληση στη ζωή και στον φόβο τον θανάτου ειρω νεύεται ο ((εκκεντρικός» Λούκιος: Η ζωή -λ έ ε ι - είναι «κάτι π ου μόνο οι τρε λοί το θέλουν»... (είναι) μ ια πνοή, σκλάβα σε κάθε ουράνια επ ρρ σ η ( ...) ένα μ π α ί νω τον θανάτου», είναι δειλή, ταπεινή, δυστυχισμένη, φτώχιά, χωρίς φίλους, χωρίς χαρά... (Ill, 1, 6 επ .) ομ εσα της κρύβει χίλιους θανάτους, μ α εμε'ις φοβόμα στε τον θάνατο που ισοφαρίζει αυ τά τ α περιττά.» (Ill, 1, 39). Αλλά κι η Ισαβέλλα 238 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ λ έ ε ι π ω ς «7] αίσθηση του θανάτου είναι μάλλον πρόλι/ψη» (apprehension ), φόβος, (III, 1, 77), Κ ι ο Δ ο ύ κ α ς θα π ρ ο σ θ έσ ει: Καλύτερος ο βίος που γη ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, α π ’ τη ζωή που ζη για να φοβάται. (V, 1, 393)14 Γ ι ’ α υ τό κ ι ο Λ ούκιος σ υ μ β ο υ λ εύ ει: Πίστευε απόλυτα στο θάνατο: η ζωή ή ο θάνατος γίνονται τότε mo γλυκά. (Ill, 1, 6) Α υ τό δεν είναι π εισ ιθ ά ν α το κ ή ρ υ γ μ α (ό π ω ς , λ .χ ., σ τον A n o u ilh ), α λλ ά επ ίγνω ση τ η ς α νθρ ώ π ινη ς π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α ς κ α ι φ ιλ ο σ ο φ η μ έν η α ν τ ι μ ε τ ώ π ισ ή τ η ς . Μ ια β ιοτικ ή σ τ ά σ η που ε π ιζ η τ ε ί ο Δ ο ύ κ α ς. Ό τα ν ο Έ σ κ α λ ο ς λ έει π ω ς ο Δ ο ύ κ α ς «πάνω από κάθε άλλο ενοιαζότανε να γνωρίσει τον εαυτό του» (III, 2, 2 1 8 ), α ν α τρέχει σ τ η ν α ν α ζ ή τη σ η του «γνώθι σαυτσν», σ τ η ν έρευνα γ ια τη ν κ α τα ν ό η σ η του κόσμ ου κ α ι το υ εα υ το ύ μ α ς , σ τ η ν σ ω σ τή α π ο τ ίμ η σ η τ η ς α ξία ς τ η ς ζ ω ή ς και τ η ς φ ευ γ α λ έα ς υ π ό σ τ α σ ή ς τ η ς , σ τ η χαρά γ ια όσα μ α ς π ρ ο σ φ έρ ει, α λ λ ά κ α ι σ τ η ν α ν ά γ κ η ν η φ α λ ιό τ η τα ς μ π ρος σ τ η ν α π ώ λ ε ιά τ η ς . Ε ν α α π ό τ α πιο καίρια σ τ ο ιχ εία το υ Με το ίδιο μέτρο είναι -ό π ω ς ε ί π α - η κριτική της εξουσίας. Α π ’ τη ν αρχή ω ς τ ο τ έ λ ο ς , ο Σ α ίξπ η ρ « α ν α τέμ ν ει» τους μηχανισμούς τ η ς , τ ι ς εκ τ ρ ο π ές τ η ς , το υ ς νόμους τ η ς , τ η δικαιοσύνη τ η ς . Κ α ι, ό π ω ς π ά ν τα , ο π ο ιη τ ή ς δ είχ ν ει κ α ι τ ι ς δύο όψ εις του ν ο μ ίσ μ α το ς. Ο ι φ ορείς κ α ι κ α ρ π ω τ έ ς τ η ς εξο υ σ ία ς τ η ν υμνούν, φ υ σ ικ ά , κ α ι τ η ν εξα ί ρουν. Κ ι όχι μόνο α υτοί. Α κ ό μ α κ ι ένα θ ύ μ α τ η ς , ο Κ λ α ύ δ ιο ς, τη ν α π ο κ α λ εί «μισόθεο», ημίθεο («demigod»), που ... μας κάνει να πληρώνουμε τα εγκλήματά μας με ζύγι τ' ουρανού τα λόγια: όποιον θέλει, θέλει, όποιον δε θέλει, δεν κι αυτό είναι δικαιοσύνη. (I, 2, 116) 14. Π ροβλ. Ε11ΙΚΤΗΤΟ: « θ α ν α τ ο ς ου ώ οβ ερον, άλλα τ ο δ ό ξ α ι [η ιδέα] τον ϋ α ν α το ν φ ο β ερ ό ν » , Εγχειρίδιου, 5, 2. Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ ΛΑΓ ΝΕ Ι Α , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 239 Ο υ π ε ρ -ε ξ ο υ σ ια σ τ ή ς Δ ο ύ κ α ς υ π ερ α μ ύ ν ετα ι τ ω ν νόμων που βάζουν υχαλι ν'άρια σ τα κακοκέφ αλα άλογα.» (I, 3, 19), α λ λ ά π ου, όταν δεν εφ α ρμ όζοντα ι, ο δηγούν σ τη ν ασυδοσία και γίνονται ηθικοί αυτουργοί εγ κ λ η μ ά τ ω ν » (ό .π ., 39).15 Ο Κ λ α ύ δ ιο ς γ ίν ετ α ι ξα φ ν ικ ά ... π λ α τ ω ν ικ ό ς οπ αδός τ η ς τ ά ξ η ς , λ έγ ο ν τα ς π ω ς «η κατάχρηση της ελευθερίας γίνεται αναγκασμ ός» (π ερ ιορ ισμ ός) (I, 2, 121). Α λ λ ά ο α ν τίλογ ο ς κ α ι η ειρ ω ν εία το υ Σ α ίξ π η ρ δεν αργούν. Ο ι νόμοι γ ί νονται ερ γα λεία κ α τ α π ίε σ η ς κ α ι α δικία ς σ τ α χέρια τ ω ν ισχυρώ ν, λ έ ε ι η Ι σ α β έλ λ α : ... ο νόμος υποκλίνεται στο θέλημά τους που δίκιο κι άδικο σ το κέφι τους τ α καρφιτσώνουν. (II, 4, 174) Ο ίδιος ο Δ ο ύ κ α ς, αν κ α ι α π ό λ υ το ς ά ρ χοντα ς, σ α ρ κ ά ζει τη ν εξου σ ία κ α ι τ η β α σ ιλεία - ο υ σ ια σ τικ ά , δ η λα δ ή , τον εα υ τ ό του: θ έ σ η εσύ κι αξίω μ α, πόσο συχνά μ ε τις στολές κ αι τ α παράσημ α τραβάς το σέβας των τρελών κ αι δένεις τους σοφούς σ τ ψ ψεύτικαJ σου όψη! (II, 4, 12) Κ α ι α ρ γ ό τερ α , θ ’ α ν α κ ρ ά ξει: Ω θρόνε, ω μεγαλείο, μυριάδες βλέμματα ά π ισ τα καρφιόνονται σε σένα! Μ άζες λάγνο, τρέχουν μαβί μ ε αυτά τ αντίμαχα ψεντολαγωνικά πίσω α π ’ τις πράξεις σου! Ά μετροι εξωφρενισμοί θαρρούν εσύ γεννάς τ α μ ά ταια όνειρά τους κ αι σι παραμορφώΐ’ονν μες στις φαντασίες τους! (IV, 1, 59) 1 · ίδιος θα υπαινιχθεί π ω ς «η εξουσία, αλλάζει το ήθος» τ ω ν κ α ρ π ω τ ώ ν τ η ς ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ: « 0 ’’·0£ΐ· b ia o e p e i el μη κ€Ϊσθαι (τώ νόμω) η μ η χ ρ ή σ θ α ι » («Το . ο'εται ενατ νόμο; ehxu το idto <yi\ > - Ρητορική, 15, 1375 Β, 20). ΠϊΞλ. "Ή ά γ α ν eXeiOepic t ·-.·. -.«.σι αίταθαλΛίΐ καί ιδιώ τη και πάλα» («Η α . ί ΐ τ ε π τ ι·; Γ·Γ r ■ - h i a ι. Π ολιτεία. Η. 564 a. 240 Ο Π Ο ΛΙΤΙΚ Ο Σ ΣΑ ΙΞΠ Η Ρ - Η ΤΡ ΑΓΩ ΔΙΑ ΤΗ Σ Ε Ξ Ο ΤΣ ΙΑ Σ (I, 3, 54). Κ ι ο Κλαύδιος παρατηρεί πικρά π ω ς κάθε νέος αφέντης φέρνεται σκληρά «για να φανεί, να λάμψει», να επιβληθεί (I, 2, 152), σαν ν' απηχεί τον Αισχύλο: ( (Ά π α ς τρ α χ ύ ς όστις αν veov κ ρ ά τ η )),17 Ο Δούκας προχωρεί ακόμα πιο μακριά. Φτάνει να πει (από προσωπική πείρα;) π ω ς η ανώτατη εξουσία γίνεται γεννήτρα εγκλημάτων: 17. Π ρομηθ έας Δ ε σ μ ώ τ η ς , 35. ΕΡΩΤΑ.Σ Κ Α Ι Λ Α Γ Ν Ε Ι Α , Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Η ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 2;4 1 Το έγκλη μα αν γατάει τη γλήγορή τον βία, όταν έχει γονιό τον ανώ τατη εξουσία. (IV, 2, 106) Ό μ ω ς, τα εγκλήματα τη ς εξουσίας -θ α π ε ι η Ισα β έλλα - ((απολαύουν α συλίας», μένουν ατιμώρητα: Γ ια τ ί η εξουσία, ενώ κι αυτή σαν όλους σφάλλει, μέσα, της έχει κ ά τι σαν φάρμακο, πον κάνει π έτσ α και κουκουλώνει την κακία. (Π, 2, 134) Κι ο Διοικητής τη ς φυλακής θα μιλήσει για «μέσα» και «ρουσφέτια», α φού ο θανατοποινίτης .VIπερναρν τίνος δεν έχει τόσον καιρό εκτελεσθεί, επ ει δή «έχει δικούς του, πον τον παίρνουνε ολοένα αναβολές» (IV, 2, 131). Α λλά τον πιο καίριο λόγο τον λέει η Ισαβέλλα - που, αν και αθώα μονα χή, έχει αξιοθαύμαστη γνώ ση τη ς ανθρούπινης και κοινωνικής πραγματικό τητα ς: Υπέροχο είναι να ’χειρ δύναμί/ δράκου, αλλά ’ναι τυραννία να τη μεταχειρίζεσαι σ α δράκος. (Ο it is excellent to have a giant’s strength, but it is tyrannous to use it like a giant.) (II, 2, 107) Και ελεεινολογεί όσους δεν συνειδητοποιούν το πεπερασμένο και τη μα ταιότητα τη ς δύναμης και τη ς εξουσίας: Μα, άνθρω πε συ, περήφανε άνθρω πε, πον εντνθης μικρι) εξουσία εφύ)μερη κ αι πιο πολύ αγνοείς ό,τι π ιο βέβαιο έχεις, τη γυαλένια σου ύπαρξη, σαν έξαλλη μαϊμούς με κόλπο, κω μ ικά μ π ροστά στον ύψιστο ουρανό, κάνεις να κλαιν οι άγγελοι πον, αν είχαν φύση ανθρώπινε), θα πέθαιναν σ τα γέλια. (II, 2, 117) 242 Ο Π Ο ΛΙΤΙΚ Ο Σ ΣΑ ΙΞΠ Η Ρ Η ΤΡ ΑΓΩ Δ ΙΑ ΤΗ Σ Ε Ξ Ο ΥΣ ΙΑ Σ Η Μ άγια Λυμπεροπσύλον, Ισαβέλλα, και ο Δημήτρης Χ ατζημάρκος, Δούκας. Θέατρο Τέχνης, 1968. Δεν είναι μικρότερη η ειρωνεία του Σαίξπηρ για τ α όφγανα τ η ς εξο υ σ ίας (αστυνομικούς, κ.λπ .), αλλά και για τους νόμους και τ η δικαιοσύνη: «κλέφ τες δικάζουν κ λέφ τες» λ έ ε ι ακόμα κι ο Ά γγελος (II, 1, 22). Και αργότερα: « Ο ικ λ έ φ τες γ ια να ληστεύουν έχουν εξουσία, αφού ο ίδιος ο δ ικ α σ τ ή ς κλέβει,» (II, 2, 176). Κ ι ο Δούκαε, για τους νόμους πια: Ε ίδ α νόμους γ ια ύλες τις κακίε,ς, μ α κρύβονται οι κακ ίες, κ α ι τ α α υ σ τηρ ά δ ια τ ά γ μ α τ α κρέμονται σαν μ ασ έλες μ έσ α σ τ α μ π α ρ μ π έ ρ ικ α , τραβάν κ αι τις μ α τ ιέ ς κ α ι τ α περιγελά. (V, 1, 317) 'Ε τσ ι, που η πολιτική διαφθορά είναι χειρότερη α π ’ την σεξουαλική. Ε ίπ α , στην αρχή, π ω ς το έργο κρίνει την ανθρώπινη φύση, αλλά και αμφι σβητεί την ανθρώπινη κρίση. Αναπότρεπτα -κ α ι αυτοειρωνικά- αυτό ισχύει κ α ι γ ια τις κρίσεις του ίδιον του π ο ιη τ ή . Ποια μπορεί να είναι η δέουσα λύση; Η αποφυγή κάθε κρίσης; Μα αυτό είναι ανέφικτο για τον σκεπτόμενο άνθρωπο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Λ ΑΓΝ ΕΙΑ , Π ΟΛΙΤΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 243 αλλά και, ολέθριο - αφού ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πολιτισμού σ τ η ρίχτηκε και στηρίζεται στις κρίσεις, στις αμφισβητήσεις των κ α τεσ τη μ έ νων ιδεών και των ((μη καλώς εχόντων» θεσμών. Ά λ λ ω σ τε, ο ίδιος ο Ιησούς έκρινε και στηλίτευε αδιάκοπα κι ανελέητα τους πάντες - και τους φραγ ■ γέλιζε, κυριολεκτικά. Η μόνη λύση, λοιπόν, είναι η «ισονομία» και η επ ιεί κεια. Α π ’ τη μια, η εξουσία, η δικαιοσύνη, αλλά και όλοι να κρίνουν όλους με το ίδιο μέτρο: Π ο ν κάνει κρίση σαν Θεός π ρ έπ ει να ’ναι άγιος κ ι α υ σ τ η ρ ό ς■ μ έ σ α τον να χει σταθερι'] τ η χάρτ/ κ α ι την α ρ ε τ ή : τ α ίδια ζύγια γ ια όλους, γ ια λόγον τον κ α ι γ ι ά λλους. (III, 2, 244) Α π ’ την άλλη, να κρίνει μ ’ επ ιείκ εια : Ν α ’e m β έβαιος, δεν είναι επ ίσ η μ ο έ μ β λ η μ α το ν μ εγ α λ είο υ , ούτε μονάρχη στέμμα., ούτε σ π α θ ί εξουσίας, ούτε ραβδί στρατάρχιγ η ράσο δ ικ α σ τή , π ο ν να τους π ά ε ι ιοραία μ ε χάρη, τη μίση απ όσ η δίνει το έλεος. (II, 2, 58)1819 Μόλο που το έργο τούτο δεν είναι από τα κορυφαία του ποιητή, έχει το ξε χωριστό ενδιαφέρον (από πολιτική άποψη) ότι περικλείνει τις βασικές κρίσεις και κατακρίσεις του Σαίξπηρ για την εξουσία, τη δικαιοσύνη, τους νόμους, που, αντί να είναι υπηρέτες των ανθρώπων, γίνονται δυνάστες τους. Τις κρί σεις αυτές θα τις διατυπώσει ο ποιητής, πολύ οξύτερα και δραματικότερα, μ ε τά δύο χρόνια στον Β α σ ιλ ιά Λ η ρ και, προπάντων, στη σκηνή τη ς θύελλας.' Α λλά και η ομολογία του ((άτεγκτου» Αγγέλου π ω ς «είμ α σ τε αδίιναμαι ό λοι» («We are all fra il» , II, 4, 121) και η παραδοχή τη ς Μαριάννας: «Ο ι καλύ 18. Η αποστροφή αυτή της Ισαβέλλας συμπυκνώνει τον εκτενή λόγο της ΓΙόρτσιας για την ευσπλαχνία στον Έμπορο της Βενετίας (IV, 1, 182). Βλ. πιο πάνοη σελ. 201. 19. Βλ. πιο κά τω , σελ. 274. 244 Ο Π Ο Λ ΙΤ Ι Κ Ο Σ ΣΑ1ΞΙΙΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ ΙΑ Τ Η Σ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ τεροι άνθρωποι είναι απ ό αμαρτίες πλασμένοι» (V, 1, 435) μοιάζουν προάγγελοι τη ς καρτερικής επωδού του Αηρ, «Κ ανείς δε φταίει, κανείς» (IV, 6, 165). Ο πω σδήποτε, είναι αληθινά αξιοπερίεργο ότι το απερίφραστα αντιεξου- σιαστικό Μ ε το ιόιο μέτρο πρωτοπαίχτηκε στην Αυλή του Ιάκωβου Α'. Π ώς άραγε ο τόσο απολυταρχικός βασιλιάς «ανέχθηκε» ένα έργο που καυτηριάζει ανελέητα την εξουσία (και την βασιλική, βέβαια), την οποία ο ίδιος θεωρού σε «καταπίστευμα» του θεο ύ στους εστεμμένους;20 Μ ήπως θεωρούσε πω ς αυτός αποτελούσε εξαίρεση του κανόνα, π ω ς ήταν «ανώτερος κάθε υποψίας»; Ή μήπως πείσθηκε κι εκείνος από το κήρυγμα του Μέτρου για επιείκεια; Ε ί ναι, αυτό, άλλο ένα «αίνιγμα» του έργου. γ. Α ν τώ ν ιο ς κ α ι Κλεοπάτρα21 Σ τ η ν προτελευταία τούτη τραγωδία του, ο Σαίξπηρ ενώνει τρία μεγάλα θέ ματα που πάντα τον απασχολούσαν: τον έρ ω τα , τον πόλεμο και την πολιτική. Α λλά εδώ και τα τρία παίρνουν διαστάσεις γιγάντιες: Ο έρωτας δεν είναι ένα φλογερό αίσθημα ανάμεσα σε δύο νέους ή λιγότε ρο νέους, στο πλαίσιο δύο οικογενειών ή μιας μικρής κοινωνίας - είναι ένα ηφαιστειακό πάθος, που συνταράσσει όχι μόνο δύο εραστές αλλά και την οι κουμένη. Η δράση και ο πόλεμος δεν περιορίζονται σε μία ή δύο χώρες - αλλά, σαν εκκρεμές, κινούνται ολοένα, α π ό την Ανατολή στην Δύση και αντίστρο φα, και λάφυρο τη ς σύγκρουσης είναι όλος ο (τότε γνω στός) κόσμος. Και αυ τή ς τ η ς υφηλίου οι τύχες παίζονται σε μιαν ανελέητη πολιτική διαμάχΐμ Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα αποζητούν τον μ έγιστο έρωτα και την μ εγ ί στη εξουσία. - που είναι, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι μνηστήρες τη ς, «το μ ε γαλύτερο αφροδισιακό». Κοινός ο τόπος, ά λλω στε, π ω ς και ο έρωτας, τρανός ή κοινός, αποτελεί μιαν άλλη μονομαχία κυριαρχίας, καθυπόταξης, επιβολής. Α λλά τα δύο «αφροδισιακά», έρωτας και εξουσία, δεν συμπορεύονται - συγκρούονται. 3 Μ ε την νεανική ορμή κι αισιοδοξία του, ο Ρωμαίος μπορού- 20. Βλ. πιο πάνω, σελ. 41, τις θεωρίες του για την ελέω Θεού βασιλεία. 21. Βλ. H AZLITT (1817), BR A D LEY, διάλεξη (1909), SCUCKLING (1922), GRANVILLE BA RK ER (1930), I. W . KNIGHT (1931), LEAVIS (1936), TRAVERSI (1938), SPEN CER (1942), FARNIIAM (1950), STIRLING (1956), KNIGHTS (1959), RIBNER (1960), CHARNEY (1961), HOLLOWAY (1961), PARROT (1962), KOTT (1962), K E T T L E 1964), W H ITA K ER (1965), K EETO N (1967), BROWN (1968), L E E (1974), C a m b rid g e (1981), P. SMITH (1995). 22. Ο αφορισμός πιστώνεται στον πρώην υπουργο Εξωτερικών των ΗΠΑ, Henry KISSINGER. 23. Βλ. M ax V E B E R : «Η μ εγ α λ ο φ υ 'ία ή ο δαίμονας τ η ς π ο λιτική ς βρίσκεται σε εσω τερική α- ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΑΑΓΝ ΕΙΑ, Π Ο Λ ΙΤΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 245 Η Tallulan B ankhead, Κλεοπάτρα. Νέα Υόρκη, 1937. σε να λέει, ότι «πέτρινος τοίχος δεν μ πορεί να κλείσει τον δρόμο της αγάπ η ς».24 Ε δώ, δεν υπάρχουν τοίχοι - αλλά η οικουμένη, που είναι πολύ πιο τρομερή, ε πειδή είναι απέραντη και χαώδης. Και ακριβώς η κυριαρχία π ά ν ω σ ’ αυτήν γ ί νεται ο αόρατος τοίχος που κλείνει τον δρόμο του έρωτα Αντώνιου και Κ λ εο πάτρας. Ποιος μπορεί να βγει νικητής α π ’ αυτή την τιτανομαχία; Η απά ντηση του έργου και τη ς Ιστορίας είναι: ο κοινός όλεθρος* ο έρ ω τα ς του Ρ ω μαίου στρατηλάτη και τη ς Α ιγύπτιας βασίλισσας θα καταστραφ εί απ ό τ ψ π ο λιτική και η πολιτική τους θα καταστραφ εί α π ’ τον έρ ω τά τους. Τ ο μέγεθος, το υπέρ μέγεθος του πάθους τους, το διαδηλώνουν οι ίδιοι από την πρώτη στιγμή: ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ Αν μ ’ α γ α π ά ς σ τ ’ αλήθεια, πες μου πόσο. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Η α γάπ η που μ ετριέται είναι φτώχεια. Κ ΛΕΟΓΙ ΛΊ’ΡΛ Θ α βάλω σύνορο να ξέρεις πόσο θέλω ν’ αγαπ ιέ/uai. ΑΝΤΩΝΙΟΣ Θ α χρειαστεί ν’ ανακαλνηιεις άλλη γη, άλλο ουρανό. (I, 1, 14) ντίθεση με τον θεό του έρωτα... Αυτή η αντίθεση μπορεί, όποια στιγμή, να οδηγήσει σε αμετάκλη- τη σύγκρουσην (Η πολιτική ως κλίση). 24. Ρωμαίος και Ιονλιέττα (II, 2, 67). Ανάλογη παρομοίωση χρησιμοποιεί ο Κ άσσιος στον Ιούλιο Κ αίσαρα : «Ούτε πέτρινος πύργος, ούτε τοίχοι μπρούντζινοι, / ούτε πνιγηρό μπουντρούμι, ούτε σίδερα βαρειά / απορούν να περιορίσουν της ψυχής τη δύναμη» (I, 3, 90). 246 Ο Π Ο ΛΙΤΙΚ Ο Σ ΣΑΙΞΠΗ Ρ - Η ΤΡ Α ΓΩ Δ ΙΑ ΤΗ Σ Ε Ξ Ο ΥΣ ΙΑ Σ Το πάθος τους δεν χωράει στην Γφήλιο - όπως δεν χωράνε κι οι φιλοδο ξίες τους. Και δικαιώνουν το «κοινό αίσθημα» (δηλαδή, τους αυλοκόλακες), που θεοποιούσαν τον έρωτά τους αποκαλώντας τους «Νέο Διόνυσο και Α φροδίτη», «Όσιρη και Σελήνη-Τσιδα». Κ ι ω στόσο, αυτός ο τόσο περιπαθής έρωτας δεν είναι γέννημα τ η ς χ ει μαρρώδους νιότης. Ο Αντώνιος έχει περάσει τα πενήντα π έντε, η Κ λεοπά τρα τα τριάντα οχτώ (ηλικίες «υπερώριμες» για την εποχή). 5 Αν ο έρωτας Ρωμαίου - Ιουλιέττας είναι φωτεινό γλυκοχάραμα, του Αντώνιου και τη ς Κλεοπάτρας είναι πυρακτωμένο ηλιοβασίλεμα. Α λλά ετούτος ο φθινοπωρι νός έρωτας είναι πολύ πιο σαρωτικός α π ’ τις νεανικές εξάρσεις. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα είναι «κ ακ ό τυ χ ο ι εραστές» («star-crossed lovers»), ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα ορίζουν μόνοι το υ ς τις τύχες, τις δικές τους και των άλλων. Σ ’ αυτό το πέρα α π ’ τ ’ ανθρώπινα και τα κοσμικά όρια πάθος, μπορούν ναθυσιάσουν (όπως λένε μόνοι τους) τ α π ά ν τ α . Σ τρατηλάτης, πολιτικός η γ έ τη ς, επίδοξος μονοκράτορας τη ς Ρώμης, ο Αντώνιος φτάνει ωστόσο να πει μέσα στην ερωτική παραφορά του: Ο Τίβερης να κ α τ α π ιε ί τ η Ρ ώ μ η ! Κ ι α ς γ κ ρ εμ ισ τεί τ η ς αυτοκρατορίας η τρανή αψίδα! Ε δ ώ είν ’ ο τόπ ος μ ο υ . Α μ μ ό χ τ ισ τ α όλα τ α βασ ίλεια. Η κοπρισμένη γ η μ α ς τρέψει τ α κ τ η ρ η ό π ω ς τους α νθ ρώ π ου ς. Μ όνο αψ ηφ ώ ντας τ ψ , βρίσκει τ ψ αρχοντιά τ η ς η ζω ή . Ό τα ν μ ’ α γ ά π η ισοβαριι (Την αγκαλιάζει) σ μ ίγ ει ζευγάρι σαν ε μ ά ς, κ α λ ώ τον κόσμο μ άρτυ ρα - κ ι αν π έφ τω έξω , να μ α σ τ ιγ ω θ ώ π ω ς είμ α σ τε αρχοντοι δίχως ταίρι. (I, 1, 34) Κ ι αντίλαλός του η Κλεοπάτρα -που φιλοδοξεί ν’ αναστήσει το μέγα βα σίλειο των Π τολεμαίων- όταν μαθαίνει π ω ς ο Αντώνιος παντρεύτηκε την Οκταβία, ανακράζει: « Ν α λιώ σει μ ες στον Ν είλο η Α ίγ υ π τ ο ς !» (II, 5, 78). Πατρί- 25. Ο Αντώνιος γεννήθηκε το 87 π .Χ ., η Κλεοπάτρα το 69, ο Οκτάβιος το Θ3. Ο Ιού λιος Καίσαρας δολοφονήθηκε το 44 από τον Βρούτο και τον Κάσσιο, που, δύο χρόνια αργό τερα, νικήθηκαν στους Φιλίππους από τον Αντώνιο και τον Οκτάβιο και αυτοκτόνησαν. Η Κλεοπάτρα είχε γνωρίσει τον Καίσαρα το 49 και τον Αντώνιο το 41 στην Ταρσό. Στη ναυ μαχία του Ακτίου (31), οι δυο εραστές νικήθηκαν, ο Οκτάβιος εισέβαλε στην Αίγυπτο (30) κι εκείνοι αυτοκτόνησαν. ΕΡΩ, Τ Κ Σ Κ Α Ι Λ Α Γ Ν Ε Ι Α , Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Η Κ Α Ι Π Ο Λ Ε Μ Ο Σ 247 δες, γενέτειρες, βασίλεια σαρώνονται α π ’ το πάθος του έρωτα ή τη ς ζήλιας! Τελικά, μαζί μ εκείνα, θα καταποντιστούν κι οι ίδιοι. Α λλά οι δύο αυτοί ((πελώριοι» εραστές είναι και δύο πελώριες παλίρροιες αισθημάτων και πράξεων. Τ η μια στιγμή πυρπολούνται από το πάθος, την άλλη προδίνουν και καταριούνται ο ένας τον άλλον. Ά λλοτε γονατίζουν και υμνολογούν το ((ίνδαλμά» τους κι άλλοτε το αποστρέφονται και το απαρνιού- νται. Αίγο μετά τις ερωτικές εξάρσεις τους, ο Αντώνιος ((λογικεύεται» και εύχεται «να μην την είχαν δει π ο τέ τ α μ ά τια μου» (Τ, 2, 147). Και συνειδητο ποιώντας, για μια στιγμή, πού τον οδηγεί ο έρωτάς του, λέει (προφητικά): Π ρ έπ ει να σ π άσω τ α αιγυπτιακά δεσμ ά μου, αλλιώς παράλυσε η ζωή μον. (I, 2, 112) Και όχι μόνο φεύγει στην Ρώμη, υπακούοντας στο κάλεσμα των άλλων δύο μελίόν τη ς Τριανδρίας (Οκτάβιου και Αέπιδου), αλλά και παντρεύεται την αδερφή του πρώτου Οκταβία για καθαρά πολιτικούς λόγους. Η Κ λ εο πάτρα ((πεθαίνει» από μανιακή ζήλια, αυτός γυρίζει και ξανασμ.ίγουν και ξα- ναχωρίζουν. Ό μ ω ς, κοντά ή μακριά, ανύπαντροι ή ξενοπαντρεμένοι, είναι για πάντα αδιάσπαστα δεμένοι μεταξύ τους, όπως λέει ο Αντώνιος: Ο χωρισμός μ ας έχει ρίζες κ αι φ τερά, έτσι πον, μένοντας εσυ εδώ , π ετά ς μ αζί μου και, φεύγοντας εγώ , μαζί σου μένω. (I, 3, 103) Κ ι εκείνη δεν διανοείται ... να ζήσω μόνη στον κόσμο αυτόν τον στείρο, πον χωρίς εσένα [τον Αντώνιο] θα ’ναι χειρότερος απ ό γονροννοστάσι. (IV, 15, 60) Η Κλεοπάτρα είναι η ((μοίρα», ο δεσμοφύλακας του Αντώνιου, κι αυτός εκείνης. ί2σπου να γίνουν δήμιοι ο ένας για τον άλλον. Το έργο είναι ο θρίαμβος του πανάρχαιου διδύμου Έ ρ ω ς - Θάνατος. Λίγο πριν ξεψυχήσει, η Κλεοπάτρα θα πει: 248 Ο Π Ο ΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑ ΙΞΠ Η Ρ Η ΤΡ ΑΓΩ Δ ΙΑ ΤΗ Σ Ε ΞΟ ΥΣ ΙΑ Σ Η Katharine Cornell, Κ λ εοπ άτρα. Ν έα Υόρκη, 1947. Ο θάνατος σαν τσίμ π η μ α είναι ερω τικό πον, κι όταν μ ας πονάει, τ ’ αποζητάμε. (V, 2, 293) Το τέλος τους είναι η ταύτιση και η τελείω ση και του έρωτα και του θα νάτου. Ο ερωτικός πόθος ολοκληρώνεται σε πόθο θανάτου, όταν δεν υπάρ χουν περιθώρια ζωής για τον έρωτα. Α π ό τους δύο εραστές, η Κλεοπάτρα είναι η πιο «συναρπαστική», ο Α ντώ νιος ο πιο τραγικός. Η Α ιγύπτια βασίλισσα είναι η πιο περίπλοκη γυναικεία μορφή του Σ α ίξ- πηρ. Η Ιουλιέττα, η Δυσδαιμόνα, ακόμα και οι ηρωίδες των κωμωδιών του δεν έχουν άλλη σκέψη και λόγο ζωής παρά τον έρωτά τους, η Λαίδη Μάκβεθ ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΛΑ ΓΝ Ε ΙΑ , Π Ο ΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 249 και οι κόρες του Ληρ παρά το στέμμα και την εξουσία, η Βολούμνια, η μη τέρα του Κοριολανού, παρά τη δόξα του γιου τη ς και τη ς Ρώμης. Α λλά η Κλεοπάτρα θέλει τα π ά ν τα και χωρίς κανέναν συμβιβασμό: έρωτα, εξουσία, δόξα, Α ίγυπτο, οικουμένη. Και είναι τ α π άντα. Όλα τα επίθετα που τη ς επιδαψιλεύουν, θαυμαστικά ή υβριστικά, τη ς ταιριάζουν: ((άστρο τη ς ανατολής και μ.ελαψή μάγισσα, αρι στούργημα και γύφτισσα, παράφορη και υπολογίστρια, λυρική και καταχθό νια, τρυφερή και άγρια, αυθόρμητη και απρόβλεπτη, γάτα και φίδι, γόησσα και ελεεινή, θεατρίνα και μηχανορράφος, αστεία και τρομερή, π ισ τή και άπι σ τη , φωτιά και αέρας». Η Κλεοπάτρα είναι όλες οι γυναίκες μαζί, με ό,τι πιο ελκυστικό, φοβε ρό, ευγενικό, χυδαίο, απαλό, ανελέητο μπορούν να έχουν. Πάνω α π ’ όλα, είναι ερωτευμένη με. τη ζανή, α λ λ ά θέλει να ζήσει μονάχα με. τους δικούς της όρους, του μεγαλείου, τη ς σαγήνης, τη ς επιβολής. Χω ρίς αυ τούς, η ζωή τη ς είναι αβίωτη και άσκοπη. Έ τ σ ι, τίποτα δεν είναι πιο προ βλέψιμο από το τέλος τη ς. Και από τον τρόπο του τέλους της. Ο Αντώνιος έχει ακόμα μεγαλύτερους πόθους (εξουσιαστικούς προπά ντων), αλλά είναι πιο απλός. Και τραγικός. Το «εκκρεμές» που αναφέραμε στην αρχή για τη δράση του έργου, ισχύει και γ ι’ αυτόν: όχι επειδή «πετάει» ολοένα από Ανατολή σε Δύση, αλλά επειδή ταλαντεύεται αδιάκοπα ανάμεσα στην παγκόσμια εξουσία και στον υπερκόσμιο έρωτα. Π ολεμιστής πάνω α π ’ όλα, δείχνεται πολύ λιγότερο πολιτικός α π’ τον 0 - κτάβιο, ακόμα κι α π ’ την Κλεοπάτρα. Δεν είναι πια ο πονηρός δημαγωγός του Ιούλιον Κ αίσαρα, που κατόρθωνε με τους λόγους του να ανατρέπει τις λ α ϊκ ές προτιμήσεις. Ε δ ώ , σύρεται α π ’ την πολιτική τη ς Ρώ μης, δεν τη διαμορφώ νει πια. Επειδή δεν έχει τώρα αντίπαλο τον ιδεαλιστή φιλόσοφο Βρούτο, αλ λά την ρεαλιστική, ψυχρή, αδίστακτη πολιτική του Οκτάβιου.2Β Και βέβαια, η δική του πολιτική καταντά ακόμα πιο απρόσφορη και αναποτελεσματική, επειδή ο ίδιος παρασύρεται από τον έρωτά του για την Κλεοπάτρα. Ο Οκτάβιος δεν έχει άλλο πάθος παρά την εξουσία. Ο Αντώνιος διχάζε τα ι α ν ά μ ε σ α σ τ ο π ά θ ο ς για την απόλυτη εξο υ σ ία και το πάθος του απόλυτου έρωτα. Και, αναπότρεπτα, θα συντρίβει α ν ά μ ε σ α σ ’ αυτές τις δύο τρομερές Συμπληγάδες. 26. Για την πολιτεία και τον χαρακτήρα του Οκτάβιου-Αύγουστου, βλ. Σ0ΤΗ ΤΩ Ν 10, Α' Βίοι των Καισαρων, II, «Ο αποθεωμένος Αύγουστος», μετάφ ραση Ν. Πετρόχειλου, Μ .Ι.Ε .Γ ., 1947, σελ. 99 επ. 250 Ο Π Ο ΛΙΤΙΚ Ο Σ ΣΑΙΞΠΗ Ρ - Η ΤΡ ΑΓΩ ΔΙΑ ΤΗ Σ Ε Ξ Ο ΥΣ ΙΑ Σ Ο M ichael Redgrave, Αντώνιος, και η P eggy Aschcroft, Κ λεοπάτρα. Στράτφορντ, 1953. Πάνω α π’ όλα, πάνω α π ’ όλους, κινείται η Ιστορία. Η εποχή είναι καί ρια: Η Ρώμη βαδίζει αναπότρεπτα από τη δημοκρατία στην αυτοκρατορία, από τους ατέλειωτους πολέμους, εξωτερικούς και εμφύλιους, στην «παγκό σμια ειρήνη» - που θα είναι, βέβαια, ειρήνη ρωμαϊκή (Pax Romana). Ο 0 - κτάβιος προσβλέπει σ ’ αυτήν για να εδραιώσει την κοσμοκρατορία τη ς χώ ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Λ Α ΓΝ Ε ΙΑ , Π Ο ΛΙΤΙΚ Η ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 251 ρας του και την δική του: Λίγο πριν απ την τελική μάχη με τον Αντώνιο, λέει: Π λ η σ ιά ζ ε ι η ώ ρ α ν’ απλαιθεί στον κ ό σ μ ο ειρήνΐ). /lyvi/itj ας είναι τού τη η μέρα., κ α ι σ τ α π έρ α τα τ η ς γ η ς λεύτερες ας φυτρώνονν π ια οι ελιές τ η ς . (IV, 6, 5) Ο Αντώνιος, που ζει με τον πόλεμο και για τον πόλεμο, δεν έχει θέση σ ’ αυτό τον «ειρηνικό κόσμο». Δεν είχε μπορέσει να τον οραματιστεί και να τον πλάσει ο ίδιος. Άρα, δεν είναι μόνο περιττός αλλά κι επικίνδυνος. Και θα α φανιστεί. Σ ? αυτή τη «μάχη των ηπείρων και των λαών», ο λ α ό ς α πουσιάζει. Τόσο ο Α ντώνιος όσο κι ο Οκτάβιος τον περιφρονούν, τον θεωρούν «άστατο», επιπόλαιο, έρμαιο των στιγμών και των ανέμων (I, 2, 180, I, 4, 44). Γ ι ’ αυτούς -ό π ω ς και για τους περισσότερους ηγεμόνες και άρχοντες- οι πληβείοι δεν είναι ά ξιοι παρά μόνο για καματερά και για στρα τιώ τες και χρήσιμοι μόνο όσο δεν πεθαίνουν α π ’ τον μόχθο και τον πόλεμο. Ώ σο για την Κλεοπάτρα, οι υπή κοοί τη ς είναι κάτι παραπάνω (ή παρακάτω) από τη λάσπη του Νείλου - απαραίτητοι όμως σαν έκθαμβοι, κεχηνότες θεατές και χειροκροτητές στα ξεφαντώματά της. Ωστόσο, ούτε κι εδω λείπει ολότελα το λαϊκό στοιχείο. Και μάλιστα, πα ρουσιάζεται την πιο «απίθανη και ακατάλληλη» στιγμή: το καλάθι με το φί δι που θα γίνει το φονικό όργανο για την Κλεοπάτρα το φέρνει στο Μαυ σωλείο όπου είναι κλεισμένη, ένας χ ω ριάτης και, το χειρότερο, ένας « c lo w n » . Η παρουσία του δεν κρατάει παρά λίγα λεπτά (40 στίχοι, V, 2, 240-280), αλ λά αποτελεί ένα κωμικό κοντραπούντο στην προετοιμ,ασία του θανάτου: ανυ ποψίαστος για τη χρησιμοποίηση του «πονηρούερπετού» α π’ τη βασίλισσα, την ειδοποιεί ολοένα πόσο «θανατερό» είναι το δάγκωμα του φιδιού, διηγείται γρα φικές ιστορίες για φιδοκατορθώματα, αν και ξέρει - λ έ ε ι - π ω ς «ούτε ο διάβο λος δ ε ν μ π ο ρ ε ίν α φ ά ε ιμ ια γ υ ν α ίκ α » (ό.π., 271). Και φεύγει λέγοντας με (ακού σια) μακάβρια ειρωνεία «Σ ο υ εύχομαι ό ,τι ποθείς α π ' το ερπετό» (ό.π., 278). Α λλά η βαθύτερη ειρωνεία είναι πω ς το φίδι του θανάτου τή ς το προμηθεύει ένας «άξεστος» εκπρόσωπος του «απόντος» λαού, που δεν παρουσιάζεται πα ρά την ύστατη στιγμή, σαν «άγγελος» τη ς βασιλικής μοίρας. Οι «κλασικιστές» έφριτταν και φρίττουν γ ι’ αυτή την «άπρεπη παρεμ 252 Ο ΙΙΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΙ Ι ΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α Σ β ολή». Ό μ ω ς η μ ικρή τ ο ύ τ η σ κ η ν ή , μ ε τον κ ω μ ικ ό κ α ι ειρω νικό τόνο τ η ς , α π ο τ ε λ ε ί ένα α κό μ α δ ε ίγ μ α τ η ς δ ρ α μ α τικ ή ς μ εγαλοφ υ'ίας του π ο ιη τ ή , που ή ξ ε ρ ε κ ι έδ ειχ ν ε α π α ρ ά μ ιλ λ α τ ι ς π ο λ λ α π λ έ ς , α ν τ ιφ α τ ικ ές όψ εις τ η ς ζ ω ή ς , τη ν κ ω μ ικ ό τ η τ α μ έ σ α σ τ η ν τ ρ α γ ω δ ία , τη ν τ α π ε ιν ό τ η τ α μ έ σ α σ τ ο « μ ε γ α λ ε ίο » .' Ο ι δύο κοινω νίες όπου δ ια δ ρ α μ α τίζετα ι το έργο μοιάζουν ο λ ό τελ α διαφ ο ρ ε τ ικ έ ς : Η Ρ ώ μ η , α ρ ρ εν ω π ή , α νδροκρατούμενη, α υ σ τη ρ ή , π ο λ ε μ ικ ή , οργα ν ω μ έν η , ρεα λίστρια , κο σ μ ο κ ρά τειρ α - ένα κ ρ ά τ ο ς -σ τ ρ α τ ό π εδ ο . Η Α ίγ υ π τ ο ς , κ α ι ειδ ικ ά η Α λ εξά ν δ ρ εια , θ η λ υ π ρ ε π ή ς , γυ ν α ικ ο κρ α το ύ μ εν η , τρυφ ηλή, ηδο νική - ένα κ ρ ά τ ο ς -θ έ α μ α . Κ α ι ένα εύκολο λάφυρο γ ια τη ν π ρ ώ τ η . Α λ λ ά κ α ι οι δυο το υ ς είναι κ ο ιν ω ν ίες διεφθαρμένες, όπου κυριαρχούν η α ρ χ ο λα γ ν εία , οι α τ έ λ ε ι ω τ ε ς σ υ γ κ ρ ο ύ σ εις γ ια τ η ν εξουσ ία , οι συνω μ .οσίες, οι ρα διουργίες, οι φόνοι, κ α ι όπου α κό μ α κ α ι οι α ν θρ ώ π ιν ες σ χ έ σ ε ις (φ ιλία , γ ά μ ο ς, σ υ γ γ έ ν ε ια ) υ π ο τά σ σ ο ν τα ι σ τ η ν π ο λ ιτ ικ ή σ κ ο π ιμ ό τ η τ α κ α ι σ τ ο συμφέρον. Η Κ λ ε ο π ά τ ρ α , μ ε τ η γ ο η τ εία κ α ι τ η ν εξυπ ν ά δ α τ η ς , κ α τ ό ρ θ ω σ ε να σ ώ σ ε ι δύο φορές τη ν Α ίγ υ π τ ο - « α ιχ μ α λ ω τ ίζο ν τ α ς » π ρ ώ τ α τον Ιούλιο Κ α ίσα ρ α κ α ι ύ σ τερ α τον Α ν τώ ν ιο . Α λ λ ά ποιο κ ρ ά το ς μ π ό ρ εσ ε να ε π ιβ ιώ σ ε ι όταν μο ναδικό το υ ο π λο σ τά σ ιο έ χ ει τ α π επ ερ α σ μ έν α θ έλ γ η τρ α μ ια ς γ υ ν α ίκ α ς: Η Ρ ώ μη κυριαρχεί όχι μόνο ε π ειδ ή είναι π ά ν οπ λη , α λ λ ά κ ι ε π ειδ ή έ χ ε ι δη μ ιουργ ή σ ε ι τ ι ς δ ο μ ές, το υ ς θ εσ μ ο ύ ς , τ α μ έ σ α , τ η ν π ο λ ιτ ικ ή γ ια τ η ν επ ιβ ο λή τ η ς . Η Α ίγ υ π τ ο ς δεν έ χ ε ι π α ρά γ ιο ρ τ έ ς , χα ροκόπ ια κ α ι γ υ ν α ικ εία φ ίλτρα . Η Ρ ώ μ η έ χ ει τη ν ψυχολογία κ α ι τ η σ υ ν είδ η σ η το υ θ ε ρ ισ τ ή , η Α ίγ υ π τ ο ς του ώ ριμου φρούτου που π ρ έ π ε ι να κ ο π ε ί, τ η ς λ εία ς που π ερ ιμ έν ει να τ ρ υ γ η θ εί. Η Ρ ώ μη σ κ έ φ τ ε τ α ι κ α ι π ο ρ εύ ετα ι σ τ ο Σ ή μ ε ρ α , μ ε τ α μ ά τια σ τ ο Αύριο - η Α ίγ υ π τ ο ς δεν ζ ε ι πα ρά γ ια τη ν τέρ ψ η το υ Σ ή μ ε ρ α . Κ α ι, φ υ σ ικ ά , Αύριο γ ι ’ α υτήν δεν υπά ρχει Τ ο τ έ λ ο ς τ ω ν δύο ερ α σ τώ ν , η διπ λή α υ το κτο ν ία το υ ς, α π ο τ ε λ ε ί κ ι ένα είδος α υ το κ ά θ α ρ σ η ς. Τ η ν ύ σ τ α τ η ώ ρα , «γνω ρίζουν τον εα υ τ ό τ ο υ ς » , αγίνονται ο 27. ΒΑ Τ Ε (1997). 28. Άλλη μια ειρωνεία: Σ την αρχή του έργου ο Αντώνιος ονομάζει την Κλεοπάτρα «φί δι του ΝείλονΦ (I, 5, 25). Χ ω ρίς να υποψιάζεται, βέβαια, π ω ς η παρομοίωση αυτή γίνεται προανάκρουσμα του τέλους τ η ς Κλεοπάτρας, που θα τ η σκοτώ σει ένα πραγματικό «φίδι του Νείλου», ονομαζόμενο «ασπίδα». 29. Βλ. την έξοχη απεικόνιση της παρακμιακής Αίγυπτου στα ποιήματα του ΚΑΒΑΦΗ «Αλεξανδρινοί βασιλείς», «Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια», «Εν δήμω της Μικράς Ασίας». Και φυσικά, το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον». ΚΓΜΤΛ2 ΚΑΙ Α Λ ΓΝ Κ ΙΛ . ΙΙ0Λ 1ΤΙΚ Η ΚΛΙ ΙΙΟΛΚΜΟΣ ’ 53 Αντώνιος ο L a u ren ce O livier κ α ι Κ λ εο π ά τ ρ α η V ivien L e ig h . Ν έα Υόρκ-tj, 1951. εα υ τ ό ς το υ ς » - ό π ω ς είχ ε π ε ι π ρ ο φ η τικ ά σ τ η ν αρχή το υ έργου η Κ λ ε ο π ά τ ρ α : «Ο Αντώνιος θα είναι αυτός που είναι» (« Antony will be himself» , I, 1, 4 2 ). Κ α ι προχωρούν σ τ ο « ε υ θ ν ή σ κ ειν » . Ο σ τ ρ α τ ιω τ ικ ά κ α ι π ο λ ιτ ικ ά σ υ ν τρ ιμ μ έν ο ς Α ν τώ ν ιο ς σ υ ν ειδ η τ ο π ο ιεί τ ώ ρα τη ν ενοχή το υ χ ω ρ ίς να χ ά σ ει τη ν περηφ ά νια το υ : «Ο νικητής του εαυτού μου είμαι ε γ ώ » (IV , 14, 6 2 ). 254 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Κ α ι π ιο π έρ α : Α Ν Τ Ω Ν ΙΟ Σ Τον Αντώνιο δεν τον γκρέμισε του Καισαρα η αντρε'ια, μα του Αντώνιον, που εξόντωσε τον ίδιο τον εαυτό της. Κ Λ Ε Ο Π Α Τ Ρ Α Κ ι έτσι έπρεπε. Ο Αντώνιος και κανέΐ’ας άλλος τον Αντώνιο να νικήσει. (IV , 15, 14) Κ α ι χα ρά ζει μόνος το υ το εξόδιόν του: Της μεγάλης μέρας το έργο συντελέστηκε. Ώρα να κοιμηθούμε. (IV , 14, 35) Τον ύ π ν ο -θ ά ν α το θα τον π ρ ο κ α λ έσ ει ο ίδιος, επ ειδ ή δεν μπορεί - α υ τ ό ς , ο « π ά ν τα α ν ίκ η τ ο ς » - να ζ ή σ ει ν ικ η μ έν ο ς κ α ι να γ ίν ει λάφυρο το υ Ο κτά β ιο υ . Μ ιμ ε ίτ α ι, έ τ σ ι , τον α λλοτινό α ντίπ α λό το υ κ α ι θ ύ μ α το υ , τον Β ρ ο ύ τ ο , που α υ το κ τό ν η σ ε σ το υ ς Φ ιλ ίπ π ο υ ς , «για να μ ψ πάει δέσμιος στη Ρώμη» (Ιούλιος Καίσαρας, V , 1, 112). Η ειρ ω ν ικ ή Ν έ μ ε σ η προβα ίνει π ά λ ι: ο Ιούλιος Κ α ίσ α - ρας, μ ε τ ά τον θάνα τό το υ , ε κ δ ικ ή θ η κ ε τον φονιά το υ Β ρ ο ύ τ ο χάρη σ τ ο σ π α θί του Α ν τώ ν ιο υ . Τ ώ ρ α ο Β ρ ο ύ τ ο ς ε κ δ ικ ε ίτ α ι τον Α ν τώ ν ιο μ ε τ ο ίδιο τ ο χ έ ρι του ν ικ η τ ή του. Γ ι α τον ίδιο λόγο α υ το κ το ν εί κ α ι η Κ λ ε ο π ά τ ρ α : γ ια να «σεβαστεί τον εαυ τό τη ς » («Be noble to myself» , V , 2 , 192)., γ ια να μην κ α τ α ν τ ή σ ε ι μια «ξεπεσμέ νη βασίλισσα», ά θυρμ α το υ Ο κ τά β ιο υ , γ ια να μη γ ίν ει χ λ εύ η τ ω ν «βωμολοχοσν ριμαδόροτν» τ η ς Ρ ώ μ η ς , γ ια να μη «σατιφξουν τη ζίο// μας (τ ω ν δύο ερ α σ τώ ν ) δαιμόνιοι θεατρίνοι», που θα «αναπαριστάνουν τα αλεξανδρινά μας ξεφαντώματα» (V , 2, 215). Α λ λ ά η Κ λ ε ο π ά τ ρ α π ρ ο χω ρ εί πέρα α π ’ τον Α ν τώ ν ιο : μεταμορφώνεται , α- ναμορφάινεται, εξανθροοπίζεται. Ο Α ν τώ ν ιο ς, α κόμ α κ α ι σ τ ο π ρόπ υλο του θ α νάτου, δ ια τη ρ εί τη ν α γ ερ ω χ ία του: Χέρι χέρι οι δυο μας θα θαμπώσουμε τους ίσκιους (τ ω ν νεκρούν σ τον Ά δ η ) με τη λυγερή περπατη σιά μας. (IV , 14, 52) Η Κ λ ε ο π ά τ ρ α ό μ ω ς α π α ρ ν ιέτα ι μ ε γ α λ ε ία κ α ι έπ α ρ σ η : Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ ΛΑΓ ΝΕ Ι Α, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 255 Μέσα μου έχει σβήσει, η γυναίκα που ήμουν. (V , 2, 239) Κ α ι κ α τ α κ τ ά τ ο μ εγ α λ είο τ η ς τα π ειν ο φ ρ ο σ ύ ν η ς: Όχι π ια (β α σ ίλ ισ σ α ) , γυναίκα είμαι,, τίποτ’ άλλο. υπόδουλη μιας τόσο ταπεινϊ)ς ψυχής, οσο κι η τελευταία παραδουλεύτρα που έχουν γονατίσει οι αγγαρείες. (IV , 15, 71) Κ α ι π ρ ο χ ω ρ εί β α θ ύ τερ α , σ τ η ν ουσία τ ω ν π ρ α γ μ ά τω ν , π ρ ω τα ν τικ ρ ίζο ν τα ς τ ις α λ ή θ ειες τ η ς ύ π α ρ ξη ς, τ η μ α τ α ιό τ η τ α τ η ς δύνα μ ης κ α ι τ η ς δ ό ξα ς, τη ν α σ η μ α ν τ ό τ η τ α τ ω ν θ ν η τώ ν . Η μοναξιά μου όλο πιο κοντά με φέρνει σ τ ψ αλήθεια της ζωής. Είν ένα τίποτα το να ’σαι Καίσσρ. Αφού δεν είναι αυτός η Μοίρα, έχει τη Μοίρα αφέντη και κάνει ό,τι θέλει εκείντ]. Μεγαλείο σημαίνει να κάνεις το ένα εκείνο που μπορεί να δώσει τέλος σε όλα , που αναχαιτίζει συμφορές και φράζει σταυροδρόμια , που φέρνει ύπνο και τα στόματα λυτρώνει α π ’ τις βρωμιές που θρέφουν τους ζητιάνους και τους Καίσαρες. (V , 2, I ) 30 Γην ώ ρα α υ τ ή , η αρχομανής κ α ι ε γ ω μ α ν ή ς Κ λ ε ο π ά τ ρ α υ ψ ώ ν ετα ι σ τ ο α ν ά σ τη μ α του Λ η ρ , π ο υ , μ έ σ α σ τ η ν τρ έλ α κ α ι τ η θ ύ ελ λ α , ε ξ ισ ώ ν ε τ α ι μ ε τ α «δύσμοιρα π λ ά σ μ α τ α » τ η ς «α ν θρ ώ π ιν η ς σ κ ό ν η ς» κ α ι ε ν ω τ ίζ ε τ α ι τ ι ς μηδα μ ιν ό τ η τ ε ς το υ μ εγ α λ είο υ , τ η ς εξο υ σ ία ς, το υ βίου του ίδιου. Α υ τ ή είναι η α ληθινή Α π ο κ ά λυ ψ η . Μερικά χρόνια πριν, ο Σαίξπηρ έλεγε στο «δύσκολο» Σονέτο 124: Αν ήταν η αγάπι /μου μόνο της εύνοιας το παιδί, μπορεί σαν μπάσταρδο της Τύχης να ’μενε ορφανό και, κατά του καιρού τ ψ έχτρα ή τη στοργή, χόρτο με: χόρτα, ή άνθος με άνθη, στον σωρό. 30. Α πό το Μαυσωλείο τ η ς Αλεξάνδρειας η Κλεοπάτρα αποκρίνεται στα ερωτήματα του Α μ λ ετ για την αυτοκτονία 256 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α Σ Ο A lan B a tes , Αντώνιος, κ α ι η F ra n c e s D e La T o u r , Κ λ εο π ά τρ α . Στρά τφ ο ρν τ, 1999. Όχι, μακριά από ατνχι/μα είναι στεριωμένη, δεν πάσχει από χαμογελούσα αλαζονεία , ούτε από δουλική δυσμένεια χτνπημένη πέφτει, όταν το καλούν η μόδα κι η ευκαιρία. Π ολιτική δεν τ ψ τραβάει, η αιρετική, που εργάζεται με μικροπρόθεσμο. όρια, ώρες, παρά ’ναι, μόνη αυτή, η τρανό/ πολιτική που δεν τη θρέφει ζέστη, δεν τ ψ πνίγουν μπάρες. Σ ’ αυτό, τη λόξα του καιρού για μάρτυρα καλώ m v για καλό πεθαίνει, αφού έχει ζήσει για κακό. (To this I zoitness call the fools of time, who die for goodness, who have liv ’d for crime.) Ε Ρ Ω Τ Α Σ ΚΑΙ ΛΑΓ ΝΕ Ι Α , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ 257 Ο Α ν τώ ν ιο ς κ α ι η Κ λ ε ο π ά τ ρ α είχαν δ ια π ρ ά ξει τη ν « ύ β ρ ι» να π οθή σουν κ α ι να επ ιδ ιώ ξου ν π ερ ισ σ ό τ ερ α α π ' όσ α μ π ο ρ εί να ζ η τ ή σ ε ι ο άνθριυπος: τον κόσμ ο όλο κ α ι, μ α ζί, τον έ ρ ω τ α όλο, θ υ σ ιά ζο ν τα ς τ α π ά ν τα κ α ι το υ ς π ά ν τ ε ς σ ’ α υ τό . Κ α ι, μη μ π ο ρ ώ ν τα ς να π ετύ χ ο υ ν τ α α ν έφ ικ τα , α υτοχειρ ιά ζοντα ι, ε π ειδ ή « π ρ έ π ε ι» κ α ι νεκροί να κ ρ α τή σ ο υ ν τ ο α ν ά σ τ η μ α κ α ι τον α σ υ μ β ίβ α σ το α υτοπ ροσδιορισμό το υ ς. Π εθαίνουν ό π ω ς θέλουν, όταν θέλουν, ε π ε ιδ ή το θ έ λουν. Κ ι α υ τό τ ο τ έ λ ο ς μ εγ α λ ύ ν ει τ ο μ έ γ ε θ ο ς το υ ς. Ί" 7. Α Λ Α Ζ Ο Ν Ε Ι Α Σ Ε Ξ Ο Υ Θ Ε Ν Ω Σ Η Βασιλιάς Ληρ - Κοριολανός Take physic, pomp! (Πιε, μεγαλείο, το γιατρικό!) (Βασιλιάς Ληρ, III, 4 , 33} W hat is the city but the people? (Κ αι τι είναι η πολιτεία; δεν είναι ο λαός;) (Κοριολανός, III, 1, 98) Σ τ ο υ ς α ν τίπ ο δ ες το υ Β ρ ο ύτου και. το υ Ά μ λ ε τ βρίσκοντα ι ο Λ ηρ κ α ι ο Κ ο - ριολανός. Α ν οι δύο π ρ ώ τ ο ι είναι εν ά ρ ετο ι-φ ιλ ο σ ο φ η μ έν ο ι, π ου μ ά χοντα ι δύο ε ξ ο υ σ ια σ τ έ ς γ ια τ ο δίκιο κ α ι χά νοντα ι, οι ά λλοι δύο είναι ε ξ ο υ σ ια σ τ έ ς πο προσβάλλουν τ ο δίκιο μ ε τη ν α λαζονεία το υ ς κ α ι αφ ανίζονται. Σ α τρ α π ικ ό ε γ ω μ α ν ε ίς , επ η ρ μ έν ο ι, λ ά τ ρ εις τ η ς α π ό λ υ τ η ς εξο υ σ ία ς κ α ι δύνα μ ης, ο γ έ ρ ο : β α σ ιλιά ς κ α ι ο νέος π ο λ έμ α ρ χ ο ς δια π ρά ττουν τ ο έ γ κ λ η μ α τ η ς ύ β ρ εω ς 4 4. Το «αμάρτημα» τ η ς ύβρεως στηλίτευαν αδιάκοπα οι Έ λληνες νομοθέτες, φιλόσι ποιητές, ιστορικοί. Για τον ΘΕΟΓΝΙ, την ύβρι γεννά ο κόρος - η υπερβολή δύναμης, πλου- κτλ. και η απ ληστία - των κακών και των άμυαλων. («Τικτει τοι κ ό ρον νβριν, ό τ α ν κ όλ β ος ΐπ η τ α ι / άνθρώττψ , κ α ι δ τ ω μη νάος ά ρ τ ιο ς η», Ε λεγείαι Α', 153), ενώ αντίθετα, ο ΔΑΡΟΣ θεωρεί την ύβρι μητέρα του κόρου (α'Ύ βριν, Κ ο ρ ο υ μ η τ έρ α θ ρ α σ ν θ ν μ ο ν ...» , h μπιονίκης, 13). Παροιμιακοί έχουν μείνει οι μύδροι του ΑΙΣΧΓΛΟΥ για την ύβρι, που «αι! ζσντας / μεστώ νει της καταστροφής το οτάχν και / κ α τό π ι όεριζει τρύγο ΘΑβερό μ ε πόνο και μι ■ κρυ» (« νβ ρις γ ά ρ εξα ν θ οΰ σ έ κ ά ρ π ω σ ε σ τ ά χ υ ν / άτη ς, οθέν π ά γ κ λ α υ τ ο ν έ ξ α μ ά ό έροςύ σαι, 820, μετάφραση Π . Μουλλά), του ΣΟΦΟΚΛΗ (ιόΎ β ρις ώ υτεΰει [γεννά] τνραν νονν . δίπονς τύραννος, 871) αλλά και του ΔΙΩΝΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ («'Όμιλο? π ε ρ ί αύτη ν [τη : ραννία] Ώ μ ό τ η ς κ α ί "Ύβρις κ α ι ’Α νομ ία κ α ί Σ τ ά σ ις )) [διχόνοια], ΙΙερι βαο'ιλείας, 71R). Τα ρακτηριστικά αυτά διαθέτουν άφθονα ο Αηρ και ο Κοριολανός, αλλά και άλλοι σ α ιξπ τ: ήρωες: Ριχάρδος Γ', Μ άκβεθ. ΑΛΑ Ζ ΟΝΕ Ι Α Σ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 259 ~-j L)·το ς απ έναντι σ τ ο α ξ ίω μ ά το υ , ο δ ε ύ τ ε ρ ο ί α π έν α ν τι σ τον λαό, π ου ο π ρ ώ — ς τον α γνοεί και ο δ εύ τερ ο ς τον μ ισ ε ί. Ο Ληρ α ρχίζει μ ε τ η «δ ο κ ιμ α σ ία τ η ς ά π η ς » , π ο υ , τ ε λ ικ ά , ρίχνει τον π α ντοδύνα μ ο β α σ ιλιά σ ε φ ο β ερές δ ο κ ιμ α - ■ ες. Ο υ π ε ρ π α τ ρ ιώ τ η ς Κ οριολανός ε ισ β ά λ λ ει σ τ η σ κ η ν ή μ ε κ α τ α ιγ ισ μ ό ύ - :εω ν γ ια τον λαό κ α ι, τ ε λ ικ ά , γ ίν ετ α ι ένοχος β α ρ ύ τα τη ς ύ β ρ εω ς κ α τ ά τ η ς ~ατρίδας του. Ω σ τ ό σ ο , κ ι α υ τοί διαφ οροποιούνται: οι δ ο κ ιμ α σ ίες ω ριμάζουν τον Λ η ρ , j δίνουν σοφ ία που δεν ε ίχ ε μιαν ολόκληρη ζ ω ή κυριαρχίας, εν ώ ο Κ ο ρ ιο - χνός μ έν ει α μ ετ α ν ό η τ ο ς , ά σο φ ο ς, ανούριμος ω ς τ ο τ έ λ ο ς . . Βασιλιά? Ληρ ια πολλούς σ χ ο λ ια σ τ ές, ο ^ίηρ α π ο τ ε λ ε ί τ ο κορυφαίο δημιούργημα του Σ α ίξ ~ηρ - γραμμένο α μ έσ ω ς μ ε τ ά τον Μάκβεθ (1605-1606). Κ ι ω σ τ ό σ ο , η « υ π ό θ ε σ η » του Ληρ δεν είναι παρά ένα π α ρ α μ ύ θ ι, κ α ι μ ά λ ισ τ α π α ρα μ ύθι απ λοϊκό όσο και κοινότοπ ο: ένα ς γ έρ ο ς β α σ ιλιά ς που μοιράζει το β α σ ίλειό του σ τ ις κ ό ρες το υ - δύο κό ρες υ π ο κ ρίτρ ιες κ α ι α χ ά ρ ισ τ ες , μια τ ρ ίτ η έν τ ιμ η , ειλικ ρ ιν ή ς κ α ι... α π οκ λη ρ ω μ έν η - οι καλοί α π ’ τ η μια μεριά, οι κακοί α π ’ τη ν ά λλη (σ ε ε ω μ ε τρ ικ ή σ υ μ μ ετρ ία π ερίπ ου) - οι κακοί που βυσσοδομούν, οι καλοί που υ ποφέρουν -- οι κακοί που πληρώνουν γ ια τ α ε γ κ λ ή μ α τ ά το υ ς - οι κ α λ ο ί... Μ ο νάχα τ ο τέ λ ο ς το υ έργου (ο θά ν α το ς το υ Λ ηρ κ α ι τ η ς Κ ο ρ ν τέλ ια ς) ξ ε φ ε ύ γ ε ι α π ’ τ ο π α ραμυθένιο σ χ ή μ α το ύ « ζή σ α ν α υτοί κ α λ ά κ ι ε μ ε ί ς κ α λ ύ τ ερ α » . Γ ι α τ ί ο Σ α ίξ π η ρ π ή ρ ε γ ια θ έμ α του ένα τ ό σ ο σ χ η μ α τ ικ ό π α ρ α μ ύ θ ι; Η ε π ιλ ο γ ή , φ υ σ ικ ά , έγ ιν ε σ κ ό π ιμ α : Ο Ληρ δεν είναι μ ια « ισ τ ο ρ ία » , έν α « ρ ε α λ ι σ τ ικ ό δρ ά μ α », α λ λ ά μ ια « α λλ η γ ο ρ ία » , μια «η θ ικ ο λ ο γ ία » (m o ra lite ) χ ω ρ ίς η θικ ο λ ο γίες, που - α κ ρ ιβ ώ ς γ ια να δ ε ίξ ε ι π ό σ ο π α γ κ ό σ μ ια ε ίν α ι- ν τ ύ ν ετ α ι το σ χ ή μ α ενός π α μ π ά λ α ιου μύθου. 2. Βλ. CO LERID G E, LAM B (1811), H A ZLITT (1817), σελ. 275 ε π ., S T A PFE R (1879), SW INBURNE (1880), BRA D LEY (1904), σελ. 198 ε π ., ΤΟΛΣΤΟΙ (1906), SCHUCKING (1922), CHAM BERS (1925), C A M PBELL (1930), W . KNIGHT (1930), GRANVIL l E -B A R K E R (1937), I, σελ. 261, KNIGHTS (1946), O RW ELL (1947), CHARLTON (1948), EMPSON (1951), A L E XA N D ER (1955, 1964), DRIVER (1960), RIBN ER (1960), STA M PFER (1960), KOTT (1962), PARROTT (1962), LER N ER (1963), E t u d e s A n g la is es (1964), K E T T L E (1964), ELTON (1966), ROWSE (1984), W E L L S (1986), DOLLIMORE (1985), PATTERSON (1989), P. SMITH (1995), ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΙΙΟΥΛΟΣ (1996), B A T E (1997). 26ο 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Λ ηρ δεν είναι ένα ς β α σ ιλιά ς τ η ς π ρ ο χρισ τια ν ικ ή ς Α γ γ λ ία ς, είναι Ο Β α σιλιάς. Τ α λά θη του δεν είναι λά θη ενός ιστορικού π ρ οσώ π ου, είναι τ α λά θη κά θε ανθρώ που που τυ φ λ ώ ν ετ α ι α π ’ τη ν εξουσία. Τ ο « μ έ γ α π ά θο ς κ α ι μ α ρ τ ύ ριό» του δεν είναι ο Γ ο λ γ ο θ ά ς ενός γέρου που π ά σ χ ε ι α π ’ τη ν α χα ρ ιστία τω ν πα ιδιώ ν το υ , είναι τ ο Κ α θα ρτή ρ ιο του ανθρώ που που α ν α κ α λ ύ π τει τ ι ς β α σ ι Α ΛΑ Ζ ΟΝΕ Ι Α Σ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 261 κ ές και τρ ο μ ερ ές α λ ή θ ειες τ η ς ζ ω ή ς κ α ι του κόσμου - α λ ή θ ειεε που η δύναμη, εξουσία τού τ ις έκρυβαν π ίσ ω α π ό ένα π έπ λ ο α υ τ α π ά τ η ς και φ α ν τα σ ίω σ η ς. Η α λλη γο ρ ικ ή φ ύ σ η το υ παραμυθιού δεν εμ π ο δ ίζ ει τον Σ α ίξ π η ρ να είναι, κι εδ ώ , τό σ ο « ρ ε α λ ισ τ ή ς » σ τ η ν ανάλυση τ ω ν α νθρώ π ω ν κ α ι τ η ς κοιν<»νίας ό το και σ τ ις ά λ λ ε ς τρ α γ ω δ ίες τουώ Τ ο α ν τίθ ετ ο , μ ά λ ισ τα . Η εικόνα τ η ς ανθρώ π-.νης σ κ λ η ρ ό τ η τ α ς , τ η ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς ζ ο ύ γ κ λ α ς , τ η ς α π ά τ η ς κ α ι τ η ς α υ τα π ά τ η ς το υ « μ εγ α λ είο υ , τ η ς τυ ρ α ν ν ικ ή ς εξο υ σ ία ς, τ η ς ά δ ικ η ς δ ικα ιο σ ύ ν η ς, η α - τεικ ό ν ισ η τ η ε δ υ σ τυ χ ία ς κ α ι τ η ς οδύνης που τ ο ύ τ α όλα προκαλούν, είναι ε δώ πιο άγρια κ α ι π ιο τρομερή π α ρά π ο τ έ . Ο Ληρ είναι τ ο μ εγ ά λο δρα μ α τικό π ο ίη μ α , όπου ο ά ν θρ ω π ο ς β ρ ίσ κ ετ α ι εν ώ π ιο ς ε ν ω π ίω μ ε τη ν α λή θ εια , αφού εχ ει π ρ ώ τ α δ ια σ χ ίσ ει όλο τον ανήφορο του Π όνου, το υ πόνου π ου τον έχουν π ρ ο κ α λ έσ ει τ ό σ ο οι δ ικ έ ς το υ α φ ροσυνες όσο κ α ι η κοινω νική β α ρ β α ρ ό τη τα , όπου κ ι α υ τό ς έ χ ε ι άφθονα σ υ μ β ά λ ει. Α π ό τη ν αρχή κ ιό λα ς τ η ς τ ρ α γ ω δ ία ς, ο Σ α ίξ π η ρ σ η κ ώ ν ει τ η ν αυλαία π ά ν ω σ ’ έναν τα ρ α γμ έν ο κ ό σ μ ο , σ ε μιαν εξα ρ θρ ω μ έν η κοινωνία. Ο κόμ ης το υ Γ κ λ ό σ τ ερ τη ν π ερ ιγρ ά φ ει έ τ σ ι: Η αγάπη κρυώνει, η φιλία ξεπέφτει, τ ’ αδέρφια χωρίζονται. Στις πολιτείες ταρα χές. στα χωράφια [σ τ η ν ύπαιθρο] διχόνοιες: στα παλάτια προδοσία, κι οι δεσμοί σπάζονί’ ανάμεσα σε γονιό και παιδί (...) Ό ,τι καλό είχαμε να δούμε στον καιρό μας, το είδαμε.. Ραδιουργία, ψευτιά., προδοσία κι όλες οι καταστρεφτικές αταξίες μάς ακολουόούν ανησυχαστικά προς τσν τάφο. (I, 2, 107)3 Τ α λόγια το υ είναι τα υτόχρ ονα η π εριγρα φ ή μ ια ς ισ τ ο ρ ικ ή ς ε π ο χ ή ς , αλ λ ά , π ρ ο π ά ν τω ν , μ ια ς διαχρονικής κ α τ ά σ τ α σ η ς : ιστορικής ε π ε ιδ ή κ α θ ρ εφ τ ίζει τη ν α τμ ό σ φ α ιρ α τ η ς Α γ γ λ ία ς το υ Ιά κ ω β ο υ Α 'κ α ι τ η ς « Σ υ ν ω μ ο σ ία ς τ η ς π υ ρ ίτιδ α ς». Κ α ι «διαχρονικής» ε π ε ιδ ή εικ ο ν ίζει τον κ ό σ μ ο γ ε ν ικ ά , α λ λ ά κ α ι το δράμα που θ ’ α κο λ ο υ θή σ ει. Έ τ σ ι , τ α λόγια του Γ κ λ ό σ τ ε ρ παίρνουν δ ια σ τ ά σ ε ις π ρ ο φ η τεία ς γ ια συμ φ ορ ές που θ ύ μ α το υ ς θα γ ίν ει κ ι ο ίδιος, χ ω ρ ίς ακό μα να τ ο υ π ο ψ ιά ζετα ι. Κ ι α υ τή η π ρ ο φ η τεία α π ο τ ε λ ε ί μιαν α π ' τ ις π ρ ώ τ ε ς ά γρ ιες ειρ ω ν είες του 3. Η Αγγλία του Ληρ είναι ακόμα πιο «σάπια» απ’ την Δανία του Λμλετ. Έ ξ ι χρόνια μετά, ο John DONNE θα γράψει στο Μ ια αν ατομ ία του κόσμον (1611): « Ό λ α είναι συντρίμμια, δεν υπάοχει π ια κανένα νόημα» (« I t ’s all in pieces, all coherence is g o n e» ). 262 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ. ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Σ α ίς π η ρ σ τ ο έργο τ ο ύ τ ο , που βρίθει, α π ό τραγική ειροενεία. Ο ά ν θρ ω π ο ς που «οδύ ρ ετα ι)) γ ι α υ τ έ ς τ ι ς κο ιν ω ν ικ ές α ν α σ τ α τ ώ σ ε ις - ο Γ κ λ ό σ τ ε ρ - είναι ένας α π ’ το υ ς εκ π ρ ο σ ώ π ο υ ς τ η ς « π α λ ιά ς φ εουδα ρχικής τά ξη ς)), τ η ς κυρίαρχης τ ά ξ η ς, που είναι υ π εύ θυ ν η γ ια τ η δ ια μ ό ρ φ ω σ η τ η ς κοινω νία ς, έν α ς π α ν ίσ χυ ρ ος « ε υ γ ε ν ή ς » , εν οχλη μ έν ο ς α π ’ τ ι ς « κ ο ιν ω ν ικ ές α ν α σ τ α τ ώ σ εις )) που απειλούν τ α προνόμιά το υ κ α ι τ η μ α κ α ρ ιό τη τ ά το υ , ένα ς ά ν θρ ω π ο ς π ου δεν θ ’ α ρ γ ή σ ει να γ ν ω ρ ίσ ει τη ν π ιο φοβερή α θ λ ιό τ η τ α - τ η ν α θ λ ιό τ η τ α που ε ίχ ε , ω ς τ ό τ ε , ο λ ό τελ α α γ ν ο ή σ ει. «Ό ,τι καλό είχαμε να δούμε, το είδαμε», λ έ ε ι ο άρχοντας α υ τό ς π ο υ , σ ε λίγο , δεν θα β λ έ π ε ι π ια καθόλου (κ υ ρ ιο λ εκ τικ ά ), γ ια τ ί μία α π τ ι ς κό ρες το υ β α σ ιλιά θα του β γ ά λ ει τ α μ ά τια . Ε ίπ α π ω ς ο Γ κ λ ό σ τ ε ρ ε κ π ρ ο σ ω π ε ί τη ν « π α λ ιά φ εουδα ρχική τά ξη )). Κ α ι ορισμένοι σα ιξπ ηρολόγοι υ π ο στη ρ ίζουν π ω ς σ τ ο β α σ ίλειο το υ Λ ηρ κ α ι μ έσ α σ τ η ν κυρίαρχη τ ά ξ η , δύο τ ά σ ε ις ή δύο π α ρ α τ ά ξ εις α ν τ ιμ ε τ ω π ίζ ο ν τ α ι κ ι αλ~ λη λομ ά χοντα ι: απ τη μια, η π α λιά φ εουδα ρχική τ ά ξ η (ο Λ ηρ, ο Γ κ λ ό σ τ ε ρ , ο Κ ε ν τ , ο Ώ λ μ π α ν υ ) κ ι α π ’ τη ν ά λλ η , οι εκ π ρ ό σ ω π ο ι μ ια ς καινούργιας τάξης, οι ατομικιστές (η Γονερ ίλη , η Ρ εγ ά ν η , ο νόθος Έ ν τ μ ο ν τ , ο άντρας τ η ς Ρ εγ ά ν η ς , Δ ο ύ κ α ς τ η ς Κ ορνουάλης). I ούτοι οι τ ε λ ευ τ α ίο ι έχουν τ α χ α ρ α κ τη ρ ισ τ ικ ά γ ν ω ρ ίσ μ α τ α τ η ς α νερχό- μ εν η ς αστικής τάξης. Κ α ι -π ρ ο σ θ έ τ ο υ ν οι ίδιοι σ χ ο λ ια σ τ έ ς - τ η σ ύ γ κ ρ ο υ σ η τ ω ν δύο α υ τώ ν κ ό σ μ ω ν εκ φ ρ ά ζει ο τρ ό π ο ς π ου ο κ α θ έν α ς τ ο υ ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί (κ α ι ερ μ η ν εύ ει) τ η λ έξ η φύση : γ ια το υ ς εκ π ρ ο σ ώ π ο υ ς τ η ς π α λ ιά ς φ εουδαρ χ ικ ή ς τ ά ξ η ς , η φ ύ σ η ή τα ν (ό π ω ς τ ο ’χο υ μ ε π ε ι ) 4 ένα αρμονικό σύνολο, όπου τ α π ά ν τα - τ ο Σ ό μ π α ν , η κοινω νία, ο ά ν θ ρ ω π ο ς - υπ α κούνε σ ε μ ια τ ά ξ η και μιαν ιεραρχία, ρ υ θ μ ισ μ έν ες α π ό μ ια δίκα ιη κ α ι π α ντοδύνα μ η Θ εία Πρόνοια. ( Σ τ α μ ά τια το υ Λ η ρ , λ .χ ., είναι α φ ύσικο - « u n n a t u r a l) ) - ό τι οι κόρες του δ ε ί χνονται α χ ά ρ ισ τ ες κ ι οι υ π ή κ ο οι δεν υπ α κούνε σ τ ο υ ς α φ έ ν τ ε ς τ ο υ ς .) Α ν τ ίθ ε τ α , γ ια το υ ς εκ π ρ ο σ ώ π ο υ ς τ η ς ((καινούργιας τ ά ξ η ς » φ ύ σ η σ η μ α ίν ει έ ν σ τ ικ τ α , δύναμη, δ ικ α ίω μ α το υ π ιο δυνατού, το υ π ιο πανούργου, το υ π ιο α δ ίσ τα κ το υ . Α υ τ ό εννοεί ο Έ ν τ μ ο ν τ , ο νόθος γ ιο ς το υ Γ κ λ ό σ τ ε ρ , όταν λ έ ε ι: Ω φύση, εσύ ’σαι θεά μου. Κ αι στον νόμο σσ είναι τα(γ)μενα τα έργα μου... (I, 2, 1) Η διά κ ρ ισ η α υ τ ή α ν ά μ εσ α σ ε ((π α λιούς» κ α ι ((καινούργιους)) δεν είναι α - 4. Βλ. πιο πάνω σ ελ. 35. ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 263 β ά σ ιμ η . Ω σ τ ό σ ο , αν π ρ ο χ ω ρ ή σ ο υ μ ε π έρ α α π ’ τ α φαινόμενα κ α ι π έρ α α π ’ τ ι ς δ η λ ώ σ ε ις , τ α δύο α υ τά σ τ ρ α τ ό π εδ α δεν διαφέρουν διόλου. Ε ί τ ε βλέπ ουν τ η φ ύ σ η σαν « θ εία αρμονία» ε ί τ ε τ η θεω ρούν έκ φ ρ α σ η « ζ ω ω δ ώ ν ε ν σ τ ίκ τ ω ν » , σ τ ο β ά θο ς, κ ι εκ είν ο ι κ α ι τ ο ύ τ ο ι, είναι τ ο ίδιο εγωιστές, άπληστοι , σκληροί, ανελέη τοι , τυραννικοί. Μ ε τ ο ύ τ η , μόνο, τ η διαφορά: π ω ς οι φ ορείς κ ι ε κ φ ρ α σ τ έ ς τ η ς «καινούργιας τ ά ξ η ς » διαδηλώνουν α νοιχτά π ω ς μοναδική τ ο υ ς « α ρ χ ή » είναι τ ο προσωπικό τους συμφέρον κ α ι καμαρώνουν γ ια τ η ν ω μ ό τ η τ α κ α ι τον μ α κ ια - ^ ε λ λ ισ μ ό το υ ς, εν ώ οι εκ π ρ ό σ ω π ο ι τ η ς « π α λ ιά ς τ ά ξ η ς » έχουν φ ρ οντίσ ει να χα λκ εύ σ ο υ ν αρχές κ α ι θ εω ρ ίε ς γ ια να υπ οτά ξουν ευ κο λό τερα το υ ς υ π η κ ό ου ς το υ ς σ ε μια δήθεν « θ εϊκ ή αρμονία» κ α ι ά λ λ α ηχηρά παρόμοια. Α λ λ ά ο σ κ ο π ό ς κ ι εκ είν ω ν κ α ι το ύ τω ν είναι ο ίδιος: να «θεριεύουν και να προκόβουν », κ α θ ώ ς λ έ ε ι π ά λι ο νόθος Έ ν τ μ ο ν τ (I, 2, 2 1 ). Ο ι παλιοί είναι πιο υποκριτές - κ α ι ντύνουν τη ν τυραννική α π λ η σ τία το υ ς μ ε τ α άμφ ια τ η ς ((ιδ εο λ ο γ ία ς» - εν ώ οι καινούργιοι, σαν π ιο δυναμικοί π ου είναι, μπορούν να προσφέρουν σ το ν εα υ τ ό τ ο υ ς τ η ν π ο λ υ τ έλ ε ια το υ κυνισμοί.;. Έ τ σ ι κ ι α λ λ ιώ ς , ετο ύ το ι είναι α ντά ξιοι εκ είν ω ν , εκείν ο ι ισάξιοι ε τ ο ύ τ ω ν , κ ι όταν ο Λ η ρ , μ έσ α σ τ η ν τρ έλ α το υ , φ ω ν ά ζει: «Διαφθορά παντού!» (« Corruption in the place!», I ll, 6, 5 4 ), δεν κ ά ν ει ά λλο π α ρά να π ερ ιγρ ά φ ει τ η ν « τά Ε η » που β α σ ι λ ε ύ ε ι σ τ ο β α σ ίλειό το υ , ε ί τ ε π α λιά είναι ε ίτ ε καινούργια. : κ ρ ό τ α τ η έκ φ ρ α σ η α υ τ ή ς τ η ς κ α τ ά σ τ α σ η ς ( κ α θ ε σ τ ώ τ ο ς , κυρίαρχης τ ά ξ η ς , εξου σ ία ς, κοινω νίας) α π ο τ ε λ ε ί ο ίδιος ο Λ ηρ. Ε ίν α ι ο Κυβερνών, ο Κυρίαρχος, ο Αφέντης, σ τ η ν α π ό λ υ τη μορφή το υ : «κάθε δάχτυλο και βασιλιάς» (IV, 6, 106), ό π ω ς λ έ ε ι ο ίδιος: τύρα ννος, ε γ ω π α θ ή ς , φ α ν τα σ μ έν ο ς, π ε ισ μ α τ ά ρ η ς , σίγου ρος γ ια το ((μ εγ α λ είο » το υ , τη ν ((π α ντοδυνα μ ία » το υ κ α ι τη ν « π α ν τ ο γ ν ω - σ ία » το υ . Ν ο μ ίζει π ω ς είναι Θ εό ς σχεδ ό ν , π ω ς κ α τ έ χ ε ι όλη τ η δύναμη κ ι όλη τ η γ ν ώ σ η κ α ι π ω ς μ π ο ρ εί να κουμ α ντά ρ ει ό π ω ς το υ α ρ έσ ει τ ο υ ς α νθρώ π ους κ α ι τ α α ισ θ ή μ α τ ά το υ ς. Γ ι ’ α υ τό κ α ι οργανώνει τ η ((δ οκιμ α σία τ η ς α γ ά π η ς » τω ν θ υ γ α τέρ ω ν το υ , τ ο π ερ ιβ ό η το (d ove te s t» , α ρχή αρχή το υ έργου. Γ ι α τον 5 5. Μια παρόμοια «δοκιμασία αγάπης» ιστορεί ένα λαϊκό παραμύθι της Σκοπέλου, που έχει τον τίτλο Το κορίτσι π ον αγαπούσε τον π ατέρα τη ς σαν τ ’ αλάτι. Κι εκεί, ένας βασιλιάς της Ηεσσαλίας ζητάει απ’ τις τρεις κόρες του δηλώσεις αγάπης, οι δύο πρώτες λένε πως τον α- γαπανε «σαν το μάλαμα» η μια, «σαν τ ’ ασήμι» η άλλη, η τρίτη όμως αποκρίνεται «σαν τ ’ αλάτι». Ο βασιλιάς την αποκληρώνει, αυτή παίρνει των ομματιών της και μετά από καιρό γίνεται ξακουστή μαγείρισσα στην Σκόπελο. Ο βασιλιάς φτάνει στο νησί και εκείνη τον φιλοξενεί «αγνώριστη», παραθέτοντάς του εδέσματα πλούσια αλλά ανάλατα. Και τότε, ο πατέρας της καταλαβαίνει πόσο ((ακριβότερο» είναι το αλάτι από το μάλαμα και το ασή- 264 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ «Ο ι'ίηρ θ ρ ψ εί π ά ν ω w τ’ το π τ ώ μ α τ η ς Κορντέλιας». Π ίν α κ α ς τ ο ν Jam es Barry (1786-1788). Λονδίνο, Tate Gallery. Λ η ρ , που είχε π ά ν τα αδυναμία σ τ η ν κ ο λ α κ εία {«η δύναμη σκύβει σ τ ψ κο λακεία», λ έ ε ι ο Κ ε ν τ , σ τ η ν ίδια σ κ η ν ή , I, 1, 1 4 8 ), γ ια τον Α ηρ π ου το υ λέγ α ν π ά ν τα π ω ς είναι τ ο παν (IV , 6 , 1 0 4 ), α υ τ ή η ε π ίσ η μ η δ ή λ ω σ η α γ ά π η ς που α ξιώ ν ει α π τ ι ς κόρες του δεν είναι π α ρά η απώ τατη έκφραση του εγωισμοί6 του μι. (Από την α ν έκ δ ο τ η συλλογή λαϊκών παραμυθιών της Μαρούλας Κλιάψα, Περιοδικό Κ ί- •νηαη της Ολυμπιακής Δεροπορίας, Δπρίλιος 1999.) Άγνωστο, βέβαια, πώς συνδέεται ο Σκώ- τος Αηρ με την σκοπελίτικη Κορό'έλια. Διαφορετική είναι η δοκιμασία στο πολύ γνωστό δημοτικό μας τραγούδι που κριβώς τον τίτλο «Το δοκίμι(ν) της αγάπης». Εδώ, ένα πλήθος αρχοντόπουλα δΐεκδικούν μια πανώρια και πολύφερνη κόρη. Κι αυτή τους προκαλεί σε δοκίμι (αγώνα) ποιος θα μπο ρέσει να σηκώσει ένα πελώριο μάρμαρο που βρίσκεται στην αυλή της. Όλοι αποτυχαίνουν, εκτός απ’ «της Μαριάς τον ψυχογιό», που το σηκώνει με το ’να χέρι, το ρίχνει πέρα και παίρνει την πεντάμορφη και τα φλουριά της (Ν. Πολίτη, Εκλογι §, 1914, αριθ. 79). Στον δικό του Ληρ (1971), ο σύγχρονος Άγγλος δραματουργός E d w a rd BOND (ο συγ γραφέας του Σω σμενού) μετατρέπει την ιστορία σε παρέλαση φρίκης, μ,ε βιασμούς, ομαδι κούς φόνους, εξορύξείς ματιών, βασανιστήρια, θέλοντας να δείξει πως η δύναμη είναι απελ πιστικά διεφθαρμένη και πως όλοι μας είμαστε διεστραμμένοι σφαγείς. ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 265 και της απολυταρχίας τον: η τύχη του βασιλείου του (και των υπηκόων του) κρέμεται α π’ την αγάπη (σωστότερα, από τις εκφράσεις αγάπης) που οι τρεις κληρονόμες του θα επιδαψιλεύσουν στο πρόσωπό του. Τ ίπ οτ άλλο δεν έχει σημασία. Αυτός ο γέρος «ισόθεος» (κατά την πεποίθησή του) λατρεύει τον λιβανωτό όπως οι θεοί. Κ ι η απόφασή του ν απαλλαγεί από κάθε μόχθο και κάθε σκοτούρα {«να ρίξει κάθε κόπο κι έγνοια από τα γέρα του», I, 1, 41), διατηρώντας όμωε, ταυτόχρονα, «τ’ όνομα και τις τιμές τις άλλες πον αρμόζουν ο έναββΕιλιά» (I, 1, 138), δεν είναι παρά η πολιτική έκφρασι J τον εγωισμοί' τον : θελει να ξεφορτωθεί τις ευθύνες και τις φροντίδες τη ς εξουσίας, αλλά να εξακολουθήσει να καρπώνεται τα βασιλικά «μεγαλεία» και προνόμια. Στην αντίληψή του είναι τόσο «απόλυτα βασιλιάς», που κι όταν πάψει να βασιλεύει -οαγματικά, θα εξακολουθεί να κρατάει το βασιλικό φο^τοστέφανο και τον βασιλικό βούρδουλα, το «ματσούκι», όπως λέει (I, 4, 103). Ο Κ εντ, ο πιστός σύμβουλός του, εξεγείρεται βλέποντας τον Ληρ ν’ α ποκληρώνει την Κορντέλια, βλέποντας «το μεγαλείο να ξεπέφτει στη μωρία» I, 1, 149). Κ ι ο ίδιος ο Ληρ δεν θ ’ αργήσει να πει χτυπώντας το κεφάλι του: Χτύπα αυτή τ ψ πόρτα, πον άφησε να μπει η τρέλα σον και να βγει η κρίση η ακριβή σου! (I, 4, 261) Είχε όμως π οτέ κρίση ο Ληρ - ακριβή ή όχι; Κ ι ο Κ εντ, μ όλη του την εντιμ,ότητα, δεν μπόρεσε ποτέ να δει π ω ς η «μωρία» αποτελεί αναπόσπα- σ~ο μέρος του χαρακτήρα του Ληρ, καθώς και όποιου άλλου που ορέγεται ή ασκεί απόλυτη εξουσία. Οι κόρες του Ληρ τον γνωρίζουν καλύτερα, γ ι’ αυτό και λένε μεταξύ τους ~ως «ανέκαθεν πολύ λίγο γνώριζε τον εαυτό του» (I, 1, 292) και π ω ς «ακόμα και σ τ ψ καλύτεροι τον εποχιh ήτανε πάντα αψύς» (I, 1, 293). Ο Τρελός, που θα γί νει ο σύντροφος τη ς δυστυχίας του, θα του το πει κατά πρόσωπο στον πρώ το τους κιόλας διάλογο: ΛΗΡ Με λες τρελό, γιόκα μου; ΤΡΕΛ Ο Σ Όλους τους άλλους τίτλους σου τους χάρισες, αυτόν τον έχεις γ ε ν ν ιγ τάτος (από γεννησιμιού σου). (I, 4, 141) 266 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο Ληρ τ ο υ Josza Savits. Μόναχο, Βασιλικό Θέατρο, 1889. Και λίγο αργότερα: «Δεν έπρεπε να γεράσεις ττροτον φρονιμέψεις» (I, 5, 38), επαναλαμβάνοντας (χωρίς να το ξέρει, βέβαια) τη ρήση του Διογένη στον Α λέξανδρο: ((Μη πρότερον, ώ μάταιε (ανόητε), βασιλεύειν επιχειρεί πριν φρόνη σα οι.6 Ο ίδιος ο Ληρ, στην ((ώρα τη ς αλήθειας του», θα πει, στον Τρελό πάλι, που τον ρωτάει: ΤΡΕΛ Ο Σ Παρακαλι'ο σε, μπάρμπα, πες μου, τι απ’ τα δύο είναι ο τρελός, ευγενής ή λαϊκός; ΛΗΡ Βασιλιάς, βασιλιάς! (III, 6, 9) Διόλου περίεργο, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος αυτός έχει άγνοια ή, ακόμα χει- 6. ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί βασιλείας, Δ, 162 R (70 Μ). ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 267 Ο H enry Irvin g, Ληρ. Α πό πίνακα του Bernard Patridge. ρότερα , στραβή γνώση των ανθρώπων και του κόσμου - όπως, ά λλω στε, έ χει ψεντ1X7/ συνάντηση του ίδιου του εαυτού του. Ε μ π ιστεύετα ι στα απατηλά φαινόμενα, στις κολακευτικές εκδηλώσεις και κάνει το πελώριο λάθος να ν ο μ ίσ ει π ω ς θα μπορούσε να διατηρήσει τα λαμπερά στολίδια του εξουσία - στή , αφήνοντας σ ’ άλλους τ η δύναμη και τα μέσα τη ς εξουσίας. Πολύ λίγο μυαλό είχε η καραφλή σου κορόνα (το κεφάλι σου), όταν χάρισες τη χρυσή τον (το στέμμα σου) το ν σ α ρ κ ά ζ ε ι ο Τ ρ ε λ ό ς (I. 4 , 1 5 5 ). Μ α κ έτ α τ ου Norman B el Geddes γ ια top «Ληρ», 1919. Α υ τ ό ς ο Τρελός είναι ο πιο ολοκληρωμένος, ο πιο φιλοσοφημένος α π’ τους σαιξπηρικούς «τρελούς». Ενσαρκώνει την λαϊκή σοφία και θυμοσοφία που έλειπαν ολότελα α π’ τον Ληρ, τον ρεαλισμό για τα ανθρώπινα που ο βασιλιάς αγνοούσε ολοκληρωτικά, την επίγνωση τη ς μπόρεσης και τη ς ευθύνης του κάθε ανθρώπου, όποια θέση κι αν κατέχει. Αντίθετα με τον Ληρ, που έζησε μέσα στην αυταπάτη και στο ψέμα, ο Τρελός αγνοεί τα ψέματα («Π άρε ει·α δάσκαλο να μάθει τον τρελό σου να λέει γέ/ί/ατα», λέει στον βασιλιά, I, 4, 169 υ μόλο που ξέρει πόσο δύσκολη είναι η γλώσσα τη ς αλήθειας: «Η αλήθεια είναι σκύλα τον δρόμον, που της πρέπει να ’ναι χωμένη σ ν ψ τρύπα της. Θέλει μάτσου- κώμα να πάει έξω» (I, 4, 103). Α υτή τη γλώσσα χρησιμοποιεί αδίστακτα κι αδιάκοπα στον ((αφέντη» του. Α λλά δεν είναι μόνο ένας απλός σαρκαστής: έχει, όσο κανένας άλλος σαιξπηρικός τρελός, ανθρωπιά και συμπόνια%παρατ στέκετα ι στον Αηρ τις πιο φοβερές ώρες του, τον προστατεύει α π ’ τα στοι χεία τη ς φύσης κι από τα μέσα του στοιχειά. Είναι ένας μετέχων Χορός, μια στοργική Κασσάνδρα, ένας πονετικός Θερσίτης. Και αποχωρεί αθόρυβα ό ταν βλέπει π ω ς δεν μπορεί πια να είναι χρήσιμος, με την κρυπτική φράση: «Κι εγώ θα πλαγιάσω μεσιμιεράτικα» (III, 6, 83). ΑΛΑ Ζ ΟΝΕ Ι Α Σ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 269 Ιίο λ ύ δίκαια είπαν π ω ς ο Ληρ έχει «τεράστια ψυχή και παιδικό μυαλό», π ω ς είναι «στο πνεύμα παιδί, σε πάθος τιτάνας».' Αυτό το πάθος, η οργή, η εξέγερση, η απόγνωση, οι απειλές, οι κατάρες (που ξεχύνονται σαν κεραυνοί από μέσα του μετά την π τώ σ η του) βρίσκονται σε απόλυτη συνάρτηση με τον χαρακτήρα του και με την ιδέα που είχε σχη ματίσει για την «ελέω Θεού» βασιλική εξουσία του. Επικαλείται τη φύση, την «ακριβή του θεά», όπως τη λέει (I, 4, 2 6 6 ). .. γυρεύει α π’ τον ουρανό να «κά νει δικό του το ζήτημά» του (II, 4, 1 9 5 )... καλεί τα στοιχεία, τον «αγέρα», τις «νεροποντές και τους καταρράχτες» (III, 2, 1), λες κι ολόκληρη η φύση, όλοι οι θεοί κι οι δαίμονες είναι υποχρεωτικά σύμμαχοι, προστάτες κι υπηρέτες του. Α λλά αυτές οι «τιτάνιες κατάρες» του Ληρ αποτελούν μιαν άλλη δραμα τική ειροονεία του Σαίξπηρ: ο βασιλιάς που νόμιζε π ω ς ήταν παντοδύναμος, ο βασιλιάς που έφτανε «να γουρλώσει το μάτι για να τρέμουν οιπολίτες» (IV , 6,107) δεν μπορεί τώρα να αμυνθεί, να εκδικηθεί, να τιμωρήσει αυτούς που τον τα πείνωσαν, παρά μόνο με, λ&/ια\ Αν οι απειλές και οι κατάρες του είναι γιγά- ντιες, άλλη τόση είναι και η αδυναμία τον. Κι η φύση, ο ουρανός, οι θεοί, τα στοιχεία μένουν κουφά κι αναίσθητα στις επικλήσεις του. Χειρότερα ακόμα - και ειρωνεία σκληρότερη: την ώρα ίσα ίσα που ο Ληρ ζητάει τη βοήθειά τους, εξαπολύουν καταπάνω τον όλη τη μανία τους, σαν να θέλουν να του δεί ξουν την ασημαντότητά του και να σαρκάσουν την αλαζονεία του. Οι σκηνές τη ς τρέλας και τη ς θύελλας (θύελλας των στοιχείων, θύελλας κοινωνικής, θύελλας ψυχολογικής)78 είναι το μέγα Καθαρτήριο αυτού του ανθρώπου, που η εξουσία τον είχε αλλοτριώσει από τ ’ ανθρώπινα στοιχεία του. Λίγο νωρί τέρα (στην πρώτη του επαφή με την πραγματικότητα), ο Ληρ είχε για πρού τη φορά θέσει στον εαυτό του το καίριο ερώτημα: Ποιος είμαι, ποιος μπορεί να μου πει ποιος είμαι; (I, 4, 220) 7. Βλ. W . KNIGHT (1930), LERN ER (1963). 8. Ορισμένοι σχολιαστές -μ ε επικεφαλής τον LAM B (1 8 1 1 )- υποστήριξαν πως ο Ληρ δεν μ,πορεί να παιχτεί, εξαιτίας των μεγάλων σκηνοθετικών και υποκριτικών απαιτήσεών του. Ωστόσο, σπουδαίοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί έχουν αποδείξει το αντίθετο. Ένας τους, όμως, ο Λώρενς Ολίβιε, που έπαιξε τον ρόλο στα τριάντα εννέα του χρόνια (19461 και, ύ στερα, στα εβδομήντα πέντε του, στην τηλεόρασή (1982), έχει πει: «Όταν έχεις τη δύναμη να τον παίξεις, είσαι πολύ νέος, όταν έχεις την ηλικία, είσαι τιολν γέρος». Ο Αιμίλιος Βεάκης που τον ερμήνευσε έξοχα εδώ, με σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη (1938), είχε την κατάλληλη ί σως ηλικία: πενήντα τεσσάρων χρόνων. Ίηο Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η έξοχη μ ασ κ α τ ου Αιμίλιον Β εάκη στον «/ίηρ». Εθνικό Θέατρο. 1938. Α υτός που, σ ’ ολόκληρη τη ζωή του, δεν είχε κατορθώσει να γνωρίσει τον εαυτό του, θ ανακαλύψει τώρα π ω ς δεν είναι παρά «του Ληρ ο ίσκιος» (καθώς του λέει ο Τρελός, I, 4, 221) και, ακόμα πάρα πέρα, π ω ς κι αυτός ootfatg jy m σκιος δεν είναι παρά «σκιά σκιάς» (όπως είχε πει ο Ρόζενκραντς στον Ά μ λετ): «ένας φτωχός σακατεμένος / αντιμπορος κ α ι καταφρανειιένος γέρος» (III, 2, 20), «ένας παλαρσύλης, τσακισμένος γέρος» (IV, 7, 60), όπως λέει ο ίδιος. Κ ι ύστερα απ' τους θρήνους και τους οικτιρμούς για τον εαυτό του, γνω ρίζει για πρώτη φορά ένα συναίσθημα για το οποίο ήταν ω ς τό τε ανίκανος: τον οίκτο, τη συμπόνια για τους άλλους. Η «μύησή» του στο πρωτόγνωρο αυ τό αίσθημα γίνεται κι αυτή κλιμακωτά: αρχίζει όταν ο Ληρ συμπονά τον σύντροφο τη ς δυστυχίας του, τον Τρελό: ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 271 Φτωχό, τρελό μην αγόρι. έχω μιαν άκρη σ τ ψ καρδιά μην. πον λυπάται για a b a τώρα. (III, 2, 72) I 'ια να φτάσει., τελικά, στην o fa fjm ] συμπόνια', στην επίγνω ση κ αι κατα- νότ/σ?/ της ανθρώ πιπ/ς δυστυχίας, στην αλλτ/λεγγύη με τους «ταπεινούς και κα ταφρονεμένους», στην ταττκτητου με τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους»; Κ αη μ ένα γυμνά π λάσμ ατα, όπου κι αν βρισκόσαστι κ αι τρ ώ τε τσάταλο απ' τ ψ άσπλαχνε/ αντί] μ πάρα, π ώ ς τ ’ ά σ κ επ α κεφάλια σας, τ ’ άσαρκα πλευρά σας, τα τζά τζα λ ά σας. π ο ’χονν τρύπες κ αι παράθυρα, σας προφυλάνε απ ό καιρούς σαν τσίπαν; (III, 4, 28) 272 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Κατηγορεί τον εαυτό του που ήταν, ω ς τότε, αναίσθητος στη μιζέρια τους: Ω, σ ’ αυτά είχα δώσει πολύ λίγη προσοχή! (ό.π., 32) Την ίδια «ανακάλυψη» θα κάνει κι ο κατατρεγμένος «άρχοντας» Έντγκαρ: (Α π ' τα) χτυπήματα της μοίρας ... (έχοντας) μάθει και πάθει πόνους, έγινα πονετικός... (IV, 6, 217) Ο Ληρ προχωρεί ακόμα πιο πέρα: σαρκάζει τη αλλοτινή μανία του για «βασιλικές δόξες» και αφήνει μιαν απελπισμένη κραυγή ταπεινοσννης κι αν θρώπινης ισότητας'. Π ιε, μεγαλείο, το γιατρικό. Κ ι εσύ (ο εαυτός του) γυμνώσου κι έβγα, να νιτοσεις ό,τι νιώθουν οι κακόμοιροι, για να τινάζεις το περίασεμα σ ’ αυτούς και τον Θεό πιο δίκιον να τον δείχνεις. (III, 4, 34) Σ ε ακόμα πιο ξεκάθαρη επιταγή ισότητας καταλήγει ο τυφλωμένος Γκλό- στερ, όταν η απόγνωση τον οδηγεί στην αυτογνωσία: Θεοί, μοιράζετε έτσι πάντα! Κ άντε αυτόχν που ζει στα πλι/τν, μέσα και στις ηδονές, που κάνει σκλάβους τον τους νόμους σας, που θέλει να μ ψ ιδεί, γιατί δε νιόιθει, ευθύς να νιτόσει τη δύναμή σας. Έ τσι σ όλους το περίσσιο να ισομοιράζεται και να ’γει το αρκετό τον κάθε άνθρωπος. (IV, 1, 66) «Π ά μεγαλείο το γιατρικόb> αναφωνεί ο Ληρ. Είναι η στιγμή όπου ο παθια σμένος άλλοτε για «μεγαλεία» και «μεγαλοπρέπειες», αποκτά αληθινό μεγα λείο. Ο άλλοτε «εξουσιαστής ανθρώπων» ενώνεται τώρα με τ ψ ανθρωπότη τα. Το κούφιο βασιλικό του μεγαλείο έρχεται να το αντικαταστήσει μεγαλείο ανθρώπινο. Κ ι όταν, λίγο αργότερα, ξεσκίζει τα ρούχα του, αυτή η «τρελή» 0 John Gielgud, Ληρ, κ α ι ο Alan Hadel. Τρελός. Σ τράτφ ορντ, 1950. 274 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ ΟΥ Σ Ι ΑΣ χειρονομία του γίνεται πράξη υψ η λού συμβολισμού. ] 'ιατί έτσι ο Λ τ: απογυμνιόνεται όχι μόνο απ' τις τ ε λευταίες του αυταπάτες, αλλά κ* από κάθε ματαιοδοξία, κάθε «με γαλειότητα», κάθε πλαστή «μεγα λοσύνη». 1Η )έλει να είναι κι αυτός -όπως ο κουρελιάρης Έντγκαρ «τ< γνήσιο πράμα»... «ένα κακομοίρα γι- μνό. διχαλωτό ζώο » (III, 4, 109). άνθρωπος που οι πορφύρες, τα χρυ σάφια και τα στέμματα είχαν πν. ξει μέσα του την ανθρώπινη ουσια του, βλέπει τώρα π ω ς ο άνθρωπο δεν είναι παρά ένα «γυμνό ζώο», τ.ο. το μόνο του γνήσιο στολίδι, η μόνη του δύναμη κι ο μόνος θησαυρός τι είν’ η ψυχή του και το πνεύμα του - αν υπάρχουν κι αν σωστά υπάρχουν. Κ ι αυτός ο βασιλιάς -που ήταν τ αποκορύφωμα και το σύμβολο το, «κρατούντων και των κυρίαρχο»;» - ορθώνεται εναντίον της ίδιας της τάξη ; τον και παίρνει το μέρος των απο Ο W erner K rauss, j ίη ρ . Γερμανία, 1950. κλήρων και των κακόμοιρων: Ανάμεσα α π ’ τα τρύπια ρούχα (των φτωχών) ξεπροβάλλουν κι οι πιο ψιλές κακίες' φορέματα και γούνες τα κρύβουν όλα. (IV, 6, 161) Αυτός ο βασιλιάς που καυχιόταν «π ω ς είναι η προσωποποίηση τη ς Δ ι καιοσύνης, χλευάζει τη δικαιοσύνη των δυνατών και των κρατούντων: Ντύσε το έγκλημα με θώρακα χρυσάφι, κι έσβησε η σκληρέ) τον νόμον λόγχη, ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 275 Ο Λ η ρ ( P a u l Scofield ) μ ε τ α > Γ κ λ ό σ τ ερ κ α ι τον Έ ν τγ κ α ρ . Σ κη νοθ εσία P ete r B ro ok, Σ τρατφ ορντ, 1962. χωρίς να το πειράξει. Ν τνσ’ το με. κουρέλια, κι ένας τζουτζές μ ’ ένα άχυρο το τρύπησε. (IV, 6, 162)9 Α υ τ ό ς ο β α σ ιλ ιά ς, που δεν είχ ε ά λλ η π ί σ τ η πα ρά τ η λάμ ψ η τ η ς εξο υ σ ία ς, σαρκάζει και ξεκουρελώζει την καταπίεση και την αυθαιρεσία της εξουσίας'. ΛΗΡ Έχεις δει μαντρόσκυλο ν α ; 'αβγίζει ζητιάνο; ΓΚΛΟΣΤΕΡ Μάλιστα, αφέντη μου. ΛΗΡ Κ αι να τρέχει ο φουκαράς κι ο σκύλος να τον κυνηγάει; Ε , τότε εί δες την επίσημη εικόνα της εξουσίας. Κ ι ένας σκύλος ακόμα α- κσόγεται, άμα. είναι της υπηρεσίας. (IV , 6 , 152) 9. Έναν ακόμα σαρκασμό της Δικαιοσύνης στοιχειοθετεί η ιλαροτραγική «δίκη» των θυγατέρων του Ληρ (III, 6). Ο αλλοτινός απόλυτος δικαιοκρίτης βάζει να δικάσουν τις κό ρες του ένας Τρελός, ένας ψευτότρελος (Έντγκαρ) κι ένας ξεπεσμένος άρχοντας (Κεντ), ε ρήμην βέβαια των κατηγορουμένων, που τις «εκπροσωπούν» δύο σκαμνιά. 276 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο A n th o n y H o p k in s, Λ η ρ . Λονδίνο, Ε θνικό Θ έατρο, 1986. Σ κ ίτ σ ο το υ O w e F ra n c is . Κ α ι φ τά ν ει, τ έ λ ο ς , ν ’ αρνηθεί κ ά θ ε α δ ίκ η μ α , κ ά θ ε ευθύνη απέναντι, στη·, « κ α θ ε σ τ η κ υ ία τ ά ξ η » το υ Κ ό σ μ ο υ και, τ ω ν Α ν θ ρ ώ π ω ν : « Κ ανείς δε φταίει, κα νείς σον λέω, κανείς » (IV, 6, 165). Έ τ σ ι , σ ’ α υ τ ή τ η ν τρομ ερή « κ ο σ μ ο γ ο ν ικ ή » νύ χτα -ό π ο υ ένας « ε π α γ γ ε λ - μ α τ ία ς» τρ ελ ό ς, ένα ς τρ ελ ό ς α π ό α π ελ π ισ ία κ ι ένα ς τρ ελό ς α π ό α ν ά γ κ η σ έρ νονται μ έ σ α σ τ η ν θ υ ελ λο δ α ρ μ έν η ε ρ η μ ιά - όλη η « τ ά ξ η » α ν α τ ρ έπ ετα ι κ κ ό σ μ ο ς, α π ο γ υ μ ν ω μ έν ο ς, δ είχ ν ετα ι α υ τό που είναι: «μια μεγάλη των τρε/ν σκηνή», κ α θ ώ ς λ έ ε ι ο Λ ηρ (IV, 6, 180). Έ ν α ς β α σ ιλιά ς (Λ η ρ ) γ ίν ετ α ι π ερ ι πλανούμε νος τ ρ ελ ό ς, ένα ς μ ελ λ ο ν τικ ό ς β α σ ιλιά ς ( Έ ν τ γ κ α ρ ) υ π ο κ ρ ίν ετα ι τ τρ ελ ό , έν α ς χα ροκόπ ος αυλικός ( Γ κ λ ό σ τ ε ρ ) π ερ ιπ λ α ν ιέτα ι τυ φ λ ό ς, ένα ς ά λ λος α υλικός ( Κ ε ν τ ) π α ίζ ει ρόλο υ π η ρ έ τ η . Λ ίγ ο π ιο π έρ α , οι ττραγματικοί υπηρέτες δείχνοντα ι α σ ύ γ κ ρ ιτα π ιο τίμ,ιο . θαρραλέοι, σ π λ α χν ικ ο ί α π ό το υ ς « α ρ ισ τ ο κ ρ ά τ ες » : νιώθουν ο ίκ το γ ια τ ρ υ ς δυ σ τ υ χ ισ μ έν ο υ ς (ό π ω ς ο Γ έρ ο ς γ ια τον Γ κ λ ό σ τ ε ρ ) , χ ω ρ ίς να χ ρ ε ια σ τ ε ί να π ε ράσουν τ ι ς δ ο κ ιμ α σ ίες του Λ ηρ ή το υ Γ κ λ ό σ τ ε ρ , μ ια κ α ι η δ ική τ ο υ ς ζω ή ό λη ή τα ν μ ια δ ο κ ιμ α σ ία . Κ α ι η α γ α ν ά κ τ η σ η γ ια τ α ε γ κ λ ή μ α τ α τ ω ν « α φ ε- ν τά δ ω ν » το υ ς σ π ρ ώ χ ν ει το υ ς υ π η ρ έ τ ε ς τ η ς Ρ εγ ά ν η ς να « σ τ α σ ιά σ ο υ ν » και να σ κ ο τώ σ ο υ ν τον άντρα τ η ς δούκα τ η ς Κ ορνουάλης. Ο ι τα π ειν ο ί μ εγα λύ ν ο ν τα ι, οι « τ ρ ελ ο ί» λ ογ ικ εύ ο ν τα ι πολύ π ερ ισ σ ό τερ ο α π ό το υ ς « εχ έφ ρ ο ν ες» . Ο ι δ ια κρ ίσεις τ ω ν τ ά ξ εω ν σαρώ νονται, η λογ ικ ή α υτοα ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 277 ναιρείται, η εξουσία και το ((μεγαλείο» γκρεμίζονται. Δεν μένουν παρά με ρικοί «κακόμοιροι» άνθρωποι, γυμνοί μέσα σ τη δυστυχία τους, που μόνο τους όπλο έχουν την άρνηση αυτού του απάνθρωπου κόσμου, όπου ο άνθρωπος ε ί ναι λύκος για τον άνθρωπο. Η ανατροπή της τάξης κι rj ειρωνεία είναι τέτοιες, που ο Ληρ δεν βρίσκει τη λογική του παρά μέσα στην τρέλα («Νους μες στην τρέλα», λέει ο Έ ν τγκ α ρ , IV, 6, 177) κι ο Γκλόστερ δεν βρίσκει την όρασή του παρά μέσα στην τύφλωση: όταν ήταν ((στα καλά του» ο πρώτος, έκανε α διάκοπα ((μωρίες» - τώρα που τρελάθηκε γίνεται σοφός... όταν είχε τα μά τια του ο δεύτερος, δεν έβλεπε - τώρα που τα έχασε, ((βλέπει» τις πραγμα τικότη τες του κόσμου. ( ( Ν α ’σαι ώριμος , αυτό είν’ όλο», θα π ε ι ο Έ ν τ γ κ α ρ (V, 2, 11), να β λ έ π ε ις κ α ι να κ α τα λ α β α ίν εις τη ν κοινω νική σ κ λ η ρ ό τ η τ α κ α ι α δικία , τ η βουλιμία τ ω ν κ ρ α τού ν τω ν , τ η β α ρ β α ρ ό τη τα κ α ι τον ε γ ω ισ μ ό τ η ς εξο υ σ ία ς, τ η μ α τα ιοδοξία τ η ς κ α ι τ η μ α τ α ιό τ η τ ά τ η ς . Σ τ η ν ε ρ ώ τ η σ η το υ Λ ηρ «Ποιος είμαι;», ο Τ ρ ελ ό ς δίνει τη ν τ ε λ ικ ή α π ά ν τ η σ η : «Είσαι h a μηδενικό σκέτο... Δεν είσαι τίποτα» (I, 4, 183). Χ ρ ό ν ια πριν, ο έ κ π τ ω τ ο ς κ α ι διόλου ά φ τα ιγ ο ς Ρ ιχ ά ρ δ ος Β ε ίχ ε -π ο λ ύ α ρ γ ά π ι α - τη ν ω ρ ιμ ό τ η τ α να δ ει μόνος το υ π ω ς «δεν είναι, τίποτα»: Όμως, ό,τι κι αν είμαι , μήτε εγώ, μήτε κανένας άνθρωπος, ποτέ, θα ’ναι ευχάριστε]μόνος από τίποτα ώσπου να βρει τ ψ ησυχία του, βλέποντας πως τίποτα δεν είναι. (V, 5, 38) Η ((μοίρα» - η ιστορ ική ν ο μ ο τ έ λ ε ια - τ ω ν μ εγ ά λα υ χ ω ν , τω ν αλαζόνων, τ ω ν τυράννω ν είναι ν ’ α να κα λύπ τουν π ω ς δεν είναι τίποτα. ψ οικογένεια τω ν Λ α β δ α κ ιδ ώ ν δεν φ α ίνετα ι να τ η γ ν ώ ρ ιζ ε ο Σ α ίξ π η ρ : αν κ α ι σ ε π ο λ λ ά έργα του αναφ έρεται σ τ η ν ελληνική μυθολογία, τ η ν τρ α γ ικ ή Θ ή βα δεν τ η μ ν η μ ο ν εύ ει.10 Κ ι ό μ ω ς , τ ό σ ο ο Άμ.λετ όσο κ α ι ο Ληρ έχουν β α θ ιές 10. Ωστόσο, στην καλύβα που τη δέρνει η μπάρα, ο τρελαμένος Ληρ ονομάζει τον ψευ- τοτρελό Έντγκαρ «διηβαα].ώνο Θηβαίο» (« learned T heban »), ταυτίζοντας -αβάσιμα- την Θή βα με τ η φιλοσοφία. Ενώ είναι βάσιμη, φυσικά, η π ροσ φ ώ ν η ση «καλέ μου Αθηναίε» («good A then ian »), με το ίδιο νόημα. (III, 4, 148 και 171). 278 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ σ υ γ γ έ ν ε ιε ς μ ε τον Ο ιδίπ οδα : ο π ρ ώ τ ο ς μ ε τον νέο β α σ ιλ ιά ,1 ο δ εύ τερ ο ς μ ε τον τρισ ά θλιο γ έρ ο , π ου τ ε λ ε ιώ ν ε ι τον π λ ά ν η τ α βίο του σ τον Κ ο λω ν ό , Κ α ι οι δυο έχουν δ ια π ρ ά ξει β αριές ((ύβρεις)), αν κ α ι του Ο ιδίπ οδα ή τα ν α κούσ.ια η π α τρ ο κτο ν ία κ α ι η α ιμ ο μ ιξία , ενο> του Λ ηρ εκ ού σ ια η αλα ζονική α υ τα ρ χ ία . Ό μ ω ς , τ ό σ ο τ α π ά θ η το υ ς όσο κ α ι οι λόγοι τ ο υ ς είναι συχνά τα υτό- 11. Βλ. πιο πάνω. σελ. 161. ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 279 σ η μ ο ι. Ο π ω ς ο Ο ιδίπ ους έχει, κ α τα ν τή σ ει, ένα «ά6λιο φάντασμα» (άθλιον ei- δωλον», σ τ . 109), έτσι, κ ι ο Λ ηρ δεν είναι π ια π α ρά ένα «κακομοίρη γνμνό ζώο» (III, 4, 109). '(Οπως ο Θ η β α ίο ς β α σ ιλιά ς είναι «φριχτός να τον βλέπεις, φρι χτός να τον ακοής» («δεινός μεν όραν, δεινός δε κλυειν», σ τ . 142), έ τ σ ι κ α ι του Λ ηρ «η θέα σου σκίζει τ ψ καρδιά» (IV, 6, 85). Κ ι ό π ω ς ο σ α ιξπ η ρ ικ ό ς η γ ε μ ό νας δεν είναι π ια πα ρά «ο ίσκιος τον Ληρ»... ένα. «τίποτα», έτσι κ ι ο σοφό κ λ ε ιο ς όχι μόνο «ήταν Οιδίπονς μια φορά, μα πια δεν είναι» (« ο ύ yap δη τόδ’ άρχαϊον δέμας», σ τ . 110), α λ λ ά «ούτε καν υπάρχει» («ούκέτ είμί», σ τ . 393). Ίσ -σ π ο υ δ α ιό τε ρ ο : κ α ι οι δύο, μ έσ α α π ό τ ι ς συμ φ ορές κ α ι το υ ς πόνους το υ ς, αναβλέπουν («ανοιχτά θα ’χουν μάτια όσα θα πούμε», λέει ο τυφ λός Ο ιδίπους στον Ξ έ ν ο , « 'Ό σ ’ αν λέγωμεν πάνθ’ όρώ ντα Κεξωμεν», σ τ . 74), συνειδητοπ οιούν τ ις ύβρεις το υ ς και τ η μ η δα μ ινότη τα του αλλοτινού « μ εγ α λ είο υ » το υ ς κ α ι, τ ε λ ικ ά , εξα γ ν ίζο ν τα ι γ ια όσα έπ ραξα ν: «Άνθρωπος τώρα είμαι κι εγώ με αξία;» α να ρ ω τ ιέ τ α ι ο Ο ιδίπ ους («τηνικαντ ά ρ ’ είμ α.νήρ\») κ α ι η Ισ μ ή ν η το υ α π ο κ ρ ί ν ετα ι: «Τώρα οι θεοί σ ’ ανασί/κώνουν, πον καταγής πριν σε είχαν σωριάσει» («Ν υν γάρ θεοί σ ’ όρθοϋσ ί, ττρόσθε δ’ ώλλνσανϊ), σ τ . 393-394). β . KoplOAdEOS1" Ενα « τ ίπ ο τ α » θα κ α τ α ν τ ή σ ε ι κ α ι τον Κοριολανό τ ο π ά θ ο ς του γ ια τ η ν α π ό λ υ τ η εξου σ ία . Ε δ ώ δεν υ π ά ρχ ει π α ρ α μ ύ θι, α λ λ ά Ισ το ρ ία κ α ι ισ το ρ ικ ά π ρ ό σ ω π α - μόλο που π ο λ λ ά σ το ιχ εία γ ύ ρ ω σ τ ο π ρ ό σ ω π ο κ α ι σ τ η δρά ση το υ Κοριολανού μ έ νουν α μ φ ισ β η τή σ ιμ α . Ο π ω σ δ ή π ο τ ε , ο Π λο ύ τα ρ χ ο ς (α π όπου π ή ρ ε τ ο θ έμ α το υ έργου ο Σ α ίξ π η ρ ) δ ιη γ είτα ι σ τ ο υ ς Βίους το υ τ η ν ιστορία το υ Κοριολα νού, π α ρ α λ λη λ ίζο ν τά ς τον μ ε τον Α λ κ ιβ ιά δ η . Γ εν ν α ίο ς π ο λ ε μ ισ τ ή ς , ο Γ ά ιο ς 123 12. Β λ . H A ZLITT (1817), M ACCALLUM (1910), PHILIPPS (1940), PALM ER (1945), G R A N V ILLE-BA RK ER (1947), II, STIRLING (1949), EARNHAM (1950), W . KNIGHT (1951), L. KNIGHTS (1959), RIBN ER (1960), CHARNEY (1961), R E E S E (1961), KOTT (1962), TRA - VERSI (1963), PARROT (1962), BLOOM (1964), K E T T L E (1964), T t u d e s A n g la is e s (1964), K EETO N (1967), ROWSE (1987), CAVELL (1987), PATTERSON (1989), RAMPS (1991). 13. Την ιστορία του Κοριολανού είχε διηγηθεί, πριν απ’ τον Πλούταρχο, ο Ρωμαίος ι στορικός ΤΙΤΟΣ Λ1ΒΙΟΣ ( Ρ ω μ α ϊκ ή Ιστορία, II, 34 -4 0 ). Ο BEET H O V EN έχει συνθέσει ουβερ τούρα με τίτλο Κ οριολανός. Την σαιξπηρική τραγωδία διασκεύασε ο BR EC H T, τονίζοντας την πλευρά τ η ς ταξικής σύγκρουσης. Το έργο παίχτηκε μετά τον θάνατό του, το 1962. 28ο 0 ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Μ ά ρ κ ιο ς1 ε ίχ ε τ ιμ η θ ε ί μ ε τ ο παρανόμι «Κ οριολα νός» ε π ειδ ή ε ίχ ε κ υ ρ ιεύ σ ει τη ν π ρ ω τ εύ ο υ σ α τ ω ν Β ό λ σ κ ω ν Κοριόλη. Θ α ’παίρνε α κό μ α κ α ι το α ξίω μ α το υ υ π ά το υ , α λ λ ά η α λαζονεία του π α τρικίου α υτού κι η π εριφ ρόνησή το υ για το υ ς π ληβείους εξα γ ρ ίω σ α ν τό σ ο τον ρω μ α ϊκό λαό, ώ σ τ ε τον εξόρισαν α π ' την πόλη . Κ α ι τ ό τ ε , ο έν θερ μ ο ς εκ είν ο ς « π α τ ρ ιώ τ η ς » π ρ ο σ χ ώ ρ η σ ε σ τ ο υ ς εχθρούς τ η ς Ρ ώ μ η ς κ ι ο δ ή γ η σ ε τον σ τ ρ α τό τ ω ν Β ό λ σ κ ω ν εναντίον τ η ς π α τρ ίδα ς του. Ι ου κά κου οι παλιοί το υ φίλοι τον παρακαλούν να σ ε β α σ τ ε ί τ η γ η τ ω ν π α τ έ ρων του. Ο Κοριολανός δεν «ενδίδ ει» παρά μόνο όταν η μ ητέρα του κ ι η γυναί κ α του έρχονται σ τ ο σ τ ρ α τό π εδ ο του κ α ι π ρ ο σ π έφ το υ ν σ τ α π ό δ ια του. Γ υ ρ ί ζ ε ι τ ό τ ε σ τ η ν Κοριόλη, α λ λ ά ε κ ε ί ο α ρ χη γό ς το υ ς, ο Α ουφίδιος, τον σ κ ο τ ώ ν ει, φ θονώ ντα ς τ ι ς ν ίκ ες το υ κ α ι τ η δ η μ ο τ ικ ό τ η τ ά τ ο υ .13 Η τρ α γ ω δ ία τ ο ύ τ η (1607-1608) είναι η τ ε λ ε υ τ α ία τ η ς δ εύ τερ η ς - τ η ς μ ε γ ά λ η ς - περιόδου του Σ α ίξ π η ρ , που πρόλογός τ η ς ή τα ν ένα ρ ω μ α ϊκό δράμα - ο Ιούλιος Καίσαρας- κ α ι επ ίλ ο γ ό ς τ η ς ένα ρωμ.αϊκό δράμα π ά λ ι. Ο Κοριολανός ό μ ω ς δεν είναι ένας εν ά ρ ετο ς ή ρ ω α ς, ό π ω ς ο Β ρ ο ύ τ ο ς ή ο Ά μ λ ε τ . Ε ίν α ι ένας αρχομανής ά ρχοντας, ένας διψ αλέος τ η ς δύναμης, ό π ω ς ο Ρ ιχά ρδος Γ ', ό π ω ς ο Μ ά κ β ε θ , ό π ω ς οι κόρες του Λ η ρ . Δ ε ν κ ά ν ει, ω σ τ ό σ ο , ε γ κ λ ή μ α τ α γ ια να κ α τ α κ τ ή σ ε ι τη ν εξου σ ία , δεν κ ά ν ει φόνους α νθρ ώ π ω ν, θ έ λ ω να π ω . Τ ο έ γ κ λ η μ ά το υ είναι ά λλο: έγκλημα απέναντι στον λαό και στο δη μοκρατικό πολίτευμα της Ρώμης. Ο « ε υ γ ε ν ή ς » π ο λέμ α ρ χ ος θ έλ ε ι να κ α τα λ ύ σ ει τ α δ ικ α ιώ μ α τα του λαού - τ η Δ η μ οκρ α τία - και ν ’ α ρ π ά ξει τη ν εξουσ ία α υ τό ς κ ι η τά ξ η το υ : θ έλ ε ι να γ ίνει δ ικ τά το ρ α ς, επ ειδ ή κ α τ έ χ ε τ α ι α π ό υ σ τερ ικ ή « lib id o d o m in a n d i» και α π ό « α ρ ισ το κ ρ α τικ ή » καταφ ρόνια γ ια τον «ό χ λο » . 145 14. Το όνομά του ήταν Gaius ή Gitaeus M arciu s. Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ το αποδίδει «Γάιος» (όνομα συνηθέστατο στην Ρώμη). Στις εκδόσεις της σαιξπηρικής τραγωδίας όμως γράφε ται « C a iu s» , και αυτή τη γραφή ακολουθεί ο Μ. Κακογιάννης στη μετάφρασή του: «Κάιος» 15. Η άλωση της Κοριόλη, τοποθετείται το 493 π.Χ., η εξορία του Κοριολανού το 490 και ο θάνατός του το 489/90. Αν οι χρονολογίες είναι σωστές, η οικτρή περιπέτεια του Κο ριολανού συνέβη 20 μόλις χρόνια μετά την κατάλυση της βασιλείας στην Ρώμη (510 π.Χ.). Αιτία της κατάλυσης στάθηκε η ωμότατα τυραννική πολιτεία του έβδομου ^αι τελευταίου βασιλιά Γαρκύνιου του Γπερήφανου (Tarquinius Superbus, 534-520) και αφορμή ο βιασμός της ενάρετης Λουκρητίας, γυναίκας του Ταρκόνιου Κολατίνου, από τον γιο του βασιλιά. Σέξτο Ταρκύνιο, που προκάλεσε γενική εξέγερση. Από την ιστορία αυτή εμπνεύστηκε ο Σαίξπηρ το νεανικό ποίημά του «Ο βιασμός της Λουκρητίας» («The Rape of Lucrece», 1593-1594). Η προδοσία του Κοριολανού και η εκστρατεία του κατά της Ρώμης μαζί με τους εχθρούς της δεν ήταν πρωτότυπη: το ίδιο είχε κάνει και ο έκπτωτος βασιλιάς Ταρκύνιος, που δεν δίστασε να καταφύγει στους Ετρούσκους και να τους κινήσει εναντίον της πατρί δας του, χωρίς αποτέλεσμα κι αυτός. ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 28ί Ο ρ ω μ α ϊκ ό ς λαός παίρνει μ έρ ος κ α ι σ τ η ν τρ α γ ω δ ία το υ Ιούλιον Καίσαρα. Α λ λ ά ε κ ε ί ο ρόλος το υ είνα ι, π ιο π ο λύ , « π α θ η τ ικ ό ς » . Σ τ ο ν Κοριολανό ό μ ω ς , π α ίζ ε ι, π έρ α γ ια π έρ α , ρόλο ενεργητικό κ α ι κ α τ α λ υ τικ ό . Τ ό σ ο , π ου μ π ορούμ ε α δ ίσ τ α κ τ α να π ο ύ μ ε π ω ς η τρ α γω δ ία τ ο ύ τ η έχ ει δύο αντίπαλους ήρωες: τον Κο ριολανό α π ’ τ η μ ια , τον λαό α π ’ τ η ν ά λλ η . Ε ίν α ι μ ια τραγωδία της πάλι/ς των τόίξεο.ϊν - μ ια ς π ά λ η ς που η εικόνα τ η ς δίνετα ι ολοκάθαρα σ τ η ν π ρ ώ τ η κ ιό λα ς σ κ η ν ή του έργου, όπου μ ιλά ν ε οι π ειν α σ μ έν ο ι, εξα γ ρ ιω μ έν ο ι π ο λ ίτ ες . Λ έ ε ι ο Α ' Π ο λ ίτ η ς - π ρ ό σ ω π ο σ κ ό π ιμ α ανώνυμο, που σ υ μ π υ κ ν ώ ν ει τ α « α ι τ ή μ α τ α » , τ ο ο α ισ θ ή μ α τ α κ α ι τ η σ κ έψ η όλων: ΠΟΛΙΤΗΣ Λ' Ε ίσαστε αποφασισμένοι όλοι να πεθάνετε παρά ν’ αφανιστείτε από τ ψ πείνα; ΟΛΟΙ Είμαστε, είμαστε! ΠΟΛΙΤΗΣ Λ' Ξέρετε, δεν το ξέρετε, π ω ς ο Κάιος Μάρκιος είναι ο υπ ’ αριθ/τόν ένα εχθρός του λαού; ΟΛΟΙ Το ξέρουμε, το ξέρουμε. ΠΟΛΙΤΗΣ Α' Να τον σκοτώσουμε, και τότε θ’ αγοράζουμε το στάρι στην τιμή που εμείς θα ορίζουμε. (I, 1, 4) Α π ό τ α π ρ ώ τ α τ ο ύ τ α λόγια , α ναφ αίνεται η βαριά « α ρ ρ ώ σ τ ια » μ ια ς κ ο ι νω νίας όπου δύο α ν τ α γ ω ν ισ τ ικ έ ς ο μ ά δ ες -π α τ ρ ίκ ιο ι κ α ι π λ η β είο ι, πλούσιοι κ α ι φ τ ω χ ο ί - α ν τ ιμ ε τ ω π ίζ ο ν τ α ι όχι τ ό σ ο γ ια π ρ ο β λ ή μ α τα εξο υ σ ία ς, όσο γ ια το π ρ όβ λη μ α τ η ς επιβίωσης κ α ι τ η ς κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Α' Π ο λ ίτη ς σ κ ια γρ α φ εί α μ έ σ ω ς τη ν α π ε λ π ισ τ ικ ή κ α τ ά σ τ α σ η του ρω μ α ϊκού λαού: ΠΟΛΙΤΗΣ Β' Λνο λόγια, καλοί πολίτες! ΠΟΛΙΤΗΣ Α' Π ες καλύτερα φτωχοί. Μόνο οι πατρίκιοι μετράνε για καλοί. Αν αυτοί που διαφεντεύουν δεν καταβρόχθιζαν τα πάντα, θα βολευ όμασταν κι εμείς. Τ ’ αποφάγια τους και μόνο να μας έδιναν προ τού βροομίσονν, θα λέγαμε πω ς δείχνουν έστω λίγο ανθρωπισμό. Αλλά εκείνοι μας αντιμετωπίζουν σαν δαπάνη περιττή. Τα πει- νασμενα μας κορμιά, το θέαμα της μιζέριας μας είναι γι’ αυτούς16 16. Προβλ. ΕΥΡΙΠΙΔΗ: « Ό τα ν η οργή ξεσηκώνει το λαό, είναι σαν να ζητάς να σβήσεις μ α νιασμενη πυρκαγιά» («"Ο ταν γ&ρ ήβμ δή μ ος εις οργή ν -πεσών. /όμ οιον ώ σ τ ε ττΰρ κ α τ α σ β έ σ α ι λ ά β ρ ο ν » , Ορέστης, 696, μετάφραση Γ . Σεβαστίκογλου). 282 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η μ η τέρα , η γ υ ν αίκα κ α ι ο γιος τ ο ν Κοριολανού τον ικετεύουν να φ εισθει τη ς Ρ ώ μ η ς. Π ίν α κ α ς του George H am ilton. ο δείκτης κ α ι ο μετρητής του πλούτον τους. Τα β άσανά μ,ας τα εισπράττουμε σαν κέρδος. Να τους εκδικηθούμε, λέω , με τ α τσε κούρια μας, προτού μ ας κουτσουρέψουν εντελχός. Όσο για τους θεούς, ξέρουν ότι αυτά τ α λέω απ ό π είνα για ψ ω μί κι όγγ απ ό δί ψα για εκδίκηση. (I, 1, 12) Και προσθέτει, λίγο αργότερα: Π οτέ δε νοιάστηκαν για μας. Μ ας αφήνουν να λιμοκτονούμε, κι οι αποθήκες τους ξεχειλίζουν α π ’ το στάρι. Σκαροτνουν νόμους για τ ψ τοκογλυφία που προστατεύουν τους τοκογλύφους. Κ ά θ ε /τέρα, καταργούν κι ένα δίκαιο θεσμό που θίγει τ α συμφέροντα των πλουσίων και θεσπίζουν όλο κ αι πιο α δίσ τα κ τα μ έτρα για να αλυσοδένουν κ α ι να γονατίζουν τους φτωχούς. Α ν δε μας φάνε οι πόλεμοι, μας τρων’ εκείνοι. Ν α όλη κι όλη η α γ ά π η τους γ ια μας. (I, 1, 75) ΑΛΑ Ζ ΟΝΕ Ι Α Σ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 283 Τα λόγια του Α' Πολίτη αντιλαλούν όσα είχε π ει, έναν αιώνα νωρίτερα, ο Thomas More στην Ο υτοπία τ ου (1516): «Α ιτία της άημόσιας δυστυχίας είναι το πλήθος των πλουσίων, αντάτν των ακαμάτηδω ν κηφτμων, πον τρέφονται α π τον ι δρώ τα και τη δουλειά των άλλων, βάζσντάς τους να καλλιεςτ/σσν τ α χοοράφια τους κ α ι γδέρνσντάς τους ζωντανούς» (σ. 78). Και, παρακάτω, λέει, κατά πρόσωπο στους «κηφήνες»: «Ω εσείς, πον δεν ξέρετε να κυβερνάτε π αρά στερώ ντας α π ’ τους πολίτες τ α μ έσ α και τους τρόπους για να ζήσουν, ο/.ιολογείστε π ω ς είστε ανάξιοι κι ανίκανοι να διατάζετε ελειίθερονς ανθρώπους» [ σ . 1Q2). Έ να ς τέτοιος προνομιούχος, ο Ρωμαίος πατρίκιος και φίλος του Κοριολα- νού Μενένιος Αγρίππας,'προσπαθεί να ημερέψει το εξαγριωμένο πλήθος των Ρωμαίων με τις αλεπουδήσιες γαλιφιές του: Σ τα θ είτε, κύριοι, καλοί μου φίλοι, τίμιοι γείτονες! Ζ η τάτε το χαμέ) σ α ς ;11 Α λλά ο Α' Πολίτης του αποκρίνεται καταπελτικά: Δεν ισχύει, κύριε, αφού είμ αστε απ ό πριν χαμένοι. (I, 1, 59) Απάντηση κλασική, θα λέγαμε: Είναι το ίδιο που είχε πει ο More, πάλι, στην Ουτοπία: «Ποιος έχει τ ψ π ιο μεγάλ?/ τόλμη ν’ αν α στα τώ σ ει το κράτος; Ε κ εί νος που δεν μ πορεί π α ρ ά να κερδίσει (από μια τέτοιαν αναστάτωση), αφοί) δεν έ χει τίπ οτα να χάσει» (σ. 102). Και το ίδιο θα πουν, σχεδόν κατά λέξη, δυόμισι αιώνες αργότερα, ο Marx κι ο Engels, στο Κομμουνιστικό Μ ανιφέστο: «Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν (σ ε μια επανάσταση) τίποτέ άλλο, εκτός α π ’ τις αλυσίδες τους. Έχουν να κερδί σουν έναν κόσμο ολόκληρο!» Για να τους «συνετίσει», ο Μενένιος τους διηγείται τον γνοιστό μύθο τη ς 17 17. Το ίδιο «επιχείρημα» («Τα μεγαλύτερα θύματα των επαναστάσεων είναι οι επανα στάτες») επιστράτευε μια βασιλική διακήρυξη επί Ιακώβου Α' - στηλιτεύοντας τους λαϊ κούς ξεσηκωμούς της εποχής: « Ε ξ όλων των εξεγέρσεων κ α ι στάσεων, ονδεμια επιφέρει τοοσύτον απέραντσν όλεθρον κ α ι ερήμωσιν εις εν βασιλείαν ή κράτος, όσον αι λαϊκοί εξεγέρσεις, αι οποίαι, ενώ σπανίω ς κλονίζονί’ ή απειλούν το στέμμα, εν τσύτοις προκαλσύν απείρους συμφοράς εις πλήθη αθώων Κατά «περίεργη» υπηκόων και, προπαντός, ε<ζ τους ιδ'ιους τους εμπνευστάς κ α ι δράστας αυτών». συγκυρία, η διακήρυξη αυτή εκδόθηκε το 1607 - τη χρονιά που γράφτηκε ο Κοριολανός. 284 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ ΣΑΙ ΞΓΙ ΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ ΟΥ Σ Ι ΑΣ Ο Laurence Olii’i Κοριολανός , και η Sybil Thorndike. Βολσυμνια. Λονδίνο, Old Vic 1938. κοιλιάς (I, 1, 91), που μπορεί να συνοψιστεί έτσι: «Κ άπ οτε, λέει, ξεσ η κ ώ θηκαν όλα τα μέλη του σώματος εναντίον τη ς κοιλιάς, κατηγορώντας τ τ π ω ς αυτή η ακαμάτρα καταβροχθίζει όλα τα καλά χωρίς να κάνει τίποτα ενώ όλα τα άλλα όργανα δουλεύουν νυχτοήμερα, βλέπουν, ακούν, αναλογίζο- νται, μιλούν, βαδίζουν κτλ. Και η κοιλιά τούς αποκρίθηκε π ω ς, αν αυτή δε τους ξανάστελνε την τροφή μέσα από τα αιμάτινα ποτάμια του κορμιού, τα μέλη δεν θα μπορούσαν ούτε να σαλέψουν ούτε καν να υπάρξουν».18 18. Αφετηρία του μύθου είναι ο πολύ πιο σύντομος αισώπειος ((Κοιλία και πόδες». Ενα ΑΛΑ Ζ ΟΝΕ Ι Α Σ Ε ΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 285 Φυσικά, ο Μενένιος παρομοιάζει την «γενναιόδωρη κοιλιά» με την Σύγκλη το, που «συμβουλεύει κ α ι φροντίζει» τον λαό και δουλεύει για το «γενικό καλό» (ό.π., 143). Είναι χαρακτηριστικό π ω ς ο πανούργος πατρίκιος δεν συγκρίνει την ρωμαϊκή ((αριστοκρατία» με τα «ευγενή» όργανα (κεφάλι, καρδιά, γλώσ σα κτλ., όπως παρατηρεί ο Α ' Πολίτης, ό.π., 109), αλλά με την παμφάγο κοι λιά —παρομ,οίωση που περικλείνει, άθελά του, αυτοειρωνεία και δικαίωση των πληβείων, αφού η κοιλιά-συγκλητικοί καταβροχθίζουν τα πάντα, αφή νοντας τα άλλα μέλη-πληβείους να λιμοκτονούν. Την κοινωνική και οικονομική καταπίεση κι εκμετάλλευση τη συνοδεύει, αναπότρεπτα, και η πολίτικη καταπ ίεσιf. Ακραίος, κι εδώ, εκφραστής της ο Κοριολανός, που η απόλυτη περιφρόνησή του για τον λαό, η απόλυτη αλαζο νεία του έχουν σαν ((αυτονόητη» /συνέπεια την αξίωσή του ν’ αποκτήσει α π ό λυτη εξουσία π ά ν ω στον λαό και σε βάρος του λαού. Οι δήμαρχοι, οι εκπρόσω ποι του ρωμαϊκού δήμου, τον σκιαγραφούν έτσι: ΒΡΟΥΤΟΣ ... είναι πλούσιος σ ’ όλα τ α ελαττώμχχτα. ΣΙΚΙΝΙΟΣ Ιδίχος στην υπεροψία.. ΒΡΟΥΤΟΣ Κ α ι τ α π ρ ω τεία κρατά σ τ ψ περιαντολοη/ια. (II, 1, 16) Και αλλού: ΒΡΟΥΤΟΣ Ο Κ άιος Μόιρκιος αναμφίβολα στον πόλεμο ήταν άξιος αρχηγός. Α λλά θρασύς, παράφορα αλαζονικός, φιλόδοξος, όσο δεν παίρνει άλλο, εγω ιστή ς — ΣΙΚΙΝΙΟΣ Αυτός να κ άθεται ολο/.ώναχος σ το θρόνο κ αι δίπλα τον ούτε σύμβουλος. (IV, 6, 29) μίση αιώνα μετά τον Σαίξπηρ, ο Μανιάτης ριμαδόρος Νικήτας ΝΗΦΑΚΗΣ (1748-1818 πε ρίπου) έγραψε μια πολύ εκτενέστερη (384 στίχοι) «Φιλονεικία των μελών του σώματος πε ρί βασιλείας», που την έχει εκδώσει ο καθηγητής Σωκράτης ΚΟΥΡΕΑΣ (Μανιατικα ιστορι κά στιχουργι'ιματα, Ακαδημία Αθηνών, 1964). 286 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Αυτή είναι του Κοριολανού η «ύβρις», με την αρχαία έννοια του όρου. Που εκδηλώνεται με ατέλειωτες ύβρεις, στην σημερινή της λέξης έννοια. Ο Κοριολανός έχει είκοσι εφτά πληγές στο σώμα του για την Ρώμη και χιλιά δες βρισιές στο στόμα του για τον λαό της. Οι πρώτες του λέξεις στους ξε σηκωμένους πολίτες είναι: Τι τρέχει, βλάστημοι λεχρίτες, που ξύσε ξύσε της βλακείας σας τη φαγούρα, έχει κ ακαδιάσει ο νους σας; (I, 1, 159) Δεν παύει να τους αποκαλεί αλήτες, δούλους, σκυλολόι, κοπρόσκυλα, βρο μιάρηδες, ηλίθιους, προστυχολογιά, κτήνος πολυκέφαλο, λαγούς, τομάρια, πο ντίκια και άλλα γλαφυρά παρόμοια. II μόνη του ευχή γ ι’ αυτούς, η μόνιμτ επωδός του είναι: « Κ ρεμ άστε τους!» (« H an g’em.h), I, 1, 185, 199 κτλ.). Θα ήταν, ά λλω στε, προθυμότατος και πανευτυχής να κάνει ο ίδιος αυτή την θεάρεστη πράξη, αν δεν τον εμπόδιζαν οι άλλοι πατρίκιοι: Α χ, ας παραμέριζαν οι άρχοντες τ ψ επ ιείκ ειά τους κι ας μ ε άφηναν να κάνω χρηση τον σπαθισί) μου, χιλιάδες π τ ώ μ α τ α διαμελισμένα αυτοεν των δαυϊχαν θα στοίβαζα όσο ψηλά π ετά ει τ ακόντιό μου. (I, 1, 192)192021 19. Κατά γράμμα επαληθεύει ο Κοριολανός τη ρήση του Α ΡΙΣΤΟΤΕΛΗ : «Α ναιδείς και αλαζόνες γίνονται όσοι {χω ρίς να έχουν αρετή) κατέχουν αυτά τ α αγ α θ ά (δύναμη και πλούττ [α’Υ π ε ρ ό π τ α ι κ α ί ν ρ ρ ια τ α ί οί (άνευ αρετής) τά τ ο ια ΰ τ α εχ ο ν τες α γ α θ ά (ίσχύν και πλούττ γ ίν ο ν τα ι» , Η θικά Νικομάχεια, Ε , 8, 1124 Α, 34], 20. Ο Κοριολανός ήταν ο πιο λυσσαλέος «μισοδημος», αλλά είχε και έχει πάμπολλ «ομοϊδεάτες», από τον ΟΒΙΔΙΟ της αυτοκρατορικής εποχής, που έγραφε ρητά: «Μ ισώ τ·~ βέβηλο οχλο κι αποκλείει)» (aO di profanum volgus et arceon , Ωδές, III, I, 1, μετάφραση K Γρόλλιου) ως τον συγκαιρινό μας Χ ΙΤ Λ Ε Ρ, που διαδήλωνε: «Το πλήθος απ οτελείται απ ό ψ ί- θιους, ανίκανους κ αι δειλούς... Ε ίν αι ένα κοπάδι μηδενικών... Η μ άζα είναι π άντοτε εχθρική α π έ ιτζ- ντι στους αληθινά φωτισμένους εγκεφάλους» ( Ο Αγών μου, Α κεφ. 3 και αλλού). 21. Πολύ πιο πρακτική και συνοπτική ήταν η διαδικασία που οραματιζόταν ένας άλ/ μισόδημος, ο εγκληματικός Ρωμαίος αυτοκράτορας Καλιγούλας: «Α , και να είχε ο ρω μαϊκός λαός ένα κ αι μόνο κεφάλι», για να του το κόψει μια κι έξω! ( vU tinam populus R om anu s una cervicem habet hi, ΣΟΪΗΤΩΝΙΟΣ, Καλιγούλας, X X X ). ΑΛΑ Ζ ΟΝΕ Ι Α Σ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 287 \λλά αφού 8εν μπορεί να τους ξεκάνει, ο ίδιος, χαίρεται επειδή θ ανα άβει αυτή την σωτήρια αποστολή ο πόλεμος, που θα ... μ ας διευκολύνει ν’ αποβάλουμε του περιττού μας βάρους τη σαβσύρα. (I, 1, 220)22 'ιατί όμως αυτό το άγριο μίσος του Κοριολανού για τους πληβείους; πειδή όχι μόνο τους περιψρονεί, σαν «άρχοντας» που είναι, αλλά και τουςφ ο ίτ α ι σαν ταξικούς και πολιτικούς αντιπάλους. Φοβάται π ω ς ο «όχλος» θα εριέψει, θα σηκώ σει κεφάλι και θα στερήσει τους «ευγενείς» α π ’ τα προ- όμιά τους. Τ ’ ομολογεί απερίφραστα: Ν α ’μουν εγώ , θα προτιμούσα να ρημάξουνε τ ψ πόλη π α ρ ά να ενδώσω στους αλήτες. Τ ώ ρ α π ο ν ’γίνε ή αρχή, θα πάρουν πάνω τους, κ αι όλο θα βρίσκουν νέα π α τή μ α τα για να μ ας προκαλούν με ανταρσίες... (I, 1, 213) Κ ι αργότερα: ... καλοπιάνοντάς τους, θρέψουμε, μες στον κράτους μας τον κόρφο τ α ζιζάνια της ανυποταξίας, της αυθάδειας, της εξέγερσης, που εμείς οι ίδιοι, αφού οργώ σαμε, τ α σπείραμε αδιάκριτα ανάμ εσα σ ’ εμάς, τους μετρημένους διαλιεχτούς, π ’ ούτε σε αρετή καμιά ούτε σε δύναμ?] υστερούσαμε προτού μ ια δόση εκχωρήσουμε σε αλήτες. (Ill, 1, 69) 22. Τ ην ίδια ((φιλοσοφία» είχ ε α ν α π τύ ξει, λίγα χρόνια νωρίτερα, ο G iovan n i B O TE R O : Ο συνετός ηγεμόνας μπορεί να χαλιναγω γήσει τ α εξαγριωμένα πλήθη στέλνοντας τ α σε πόλεμο ε ναντίον κάποιον εξωτερικού εχθρού ή με άλλα μέσα, π ον να. τ α αποσπάσουν α π ό τις αρχικές κακό βουλες ττροθέσεις τους» (D ella ragion di state, 1589, βιβλ. V , κ εφ . 9, βλ. K E T T L E , 177). Είναι η π α λ α ιότα τη μ έθοδος τ η ς ((απειλής κ α τά τ η ς πατρίδας» από κάποιον εξ ω τερ ικ ό ή ε σ ω τ ε ρικό εχθρό - π άγιο ((επιχείρημα)) τω ν εθνο σω τήρ ω ν, που χρ ησιμ ο π οιήθηκε εξα ν τλη τικ ά και σ τη ν επ ο χ ή μας. 288 Ο ΙΙΟΑΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ ΟΥ Σ Ι ΑΣ Καί, πιο πέρα: ... δίνουμε λαβή στο σκυλολόι ... έτσι που με τον καιρό θα δούμε να σπ αν οι πόρτες κ α ι στη Σύγκλητο να ορμάνε τα κοράκια κ αι να ραμφίζουν τους αετούς. (Ill, 1, 137) Οι δήμαρχοι του αποκρίνονται λακωνικά: Μ ιλάς για το λαό, σ α να ’σαι θεός παν τιμωρεί, κι όχι θνητός μ ’ όλες τον τις αδυναμίες (III, 1, 80) Ακόμα πιο καίρια είναι η ακόμα πιο λακωνική απάντηση που δίνουν δή μαρχοι και πολίτες στους Συγκλητικούς, όταν οι τελευταίοι ωρύονται πω ς επαναστατημένος λαός θα καταστρέψει την πόλη: « Κ αι τι είναι η πολιτεία δε είναι ο λαός;» φωνάζει ο δήμαρχος Σικίνιος. Και οι πολίτες απαντούν μ ’ ένα στόμα: Σ ω ότά! "Μίαός κ αι πολιτεία είν’ h a ! (The people are the city.) (Ill, 1, 200) Ο σαιξπηρικός λαός και οι εκπρόσωποί του διακηρύσσουν την πάγια δη μοκρατική αρχή που είχαν ιδιαίτερα εξάρει οι Έ λληνες. 23 23. Βλ. Ε Υ Ρ ΙΠ ΙΔ Η , «Πόλεις είν οι πολίτες, όχι η ερημιά» («Αι γ ά ρ π ά λ α ς ά σ άν δρες οι έ ρ η μ ία )) (στην χαμένη τραγωδία του Φ ρίξος, ΣΤΟΒΑΙΟΣ, Μ Γ 4). Και την γνωστή σ τιχ ο μυθία Λίμονα - Κρέοντα: ΑΙΙΙΩ.Ν: Πόλη καμιά δεν είναι ενός ανθρώπου. / Κ ΡΕΩΝ : Σ τον άρχ ντα της δεν ανήκει η πόλη; / ΑΙΜΩΝ: Όμορφα θα βασίλευες μόνος στην ερημιά (« — Πδλι? y a p οι . εσδ’ η τις ά ν δ ρ ο ς εσ θ ’ ενός / - Ού του κ ρ α τ ο ύ ν τ α ς ή π ό λ ις ν ομ ίξετα ι; / - Κ α λ ω ϊ έρημης γ συ γη ς ά ρ χ ο ις μ ό ν ο ς» , Αντιγάντμ 73, μετάφραση Κ. X . Μυρη). Και ο Ιερέας στον O lS r δα: «Αν εδω ακυμ,α βασιλέψεις / κάλλιο να κυβερνάς λαό π αρά άδεια χώ ρα · / γ ιατί ούτε κάστρο <ά ~ καραβι αξίζει, /αν είναι έρμο, χωρίς ανθρώπους μέσον» (« 'Ω ς είπ ερ ά ρ ξεις τ η σ δ ε γης, ώ σ π ε ρ κ ρ ο - τέίς. / ξνν ά ν δ ρ α σ ιν κ ά λ λ ιο ν η κενής κ ρ α τ ε ιν / ώ ς ούδεν έσ τ ιν ούτε π ύ ρ γ ο ς ο ύ τε ναυς / ep- · μ ο ς ά ν δ ρ ω ν μη συνοικουντιυν έ σ ω » , Ο ώίπους τύραννος, μετάφραση Φ . Πολίτη). Και ο ΘΟΥ ΚΥΔΙΔΗ Σ σχεδόν κατά λέξη: « Η πολιτεία είναι οι άνθρω ποι, όχι τ α άδεια τείχι / και καράβια ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ■289 Οι t h y m /m v i κ α τ ά τ η ς αλ,αίοντίας τον Κοριολανού Ρ ω μ α ίο ι π ολίτες. Σ τ η μ έση , ο Albert Fin ney. Σ κ ψ η ίμ σ ία P eter H all. Σ τράτφ οσντ. 1959. Α λλά ο Κοριολανός, ακράτητος, γυρεύει ν αποκτήσει απόλυτη εξουσία: ο Σαίξπηρ τον παρουσιάζει μ ’ όλα τα χαρακτηριστικά του στρατιωτικού δι κτάτορα. Ισχυρίζεται π ω ς ... όταν σιγκν[ίερνούν δυο α φ έν τες ισ οδύναμο ι (λαός και Σ ύγκλητος), μ π ο ρ εί το χάος ν α τ ρ υ π ώ σ ε ι α ν ά μ ε σ ά τ ο υ ς κ α ι τον ένα ν α συντρίψ ει μ ε τον ά λ λ ο ν . (Ill, 1, 109) Και, φυσικά, η μόνη « σ ω σ τή » λύση είναι να κυβερνά ένας μόνο (ο ίδιος), « ν α ξε ρ ιζω θ ε ί ij μ υ ρ ιό σ τ ο μ η γ λ ώ σ σ α ν του λαού (III, 1, 155) και να μείνει μόνη λαλούσα η γλώσσα η δική του - το ιδανικό όλων των δικτατόρων κι όλων των τυράννων. ( « ’Ά ΐ'δ ρ έ ί y a p πόλις και ον τείχη ούδι ν η α ά ν ό ρ ώ ν κεναί)), Ζ , 77, 7). Κ αι ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ επ ιλέγει: « Ό μη ό υ ν α μ ίν ο ε κοινω νίαν (όποιος δεν μπορεί να ζήσει μ έσα σε κοινωνία μ ε άλ λους... είναι) η θ η ρ ίο ν η Θεο'ς» (Π ολιτικά, A , 1, 1253 Α, 28). Ο Κοριολανός ή θελε να θεω ρεί τα ι θεός, α λλά φερόταν σαν θηρίο. '9“ ago Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Τόση είναι η εγωμανία, η αλαζονεία κι η αυταρχία του, που -όταν οι πο λίτες αποφασίζουν να τον εξορίσουν- αυτός ουρλιάζει: « Ε γώ σας εξορίζω... Ε γ ώ σας καταδικάζω ...» (III, 3, 124). Και δεν είναι ρητορικό σχήμα αυτό. Εκφράζει την ατράνταχτη πεποίθησή του π ω ς αυτός είναι η Ρώμη, αυτός εί ναι η μόνη εξουσία που έχει το δικαίωμα να καταδικάζει και να εξορίζει από το έδαφος « τη ς» όποιον τη ς αντιστέκεται. Ο π ω ς και τόσοι άλλοι ήρωες του Σαίξπηρ, ο Κοριολανός -που έχει μεγάλες πολεμικές ικα νότητες- καταστρέφεται από τα ανθρώπινα κ αι πολ ιτικά ελατ τ ώ μ α τα του κι α π ’ τις αντιφάσεις του χαρακτήρα του και τ η ς συμπεριφοράς του, που -γ ια μιαν ακόμα φορά- στοιχειοθετούν την τραγική ειρωνεία του έργου: α) Αυτός ο «ευγενής», που φρίττει ακόμα και στην ιδέα συγχρωτισμού με τον «όχλο)), δεν καταδέχεται να παρουσιαστεί στον λαό -ό π ω ς ήταν το έθιμ ο- και να ζητήσει την ψήφο των πολιτών για ν’ αναδειχθεί ύπατος (II, 2, 139, 148). Κ ι ω στόσο, η αρχομανία του τον αναγκάζει να ενδώσει και να φορέσει -κ α τά το έθιμο πάν\α- «το τριμμένο ρούχο της ταπεινοσννης » (II, 1, 223) για να ζητιανέψει «την ψτ/φο τονν κονρελήδων». Κ ι όχι μια φορά, αλλά δύο (III, 2, 101, 110 και III, 3). Κ άθε φορά όμως κάνει ακόμα μεγαλύτερο το χά σμ α που τον χωρίζει α π ’ τον λαφ, ξεσκεπάζει ακόμα πιο πολύ την καταφρό νια και το μίσος που έχει για τους πληβείους, κι έτσ ι, το «ρούχο της ταπεινο- σύνης» μεταμορφώνεται σε θώ ρακα αλαζονείας, που, τελικά, θα του γίνει σά βανο θανάτου. β) Αυτός ο «μισόδημος» κατηγορεί τον λαό π ω ς είναι άστατος, π ω ς π η δάει α π’ το ένα στρατόπεδο στο άλλο, π ω ς αλλάζει γνώμη κάθε σ τιγ μ ή (I, 1, 177). Κ ι ω σ τ ό σ ο , ο ίδιος δεν διστάζει ν’ αλλάξει όχι πια γνώμη, όχι καν στρατόπεδο μ έσα στην Ρώμη, αλλά έξω α π ' την πατρίδα του και να συμμα χήσει μ ε τους χτεσινσύς εχθρούς τη ς Ρώμης και του ίδιου. Κι αυτό θα είναι η αρχή και το τέλος του χαμού του. γ) Α υτός ο «άριστος των Ρωμαίων» καυχιέται π ω ς είναι μεγάλος π α τριώτης - ίσ ω ς ο μόνος πατριώ της μες στην Ρώμη. Κ ι ω στόσο, γίνεται ο χει ρότερος προδότης τ η ς πατρίδας του: όχι μόνο προσχωρεί στους εχθρούς τη ς, αλλά μπαίνει επικεφαλής τους κι εκστρατεύει ενάντια ... στο καρκίνω μα που λέγεται πατρίδα μου με τόση λύσσα όση δεν έχουν όλα τ α σκυλιά του Άδη... ΑΛΑΖΟΝΕΙ ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ J9< Ο Ia n M a c K elle n , Κοριολανός. Λονδίνο, Ε θνικό Θ έατρο, 1985. Σ κη νοθεσία P eter H a ll. V για να την αφανίσει (IV , 5, 91|\Δικαιώνει έτσι - ε κ των υστέρων- τους π ο λίτες που τον κατηγορούσαν π ω ς \ ... ό ,τ ι έκ α ν ε π ε ρ ίφ η μ α , τ ο ’κ ά ν ε γ ι α τ η φ ι'/μη τ ο υ κ α ι μ ό ν ο . Α ς β α ν κ α λ ίζσ ν τ α ι όσοι έχουν χ λια ρ ή τ ψ κ ρ ίσ η λ έ γ ο ν τ α ς π ω ς ή τ α ν ε γ ι α τ ψ π α τ ρ ίδ α . Γ ι α ν α ικ α ν ο π ο ιή σ ε ι τ η μ ά ν α τ ο ν τ ο ’ κ ά ν ε , κ α ι π ρ ο π α ν τ ό ς τ ψ π ερτ]ψ άνια τ ο υ , π ο ν φ τ ά νει κ α ι ξ ε π ε ρ ν ά ε ι τ ψ ο π ο ια δ ιγ τ ο τε α ρ ε τ ή τ ο υ . (I, 1, 33) Και ακριβώς η ίδια η μάνα του χαράζει το επιτύμβιο του «ήρωα»-προ- δότη: Α ν δ ρ ο ς γ εν ν α ίο υ ό ν ο μ α ή τ α ν , α λ λ ά μ ε μ ι α σ τερ ν ή τ ο υ π ρ ά ξ η τ ο ε ξ ε υ τ έ λ ισ ε αφ α ν ίζο ν τα ς τ ψ ίδ ια τ ψ π α τ ρ ίδ α τ ο υ , γ ι αυτό κ α ι θ α ’ναι α π ’ τ ις γ ε ν ιέ ς π ο ν θ α ' ρθονν μ ι σ η τ ό . (V , 3, 144) 292 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΙ Ι ΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ _ Η μάνα τ ο ύ τ η εν σ α ρ κώ ν ει μιαν ά> ' τραγική ειρωνεία το υ έργου: Δικό τη : »·. στημα» είναι ο Κ οριολανός, α υ τ ή του έμα θε τ η λα τρεία τ η ς τ ά ξ η ς του κ α ι τ η ς ε: σ ία ς, το υ η ρω ισμ ού κ α ι τ η § δ όξα ς. («Eta ι ο πολεμιστής μου, το λιοντάρι που σε βοι’β - . να γίνεις», V, 3, 62.) Μ ισ ε ί κ ι α υ τ ή τ π λ η β είο υ ς (ότα ν ο γ ιο ς τ η ς ω ρ ύ ετα ι «Κ· μ αστέ τους!», εκείνη υ π ε ρ θ ε μ α τ ίζ ε ι Κ να τους φάν’ οι φλόγες!» (III, 2, 24) κ α ι ε' χ ε τ α ι «μαύρη πανούκλα ν’ απ/χοθεί στην ερ γατιά της Ρώμης και να ρημάξει, τέχνες κ τεχνίτες!», IV, 1, 12). Έ χ ε ι κ ι α υ τ ή «καρ διά από γρανίτη», α λ λ ά π ερ ισ σ ό τερ ο fjlo t απ τον γιο τ η ς κ α ι ξέρ ει π ω ς , σ ε όπο: π ό λ εμ ο , η π α λληκα ριά χ ρ ειά ζετα ι κα: I - π λ ω μ α τ ία (III, 2, 20, 28, 42). Κ ι ό μ ω ς , α υ τ ή ίσα ίσα η «λιοντα ρομ α - να» θα γίνει αιτία τον χαμού τον - όταν ιχ τον π ε ίσ ε ι να μην κ α τ α σ τρ έψ ει τη ν Ρ ώ μ τ Κ α ι το ύ το σ τ ο ιχ ε ιο θ ε τ ε ί τη ν ειρ ω ν ικ ή νε μ έ σ η , τ ό σ ο γ ια κείνον όσο κ α ι γ ια κείνην που τον έ π λ α σ ε τ έ τ ο ιο . 8) Α υ τ ό ς ο « α ν ε λ έ η τ ο ς » α π ο φ α σ ίζει να εκδικηθεί, β ά ζοντα ς τ ο μ ίσ ο ς κ α ι τη ν οργ ; του π ά ν ω α π ό κ ά θ ε ανθρώ πινο α ίσ θ η μ α : Ούτε γυναίκα ξέρω, ούτε μάνα ούτε παιδί, (V, 2, 78) Ο Charles D ance, Κοριολανός. Πνίξε κάθε στοργής δεσμό και νόμο από τη Π ρογραμ μ α-αφ ίσα. Royal Shakespear φύση. Company, Σ τράτφ ορντ, 1989. Κ αι πείσμα εσύ τυφλό, γίνε αρετή. (V, 3, 24) Κ ι ω σ τ ό σ ο , νποχοορεί σ τ ις ικ ε σ ίε ς τ η ς μ η τέρ α ς το υ , τ η ς γυναίκας το υ , του γιου του κ α ι κ α θ ώ ς ομολογεί ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 293 Σαν αδέξιος θεατρίνος, ξεχνάω κιόλας τα λόγια μην και κοκκαλώνω βουλιάζοντας μες σ τ ψ ντροπή. (V , 3, 40) Ε ν ώ ξέρει, (όπω ς λέει σ τ η μ η τέρ α το υ ) π ω ς η δ ικ ή τ η ς « ν ίκ η » θα ’ ναι κ α τα σ τρ ο φ ή γ ια κείνον: Κέρδισες για τη Ρώμη νίκη ανέλπιστη. Μα για το γιο σου, πίστεψε με, να με πιστέψεις, η νίκη που τον απόσπασής εγκν/τονεί ,υάνο κινδύνους, ίσως και για τ ψ ίδια τη ζωή του. (V , 3, 186)24 Έ τ σ ι , α υ τό ς ο « α π ά ν θ ρ ω π ο ς» ή ρ ω α ς γ ίν ετ α ι ανθρώπινος - κ ι α υ τό θα ’ ναι ο όλεθρός το υ . Γ ι α τ ί είναι πολύ, αργά πια, αφού σ τ ο μ ε τ α ξ ύ έ χ ε ι δια π ρ ά ξει ό λες τις ύβρεις - απέναντι στον λαο^ α π έν α ν τι σ τ η ν Ρ ώ μ η , α π ένα ντι στον εα υ τό το υ . Α υ τ ό ς ο « μ εγ ά λ ο ς σ τ ρ α τ ιώ τ η ς κ α ι π α τ ρ ιώ τ η ς » -π ου π ισ τ ε ύ ε ι μόνο σ τ η ν « τ ιμ ή » (τη ν δ ικ ή το υ , β έ β α ια )- θα γ ίν ει δυο φορές προδότης: αφού π ρ ο δ ώ σ ει τη ν Ρ ώ μ η , θα π ρ ο δ ώ σ ει κ α ι τ η ν Κ οριόλη, ε γ κ α τ α λ ε ίπ ο ν τ α ς τ η ν ε κ σ τ ρ α τ ε ία κ α τ ά τ η ς Ρ ώ μ η ς . Κ ι η προδοσία θα ’ ναι π ά λ ι το εργαλείο τον τέλους του: Ό π ω ς α υ τό ς, κ ιν η μ έν ο ς α π ’ τ η ν α λαζονεία του προδίνει τ η ν Ρ ώ μ η , και ν ικ η μ έν ο ς α π ’ τ ο σ υ ν α ίσ θ η μ α (μ π ρ ος σ τ ι ς π α ρ α κ λ ή σ εις τ ω ν δ ικώ ν το υ ) προδίνει τη ν Κ οριόλη, έ τ σ ι και θα δολοφονηθεί α π ’ τ ψ προδοσία του Αουφίδιου (το υ α ρ χ η γ ο ύ τ ω ν Β ό λ σ κ ω ν ), π ου τον κιν εί η ζηλοφθονία. Α λ λ ά η π ιο τρ α γ ικ ή ειρ ω ν εία κ ι η π ιο οικτρή προδοσία είναι ό τ ι, τ ε λ ικ ά , ο Κοριολανός προδίνει τον Κοριολανό: η αλαζονεία το υ προδίνει τη ν σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ή το υ α ξία , ο ε γ ω ισ μ ό ς το υ προδίνει τον π α τ ρ ιω τ ισ μ ό το υ , η σ υ ν α ισ θ η μ α τ ικ ή το υ αδυναμία (μ π ρ ο σ τά σ τ ο υ ς δικούς το υ ) προδίνει τ η ν ε κ δ ίκ η σ ή του. Τ α ε λ α τ τ ώ μ α τ ά το υ είχαν κ α τ α σ τ ρ έψ ει τ ι ς ό π ο ιες α ρ ε τ έ ς το υ κ ι οι α ν τιφ ά σ ε ις το υ θα κ α τ α σ τρ έφ α ν ε τον ίδιον. 2Ί. Σχεδόν κατά λέξη απόδοση της αποστροφής, στον ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ: «Νειλ κ η κ α ς e v r v - χ η μ ε ν r f π α τ ρ β ι νίκην, ε μ ο ϊ δ’ ο λ ε θ ρ ιο ν άττειμ ι y a p υ π ο σοϋ μ ό ν η ς η ττώ μ ε ν ο ζ » (« Ν ίκ η σ ες νίκη εντυχιι γ ια τ ψ π α τρ ώ α , ολέθρια όμω ς γ ια μένα' φεύγω, νικημένος α πό εσέ. μονάχα», 36). 25. Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ αποδίδει τη ((μοίρα» του Κοριολανού στον χαρακτήρα του: Ο ρω μαϊκός λαός - γράφει- τον μίσησε επειδή « ή τα ν ανυπόφορες η αλαζονεία κ αι η ανθάδειά του π ου, ό π ω ς λέει ο Π λ ά τ ω ν , είναι σύνοικος τ η ς ερΐ]μιας>> ( « ... τ ο ν όγκον α ν το υ κ α ι την έ ρ η μ ίμ σύνοικον, 294 Ο ΙΙΟΛΙΤίΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Α π έ ν α ν τι σ ’ α υ τό τον ε γ ω ι σ τ ή , υπ ερφ ία λο κ ι α ν τιφ α τικ ό ή ρ ω α , ο ά λλος π ρ ω τ α γ ω ν ισ τ ή ς του έργου - ο λ α ό ς - εικ ο ν ίζετα ι α π τον Σ α ίξ π η ρ μ ε πολύ πιο « ευ ν ο ϊκ ά » χ ρ ώ μ α τ α . Ο π ο ιη τ ή ς υ π ο δ η λ ώ ν ει ξανά κ α ι ξανά π ό σ ο δίκα ια είναι τ α π α ράπ ονα , τ α α ιτ ή μ α τ α , η οργή, η ε ξ έ γ ε ρ σ η τ ω ν Ρ ω μ α ίω ν . Τ ο υ ς δ είχ ν ει και θαρραλέους α λ λ ά κ α ι α υ τ ε π ίγ ν ω τ ο υ ς . Λ έ ε ι σ τ η ν α ρχή ο Α ' Π ο λ ίτ η ς : Λένε πως οι φτωχοί διεκδικητές έχουν βαρεώ, χνώτα. Καιρός να μάθουνε πως έχουν και βαρειά χέρια. (I, 1, 55) Ξ έρουν, ω σ τ ό σ ο , κ α ι τ ι ς α δυνα μ ίες το υ ς. Λ έ ε ι ένα ς ά λλ ο ς π ο λ ίτ η ς , α ρ γό τερ α : Έχουμε τη δύναμη βέβαια να το κάνουμε, αλλά είναι μια δύναμη που αδυνατώ' με να εξασκήσονμε. (II, 3, 4) Κ ι α υτό π ου το υ ς εμ π ο δ ίζ ει είναι η δικα ιοκρισία το υ ς. Α ν τ ίθ ε τ α μ ε τον Κοριολανό - π ο υ τ ο τ α ξ ικ ό μ ίσ ο ς το υ τον τυ φ λ ώ ν ει τ ό σ ο , ώ σ τ ε να το υ ς θ ε ω ρεί κ τή ν η και χοπράγματα» (re s ), ό π ω ς το υ ς δούλους- εκ είν ο ι δεν διστάζουν ν ’ αναγνωρίσουν τη ν προσφορά του σ τ η ν Ρ ώ μ η , εφ ά μ ιλλη μ ε τη ν α π έχ θ ειά του ώ ? Π λάτων εΐπ εν , α υ θ ά δ εια ν μη ύττομείναντα,ς», Σ νγκρισις Αλκιβιάδον και Κοριολανου, 3). Και, συγκρίνοντας τον ήρωα με τους δημάρχους, λέει; «Ε ίν αι βέβαια αισχρό να κολακεύει κα νείς τον λαο γ ια ν’ α π ο κ τα δύναμη, αλ λά το να διατηρείς δύναμη, εμπνέσντας φόβο, κακοποιώντας και καταπιέζοντας τον λυό, δεν είναι μόνο αισχρό, αλ λά και άδικο» (« α ισ χ ρ ό ν γ α ρ τ ο κυλ ακεν ειν τον δή μ ον επ ί τ ώ δν ν ασ θ αι, τ ο δ’ ΐσχνειν εκ τ ο ν ώ ο β ερ ό ν είν αι κ α ί κ α κ οϋ ν κ α ί π ιεζειν π ρ ο ς τ ώ α ίσ χ ρ ω κ α ι ά δ ικ ο ν έσ τ ίν », ό.π., 1). Α λλά και ο (τόσο κακολογημένος) ΜΑΚΙΑΒΕΛΛΙ, μιλώντας για την ρωμαϊκή δήμο κρατία, τονίζει: « Ε κτός του ότι οι δήμαρχοι έδιοσαν στον λαό το μερίδιο τον στη διοίκηση, καθιε ρωθήκαν για να φυλάξουν τη ρωμαίκ'η ελευθερία (■■■)■ Αν εξετάσουμε τους σκοπούς των ευγενιών και των πληβείων, θα βρούμε στους π ρώ τους μεγάλη επιθυμία κυριαρχίας, ενώ στους δευτέρους μονάχα την επιθυμία να μ ψ τους καταδυναστεύει κανείς, και έτσι και μεγαλύτερη θέληση για ελεύθερο βίο (...). Συνήθως, τις ταραχές τις ττροκαλσύν οι κατέχοντες... γ ιατί οι άνθρωποι δεν θεωρούν ότι κ α τέ χουν σίγουρα κ ά τ ι αν δεν αποκτήσουν κ ι άλλα (...). Ο λαός είναι πιο γνωστικός, πιο σταθερός και καλύτερος κριτής π α ρ ά ένας ηγεμόνας ( . . . ) Οι λαϊκές κυβερνήσεις ( όττως της Αθήνας και της Ρ ώ μ η ς) είναι καλύτερες α π ’ τις ηγεμονικές» (Διατριβές π άνω σ τ ψ ττρώτη Δ εκάδα τον Τίτου Λίβιον, 1513-1521, Βιβλίο A , IV, V, LVIII). ΑΛΑΖ ΟΝΕ Ι ΑΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ■295 Ο E k kehard Shall, Κοριολανυς. σ τ ?/ διασκενή τη ς τραγ ω δ ίας α π ό τον Bertolt B recht. Σ κ ψ ο θ ε σ ία M a n fred W ekw erth. Βερολίνο, B erlin e r E n se m b le, 1962. για τον ρωμαϊκό λαό: «Σ τάθη κες αντάξιος της πατρίδας σου κι αντάξιος δε σ τά - θ?ικες», του λέει ο Γ ' Πολίτης. Κ ι επειδή ο «ήρωας» δεν καταλαβαίνει, ο πλη βείος τού εξηγεί: « Ή σουνα μ άστιγα για τους εχβρούς της κ αι μ αστίγιο για τους φίλους της» (II, 3, 83). Α λλά ακόμα κι αυτή η μαστιγοφόρα μανία του δεν θολώνει το «κοινό π ε ρί δικαιοσύνης και εντιμότητας αίσθημά» τους: Αν αυτός μ ας π ει για τ α γενναία του έργα, άλλο τόσο γενναία π ρέπ ει να του πούμε εμείς π ω ς θα τ ’ ανταιιείφουιιε. Η αχαριστία είναι πράγμ α τερατώ δες. Κ ι ένα πλήθος που V αχάριστο, μεταμορφ ώ νεται απ ό πλήθος σ ’ ένα τέρας, οπόταν όλοι εμείς, σαν μέλιj τ ο υ , δε θα ’ιιαστε άλλο π αρά τερατώ δη μέλη. (II, 3, 7) 2g6 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α Σ Γο πιο σημαντικό: έχουν μιαν αληθινέ] «ευγένεια», μια μεγαλοψυχία, που λείπει ολότελα απ" τους «ευγενείς» και τους «μεγάλους»: Όταν ο Κοριολα- νός κατεβαίνει στην αγορά για να ζητήσει την ψήφο τους, ρωτάει τον Α Π ο λίτη: Κ Ο ΡΙΟ Λ Α Ν Ο Σ ... παρακαλι». να μου πείτε το αντίτιμό σας για τψ νπατεία. (Πόσα πρέπει να πληρώσει για να τον ψηφίσουν.) Π Ο Λ ΙΤ Η Σ Α ' Το αντίτιμο, κύριε, είναι να τη ζητήσεις ευγενικά. (II, 3, 711 Οι πένητες που λιμοκτονούν δεν γυρεύουν άλλη αμοιβή για την ψήφο τους παρά μιαν ευγενική αίτηση, έναν φιλικό λόγο απ τον αλαζόνα υβριστή τους. Κατά βάθος, βέβαια, αυτό αποτελεί και τψ ειρωνεία τους για τον Κοριολανό και τψ τιμωρία τον, αφού είναι βέβαιο π ω ς η μεγαλύτερη δοκιμασία για τον υ περοπτικό πατρίκιο είναι να φερθεί ευγενικά στα «βρομόχνοτα σκουλήκια». Ο ίδιος ο Μενένιος, ο πονηρός πατρίκιος, παραδέχεται π ω ς οι πληβείοι ... τόσο πρόχειρεj έχουν τη σνγγνοομη, άμα τους τη ζητάς όσο τψ κούφια φλυαρία. (III, 2, 88) Και πραγματικά, οι πληβείοι, ξεχνώντας το μίσος και τις βρισιές του Κ ο- ιολανού, τον ψηφίζουν για το αξίωμα του υπάτου (II, 3). Όσο για τους δημάρχους τους, αυτοί δεν έχουν τον αυθορμητισμό του λαού, ούτε την αγωνία του για τον επιούσιο. Είναι πολιτικάντηδες, δημαγωγοί α κόμα, ξέρουν να χειρίζονται επιδέξια την οργή και τα αισθήματα του πλή θους, δεν είναι «ήρω ες», τρομάζουν, όπως όλοι οι Ρωμαίοι, μπρος στην α πει λούμενη επίθεση Κοριολανού και Βόλσκων. Ό μω ς η αποστροφή τους για τον αρχιπατρίκιο δεν ελαύνεται μόνο από τον φόβο π ω ς «θα χάσουν το αξίωμά τους» (II, 1, 75, 7 7 ), αλλά και από την σωστή εκτίμηση π ω ς η αναρρίχηση του Κο- ριολανού στο ύπατο αξίωμα θα σήμαινε απηνή διωγμό των πληβείων και κα τάργηση της δημοκρατίας. 2υε τούτη, λοιπόν, τη σύγκρουση του ενός με τους πολλούς, του «ήρωα» με τους «ανώνυμους», του «πατριώ τη» με τα «μιάσματα», για την εξουσία και τη δύναμη, αδικητής, υβριστής, ττροδότης είναι ο «μεγάλος» απέναντι στους «μικρούς». Σ την τελευταία τούτη τραγωδία του, ο Σαίξπηρ, για πρώτη ΑΛΑ Ζ ΟΝΕ Ι Α Σ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ 297 φορά, χαράζει με τόση ένταση τη μάχη αυταρχίας και δημοκρατίας, που τις βασικές αρχές τη ς διατυπώνουν εύγλω ττα δήμαρχοι και πολίτες. Για πρώτη φορά, δίνει τόση έκταση στην πάλη των τάξεων και τόση σημασία στα πάθη και στον ρόλο τον λαού, προβάλλοντας τη δυστυχία του, τονίζοντας τις αρετές του, δικαιώνοντας την ανταρσία του. Και η καλύτερη απεικόνιση των σχέ σεων ανάμεσα στους δύο ήρωες τη ς τραγωδίας (Κοριολανό και λαό), η πιο επιγραμματική σύνοψη του έργου και το πιο ταιριαστό επιτύμβιο για τον «μισόδημο» δικτάτορα είναι τα λόγια του δημάρχου Σικίνιου: Αντιστάθηκε στο νόμο, γΐ αυτό κι ο νόμος δε θα τον αξιοισει, να ττροσφύγει σ’ άλλη αρχή απ’ την αμείλικτη λαϊκή εξουσία, που αυτός τψ έχει για σκουπίδι. (Ill, 1, 267) Π ρ ο μ ετ ω π ίδ α σ τ ψ έκδοση τ η ς «Τρικυμίας» α π ό τ α ’ N icholas Roive, 1700. 8. ΤΟ « Χ Α Ι Ρ Ε » Τ Η Σ Μ Α Γ Ε ΙΑ Σ Η Τ ρ ικ υ μ ία 1 2υτους μεγάλους μεγάλο πρέπει τέλος. Κ ι ο Σαίξπηρ δεν θα μπορούσε να κλείσει με τέλος πιο άξιο α π’ την Τ ρικυμία την δραματουργική ζωή του - που άρχισε μέσα στην ερωτική έκσταση και στο νεανικό χαροκόπι, για να φτάσει στις πιο τρομαχτικές κορφές του πάθους, που υψώνει τους ήρωες πάνω α π’ το ανάστημά τους και τους συντρίβει. Ύ στερα α π ’ την μεγάλη θύελλα των Α μ λ ετ, των Αηρ, των Μ άκβεθ, ο Σαίξπηρ φαίνεται να καταλαγιάζει. Γράφει ιστορίες δραματικές, που όμως μια ευγενική μοίρα έρχεται να τους δώσει ευτυχισμένο τέλος (Π ε ρ ικ λ ή ς , Κ ν μ - βελίνος, Χ ειμ ω ν ιά τικ ο π α ρ α μ ύ θ ι). Ω στόσο, το πνεύμα του μοιάζει κουρασμένο α π ’ την πρωτινή πάλη κι αγωνία. Μόλο που ο ποιητής είναι μόλις σαράντα εφτά χρόνων, αποζητάει πια τη γαλήνη. Και τη βρίσκει στην Τρικυμία. Ε ίν α ι σημαντικές οι διαφορές του έργου τούτου από τ ’ άλλα μεγάλα δημιουρ γήματά του. Π ρώ τ’ απ' όλα, ο Σαίξπηρ, στο τέλος τη ς θεατρικής του ζωής, μοιάζει ε πηρεασμένος από τα «ρομαντικά δράματα» (δραματικές περιπέτειες μ ’ ευτυ χισμένο τέλος) των Beaum ont, Fletcher και των άλλων συγχρόνων τους, που είχαν γίνει « τη ς μόδας». Έ π ειτα , η δημιουργία κλειστών θεάτρων, που πρόσφεραν ευκαιρίες για μ ε γαλύτερο «θέαμα», άλλαξε την τεχνική του: τα τελευταία του οράματα διαν θίζονται με πλήθος «θεαματικές» σκηνές, που ο Σαίξπηρ τις αγνοούσε άλλοτε. Ακόμα, στην Τρικυμία, ο δραματουργός για πρώτη φορά απαρνιέται την α πόλυτη ελευθερία χρόνου και τόπου, που είχε ακολουθήσει σ ’ όλα τα έργα του. 1. CO LERID G E, H A ZLITT (1817), STRA TCH EY (1906), STILL (1921), CURRY (1937), TILLYARD (1938), KNIGHT (1948), TRAVERSI (1954), MANNONI (1956), KOTT (1962), PARROT (1962), K E T T L E (1964), E tu d es A nglaises (1964), JAMES (1967), N U TALL (1967), K EETO N (1967), ROWSE (1984), DOLLIMORE (1985), C am bridge (1986), PATTERSON (1989), GIRARD (1993). 300 Ο Π Ο Λ ΙΤΙΚ Ο Σ ΣΑ ΙΞΠ Η Ρ - Η ΤΡ ΑΓΩ Δ ΙΑ ΤΗ Σ Ε Ξ Ο ΤΣ ΙΑ Σ Ε δ ώ η δράση αρχίζει και τελειώνει μέσα σε τέσσερις ώρες -ό σ ες περίπου κρατάει η παράσταση- και στον ίδιο τόπο. Το έκανε αυτό ο ποιητής για ν αποδείξει π ω ς μπορεί να χειριστεί τον «κλασικό» κανόνα των «τριών ενο τήτω ν» (δράσης, χρόνου, τόπου) τόσο εύστοχα όσο και την ως τό τε αδέ σμευτη ελευθερία του; Θα ήταν ανάξιό του. Νομίζω π ω ς ο μόνος λόγος ή ταν, απλούστατα, ότι το θέμα του έργου επέβαλλε αυτή την χρονική και τ ο πική συμπύκνωση. Γέλος, η Τρικυμία είναι το μόνο του έργο που το ενδόσιμο του δεν ξεκινά α π' την Ιστορία ή από παλιούς μυθους, αλλά από ένα σύγχρονο επεισόδιο: δύο ταξιδιώ τες, που το καράβι τους είχε ναυαγήσει κοντά στις Βερμούδες τον Ιούλιο του 1609, γύρισαν το 1610 στο Λονδίνο και διηγήθηκαν τη διαμο νή τους σ ’ ένα όμορφο, γόνιμο νησί, που ήταν όμως γεμάτο αλλόκοτους θο ρύβους. Οι ναυαγοί πίστευαν κι έλεγαν π ω ς ήταν στοιχειωμένο. Κ ι α π ’ τη διήγησή τους, ο Σαίξπηρ έπλασε το εξωτερικό πλαίσιο του έργου του. Α λ λ ά πολύ μεγαλύτερη σημασία α π ’ τα εξωτερικά τούτα στοιχεία έχει η εσωτερική υφή τη ς Τρικυμίας. Ιστορία κι αυτή (όπως σε άλλα ρομαντικά δρά ματά του) ενός άρχοντα εκθρονισμένου και κατατρεγμένου α π ’ τους δικούς του -π ου, ύστερα από χρόνια, αποκατασταίνεται και συμφιλιώνεται μαζί του ς-, έχει, ωστόσο, πολύ πλατύτερο νόημα α π ’ τις μυθικές περιπέτειες του Κνμβελίνον και του Χ ειμαηηάτικον παραμυθιού, τόσο καθεαυτή όσο και για το έργο και τη ζωή του Σαίξπηρ. Ό π ω ς ο Ληρ, η Τρικυμία είναι ένα παραμύθι, μια moralite χωρίς ηθικολο γίες, με τους «καλούς» και τους ((κακούς» κάθετα χωρισμένους Έ να φιλο σοφικό παραμύθι, που αποτελεί την κατάληξη και το αποκορύφωμα τη ς σαιξ πηρικής δραματουργίας. Δίκαια ο John Middleton Murry την ονόμασε « π ε μ π το υ σ ία της πεμ π τουσίας της πεμ π τουσίας» του ποιητή. Ο Σαίξπηρ συμπυ κνώνει εδώ τα θέματα και τα πάθη (πολιτικά και άλλα), που στάθηκαν οι πόλοι όλου του έργου του: α) Η φιλοδοξία και η αρχομανία, οι συνωμοσίες, οι προδοσίες και οι σφετε- ρισμοί τη ς εξουσίας - που τις είχε τόσο ζοφερά εικονίσει στα ιστορικά δρά ματά του, στον Ιούλιο Κ αίσορα, στον Άμλετ, στον Μ άκβεθ στον Κοριολανό. Εδώ αρχίζουν πριν καν αρχίσει το έργο: ο Αντώνιος, ο αδερφός του Πρόσπερου, του κοσμαγάπητου Δούκα του Μιλάνου, είχε συνωμοτήσει με τον βασιλιά τη ς Νάπολης, τον Αλόνσο, για να σφετεριστεί τον θρόνο. Κ αι το π έτυχε με 2. MURRY (1936). ΤΟ «ΧΑΙΡΕ» ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ 3°* «Μ ιράντα κ α ι Κ άλι,μπαν». Π ίν α κ α ς του Jam es W ard. Σ τρ ά τφ ο ρ ν τ . Royal Shakespeare Theatre Collection. « σ τ ρ ά τ ε μ α π ρ ο δ ο τ ικ ό » (I, 2, 128), Κοα, φυσικά, η προδοσία και ο σφετερισμός είναι ακόμα πιο άθλιοι, αφού προέρχονται από αδερφό - όπως στον Ά μ λ ε τ . Α υτές οι μηχανορραφίες συνεχίζονται -με άλλο τρόπο- και στο νησί, ό που βρήκαν καταφύγιο οι Μιλανέζοι και Ναπολιτάνοι άρχοντες, μετά το ναυά γιο του καραβιού τους: ο «ξεσκολισμένος» στους σφετερισμούς Αντώνιος πεί θει τον Σεβαστιανό να σκοτώσει τον αδερφό του Αλόνσο και ν’ αρπάξει τον θρόνο τη ς Νάπολης (II, 1, 202 επ .). Όταν μάλιστα ο δεύτερος, διστάζονταε, μιλάει για ((συνείδηση», ο Αντώνιος σαρκάζει αυτή την «πρόληψη»: Μ άλιστα., κ ύριε ■πού φ ω λιάζει αυ τό το π ρ ά μ α : Χ ιονίστρα αν ή τ α ν ε , θα μ ’ έκανε να β ά λ ω παντόφ λες' μ α δε νιχόθω τέτοια θεότη μ έ σ α μ ο υ. (II, 1, 270) Α λ λ ά η ειρω νεία το υ π ο ιη τ ή π ρ ο σ φ έρ ει κ α ι τη ν κ ω μ ικ ή όψη το υ θ έ μ α τ ο ς : όταν ο μ π ε κ ρ ή ς κ ελ ά ρ η ς Σ τ έφ α ν ο ς σ υ ν ω μ ο τ εί μ ε τον Κ ά λ ιμ π α ν να σ κ α - 302 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ τώσουν τον Πρόσπερο, ν’ αρπάξει την εξουσία και να γίνει βασιλιάς του νη σιού. Το τρίπτυχο αυτό (Αντώνιος κατά Πρόσπερου -Αντώνιος και Σέβα στιανός κατά Αλόνσου - Κάλιμπαν και Στέφανος κατά Πρόσπερου) δίνει ό λο το φάσμα και την «επιδημία» των συνωμοσιών, για να καταλήξει στη γελοιογράφησή τους. β) Η απολυταρχία και η τυραννία - που τις είχε κατακεραυνώσει ο Σ α ίξ- πηρ στα ιστορικά και τραγικά έργα του. Μόλις σφ ετερίστηκε τον θρόνο του Μιλάνου, ο Αντώνιος έγινε τύραννος, «βίασι το ω ς τότε αγέρω χο Μιλάνο / να σκύψει στον πιο αισχρό ζυγό» (I, 2, 115] και «κλάδευε» τους άξιους πολίτες «για να μη παραψι,λώσονν» (I, 2, 81).3 Α λλά κι ο Πρόσπερος γίνεται απόλυτος άρχοντας του νησιού: έχει κάνει δούλο του τον μοναδικό «ιθαγενή» Κάλιμπαν και υποταχτικό του το αερικό Άριελ. «Δ ικό τον χτήμ α» ονομάζει τον πρώτο, τον βασανίζει για να τον «συμ μορφώσει» (], 2, 326 κτλ.) και απειλεί τον δεύτερο, τον «υπηρέτη τον», κάθε φορά που αυτός ζητάει τη λευτεριά του (I, 2, 245 κτλ.). Τόσο για τον «αιθέ ριο» Άριελ, όσο και για τον «άγριο» Κάλιμπαν, η λευτεριά τους είναι το μό νιμο ζητούμενο. «Χ αρά, χαρά, χαρούμενος θα ζω / κ ά τω απ ό κλώνο ολάνθιστο», τραγουδάει ο Άριελ, όταν ζυγώνει η ώρα τη ς απελευθέρωσής του (V, 1, 87). «Χ άειντε γάει, λει τεριά! / Λευτεριά, Χ άειντε χάνι! Λ ευτεριά!» τραγουδάει ο με θυσμένος Κάλιμπαν, όταν νομίζει π ω ς θα πετύχει η συνωμοσία του με τον Στέφανο (II, 2, 181). Και ο μπεκροσύντροφός του και συνένοχός του τρα γουδάει «Λεντερτj είναι η σκέψη!» (III, 2, 120). ρ ι ’ άλλη μια φορά, η αντίθε ση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αυταπάτη, ανάμεσα στο σοβα ρό και το γελοίο. Ο Σαίξπηρ -ό π ω ς και όλοι οι Αναγεννησιακοί- πίστευε, φυ σικά, στην ελευθερία τη ς σκέψης - και π ώ ς μπορούσε να γίνει αλλιώς; Αλλά δεν διστάζει να την ειρωνευτεί, όταν γίνεται κι αυτή αντικείμενο εκμ ετά λ λευσης από δημοκόπους ή διασύρεται από ανόητους και οινόφλυγες. γ) Η απόσταση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, που τη σάρκαζε ο Α μ λ ετ (I, 2, 76), η α υ τ α π ά τ η , που συχνά στηρίζεται στην απάτη των άλλων, των Ριχάρδων, των Ιάγων και των συν αυτοίς: Όταν η νεαρή, άπραγη Μι ράντα πρωταντικρίζει τους χρυσοστόλιστους βασιλάρχοντες τη ς Νάπολης και του Μιλάνου, αναφωνεί: 3. Χωρίς να το ξέρει, βέβαια, ο Αντώνιος αποδείχθηκε άξιος «μαθητής» του τυράννου τη ς Μιλήτου Θρασύβουλου, που θέλοντας να δείξει στον απεσταλμένο του «ομολόγου» του της Κόρινθου Περίανδρου πως πρέπει να πολιτεύεται ένας τύραννος, τον πήρε σ ’ ένα χω ράφι «και έκοβε όποιο στάχυ ξεπερρούσε τα άλλα» (ΗΡΟΔΟΤΟΣ, Ε , 92). ΤΟ « Χ Α Ι Ρ Ε » ΤΗΣ ΜΑ Γ Ε Ι Α Σ 3°3 Ω. εξαίσιος νέος κόσμος πον μ έσ α τον έχει τέτοιοι/ λαό! (V , 1, 183) Η α θ ώ α Μ ιρά ντα δεν υ π οψ ιά ζετα ι π ω ς , π ίσ ω α π ’ τ α χιλ ιοπ λ ο ύ μ ισ τα ρού χα το υ ς, οι λα μ π εροί ά ρχοντες κρύβουν σ υ ν ω μ ο σ ίες, σ φ ετερ ισ μ ο ύ ς, φόνους και κ ά θ ε είδους ε γ κ λ ή μ α τ α , π ω ς αντή είνα ι, σ τ ο μ εγ α λ ύ τ ερ ο μ έρ ος τ η ς , η « ω ραία ανθρωπότης». δ) Η μ αγ εία, που τ ό σ ο ρόλο έ π α ιζ ε σ τ ο Όνειρο καλοκαιρινής νιίχτας, στον Μ άκμεθ κ .α . Α λ λ ά κ ι εδ ώ ε ισ χ ω ρ ε ί η ειρ ω ν εία : Ο ΓΙρ ό σ π ερ ο ς είναι σ τ ο νη σ ί ο Μ έ γ α ς Μ ά γ ο ς, ο π α ν τ ε π ό π τ η ς κ α ι π α γκυ ρ ία ρ χος, που γ ν ω ρ ίζει τ α π ά ν τα και κινεί το υ ς π ά ν τ ε ς . Κ ι ό μ ω ς , όταν β α σ ίλ ευ ε σ τ ο Μ ιλά νο, « α μ ελ ο ύ σ ε» τ η διο ίκ η σ η το υ κ ρ ά του ς δ ο σ μ έν ο ς σ τ α βιβλία το υ κ α ι, μ ’ όλα τ α « μ α γ ικ ά » το υ , δεν μ π ό ρ εσ ε να μ α ν τέψ ει κ α ι να εμ π ο δ ίσ ει τ η σ υ ν ω μ ο σ ία του αδερφού το υ κ α ι τη ν δική του εκ θρ ό ν ισ η . Η « κ υ β ερ ν η τικ ή » κ α ι η μ α γ ικ ή το υ , που θριαμβεύουν σ τ ο ερημ ονήσ ι, είχαν α π ο δ ειχ θ εί α ν ή μ π ο ρες σ τ η ν ίδια το υ τ η χώρα. Α ν τίθ ε τα , βασιλεύουν κ ι ε δ ώ ά λ λ ε ς , όχι μ ετ α φ υ σ ικ ές , μ α γ ε ίε ς : η μ α γ εία του νεανικού έρ ω τα (εφ ά μ ιλλη μ ε τον έρ ω τ α Ρ ω μ α ίο υ κ α ι Ιο υ λ ιέτ τ α ς, α λλ ά και Φ λορ ιζέλ - ΙΙερ ν τίτ α ς σ τ ο Χειμωνιάτικο παραμύθι), η μ α γ εία τ η ς μ ουσική ς, η μ α γεία του θεάτρου, που τ ό σ ε ς φορές επ α ν έρ χ ετα ι σ τ α έργα του π ο ιη τή . ε ) Ο ι δοκιμασίες, τ έ λ ο ς , που τ ι ς σ υ ν α ν τά μ ε σ τ α π ερ ισ σ ό τερ α έργα του Σ α ίξ π η ρ , δρ α μ α τικ ά κ α ι κ ω μ ικ ά . Ε 8 ώ , ο Π ρ ό σ π ερ ο ς β ά ζει σ ε δοκιμ.ασίες το υ ς π ά ν τ ε ς , τ ό σ ο το υ ς « δ ικ ο ύ ς» του Α ρ ιε λ κ α ι Κ ά λ ιμ π α ν , όσο κ α ι τον Φ ερ δινάνδο, το υ ς σ φ ε τ ε ρ ισ τ έ ς , το υ ς αυλικούς. Σ ε δοκ ιμ α σ ία μπαίνουν κ α ι τ α «α ς ιώ μ α τ α » - όχι α π ’ τον Π ρ ό σ π ερ ο , α λ λ ά α π ό τ η φ ύ σ η : όταν τ ο β α σ ιλικό κ α ράβι π ά ει να β ου λιά ξει, ο Λ ο σ τρ ό μ ο ς μ υ κ τη ρ ίζ ει τ ο υ ς ά ρ χ ο ν τες, που θέλουν να το υ δώ σουν δ ια τα γ ές σ τ ο όνομα του β α σ ιλιά , λ έγ ο ν τ ά ς το υ ς: Τ ιν οιά ζον τα ιγ ια το β ασιλιάτσύτεςοι μονγκρίατρες ( τ η ς θ ύ ε λ λ α ς ); ...Α ν μ π ο ρείς. πρόσταζε αντά τ α στοιχειά να ησυχάσουν κ αι κάνε μ ας μ,πουνάτσα στη στιγμή... Β άλε μπρος τ ψ εξουσία σου! (I, 1, 14>S 4. Βλ. πιο κά τω , ΙΙΑΡΑΡΤΗΜΑ Α', σελ. 335 επ. 5. Πολλαπλές είναι οι ομοιότητες της Τρικυμίας και του Ονείρου καλοκαιρινέ μ νύχτας: Σ αυτήν ένα μαγεμένο νησί, σ ’ αυτό ένα μαγεμένο δάσος Και στα δύο κυριαρχούν πνεύμα τα, νεράιδες, αερικά. Ο Όμπερον και ο Πρόσπερος κυβερνάνε χρησιμοποιώντας δύο πολύ 3 °4 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε ΞΟΤΣ Αυτά τα θέματα και τα μοτίβα, που τον είχαν τόσο απασχολήσει ω ς - τ ε, ο Σαίξπηρ τα βλέπει τώρα και τα προβάλλει κάτω από ένα καινού;· γαλήνια λυρικό φως. Ο έρωτας είν εδώ καλότυχος, ο πόνος βρίσκει βάλτ μο, η ραδιουργία μένει χωρίς αποτέλεσμα, το μίσος χωρίς δηλητήριο, η μήχανους και πολυδύναμους βοηθούς, Πουκ και Άριελ. Αγώνας εξουσίας και στα Όμπερον και Τιτάνια απ’ τη μια, Πρόσπερος και οι άρχοντες απ’ την άλλη. Ο Στημ. μεταμορφώνεται σε «τέρας», όπως «τέρας» ονομάζεται κι ο Καλιμπαν. Και φυσικτ ρωτάς, ευθύγραμμος στο ζευγάρι Μιράντα - Φερδινάνδος, περίπλοκος στα διασταυρι ζευγάρια του Ονείρου. Κι ακόμα, το «θέατρο», σοβαρό όταν σκηνοθέτης είναι ο Πρόσπε ιλαρό όταν το σκαρώνουν οι απλοϊκοί μαστόροι της Αθήνας. ΤΟ « Χ Α Ι Ρ Ε » ΤΗΣ ΜΑ Γ Ε Ι Α Σ 3°5 0 Μ άνος Κ α τρ ά κ η ς, 1 Π ρόσπ ερος, και Α ν !ϊ& ο Νίκος Χ α τζίσ κ ος, Αριελ. Θ ίασος J W1 «Αυλαία.», Θ έατρο Κ οτοπούλη, 1946. 18 / W - λοδοξία δεν πα ρα σ έρνει σ τον χα μ ό τον φιλόδοξο, ο σ τ ο χ α σ μ ό ς δεν α φ ανίζει τον σ τ ο χ α σ τ ή . Η Μ ιρ ά ν τα κ ι ο Φ ερδινά νδος είναι π ιο τυ χ ερ οί α π ’ τον Ρ ω μαίο κ α ι τη ν Ιο υ λ ιέ τ τ α , ο ά ρ π α γ α ς Α ντώ νιος έ χ ει τ η ν ευκα ιρία να μ ε τ α μ ε λ η θεί (ό π ω ς δεν τη ν ε ίχ ε π ο τ έ ο Κ λ α ύ δ ιο ς του Ά μλετ), ο Ά ρ ιε λ ε ίν ! ένα ς ε υ γ εν ικ ό ς Π ουκ, ο Κ ά λ ιμ π α ν μ ια ακίνδυνη Σ τ ρ ίγ γ λ α . Τ α δ ά σ η , η θ ά λ α σ σ α ε ί ναι π ιο μ α γ ικ ά α π ό κ ά θ ε Ά ρ ν τεν α κ α ι κ ά θ ε Α θ ή ν α . Η « μ ο υ σ ικ ή του α ίσ θ η σ η » τ η ς φ ύ σ η ς είναι π ιο λυρική π α ρά π ο τ έ ά λ λ ο τ ε .6 Ε ν α καινούργιο θ έμ α , ό μ ω ς , προβαίνει σ τ η ν Τρικυμία: ο αποικιαμός , η αποικιο κρατία. Μ οναδικός κ ά το ικ ο ς κ α ι ((άρχοντας» το υ νησιού ή τα ν , πριν, ο ((άγριος» Κ ά λ ιμ π α ν . «Ε ίναι δικό μου το νησί», λ έε ι στον Π ρ όσ π ερ ο , « και μου το πήρες.» (I, 2, 331). Κ ι όχι μόνο τού το π ή ρ ε, α λλά και τον έκα νε σκ λ ά β ο του. Θ ύμ α σ φ ετερ ισ μ ο ύ , ο Π ρ ό σ π ερ ο ς έγ ιν ε μ ε τ η σ ειρ ά του σ φ ε τ ε ρ ισ τ ή ς κ ι ο ίδιος. Β έ β α ια , ο ν έος ((κύριος» το υ νησιού ((ε κ π ο λ ίτ ισ ε » κ ά π ω ς τον Κ ά λ ιμ π α ν , το υ έ μ α θ ε να μ ιλ ά ε ι, α λ λ ά ξα ν α λ έει ο ((π ρ ω τό γ ο ν ο ς» : 6. Συμβολικά είναι και τα ονόματα των περισσότερων προσώπων: P rosp ero = ευδαίμων, M iranda = θαυμαστή, Ariel = αέρας ίσε ΗΣΑΙΑ, Κ Θ , 1: « Ά ρ ιή λ IIoXis, ~ήν έποΛ εμησε Δαυίδ»), C alib an = αναγραμματισμός του C an n ib al, rrin c u lo = ίσως από το γαλλικό trm q u er = τσουγγρίζω). «Τρικυμία» στο Stratford Memorial Theatre, 1952. Επάνω, Ralph Richardson. Π ρόσπερος, και Michael Harden, Κάλιμπαν. Κάτω, Margaret Leighton, Άριελ. 3°8 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ κληρονομιές, ιδιοχτησίες, φραγμοί, καλλιέργειες, χωράφια, αμπέλια, τίποτα■ άχρηστα τα μέταλλα, το στάρι, το κρασί ή το λάδι' εργασία καμιά' ακαμάτες οι άντρες όλοι κι οι γνναίκες- μα αθώες κι αγνές' βασιλίκια εξουσία καμιά— Όλα κοινά θα τα παρείχε η φάση, δίχως ίδρωτα ή κόπο' προδοσίες, απάτες, αίματα, σπαθιά, κοντάρια και κανόνια, ή χρεία για ό,τι μηχάνημα άλλο δε θα είχα' η φτύσε; μόνη της θα τα ’δίνε όλα, πλούσια κι άφθονα, και θα τρεφε τον άκακο λαό μου. (II, 1, 143)910 Φυσικά, ο Γκονζάλος-Σαίξπηρ έχει επηρεαστεί από την ονομαστή Ουτο πία τ ου Thom as More (1516), που επινοεί ένα κράτος απόλυτης ισότητας, δι καιοσύνης κτλ. Ω στόσο, η περιγραφή του Γκονζάλου συγγενεύει περισσότε ρο -γ ια να μην πούμε ((μιμείται))- την κοινωνία που είχε ιστορήσει, εξήντα χρόνια μετά τον More, ο Montaigne στο δοκίμιό του Για τους καννιβάλους:ί() Πρόκειται για έθνος, θα έλεγα στον Πλάτοτνα, όπου δεν υπάρχει είδος εμπορίου, γνώση γραμμάτων, καμιά συνήθεια δουλείας, πλούτον ή φτώχειας, κανένα είδος συμβολαίου, διαδοχής, διανομής, ασχολι/iwάλλο από τη σχόλη, κανέΐ’ας σεβασμός συγγένειας εκτός για τψ κοινό], κανένα είδος ρούχων, καμιά αγροκαλλιέργεια, κα νένα μέταλλο, καμιά, χρήάη κρασιού.) ή σταριού;. Ακόμα κι οι λέξεις που σημαίνουν ψέμα, προδοσία, απόκρυψη, φιλαργυρία, ζήλεια, κακολσγία, συγνώμη, είναι τιρω- τάκουστες. Πόσο θα έβρισκε τψ πολιτεία που φαντάστηκε , μακρύ οπό αυτό] τψ τελειότητα: «άντρες ττρόσφατα βγαλμένονς από τα χέρια των θεάτν»^ Πόσο στα σοβαρά παίρνει ο Σαίξπηρ την ((χρυσή πολιτεία» του Γκονζά- λου; Μ ήπως την ειρωνεύεται, όπως ο Αντώνιος και ο Σεβαστιανός; Α λλά αυ τοί οι δύο είναι τα πιο άθλια πρόσωπα του έργου και μοιάζει εντελώ ς απί θανο ο ποιητής να τους κάνει φερέφωνά του. Α ντίθετα, ο Γκονζάλος είναι ο 9. Μιαν ανάλογη κοινωνία, χωρίς εργασία, πλούτη, νομίσματα κτλ., είχε τάξει στους συ ντρόφους του ο επαναστάτης Jack Cade, πιο απλοϊκά, βέβαια, και πιο ευτράπελ.α (Ερρίκος ΣΤ', Β ' Μέρος). 10. Δοκίμια, Βιβλίο Α', κεφ. 31 (1578-1580), μετάφραση Φ . Δ . Δρακονταειό’ή. 11, «Αυτοί είναι οι πρώτοι νόμοι που έδωσε η Φύση», έλεγ ε ο ΒΙΡΓΙΑΙΟΣ, Γεωργικά, άσμα 2. M arc Chagall, «Τρικυμία»; Άοΐίΐλ, Φερδινάνδος, Μ ιράντα, Πρόσπερος, ( 1975). 3ΐ° Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ μόνος τίμιος οωλικός, αυτός που είχε σώσει τον Πρόσπερο και την Μιράντα, βάζοντας κρυφά σ τη βάρκα τους τρόφιμα, νερό και τα μαγικά βιβλία του δούκα (I, 2, 25-6). Το πιθανότερο είναι π ω ς ο ποιητής, στα τέλη του δικού του ταξιδιού, αναθέτει στο αγαθότερο πρόσωπο του έργου να «ονειρευτεί» μιαν ι δανική πολιτεία, θέμα που ήταν ((επίκαιρο» - και όχι μόνο τότε. I ήν ατομική, ανθρώπινη «ιδανικότητα» την πραγματώνει, τελικά, ο Πρό- σπερος: στο ερημονήσι, θ ’ αποκτήσει ω ρ ιμ ό τ η τ α και γαλήνη, που δεν μπόρε σαν να προσεγγίσουν οι Ά μ λ ετ και οι Ληρ. Μ ε την μαγική τέχνη του υποτάσσει έμψυχα και άψυχα, ανθρώπους και φύση. Θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος του σημερινού ανθρώπου, που κυβερνά τα πάντα με την δική του ((μαγική τέχνη», την τεχνολογία. Αλλά με μια καίρια διαφορά: ο Πρόσπερος εξουδετερώνει τους ((κακούς» και κα κοποιούς και χρησιμοποιεί τους ((καλούς» για αγαθοποιούς σκοπούς. Χρειά ζεται να προσθέσω π ω ς οι σημερινοί «μάγοι», πολύ συχνά, μεταχειρίζονται ακόμα και την πιο ((αγαθή» τεχνολογία για κακοποιούς, καταστροφικούς σκοπούς; Η τεχνολογία τους γίνεται πιο κανιβαλική από χίλιους Κάλιμπαν, πιο δαιμονική από όλες τις στρίγγλες Συκοράξες. Και, επιπλέον, επαίρονται και αλαζονεύουν γ ι’ αυτό. Το ακριβώς αντίθετο κάνει ο Πρόσπερος. Όχι μόνο δαμάζει επ ' αγαθώ αν θρώπους, πνεύματα, στοιχεία τη ς φύσης. Πάνω α π’ όλα, δ α μ ά ζ ε ι τον εα υ τ ό 12 12. Το αρχαιότατο όραμα μιας ιδανικής πολιτείας παρουσιάζεται είτε ως ((νοσταλγία» μιας «χρυσής εποχής» που δεν υπήρξε ποτέ (ΗΣΙΟΔΟΣ, Έργα και ημέραι), είτε ως «ανάμνη ση-ανάπλαση» μιας φανταστικής πολιτείας, όπως η περιλάλητη πλατωνική Ατλαντίδα (Κριτίας και Τίμαιος), είτε ως προσχέδιο μιας «τέλειας» πολιτείας. Ο ΙΠΙΙΟΔΑΜΟΣ, λ./., τον Ε' αιώνα, σχεδίαζε πόλεις όχι μόνο πολεοδομικά άρτιες αλλά και κοινωνικοπολιτικά. Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ έχτιζε σαρκαστκά την Νεψελοκοκυγια του στους Όρνβες (414). Στην χρι στιανική εποχή, ο ΑΓΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ευαγγελιζόταν την Πολιτεία του Θεού (De cmitate D ei, 4 13-428). Εξίσου διάσημη με την Ατλαντίδα έγινε η Ουτοπία του T h o m as M O RE! που προαναφέραμε. Και πολλοί άλλοι ακολούθησαν: ο T o m m aso CAMPANELL7C με την Π ο/ j τεία τον Ήλιου (Civitas Solis, 1625), ο F ran cis BACON με την Νέα Ατλαντίδα, που ερείδεται στην επιστήμη (1624-1629), η Oceanna του Jam es HARRINGTON (1656). Σατιρίζοντας την Αγγλία του καιρού του, ο Jo n ath an S W IF T , στα Ταξίδια του Γκάλλφερ (1726), επινοεί μια δική του πολιτεία λογικής, δικαιοσύνης και καλοσύνης. Οι σοσιαλιστές του ΙΘ' αιώνα - ο OW EN, ο SAINT-SIMON, ο F O U R IE R - προσπάθησαν να κάνουν πράξη τις φαντασιώσεις τους, ιδρύοντας μικρές ((ιδανικές» κοινότητες, που δεν άργησαν να φυλλορροήσουν, γι’ αυτό και ονομάστηκαν «ουτοπιστές σοσιαλιστές». Βλ. συνοπτικά, Jean SERV IER, Histoire de I ’Utopie, Παρίσι, 1967, Pierre VERSINS, Encyclopddie d e l ’Utopic, T h ierry PAQUOT, Η Ον- τοπία ή το παγιδενμένο ιδεώδες, μετάφραση Λ. Δημουλά, S cripta, 1998. ΤΟ « Χ Α Ι Ρ Ε » ΤΗΣ ΜΑ Γ Ε Ι Α Σ 3'' Ο Derek Jacobi, Πρόσπερος. Σ τ ρ ά τ φ ο ρ ντ, 1982. του. Την πιο μεγάλη νίκη του ο Πρόσπερος θα την κερδίσει πάνω στον Πρό- σπερο τον ίδιο. Γ ι ’ αυτόν, δεν υπάρχουν πια πάθη, φόβοι, μίση, μνησικακίες, εγωισμοί, ιδιοτελείς επιδιώ ξεις. Ο αναγεννησιακός Πρόσπερος έχει κατα κτή σει την «απάθεια» των Σ τω ικώ ν, την ((αταραξία» του Δημόκριτου, αλ λά και την «αυτάρκεια» των Κυνικών, των Σ τω ικώ ν, του Σωκράτη. Κ ι ακόμα, ξέρει -έ μ α θ ε - π ω ς η πιο μεγάλη δύναμη του ανθρώπου είναι η σιν/γνώμη και η ευποιία. Προχωρεί πέρα α π ’ την επιείκεια, που είχε δια κηρύξει η Ισαβέλλα και είχε εφαρμόσει ο ομόλογός του (Δούκας κι εκείνος) στο Με το ίδιο μέτρο:11 στην άφεση, σ τη συχώρεση των αδικητών του. Ήδη στον Κνμβελίνο, ο Πόστουμος είχε πει στον σατανικό Ιάκιμο: Μη γονατίζεις σ’ εμένα! Η δύναμή μου, τώρα, απάνω σου είναι: να σου χαριστώ· η εκδίκησή μου: να σε σνχωρέσω. (V, 5, 417)13 13. Βλ. πιο πάνω, σελ. 243. 312 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ. ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η Simlala M alhar, Μ ιράντα, κ αι ο Sotigui K ouyate, Προσπερος. Σκηνοθεσίο. Peter B rook, Π α ρ ίσ ι, 1991. Και η κατάληξη του αμέσω ς προηγούμενου α π’ την Τρικυμία έργου, του Χει/κονιάτικον παραμυθιού, είναι η συγγνώμη. Ο ΓΙρόσπερος, αντί να κατα στρέψει -ό π ω ς ευκολότατα μπορούσε- όσους τον αδίκησαν, τους συγχωρεί, τους ((συνεφέρνει», τους βοηθά να «ξαναβρούν τον εαυτό τους». 4 Και η «υ ποθήκη» του στον Άριελ είναι: πράξη σπάνια είναι ... να κάμεις το κ α λ ό , κι όχι να εγδικηθείς. (V, 1, 27) Και αυτό δεν είναι συμβατική ηθικολογία αλλά πράξη. Σ ε λίγο, θα κάνει το τελευταίο βήμα: όταν με τα μάγια του έχει αποκα- ταστήσει τη δικαιοσύνη και την αρμονία, θ’ απαρντβεί τα μάγια του τα ίδια. Έ χει πια κατακτήσει την τέλεια ωριμότητα, όπου ο άνθρωπος είναι ((πλήρης καθ’ εαυτόν».14 14. «(Βρήκαμε) ολοι μας τους εαυτούς, που κανείς δεν ήτανε / στον εαυτό τον», λέει ο Γ κον- ζάλος («... ivhen no man was his ow n»), V, 1, 213. ΤΟ « Χ Α Ι Ρ Ε » ΤΗΣ ΜΑ Γ Ε Ι Α Σ 3 13 Ο A d ria n Schiller, Τρίνκονλος, ο Scott H a n d y , Άριελ, ο R obert Gletiister, Κ άλιμπαν, x m ο B a rry S ta n to n , Στέφανος. Στράτφοριη, 1998. Κ ι εδώ ο Πρόσπερος σμίγει με τον Σαίξπηρ, ο φανταστικός «μάγος» με τον μάγο ποιητή. Ό π ω ς ο εξόριστος δούκας με το ραβδί του, είχε και ο Σ α ίξ πηρ, με την ποίησή του, πλάσει έναν κόσμο όπου η ομορφιά συναντιόταν με την ασχήμ.ια, η αγνότητα με τη λαγνεία, ο έρωτας με το μίσος, το πάθος με τον στοχασμό, το αίσθημα με τη φύση. Έναν κόσμο εξαίσιο και ερεβώ δη μαζί. Έναν μεγεθυντικό καθρέφτη, όπου διασταυρώνονταν η λάμψη και ο ζόφος του ανθρώπου, οι υπερβάσεις του πότε προς την Η ώ και π ότε προς τον Εωσφόρο. Και τώρα, αφού πέρασε όλες τις γελα στές ακρογιαλιές κι ό λες τις ανταριασμένες θάλασσες, γαληνεμένος πια, νηφάλιος, καταλύει, με το στόμα του Πρόσπερου, μόνος του τη δύναμή του. 3*4 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Μα τούτη τη σκληρή μαγεία εδώ τψ απαρνιέμαι (...) θα σπάσω το ραβδί μου, θα το θάψο κάμποσες οργιές στη γη, και πιο βαθειά κι απ' όσο πήγε ποτέ βολίδι, θα βουλιάξω το βιβλίο /ων. (V , % 51, 54) Ο μεγάλος χορός τη ς διονυσιακής δημιουργίας έχει φτάσει πια στο τέρ μα του: Τα γλέντια μας τέλεκοσαν τώρα: Τοιποι (οι θεατρίνοι) που έπαιζαν, (...) όλοι ήταν πνεύματα και λιχοσανε, γίνανε αέρας διάφανος’... (V , 4 , 148) Ο Πρόσπερος-Σαίξπηρ θάβει το ραβδί του και το βιβλίο του, διαλύει τον άυλο θίασό του, δίνει τέλος στα θεατρικά γλέντια του (Revels),1, επειδή νιά)- θει π ω ς ολοκλήρωσε το έργο του (θεατρικού) πλάστη, π ω ς δεν έχει να δη μιουργήσει τίπ ο τ' άλλο πια. Σ το τέλος, ο Σαίξπηρ φτάνει στο ακρότατο συμπέρασμα: είμαστε απ’ τιμ υλί; ... πον ’ναι φτιαγμάνα τα όνειρα’ και τη ζωούλα μας τψ περιβάλλει ολόγυρα ύπνος. (IV , 1, 156) Έ τ σ ι, ο «κόσμος» του -κ ι εκείνος που οραματιζόταν, κι αυτός όπου ζού- σε, κι αυτός που υπήρχε, κι εκείνος που θα ’ρχόταν- δεν ήταν παρά ό ν ε ιρ ο . Σ το τέρμα τη ς ζωής του, ύστερα από την εναγώνια πάλη του με την ύλη και τον νου, ο Σαίξπηρ φτάνει στην ίδια «σοφία» με τον ΠίνδαρΑ: «Τίλ δε τ ις ; τ ις δ’ ο ϋ τ ις ; σ κ ιά ς ό ν α ρ ά ν θ ρ ω π ο ς » , * στην ίδια κατάληξη με τον Σοφοκλή: «Ό ρώ γαρ ημάς ούδεν ό ν τ α ς ά λ λ ο πλήν αόω/Υ όσοι περ ζω μεν, η κουφ ήν , 17 σ κ ι ά ν » . 1567 15. Για την θεατρική έννοια της λέξης Revels, βλ. πιο κάτω, Παράρτημα Α', σελ. 350. 16. «Ο καθείς μας τι είναι τάχα, τι δεν είναι; Ονειρόψασμα ενός ίσκιον είν ο άνθρωπος», Η ' Π υ θιονίκης, 181, μετάφραση Παν, Λεκατσά. 17. «Βλέπω τνος εμείς οι άνθρωποι τίπαπ’ άλλο δεν εί/.ιαστε παρά φαντάσματα κι ίσκιος πετούμε νος», Α ίας, 125, μετάφραση Παν. Λορεντζάτου. Πρβλ. με τον μονόλογο του Μάκβεθ (V, 5 ,1 9 ). ΤΟ « Χ Α Ι Ρ Ε » ΤΗΣ ΜΑ Γ Ε Ι Α Σ 3 *5 Τ ο τ ε λ ε υ τ α ίο α π ’ τ α μ ε γ ά λ α δ ρ α μ α τικ ά ο ρά μ α τα του Σ α ίξ π η ρ τ ε λ ε ιώ ν ε ι μ ε τη ν ε π ίγ ν ω σ η τ η ς φ ευ γ α λ έα ς φ ύ σ η ς του ανθρούπου. Μ α η ε π ίγ ν ω σ η τ ο ύ τ η δεν ο δ η γ εί σ τ η ν α π αισ ιοδοξία . Ί σ α ίσα, λυτρώ νει τον π ο ιη τ ή , λυτρώ νει και το υ ς ή ρ ω ές το υ . « Ό ν ειρ ο » οι ά ν θρ ω π ο ι, μ έ σ α σ τ ’ όνειρο βρίσκουν τ η ν ε λ ε υ θερία το υ ς. Ο ι νέοι λευ τερ ώ ν ο ν τα ι μ έ σ α σ τ όνειρο του έ ρ ω τ α , τ ο αγαθό π ν ε ύ μ α (Ά ρ ιε λ ) λ ευ τ ε ρ ώ ν ε τ α ι α π ’ τ ο χ ρ έο ς , τ ο μοχθηρό π ν εύ μ α (Κ ά λ ιμ π α ν ) λ ε υ τ ερ ώ ν ετα ι α π ’ τη ν κ α κ ία , οι φιλόδοξοι α π ’ τ α μ ά τα ια π ά θ η , ο μ ά γ ο ς Π ρ ό - σ π ερ ο ς α π ’ τη ν ίδια το υ τ η μ α γ ε ία , ο π ο ιη τ ή ς α π ’ τη ν ίδια το υ τ η ν τ έ χ ν η . Α π α λ λ α γ μ έν ο ι α π ’ τ ο χ ω μ α τ έ ν ιο βάρος το υ ς, είναι ελεύ θ ερ ο ι π ια να χαθούν, « π ν ε ύ μ α τ α κ α ι σ κ ιέ ς μ όνο», μ έ σ α σ τ όνειρο, που είναι η μ εγ ά λ η π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α . 9. Ο Λ Α Ο Σ 1 The beast with many heads,.. |Κ τψ ος πολυκέφαλο...) IΚοριολανός, IV , 1, 2) Expose thyself [p o m p ] to feel what wretches feel. (Γυμνώσου [μ εγ α λ είο ] κι έβγα να νιώσεις ό,τι νιώθουν οι κακόμοιροι.) (Βασιλιάς Ληρ, III, 4, 33) They have pardons, being asked, as free As words to little purpose. ( Τόσο πρόχειρη έχουν τ?] συγγνώμη άμα τους τη ζητάς, όσο την κοιόφια φλυαρία.) ( Κοριολανός, III, 2, 88) « Μ ι σ ό δ η μ ο ς » -εχ θ ρ ό ς το υ λ α ο ύ - ή π ερίπ ου χα ρα κτη ρ ίζετα ι, α π ό π ο λλο ύ ς ο Σ α ίξ π η ρ . Ε π ε ιδ ή σ ε π ο λ λ ά έ ργα τ ο υ ..ε ν ώ υμ νείτα ι η ιεραρχία, η τ ά ξ η , η μ ο να ρχία ,12 κ α τ η γ ο ρ είτ α ι π α ρ ά λ λη λ α ο α π λό ς λ α ό ς, τ ο ((π λ ή θος» ο ((όχλος», π ο υ , ε ξ ορισμού, β ρ ίσ κ ετ α ι σ τ η ς ιεραρχίας τ ο κ α τ ώ τ α τ ο σ κ α λ ί, π ου « α π ει- λ εί τη ν τ ά ξ η » , που είναι ((άναρχος, α σ τ ό χ α σ τ ο ς , ά σ τ α τ ο ς » κ α ι τ α παρόμοια. Τ ο δ ίχ ω ς ά λλ ο , σ τ α σ α ιξπ η ρ ικ ά έργα υπάρχουν π ολλοί υ β ρ ισ τικ ο ί χα ρα κ τη ρ ισ μ ο ί γ ια τον λαό: «Τέρας κουτό με αμέτρητα κεφάλια., το πάντοτε παράφω νο και ταραγμένο πλήθος», τον α π ο κ α λ εί η Φ ή μ η σ τον Ερρίκο Δ ' ( Β ' Μ έρ ο ς, Π ρόλογος, 19). Τ ο ίδιο, β έβ α ια , κ ι ο λ υ σ σ α λ έα μ ισ ό δ η μ ο ς Κοριολανός: «Κτή νος πολυκέφαλο/>, IV , 1, 2, II, 3 , 16 κ τ λ .) , που π ρ έ π ε ι «να τον ξεριζώσουψ τη 1. Βλ. COLERIDGE (διάλεξη 6.2.1818), BAGEHOT (1853), STIRLING (1949), E C K H O FF (1954), MORTON σε R e c h e r c h e s In te rn a tio n a le s (1964), HUMPHREYS (1968), WEINMANN (1978), PATTERSON (1989), BLOOM (1998). 2. Βλ. πιο πάνω, σελ. 11. Ο ΛΑΟΣ 3' 7 γλώσσα τη μυριόστομη» (III, 1, 15 5 ). Ο Ριχάρδος Β ' ονομάζει περιφρονητικά τους υπηκόους του « σκλάβους» {slaves) (I, 4, 27). Μ ε καταφρόνια (ή με πα ράπονο) μιλάει κι ο «εθνικός ήρωας» Ερρίκος Ε 'γ ια τους «δούλους» και τους « χοντροκέφαλους χωριάτες», που δεν υποψιάζονται πόσο άγρυπνά ο βασιλιάς «τους» για να υπερασπιστεί τη χώρα και να εξασφαλίσει την ειρήνη, α π’ ό που εκείνοι «επωφελούνται περισσότερο α π ’ αυτόν» (IV , 1, 267). Γ ια τον πρίγκι πα τη ς Λραγόνας, το πλήθος είναι ένας «παλαβός σωρός», που δεν ξέρει να κρί νει παρά μόνο α π ’ τα φαινόμενα (Έμπορος της Βενετίας, II, 9, 25). Ο βασι λιάς Κλαύδιος δυσφορεί, επειδή τον Ά μ λ ετ «τον έχει σ τ ψ καρδιά τον ο ΟοΜο μένος όχλος («distracted m ultitude») , / που αγαπάει όχι με, το νον, μα με τα μ ά τια» (Άμλετ, IV , 3, 4 ). Και φυσικά, αυτός ο «όχλος» είναι άστατος και παλίμβουλος'. Στον Ιούλιο Καίσαρα, ο ρωμαϊκός λαός, που επευφημούσε τους δολοφόνους του δορυκτή- τορα, μεταστρέφεται σε διώκτη τους μετά-τον δημαγωγικό λόγο του Μάρκου Αντώνιου στην Αγορά (III, 2, 7 ί). Ο ίδιος ο Αντώνιος, μόλο που επωφελή θηκε α π ’ αυτή την ((λαϊκή ελαφρότητα» (και γλύτω σε τη ζωή του), θα τον χαρακτηρίσει « ο άστατος λαός μας , που η αγάπη του δεν περιβάλλει αυτούς που την αξίζουν» (Αντώνιος και Κλεοπάτρα, I, 2, 180). Τα ίδια, και οξύτερα, θα πει κι ο αντίπαλός του Οκτάβιος: « Η μάζα του λαού . /σαν φύκι παρασιτικό στη ρε ματιά, /λυγάει μπρος πίσω, τον άστατου νερού λακές. /ω ς να σαπίσει α π ’ το στρο βίλιαμα», (ό.π., I, 4, 44). Και, αυτονόητα, ο Κοριολανός θα υπερθεματίσει για τους « άστατους βρομερούς πολλούς» (III, 1, 66). Ακόμα κι ο λαϊκός επαναστά τη ς Jack Cade θα π ει: «ΦνσήίΤηκε ποτέ φτερό έτσι ανάλαφρα πέρα δώθε σαν ετσύ το το πληθοε:» (των οπαδών του, που αυτομόλησε στους ευγενείς, Ερρίκος ΣΤ', Β Μέρος, II, 8, 50).3 Α λλης τάξης επιχείρημα προσφέρει στους ((αντιλαϊκούς» η «κατήχηση» 3. Η αποστροφή για το πλήθος και η παρομοίωσή του με πολυκέφαλο και άστατο ζώο ανατρέχει, προπάντων, στον ΠΛΑΤΩΝΑ και τον ΟΡΑΤΙΟ. Ο πρώτος αποκαλούσε το πλή θος: «ένα μεγάλο και δυνατό κ α ι καλοθρεμ.ένο (!) ζώο (...) ένα μ εγάλο ζώο» [«Θ ρύμμα μ ύγα και ισχυρόν τρεώ όμ εν ον (...) μ ύγα ζω ον], Π ολιτεία, Σ Τ , 493 a -c . Ο δεύτερος μιλούσε για «aura p apillaris» (λαϊκή αύρα - άστατο πλήθος) και δήλωνε απερίφραστα: «Μ ισώ τον βέβηλο όχλο και τον αποδιιόχνω» (« O di profan um outgo et arceon), Ωδές, III, 1, 1 και III, 2, 20. Στην ανα γεννησιακή λογοτεχνία, επίσης, ήταν συνηθισμένη η παρομοίωση του πλήθους με πολυκέ φαλο ζώο. Β λ., λ.χ., το ποίημα Septem ber του κορυφαίου ποιητή E d m u n d SPEN CER, που η ποιητική του είχε επηρεάσει τον νεαρό Σαίξπηρ' εκεί ένας εκπρόσωπος του λαού δια μαρτύρεται επειδή οι διεφθαρμένοι και άπληστοι κληρικοί ονομάζουν τον λαό « M onster of m any h eads», T he Shepheardes C alendar, 1579 και 1591. 3*8 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Γ Σ I VΣ του Ά μ λ ετ στους θεατρίνους, όταν φτάνουν στην Ελσινόρη, Σ την αρχή, θυ μάται, ένα καλό έργο που δεν π έτυχε επειδή «δεν ήταν για τα γούστα των rrολ λών, ήταν χαβιάρι για τη μάζα» («caviar to the general» , II, 2, 425). Έ π ειτα , κα κίζει τους καμποτίνους που «χτυπιούνται από το πάθος... για να τρυπάνε τ αι τιά της γαλαρίας («groundlings» ) , 456 που οι περισσότεροι θαμώνες της τίποτα δεν καταλαβαίνουν έξω από ηλίθια ποζαρίσματα («dumb shows» ) 1 κι αγριοφο/νάρε; (III, 2, 10). Η υπερβολή ή η αδεξιότητα των καμποτίνων -σ υ ν εχ ίζει- «προ καλείστους άξεστους («unskillful») το γέλιο, (αλλά) στους εκλεκτούς («judicious». έμπειρους, γνωστικούς) φέρνει μονάχα θλίψ). Κι avrr'w τατν τελευταίων η κρίσι θα πρέπει σ τ ψ εκτίμησή σας (των ηθοποιών) να βαραίνει παραπάνω κι από era θέατρο γεμάτο α π ’ τους άλλους» (III, 2, 25).ϋ Α π ’ αυτή την κριτική παραίνεση του Αανού πρίγκιπα, οι «αντιλαϊκοί» συμπεραίνουν μια γενικότερη περιφρό νηση του ποιητή για το ((άξεστο και χαζό πλήθος». Το πιο βαρύγδουπο, ίσως, όπλο τους οι υποστηρικτές τη ς «αντιλαϊκόττ- τας» του Σαίξπηρ το αλιεύουν από την εξέγερση των χωρικών του 1450, με αρχηγό τον Jack Cade, που ιστορεί ο ποιητής στο Β ' Μέρος του Ερρίκον Σ Τ ' (IV, σκηνές 2, 7, 8, 10). Ε κ εί οι επαναστάτες εικονίζονται σαν αγροίκοι και άγριοι, εχθροί του νόμου, τη ς δικαιοσύνης, τη ς τάξης, αλλά και τη ς παιδείας, σαν «όχλος» που πεινάει για ψωμί, αλλά και διψάει για αίμα. Θ α επαναλάβουμε, ωσχόσιή ό,τι παρατηρήσαμε και πιο πάνω :7 τους μύ δρους κατά του λαού εκτινάξουν τα ίδια (ή ανάλογα) π ρόσω π α π ου εξαιρούν τ ψ ιεραρχία, τ ψ τ ά ξ η κ τ λ .: βασιλιάδες, άρχοντες, αρχιεπίσκοποι και άλλοι φορείς εξουσίας - πρόσωπα που έχουν κάθε συμφέρον να τηρείται η «καθεστηκυία τάξις» και κάθε λόγο να φοβούνται τις κοινωνικές αναταράξεις και τις λαϊ κές εξεγέρσεις. 4. ((G roundlings»: θεατές τ η ς π λατείας, επειδή εκεί στεκόταν το λαϊκότερο, φ τω χότε ρο κοινό. Έ τ σ ι , groundlings έφ τασε να σημαίνει ((άξεστος, αμόρφωτος» Α ν τίθ ετα , σ ή μ ε ρα, τα φτηνότερα εισιτήρια είναι του εξ ώ σ τη , τη ς γαλαρίας. 5. «D um b sh o w »: σ τα παλιότερα ελισαβετιανά έργα λεγόταν έτσι η παντομίμα που προλόγιζε την κυρίως π αράσταση, δίνοντας με βουβή μιμική την περίληψη και το ((νόημα)) του έργου - όποις στην παράσταση που θα οργανώσει σε λίγο ο Α μ λ ε τ . 6. Ο Α μ λ ε τ συναντιέται εδώ με τον δραματικό π οιη τή ΑΓΑΘΩΝΑ (του πλατωνικού Σ υ μ π οσίου), που, μιλώντας κι εκ είν ο ς γιοι τις θεατρικές π αραστάσεις, λέει ότι «όι ένα φρόνι μ α 1άνθρωπον (και, ειδικά, δραματουργό), ολίγα π ρόσω πα μ ε κρίσιν εμπνέουν μεγαλντερον φόβον π αρά πλήθος άκριτοι» (((... νοΰν εχοντι. ο λ ίγ ο ι εμ φ ρονες π ο λ λ ώ ν ά φ ρ όν ω ν φ ο β ε ρ ό τ ε ρ ο ι » , 194 Β, μετάφραση I. Συκουτρή, Α καδημία Α θηνών, 1934). 7. Β λ . σελ. 61. Ο ΛΑΟΣ 3 19 Σ τ α χ ω ρ ία που π α ρ α θ έσ α μ ε π ιο π ά ν ω , τ ι ς ιερ εμ ιά δ ες κ α τ ά το υ «όχλου» εξαπολύουν διάφοροι ((μ εγ ά λ ο ι» , που (οι π ερ ισ σ ό τερ ο ι) κ ά θ ε ά λλο πα ρά « ά - μ ω μ ο ι» είναι. Ό π ω ς ο Ρ ιχά ρ δ ος Β ', που ε ίχ ε ν τρ ο π ιά σ ει κ α ι κ α τ α σ τρ έψ ει τ η χ ώ ρ α το υ , ο Κ λ α ύ δ ιο ς, β α σ ιλιά ς ε λ έ ω δολοφονίας κ α ι σ φ ετ ερ ισ μ ο ύ , π ρ ά γ μ α που δ ικ α ιώ ν ει τη ν α γ ά π η του λαού γ ια τον Ά μ λ ε τ . Ή ο π α τρ ίκ ιο ς Μ άρκος Α ν τώ ν ιο ς, π ο υ , μ ά λ ισ τ α , α υ το ειρ ω ν εύ ετα ι ά θ ελ ά το υ , μ ια κ α ι ο λα ός π ρ ο τ ί μ η σ ε αυτόν α ν τί του άξιου Β ρ ούτου. Σ ε ανάλογη α υ το ειρ ω ν εία π α γ ιδ εύ ετ α ι κ ι ο Α ρ α γο ν έζος π ρ ίγ κ ιπ α ς , αφού ο ίδιος ά κρ ιτα δ ια λ έγ ει τ ο ((λάθος κ ο υ τ ί» κ ι έ τ σ ι χά ν ει τη ν Π ό ρ τσ ια . Κ α ι π ά ν ω α π ’ όλους, ο υ π ερφ ία λο ς, υ π ε ρ -π α τ ρ ί- κ ιο ς, υ π ε ρ π α τ ρ ιώ τ η ς Κοριολανός, που ο ρ έγ ετα ι να αφ α νίσει τον ρ ω μ α ϊκ ό ((ό χλο)) κ α ι, τ ε λ ικ ά , α φ α ν ίζετα ι γ ι ’ α υ τό . Ο Ε ρ ρ ίκ ο ς Ε ', που ελεειν ο λο γ εί (ή μ α κ α ρ ίζει) το υ ς « χ ω ρ ιά τ ε ς » ε π ειδ ή α γνοούν τ ι ς β α σ ιλ ικ ές έ γ ν ο ιε ς , α π ο σ ιω π ά π ω ς οι ((χ ω ρ ιά τες» είναι εκείν ο ι που μοχθούν, φορολογούνται, δυνα στεύοντα ι κ α ι, π ρ ο π ά ν τω ν , σ τ ρ α τεύ ο ν τα ι σ το υ ς β α σ ιλικούς π ο λ έμ ο υ ς κ α ι σ κ ο τώ ν ο ν τ α ι, εν ώ τ η δόξα κ α ι τ α κέρ δ η τ α καρ- π ο ύ ν τα ι οι η γ εμ ό ν ες το υ ς. Κ ι αν ο λαός είναι ά σ τ α τ ο ς , πολύ π ια καταστροφ ικά άστατοι είναι συχνά οι βα- σιλάρχσντες, που α π ό ω μ ή ιδ ιοτέλεια / μ ετα π η δ ού ν σ τ ο α ν τίπ α λο σ τ ρ α τό π εδ ο ή κ α ι προδίνουν φ ίλους, σ υ γ γ ε ν ε ίς , σ υ μ μ ά χ ο υ ς, α κόμ α κ α ι τη ν πα τρίδα το υ ς. Τ α ισ το ρ ικ ά δρ ά μ α τα κ α ι οι τ ρ α γ ω δ ίε ς το υ Σ α ίξ π η ρ καταγράφ ουν τ ο βαρυ- φ ο ρ τω μ έν ο μ η τρ ώ ο το υ ς. Ό σ ο γ ια τη ν Φ ή μ η που π ρολογίζει τον Ερρίκο Δ η ίδια α υ το π ερ ιγ ρ ά φ ετα ι ω ς μ υ ρ ιό γ λ ω σ σ η - έ τ σ ι είναι ν τυ μ έν η , ά λ λ ω σ τ ε - υπ οκρίτρια, δια δοσίας, ψ ευ- δολόγα, «κινδυνολόγα»: ένα ς μ ά ρ τυ ρ α ς, λοιπόν, κ ά θ ε ά λλο π α ρά « υ π ερ ά ν ω υπ ο ψ ία ς». • Π ρ ίγ κ ιπ α ς-δ ιά δ ο χ ο ς του θρόνου, μ ά λ ισ τ α - κ ι ο Α μ λ ε τ . Α λ λ ά η δική το υ π ε ρ ίπ τ ω σ η είναι πολύ δ ια φ ορ ετικ ή : α ) Δ ε ν μ ιλ ά ει σαν ιδ ιοτελ ή ς φ ορέας εξο υ σ ία ς, α λ λ ά ω ς ανυστερόβουλος « αισθητικός » , ω ς « τ ε χ ν ο κ ρ ίτ η ς » , σ κ η ν ο θ έ τ η ς , σ υ γ γ ρ α φ έα ς α κό μ α , β) Δ ε ν α να φ έρετα ι σ τον λαό γ ε ν ικ ά , α λ λ ά σ τ ο υ ς ακαλλιέργητους θεατές. Κ α ι π ά λ ι, όχι σ ε όλους, α λ λ ά σ τ ο υ ς «περισσότερους». Τ έ τ ο ιο ι, ά λ λ ω σ τ ε , μ π ο ρ εί να υπάρχουν κ α ι σ τ α θ εω ρ εία τ ω ν « ε υ γ ε ν ώ ν » και τω ν α σ τώ ν , γ ) Ο δ ια χ ω ρισ μ ό ς ((ά ξ εσ τ ω ν » κ α ι « γ ν ω σ τ ικ ώ ν » (in g e n u o u s ) δεν γ ίν ετ α ι μ ε κριτήρια τ α ξ ικ ά α λ λ ά παιδευτικ ά (α μ ά θ εια τ ω ν π ρ ώ τ ω ν , γ ν ώ σ η τω ν δ εύ τερ ω ν ). Α λ λ ω σ τ ε , π ολλοί α π ’ το υ ς λ ο γ ο τ έχ ν ες κ α ι δραματουργούς 8 8. Π ρβλ. ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ, ((Els έμο\ μ ν ρ ιο ι , έα ν α ρ ισ τ ο ς f]» ( « Γ ι α μένα, ο ένας ιαοόυναμεί μ ε χιλιάδες, αν είναι άριστος», απόσπ . 49). 3 2° Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ ΟΥ Σ Ι ΑΣ τ η ς ε π ο χ ή ς τ ο υ Α κ α ι κ ά θ ε ε π ο χ ή ς - προέρχονταν α π ’ τ ι ς λ α ϊκ έ ς τ ά ξ ε ις Δ ε ν α π ο σ κ ο π ε ί να π ρ ο σ τ α τ ε ύ σ ε ι μ ια εξου σ ία ή μ ια τ ά ξ η α λ λ ά τη ν σ κ ψ ιχ ή τάχη/, ε ) Τ ο σ π ο υ δ α ιό τερ ο , όταν δεν μ ιλ ά ει « τ ε χ ν ο κ ρ ιτ ικ ά » , α λ λ ά φ ιλ ο σ ο φ ι κ ά -π ο λ ιτ ικ ά , σαρκάζει τους «μεγάλους» κ ά θ ε καιρού κ α ι τό π ο υ κ ι εξομ οιώ νε β α σ ιλιά δ ες κ α ι ζη τιά ν ο υς, π ου κοινή το υ ς κ α τ ά λ η ξη είναι λ ίγ η σκόνη στ Τ α μόνα π ρ ό σ ω π α μ ε τ α οποία σ υ ζ η τ ά ε ι ανοιχτά κ α ι νηφάλια είναι ο Ο ράτιος (ο φ τ ω χ ό ς 9101112σ υ μ φ ο ιτ η τ ή ς τ ο υ ), ο Α 'Η θ ο π ο ιό ς κ α ι ο Ν εκ ρ ο θ ά φ τ η ς, λαϊκοί φυ σ ικ ά . Ο διάλογος, μ ά λ ισ τ α , μ ε τον τ ε λ ευ τ α ίο γ ίν ετ α ι σ ε κορυφαία σ τ ιγ μ ή (κη δεία Ο φ η λ ία ς) κ α ι σ ε σ η μ α δ ια κ ό τ ό π ο (τ ο ν εκ ρ ο τα φ είο , όπου θα κ α τ α λ ή ξ ει σ ε λίγο κ ι ο ίδιος). Ε κ ε ί , τ α μ ε γ α λ ε ία ξ εγ υ μ ν ώ ν ο ν τα ι, οι μύθοι α π ο μ υ θ εύ ο - ν τα ι, οι τ ά ξ ε ι ς ισ ο π εδ ώ ν ο ν τα ι, η α λαζονεία κ α τ α β ρ ο χ θ ίζ ετα ι α π ’ τ α σκο υ λή κ ια . Κ ι οι « λ α ϊκ ο ί» α π οδ είχν ον τα ι π ιο δυνατοί α π ’ το υ ς « ισ χ υ ρ ο ύ ς» , αφού ε κείνοι θάβουν ετο ύ το υ ς. • Τ έ λ ο ς , η π ε ρ ίπ τ ω σ η τ η ς ε ξ έ γ ε ρ σ η ς το υ 1450 ( τ η ς ((ε ξ έ γ ε ρ σ η ς το υ Jack Cade») είναι ιδ ιό τυ π η : α ) Τ ο έργο είναι τ ο π ρ ώ τ ο του Σ α ίξ π η ρ κ α ι γ ρ ά φ τ η κ ε α μ έσ ω ς μ ε ιά τ ψ λαϊκή εξέγερση τον 1591, που είχ ε τρ ο μ ά ξει το υ ς Ά γ γ λ ο υ ς κ α ι, ειδ ικ ά , τ ο υ ς αν θρ ώ π ο υ ς του θεά τρ ου , ε π ε ιδ ή οι π ο λ έμ ιο ι τ η ς σ κ η ν ή ς (δ η μ ο τ ικ έ ς α ρ χές, π ο υ ριτανοί κ .ά .) συνδ έα νε σ κ ό π ιμ α κ ά θ ε α ν α σ τ ά τ ω σ η μ ε τ α θ έα τρ α , που τ α βά- φ τιζα ν ((ε σ τ ίε ς α ν α τα ρ α χ ή ς» . Κ ι ο ν εο σ σ ό ς Σ α ίξ π η ρ ή τα ν φ υ σ ικό , σ τ α π ρώ τ α του β ή μ α τ α , να π ρ ο σ α ρ μ ό ζετα ι σ τ ο π ν εύ μ α τ η ς σ τ ιγ μ ή ς κ α ι σ τ ι ς α ν η σ υ χ ίε ς τ ω ν ο μ ο τέχ ν ω ν το υ . β) Τ ο π ρόσκαιρο χά ος που π ρ ο κ α λ εί η ε ξ έ γ ε ρ σ η τ ω ν χ ω ρ ικ ώ ν (Μ ά ιο ς - 9. Ό π ω ς οι δύο μεγαλύτεροι σύγχρονοι του και ομότεχνοί του: ο C h ristop her M arlow e ήταν γιος επ α ρχιώ τη π απ ο υ τσ ή ' ο πατριός του (κοιλάρφανου) B en Jonson ήταν π λινθόκτι σ τη ς. Κ ι ο ίδιος ο Σ α ίξπ η ρ , βέβαια, ήταν γιος επ αρχιώ τη γαντοποιού. Δύο επιγράμματα του ΙΖ αιώνα τον χαρακτηρίζουν «πληβείο» (Plebeian). Ε ν ώ οι νεοκλασικιστές τον κ α τη γορούσαν π ω ς έγραφε για τον «όχλο» (PATTERSON [1989], σελ. 7, 11). 10. Β λ . πιο πάνω, σελ. 171. 11. « Α λ λ η περιουσία δεν έχεις παρά τ ψ γενναία ψυχή σον, να σε τρέφει, να σε ντύνει», του λεει ο Ά μ λ ε τ [III, 2, 55). 12. « Ο μ εγαλύτερος σαιξπηρικός εκπρόσω πος τον ουρανισμού (ο Ά μλετ) είναι πλασμένος έτσι ώ στε όχι μόνο ευνοεί το πλήόος, α λ λ ά έχει ά μ εσ η επαφή μ ε τ η λαϊκή γλευσσα», γράφει ο W EIM ΑΝΝ (1978], σελ. 180. Βλ. και PATTERSON (1989). σελ. 99-100. 13 Βλ. ΕΑΒΥΑΝ (1516), G. K RIEN , T h e E n g l i s h R is in g o f 1 4 5 0 (Στρασβούργο, 1892), J. CLAYTON, T h e T r u e S to ry o f Jack C ade (1909), STIRLING (1949), σελ. 101 επ ., RIBN ER (1957), σελ. 107 επ., BRO CKBANK (1961), σελ. 83 επ., SEN GUPTA (1964), σελ. 24 επ., R E ES E (1961), σελ. 122 επ., 144, 187, PATTERSON (1989), σελ. 38 επ. Ο ΛΑΟΣ 3'2 1 «Ο ι θεατρίνοι αχούνε, τις οδηγίες τ ου Λ μ λ ετ». Λ επ τ ο μ έρ εια α π ό π ίν α κ α τ ου W ladyslaw Czachorski. Ιούνιος 1450) είναι α π ό το κ ο ς κ α ι ((λ επ το μ έρ εια )) του πολύχρονου γενικοί' χάους που επ ικ ρ α το ύ σ ε τ ό τ ε σ τ ο κ ρ ά το ς, όπου διάφοροι ευ γ ε ν ε ίς α μ φ ισβ η τούσα ν τ η ν ο μ ιμ ό τη τα του Ερρίκου ΣΤ' κ ι επ ο φ θα λμ ιο ύ σ α ν τ ο σ τ έ μ μ α . Α λ λ ά κ α ι κ α ρ π ό ς τ η ς γενικής αγανάκτησης γ ια τ ι ς δ ια μ ά χ ες α υ τ έ ς , γ ια τη ν αδυναμία του Θρόνου, γ ια τη ν κ α κ ο δ ιο ίκ η σ η και γ ια τ η διαφθορά τ η ς Α υ λ ή ς. γ ) Τ η ν λ α ϊκ ή ε ξ έ γ ε ρ σ η υποκινεί ο π ιο αρχολάγνος κ α ι α δ ίσ τ α κ τ ο ς δ ιεκ δ ι κ η τ ή ς το υ σ τ έ μ μ α τ ο ς , ο δούκας του Γιορκ (ά ξιο ς π α τ έρ α ς το υ κ α το π ιν ού Ρ ι χάρδου Γ ') , που «ξελόρ/ιασε» τον C a d e κ α ι τον χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ ε σαν «όργανο της πρόθεσής τον» (τον ξ ε σ η κ ω μ ό τ ω ν α γ ρ ο τώ ν ), ώ σ τ ε «να θερίσει ό,τι αυτός ο αονργος θα ’γει σπείρει», ό π ω ς λ έ ε ι -ωμά-© ίδιος (III, 1, 355 ε π .) . 322 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ 8) Είναι αλήθεια π ω ς ο ποιητής παρουσιάζει την εξέγερση και τον C ade με πιο δυσμενή χρώματα παρά το χρονικό του Holirished. «Δανείζεται», μά λιστα, επεισόδια, λόγους κτλ. από την βίαιη εξέγερση του 1381 (επί Ριχάρ δου Β '), όπως εκτελέσεις, οργή κατά τη ς παιδείας κ.ά. Οι επαναστάτες του είναι άξεστοι και «πολιτικά ανώριμοι» -και π ώ ς να μην είναι, ά λλω στε, οι πενόμενοι και αγράμματοι α γρότες;- ενώ η γλώσσα τους γέμει από σολοι κισμούς και «παραλογισμούς». Ω στόσο, ο ποιητής δίνει έμφαση στις δίκαιες κατηγορίες τους κατά των ευγενών, των «μεχαξοντυμενοον σκλάβων» που έχουν αφανίσει τη χώρα, στην αγανάκτηση για την καταπίεση κι εκμετάλλευση των χωρικών {«Σπάνε τη ράχη σας με βάρη...» κτλ.) και για τη διαφθορά τους. {«Είμαι η σκούπα που θα καθαρίσει τ ψ αυλή»), αλλά και στην άρνηση της ταξικής υπεροχής {«Κ ι ο Αδάμ ήταν κηπουρός» (IV 2, 7, 116, 122, IV, 7, 827, IV, 8, 27). ' Ταυτόχρονα, προ βάλλει το ((θολό ουτοπικό πρόγραμμα» του C ade: 5 άρδην ανατροπή τη ς κα θεστηκυίας τάξης {« Είμαστε εμείς εντάξει που είμαστε ολότελα άτακτοι» - «Are we in order when we are most out o f order», IV, 2, 175), γκρέμισμα βασιλιάδων και πριγκίπων, κοινοκτημοσύνη, κατάργηση χρημάτων, αδερφοσύνη, ελευ θερία (IV, 2, 32, 62, 66-68). Στόχοι, που «ανήκουν σε κάθε εποχής αλλά έγιναν σεβαστοί μόνο στσ)> δικό μας καιρό»}1' ε) Αιτία του ((εξωφρενικού» μίσους των επαναστατών κατά, των νομικο'η’ και τιον γραμματισμέναyv (που συνοδεύεται και από εκτέλεση ενός γραμματι κού, IV, 7, 27 επ .) είναι η αίσθηση των χωρικών π ω ς οι νόμοι έχουν γίνει όρ γανο καταπίεσης των λαϊκούν τάξεων και η παιδεία μέσο τύφλωσης και υποδού λωσής τους. (Είναι χαρακτηριστικό π ω ς, το 1391, ο Ριχάρδος Β 'ά σ κ η σ ε «βέ- το» κατά απόφασης του Κοινοβουλίου που κήρυττε παράνομη τη μόρφωση των αγροτών! ή στ) Ο αρχιεπαναστάτης C ade διαγράφεται με ζωηρές πινελιές απ' τον ποιητή: τύπος λαϊκού η γ έτη , φιλόδοξος, δημεγέρτης, έξυπνος, ετοιμόλογος, αλλά και ατρόμητος ω ς το τέλος του («αδάμαστη ψυχή», IV, 10, 62). Π έφτει όμως κι αυτός στο δόκανο της εξουσίας : ενώ ξεσήκω σε τους χωρικούς για ι σότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία, μεθάει α π ’ τη δι'χναμή τον (είχε 40.000 άντρες, νίκησε τους λόρδους και μπήκε στο Λονδίνο) και αυτοχρίζεται «βασιλιάς»,14567 14. Βλ. πιο πάνω , σελ. 88. 15. R E E S E (1961), σελ. 123. 16. Ό .π ., σελ. 125. 17. Ό .π ., σελ. 124, ση μ. 1. Ο ΛΑΟΣ 3'23 με διαθέσεις μικρόν τυράννου πάνω στον λαό «του» —κάτι σαν τον οργουελ- λικό «μεγάλο αδερφό», όπως τον ονομάζει ένας σχολιαστής.18 Α λλά οι ευμενείς είναι καλύτεροί τ ο ν ; Αυτοί δεν χαλκεύουν αΔιάκοπα ανταρ σίες κατά του Ερρίκου; Αυτοί δεν διαταρόζουν ολοένα τ ψ « τάξη»] Αυτοί δεν δτμ μαγωγσόν ασύστολα, δεν «ξεμυαλίζουν» τους επαναστάτες, ποντάροντας στον πατριωτισμό τους κι επισείοντας φανταστικούς κινδύνους εισβολής των Γά λ λων σ τη χώρα;19 Αυτοί δεν αλληλοσκοτώνονται λυσσαλέα σ ’ όλα τα ιστορι κά δράματα, όχι για ψωμί αλλά για εξουσία; Και ο «καλοκάγαθος, ανιδιο τελής, νομοταγής» επαρχιακός ευγενής Ά ιντεν, ενώ λέει π ω ς αποστρέφεται το αίμα και την Αυλή, όχι μόνο σκοτώνει τον Cade, αλλά και τρέχει να κα ταθέσει το κεφάλι του στον βασιλιά, εισπράττει 1.000 κορόνες αμοιβή και δέ χεται μετά χαράς να χρισθεί ιππότης και να γίνει αυλικός (V, 1, 64 επ .). Α π ό τη ν σ α ιξπ η ρ ικ ή ισ τ ό ρ η σ η τ η ς ε ξ έ γ ε ρ σ η ς προβα ίνει ξεκ ά θ α ρ α π ω ς η διαφθορά των αρχόντων δεαποτίζει όλα τ α σ τρ ώ μ α τα των αρχόμενων κ α ι το υ ς ε - ξο>θεί σ τ η ν αναρχία, π ω ς τ α ε γ κ λ ή μ α τ α τ ω ν « μ ε γ ά λ ω ν » κ α τ ά μ εγ ά λ ω ν και μ ικρώ ν γίνονται θρ υα λλίδ ες γ ια ε γ κ λ ή μ α τ α τ ω ν « μ ικ ρ ώ ν » κ α τ ά π ά ν τω ν , ποος ά β υ σ σ ο ς ά νω θεν άβυσσον κ ά τ ω θ ε ν ε π ικ α λ ε ίτ α ι. Α ς σ η μ ε ιω θ ε ί α κό μ α η ριζική διαφορά τ ω ν επ α ν α σ τ α τ ώ ν το υ Ερρίκον ΣΤ' α π ό το υ ς πληβείους τού (κ α τά δ εκ α εφ τά χρόνια νεότερου) Κοριολανσί:’. Ο ι π ρ ώ το ι είναι « γ ρ α φ ικ ο ί», γ κ ρ ο τ έ σ κ ο ι, άναρχοι σ ε σ κ έψ η κ α ι π ρ ά ξη . Α ν τ ίθ ε τ α , οι Ρ ω μ α ίο ι είναι σοβαροί, οργα νω μ ένοι, ο λόγος το υ ς είναι ά ρ τια δια ρθρω μ ένος κ α ι αρθρω μ,ένος, π ε ισ τ ικ ό ς , ανθρούπινος. Κ α ι δεν είναι τυ χα ίο π ω ς ο Κοριο λανός είναι η τ ε λ ε υ τ α ία τρ α γ ω δ ία του π ο ιη τ ή , ο τ ε λ ε υ τ α ίο ς το υ λόγος π ά ν ω σ τ ο θ έμ α το ύ το . Π ο λ ύ π ερ ισ σ ό τερ α -και σ η μ α ν τ ικ ό τ ε ρ α - είναι τ α σ η μ ε ία όπου ο π ο ιη τ ή ς δια τυ π ώ ν ει κρίσεις διαμετρικά αντίθετες μ ε τ ι ς π ρ ο η γ ο ύ μ εν ες. Ο Σ α ίξπ η ρ δεν είχ ε α υ τ α π ά τ ες . Ή ξ ε ρ ε , έ β λ ε π ε π ω ς «ο άνθρωπος είναι λύ κος για τον άνθρωπο»,20 α λλ ά και π ω ς αιτία α υ τ ή ς τ η ς «λυκα νθρω π ία ς» είναι η 18. Ό .π., σελ. 126. 19. Για μυριοστή φορά επαληθεύεται π ω ς «ο πατριω τισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο τα/ν απατεώ νω ν» ( « P a trio tism is the last r e fu g e e o f a s co u n d re l)), D r. Sam uel JOHNSON, σε B o sw ell, L i fe o f J o h n s o n , 7.4.1755. 20. Αυτό τον περιβόητο αφορισμό του 11ΛΑΤΤΟΤ, « H o m o h o m in i lu p u s » (A sin a ria - H κωμωδία. t o w γαϊδάρων, II, 4, 8 6 ), θ’ αναπτύξει, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ, ο T h o m as H O BBES: « Η κ α τά σ τα σ η του άνθρωπον είναι πόλεμος πάντω ν κ α τ ά πάντω ν» ( « B e l - lu m o m n iu m co n tra ornne s n - « W a r o f e v e ry o n e a g a in st e n e r y o n e » , Λ εβιάθαν 1651, Μέρος I, 324 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ Ξ ΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ο αρχηγός τη ς αγροτικ-ης εξέγερση ς τ ο ν 1381 W at T y ler εκ τ ελ είτα ι μτιρος στον δεκατετραχρσνο β ασιλια Ρ ιχάρδο Β'. απληστία κι η αλαζονεία των «μεγάλων» και η φτώχια των «μικριίιν». Εκείνοι είναι λύκοι από αχορτασιά, ετούτοι από στέρηση. Οι Ρωμαίοι πληβείοι εξεγείρονται «όχι απ ό δίψα, για εκδίκηση, αλλά απ ό πείνα για ψωμί» (Κοριολανός, I, 1, 21). Λ ίγ ο πριν α π τ η γ έν ν η σ η του π ο ιη τ ή , ο Jo se p h P on et έδινε, α π λά και γρα φ ικά , τη ν κοινω νική δ ιά σ τ α σ η α υ τ ή ς τ η ς α λλη λο φ α γ ία ς: «Ο πλούσιος κ ατα π ιέζει τον φτω χό κ αι ο φτωχός πασχίζει να καταστρέφ ει τον πλούσιο, για να ’χει α υ τά πον έχει εκείνος. Ο δυνατός καταστρέφ ει τον adirva μο... το μεγάλο ψάρι τρώ ει το μικρό. κι ο αδύναμος προσπαθεί να εκδικηθεί τον δυνατό. Κ ι έτσι, προσπαθοτντας ο ένας να καταστρέφ ει τον άλλον, οφανζονται κ αι οι δ υ ο » Λ κεφ. 4. Αποιτερη πηγή αυτής τη ς «θέ σ η ς » είναι, φυσικά, ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ («Πόλεμο? -πά ν τω ν π α τ ή ρ , π ά ν τ ω ν δε β α σ ίλ ε υ ε » , απόσπ. 53), ο ΙΙΛΑΤΩΝ («Πασαι? π ρ ο ς π ά σ α ς τ ά ς π ό λ εις a e l π ό λ ε μ ο ν ά κ ή ρ υ κ τ ο ν κ α τ ά ώΰσιν eiv a M , Νόμοι. Α', 626 Α) κ.ά. 21. ΡΟΝ ΕΤ (1556). Ο ΛΑΟΣ 3'25 Ανάλογη ((εικόνα» θα χρησιμοποιήσει, μισόν αιώνα αργότερα, ο Σαίξπηρ - αλλά ο ποιητής περιορίζεται να σαρκάσει μόνο το φάγωμα των μικρών α π ’ τους μεγάλους. Στον Περικλή, ένας Ψαράς παρομοιάζει τους «πλουσίους τσι γκούνηδες» με φάλαινες, που «κάνουν μια χαψιά» χιλιάδες μαρίδες. Έ τ σ ι και «οι μεγάλοι τρώνε τους μικρούς... Δ ε σταμ ατάν ε να χάσκουν, αν δεν ρονφτήξονν όλη την ενορία, εκκλησία, καμπαναριό, καμ π άνες κ α ι όλα» (II, 1, 28). Ό π ω ς είναι φυσικό, ο σαιξπηρικός Οδυσσέας, ο υπέρμ.αχος τη ς ιεραρχίας, ρίχνει τα βάρη του αλληλοαφανισμού σ' όσους διαταράσσουν την τάξη των ((με γάλων»; ... ο πόθος [η απληστία: appetite], ο παγκόσμιος λύκος, /χε τη διπλή βοήθεια εξουσίας κ α ι θέλησης, κάνει ταγή τον [λεία του] κ α τ ’ ανάγκη όλο τον κόσμο. ώ σπ ου να φάει, τέλος, κ α ι τον εαυ τό τον. ( Τρωίλος κ α ι Χ ρνσίδα, I, 3, 121) Αντίθετα, ο Δούκας του Όλμπανυ φωνάζει στην βασιλοκόρη Ρεγάνη και στον άντρα τη ς Δούκα τη ς Κορνουάλης πω ς, αν δεν τιμωρηθούν (αυτοί, οι άρχοντες) για τις αγριότητές τους, ... θα φ τάσει η ανθρω πότι (τα ν’ αντοσπαράζεται σαν τον βυθοί5 τ α τέρατα. (Ληρ, IV, 2, 49) Ο Σαίξπηρ, με την «θαυμάσια φιλοσοφική αμερολτηψία τον» (όπως έγραφε ο Coleridge), δεν εξαιρεί τον λαό α π’ αυτόν τον κανόνα τη ς αλληλοσφαγής. Ξ έ ρει όμως π ω ς του λαού οι αγριότητες οφείλονται τόσο στο παράδειγμ α που του δίνουν οι άρχοντες («η εξουσία», ό π ω ς λέει στο πιο πάνω χωρίο ο ίδιος ο Οδυσσέας) που διαμορφώνουν το ήθος του,22 όσο και σ τ ψ κ αταπ ίεση , σ τ ψ a νέχεια κ αι την αμ άθεια τον. Επισημάναμε πολλές φορές πόσο βίαια κι ανελέητα στηλιτεύει ο ποιη τή ς τους βασιλιάδες και τους ευ μ εν είς, που, με τις αρχολαγνείες και τις αλ- ληλοσφαγές τους, αφανίζουν τη χώρα και τον λαό, προκαλούν «πλημμύρες Ορψων στη γη αυτή των θρψαόνΆ (Ριχάρδος Γ\ II, 2, 98) και, τελικά, φτάνει ν’ αμφ ισβητήσει την ((αριστοκρατία» και τα ((μεγάλα ονόματα», ακόμα και τους ίδιους τους θρόνους. 22. Β λ. πιο πάνω, σελ. 38. 326 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Από την άλλη, προβάλλει., σε αντιπαράθεση, τις αρετές κ αι τ α χαρίσματα των απλών ανθρώπαιν. Γέννημα του λαού ο ίδιος, εργάτης μιας κατεξοχήν λαϊ- κής τέχνης όπως το θέατρο, γνώριζε και δραματοποιούσε όσο ελάχιστοι τους παλμούς και τη σκέψη του λαού, τους καημούς και τις οδύνες του, χωρίς ω στόσο ν’ αποκρύβει τα ελαττώματά του. «Κανένας δεν θα μπορούσε να δείξει περισσότερη] συμ π άθεια για τον απλό λαό α π ’ τον Σαίξπηρ, ούτε μεγαλύτερη κ α τα - νόησ?/ για τις αδυναμίες τον», γράφει ο K eeton.2’ Και ο Kettle: «Ο ανθρω πι σμός τον Σαίξπηρ έχει πολύ ξεκάθαρες δτ,μοκρατικές υποδτ.λιάσεις». Πλήθος εί ναι τα λαϊκά πρόσωπά του, που ενσαρκώνουν αυτή του τη «συμπάθεια». Η Παραμάνα, λ .χ ., έχει πολύ περισσότερη κατανόηση και στοργή για την 1ου- λιέττα παρά οι γεννήτορές τη ς. Η ταπεινή Εμίλια του Οθέλλον δείχνει παρ ρησία και ηρωισμό μεγαλύτερου α π’ τους Βενετσιάνους αξιωματικούς, και το πληρώνει με τη ζωή τη ς. Το πιο ενάρετο, ((σοφό» και θαρραλέο πρόσωπο του Τέλος καλό., όλα κ α λ ά είναι η φτω χή ορφανή Ελένη. Ο δούλος Θερσίτης είναι πιο διορατικός α π ’ όλους τους Δαναούς και τους Τρώ ες μαζί κι έχει το κουράγιο να βροντοφωνάζει τις πιο ω μ ές αλήθειες για τον πόλεμο και τον ((έρωτα». Οι απλοί στρα τιώ τες του Ερρίκον Ε (προπάντων, ο —κατά σύμ π τ ώ σ η ;- William) μιλάνε στον βασιλιά, που αγνοούν την ιδιότητά του, με απόλυτη λογική και ειλικρίνεια, αν και είναι έτοιμοι να πολεμήσουν και να σκοτωθούν. Ακόμα και οι μίσθαρνοι φονιάδες του Ριχάρδον 1 ' έχουν περισσό τερη συνείδηση α π ’ τους μεγαλόσχημους «εντολείς» τους. Σ ε τρία, προπάντων, έργα τονίζει ο ποιητής την αγαθότητα και την ε ντιμότητα των απλών ανθρώπων, αντιπαραθέτοντάς την στην κακότητα και την αρπακτικότητα των «ευγενών: Ο ι υπηρέτες στον Ληρ δείχνονται ασύγκριτα πιο σπλαχνικοί, ανθρώπινοι, θαρραλέοι α π’ τους άρχοντες. Ο A Υ π ηρέτης του Γκλόστερ «φρίττει α π ό σπλάχνος» για την κακοποίηση του κυ ρίου του α π ’ την Ρεγάνη, τον υπερασπίζεται, προκαλώντας την κατάπληξή τη ς {«Έ νας χωριάτης θα μον αντισταθεί!», III, 7, 79), σκοτώνει τον άντρα τη ς Δούκα τη ς Κορνουάλης και σκοτώνεται ύπουλα α π’ αυτήν. Ενώ άλλοι υπη ρέτες λύνουν τον τυφλωμένο γέροντα, περιποιούνται τις πληγές του και τον φυγαδεύουν (III, 7 και IV, 2). Ο Γέρος κολλίγας του Γκλόστερ τον σπλαχνί ζεται και γίνεται οδηγός του (IV, 1). Και, φυσικά, του καταρρακωμένου Ληρ σύντροφος, κριτής και μέντορας είναι ένας απλός «Τρελός». Σ το ν προδομένο α π ’ τους φίλους που είχ ε ε υ ερ γ ετ ή σ ε ι Γίμ ω να τον Α θηναίο, 234 23. K EETO N (1967), σ ελ. 242. 24. K E T T L E (1964), σελ. 149. Ο ΛΑΟΣ 3*7 Ο ι (<απείθαρχοι» αγ ρότες τιμοορσύνταν α π ό τους γαιοκτήμσνες-αφ έντες τονς ακ όμ α κ α ι μ ε τνφλωσ-η κ α ι απ οκεφ αλισμ ό. Σ χέδιο σ ε μ εσαιω νικό χειρόγραφό. μονάχα οι υπηρέτες του αλλά κι οι υπηρέτες των «φίλων» του του μένουν π ι στοί, του φέρονται τίμια και σπλαχνικά κι αγανακτούν για την αχαριστία των «κυρίων» (III, 1, III, 3, και 4, IV, 2). «Οι καρδιές μας φορούν ακόμ α τη στολή του Τίμωνα», λέει χαρακτηριστικά ένας α π’ τους πρώτους (IV, 2, 16). Σ τ ο ν Κοριολανό, ο δραματουργός α λλοιώ νει - ό π ω ς ε ίπ α μ ε - ° τον Π λο ύ ταρχο γ ια ν α μ α υ ρ ώ σ ει α κόμ α π ερ ισ σ ό τερ ο τον π α τρίκιο κ α ι να δ ικ α ιώ σ ει το υ ς π λη β είο υ ς. Ό χ ι μόνο ε κ θ έ τ ε ι μ ε α λ λ επ ά λ λ η λ α σ φ υ ρο κ ο π ή μ α τα τ α δίκια του λαού, α λ λ ά κ α ι τον π α ρουσ ιά ζει μεγαλόψ υχο κ α ι σ υ ν α ισ θ η μ α τικ ά ανιδιο τ ε λ ή , πρόθυμο να σ υ χ ω ρ έσ ει το υ ς δ υ ν ά σ τες κ ι α δ ικ η τ έ ς το υ , α λ λ ά κ α ι να δ ώ σ ε ι τη ν ψήφο του στον υ β ρ ισ τή το υ , φ τά ν ει εκ είν ο ς «να του τη ζητήσει φιλικά». Τ α υ τό χρ ον α , ο π ο ιη τ ή ς ε κ θ έ τ ε ι τη ν καταδυνάστευση το υ λαού α π ’ το υ ς ά ρ χο ν τες κ α ι το υ ς π λούσιους, τη ν εκμετάλλευσή του α π ό κείνους κ ι α π ό τ ο ύ το υ ς, τη ν ένδειά το υ - που όλα τον οδηγούν σ τ η ν απόγνω ση κ α ι τη ν εξέγερση. Ο ι επ α ν α σ τ α τ η μ έν ο ι χω ρικοί του π ρ ω τό λ ειο ύ του Ερρίκος Σ Τ ' περιγράφουν 25 25. Β λ . πιο πάνω, σελ. 179 επ. 328 Ο ΠΟΛΙ ΤΙ ΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔΙ Α ΤΗΣ Ε Ξ ΟΥ Σ Ι ΑΣ διεξο δικ ά π ώ ς το υ ς κατατνραιψ άει τ ο « α ρ χ ο ν τ ο λ ό ι» .'υ Κ α ι, δ ε κ α π έ ν τ ε χρόνια α ρ γό τερ α , σ τον Κορωλανό τ η ς ω ρ ιμ ό τ η τ ά ς το υ , οι ε ξ εγ ερ μ έν ο ι πληβείοι διεκ τρα γω δούν, πολύ π ιο π α ρ α σ τα τικ ά κ α ι δ ιεξο δ ικ ά , τη ν εξαθλίωσή τους και την εξαγρίωσή το υ ς α π ό - κ α ι γ ια τ η συμ π εριφ ορά τ ω ν π α τρ ικ ίω ν α π έν α ν τι το υ ς.* Σ τ ο ιχ ίζ ε τ α ι, έ τ σ ι , ο Σ α ίξ π η ρ μ ε τ α « ε π α ν α σ τ α τ ικ ά » π ν εύ μ α τ α τ η ς επο χ ή ς - ό π ω ς ο Thom as More, π ου, σ τ ι ς α ρχές του α ιώ να , όχι μόνο κ α τ α κ ερ α ύ νω νε το υ ς πλούσιους ε π ειδ ή «γδέρνουν ω ς το κόκκαλο » το υ ς ερ γα ζόμ ενους, α λ λ ά κ α ι δ ικ α ίω ν ε τ ι ς λ α ϊκ έ ς ε ξ ε γ έ ρ σ ε ις : «Π οιος είναι πιθανότερο να επ αναστατή σει, π αρ ά αυτός πον είναι δυσαρεστ μένος απ ό τις συνθήκες της τωρινής ζωής τον; Ποιος θα διακατεχόταν απ ό δυ νατότερη ορμή να φέρει τ α πάνω κ ά τω με τ ψ ελπίδα της τιροσωπικής ωφέλειας. ι ι - / / / Tfl π αρα εκείνος που οεν εχει τίποτα, να χάσει;» • Ο π ο ιη τ ή ς δεν δ ισ τ ά ζ ει να στιγμ ατίσει τις κοινωνικές διακρίσεις κ α ι ανισό τητες, θ υ μ ίζο ν τα ς, κ ά θ ε τ ό σ ο , π ω ς οι ά νθρω π οι γ εν ν ή θ η κ α ν ίσοι: Σ τ ο ν λόρ δο Σ τά φ φ ο ρ ν τ, που του μ ιλ ά ει π εριφ ρονητικά επ ειδ ή είναι «κουρέα ς π ροβά τ ω ν » , ο ε π α ν α σ τ ά τ η ς C a d e α π ο κ ρ ίν ετα ι: «Κ ι ο Λ δάμ ήταν κι/πουρός».3 Κ ι ί σ α ίσα , ένα ς Κ η π ο υ ρ ό ς σ τον Ριχάρδο Β', μ ιλ ώ ν τ α ς γ ια τ ο α νθοβ α σ ίλειό το υ , λ έ ε ι: « Σ ε όλα πρέπει ισ ότιμ α /.ιεσα σ το κράτος μας» (χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί χ α ρ α κ τη ρ ι σ τ ικ ά τ η λ έξ η «governm ent»). Κ α ι δίνει εν το λή σ τ ο υ ς βοηθούς το υ να κό βουν το υ ς β λ α σ το ύ ς π ου παραψ ηλώνουν ... για να μ ψ παραπερηφανευτούν α π ’ τονς χυμούς κ αι το αίμα κι α π ό τον πολύ τους πλούτο αντοκαταστραφούν... έ μ μ εσ η αναφορά, βέβαια, στον βασιλιά Ριχάρδο, τον «γ α λα ζοα ίμ α το», που είχε ηδη α υτοκα τα στραφ εί α π ’ τη ν έπ α ρ σ η και τη ν α σ ω τ εία του (III, 4, 36 και 59).2627893031 Γόν π ρ ω τ ό π λ α σ τ ο ((κηπ ουρό» θα θ υ μ η θεί κ ι ο Ν εκ ρ ο θ ά φ τ η ς σ τον Ά μλετ: «Δεν έχει παλιό αρχοντολόι, μονάχα οι περιβολάρτ]δες και οι σκαφτιάδες κρατάνε τ ψ τέχνΐ/ τον Λ δάμ» (V, 1, 27). Ο ίδιος ο Ά μ λ ε τ εξο μ ο ιώ ν ει «τον παχύ βασιλιά και 26. Β λ. πιο πάνω , σελ. 322. 27. Βλ. πιο πάνω , σελ. 181. 28. Βλ. πιο πάνω , σελ. 13. 29. MORE (1516), βιβλίο 1. 30. Βλ. πιο πάνω, σελ. 88. 31. Β λ . πιο πάνω, σελ 92. Ο ΛΑΟΣ 329 τον ισχνό ζητιάνο» ό τα ν πεθάνουν (IV , 3 , 23) και σαρκάζει τον Μεγαλέξανδρο και τον Καίσαρα, που έχουν γίνει σκόνη (V , 1, 1 9 5 ).3 Ο ζωντανός ακόμα Ληρ πίνει το «γιατρικό» τη ς γ ν ώ σ η ς απ' τις συμφο ρές του, νιώθει, επιτέλους, «τι νιώθουν οι κακόμοιροι» και ταυτίζεται μαζί τους (III, 4, 34).' Και ο επ ίσης ξεπεσμένος Γκλόστερ ζητάει α π ’ τους θεούς να κολάσουν τους πλούσιους, να λυγίσουν τους δυνατούς και φτάνει σε απερί φραστη ευχή ισότητας: Έ τσι, σ όλους το περίσσιο να ισο/τοιράζεται κ αι να ’χει το αρκετό του κάθε άνθρωπος. (So distribution should undo excess, And each man have enough.) (IV , 1, 69) Ισότη τα και κοινοκτημοσύνΐι είναι οι κρηπίδες τη ς ιδανικής πολιτείαε που οραματίζεται ο Γκονζάλος στην Τρικυμία. 1 Ό π ω ς -πικρή ισότητα- υπάρ χει και στην κακοτυχία, θα πει το βασιλόπουλο, ο Φλοριζέλ, στο Χειμοηηά τικο παραμύθι: Ύψος κ αι βάθος σ ίτ ε τρίχα τα χωρίζει. (The odds fo r high and lo w ’s alike.) (V , 1, 206) • Η πιο φθαρτική, κοινωνικά και ηθικά, έκφραση τη ς ανισότητας δυνα τών και αδύναμων είναι η ανισότητά τους απέναντι στους (απροσωπόληπτους, υποτίθεται) νόμους κ αι τ ψ (τάχα τυφλή] δικαιοσύιηγ θα πει ο Σαίξπηρ. Στον Ά μλετ, όχι μόνο ο πρίγκιπας καταγγέλλει «τον δυνάστη το άδικο, του νόμου τις αναβολές, της εξουσίας το θράσος» (III, 3 , 5 7 ), αλλά και ο Κλαύδιος μονολογεί: Σ τ α ρεύματα της διαφθοράς τούτον τον κόσμον, μ πορεί της αμαρτίας το χρυσωμένο χέρι να παραπ ετάσι το δίκιο κ αι της παρανομίας τ α λάφυρα συχνά θα δεις να εξαγοράζουνε το νόμο. (III, 3, 57)324 32. Βλ. πιο πάνω, σελ. 171. 33. Βλ. πιο πάνω, σελ. 271. 34. Βλ. πιο πάνω, σελ. 307. 33° Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Κ α ι α π ο τ ε λ ε ί, β έβ α ια , ά κρα ειρ ω ν εία να τ ο λ έ ε ι α υ τό ένα ς π ο λ λ α π λ ά α δ ικ η τ ή ς - α δελφ οκτόνος, μ οιχός, σ φ ε τ ε ρ ισ τ ή ς . Έ ν α ς (ά λ λ ο τ ε] δυ ν α τό ς, ο κ ό μ η ς Γ ’κ λ ό σ τ ε ρ , ((α ν α κ α λ ύ π τ ει» σ τ η ν π τ ώ σ η το υ π ω ς δύναμη κ α ι πλούτη «κάνουν σκλάβους τους τους νόμους» {Αηρ, IV 1, 68). Κ ι ο ( τ έ ω ς ) δυνα τός των δυνα τώ ν, ο Λ η ρ , θα υ π ε ρ θ ε μ α τ ίσ ε ι: Ανάμεσα α π ’ τα τρύπια ρούχα, ξεττροβάλλονν κι οι πιο ψιλές κακίες' φορέματα και γούνες τα κρύβουν όλα. Ντύσε το έγκλημα με θώρακα χρυσάφι, κι έσβησε η σκληρ] τον νόμου λόγχη, χωρίς να το πειράξει. Ντύσ’ το μι κουρέλια, κι ένας τζουτζές μ ’ ένα άχυρο το τρύπησε. (IV, 6, 161)35 Α π ό λ υ τ ο ς η γ εμ ό ν α ς, ο Δ ο ύ κ α ς το υ Με το ίδιο μέτρο ομολογεί π ω ς , συχνά , «η ανώτατεI εξουσία» γίνετοα «γονιός του εγκλήματος» (V, 1, 920). Κ ι ο αδερ φ ός το υ , ο ((α ν ελέη το ς δ ικ α ιο κ ρ ίτη ς» Ά γ γ ε λ ο ς , π α ρ α δ έχ ετα ι π ω ς «κλέφτες δι κάζουν κλέφτες» (II, 5, 22). Τ ο ίδιο κ ι ο Λ ηρ π ο υ , μ έ σ α σ τ ο σοφ ό π α ραλήρη μ ά το υ , φ ω ν ά ζει: «Αλλαξε τους τις θέσεις και. κάτω χέρι - πάνω χέρι, ποιος είναι ο δικαστής, ποιος είναι ο κλέφτης;» (IV, 6, 150). Μ ια α π ’ τ ι ς α μ έ τ ρ η τ ε ς κ α τ η γο ρ ίες τω ν πληβείο)» το υ Κοριολανοί' κ α τ ά τ ω ν π α τρ ικ ίω ν είναι π ω ς ε το ύ το ι «σκαρο'τνονν νόμους για τ ψ τοκο'/λυφία πον προστατεύουν τους τοκογλύφους» και π ω ς «θεσπίζουν όλο και πιο αδίστακτα μέτρα για ν’ αλυσοδένουν και να γονατίζουν τους φτωχούς» (I, 1 , 73). Έ τ σ ι που μοναδική ν έ μ ε σ η μένει η «λαϊκή εξουσία», που ο α ρχιπ α τρίκιος Κ οριολανός « τ ψ είχε για σκουπίδι» κ α ι π ου, τ ώ ρ α , θα τον κ ο λά σ ει «αμείλικτη» (III, 1, 267). Ο ι ανένδοτοι « α ν τ ιλ α 'ικ ισ τ ές» ό μ ω ς τ α π α ρ α β λέπ ουν α υ τά . Μ ετ ρ ιο π α θ έ σ τ ερ ο ς, ο George O rw ell επ ικ ρ ίν ει τη ν « α τ ο λ μ ία » το υ Σ α ίξ π η ρ να β ά ζει τ ις «ανατρεπτικές ή σκεπτικιστικές παρατηρήσεις του» κ α ι τη ν «οξεία κοινωνική κριτική του» μόνο σ τ ο σ τ ό μ α « μπουφόνωι>, κακούργων, τρελχ'αν ή ατόμων πον 35. Πρβλ. με τον νομοθέτη των Επιζεφυρίων Αοκρών της Κάτω Ιταλίας, τον ΖΑ Λ ΕΥ ΚΟ (Ζ αιώνας), που παρομοίαζε τους νόμους με δίχτυ αράχνης: « Ό π ω ς εκεί, αν π έσει καμιά μύγα ή κανένα κουνούπι πιάνεται, ενώ αν π έσει σφι/κα ή μέλισσα το σκίζει και φεύγει, έτσι κ α ι στους νόμους, αν π έσει στη λαβίδα τους κανένας φτοοχος πιάνεται, ενω αν π έσει κανένας πλούσιος ή ισχυ ρός σε λόγο, τσακίζει τ α πλαίσια τον νόμον κ α ι φεύγει ελεύθερα» (ΣΤΟΒΑΙΟΥ, Ανθολογιον, Μ Ε , 25). Ο ΛΑΟΣ 33ΐ προσποιούνται τον άρρωστο ή βρίσκονται σε κ ατάσ ταση βίαιης νστερίας».Λι Αλλά ο συγγραφέας του έξοχου 1984 ανακριβολογεί: Α πό τα αποσπάσματα που παραθέσαμε, καταφαίνεται π ω ς τους αφορισμούς αυτούς τους εκφέρουν όχι μόνο ((τρελοί, παλαβοί και παλιάτσοι», όχι μόνο πληβείοι κι επαναστάτες (που δεν είναι τρελοί ή κωμικοί, βέβαια), αλλά πρόσωπα τη ς «ανώτατης» εξουσίας — βασιλιάδες και πρίγκιπες, «ευγενείς» ή πατρίκιοι. Κ ι έτσι να μην ήταν όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε π ω ς παλαιότατη συ νήθεια του θεάτρου είναι τους πιο σοφούς κ αι σοβαρούς λσ/ους να τους λένε άνθρω ποι «ταπεινοί» (δούλοι στην αττική κωμωδία), καθώς κ αι κωμικοί, «τρελοί», γε~ λοοτοποιοί (clowns, fools, jesters, τζουτζέδες, zanni τη ς Commedia dell’arte κτλ.). Οι δραματουργοί όλων των καιρών εφάρμοσαν (είτε το ήξεραν είτε όχι) τον αρχαίο κανόνα, που είχαν διατυπώσει ο Πλάτων («’Άνευ γελοίων τ α σπου δαία μ αθείν ον δυνατόν») "7 και ο Οράτιος («Γελώ ντας να λες τ ψ αλήθεια» - ((Ridendem dicere oerurtm).3S Η διόρθωση, η θεραπεία των ηθών με το γέλιο («Castigat ridendo mores») ήταν και είναι ο δηλωμένος στόχος πολλών μεγά λων ποιητών, πεζογράφων, κωμωδιογράφων, από τον Αριστοφάνη ω ς τον R a belais, α π ’ τον Μολιέρο ω ς τον Swift, α π ’ τον Beaumarchais ω ς τον Byron, τον Ρο'ίδη και τους νεότερους. Ο ίδιος ο Σαίξπηρ, εξηγώντας γιατί παρεμβάλ λει «τρεις τέσσερις τρισάθλιους σακαράκες» (κωμικούς) στον ((επικό» Ερρίκο Ε\ λέει π ω ς «μέσα α π ’ τη σάτιρα, η αλήθεια θα ττροβάλει» (((... minding true things by what their m ock’ries be», IV, πρόλογος Χορού, 53).3637839 Ό λ α αυτά δεν σημαίνουν π ω ς ο Σαίξπηρ οραματιζόταν ένα δημοκρατικό πολίτευμα για τη χώρα του. Η ίδια η λέξη ((δημοκρατία» -ελά χιστα χρησι μοποιούμενη, ά λ λω σ τε- ισοδυναμούσε τό τε με ((οχλοκρατία», με ((αναρχία», με ό,τι «φευκταίον», δηλαδή. Ακόμα και οι πιο ριζοσπαστικοί συγγραφείς δεν μπορούσαν να διανοηθούν ένα πολίτευμα σαν το αρχαιοελληνικό (ή και το ρωμαϊκό), με κυρίαρχο τον λαό, να συζητάει θεσμικά, να κρίνει και ν απο φασίζει. Η συντριπτική πλειοψηφία του λαού είχε μόνο το ((δικαίωμα» να εργά ζεται και να συντηρεί τους κυβερνήτες τη ς και την υποχρέωση να υπακούει 36. O R W EL L (1957), σ ελ . 116, μετάφραση Στεφανίδη, σελ. 40-41. 37. Νόμοι, 816 a, 5. 38. Σ άτιρες, I, 1, 24, 39. Β λ . Μ. 1ΙΛ Ω ΡΙΤΗ , ((Ένας λαϊκός θρίαμβος: Η βασιλεία των “ ταπεινών” στην πα γκόσμια κω μω δία», σε Της Σ κιμ ή ς και της Τέχνης, Κ αστανιώ της, 1999, σελ. 77-80. 33 2 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙ \Σ και να σωπαίνει. ! Λόγο δημόσιο πάνω στα δημόσια και τα δικά τους προ βλήματα είχαν μόνο όταν εξεγείρονταν για την οικονομική κατάστασή τους και για την εκμετάλλευσή τους α π ’ τους άρχοντες - αλλά κι αυτό το πλή ρωναν πανάκριβα.4041423 Στην εξέγερση που ιστορεί ο Σαίξπηρ στο Β'Μ έρος του Ερρίκον Σ Τ '(Π ρ ά ξη τέταρτη), οι επαναστατημένοι αγρότες κατακρίνουν βίαια και αμφισβητούν το αρχοντολόι, όπως αναφέραμε. 2 Ενώ στον Ριχάρδο Γ ' ένας πολίτης «τολ μάει» να μιλήσει για μια (ουτοπική φυσικά) λαϊκή διακυβέρνηση, που θα γιά τρευε τα έλκη του τόπου. Κι αν ήταν τρόπος για να τους κυβερνήσει αυτούς (τους ευγενείς) κανείς, αντί να κυβερνάνε, τούτη η άρροοστη χώρα θα μπορούσε να ζήσει κ ό π ο ς ήσυχα , όπως τιρώτα. (Π, 3, 29) Σ τα μη αγγλικά έργα του, η φωνή του λαού ακούγεται πιο ελεύθερα. Στον Κοριολανό, όταν ο Α' Συγκλητικός κατηγορεί τον λαό π ω ς «γκρεμίζει και ισοπεδώνει πολιτείες», ο δήμαρχος Σικίνιος αποκρίνεται το «ανήκουστο», ου μην αλλά και αυτονόητο: «Και τι είναι η πολιτεία ; Λεν είναι ο λαός;» (Ill, 1, 199), ταυτίζοντας, δίκαια, τη χώρα με το σύνολο του λαού που την κατοικεί, που μοχθεί και που πληρώνει τις αμαρτίες των αρχόντων. I Ιρωτύτερα, στον Ιούλιο Καίσαρα, ο Βρούτος δίνει ένα «υπόδειγμα» π ο λιτικής δεοντολογίας (που «αθωώνει» ακόμα και το έγκλημα), όταν φτάνει να δολοφονήσει τον «πατέρα» του Καίσαρα «για το γεηκό καλό» (I, 2, 85), «ό χι γιατί αγαπούσε τον Καίσαρα λιγότερο, παρά γ α τ ί αγαπούσε τη Ρώμη περισσό τερο» (III, 2, 31).44 Και πάρα πέρα: ο ποιητής-εκπρόσωπος του αναγεννησιακού πνεύματος εξαιρεί το μέγα αγαθό και δικαίωμα τη ς ελεύθερης σκέψης, βούλησης, έκφρα 40. Ο ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ θα π ε ι’ « Κ αλ α οργανιομένο κράτος είναι εκείνο όπου οι λίγοι βάζουν τους πολλούς να εργάζονται, τρέφονται α π ’ αυτούς, κ α ι τους κυβερ>νσύν»\ 41. Βλ. πιο πάνω , σελ. 29. 42. Βλ. πιο πάνω , σελ. 88. 43. Βλ. πιο πάνω , σελ. 288. 44. Βλ. πιο πάνω , σελ. 144. Ο ΛΑΟΣ 333 σης, δράσης/15 Ο ίδιος ο βασιλιάς Ερρίκος Ε', μιλώντας στους στρατιώ τες «του» πριν α π ’ τη μάχη, τους «δίνει» ελευθερία σκέψης: Αν η αφοσίωση του κάθε υπηκόου ανίμει στο βασιλιά, η ψυχι) του κάθε υπηκόου ανι)κει στον εαυτό του. (IV, ί , 166) Ο Κ εντ διεκδικεί το δικαίωμα να μιλήσει ελεύθερα μπρος σ τη «μωρία του μεγαλείου» (του Αηρ), την αποκλήρωση τη ς Κορντέλιας (I, 1, 148). Κ ι ο Κάσ σιος (που δήλωνε π ω ς «πέτρινοι πύργοι» κτλ. «δεν μπορούν να πνίξουν της ψυ χής τη δύναμη» και π ω ς κάθε σκλάβος «έχει τη δύναμη να λύσει τα δεσμό του», Ιούλιος Καίσαρας I, 3, 93 και I, 3, 101) φωνάζει: Κάλλιο ’χω να μη ζω παρά να ζω με φόβο από ένα τέτοιο πλάσμα (τον Καίσαρα) σαν και τον εαυτό μου. Γεννήθ'ηκα ελεύθερος. (I, 2, 95) Ακόμα κι ο (διόλου συμπτωματικά) απλός Γραφιάς του Ριχάρδου Τ 'λ έ ε ι: Αλί στον κόσμο όπου κανένας πρέπει τέτοιο, κακά σωπαίνοντας να βλέπει. (III, 6, 13) Και για να μη λείψει η κω μική απόχρωση, ο μεθυσμένος Στέφανος τη ς Τρικυμίας θα τραγουδήσει αυτό που ήταν το αίτημα και το επίτευγμα των καιρών: «Λεύτερι/ είναι η σκέψή.» («Thought is free!», Ill, 2, 120). Εν τω οίνω η αλήθεια... Α υτή την ελευθερία κρίσης και λόγου ποθεί ο μελαγχολικός Ιάκωβος για να την ασκεί (όπως όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρω ποι) προς όλους και όλα: 45. Ακόμα και ο προ αναγεννησιακός ΝΤΑΝΤΕ είχε πει, με το στόμα τ η ς ιδανικής Β ε α τρίκης: «Το πιο τρανό τον ανοιχτοχερί) Π λ ά σ τη δώρο / ... π ον αυτός α π ’ ολα π ά τ ερ ο τιμ ά /(είναι) η λευτεριά τη ς βούλησης» («... della uolonta la libertateo, Θ εία Κ ω μ ω δία, «Παράδεισος», V, 19, μετάφραση Ν. Καζαντζάκη). 334 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Τ Σ Ι Α Σ ... τ ’ άνεμον θέλω τη λεντεριά, τ ψ εξουσία ν’ ανεμοδέρνω όποιον μ ’ αρέσει. (Όπως σας αρέσει, II, 7, 47) «Ο Σαίξπηρ ήταν ο πρώτος μεγάλος ποιητής πο%' διείδε τη δυνατότητα να επι τύχει, τ ψ ανεξαρτησία μέσα από το θέατρο... και με τ ψ υποστήριξη τον αγγλικόύ λαού», έγ ρ α φ ε ο Johr> M id d le to n M u rry . «Ή ταν ο πρώτος γνήσια λαϊκός ποιη τής της Αγγλίας. Νομίζω, επίσης, πως ήταν και ο τελευταίος» f‘e Α π ελ ευ θ ερ ώ ν ο ν τα ς τον εα υ τό το υ , α π ελ ευ θ έρ ω ν ε και. τ ο « μ έσ ο ν » - τ ο θέα τ ρ ο - κ α ι τον δέκ τη κ α ι υ π ο σ τ η ρ ικ τ ή το υ - τον λαό. Κ α ι όχι μόνο τον α γ γ λ ικ ό , β έβ α ια . 46. MURRY (1936), σελ. 157. Ο M u rry θα ήταν δικαιότερος αν δεν «ξεχνούσε» π ω ς το ίδιο ακριβώς επιδίωκαν και πετύχαιναν, είκοσι αιώνες πριν α π ’ τον Σαίξπηρ, οι Ελληνες δραματικοί ποιητές. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A' Ο Σ Α ΙΞ Π Η Ρ , Ο Ι « Σ Α ΙΞ Π Η Ρ » , ΤΟ Θ Ε Α Τ Ρ Ο Κ Α Ι Ο Ι Θ Ε Α Τ Ρ ΙΝ Ο Ι Π Α Ν Ε δύο αιώνες τώρα, που αμφισβητείται ότι ο Σαίξπηρ ήταν ο Σαίξπηρ, ότι συγγραφέας των έργων που φέρουν το όνομά του ήταν ο ηθοποιός από το Στράτφορντ. «Δεν μπορεί», ισχυρίζονται οι «αντι-Στρατφορόιανοί», ((αυτά τα απαράμιλλα δημιουργήματα να έχουν γραφτεί από ένα επαρχιωτόπουλο που δεν ήξερε παρά “λίγα λατινικά και. λιγόταχι ι,λλψ ικά », από έναν θεατρίνο των λαϊκών σκηνών του Λονδίνου, χωρίς πανεπιστημιακή παιδεία, χωρίς ε παφή με τους κύκλους τ η ς Αυλής και των ευγενών, που κατακλύζουν τα έργα του. Κάποιος άλλος, κάποιος σπουδαίος λόγιος ή κάποιος αριστοκράτης θα τα έχει γράψει, χρησιμοποιώντας το όνομα του «ταπεινού» W ill σαν προπέ τασμα. 'Ε τσ ι, από το 1785,12 έχουν προταθεί δεκάδες μνηστήρες του σαιξπηρικού θρόνου που ((διαθέτουν τα προσόντα αυτά»: όπως, και προπάντων, ο φιλό σοφος Φράνσις Μπέικον, ο δραματουργός Κρίστοφερ Μάρλοου και άλλοι συ νάδελφοί του, ο ιστορικός Σερ Ουώλτερ Ράλεϊ, πλήθος κόμητες (Ντάρμπυ, Έ σ σ ε ξ , Σαουθάμπτον, Ρούτλαντ, Σώλσμπερυ, λαίδη Κάθρην Γκρέυ), ακόμα και η ίδια η βασίλισσα Ελισάβετ! Ω ς και εταιρείες έχουν συσταθεί (Bacon Societies) στην Αγγλία και την Αμερική για ν’ αποδείξουν του λόγου το α ληθές. Οι ισχυρισμοί αυτοί -που τους υπαγορεύουν ο πνευματικο-ταξικός σνο- μπισμός, η φιλοδοξία κάποιων συγγραφέων να γίνουν γνωστοί κατεδαφίζο ντας έναν πασίγνωστο και η ανοησία- έχουν κονιορτοποιηθεί από τους πιο σοβαρούς σαιξπηριστές, στηριγμένους σε στοιχεία τόσο εσωτερικά (από τα 1. « Sm all L a tin e, an d lesse G reeke», κατά τον ομότεχνό του B en JONSON, σ το ονομο σ τό αποχαιρετιστήριο ποίημά του, To the m em ory o f m y beloved T h e A u thor M r W illiam Sheakespeare; A nd W h a t H e H ath L e ft Us. 2. Ο πρώ τος αμφισβητίας ήταν ένας κληρικός, ο αιδεσιμότατος Jam es W ILM OY. 33§ Ο 1 Ι 0 Λ I T IΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε ΞΟ ΥΣ Ι Α Σ κ ε ίμ εν α τ ω ν ίδιων τ ω ν έ ρ γ ω ν ),34 όσο κ α ι ε ξ ω τ ε ρ ικ ά (μ α ρ τυ ρ ίες σ υ γ χρόνω ν το υ π ο ι η τ ή ) .' Π ρ ό σ θ ε τ η α π ό δ ειξη -αν χ ρ εια ζ ό τ α ν - γ ια τη ν α υ θ ε ν τ ικ ό τ η τ α τ ω ν σ α ι ξ π η ρ ικ ώ ν έρ γω ν προσφέρουν οι συχνότατες αναφορές του ποιητή στο θέατρο και στους τεχνίτες τον. Μ όνο ένα ς ά ν θρ ω π ο ς μ ε α π ό λ υ τη ( ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ή , θα λ έ γ α μ ε ) γ ν ώ σ η τ η ς σ κ η ν ικ ή ς π ρ ά ξη ς - κ α ι όχι έν α ς φ ιλόσοφ ος ή α ρ ισ το κ ρ ά τ η ς - θα είχ ε τ η ν « έμ μ ο ν η ιδ έα » να δ ια νθίζει ολοένα τ α κ ε ίμ εν ά το υ μ ε π α ρα βολές, π α ρ εμ β ο λ ές κ α ι σχόλια α π ό τον κ ό σ μ ο τ η ς σ κ η ν ή ς , που τ η ν κ α τ έ χ ει σ ε β ά θο ς, τό σ ο ω ς δραμα τουργός ερμ ηνευόμ ενος α π ό ηθοπ οιούς, όσο κ α ι ω ς ηθο π οιό ς π ου ερ μ η ν εύ ει έργα δ ικά το υ ή ά λλ ω ν . Σ ε τ ρ ε ις κ α τ η γ ο ρ ίε ς μπορούν να χ ω ρ ισ το ύ ν α υ τ έ ς οι αναφορές: α ) π α ρ ο μ ο ιώ σ εις το υ β ιοτικού φαινομένου μ ε τ ο θ έα τρ ο , β) κ ρ ίσ εις γ ια τ η θ εα τρ ικ ή τ έ χ ν η , γ ) κ α θ α υ τό θ εα τ ρ ικ έ ς σ κ η ν έ ς , που εν τά σ σ ο ν τα ι σ τ α έργα . α. Φ υ σ ικ ά , η πιο «κοινή», η πιο τρέχουσα, είναι η παρομοίωση τον κόσμον και της ζωής με. θέατρο. Κιόλας, στο Σονέτο 15, ο ποιητής βλέπει τον κόσμο σαν «θεόρατη σκΊγη] (που) μόνο ίσκιους παρασταίνει», υποδηλώνοντας το φευγαλέο τη ς ανθρώπι νης ύπαρξης. Ο τόνος θα γ ίν ει π ιο π ρ ο σ ω π ικ ό ς σ τ α χ είλ η του Α ν τώ ν ιο υ , του Έμπορον της Βενεπιάς: « Τον κόσμο εγώ σα θέατρο τόνε παίρνω... σα θέατρο όπου παρασταί νουν ο καθένας κι ένα πρόσωπο, και το δικό μου λυπηρό» (I, 1, 77). Η π α ρ ο μ ο ίω σ η θα γ ε ν ικ ε υ θ ε ί, π ά λ ι, και θ ’ α π λ ω θ ε ί (σ ε 27 σ τ ίχ ο υ ς) σ τ ο Όπως σας αρέσει, μ ε τον ονομ α σ τό μονόλογο το υ Ιά κ ω β ο υ το υ Μ ελ α γ χ ο λ ικ ο ύ , που α ρ χ ίζει: Θέατρο είναι ο κόσ/τος όλος’ κι όλοι άντρες-γυναίκες, θεατρίνοι. Μπαίνουν και βγαίνουν πάνω στη σκηνι'/ο καθένας παίζοντας στον καρό τον χίλιους ρόλους με. πρόζες τις εφτά ηλικίες... (II, 7, 139) 3. Κατά το «"Ο μηρον έξ Ο μηρου σαώ η νίζίΐν » («Ν α ερμ ψ είο ν μ ε τον Όμηρο απ ό τον Ό μη ρο, απ ό το έργο του»). Και ο Αμερικανός δοκιμιογράφος EMERSON γράφει: «Ο Σ α ίξπ η ρ είναι ο μοναόικος βιογράφος τον Σ αίξπ η ρ» (R epren statm c M en). 4. Την πιο πρόσφατη αναδρομή στο θέμα και θεμελιωμένη ανατροπή αυτών των φλη ναφημάτων παρέχει ο Β Α Τ Ε (1997), σελ. 65-132. Ο ΣΑΙΞΠΗΡ, ΟΙ «ΣΑΙ ΞΠΗΡ», ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ 339 Η οντολογική α π ο φ θ εγ μ α τ ικ ή το υ Ιά κ ω β ο υ θα γ ίν ει οδυνηρό α π ό σ τ α γ μ α τ η ς ζ ω ή ς του Μ ά κ β ε θ , σ τον τ ε λ ε υ τ α ίο - κ α ι έ ξ ο χ ο - μονόλογό το υ : Ζ(,σή ’ ναι φευγαλέα σκιά, φτωχός θεατρίνος, π ου μ ε στόμτρο τρώ ει τ ψ ώ ρα τον π α στη σκηπ] κ αι π ια δεν ξανακούγεται· ένα παραμύθι που λέει ένας ηλίθιος ύ>λο αχό κ αι πάθος χωρίς κανένα νόημα. (V , 5, 24) Α ν γ ια τον Ιά κ ω β ο ο ά ν θρ ω π ο ς κ α τ α ν τ ά ε ι σ τ ο τ έ λ ο ς τ η ς ζ ω ή ς του ένα ((τ ίπ ο τ α » , γ ια τον Μ ά κ β ε θ ολόκληρη η ζ ω ή είναι τ ίπ ο τ α . Π ο λ λ ές είναι κ α ι οι - π ι ο ε ι δ ι κ έ ς - πορομοκόσεις με τ ψ τέχνϊ] (ή τ ψ ατεχνία) των ηθοποιών. Σ α ν ηθοποιός αρχόιριος («im perfect»), που επάνω στη σ κ ψ ή τ α χάνει απ ό το φόβο τον... λέει, μελαγχολικά, π ω ς είναι ο ίδιος, μια και δεν κατορθώνει να προφέρει τα καθιερωμένα ερωτικά λόγια (Σονέτο 23). η·ν ίδια π α ρ ο μ ο ίω σ η χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί ο Κοριολανός, β λ έπ ο ν τα ς μ η τέρ α , γ υ ναίκα κ α ι γιο του να ρχονται σ τ ο σ τ ρ α τό π εδ ό το υ να ικετέψ ουν τον οίκτο του γ ια τη ν Ρ ώ μ η : Σ α ν αδέξιος θεατρίνος ξεχνάω κιόλας τ α λόγια μου κ α ι κοκκαλέσνω βουλιάζοντας μες σ τ ψ ντροπή. (V, 3 , 40) Μ ε κακό ηθοποιό, κορδω μένο κ α ι ρητορικό (« strutting» ) θα πα ραβά λει σαρ κ α σ τ ικ ά ο «μηνίω ν Α χ ιλ λ ε ύ ς » τον Α γ α μ έμ ν ο ν α , ό π ω ς λ έ ε ι ο Ο δ υ σ σ έα ς σ τ ο Τρωίλος κ αι Χρυσίδα: ... σαν ηθοποιό τον στόμιρον -π ο υ θαρρεί π ω ς όλη η τέχνη είναι στο κόρδαιμα κ αι το 'χει σπουδαίο ν' ακούει τον ξύλινο διάλογο’’ κ αι κρότο 5 5. Με την έκφραση «ξύλινος διάλογος» («w ooden d ialogu e»), ο Σαίξπηρ σαν να προμα ντεύει την ξύλινη γλώσσα ορισμένων πολιτικών και κομμάτων της επ ο χ ή ς μας. 340 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ που κάνουν τα τεζαρισμενα του κανιά με, τα σανίδια της σκηνής—, με τέτοιο οιχτρό και παραφουσκοιμενο θέαμα παρασταίνει το μεγαλείο σου (I, 3 , 153) Θ εα τρ ικ ο ύ ς όρους χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί κ ι ο Δ ο ύ κ α ς το υ Γ ιο ρ κ γ ια να εικ ον ίσ ει τη ν τ α π ε ίν ω σ η το υ Ριχάρδου Β ' κ α ι τον θρίαμβο του Μ π ό λιν μ π ρ ο κ : Καθώς στο θέατρο τα μάτια τaw θεατισν, όταν ο ηθοποιός που αρέσει αφήνει τη σκηνή. γυρίζουν βαρετά στον άλλον όποιαν μπει, θαρριάντας πως θα ’ναι πληχτική η παρλάτα του, το ίδιο και πιο καταφρονετικά τα μάτια των ανθρώπων αγριόβλεπαν τον Ρίτσαρντ... (V , 2, 23) Α ν τ ίθ ε τ α , μ ε σπουδα ίους ηθοπ οιούς παρομοιάζονται οι μ εγ ά λο ι υ π ο κ ρ ιτ ές κ α ι μηχανορράφοι. Σ τ ο ν Ριχάρδο Γ\ ο συνένοχος του σατανικού ή ρ ω α , ο Μ π ά - κ ιγ χ α μ , κα μ α ρώ νει: ... μ.ποροι να κάνω όπως οι μεγάλοι τραγωδοί, να μιλά) και να βλέπω προς τα πίσω και να ρίχνω τα μάτια μου τριγύρω... (III, 5, 5) Α σ ύ γ κ ρ ιτ α π ιο «δα ιμ όνιος» θεα τρίνος είναι ο ίδιος ο Ρ ιχ ά ρ δ ος. Σ τ ο ν Ερρί κο ΣΤ', κ ιό λα ς, κ α υ χ ιέτ α ι: ... μπορώ να χαμογελάω και να σκοτάτνω ενά) χαμ/τ/ελάω... να βρέχω τα μάγουλά μου με δάκρυα τεχη/τά, το πρόσωπό μου να το προσαρμόζω σ ’ όλες τις περιστάσεις... ( Γ ' Μ έρ ο ς, III, 2, 182) ΙΙρόχειρο υπαίθριο θέατρο σε επαρχιακή εμτιοροπανήγνριι ΙΙίνακας τον Ολλανδόν David Vincboons. 34 2 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΛΙ ΞΠΗΡ · Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Το Λονδίνο το υ Ι Σ Τ α ιώ ν α . Κ ά τ ω , σ τη μ έση , το θέατρο τ ο ν Σ α ίξ π η ρ Globe. Σ χ έδιο τ ο ν Visscher, 1610. Κ α ι σ τ ο φερώνυμο το υ έρ γο, β ά ζει τ ι ς « χ ά ρ ες» το υ σ ε π ρά ξη: Κάνω εγώ το κακό , κι υστέρα είμαι εγώ ο πρώτος που βάζω τις φωνές... Κ ι έτσι, ντύνω τη γύμνια της κακίας fiov με τα παλιά αποκόμματα πον κλέβω α π ’ τις άγιες Γραφές, και φαίνομαι άγιας ίσια ίσια όταν κάνω χρέη διαβόλου (I, 3, 323) Α π ο κ ο ρ υ φ ώ μ α τα τ η ς υ π ο κ ρ ιτ ικ ή ς το υ , η « α π ο π λ ά ν η σ η » τ ό σ ο τ η ς Λ α ί δ η ς Άννας (I, 2) όσο κ α ι τ η ς β α σ ίλ ισ σ α ς Ε λ ι σ ά β ε τ (IV, 4), κ α θ ώ ς κ α ι η π α ρ ά σ τα σ η που « σ κ η ν ο θ ε τ ε ί» μ ε τ η β οή θεια του Μ π ά κ ιγ χ α μ , γ ια τη ν π ρ ο σφ ορά του σ τ έ μ μ α τ ο ς σ το ν ίδιον α π ’ τον δήμαρχο κ α ι το υ ς π ο λ ίτ ε ς (III, 7). Ισάξιός του υποκριτής είναι, βέβαια, κι ο Ιάγος, που, απ την αρχή ω ς το τέλος του Οθέλλον «δεν είναι αυτός που είναι» (I, 1, 65) και παρασταίνει τον ά πεφθα τίμιο για να φτάσει στο εγκληματικό «τέλος» του. Α λ λ ά κ ι ο ιδ εα λ ισ τή ς-φ ιλ ό σ ο φ ο ς Β ρ ο ύ τ ο ς συ μ β ο υ λεύ ει το υ ς άλλουε σ υ ν ω μ ό τ ες να υποκριθούν σαν ηθοπ οιοί, γ ια να μην προδοθούν οι π ρ ο θ έσ εις το υ ς: Ο ΣΑΪΞ11ΗΡ, ΟΙ «ΣΑΙΞΙΙΗΡ», ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ 343 Κ αλοί μου κύριοι, να φ αίνεστε ζωηροί κι εύθυ[Μΐ· κι οι όψεις μας ας μη φορούν τ α σκέδιά μας π α ρ ’ ας τα βάλουμε όποις οι Ρωμαίοι ηθοποιοί μας, με πνεύμα πρόθυ/uo κ α ι φόρμα σίγουρε] (Ιούλιος Κ αίσαρας, II, 1, 224)6 Διαφορετικής τάξης είναι η «υπόκριση» του Ά μ λ ετ, που καμώνεται τον τρελό για να ξεσκεπά σει τα εγκλήματα του θείου του. Και με τόση επ ιτυ χία, ώ σ τε όχι μόνο οι γύρω του πιστεύουν π ω ς έχασε τον νου του, αλλά και αρκετοί κριτικοί υποστηρίζουν π ω ς ο Ά μ λ ετ τρελαίνεται πραγματικά όταν βρίσκεται μπρος στην απαίσια πραγματικότητα. Παραγνωρίζουν, ωστόσο, πόσο λογικός, ακόμα και «σοφός», δείχνεται όταν είναι μόνος ή με τον Ορά- τιο, τους Νεκροθάφτες κτλ. Α λλά και τον ρόλο που παίζει σ ’ όλο το έργο η θεατρική υποκριτική. β. Α κ ό μ α πιο χαρακτηριστικές είναι οι -χωρίς παρομοιώσεις π ια - κρίσεις τον Σ αιξπ ηρ για. τε/ν υποκριτικέ] τέχνη, αλλά κ αι για το θέατρο τον καιρού τον. Θαυμαστής -αλλά και χρήστης, τελικά- του θεάτρου, ο Ά μ λετ αποκαλεί τους ηθοποιούς «το άπ ιασ το κ αι φεχφαλέο χρονικό κάθε εποχής. Κάλλιο, αφοί' πεθάνεις, να ’χεις στον τάφο σου κακ'ή επιγραφή, π αρ ά ετούτοι να σου βγάλουν τ ’ άνομα όσο ζεις» (II, 2, 511). Θαυμάζει τους θεατρίνους, που ... με αφορμή ένα ψέμα, κάποιο τον πάθους όνειρο, τόσο υποτάσσουν την ψυχι] στην έξαρσή τον... και χλομιάζουν, κλαίνε, μ όψη γεμάτη απόγνωση «για ένα τίποτα. Γ ια τ ψ Εκάβεγρ ενώ ο ίδιος, «νωθρός κ αι χλιαρόψνχος αγύρτε/ς,... δε λέει λέξη» για τον φόνο του πατέρα του (II, 2, 534). Τους υποδέχεται εγκάρδια (II, 2, 411) και ζητάει τη βοήθειά τους στο θέμα που έχει γίνει σκοπός τη ς ζωής του: να παίξουν τον Φόνο τον Γκονζάγου, όπου ο ίδιος θα προσθέσει μερικούς στίχους, ώ σ τε « στα δίχτυα (του έργου) να π είσ ει τη σννείδησε] τον βασιλιά» (II, 2, 590). 6. Στο πρωτότυπο, η παρομοίωση είναι πιο φανερή: «L et not our looks put on (να μη φανερώνουν) our purposes, / B ut bear it (να παίζουμε τους ρόλους μας) as our Roman actors do...» (Και στη μετάφραση του Ερ. Μπελιέ: «... μιμηθείτε / τους Ρωμαίους ηθοποιούς, που έ χουν πάντα πνεύμα ευέλικτο / και υποκριτική δεινότητα»). 344 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Αυτά δεν τον εμποδίζουν να γίνει αυστηρός κριτής των ηθοποα'σν, να κατα κρίνει αδεξιότητες ή κακές έξεις τους. Πριν α π ’ την παράσταση που ετοι μάζει, δίνει -σαν σκηνοθέτης π ια - οδηγίες για το παίξιμό τους (III, 2), για την σ ω σ τή εκφορά του κειμένου, για το μέτρο που πρέπει να οδηγεί το «πά θος» τους και τις χειρονομίες τους: Ν α πείτε, σας παρακαλώ , τ α λόγια όπω ς εγώ τ α ττρόφερα σε σας. αλαψ ροπάτη- τ α σ τη γλώ σσα επάνω . Μ ’ αν ττροκειται να τ α μ α σ ά τ ε, όπω ς κάνουν τόσοι και τόσοι ηθοποιοί μας, κάλλιο ο δημόσιος κήρυκας να π ει το κείμενό μου. Ούτε και τον αέρα μ ε τ α χέρια σας να πολυπριανίζετε, έτσι, αλλά σε όλα να ’σ τε μετρημέ νοι. Γ ια τ ί κ αι μες στο χείμαρρο, τη θύελλα, κ α ι τον ανεμοστρόβιλο ακόμα θα ’λε- γα. τον πάθους σας, θα ’ττρεπε να ’χετε κ α ι να μ πορείτε να εξασκ είτε τέτοια ε γκράτεια. που ν’ απαλύνει τις αιχμές τον. Ω, α γ α ν α κ τεί η ψυχτ'ι μου ιος τ α μύ χια, όταν ακούιο κάποιο βαρύγδουπο περουκομάλλΐι καμποτίνο να χτυπιέται a π ό το πάθος, να το ξεσκίζει σε κουρέλια, για να τρυπάει τ ’ αυτιά της γαλαρίας, που οι περισσότεροι θαμάτνες της, τίπ,οτα δεν καταλαβαίνουν έξω απ ό 'ηλίθια πο ζαρίσματα κι αγριοφωνάρες. Θ α ’στελνα κ ά τι τέτοιους καμποτίνους για μ αστί γα>μα γιατί υπερπαζουν τον Α ττίλα. Π ιο θηρωοδεις είναι α π ’ τον Ηρώδη. Π α ρακαλιο να το α π ο ψ γ ετ ε. Και συνεχίζει: Ο ίπε να παραε,ισάστε ήρεμοι. Της κρίσημ να ’χετε το ζύγι π ά ν τα για οδηγό. Να συνταιριάζετε τη δράση μ ε το λόγο, το λότγο μ ε τη δράση,. Ση/μειάηνοντας αυτή) τη διαφορά: Μ ψ νπερδρισ κελίζετε της φύσης τη σεμνότητα. Γ ια τ ί η οποιαδήπο τε υπερβολή τον είδους, π ά ει ενάντια στο νότΐ/μα τη ς υποκριτικής, π ου απ ό την καταβολή της μέχρι τώρα, στόχος της ήταν και είναι, να γίνεται, όπως θα ’λεγα, της φύσημ ο καθρέφτης. Ν α δείχνει της αρετής το γνήσιο πρόσω πο, της κ α τα φρόνιας τη μορφη'ι κ αι του καιροί') τ ψ ηλικία κ αι το π αράστη μ α με τ α σ ω σ τά τον μέπρα κ αι σημόδια. Τώρα, όταν αυτό σπρώ χνεται σ τ ψ υπερβολή, ή εκ τελ είται αδέξια, όσο κι αν προκαλεί στους άξεστους το γέλιο, στους εκλεκτούς φέρνει μα νάχα Θλίψη. Κ ι ιχυτών των τελενταίχαν η κρίση, θα π ρέπ ει στι/ν εκτίμηση\ σας να βαραίνει π αραπ άνω κι ο π ό ’να θέατρο γεμ άτο οπ ό τους άλλους. Ω, αν έχω δει ηθοποιούς να παίζουν κι αν έχοι ακούσει κόσμο να τους επαινεί, κ α ι μ άλιστα εκ θειαστικά ( το λέω χωρίς πρόθεση ιερόσυλη), που δίχως να μιλούν σαν χριστια νοί ούτε να περπατούν σαν χριστιανοί, ειόωλυλάτρες ή καν άνθρωποι, χοροπη Ο ΣΑΙΞΠΗΡ, ΟΙ «ΣΑΙ ΞΠΗΡ», ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ 345 δούσαν και ούρλιαζαν τό σ ο , τιον ’λεγα κάποιοι μ ισθω τοί της φύσης φτιάξαν τους ανθρώπους κ αι τους φτιάξανε στραβά, τόσο απ αίσ ια παριστάναν το ανθρώπινο είδος.' Ύ στερ α , επιχειρεί να «συνετίσει» τους κωμικούς, ειδικά, ηθοποιούς: Κ ι όσοι υποδύονται τους κωμικούς, να λεν το κείμενο δίχως παραγεμ ίσμ ατα. Γ ια τ ί είναι μερικοί α π ’ αυτούς που επίτη δες χασκογελούν, για να γελάει μαζί τους κάπ οια υπανάπτυκτη μερίδα τιον θεατών, αδιάφορο αν εκείν?/ τη στιγμή κάποια σημαντική πτυχή του έργου θέλει οδιασπαστη τ ψ προσοχήp Κ ακονβέ- σ τα το είναι και δείχνει μ ια φιλοδοξία αξιοθρήνητη στον άμυαλο που τ ψ προ βάλλει έτσι? Μόνο ένας αληθινός «θεατράνθρωπος» θα μπορούσε να μιλήσει με τόσο εύστοχη θέρμη για την υποκριτική τέχνη, αλλά και με τόση γνώ ση και δι- καιοκρισία για τα «κουσούρια» όσων θεατρίνων νοθεύουν την τέχνη τους με καμποτινισμούς και δημοκοπίες, για ν’ αποσπάσουν τα χειροκροτήματα των άξεστων. Και μόνο ένας «παθός» ηθοποιός θιασάρχης θα μνημόνευε την «κρίση του θέατρου» (όχι τη ς Δανίας, βέβαια, αλλά) του ελισαβετιανού Λονδίνου, ό που κυριαρχούσαν θίασοι με ηθοποιούς-παιδιά, παραμερίζοντας τους ενήλι - κους επαγγελματίες στην εύνοια κοινού: Πριν μπουν οι θεατρίνοι, ο Ρόζεν- κραντς πληροφορεί τον Ά μ λ ετ π ω ς ο θίασος που έφτασε στην Ελσινόρη α ναγκάστηκε ν’ αφήσει την πρωτεύουσα, όπου διέπρεπε άλλοτε, και να βγει σε περιοδεία, επειδή «μια φουρνιά απ ό π αιδιά ξεπεταρούδια, που στριγκλίζουν ά σ χετα με την κ ατάσ ταση κι εισπράττουν λυσσαλέα χειροκροτήματα, έχουνε γίνει τώ ρα μόδα κ αι γελοιοποιούνε τ α θέατρα της σειράς ( όπω ς τ αποκαλσύψ ) » , δηλαδή τα καθιερωμένα επαγγελματικά θέατρα. Και ταυτόχρονα, αναφέρεται στους 78 7. Ήδη ο Α ΡΙΣΤΟΤΕΛΗ Σ κάκιζε τους ηθοποιούς που κάνουν αυτοσχεδιασμούς και αυ θαίρετες προσθήκες στο κείμενο, καθώ ς και υπερβολικές και άχρηστες κινήσεις [Ποιητική, 1461 Β, 2 9-33 και 1462 Α , 9 -11). 8. Παραθέτω ολόκληρο το χο)ρίο, επειδή είναι το πιο διεξοδικό και σημαντικό σχόλιο του Σαίξπηρ για την υποκριτική τέχνη. Εντυπωσιακά όμοιες με την «κατήχηση» του Άμλετ είναι οι οδηγίες προς τον σκηνοθέτη μελλοντικής παράστασης, που δίνουν τόσο ο Αγγλο- νορμανδικός Α δάμ (ΙΒ'αιωνας), όσο και η Κυπριακή Διδασκαλία τοππαθοίη' (ΙΓ'- ΙΔ' αιώνας). Βλ. Μ. ΠΛΩΡΙΤΗ, Το Θέατρο στο Βυζάντιο, Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σελ. 189-201. SiBM 'x^pi^rA z^ a To θέατρο Κύκνος (S w a n ) . Σ κίτσο τον Ολλανδού Johannes de W it t, 1596. Όποος λέγεται, το θέατρο αυτό είχε χω ρητικότητα 3.000 ατόμων. Ο ΣΑΙΞΙΙΗΡ, ΟΙ «ΣΑΙΞΠΗΡ», ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ 347 θεατρικούς καβγάδες, που αφθονούσαν εκείνη την επ ο χ ή .' Έ να ς αναχρονι σμός που μαρτυρεί, και πάλι, τη δυσφορία ενός επαγγελματία καλλιτέχνη για τις παραποιήσεις και κακοποιήσεις τη ς δουλειάς του. Α λλά και μόνο το γεγονός ότι διακόπτει τη δράση του έργου --και μάλι στα, σε μια στιγμή τόσο κρίσιμη για την αποκάλυψη τη ς αδελφοκτονίας- και «σπαταλάει» τόσο χρόνο μόνο και μόνο για να «κα τηχήσει» τους ηθο ποιούς κάθε καιρού και τόπου, δείχνει την έγνοια και τη γνώ ση του ποιητή- θεατρίνου για την υποκριτική τέχνη και τους εργάτες τ η ς .910 Παράλληλα, στον Ερρίκο Ε', απολογείται με ταπεινοφροσύνη που «το ά πλερο κι απλό π ν ε(ν )μ α » του θιάσου «τολμάει... να ανεβάσει θέμα τόσο τρανό... (όπως ο αγγλο-γαλλικός πόλεμος) σε τούτο το ανάξιο πάλκο», να παραστήσει «τονς πλατύκαμτιονς της Γαλλίας σε τούτη τ ψ κοκκοροκνλήστρα»1112και να « στοι βάξει» στρατούς ολόκληρους στο «ξύλινο 0 » ι~ (Πρόλογος, Χορός, 10). Μ ε ανάλογη ταπεινοφροσύνη στον Επίλογο του Τέλος κα λ ό, όλα καλά, ο ί διος ο (φανταστικός) Βασιλιάς τη ς Γαλλίας αφαιρεί τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί μια παράσταση: «Ο βασιλιάς (ο ηθοποιός που υποδύεται τον βασι λιά), ζητιάνος είν’ άμ α η σκηνή σχολάσει», υποδηλώνοντας την ταπεινή θέση των ηθοποιών, που «επαιτούν» τα χειροκροτήματα των θεατών και τον ο βολό τους. 9. Ο δραματουργός T h o m as D EK K ER είχε ονομάσει «Π οιητομαχία» (Poetomachia) τον «πόλεμο των θεάτρων» (1599-1602) ανάμεσα στους υπέρμαχους του κανονικού θεάτρου και τους υποστηρικτές τω ν παιδικών θιάσων. 10. Α ς π ροσ τεθεί π ω ς ο Ά μ λ ε τ λέει ότι «αν ατνχήσει, μπορεί ν’ ακολουθήσει» τον πλάνη- τα θίασο - σαν ηθοποιός ή και σκηνοθέτης βέβαια (III. 2, 265). 11. «C o ck p it» = μικρή αρένα για κοκορομαχίες. Σήμερα, ονομάζεται έτσι το πιλοτήριο των αεροπλάνων και η θέση του οδηγού στα αγωνιστικά αυτοκίνητα. 12. Το ονόμασαν έτσι (w o o d en Ο), επειδή τα ξύλινα ελισαβετιανά θέατρα είχαν σχήμα ωοειδές. Η άποψη πο)ς στην ελισαβετιανή εποχή τα έργα παίζονταν πάνω σε γυμνές σκη νές, χωρίς σκηνικά και αλλα βοηθήματα και πως κάθε τόπος δράσης δηλωνόταν μόνο με μια επιγραφή («Δάσος», «Ανάκτορο» κτλ.) ανήκει στην θεατρική μυθολογία. Από το Η μ ε ρολόγιο του θεατρικού επιχειρηματία Philip H enslow e (;-1616) και από άλλες πηγές κα ταφαίνεται πως στο ελισαβετιανό θέατρο -όπως και στο αρχαιοελληνικό- χρησιμοποιού σαν στοιχεία σκηνικών και πολλά αντικείμενα (accesso ires), όπως: «Μηχανές» (m ach in es) (τρεις ήλιοι, λ.χ., για το Γ'Μέρος του Ερρίκου Σ Τ '), ζωγραφιστά τελάρα (κουίντες), ζω γραφιστό ουράνιο τόξο, «στόμα της Κόλασης» (H ellm ou th ), «μια πολιτεία» (city ), ζωγρα φιστή κι αυτή, βράχια, δέντρα, τάφους, στάβλους, κρεβάτια, καθώς και ζώα, κλουβιά κτλ. Β λ . H EN SLOW E, CHAMBERS (1923), C A M PBELL (1923), GREG (1931), H ALLIDAY (1952), λήμματα H enslow e, Greg, M achines, P roperties. Το θέατρο Globe σε ακοναρέλα τον ΙΗ' αιώνα, βασισμένη σε χαρακτικό του 1616. Σ τ ψ προμετωπίδα τον θεάτρου ήταν χαραγμένος ο στίχος του Ρ ω μαίου ποιητή Πετρόνιον «Totus mundus agit histrionem» ή, κ α τά την σαιξπηρική ατιόδοση στο « Ό π ω ς σας α ρέσ ει», «Θέατρο είν' ο κόσμος όλος». Ο ΣΑΙΞΠΗΡ, ΟΙ «ΣΑΙ ΞΠΗΡ», ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ 349 Παλιότερα, ο Σαίξπηρ είχε παραπονεθεί που η τύχη του <ώεν τον έδω σε άλλη / καλύτερη ζωή π αρ ά μιαν εργασία / κοινή,13 πον τρόπους βέβαια κοινούς προ βάλλει» (Σονέτο 111). Κ ι αυτό, βέβαια, δεν θα το έλεγε π οτέ ένας φιλόσο φος -π ου, αντίθετα και δίκαια, θεωρεί την επιστήμη του «ύψιστον επιτή δευμα »-, ούτε ένας ευγενής - που είναι εξ ορισμού άεργος. Το λέει ο τεχνί τη ς μιας δουλειάς που τό τε τη θεωρούσαν κατώτερη και που οι εργάτες τη ς λογαριάζονταν τυχεροί αν αποσπούσαν τον τίτλο «υπηρέτη» κάποιου άρχο ντα - όπως ο θίασος του Σαίξπηρ, που αρχικά ήταν «Lord Chamberlain’s Men» (από το 1585) και έπειτα ((King’s Men» (1603).14 Κ ι ω στόσο, ο ποιητής δεν διστάζει να προβλέψει την ανέσπερη] εμβέλεια τον θεάτρου σε κάθε καιρό και τόπο. Α μ έσ ω ς μετά τον φόνο του Ιούλιου Καί σαρα, την ώρα που οι συνωμότες -δολοφόνοι βάφουν σπαθιά και χέρια τους στο αίμα του, οι αρχηγοί τους προμαντεύουν: ΚΑΣΣΙΟΣ Π όσες γενιές εδώ και πέρα, τοότ η υπέροχε] σκηνή θα παίζεται στο θέατρο. σε πολιτείες αγένντμες κ α ι γΜ ισσες άγνω στες! ΒΡΟΎΤΟΣ Π όσες φορές θα χύνει το αίμα τον π α στη σ κ ψ η ο Κ αίσαραε. πον τώ ρα κ είται στον Πομπηίαν το βάθρο, π τ ώ μ α οχι π ιο καλό απ ό σκόνη! ΚΑΣΣΙΟΣ Κ ι όποτε αυτό θα γίν εται, θα λένε π ά ν τα για τ ψ ομάδα μο.ς: οι άντρες που ’δω σαν στον τόπο τους τη λ α τεριά! (III, 1, 111) Αντίθετα, η Κλεοπάτρα, λίγο πριν α π ’ τον δικό τη ς θάνατο, φρίττει στη σκέψη π ω ς 13. Στο πρωτότυπο, ((public means»: Οι σχολιαστές πιστεύουν πως πρόκειται για ανα φορά στα λαϊκά θέατρα (public/popular theatres), που έδιναν τον επιούσιο στον ποιητή- δραματουργό-ηθοποιό. 14. Οι ηθοποιοί -όπως και οι ταχυδακτυλουργοί, οι γυρολόγοι, οι γανωτήδες, οι ξιφο μάχοι, οι αρκουδιάρηδες- θεωρούνταν «εύρωστοι επαίτες» (δηλαδή, άνεργοι ικανοί για ερ γασία) και έπρεπε να γυρίσουν στην ενορία της μόνιμης κατοικίας τους (Νόμος περί τιμώ ρίας των πλανοδίων, 1572), εκτός αν είχαν την άδεια δύο ειρηνοδικών ή ήταν «διαπιστευ μένοι υπηρέτες» κάποιου άρχοντα. 350 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΙΙ ΗΡ Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Δαιμόνιοι θεατρίνοι θα σατιρίζονν τη ζιση μ,ας κ αι θ ’ αναπαριστάνοιχν τ αλεξανδρινά μας ξεφ αντώ ματα. θ α σέρνουν τον Αντώνιο μεθνσμ/ΛΌ στ?/ ά χ ψ ή κι εγώ θα βλέπω μ ια Κ λεοπ άτρα κοκορόφωνιι να διακω μ ω δεί τ ψ αρχοντιά μου με τσακ ίσμ ατα μιας πόρντ/ς. (Αντιόνιος κ αι Κ λεοπάτρα, V, 2, 216) γ. ϋ έ ρ α α π’ αυτά, ο Σαίξπηρ προσφεύγει, στην τεχνική του θεάτρου εν θεά- τρω π ου κι άλλοι, βέβαια, έχουν χρησιμοποιήσει, αλλά κανένας με την δική του ευστοχία και γνώ ση των θεατρικών μηχανισμών. Ολόκληρη η καθαυτό κωμωδία τη ς Στρίγγλας που έγινε αρνάκι δεν είναι παρά μια φάρσα που σκαρώνει ένας Άρχοντας για να διασκεδάσει με τον μέ χρι αναισθησίας μεθυσμένο χαλκωματά Ζαβολή, επιστρατεύοντας κάποιους περαστικούς θεατρίνους που υποδύονται τους ρόλους τη ς στριγγλο-κω μω - δίας. Για ξεφάντωση του βασιλιά Θησέα και τη ς καλής του Ιππολύτης προο ρίζεται και στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας η ερασιτεχνική παράσταση που παρουσιάζουν Αθηναίοι μαστόροι, με την «Τραγικότατη κωμωδία και τον σκληρότατο θάνατο του Πύραμου και τη ς Θίσβης» (I, 2, III, 1, V, 1). Αντίθετα με το τερπνό σατιρικό παιχνίδι τη ς Στρίγγλας και του Ονείρου, η παράσταση που οργανώνει ο Ά μ λ ετ με επ αγγελματίες, πάλι, θεατρίνους, όχι μόνο σε διασκέδαση του Κλαύδιου και τη ς Γερτρούδης δεν αποσκοπεί αλ λά στο ξεσκέπασμα των εγκλημάτων τους. Το θέατρο εδώ δεν προσφέρει ((η δονή» ούτε στους βασιλικούς θεατές ούτε στον πριγκιπικό σκηνοθέτη, αλλά τρόμο στους πρώτους και οδυνηρή βεβαιότητα στον δεύτερο - η ((μίμηση πρά- ξεω ς» γίνεται καταλύτης για την αποκάλυψη των πράξεων των ενόχων και για την απόφαση του ήρωα να πράξει το τιμωρό χρέος του. Σ το στερνό μεγάλο έργο του, την Τρικυμία, ο ΓΙρόσπερος είναι ο πολυδύ ναμος «σκηνοθέτης» τη ς δράσης σ’ όλα τα επίπεδά τη ς. Ο ίδιος την απο- καλεί «π αράσταση » όταν αποφασίζει να τη ς δώσει τέλος: ((Our revels are now ended» (IV, 1, 148). Revels ονομάζονταν οι παραστάσεις που δίνονταν στην 15. ((Some squeaking Cleopatra bov my greatness»: «Κοκορόφωνη» (squeaking), επειδή, όπως είναι γνωστό, στο ελισαβετιανό θέατρο τους γυναικείους ρόλους έπαιζαν αγόρια. Ο Σαίξπηρ λογοπαίζει με το ρήμα «boy» (διακωμωδώ) και το ουσιαστικό «boy» (αγόρι). Ο ΣΑΙΞΠΗΡ, ΟΙ «ΣΑΙΞΙ1ΗΡ», ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΝΟΙ 35* Αυλή από επαγγελματικούς θιάσους, προστατευόμενους των ανακτόρων.16 Και ονομάζει τους εκτελ εσ τές των ((μαγικών» παραστάσεών του «ηθοποιούς», «actors». Στον Επίλογο, απευθύνεται στους θεατές, που, αυτοί πια, θα γίνουν ((σκηνοθέτες» τη ς μελλοντικής πορείας του, αυτοί «με. τη γενναία πνσί) τους θα φουσκοοσονν τα πανιά του» και θα του δώσουν «καλόγνοιμη άφεσΐ/.», θα τον «ελευθερώσουν» («set him free»). Έ να ς επ ίλ ογ ος και τη ς όλης δραματουργίας του από έναν πλήρη θεα τράνθρωπο. 16. Γπήρχε και Revels Office που φρόντιζε γ ι ’ αυτές και για τον εξοπλισμό τους, και Revels A ccou nts, τα σχετικά λογιστικά βιβλία. Ο Ρώτας μεταφράζει «Ταγλέντια μας», το ίδιο και ο Προεστόπουλος, ενώ ο Τ. Ρούσσος «Το ξβφάνχωμά μας». Ωστόσο, οι ελληνικοί ό ροι δεν αποδίδουν (και δεν μπορούσαν να αποδώσουν) το θεατρικό περιεχόμενο του ((revels)). Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α Β' Ο « Κ ΙΤ Ρ ΙΝ Ο Σ Δ Ο Υ Λ Ο Σ » Μ ίΛ Ω Ν Τ Α Σ για την οικονομική κτλ. επανάσταση τη ς Αναγέννησης,1 ανα φερθήκαμε σ τη «δίψα του χρυσού» που είχε κυριεύσει την καινούργια, ανερ- χόμενη δύναμη, την αστική τάξη. Τον «θεό» αυτής τη ς τάξης - τ ο χρήμα, το κέρδος, το χρυσάφι, τον πλού τ ο - τον έχει έξοχα περιγράφει ο Σαίξπηρ σ ένα α π’ τα λιγότερο έξοχα έργα του, τον Τίμωνα τον Λ θψ αίο: ... Χρυσάφι! κίτρινο, ακριβό, ~'ναλιστερό χρυσάφι! ( ...) Τόσο α π αυτό, κάνει το μαύρο άσπ ρο. τ ’ άσκ'ημο ωραίο, τ άδικο δίκιο, το χυδαίο ευγενικό, το παλιό νέο, τη δειλία αντρεία, θ εο ί, ( ... ) θα ξεμανλίσει αυτό ιερείς α π ό κοντά σας, θα πάρει απ ό άνθρω πο γερόν το μαξιλάρι τον κ ά τω α π ό το κεφάλι τ ο ν τούτος ο κίτρινος ο δούλος δένει λ ύνει νόμους■ευλσ/άει καταραμένους· κάνει λατρευτή τη λέπ ρα■δίνει στους κλέφτες θέσει πλάι σε γερουσιαστές κ αι τίτλους, προσκυνήματα, χειροκροτεί μ α τa · τούτο ξαναπαντρεύει χήρα μαραμένη' γυναίκα α π ’ το νοσοκομείο μ ι σπυριά ομπυασμένα που προκαλεί εμετόν, αυτό τη μπαλσαμώ νει κ αι τ ψ αρω μ ατίζει πάλι ανϋό τον . ίπρίλη. Ε , κολασμένο χώ μα, πόρνεj εσύ κοινή της ανθρω πότητας, που βάζεις τις διχόνοιες ανάμ εσα στον όχλο των εθνών ( ...) (IV, 3, 26) 1. Βλ. πιο πάνω, σελ. 18. 356 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Και λίγο αργότερα: Ω βασιλοφονιά γλυκέ κ αί χωριστή ακριβέ τον τέκνου α π ’ τον γονιό! Λ αμ π ρέ ξεμανλιστή της αγνότερης κλίνης τον Υμεναίου! Π ανίσχυρε Άρη! Σ ν π ά ν τα νιε, ζωηρέ, αβρέ κι εράσμιε γ αμ π ρέ, πον με, το ερύθημά σον λιώνεις το άγιο χιόνι που σ κ έπ ει τ ψ ποδιά της Ά ρτεμης! Θεέ ορατέ, πον συγκολλάς τ α αντίθετα, τα κάνεις να φιλιώνται! Π ου όλες λαλείς τις γλώσσες κ αι για κάθε θέμα! Ε σ ύ ασημόπετρα, λυδία λίθος για καρδιές! Να, τώ ρα ο άνθρωπος ο δούλος σου επ αναστατεί. (IV, 3, 378) Κ ι ακόμα: Μ α τι θεός είν ο χρυσός που τον λατρεύουν σε ναόν π ιο χαμη/ιόν κι απ ό γονρνοσταλιό; Ε σύ αρματο'τνεις πλοία, οργισνεις τους αψρσός, ντύνεις μ ε σέβας κ α ι με θάμ ασμ α έναν δούλο! Ζΐό|α σον, κ αι τους άγιους σον πον ακσύν εσένα /τόνον στεφάνουνέ τους με πληγές στους αιώνες τοσν αιώνιον! (V, 1, 45) Νωρίτερα ο Σαίξπηρ είχε πει.: Σ τ α ρεύματα της διαφθοράς τούτου τον κυσμου, μ πορεί της αμ αρτίας το χρυσωμένο χέρι να π α ρ α π ετάει το δίκιο κ αι της παρανομίας τ α λάφυρα συχνά θα δεις να εξαγοράζουν το νόμο. (Ά μλετ, III, 3, 57) (Κ ι αποτελεί τούτο έσχατη ειρωνεία, επειδή λέγεται από έναν κατεξο- χήν αμαρτωλό, διεφθαρμένο και παράνομο, τον βασιλιά Κλαύδιο.) Και στον Ληρ, ο ίδιος ο βασιλιάς - ο κάθε άλλο παρά αθώος στην προηγούμενη ζωή το υ - θα π ει, την ώρα τη ς αυτογνωσίας του: Ο «ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΟΥΛΟΣ» 357 Ο Edmund Kean, Τιμών, 1816. Ν τύσε το έγκλη μα μ ε θώ ρακα χρυσάφι,, κι έσ π α σ ε η σκληρή τον νόμον λόγχη, χωρίς να το πειράζει. (IV, 6, 162) Κ ι ο Αυτόλυκος στο Χ ειμωνιάτικο παραμύθι: Μ ’ όλο π ον η εξουσία είναι κακοκέφ αλη αρκούδα, ω στόσο, συχνά τραβιέται οσί τη μύτη μ ε χρυσάφι. (IV, 3 [4] 786) Και πλείστα άλλα. Δ ε ν πρω τοτυπεί, φυσικά, ο Σαίξπηρ. Α μέτρητοι πριν α π' αυτόν είχαν σ τη - λιτεύσει τον «κίτρινο δούλο», που ενώνει τους ανθρούπους για το κέρδος και τους χωρίζει για το περισσότερο κέρδος... τον «δούλο» που κυβερνάει και διαφθείρει ω ς το κόκκαλο άτομα, κοινωνίες, πολιτείες... τον πλούτο, που δεν 358 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ είναι, παρά «θησαυρός κακοιν, εφόδων ατνχη/.ύτων, χορηγία πονηριάς» (θησαυροφυ λάκιο κάθε κακοί- προμηθευτής όνστυχκάν, χορηγός πονηριάς) ,2 το χρήμα που υ ποδουλώνει, τους ανθρώπους («χρημάτ(αν δούλοι»)3... που γίνεται αιτία αδι κιών («Ούδβις έπ λου τη σε τ α χ έω ς δίκ αιος < ο ι · ) κ α ι θρυαλίδα όλων των πο λέμων («Δια τηρ τω ν χ ρ η μ άτω ν κτησιν π ά ν τ ες οί π όλ εμ οι γίγ ν ον τα ι» ).0' Α τέ λειωτοι είναι, βέβαια, και οι μύδροι της ΓΙαλαιάς και της Καινής Διαθήκης κατά του χρήματος και του πλούτου. Αλλά εντυπωσιακά ταυτόσημος με του Σαίξπηρ στον Τίμωνα είναι ο αφορισμός του χρήματος από τον Σοφοκλή - που τον αγνοούσε, βέβαια, ο Στρατφορδιανός: Δεν φύτρωσε χειρότερη καμιά εφευρεσ?! στον κόσμο σαν το χρήμα. Αυτό γκρεμίζει πόλεις, ανθρώπους ξεσπιτιόνει, δασκαλεύει, και πλανεύει το φρσιαμο μυαλό να κυνηγάει της ντροπής τ α έργα' μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης κ αι να κατέχει μνριες όσες βροιμιές. Ό σοι τέτοιον ανοίγουν δρόμο πληρωμένοι, κ άπ οτε, και. σ τ ψ ώ ρα, πληράη<ονν ακριβά. |Ονδεν y a p άν θρ ω π οισιν οίον άργ υ ρος κ α κ όν νόμισμ εβ λ α σ τε. Ύοντο κ α ι π όλ εις πορθεί, τ ό δ ’ ά ν δρ α ς έξαν ίστη σιν δ ό μ ω ν 2. ΧΙΛ ΩΝ , σε Ortelius, I, σελ. 670, παρ. 6. 3. ΕΥΡΙΙΙΙΔΗ, Ε κ άβ η , 864. 4. ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ, Κ ά λα ξ, 43. 5. ΠΛΑΤΩΝΑ, Φαίδων, 66 C. Κ αι γενικότερα: «Α πό απλη στία γ ια το χρυσάφι κ αι το ασήμι είναι πρόθυμος κ ά θε άνθρω πος να ανέχεται κ ά θε τέχνη κ αι εφεύρεση, έντιμη ή άτιμη, ( ...) κ α ιν α δ ια - π ράττει κάθε όσια και ανοσία πράξη και π έρα γ ια π έρα αισχρή» («διά την του χ ρυ σ ό ν κ α ί ά ρ γ υ ρ ο ν ά π λ η σ τ ία ν π α σ α ν μ εν τέχ νη ν κ α ί μηχανήν, κ α λ λ ιω τ ε κ α ί ά σ χ η μ ο ν εσ τ ερ α ν , έθέλειν ϋ π ο - μενειν π ά ν τ α ανδρα ... κ α ί π ρ ά ξ ιν π ρό,ττειν ό σ ιό ν τε κ α ί ά ν ό σ ιο ν κ α ι π ά ν τ ω ς α ισ χ ρ ό ν » ), Νό μοι, 831 D. Κ αι «.. . κανένα μεγαλύτερο κακό α π ’ αυτό δεν γεννά ο πλούτος και η δύναμη τη ς εξου σίας» («... ού κ α κ υ ν ούδεν μεΐζον γ έν να π δ ο ΰ τ ό ς τ ε κ α ί η τή ς άλ λ η ς εξο υ σ ία ς δύναμ ις» ), Ε π ι στολή Γ 'π ρ ο ς Διονύσιον, 317 D. Πρωτύτερα και ταυτόσημα ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ: « Α ιτία όλοσν αυτών είναι η δίψα γ ια εξουσία α π ό πλεονεξία κ αι φιλοδοξία» («π ά ν τ ω ν δ’ α υ τ ώ ν α ίτιο ν α ρ χ ή διά π λ εο ν εξία ν κ α ί φ ιλ οτιμ ία ν » ), Γ , 82. Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ αντιπαραθέτει τον «πλούτο» των ανατο λικών λαών, που τον θεωρεί «ύβριν», και την «πενία» των Ελλήνων, που είναι «τίσις» (α νταπόδοση) και συνδέεται με την αρετή. Ο «ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΟΥΛΟΣ» 359 τοδ’ εκδιδάοκα και π α ρ α \ \ ύ ο ο α φ ρενας χ ρ η σ τά ς π ρ ο ς α ισ χ ρ ά π ρ ά γ μ α θ ’ ϊστασβαι. βροτω ν' π α ν ο υ ρ γ ία ς δ’ εδειξεν άνθ ρ ώ π ο ις εχειν κα'ι π α ν τ ό ς έργου δυ σσ εβ ειαν είδεναι. "Οσοι δε μ ισθαρνονντες ηνυσαν τάδε, χρόνφ 7τότ έξ επ ρ α ξ α ν ώ ς δούναι δίκην.] e Δύο αιώνες μετά τον Σαίξπηρ, ο Γ κ α ίτε θα πει, με το στόμα του Μ εφι- στοφελή: Τι διάολο! χέρια, πόδια κ α ι κεφάλι κ αι κ... είναι δικ ά σου, ναι, κ αταλ αβ αίνω ' μ α είναι λιγότερο γ ι’ αυτό δικό μον πάλι ό,τι κ αι γ ω γ εμ ά τα απολαβαίνω ; Αν μ πορώ ν’ αγοράσω έφη άλογα βαρβάτα, τη δύναμη τους ό)λη δεν ορίζω τάχα; Σ α σω στός άντρας τρέχω σ τα γεμ άτα ποδάρια δεκατέσσερα σαν να ’χ α 7 Σχολιάζοντας τα δύο χωρία, απ τον Τίμωνα και τον Φ άονστ, ο Μαρξ θα γράψει την δική του ιερεμιάδα: Το χρι'/μα είναι ο μαστροπός ανάμ εσα σ τ ψ α ν ά γ κ ι/και στο αντικείμενο, ανά- ίιεσα στη ζωι/κ αι σ τα μ έσ α της ζωής τον ανθρώ που... Αυτό που μ πορεί να πλη ρώ σει το χρήμα, αυτό ακριβώς είμαι εγώ , ο κάτοχος τον χρίσματος. Οι ιδιόνΐ/ τες του χρι)ματος είναι δικές μου, εμένα τον κατόχου, ιδιότητες κ αι ουσιαστικές δυνάμεις. Έ τσι, αυτό που είμαι κ α ι αυτό που μ πορεί να κ άνω , σε καμ ιά περί π τώ ση δεν κ α θ ο ρ ζετα ι απ ό τ ψ ατομικότητα μσυ. Ε ίμ αι άσχημος, αλλά μ π ο ρώ ν’ αγοράσο) τ ψ π ιο όμορφη γυναίκα. Π ρ ά γ μ α π ον σημαίνει ότι δεν είμαι ά σχημος, γιατί το απ οτέλ εσμ α της ασχτ'ιμιας, η απω θη τική της δύναμ?], εξουδε- τεριάνεται απ ό το χρύ;μα. Ε ίμ αι κουτσός, αλλά το χρήμα μαύ προμηθεύει είκοσι τέσσερα πόδια. Κ α τ ά συνέπεια, δεν είμαι κονπσός. Ε ίμ αι κακός, αννπόλϊ/πτος, ασννείδιμος κ αι κοντός άνθρωπος, το χρήμα, όμως, είναι ευυπόληπτο, και το ί διο κ αι ο κάτοχός τον. Το χρήμα είναι το μεγαλύτερο καλό, κ α τ ’ ακολουθία και 67 6. Αντιγόνη, σ τ . 295-303, μετάφραση Κ . X . Μύρης. Εταιρεία Σπουδών, 1980. 7. Φ αουστ, μετάφραση Κ. Χατζοπουλου, Ελευθερουδάκης, 1929, σελ. 107. 360 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε ΞΟ ΥΣ Ι Α Σ Ο Τίμων τ ο ν Andre Morelt. O ldV ic, 1952. ο κάτοχός του είναι καλός. Ε πιπρόσθετα, το χρήμα με γλυτώνει απ ό τον κόπο να είμ αι ανυπόληπτος, έτσι υπολογίζομαι για τίμιος κ αι ειλικρινής. Ε ίμ α ι άμνα λος, αν όμως το χρήμα είναι ο πραγμ ατικός νους όλων των πραγμάτοον, π ώ ς εί ναι δυνατό ο κάτοχός του να είναι άμυαλος; Κ ά τ ι περισσότερο, ο κάτοχος τον χρήματος μ πορεί ν’ αγοράσει έξυπνους ανθρώπους για λσγαριασμό του. Σσνε π ώ ς έχει εξουσία πάνω σε έξυπνους ανθρώπους, εξυπνότερους από αυτόν. Με το χρτ'ιμα μ πορώ να έχω κάθε τ ι π ου επιθυμεί η ανθρώπινϊ] καρδιά. Δεν είμαι έτσι κάτοχος όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων; Δεν αντιστρέφει, λοστόν, το χρήμα όλες μου τις ανικανότη τες σε ικανότητες; ( ...) Το χρήμα είναι ο δεσμός όλοαν των δεσμο'νν. Ε ίν αι η καθολική πόρντγ ο καθολικός μαστροπός ανθρώπων κ αι εθνο'τν. Ε ίν αι η αλλοτριωμένη ικανότη τα τον ανθρώπινου γένους».68 8. Οικονομικά κ α ι φιλοσοφικά χειρόγραφα, 1844, μετάφραση Μπ, Γραμμένου, Γλάρος, 1975, σελ. 162-165. Ο «ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΔΟΥΛΟΣ» 36) 1 ιατί όμως ο Σαίξπηρ απολύθηκε σ ’ αυτή την καταπελτική επίθεση ενα ντίον του χρήματος, και μάλιστα τη στιγμή που βρισκόταν στο απόγαιο τη ς δόξας του και είχε πια κοινωνική επιβολή και οικονομική άνεση;9 Για τί ανέ- τρεξε σ τη μορφή του Τίμωνα, αντλώντας την α π ’ τον Πλούταρχο (Β ίος Α λ κιβιάδον) και τον Λουκιανό ( Τίμων ή Μ ισάνβρωπος); Το έργο χρονολογείται μεταξύ 1605 και 1608, είναι δηλαδή περίπου «συ νομήλικο» με τον Ληρ (1605-1606) και συγγενεύει μαζί του στο αφετηριακό θέμα τους: την αχαριστία - των θυγατέρων εκείνου, των φίλων ετούτου. Εξαιτίαε τ η ς, ο Ληρ χάνει θρόνο και, λογικά, ο Τίμων χάνει την π ίστη του στον άνθρωπο και, ειδικά, στην ανθρούπινη φιλία, που για εκείνον α ποτε λούσε βάθρο τη ς ζωής του.101Αν ο Ληρ (νόμιζε π ω ς) ήταν ο ((απόλυτος βα σιλιάς», ο Τίμων ήταν (πραγματικά) ο απόλυτος φίλος. Και καταρρέει και μανιάζει, όχι επειδή χάνει το βιος του, αλλά επειδή προδίνεται αισχρά α π’ τους φίλους, που τους είχε τόσο απλόχερα ευεργετήσει. Ο απέραντα φιλάν θρωπος μεταμορφώνεται σε ακράτητα μισάνθρωπο. Α λλά η βαθύτερη αιτία τη ς αχαριστίας είναι ακριβώς η χριηματολαγνεία και η ιδιοτέλεια. Και μάλιστα, σε μια κοινωνία διεφθαρμένΐι, ά σω τη, συμφερο ντολόγα, σάπια από τους ανώτατους ω ς τους κατώτερους.12 Η Αθήνα του Τίμωνα δεν διαφέρει από την Δανία του Ά μλετ, α π’ το βασίλειο του Ληρ, α π ’ το Δουκάτο του Μ ε το ίδιο μέτρο. Και βέβαια, δεν διαφέρει κι α π ’ την αγγλι κή κοινωνία του Ιάκωβου Α' - κοινωνία όπου κυριαρχούσαν οι νεόπλουτοι και οι άρπαγες. Και ίσως είναι αυτή η «περιρρέουσα» κοινωνική κατάσταση που παρακίνησε τον Σαίξπηρ να γράψει το έργο τούτο. Ο ποιητής βλέπει, όλο και πιο έντονα, π ω ς το χρήμα αποτελεί μια τρο μερή άτυπη εξουσία, που τη ς είναι ολότελα άγνωστα το αίσθημα και οι ευαι σθησίες, η ηθική και η λογική, η ανθρωπιά και η ανθρώπινη συμπάθεια. Μια 9. Είχε ήδη ονομαστεί G entlem an, ήταν συνιδιοκτήτης του θεάτρου Globe από το 1599, είχε αποκτήσει οικόπεδα και κτήματα στη γενέτειρα του, καθώς και το New P lace, το δεύ τερο μεγαλύτερο οικοδόμημα του Στράτφορντ. 10. Οι Πέρσες -κατά τον Ξενοφαύντα- θεωρούσαν, δίκαια, π ω ς « τ ψ αχαριστία ακολοιϋεί η αναισχυντία, π ου οδηγεί τους ανθρώπους σε όλες τις άθλιες πράξεις» |«*Επ ε σ θ α ι δε δ ο κ εϊ μ ά λ ι σ τ α τη α χ α ρ ισ τ ία , ή άν α ισ χ υ ν τ ία ' κ α ι y a p αυτή μ εγ ίσ τη δ ο κ εϊ είν αι επ ί π ά ν τ α τά α ισ χ ρ ά ή γ εμ ώ ν » ), Κάρου Π αιδεία, A , II, 7. 11. Σημαντικές, βέβαια, είναι και οι διαφορές των δύο ηρώων: ο Αηρ αφανίζεται από την αρχο- και εγω-μανία του, ο Τίμων από την καλοσύνη, τη φιλία και τη γενναιοδωρία του. 12. Όχι όμως και ω ς τους κατώ τατους: οι μόνοι που δεν απαρνιούνται τον Τίμωνα ε ί ναι οι υπηρέτες του. Β λ . πιο πάνω «Ο Λ αός», σελ. 316 επ. 362 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ εξουσία που είναι ο μέγας αυτοσκοπός των κατόχων τη ς. Κ αι που γίνεται α κόμα πιο ανθρωποβόρα όταν συμμαχήσει με την υλική, θεσμική εξουσία. Χρόνια και χρόνια, ο Σαίξπηρ είχε διεκτραγωδήσει τα εγκλήματα που προκαλεί η αρχολαγνεία, η τυραννία, η εγωπάθεια κτλ. ίαντού, βέβαια, διέ- κρινε (στο παρασκήνιο ή και στο προσκήνιο) τον σύνεργό τους: την απλη στία. Και τώρα, τη ς αφιερώνει ένα από τα τελευταία έργα του, για να εικο- νίσει συμβολικά τους άθλους αυτού του δούλου-αφέντη, τη ς χρηματοδουλείας, που συχνά εξω θεί τα θύματά τη ς στην έσχατη απόγνωση, στην απάρνηση των πάντων, στο « Τ ίπ ο τα πον θα μου τ α φέρει όλα», όπως λέει ο Τιμών, λίγο πριν απ’ την αυτοχειρία του (V, 1, 180). ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ Ο κλόουν το υ Ε ρρίκου Η W ill Somers π ρ ο σ π α θ εί τ ο ν κ ά κ ον ν α ευθυμήσει τσν «κύριό» τον. Ο β ασικός κλόουν του σαιξπηρικού θιάσου W illiam K em pe, π ο υ εχει «γράψει ιστορία» γ ια το κ α τ ο φ ω μ ά τ ο ν ν α π ά ει χορεύοντας α π ό το Λονδίνο σ τ ο Norwich μ έσ α σ ε εννέα μέρες χορού κ α ι δεκ ατέσ σ ερις α ν άπ αυ σ η ς (1599). Τ Ρ Ε Λ Α Κ Α Ι Τ Υ Φ Λ Ω Σ Η 12 Δ Ε Ν υπάρχει σχεδόν έργο του Σαίξπηρ όπου να μην κυκλοφορούν ((τρελοί». Α λλά ο όρος fools έχει πολύ πλατιά σημασία. Τα πρόσωπα που χαρακτηρί ζονται έτσι μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: στους κωμικούς τρελούς και τους τραγικούς τρελούς. α. Κ ω μ ικ ο ί τρεΛΟΐ (F o o ls, C low n s,34Jesters) Αυτοί οι λαϊκοί κωμικοί τύποι έχουν αρχαιότατη γενεαλογία: Προπάπποι τους ήταν οι μίμοι του ελληνικού μιμοθεάτρου, αλλά και οι πονηροί ή χαζοί δούλοι τη ς αττικής κωμωδίας, οι τύποι τη ς ατελλανής φάρσας και των κ ω μωδιών του Πλαύτου και του Γερόντιου (στα λατινικά τούς ονόμαζαν και Joculator ή Jocularis). Τ η σκυτάλη πήρε το Βυζάντιο με το μιμοθέατρό του, το μόνο θεατρικό είδος που επέζησε ω ς το τέλος τη ς Αυτοκρατορίας.3 Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν Iogleor και αργότερα Jo n gleu rs (Ju gglers στην Λγ γλία). Και σ ’ όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες οργανωνόταν την Πρωτοχρονιά ή την άνοιξη η «Γιορτή των τρελών». Σ το σαιξπηρικό θέατρο, η κατηγορία αυτή χωρίζεται σε τρία είδη: 1) Λ αϊκοί κωμικοί τύποι, απλοϊκοί, άξεστοι, κουτοπόνηροι, φαρσικοί, που, με τις αφέλειές τους, προσθέτουν κω μ ικές νότες ακόμα και στις τραγωδίες. 1. Β λ . ΕΡΑΣΜΟΣ (1509), SOM ERVILLE (1929), W ELSFO RD (1935), O RW ELL (1947), GOLDSMITH (1955), LER N ER (1963), K AISER (1964), K E T T L E (1964), BEVINGTOM (1968), W EINM AN (1978), W IL E S (1987), Α Λ ΕΞ Α Ν Δ Ρ0Ι10ΤΛ 0Σ (1996). 2. Πιθανότατα, από το «clod» = χαζός, αγροίκος. 3. Β λ . Μ. ΙΙΛΩΡΙΤΗ, Μίμος κ α ι μι/ιοι, Κ αστανιώ της, 1990, και Το Θέατρο στο Β ιζάντιο, Κ αστανιώτης, 1999. 4. Γνω στότερη, η γαλλική Fete des fous, όπου γραφείς των δικαστηρίων και διάκοι, με ταμφιεσμένοι, έμπαιναν στην εκκλησία μ ’ επικεφαλής τον αρχηγό τους !L ' eveque ή L e pape des fous), με άσεμνους χορούς και τραγούδια. (Η γιορτή καταργήθηκε το 1547 , Σ · νέχεια τη ς η Fete des sots, όπου έπαιρναν μέρος μόνο λαϊκοί. Ο αρχηγός τους .νοιαζόταν Prince des Sots, ο υπαρχηγός Mere sotte. Α π ’ αυτούς βγήκε το κωμικό είδος Saties. 366 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Κυριότεροι εκπρόσωποι του είδους οι μαστόροι στο Ό ν ειρ ο , ο Σαχλότος στον Έ μ π ο ρ ο τ η ς Β ε ν ε τ ία ς , ο Τρίνκουλος στην Τ ρ ικ υ μ ία , αλλά και ο Πορτιέρης στον Μ άκβεθ. 2) Λ α ϊκ ο ί θυμό σο φ οι, που διαθέτουν κρίση και βιοτική πείρα πολύ ανώ τε ρη α π ’ τους ((σοβαρούς» και τους άρχοντες και που δεν διστάζουν να τους ει ρωνευτούν και να τους οικτίρουν. Τέτοιος είναι ο T ouchstone στο Ό π ω ς σας α ρ έσ ει. Α λλά κορυφαίος του είδους σ τέκει ο Νεκροθάφτης, που ακόμα κι ο Ά μ λ ετ παραδέχεται τη σοφία του. Ό μ ω ς, και ο Θερσίτης του Τ ρ ω ίλ ο ς κ α ι Χ ρ ν σ ίδ α παίζει ρόλο fool. 3) « .Ε π α γ γ ε λ μ α τ ί ε ς » clo iv n s ή fo o ls , γελωτοποιοί, ((τζουτζέδες» (jesters), προσκολλημένοι σε κάποιο αρχοντικό, για να διασκεδάζουν τους ((αφέντες» τους με τα χωρατά και την ελευθεροστομία τους. Συνήθως, σχολιάζουν, σαρ κάζουν, ελεεινολογούν ακόμα, με ευθυκρισία και παρρησία, έτσι που μπορούν να θεωρηθούν ένα είδος μονοπρόσωπου κωμικού Χορού. Οι clow ns αυτοί πλημμυρίζουν τις αυλές, τη λογοτεχνία και το θέατρο του Μεσαίωνα. Α π ’ τους σαιξπηρικούς, ο πιο χαριτωμένος είναι ο Φ έσ τα ς τη ς Δ ω δ έ κ α τ η ς νύχτας, και ο σοφότερος κι εξοχότερος ο Τρελός του Ληρ. Με τους απλοϊκούς κωμικούς (του πρώτου είδους) διασκεδάζουν οι άλλοι, ενώ οι θυμόσοφοι και επαγγελματίες (του δεύτερου και τρίτου είδους) γελά νε με τα ελαττώ ματα, τα λάθη, τις ανοησίες των άλλων. Σ τις κω μ ω δίες, αυτοί οι clow ns ή fools πλουτίζουν, εντείνουν, βαθαίνουν το κωμικό στοιχείο. Σ τις τραγωδίες και στα ιστορικά δράματα, ((αλαφραί νουν», φαιδρύνουν για λίγο την ατμόσφαιρα. Α λλά, προπάντων, με τη σά τι ρά τους για τους ήρωες και για τη ζωή γενικότερα δίνουν μιαν άλλη διάστα ση στα δραματικά δρώμενα, προβάλλοντας την κωμική και μάταιη ουσία τους. « I I τ ρ έ λ α , κ ύ ρ ιε , γ υ ρ ίζε ι παντού) τον κ ό σ μ ο κ α ι φ ω τ ίζ ε ι τ α π ά ν τ α , ό π ω ς ο ή λ ιο ς » , λέει ο Φ έστα ς (Δ ω δ έ κ α τ η νύχτα, III, 1, 38).5 67 5. Το όνομά του το αποδίδει ο Σκουλούδης «Λυδίας» και ο Ρωτάς « Ασημόπετρας». 6. Όταν ο Όλμπανυ κατηγορεί την Ρεγάνη π ω ς έχει στον νου τ η ς να παντρευτεί τον σατανικό Έ ντμοντ, εκείνη του αποκρίνεται ειρωνικά: «/esters do oft p rove prophets» (/Ίηρ, V, 3, 31). Ο Ρ ώ τα ς μεταφράζει: «Συχνά τ ’ ασ τεία γίνονται αλήθειες». Α λλά, στην εδώ περί στά ση, ταιριάζει περισσότερο η π ιο π ίσ τ η μετάφραση: «Συχνά οι τζουτζέδες αποδείχνονται προφήτες». 7. Αυτοί οι ((επαγγελματίες» clowns φοράνε συνήθως ρούχο πολύχρωμο ή φτιαγμένο από μικρά ρετάλια κάθε χρώματος, οπούς οι Αρλεκίνοι τη ς Commedia dell arte. Ο Ιάκωβος του Ό πω ς σας αρέσει χαίρεται που συνάντησε στο δ ά σ ο ς έναν «παρόαλοντυμένο τρελό» («Λ motley fo o l» , II, 7, 12). Ω ς σήμερα, η λέξη «m otley» σημαίνει το παρδαλό ρούχο των γελωτοποιών. Τ Ρ Ε Λ Α ΚΑΙ ΤΥΦΛΩΣΗ 367 Ο Δ η μ ή τριμ Χορν, Φ έστας, μ ε τ ψ Β ά σ ω Μ ανωλιΰου, Β ιόλα, κ α ι τ ψ Μαέιρτ] Α ρώ νη, Ο λίβια, στην «Δ ω δ έκ α τη νύχτα ». Σ κη νοθ εσία Ρ . Μόρντο. Θ ίασος Μ ανω λίδον — Λρόενη - Χορν. 1945. 1 ενικότερα, ά λλω στε, ο Σαίξπηρ βλέπει συχνά τον κόσμο, την ανθρωπό τη τα , τη ζωή σαν μια τεράστια σύναξη τρελών, δοσμένων σ ’ ένα κωμικό τραγικό χ ο ρ ο σ τ ά σ ι: από τον Πουκ, που αναφωνεί « Μ α τ ο Θ ε ό , τ ι τρ ε λ ο ί είν α υ τ ο ί οι θ ν η τ ο ί!» ( Ό ν ειρ ο , III, 2, 115) ω ς τον παραλογισμένο Ληρ, που ανακα λύπτει π ω ς ο κόσμος είναι μια « μ ε γ ά λ η τ ω ν τρ ελ ώ ν σ κ η ν ή » ( I V , 6 , 1 8 0 ) . Ω σ τ ό σ ο , η τρ έλ α είναι μια ά λλ η α π ελ ε υ θ έ ρ ω σ η . Ο Μ ελ α γ χ ο λ ικ ό ς Ι ά κ ω βος π ο θ εί τ ο ρούχο το υ τρελού, επ ειδ ή : ... τ ’ ανέμου θέλω τ η λ ευ τερ ιά , τ ψ ε ξ ο υ σ ία ν ’ ανε/ιο δέρνω όποιον μ ’ α ρ έ σ ε ι' η τ ρ έ λ α τ α ’ χει α υ τ ά . Ό σ ο υ ς π ιό τ ε ρ α η τ ρ έ λ α μ ο ν θ α τ σ ο ύ ζ ε ι , π ιό τ ε ρ ο θ α γελούν. ( Ό π ω ς σ α ς α ρ έσ ει, II, 7, 17) Α υτή ακριβώς είναι η λειτουργία των τρελών: μέσα α π ’ τα χωρατά να λένε τις πιο οδυνηρές αλήθειες, που οι «γνω στικοί» δεν τις ξέρουν ή δεν τις ομολογούν. Τρεις Τρελοί για τον ((Βασιλιά Ληρ»; Α ριστερά, Anthony Sher. Στράτφορντ, 1982, Δεξιά, Alec Guinness. Λονδίνο, Old Vic, 1946, Ε υάγγελος Μαμνας. Εθνικό Θέατρο, 1938. Ο διαση μότερος Ά γ γλος κλόουν Joseph Grimaldi. Κ α ρ τ α , 1833. Τ Ρ Ε Λ Α ΚΑΙ ΤΎΦΛΩΣΗ 369 β . Τ ρ α γ ικ ο ί τρελοί Α ν κ α ι σ υ χ ν ά α π οκα λούντα ι κ ι α υτοί fo o ls (π ο τ έ c lo w n s ’), η φ ύ σ η τ η ς τρ έλ α ς το υ ς κ α ι η δρ α μ α τικ ή υ π ό σ τ α σ ή το υ ς είναι ο λό τελ α δ ια φ ο ρ ετικ ές α π ’ τ η ς π ρ ο η γο ύ μ εν η ς κ α τ η γ ο ρ ία ς. Χ ω ρ ίζ ο ν τ α ι κ ι α υ το ί σ ε δύο είδ η : 1) Ά ν θ ρ ω π ο ι λ ο γ ικ ο ί π ο ν παραφ ρονούν ύ σ τ ε ρ α α π ό έναν ισχυ ρό κ λ ο ν ισ μ ό (ε κ τ ό ς α π ό fo o ls , ονομάζονται m a d , lu n a tic s , fa r g on e —φ ευ γ ά το ι—, d istra c te d - σα λ εμ έν ο ι). Τ έτο ιο ι είναι ο Λ ηρ μ ε τ ά τη ν « έ κ π τ ω σ ή » το υ , η Ο φ η λ ία μ ε τ ά τον φόνο το υ π α τέρ α τ η ς , α λ λ ά κ α ι η Λ α ίδ η Μ ά κ β ε θ μ έ σ α σ τ η ν α π ο μ ό ν ω σ ή τ η ς α π ' τον άντρα τ η ς κ α ι συνένοχό τ η ς . 2) Ά ν θ ρ ω π ο ι λ ο γ ικ ο ί π ο ν υ π ο κ ρ ίν ο ν τα ι τ ο υ ς τρ ελ ο ύ ς, γ ια να κρύψουν τ ι ς σ κ έ ψ εις το υ ς κ α ι τ α σ χ έδ ιά το υ ς -όπ ω ς ο Ά μ λ ε τ - ή γ ια ν ’ αποφ ύγουν κάπ οιο θανάσιμο κίνδυνο - ό π ω ς ο Έ ν τ γ κ α ρ στον Λ η ρ . Α υ το ί είναι ((τεχ ν η το ί τρελοί» ( « m a d i n c r a f t » ) , που α π οτελο ύ ν μιαν ά λλη εκ δ ο χ ή τ ω ν α μ έτ ρ η τ ω ν μ ε τ α μ ο ρ φ ώ σ ε ω ν τω ν σ α ιξπ η ρ ικ ώ ν π ρ ο σ ώ π ω ν . Ο π ω ς οι τρελοί διακρίνουν τ η ν α λή θεια κ α λ ύ τερ α α π ’ το υ ς γ ν ω σ τ ικ ο ύ ς , έ τ σ ι κ α ι οι σ α ιξπ η ρ ικ οί τυφ λοί ((β λέπ ου ν» συχνά τη ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α κ α θ α ρ ό τ ε ρα π α ρά τον καιρό που είχαν τ α μ ά τια τ ο υ ς , α λ λ ά κ α ι κα θ α ρ ό τερ α α π ό ε κ ε ί νους που έχουν τη ν όρασή το υ ς. Ο Γ κ λ ό σ τ ε ρ στον Λ η ρ , μόνο αφού τυ φ λ ώ ν ετ α ι α π ’ τον Κόρνουολ, τον άντρα τ η ς Ρ εγ ά ν η ς, ((ανοίγει τ α μ ά τια το υ » στον κ ό σμο κ α ι τον εα υ τό το υ . « Σ α ν έ β λ ε π α , όλο σ κ ό ν τ α β α » , λ έ ε ι (IV, 1, 19). Σ κ ό ν τ α 37° Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ β ε , ό π ω ς κ ά θ ε δυνα τός και. π λού σ ιος που « θ έ λ ε ι ν α μ ψ ιδεί, γ ι α τ ί δε ν ιώ θ ε ι» (IV, 1, 67). Κ ι ο Λ ηρ θα τον «παρηγορήσει»: « Μ π ο ρ ε ί ν α ιδ εί κ α ν ε ίς π ώ ς π ά ε ι ο κ ό σ μ ο ς χ ω ρ ίς μ ά τ ι α » (IV, 6, 148). Κ α ι π ρ α γ μ α τ ικ ά ο 1'κ λ ό σ τερ β λ έ π ε ι μ ε το υ νου τ α μ ά τια . Α νά λογη μ ε του ’κ λ ό σ τ ε ρ , α λ λ ά τα υτόχρ ονα κ α ι δ ια φ ορ ετικ ή , είναι η π ε ρ ίπ τ ω σ η το υ Ο ιδίπ οδα , οσο ο Ά γ γ λ ο ς ά ρχοντας όσο κ ι ο Θ η β α ίο ς β α σ ι λ ιά ς, όσο είχαν τη ν όρασή τ ο υ ς , δεν έβ λ επ α ν γ ύ ρ ω το υ ς κ ι εν τ ό ς το υ ς. Α π ’ τη ν ά λλ η ό μ ω ς , η διαδ ικα σία τ η ς τ ύ φ λ ω σ ή ς το υ ς είναι α λ λ ιώ τ ικ η : Ο Ο ιδί π ο υ ς τυ φ λ ώ ν ετ α ι μόνος το υ γ ια να μη β λ έ π ε ι τ η φρίκη του εα υ το ύ το υ . Ο ά κ λ ό σ τερ τ υ φ λ ώ ν ετ α ι α π ό ά λλους κ α ι, τυ φ λ ό ς, α ν α κ α λ ύ π τ ει όσα α γνοούσε. ] Υα τον Ο ιδίπ οδα η α υ τ ο τ ύ φ λ ω σ η α π ο τ ε λ ε ί α υ το τιμ ω ρ ία ( έ σ τ ω κ ι αν είναι « ά φ τα ιγ ο ς μ ια ρ ό ς» ), α λ λ ά κ α ι φ υ γ ή σ τ ο σ κ ο τά δ ι που κ ρ ύ β ει τ ι ς μ ια ρ ό τ η τ έ ς το υ . I Υα τον ά φ τα ιγ ο ε π ί σ η ς Γ κ λ ό σ τ ε ρ είναι μ α ρ τύρ ιο, που ω σ τ ό σ ο του ξα νοίγει ά γ ν ω σ τ ο φ ω ς . Ο ι μ ά γ ισ σ ες του Μ ά κ β ε Β διαστρέφουν τη ν ο π τ ικ ή π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α : « Τ ’ω ραίο είΤ ά σ κ η μ ο , τ ' ά σ χ η μ ο ε ίν ’ ω ρ α ίο » (I, 1 , 11). Ο Σ α ίξ π η ρ δ ια β λ έπ ει τ ι ς ο υ σ ια σ τ ικ έ ς π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ ε ς π ίσ ω α π ’ τ α σ τ ε ρ ε ό τ υ π α : η τρ έλ α λ ο γ ικ εύ ε τ α ι, η λο γ ικ ή π α ρ α λ ο γ ίζετα ι - η όραση είναι α ό μ μ α τη , η τ ύ φ λ ω σ η διορα τική. «Ο τ ρ ε λ ό ς θ α ρ ρ εί π ω ς ε ίν α ι γ ν ω σ τ ικ ό ς , μ α ο γ ν ω σ τ ικ ό ς ξέρ ει π ω ς ε ίν α ι τ ρ ε λ ό ς »» Ό λ α α ν τισ τρ έφ ο ν τα ι γ ύ ρ ω σ τ ο « είν α ι» κ α ι τ ο « μ η είν α ι» , σ τ ο « είν α ι» κ α ι τ ο « φ α ί- ν εσ θ α ι» , γ ύ ρ ω σ τ η ν τρ έχ ο υ σ α , σ υ μ β α τ ικ ή εικόνα το υ κόσμ ου. « Λ ε ν υ π ά ρ χ ει σ κ ό τ ο ς , π α ρ ά ά γ ν ο ια » . Κ α ι « η ά γ ν ο ια ε ίν α ι? ] κ α τ ά ρ α τ τ / ς α ν θ ρ ω π ό τ η τ α ς » . Κ α ι, α υ τά , τ α λ έν ε τ ρ ε ις « τ ρ ελ ο ί» , που κ ά θ ε ά λλο πα ρά τρελοί είν α ι... 8. Touchstone, Ό π ω ς σας αρέσει, V, 1, 30. 9. Φέστας, Δ ω δ έκ ατη νύχτα, IV, 2, 42. 10. Θ ερσίτης, Τρωίλος και Χρνσίδα, II, 3, 25. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Π Η ΓΕΣ ΑΚ ΙΝ Α ΤΗ Σ Θωμάς (Thom as Aquinas), De regno ή De regimine pnncipum , 1266, έκδ. λατινικά και αγγλικά σε A. Ρ. d ’Entreves, Aquinas: Selected Political W ritings, Τορόντο, 1949. Πολιτικά, μ ε τά φ ρ α σ η σ τ α λ α τιν ικ ά α π ό το ν W illia m d e M o e rb e c k e Α Ρ ΙΣ Τ Ο Τ Ε Λ Η Σ , ( c . 1 2 6 0 ), σ τ α γ α λ λ ικ ά α π ό το ν N ic o le O re s m e (1 2 7 1 -1 2 7 4 ) κ α ι ξα νά σ τ α λ α τ ι νικά α π ό το ν R . B o l g a r (1 4 3 8 ). Α ΥΓΟ ΥΣΤΙΝ Ο Σ Άγιος, D e civitate Dei, 4 1 3 -4 2 6 . AYLM ER J o h n ,An Harborowe for Faithful and Trewe Subjects, 1559. BAN CRO FT R i c h a r d , A Survey o f the Pretended H oly Discipline, 1593. BANDELLO Matteo, Novelle, γαλλική μετάφραση Fr. de Belleforest (1565), απ’ ό που η αγγλική μετάφραση του Geoffrey Fenton (1567). BOCCACCIO G io v a n n i, Decamerone (1 3 4 9 -1 3 5 1 ). BOCCACCIO G io v a n n i, De casibus virorum illustrium, c . 1350, α γ γ λ ικ ή μ ε τά φ ρ α σ η Lydgate, Falls o f Princes (1 4 5 4 ). Jo h n BODIN J e a n , Les six Imres de la republique, 1576, α γ γ λ ικ ή μ ε τ ά φ ρ α σ η ( ; ) , 1606. BO SW ELL-ST O N E W . G. ( ε π ι μ .) , Shakespere’s Holinshed. The Chronicle and the H i storical Plays Compared, 1896. BRIGHT Tim othy, A Treatise o f Melancholic, 1586. BRO K ET T . , Shakespeare’ s Plutarch, 1909. BULLOUGH Geoffrey (επιμ.), Narrative and Dramatic Sources o f Shakespeare, 8 τόμοι, Λονδίνο, 1957-1975. BLRTON R o b e r t,The Anatomy o f Melancholy, 1621. Certain sermons or Homilies, 1547, με προσθήκες, 1563, 1574. CINTHIO (Giovanni Battista Giraldi), Hecatomrnithi, 1565. COLLANZ L. ( ε π ι μ .) , The Shakespearean Classics, 19 0 7 -1 9 1 3 . CRA W LEY Robert, The W ay to W ealth, Λονδίνο, 1550. Όπου αναφέρονται περισσότερες εκο'όσεις του ίδιου έργου, σημειώνεται με αστερίσκο (*) η έκδοση όπου παραπέμπουμε. 374 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ D ANIEL Samuel, The F irst Fow re Bookes o f the Civil W arrs between the two Houses o f Lancaster and Yorke, Λονδίνο, 1595, 1601, 1609. DANTE A LIG H IERI, De M onorchia, 1 310-1313. The Tree o f Commonwelth, 1509. D U D LEY S ir E d m u n d , E LYO T Sir Thom as, The Boke [book] Named The Governor, 1531, επιμ. S. E , Lehm - berg, Λονδίνο, 1962. ΕΡΑ ΣΜ Ο Σ, Encomion moriae (1 5 0 9 ), μετάφραση Στρ. Τσίρκα, Μωρίαςεγκώμιαν, 1970. ΕΡΑ ΣΜ Ο Σ, Institutio principis christiani (1516), μετάφραση L. Κ. B o m , The E d u ca tion o f a Christian Prince, Νέα Υόρκη, 1936. Θ ΟΥΚΥΔΙΔΗ Σ, Ισ το ρ ίη ι, α γ γ λ ικ ή μ ε τά φ ρ α σ η T h o m a s N ic o lls , 1550. FABYAN Robert, New Chronicles o f England and F ran ce, 1516. FO R TESCU E John, De laudibus legum Angliae, 1470. F O X E John, Actes and Monuments o f the Book o f M artyrs, 1565. FROISSART Jean, Chronicle, α ' έκ δ . χ ω ρ ίς χρ ο νο λο γία , β ' έκ δ . 1605, α γ γ λ ικ ή μ ε τ ά φ ρ α ση 1525. GREG W . W . , Dramatic Documents form the Elizabethan Playhouses, 2 τ ό μ ., 1931. GRIFFITHS Jo h n ( ε π ι μ .) , The Two Books o f Homilies appointed to be read in Churches, Οξφόρδη, 1859. GUTTMAN S., The Foreign Sources o f Shakespeare’s W orks, 1947. H A LLE E d w a r d , The Union o f the Two Noble and lllustre Fam ilies o f Lancaster and Yorke (H a ll’s Chronicle), 1548, επιμ. H. Ellis, Μένστον, 1970. HAYWARD Sir John, Life o f H enry I V , 1599. HENSLOW E Philip, Diary (1 5 9 2 -1 6 0 3 ), ε π ιμ . W . W . Greg, H en sloioe’s Diary, 2 τ ό μ ., 1 9 0 4 -1 9 0 8 κ α ι H ensloiue’s Papers, 1907. HEYWOOD Thomas, Apology fo r Actors. Containing three briefe Treatises: 1. Their Antiquity. 2. Their Ancient Dignity. 3. The T ru eU se o f their Quality, 1611-1612. HOLINSHED Raphael, Chronicles of England. Scotland and Ireland (Λονδίνο), 1577, 1587, έκδ. J. Hooker, H. Ellis, 6 τόμ., Λονδίνο, 1 8 07-1808. An Hom ilie Agaynst Disobedience and W ulful Rebellion, Λονδίνο, 1570. HOOKER R i c h a r d , E ight Books o f Law s o f Ecclesiastical Polity. 1 5 93-1594. JAM ES I K i n g , Basilikon Doron, Εδιμβούργο, 1599, Λονδίνο, 1603, ανατύπωση από την έκδ. 1599, Μένστον, 1962. JAM ES I King, The Trew Law o f F ree Monarchies, ε π ι μ . C. Mcllwain, 1918. LEN N O X Charlotte, Shakespeare Illustrated, 1753 (η πρώτη μελέτη για τις πηγές του Σαίξπηρ). LIPSIUS J u s t u s , Sixe Bookes o f P o litic k s or Civil Doctrine (1 5 8 9 ), μ ε τ ά φ ρ α σ η α π ό τ α ο λ λ α ν δ ικ ά , 1594, LYDGATE John, βλ. Boccaccio, De casibus... M ACHIAVELLI Nicolo, II Principe, 1513 (γ ν ω σ τό στην Αγγλία από το 1534). M ACHIAVELLI Nicolo, Discorsi sopra la prima decadi di Tito Livio (1513-1520), μετά- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 375 φ ρ ά ση . Κονδύλη, Διατριβές πάνω στην πρώ τη Δ εκάδα τον Τίτου Λίβιον, Αθήνα, 1971. MARSIGLIO (ή MARSILIUS) DA PADOVA, Defensor p ads, 1324. M iroure [mirror] fo r M agistrates, The, 1559 (συμπλ. 1563, 1574, 1587, 1610, εκδότες William Baldwin, George Ferres, Thomas Sachkville κ.ά.), επιμ. L. B. Cam bell, Καίμπριτζ, 1938, 1960. MONTAIGNE Michel de, Essais (15 8 0 , 1595), μ ε τ ά φ ρ α σ η G. Florio, 1600 ή 1603. MORE T h o m a s , History of Richard I I I (1 5 1 3 ). MORE Thomas, Utopia (1 5 1 6 ), λ α τιν ικ ά . MUIR Kenneth, Shakespeare’s Sources, 1957. NICOLL Allardyce και Josephine (ε π ι μ .), H olinshed’s Chronicle, as used in Shakespeare’s Plays, Αονδίνο, 1927. OCKHAM William o f, Breviloquium de principatu tyrannico (1 3 3 0 ;). ΟΜΗΡΟΣ, α γ γ λ ι κ ή μ ε τ ά φ ρ α σ η Ιλ ιά δ α ς ( ΐ - Χ ) , A r t h u r H a ll [1581) κ α ι G e o rg e C h a p m a n (I, II, V II-X ) (1 5 9 8 ), γ α λ λ ικ ή μ ε τά φ ρ α σ η όλου το υ έ π ο υ ς , Η . S afel κ α ι Α . J a m y n (1 5 8 4 , 1597). PARSONS Robert, A Conference About the Next Succession to the Crown o f England, Αονδίνο, 1594. Π Λ Ο ΥΤΑ ΡΧΟ Σ, Him π α ρ ά λ λ η λ ο ι, γ α λ λ ικ ή μ ε τ ά φ ρ α σ η J a c q u e s A m y o t (1 5 5 9 ), α π ’ ό π ο υ η α γ γ λ ι κ ή μ ε τ ά φ ρ α σ η το υ S ir T h o m a s N o rth (1 5 7 9 ). ΡΟΝΕΤ J o h n , A Short Treatise on Politic Power, 1556. PUTTENHAM George, The Arte o f English Poesie, 1589. RALEIGH S ir W a l t e r , H istory o f the W orld, 1614. SEN EC A L u c i u s A n n a e u s , Troas, Thyestes, Hercules furens, α γ γ λ ικ ή μ ε τά φ ρ α σ η J a s p e r H e y w o o d (c . 1560). SMITH S ir Thomas, De Republica Anglorum, 1583, ε π ιμ . M. Dewar, Καίμπριτζ, 1982. STOW John. A Summarie o f Englyshe Chronicles, 1565, 10 εκ δ ό σ εις ω ς τ ο 1611. STOW J o h n , Annales. or A Generate Chronicle o f England , 1580. STU BBES P h ilip , The Anatomy o f Abuse, 1583 (πουριτανική ε π ίθ ε σ η κ α τ ά του θεά τρο υ ). William, Obedience o f a Christian M an, 1528, εκ δ . Scholar Press, TYN D A LE 1970. VERGIL Polydore, Anglica Historic, 1534, επιμ. D. Hay, Λονδίνο, 1950. W ARNER William, Albion's England, 1586-1589. Μ ΕΛ ΕΤΕΣ ADAMS J. Q., Shakespearean Playhouses: A H istory o f English Theatres from the B egin ning to the Restoration, 1917. ADAMS P ., S h a k e s p e a r e a ls p o litis c h e D ic h t e r , 15 Deutsche Volkstum, σ ε λ . 945 ε π . 1933. 3?6 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ ADNES A., Shakespeare et la folie. E tude nwdico-psychologique, Παρίσι, 1936. A LE X A N D E R Peter, Shakespeare’s H enry V I and Richard I I I , Καίμπριτζ, 1929. A LE X A N D E R Peter, Shakespeare’s L ife and Art, Λονδίνο, 1939. A LE X A N D E R Peter, Hamlet, F ather and Son, Λονδίνο, 1955. A LEXA N D ER Peter (επιμ.) Studies in Shakespeare, British Academy Lectures, Ο ξ φόρδη, 1964. ΑΛΕΞΑΝ ΔΡΟ ΠΟ ΥΑΟ Σ Μήτσος, Ο Τολστόι, ο Σαίξπηρ και οι Τρελοί, Αθήνα, 1996. A LL EN J. W ., A History o f Political Thought in the Sixteenth Century, Λονδίνο, 1928, 1951. A LLENJ. W ., E nglish Political Thought, 1603-60, Λονδίνο, 1938. ANDERSON Ruth, Elizabethan Psychology and Shakespeare’s Plays, Νέα Υόρκη, 1966. ANDREWS W . T. (επιμ.), Critics on Shakespeare, 1973. ARMSTRONG VV. A., «The Elizabethan Conception of the Tyrant», Review of E n glish Studies, 22, 1946 σελ. 161-181. ARMSTRONG W . A . ( ε π ι μ .) , Shakespeare’s Histories. An Anthology o f Modern Criti cism, Λονδίνο, 1972. B A IL E Y John, The Continuity o f Letters, Οξφόρδη, 1927. BABB Lawrence, The Elizabethan M alady, Λονδίνο, 1951. BAGEHOT W ., Shakespeare - the Man, 1853. BALDW IN T. W ., W illiam Shakespeare’s Small Latin and Lesse Greek, Ιλλινόι, 1944. BAMBOROUGH J. B ., The Little W orld o f M an, Λονδίνο, 1952. B A RTLETT John, A Complete Concordance to Shakespeare, Λονδίνο, 1894, 1950. B A T E Jonathan, The Genius o f Shakespeare, Λονδίνο, 1997. BA YLEY John, Shakespeare and Tragedy, Λονδίνο, 1981. BEN NET H. S., Shakespeare’s Audience, 1944. B E N T L E Y G. E ., The Jacobean and Caroline Stage, 7 τόμ., Οξφόρδη, 1 9 41-1968. B E N T L E Y G . E. ( ε π ι μ .) , The Seventeenth Century Stage: A Collection o f Critical E s says, Σικάγο, 1968. B E N T LE Y G. E ., Shakespearei A Biographical Handbook, Νιου Χέηβεν, Κονέτικατ, 1961. BERRY Edw ard, Patterns o f Decay. Shakespeare’s E arly Histories, Σάρλοτσβιλ, Βιρ- τζίνια, 1965. B E T H E L L S. L., Shakespeare and the Popular Dramatic Tradition, Λονδίνο, 1944. BEVINGTON D . M ., Tudor Drama and Politics: A Critical Approach to Topical M ean ing, Καίμπριτζ, Μασσαχουσέττη, 1968. BIND O PF S. T ., Tudor England, 1950, 1967. Antony, Political Thought in Europe. 1250-1450, Καίμπριτζ, 1992. B LA C K BLOCH Marc, La Societe feodale, Παρίσι, 1 9 39-1940. BLOOM Allan - JA FEA Harry, Shakespeare’s Politics, Νέα Γόρκη - Λονδίνο, 1964. BLOOM Harold, The Invention o f the Human, Νέα Υόρκη, 1998. BO ESCH E Roger, Theories o f Tyranny from Plato to Arendt, 1998. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 377 BOLGAR R. R., The Classical Heritage and Its Beneficiaries, Καίμπριτζ, 1958. BOQUET G., Theatre et societe: Shakespeare, Παρίσι, 1969. BRADFORD M. C., Shakespeare and Elizabethan Policy, 1951. BRADLEY A. C., Shakespearean Tragedy, Λονδίνο, 1904, 1966* (βασικό έργο). BRADLEY C. F ., The Problems o f Hamlet, 1928. BRANDES Georg, W illiam Shakespeare, 1896, μετάφραση από τα δανικά W . Archer, 2 τόμ., Λονδίνο, 1898, 1936. BROCKBANK J.P., E arly Shakespeare, Λονδίνο, 1961. BROOKE Nicholas, Shakespeare’s E arly Tragedies, Λονδίνο, 1968. BROWER Reuben, Hero and Saint. Shakespeare and the Greco-Roman H eroic Tradi tion, 1972. BROWN Ivor, Shakespeare, 1948. BROWN John Russell, F ree Shakespeare, Νέα Υόρκη, 1974, 1997. BURGESS Anth., Shakespeare, Λονδίνο, 1970. BYRNE M. St. C,, Elizabethan Life in Town and Country, 1933. BYRNE M. St. C., The Social Background, 1934. CALDERWOOD Jam es L ., To B e and Not to B e. Negation and Melodrama in (.(Hamlet», 1983. Cambridge Companion to Shakespeare Studies, The (επιμ. St. W ells), Καίμπριτζ, 1986, 1997*. CAMPBELL L. B ., Shakespeare’s Tragic H eroes. Slaves o f Passion, Λονδίνο, 1930. CAMPBELL L. B ., Shakespeare’s H istories: Mirrors o f Elizabethan Policy, Λονδίνο, 1947, 1964*. CAMPBELL 0 . J., Shakespeare’s Satire, Νέα ϊορκη, 1943. CAMPBELL 0 . J. - QUINN E. G. (επιμ.), The R eader’s Encyclopedia o f Shakespeare, και με τίτλο A Shakespeare Encyclopedia, Νέα Υόρκη, 1966. CARLYLE R. W . και A. J., A H istory o f Medieval Political Thought in the W est, 6 τό μ ., 1950. CAVELL Stanley, Disowning Knowledge in Six Plays o f Shakespeare, 1987. CHAMBERS E . K ., The Elizabethan Stage, 4 τό μ ., Οξφόρδη, 1923 (δασικό έργο). CHAMBERS Ε. Κ ., Shakespeare: A Survey, Λονδίνο, 1925. CHAMBERS Ε. Κ ., W illiam Shakespeare: A Study o f Facts and Problems, 2 τόμ., Οξφόρδη, 1930 (βασικό έργο). Συντομευμένο από τον Ch. W illiam s, A Short Life o f Shakespeare with the Sources, Οξφόρδη, 1933. CHAMBERS R. W ., «The expression of Ideas, particularly Political Ideas, in Shakespeare», Shakespeare’$ hand in the play o f Sir Thomas More, 1923. CHAMBRUN C. L ., Shakespeare retrouvi. Sa vie, son oeuvre, Παρίσι, 1947. CHARLESWORTH A. (επ ιμ .), An Atlas o f Rural Protest in Britain, 154H-1900, Φίλα δέλφεια, 1983. 37» Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ ΑΓ ΩΔ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι ΑΣ CHARLTON Η. Β., Shakespeare: Politics and Politicians (English Association Pam ph let No. 72, 1929). CHARLTON Η. B ., Shakespearean Comedy, Λονδίνο, 1938, 1961*. CHARLTON Η. B ., Shakespearean Tragedy, Καίμπριτζ, 1948. CHARNEY M au rice, Shakespeare’s Roman Plays, The Function o f Im agery in the Drama, Καίμπριτζ, Μασσαχουσέττη, 1961. CHEYNEY E. P., A History o f England from the Defeat o f the Armada to the Death o f Elizabeth, 2 τό μ ., 1914, 1926. CHRIMES S. B ., English Constitutional Ideas in the Fifteenth Century, Οξφόρδη, 1936. COHEN D erek, Shakespearean Motives, Νέα Υόρκη, 1988. COHEN G ustave, L a Grande clarte du Moxjen Age, Παρίσι, 1945. COHEN W alter, Drama of a N ation: Public Theatres in Renaissance England and Spain, Ith aca, Λονδίνο, 1985. COLERIDGE S. T ., Lectures on Shakespeare, 1808. Και σε Coleridge’s Shakespeare Cri ticism, εκδ. T. M. Raysor. 2 τόμ., Λονδίνο, 1930, 1962. Και Coleridge on Shakes peare, εκδ. T. Hawkes, Χάρμοντσγουόρθ, 1969. COLLIER J. P ., New F acts Regarding the Life o f Shakespeare, 1835. COX John, Shakespeare and the Dramaturgy ofP oioer, Πρίνσετον, 1989. CRAIG Hardin, The Enchanted Glass: The Elizabethan Mind in Literature, Νέα Υόρ κη, 1936, 1960*. CRAIG Hardin, In Interpretation o f Shakespeare, 1948. CROCE B en ed etto , Ariosto, Shakespeare e Corneille, 1920. CURRY W. C., Shakespeare's Philosophical Patterns, Μπατόν Ρουζ, Λουιζιάννα, 1937. ΔΑΜΙ ΑΝΑΚΟΥ Βούλα, Ο ν ίλ λ ια μ Σ α ίξ π η ρ , 3 τόμ. Α. Ε κ φ ρ α σ τ ή ς τ η ς Α ν α γ έν ν η σ η ς σ τ ψ Α γ γ λ ία . Β. Α π ό τον Π ρ ο μ η θ έα Δ εσ /α ώ τη στον Ά μ λ ετ . Γ, Α π ό τ η Λ υ σ ιο τ ρ ά τ η σ τ ις Ε ύ θ υ μ ες Κ ν ρ ά ό ες , Αθήνα, 1994. DAVID Richard, Shakespeare and the Players, 1961. DE QUINCEY Thomas, «O n the Knocking at the Gate in Macbeth» (London M aga zine, October 1823), αναδημοσίευση σε Shakespeare Criticism, A Selection, εκδ. D. Nichol Smith, Λονδίνο, 1916, μετάφραση Σ . Βελέντζα, «Γ ια τον χτύπο της πύλης στον Μ άκβεθ» στο Π α λ ίμ ψ η σ τ ο τ ο υ «Μ ιίκβεΟ υ, 2001. DOBSON R. Ε ,, The Peasants ’ Revolt o f 1381, Λονδίνο, 1970. DOLLIMORE Jonathan, Radical Tragedy: Religion, Ideology and Pow er in the Drama o f Shakespeare and H is Contemporaries, Σικάγο, 1984. DOLLIMORE J. - SINFIELD A. (επιμ.), Political Shakespeare. Nezu Essays in Cultural Materialism, 1985, 1994. DOWDEN Edw ard, Shakespeare; A Critical Study o f his M ind and Art, Λονδίνο, 1875. DRACOULIDIS N. N., «Psychoanalytical Investigation of Shakespeare’s Ham let», Transactional M ental Health Neius Letters, τόμ . XIX, αρ. 2, 1977. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 379 DRAPER J. D ., «Political Them es in Shakespeare’s Latin Plays», 35 Journal o f E n glish and German Philology, 1936. DRIVER T . F ., The Sense o f History in Greek and Shakespearean Drama, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, 1960. ΔΡΟΜΑΖΟΣ Στάθης, Σ αιξπηρικά - Ερμηνευτικά - Σ κψ οθετικά, 1959. DRYDEN Jo h n , An Essay o f Dramatic Poesie, 1668. DUNCAN-JONES Katherine, Ungentle Shakespeare. Scenes from his Life, 2001. EAGLETON Terry, W illiam Shakespeare, Οξφόρδη, 1986. EASTMAN A. M., A Short History of Shakespearean Criticism, Νέα Υόρκη, 1968. ECKHOFF L ., W illiam Shakespeare, Όσλο, 1948. ECKHOFF L ., Shakespeare Spokesman o f the Third Estate, Όσλο, 1954. EDWARDS P. W ., Shakespeare and the Confines o f Art, Λονδίνο, 1968. ELIOT T. S., «Ham let», στο The Sacred W ood, 1920, αναδημοσίευση στο Selected Essays. 1917-1932, Νέα Γόρκη, 1932. ELIOT T. S., «Shakespeare and the Stoicism o f Seneca» και «Hamlet» σε E liz a bethan Essays, Λονδίνο, 1934. ELLIOT G. R., Flam ing M inister: A Study o f «Othello» as Tragedy o f Love and Hate, Durham N. C ., 1953. ELLIS-FERMOR U na, The Jacobean Drama, Λονδίνο, 1936. ELLIS-FERMOR U na, The Frontiers of Drama, Λονδίνο, 1945. ELTON G. R., England under the Tudors, 1955. EMPSON W illiam, The Structure o f Complex W ords, 1951. Etudes Anglaises, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1964, Shakespeare, Παρίσι. FARNHAM W illard, The Medieval Heritage o f Elizabethan Tragedy, 1936. FARNHAM W illard, Shakespeare’sT m g ic Frontier, Μπέρκλεϋ, Καλιφόρνια, 1950. FLEAY P. G., A Chronicle History o f the L ife and W ork o f W illiam Shakespeare, 1886. FLUCHERE H., Shakespeare, dramaturge elisabethain, Παρίσι, 1948. FLUCHERE H., Introduction mix Oeuvres de Shakespeare, Pleiade, 1959. FOAKES Mary και Reginald, The Columbia Dictionary o f Quotations from Shakes peare, Νέα Γόρκη, 1998. FRIPP E . I., Shakespeare Studies, 1930. FRIPP E . I., Shakespeare, Man and Artist, 2 τόμ., Οξφόρδη, 1938. FRYE Northrop, Fools o f Time. Studies in Shakespearean Tragedy, 1967. FRYE Roland Mushat, Shakespeare’s Life and Times, Λονδίνο, 1969. GERVINUS Georg Gottfried, Shakespeare Commentaries (1863, 1868), μετάφραση F. E . Bennett, 2 τόμ., Λονδίνο, 1863, 1883. GESNER Garol, Shakespeare and the Greek Romance, Λέξινγκτον, 1970. GILDERSLEEVE Virginia, Government Regulation o f the Elizabethan Drama, 1908, 1975. GIRARD Rene, Les F eu x de l 'envie, Παρίσι, 1990, μετάφραση K . ΓΙαπαγιώργη. Ο ι φλόγες της ζηλοτυπίας, 1993. 380 0 ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ GODDARD Η. C ., T h e M e a n in g o f S h a k esp ea re, Σικάγο, 1951. GOETHE J. W., W ilhelm Meisters Lehrjahre (1795 1796), IV, 13 (για τον Άμλετ). GOLDSMITH R. H., W ise F ools in Shakespeare, Ηστ Αάνσινγκ, Μίσιγκαν, 1955. GRADY Hugh, The Modernist Shakespeare: Critical Texts in a Material W orld , Οξφόρ 8η, 1991. GRANVILLE-BARKER H., Prefaces to Shakespeare, 5 τόμ. Λονδίνο, 1927-1967. GRANVILLE-BARKER H. - HARRISON G. B ., A Companion to Shakespeare Studies, Καίμπριτζ, 1934, Νέα ϊορκη, 1960*. GREENE N., Shakespeare’s Tragic Im agination, Λονδίνο, 1953. GREENBLATT Stephen, S h a k esp ea rea n N e g o tia tio n s: T h e C ircu lation o f S ocial en erg y in R en a is sa n c e E n g la n d , Μπέρκλεϋ, 1988. GREENLEAF W. H., Order, Empiricism and Politics. Two Traditions o f English P oli tical Thought, 1500 1700, 1964. GREER Gprmaine, Shakespeare, Λονδίνο, 1986. GURR Andrew, Playgoing in Shakespeare’s England, Καίμπριτζ, 1987. HALLIDAY F . E ., Shakespeare and his Critics, Λονδίνο, 1949. HALLIDAY F . E ., A Shakespeare Companion 1550-1950, Λονδίνο, 1952, 1955*, β 'έκ δ . Χάρμοντσγουόρθ, 1964. A S h a k esp ea re C om p an ion 1564-1964, HALLIDAY F . E ., Shakespeare: A Pictorial Biography, Λονδίνο, 1953. HALLIWELL -PHILLIPPS J. 0 . , Outlines o f the life o f W illiam Shakespeare, 1887. HAMILTON A, C ., The E arly Shakespeare, Σαν Μαρίνο, Καλιφόρνια, 1967. HARBAGE Alfred, S h a k e s p e a r e ’s A u d ien ce , Νέα Υόρκη, 1941. LIARBAGE Alfred, A s T h ey L ik e d I t : A n E s s a y on S h a k esp ea re a n d M o ra lity , Νέα Υόρ κη, 1947. HARRIS F ., The Man Shakespeare and his Tragic L ife Story, 1909. HARRISON G. B ., S h a k es p ea re a t W o r k , 1933. HARRISON G. B., The National Background, 1934. HARRISON G. B ., E n g la n d in S h a k e s p e a r e ’s D a y , Λονδίνο, 1949. HART Alfred, S h a k esp ea re a n d th e H o m ilie s , Μελβούρνη, 1934. HAUSER Henri, L a m o d ern ite du X V Ie siecle, Παρίσι, 1963. HAZLITT W illiam, C h aracters o f S h a k e s p e a r e ’s P la y s , Λονδίνο, 1817, 1917. HEINE Heinrich, S h a k esp ea res M a d ch en u n d F r a u e n , 1839, μετάφραση C. G. Leland. HILL Christopher, C h an g e a n d C o n tin u ity in S ev en teen th C en tu ry E n g la n d , Κ αί μπριτζ, Μασσαχουσέττη, 1975. HILTON Rodney, Bond Men Made F ree: Medieval Peasant Movement and the English Rising o f 1381, Λονδίνο, 1973. HIRST Derek, Authority and Conflict: England, 1603-1658, Καίμπριτζ, Μασσαχου σέττη , 1986. HOLLOWAY John, The Story o f the Night, Λονδίνο, 1961. HOLDEN Antony, W illia m S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1999. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 381 HONIGMANN Ε. A. J., The Politics in «H am let» and « T h e W o r ld o f th e P la y >>, S tra tfo rd u pon A v o n S tu d ies, V, 1963. HOLDERNESS G raham , S h a k e s p e a r e ’s H is to r y , Νέα Γόρκη, 1985. HOTSON J. L., S h a k es p ea re v ersu s S h a llo w , Λονδίνο, 1931. HOTSON Leslie, S h a k e s p e a r e ’s W o o d en Ο, Λονδίνο, 1959. HUGO Victor, W illia m S h a k esp ea re, Παρίσι, 1830, 1967. HUMPHREYS A. R., S h a k e s p e a r e ’s H is to r ie s a n d th e « E m o tio n o f M u ltitu d e » , British Academ y Lecture 1968, Λονδίνο, 1970. JACQUOT J ., «Histoire et tragedie dans “ Henri v f ’». L e T h ea tr e T ra g iq u e, 1962. JONES Ernest, H a m le t a n d O edipus, Λονδίνο, 1949, 1954*. JOHNSON Sam uel, S am u el Jo h n so n on S h a k esp ea re, εκδ. W. K. Wimsatt (Νέα Υόρ- κη, 1960. Ανατύπωση: D r . Jo h n s o n on S h a k esp ea re, Χάρμοντσγουόρθ, 1969)*. Και S a m u el Jo h n s o n on S h a k esp ea re, επιμ. H. R. W oudhuysen, Λονδίνο, 1989. JORGENSEN Paul, R ed ee m in g S h a k e s p e a r e ’s W o r d s , Μπέρκλεϋ, 1962. JUDGES A. V., T h e E liz a b e th a n U n d erw o rld , 1930. JU M P). R. (επ ιμ .), S h a k es p ea re: H a m le t. A C ase B o o k , 1968. KAISER W alter, P r a is e r s o f F o lly . E r a s m u s . R a b ela is, S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1964. KAISER Gerhard, T h e S u b sta n ce o f G reek a n d S h akesp earean T ra g ed y , 1977. KAMPS Ivo (επ ιμ .), S h a k esp ea re L e ft a n d R ig h t, Νέα Υόρκη, 1991. KANTOROWICZ Ernst, T h e K i n g ’s T w o B o d ie s . A S tu d y in M ed iev a l P o litic a l T h e o Πρίνστον, 1957. log y , ΚΑΤΣΕΛΗΣ Πέλος, Σ αίξπηρ, Οθέλλος. Νότ/μα, Χ αρακτί/ρες (χ .χ .). KAY D ., S h a k es p ea re: H is L ife , W o r k a n d E r a , Λονδίνο, 1992. KEETON George, S h a k esp ea re ’$ L e g a l a n d P o litic a l B a tk g r o u n g , Λονδίνο, 1967. KEMBLE J. P., M a cb e th a n d K in g R ic h a r d the T h ir d , Λονδίνο, 1817. KERMODE Frank (επιμ.), F o u r C en tu ries o f S h akesp earean C riticism , Νέα Γόρκη, 1965. KETTLE A. (ε π ιμ .), S h a k esp ea re in a C h a n g in g W o r ld , 1964. KITTO H. D. F ., F o r m a n d M e a n in g in D r a m a . A S tu d y o f S ix G reek P la y s a n d o f Λονδίνο, 1956, 1959. H a m le t, KNIGHT G. Wilson, T h e C row n o f L ife . E s s a y s in In terp re ta tio n o f S h a k e s p e a r e ’s F in a l P la y s , Λονδίνο, 1948. KNIGHT G. Wilson, T h e W h e e l o f F i r e . In terp re ta tio n s o f S h a k esp ea rea n T ra g ed y , Λονδίνο, 1949. KNIGHT G. Wilson, T h e Im p e r ia l T h e m e , F u r t h e r In terp re ta tio n o f S h a k e s p e a r e ’s T r a g ed ies in c lu d in g th e R o m a n P la y s , Λονδίνο, 1951. KNIGHT G. W ilson, T h e S o v ereig n F lo w e r . S h a k esp ea re as P o e t o f R o y a lism , 1958. KNIGHTS L. C ., H o w M a n y C h ild ren h a d L a d y M a c b e th ? , Καίμπριτζ, 1933. KNIGHTS L. C., S h a k e s p e a r e ’s P o lit ic s : w ith so m e R eflectio n s on th e N a tu r e o f T r a d i tion , British Academ y Lecture 1957, Λονδίνο, 1958. Και στο F u r t h e r E x p lo r a tion s, Λονδίνο, 1965. 382 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗ Ρ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ KNIGHTS L. C ., S o m e S h a k es p ea rea n T h em e s, Λονδίνο, 1959. KNIGHTS L. C., A n a p p ro a ch to H a m le t, Λονδίνο, 1960. KNIGHTS L. C., W illia m S h a k e s p e a r e : T h e C h ro n icles, 1962. KOTT J., S h a k esp ea re n otre co n te m p o ra in , μετάφραση A. Posner, Παρίσι, 1962, 1965, μετάφραση Αλ. Κοτζιά, Σ α ίξ π η ρ , ο σύγχρονός μ α ς , Αθήνα, 1979. KRISTELLER Ρ. Ο., R en a is s a n c e T h o u g h t a n d its S ou rces, Νέα Υόρκη, 1979. LACAN Jacques, ((Desire and the Interpretation o f Desire in H a m le t» , σε Y a le F r e n c h S tu d ies, 55-56, 1977. LAFORGUE Jules, ((Hamlet», σε M o ra lites lig e n d a ir e s , μετάφραση Έλλης Λαμπρί- δη, «Λυρικές ηθικολογίες. Α μλέτος », Μ ελ έτες, αρ. 6/31.3.1929. LAMB Charles, O n th e T ra g ed ies o f S h a k esp ea re, co n sid ered w ith referen ce to th eir f i t n ess f o r S ta g e R ep re sen ta tio n , 1811. LATEY Maurice, T y r a n n y : A S tu d y in th e A b u s e o f P o w e r , Λονδίνο, 1969, 1972. LAWLOR John, T h e T ra g ic S en se in S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1960. LAWRENCE W . W ., S h a k e s p e a r e ’s P ro b lem C o m ed ies, Νέα Γόρκη, 1969. LEE Sidney, A L ife o f W illia m S h a k esp ea re, 1898, 1931. LEE Sidney, and ONIONS C. T. (επιμ.), S h a k e s p e a r e ’s E n g la n d : A n A c co u n t o f the L ife a n d M an n ers o f h is A g e, 2 τόμ., Οξφόρδη, 1916. LEECH Clifford, S h a k e s p e a r e ’s T ra g ed ies, Λονδίνο, 1950. LEECH Clifford, W illia m S h a k es p ea re: T h e C h ron icles, Λονδίνο, 1962. LEFRANC A ., A l a d eco im erte d e S h a k esp ea re, 1945, LEGATT A l., S h a k e s p e a r e ’s P o litic a l D r a m a . T h e H is to r y P la y s a n d th e R o m a n P la y s , 1989, 1992. LEGOUIS P ., ((S h a k esp ea re et la F e o d a lite » , fit u d e s A n g la is es XVII, 4, 1964. LERNER Laurence (επιμ.), S h a k e s p e a r e ’s T r a g e d ie s : A n A n th o lo g y o f M o d e m C r iti cism , Χάρμοντσγουόρθ, 1963. LERNER R alph και MAHDI M ushin, M ed iev a l P o litic a l P h ilo s o p h y : A S o u rceb o o k , Νέα Υόρκη, 1963. LESSING Gotthold E p h ra im , H a m b u rg isc h e D r a m a tu r g ic, 1768-1769. LEVIN H arry, T h e Q tiestion o f « H a m le t}}, Νέα Υόρκη, 1959. LEWIS C. S., H a m le t: T h e P r in c e o r th e P o e m ? , British Academy Lectures, 1942. LINDABURY R. V ., A S tu d y o f P a trio tism in th e E liz a b e th a n D r a m a , Πρίνσετον, 1930. LOWES John Livingston, T h e R o a d to X a n a d u , 1927. MACCALLUM M . W ., S h a k e s p e a r e ’s R o m a n P la y s an d th eir B a ck g ro u n d , Λονδίνο, 1910, 1967. MACKENZIE Kenneth, T h e E n g lis h P a r lia m e n t, Λονδίνο, 1950, 1965*. MAITLAND F. W ., T h e C o n stitu tio n a l H is to r y o f E n g la n d , Καίμπριτζ, 1946. MADARIAGA Salvador de, O n H a m le t, 1948, 1964. MALONE E ., T h e L if e o f W illia m S h a k esp ea re, 1798, 1821. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 383 MANHEIM Michael, T h e W e a k K in g : D ile m m a in S h a k e s p e a r e ’s H is to r y P la y s , 1973. MANNING Brian, V illa g e R e v o lt s : S ocia l P r o te s t a n d P o p u la r D istu r b a n ces in E n g la n d , 1509-1640, Οξφόρδη, 1988. MANNONI 0 . , P r o s p e r o a n d C a lib a n : T h e P s y c h o lo g y o f C o lo n ia lism , μετάφραση P. Powesland, Νέα Γόρκη, 1956. M ASEFIELD John, W illia m S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1911, 1964. MATTHEWS Honor, C h a ra cter a n d S y m b ol in S h a k e s p e a r e ’s P la y s , Καίμπριτζ, 1962. MAYOUX J. J., W illia m S h a k esp ea re, Παρίσι, 1966. MESNARD F ., L ’ E s s o r d e la philosophic politique an XVIe siecle, Παρίσι, 1936, 1951. MIDDLETON MURRY John, S h a k esp ea re, 1936. MOODY A. D., T h e M erch a n t o fV e n ic e , Αονδίνο, 1964. MORTON A. L ., A P e o p l e ’s H is to r y o f E n g la n d , Λονδίνο, 1938, 1968. MOULTON R. C., S h a k es p ea re as a D r a m a tic A rtist, 1885. MUIR Kenneth, S h a k e s p e a r e ’s « H a m le t» , 1964. MUIR Kenneth - SCHOENBAUM S. (επιμ.), A N e w C om pan ion to S h a k esp ea re S tu d ies, Καίμπριτζ, 1971. MURRAY Gilbert, H a m le t a n d O restes, Lectures of British Academy, 1914. NICOLL Allardyce, S tu d ies in S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1927. NICOLL Allardyce και Josephine (επιμ.), H o lin s h e d ’s C h ron icle, as u sed in S h a k es p e a r e ’s P la y s , Λονδίνο, 1927. NORDON Pierre, H is to ir e d es d o ctrin es p o litiq u es en G rande B r e ta g n e , Παρίσι, 1966. NOSWORTH J. M., S h a k e s p e a r e ’s O ccasion al P la y s , Λονδίνο, 1965. O’ CONNOR E v., W h o ’s W h o a n d W h a t ’s W h a t in S h a k esp ea re, Νέα Γόρκη, 1887, 1978. ORGEL St., T h e Illu s io n o f P o w e r : P o litic a l T h e a tr e in th e E n g lis h R en a is sa n ce, 1975. ORNSTEIN Robert, A K in g d o m fo r a S ta g e. T h e A ch iev e m en t o f S h a k e s p e a r e ’s H isto r y P la y s , Καίμπριτζ, Μασσαχουσέττη, 1979. ORWELL George, «Lear, Tolstoy and the Fool» (1947), στο S elected E s s a y s , Aov δίνο, 1957. Μετάφραση Ρερ. Στεψανίδη, «Ο Ληρ, ο Τολστόι και ο Τρελός» σε Δ ο κ ίμ ια , Αθήνα, 1973. Και μετάφραση Ν. Μπάρτη, Ο Σ α ίβ π η ρ , ο β α σ ιλ ιά ς Λ ηρ κ α ι ο Τ ρελός, Αθήνα, 1984. PALMER John, P o litic a l C h aracters o f S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1945. PALMER John, C om ic C h aracters o f S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1946. PARIS Jean, H a m le t on les p erso n a g es du fils , Παρίσι, 1953. PARIS Jean, S h a k esp ea re p a r lu i-m e m e , Παρίσι, 1954. PARIS Jean, H a m le t et P a n u r g e , Παρίσι, 1971. P4RKES Henry Bamford, T h e D iv in e O rd er: W e s te r n C u ltu re in th e M id d le A g es a n d the R en a issa n ce, Λονδίνο, 1970. PARROT Thomas, W illia m S h a k es p ea re: A H a n d b o o k , 1934. PARROT Thomas, S h a k esp ea rea n C o m ed y , Νέα Γόρκη, 1962. 384 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ ΡΑ Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Γ Σ Ι Α Σ PATER W., S h a k e s p e a r e ’s E n g lis h K in g s , 1889. PATTERSON Annabel, S h a k esp ea re a n d th e P o p u la r V o ice, Καίμπριτζ, Μασσαχου- σέττη, 1989. PAUL H enry, T h e R o y a l P la y o f M a cb e th , 1957. PEARSON H ., A L if e o f S h a k esp ea re, 1949. ΠΕΛΕΓΚΡΙΝΗΣ Θ ., Η μ ελ α γ χ ο λ ία σ τ ψ A v a y b v p a ij, Αθήνα, 1995. PEPYS Samuel, T h e D iary o f S am u el P e p y s , e x 6 . R. Latham - W . Matthews, 11 τόμ., Μπέρκλεϋ, 1978. PETTET E. G., S h a k esp ea re a n d th e R o m a n tic T ra d itio n , Λονδίνο, 1949. PHIALAS Peter G., S h a k e s p e a r e ’s R o m a n tic C om ed ies, Τσέιπελ Χιλ, 1966. PHILIPPS J. E., T h e S ta te in S h a k e s p e a r e ’s G reek a n d R o m a n P la y s , Νέα Υόρκη, 1940. PLATT Michael, R o m e a n d R o m a n s A cco rd in g to S h a k esp ea re, Λάνχαμ, Μασσαχου- σέττη , 1983. ΠΟΤΧΝΕΡ Βάλτερ, «Δραματουργικές συμβάσεις της αρχαίας τραγωδίας και η τύ χη τους στο θεατρικό έργο του William Shakespeare)), στο Λ ρ α μ α τ ο ν ρ γ ικ ές α ν α - ζ η τή σ εις , Αθήνα, 1995. POPE Ε. Μ., «The Renaissance Background of “Measure for Measure”», S h a k es p ea r e S u rv ey 9, 1949. PRIOR Moodv, T h e D ram a o f P o w e r . S tu d ies in S h a k e s p e a r e ’s H is to r y P la y s , Ήβαν- στον, Ιλλινόι, 1973. PROSER M atthew , T h e H eroic Im a g e in F iv e S hakespearean T rag ed ies, Πρίνσετον, 1963. QUENNELL Peter, S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1963*, 1969. RABKIN Norman, S h a k esp ea re a n d th e C om m on U n d ersta n d in g , 1967. RALEIGH Sir Walter, S h a k es p ea re, 1907. RALEIGH Sir Walter (επιμ.), S h a k e s p e a r e ’s E n g la n d . A n A cco u n t o f th e L ife a n d the M a n n ers o f h is A g e, 2 τ ό μ ., 1916, 1926 (βασικό έργο). RALLI A ., A H is to r y o f S h a k esp ea re C riticism , 2 τό μ ., 1932. REESE Μ. M., S h a k es p ea re: H is W o r ld a n d H is W o r k , Λονδίνο, 1953. REESE Μ. M., T h e Cease o f M a jesty : A S tudy o f S h akespeare’s H istory P lay s, λονδίνο, 1961. REYHER Paul, E s s a i su r les idees dan s l ’ceu vre d e S h a k esp ea re, Παρίσι, 1947. RIBNER Irving, «The Political Problem in Shakespeare’s Lancastrian Tetralogy», S tu d ies in P h ilo lo g i/, 49, 1952. RIBNER Irving, «Political Doctrine in “Macbeth”», S h a k esp ea re Q u arterly , 4, 1953. RIBNER Ir v in g , T h e E n g lish H isto r y P la y in the A ge o f S hakespeare, Πρίνστον, 1957, 1965. RIBNER Irving, P a tte r n s in S h a k esp ea rea n T ra g ed y , Λονδίνο, 1960. RICHMOND Η. M ., S h a k e s p e a r e ’s P o litic a l P la y s , Νέα Υόρκη, 1967. RIGGS D avid , S h a k e s p e a r e ’s H e r o ic H is to r ie s , 1971. RIGHTER A n ne, S h a k esp ea re a n d th e Id e a o f th e P la y , 1962 (B a te , 170). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 3»5 ΡΟΪΔΗΣ Εμμανουήλ, ((Ο Μάκβεθ του Σαιξπείρου». ΓΙερ. Ε σ τ ία , 9/1880. Και σε Ά π α ν τ α , τόμ. Γ', σελ. 25 επ. ROSSITEP A. Ρ., ((Ambivalence: The Dialectic of the Histories», στο A n g el w ith H o r n s , 1961. ROUTH H .V., T h e C h aracters o f O thello a n d D esd em o n a . Διάλεξη στον Αγγλαελληνι κό Σύνδεσμο, χ.χ . (1946;). ROWE Nicholas, S o m e A c co u n t o f the L ife o f M r . W illia m S h a k esp ea re, 1709 (η πρώ τη κριτική βιογραφία του Σαίξπηρ). ROWSE A. L .: T h e E n g la n d o f E liz a b e th , 1959. ROWSE A. L .: S h a k esp ea re, 1963, 1967*. ROWSE A. L .: S h a k e s p e a r e ’s G lob e. H is M o ra l a n d In te lle c tu a l O u tlo o k , Λονδίνο, 1981. ROWSE A. L .: P r efa c es to S h a k e s p e a r e ’s P la y s , Λονδίνο, 1984. RUBINSTEIN Frankie, A D ictio n a ry o f S h a k e s p e a r e ’s S ex u al P u n s a n d their S ig n ifican ce, Λονδίνο, 1984. RpMELIN Gustav, S h a k esp ea re, S tu d ies by a rea list, 1864. RYMER Thom as, A S h ort V iew o f T ra g ed y , 1693. ΡΩΤΑΣ Βασίλης, ((Μεταφράζοντας Σαίξπηρ», σε Τεχνολογικά Β', 1952. Σ α ίξ π η ρ , Αφιέρωμα περιοδικό Θ έα τ ρ ο (Κ. Νίτσου), τεύχ. 16, 17/1964. SANTAYANA George, ((Hamlet» στο L if e an d L e tte r s , I, 1926 και σε O b iter S crip ta . SCHANZER Ernest, T h e P ro b lem P la y s o f S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1963. SCHELLING Felix, T h e E n g lis h C h ro n icle P la y , Νέα ϊορκη, 1902 (η πρώτη διεξοδι κή μελέτη για τα ιστορικά δράματα). SCHLEGEL August W ilhelm von, V orlesu n g en ilb er d ra m a tis ch e K u n s t u n d L i t e ratim , 1808-1811. SCHMIDT Al., S h a k esp ea re L e x ic o n a n d Q u otation D ictio n a ry , 2 τό μ ., 1971, 1978. SCHOENBAUM S., S h a k esp ea re ’s L iv e s , Οξφόρδη, 1970, 1990. SCHOENBAUM S., W illia m S h a k esp ea re: A C o m p a ct D o c u m en ta ry L ife , Οξφόρδη, 1977, 1987 (βασικό έργο). SCHOENBAUM 8 ., S h a k e s p e a r e : R eco rd s a n d Im a g e s , 1981. SCOTT W . Ϊ . D ., S h a k e s p e a r e ’s M ela n ch o lics, Λονδίνο, 1962. SEN GUPTA S. C. S h a k e s p e a r e ’s H is to r ic a l P la y s , Λονδίνο, 1964. ΣΕΣΤΩΒ Λέων, ((To ηθικό πρόβλημα στον Σαίξπηρ», σε Σ α ίξ π η ρ - Ποχοκαλ, μετά φράση Λ. Δικταίου (χ.χ.). SEWELL Arthur, C h a ra cter a n d S o ciety in S h a k esp ea re, Λονδίνο, Οξφόρδη, 1951. SHAFTESBURY Anthony Cooper, C h a ra cteristics o f M en , M an n ers, O p in ion s T im es, 3 τό μ ., 1711, 1727. S h a k esp ea re, Συλλογικό έργο με άρθρα των Μ. Pagnol, ]. Chastenet, J. - L. B a r rault, P. Brook, J. Gielgud κ .ά ., Παρίσι, 1962. S h a k esp ea re Q u arterly , εκδ. Jam es G. McManaway (1948-1972) και R. J. Schoeck (1972 κ .ε.), Ουάσινγκτον. 386 Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Σ ΑΙ ΞΠΗΡ - Η Τ Ρ Α Γ Ω Δ Ι Α ΤΗΣ Ε Ξ Ο Υ Σ Ι Α Σ Shakespeare Survey, εκδ. Allardyce Nicoll (1948-1965) και. Kenneth Muir (1966 κ.ε.) Καίμπριτζ. Shakespeare Bulletin, εκδ. New York Shakespeare Society (1982 κ .ε.). Shakespeare: «Recherches Internationales (u la lumiere du m arxism e)». No. 43/ Μάιος - Ιούνιος 1964. Shakespeare, 1564-1964. Etudes Anglaises, No 4, Παρίσι, Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1964. SH ARP Buchanan, In Contempt o f All Authority. Rural Artisans and Riot in the W est o f E ngland, 1586 1660, Μπέρκλεϋ, 1980. SHARPE J. A., E arly Modern England. A Social H istory, 1550-1760, Λονδίνο, 1987. SH AW G. Bernard, Our Theatre in the Nineties, 3 τόμ, (Λονδίνο, 1932), επιμ. Edwin Wilson, Shaw on Shakespeare (Νέα Υόρκη, 1961, Penguin Shakespeare Library, Χάρμοντσγουόρθ, 1969). SIEGEL Paul, Shakespearean Tragedy and the Elizabethan Compromise, Νέα ϊορκη, 1957. SIMPSON Richard, The Politics of Shakespeare’s Historical Plays, Transactions of the New Shakespeare Society, 1874. SISSON Charles Jasper, Nero Readings in Shakespeare, Λονδίνο, 1956. SISSON Charles Jasper, Shakespeare’s Tragic Justice, Τορόντο, 1962. SITWELL Edith, A Notebook on W illiam Shakespeare, 1948. SMART J. S., Shakespeare, Truth and Tradition, 1966. SMITH Marion, B., Dualities in Shakespeare, Τορόντο, 1966. SMITH Peter, Social Shakespeare, Λονδίνο, 1995. ΣΟΛΟΜΟΣ Λλέξης, «Ο κύκνος του Λίηβον», στο Π ο λ ύ χ ρ ω μ ο θ έ α τ ρ ο , Αθήνα, 1997, σελ. 19-117. SOMERVILLE Η., Madness in Shakespearean Tragedy, Λονδίνο, 1929. SPEAIGHT Robert, Nature in Shakespearean Tragedy, Λονδίνο, 1955. SPENCER H ., The A rt and Life o f W illiam Shakespeare, 1939, 1948. SPENCER Th., Shakespeare and the Nature o f M an, 1942, 1966. SPENCER T. J. B , W illiam Shakespeare, The Roman Plays, Λονδίνο, 1963, 1973. SPENCER T. J. B. (επ ιμ .), Shakespeare’s Plutarch, Χάρμοντσγουόρθ, 1964. SPEVACK Marvin, A Complete and Systematic Concordance to the W orks o f Shakes peare, 6 τόμοι, Χίλντενσχάιμ, 1968-1970. SPIVACK Bernard, Shakespeare and the Allegory, Κολόμπια, 1958. SPRAGUE Arthur Colby, Shakespeare and the A ctors: The Stage Business in H isP lays, 1660-1905, Καίμπριτζ, Μασσαχουσέττη, 1944, 1963. SPRAGUE A. C., Shakespeare’s H istories: Plays for the Stage, Λονδίνο, 1964. SPURGEON Caroline, Shakespeare’s Im agery and what it tells us, Καίμπριτζ, 1935. STAFFER Paul, Shakespeare et V Antiquite, Παρίσι, 1879. STAPFER Paul, Shakespeare et les tragiques grecs, Παρίσι, 1888. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 387 STENDHAL, R a c in e et S h a k esp ea re, 1823-1825, Παρίσι, 1965. STENDHAL, M o h e r e , S h a k esp ea re, la C o m ed ie e t le E ir e . Αποκατάσταση του κειμένου από τον Η. Martineau, Παρίσι, 1930. STEWART J. I. Μ., C h a ra cter a n d M o tiv e in S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1949. STIRLING. Brents, T h e P o p u la ce in S h a k esp ea re, Νέα Γόρκη, 1949. STOLL E . E ., S h a k esp ea re S tu d ies, H is to r ic a l a n d C o m p a ra tiv e in M e th o d , 1927. STOLL E . E ., A rt a n d A rtific e in S h a k esp ea re, Καίμπριτζ, 1933. STOLL E . E ., S h a k esp ea re a n d O ther M a sters, 1940. STONE Lawrence, T h e C risis o f th e A r is to c r a c y , 1558-1641, Λονδίνο, 1967. STRACHEY Giles Lytton, S h a k e s p e a r e ’s F in a l P e r io d , 1906. STYAN J. L., S h a k e s p e a r e ’s S ta g ecra ft, Καίμπριτζ, 1967. SWINBURNE Algernon Charles, A S tu d y o f S h a k esp ea re, 1880. TALBERT E .W ., T h e P r o b le m o f O rd er, 1962. TASWELL-LANC.MEAD T. P., E n g lis h C on stitu tio n a l H is to r y , 11η έκδοση, Λονδίνο, 1960. TENNENHOUSE Leonard, P o w e r on D isp la y . P o litic s o f S h a k e s p e a r e ’s G en re, Νέα Υόρκη - Λονδίνο, 1986. THALER A ., S h a k es p ea re a n d D e m o c r a c y , 1941. THOMSON J. A. K ., S h a k es p ea re a n d th e C lassics, Λονδίνο, 1952. TILLYARD E . M. W ., S h a k e s p e a r e ’s L a s t P la y s , Λονδίνο, 1938. TILLYARD E . M. W ., T h e E liz a b eth a n W o r ld P ic tu r e , Λονδίνο, 1943. TILLYARD E . M. W ., S h a k e s p e a r e ’s H is to r y P la y s , Λονδίνο, 1944, 1966*. TILLYARD E . M. W ., S h a k e s p e a r e ’s P r o b le m P la y s , Λονδίνο, 1950. TOLSTOY Lev, S h a k esp ea re a n d th e D r a m a , 1906. TOLSTOY Lev, T o lsto y on A rt, Βοστόνη, 1924. TRAVERSI D. A ., A n A p p ro a ch to S h a k esp ea re, Λονδίνο, 1938, αναθεώρηση 1956, 2 τόμ. αναθεώρηση 1968-1969. TRAVERSI Derek, S h a k es p ea re: T h e L a s t P h a s e , Λονδίνο, 1954. TRAVERSI D. A., S h a k esp ea re fr o m « R ic h a r d II» to « H e n r y V», Στάνφορντ, 1957. TRAVERSI D. A., S h a k esp ea re : T h e R o m a n P la y s , 1963. TREVELYAN G. M ., E n g la n d u n d er th e S tu a rts, 1904. UCI Alfred, Π ρ ο μ η θ έα ς καί Ά μ λ ετ , μετάφραση Σπ . Τζία, 1998. ULRICI Η., S h a k e s p e a r e ’s D r a m a tic A r t, μετάφραση L. D ora-Schm itz, Λονδίνο, 1876. UNDERTOWN David, R e v e l, R io t a n d R e b e llio n : P o p id a r P o litic s a n d C u ltu re in E n g la n d , 1603-1660, Οξφόρδη, 1985. V E L Z jo h n W . , S h a k es p ea re a n d th e C lassical T ra d itio n . A C ritical G u ide a n d C o m m en Μιννεάπολη, 1968. tary , 1660-1960, VICKERS Brian (εκδ.), S h a k esp ea re: T h e C ritical H e rita g e, 6 τόμ., Λονδίνο, 1974-1981. VICKERS Brian, A p p ro p ria tin g S h a k es p ea re: C o n tem p o ra ry C ritical Q u a rrels, Λονδίνο, 1993. 388 Ο Π Ο ΛΙΤΙΚ Ο Σ ΣΑΙΞΠΗ Ρ - Η ΤΡ ΑΓΩ ΔΙΑ ΤΗ Σ Ε ΞΟ ΥΣ ΙΑ Σ VITOUX Pierre, H istoire des idees en Grande-Bretagne, Παρίσι, 1968. VOLTAIRE, Lettres philosophiques sur les Anglais, 1734. VOLTAIRE, Lettre a Horace W alpole, 1768. WAIN John, The Living W orld o f Shakespeare, Λονδίνο, 1964. WALDOCK A. J. A., Hamlet. A Study in Critical Method, 1931. WEINMANN Robert, Shakespeare and the Popular Tradition in the Theater, Βαλτιμό ρη, 1978. WEISS Theodore, The Breath o f Clowns and Kings. Shakespeare’s E arly Comedies and Histories, Νέα Υόρκη - Λονδίνο, 1971. WELLS Robin Headlam, Shakespeare. Politics and the State, Λονδίνο, 1986. WELLS Stanley, Shakespeare: A Reading Guide, Λονδίνο, 1969, 1970. WELLS Stanley (επιμ.), Shakespeare: A Biographical Guide, Οξφόρδη, 1990. WELLS Stanley, A Dictionary o f Shakespeare, Οξφόρδη, 1998. WELSFORD Enid, The F ool. H is Social and Literary History, Νιου Χέηβεν, 1935, 1972. WHITAKER Virgil K ., Shakespeare’s Use o f Learning, Σαν Μαρίνο, Καλιφόρνια, 1953. WHITAKER Virgil K ., The M irror up to Nature, Σαν Μαρίνο, Καλιφόρνια, 1965. WILDERS John (επιμ.), T he M erchant o f Venice, Casebook Series, Λονδίνο, 1968. WILES David, Shakespeare’s Clowns, Ιίαίμπριτζ, 1987. WILLIAMSON C.C..H. (επιμ.), Readings on Shakespeare’s Hamlet, 1661-1945, 1951. WILSON F. F ., The English H istory Play, Shakespearean and other Studies, 1969. WILSON J. Dover, Life in Shakespeare’s England, Λονδίνο, 1911, 1968. WILSON J. D ., The Essential Shakespeare, Καίμπριτζ, 1932. WILSON J. D ., W hat happens in «H am let», Καίμπριτζ, 1935. WILSON J. D., The Fortunes o f Falstaff, 1943. WINNY J., The Player K ing, 1968. ΕΥΡΕΤΗ ΡΙΟ Αισχύλος 85, 146, 217, 240, 258 Βολταίρος 35, 332 Ακινάτης, Θωμάς 35, 49, 52 Αλκιβιάδης 28 Γιουβενάλης 171 Άμλετ 20, 34, 42, 50, 59, 63, 67, 69, Γ καίτε 359 70, 71, 76, 77, 88, 94, 112, 133, 148, 155-185, 186, 207, 213, 228, 237, Δαμιανάκου 13 255, 258, 261, 270, 277, 280, 299, Δημόκριτος 143, 179 300, 301, 305, 317, 318, 319, 328, Δημοσθένης 49 343, 350, 356, 361, 366, 369 «διαιρεί και βασίλευε» 28 αμφιβολία 21 Δίων Κάσσιος 153 αμφισβήτηση 48 Δίων Χρυσόστομος 258, 266 Ανίκητη Αρμάδα 28, 30 δοκιμασίες 231 αντιφάσεις 70, 146, 290 Δωδέκατο/ νύχτα 229, 370, 366 Αντώνιος και, Κλεοπάτρα 18, 77, 81, 244-257, 317, 350 «είναι» - «φαίνεσθαι» 69, 191, 208 αποικιοκρατία 305 ειρωνεία 121, 125, 178, 215, 219, 269 απολυταρχία 22, 26 ελευθερία έκφρασης και κριτικής 23 Αριστοτέλης 34, 35, 44, 49, 52, 59, ελευθερία λόγου 55 123, 143,161, 194, 213, 239, 289, 345 «ελέω Θεού βασιλεία» 41, 42, 43 Αριστοφάνης 27, 123, 150, 178, 310, Ελισάβετ 26, 28, 31, 41, 56, 75, 82, 331 94, 95 ατομικισμός 18 Έμπορος της Βενετίας 25, 34, 189-202, αχαριστία 361 208, 317, 366, 338 εμφύλιος πόλεμος 31, 83, 85 Βασιλιάς Ιωάννΐ/ς 18, 33, 63, 71, 73, εξεγέρσεις 25, 29 79, 80, 81, 84, 87 επαναστάσεις 17, 23 Βασιλιάς Ληρ 46, 47, 58, 64, 68, 70, 76, Επίκτητος 238 77, 81, 94, 110, 159, 203, 230, 249, Έρασμος 66 259-279, 299, 300, 325, 326, 329, Ερρίκος Δ 17, 32, 52, 63, 70, 81, 84, 330, 333, 361, 366, 367, 369, 370 94, 137, 146, 316, 319 Βιασμός της Λουκρητίας, Ο 66, 280 Ερρίκος Ε' 37, 38, 66, 68, 81, 84, 180, Βοκκάκιος 46, 222 224, 317, 319, 326, 331, 333, 347 3 92 Ο Π Ο Λ ΙΤΙΚ Ο Σ ΣΑΙΞΠΗ Ρ - Η ΤΡ ΑΓΩ Δ ΙΑ ΤΗ Σ Ε ΞΟ ΥΣ ΙΑ Σ Ερρίκος Σ Τ ' 32, 33, 58, 63, 64, 67, 73, Κάρολος Α' 53 81, 84, 85, 87, 88, 91, 94, 99, 100, Κικέρων 21, 150, 153 101, 104, 108, 110, 129, 131, 140, Κοινοβούλιο 53 171, 224, 317, 318, 321, 323, 327, Κοριολανός 39, 46, 62, 64, 70, 76, 81, 332, 340, 347 136, 138, 145, 151, 213, 230, 249, Ερρίκος Ζ' 82, 84, 99 279-297, 286, 300, 317, 319, 323, Ερρίκος Η' 23, 27, 28, 48, 55, 82, 94, 324, 327, 328, 330, 332, 339 100, 171 κόσμος 35 Έ σσεξ 31, 75, 76, 182, 183, 196 Κροίσος 45 Ευριπίδης 49, 80, 88, 89, 101, 153, Κυμβελίνος 94, 299, 300, 311 177, 281, 288, 358 λαός 57, 149, 150, 173, 251, 280, 281, Ζήνων 180 294, 297, 307, 316-334 Ζωή και θάνατος τον Τζακ Στρόον 23 Λουδοβίκος ΙΑ' 28 Λουκιανός 80, 171, 228 Ηγεμόνας 56 Ηθικολογίες 78 μάγοι 110, 303 Ηράκλειτος 160, 161, 175, 178, 319, Μάκβεθ 34, 46, 50, 59, 63, 64, 70, 76, 324 77, 81, 91, 94, 97-134, 145, 148, 230, Ηρόδοτος 32 45, 49, 177, 161, 302, 358 248, 258, 259, 280, 299, 300, 303, 314, 339, 366, 369, 370 θέατρο - θεατρίνοι 337-351 Μακιαβέλλι 42, 56, 66, 108, 118, 141, Θουκυδίδης 28, 33, 56, 80, 137, 288, 294 358 Μάρκος Αυρήλιος 143, 179, 180 Μαρξ 359 Ιάκωβος A 77, 110, 111, 231, 244, «Μεγάλη Αλυσίδα των Όντων», Η 261, 283, 361 37 Ιλιάδα 39, 48, 87, 222, 228 μελαγχολία 33 Ιούλιος Καίσαρας 50, 61, 77, 81, 131, Μένανδρος 180, 358 133, 135-155, 181, 227, 245, 249, 254, 280, 281, 300, 317, 332, 333, μεταμφιέσεις 231 343, 349 Με το ίδιο μέτρο 68, 231-244, 311, 330, Ισοκράτης 66 361 ισορροπία των δυνάμεων 28 Μολιέρος 199, 203, 331 Καβάφης 140, 192, 252 Νέμεσις 70 Καθρέφτης για τους Άρχοντες 43, 45, Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου 32 50, 85 Κακογιάννης 13, 155, 280 Ξενοφών 49, 361 Καρθαίος 13 Οβίδιος 286 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ 393 Οδυσσέας 39, 62, 87, 118, 225, 228, Ρωτάς 13, 97, 155, 164, 351 325 Οδύσσεια 53, 134 Σενέκας 100 Οθέλλος 202-220, 230, 326, 342 σκηνογραφίες 347 Οιδίπονς 278, 370 Σκουλούδης 13 Ομιλίες 37, 43 Σόλων 45, 88 Όνειρο καλοκαρινής νύχτας 303, 350, Σονέτα 63, 65, 158, 227, 255, 338, 339, 366, 367 349 Όπως σας αρέσει 31, 34, 75, 193, 338, Σουητώνιος 140, 249, 286 366, 367, 370 Σοφοκλής 44, 258, 314, 358 Οράτιος 171, 317, 331 Στάλιν 134 Ουμανισμός 20 Στρίγγλα που έγινε αρνάκι, Η 350 Ουτοπία 23, 50, 66, 283, 309, 310 Στρίντμπεργκ 203 Συνωμοσία της πυρίτιδας 76, 111, Πάλλης 13 261 Παύλος 231 Σωκράτης 71, 123 Παρμενίδης 20, 156 Περικλής 89, 96, 299, 325 Τάκιτος 137 Πετράρχης 141 Τέλος καλό, όλα καλά 89, 233, 326, 347 Πίνδαρος 133, 314 Τίμων ο Αθηναίος 326, 355 Πλάτων 33, 35, 123, 177, 217, 317, Τίτος Ανδρόνικος 58, 77, 136 324, 331, 358 Τίτος Λίβιος 80, 279 Πλαύτος 323 τρελοί 365-370 Πλούταρχος 28, 35, 94, 136, 140, 144, Τρικυμία 20, 48, 63, 77, 186, 299-315, 152, 279, 280, 293 329, 333, 350, 366 Πλωρίτης 331, 345, 365 «Τροχός της Τύχης», Ο 44 Πόλεμος των Δύο Ρόδων 31, 99 Τρωίλος και Χρνσίδα 21, 38, 76, 77, Πολύβιος 80 222-230, 325, 339, 366, 370 πουριτανοί 235 Τυδόρ 26, 84, 85, 87, 94, 99 Πρόσχαρες κυρίες του Γονίνδσορ 18, 58 Πρωταγόρας 175 Ύβρις 70 Πυθαγόρας 35 υποκρισία 117, 231 Ριχάρδος Β' 40, 44, 46, 62, 64, 81, 82, Φύση 262 84, 92, 140, 183, 277, 317, 319, 322, 328, 340 Χειμωνιάτικο παραμύθι 299, 300, 303, Ριχάρδος Γ 32, 46, 50, 58, 63, 64, 70, 312, 329, 357 81, 94, 97-134, 203, 213, 258, 280, Χίτλερ 43, 134, 196, 286 325, 321, 326, 332, 333, 340 χρήμα 18, 193, 355-361 Ρωμα'ιος και Ιουλιέττα 224, 245 394 Ο Π Ο ΛΙΤΙΚ Ο Σ ΣΑ ΙΞΠ Η Ρ - Η ΤΡ ΑΓΩ Δ ΙΑ ΤΗ Σ Ε Ξ Ο ΤΣ ΙΑ Σ Acton 145 Hazlitt 62, 207 Hegel 67 Bacon Fr. 53, 58 Heme 189 Balzac 177 Henslowe 347 Baudelaire 69 Hobbes 323 Beckett 53 Holinshed 322 Beethoven 279 Blake 102 Keats 62 Bodin 41 Bond 264 La Boetie 50 Bradley 62, 207, 208, 211 Lamb 269 Brecht 21, 134, 279 Buchanan 52 M agtia Carta 53, 81 Burke 61, 211 Marlowe 190, 196, 320 Marsiglio da Padova 52 Cade Jack 29, 309, 317, 318, 321 Marx 67, 283 Camus 177 Milton 102 Chambers 141 Montaigne 21, 50, 141, 309 Cinthio 202, 217 More 23, 50, 77, 66, 94, 100, 283, 309, Coleridge 61, 325 310, 328, 338 Commedia d ell’arte 366 Morton 23 Monfort Simon de 55 Dante 21 Dekker 347 Rabelais 21, 331 Descartes 20 Raleigh W . 80 Diderot 161 Renan 307 Donne 21, 68, 261 Romilly 28, 44 Dryden 53 Rousseau 67 Eliot T. S 155, 220 Shelley 23, 29 E lyot Thom as 37, 66 Simpson 63 Spencer 317 Freud 161 Swift 310, 331 Ionesco 140 Tennyson 26 Jarry 161 W eber M. 138 Jones 161, 174 W entw orth 55 Jonson B en 59, 147, 320, 337 W illiam of Ockham 52 Johnson Samuel 68 W olsey 23, 28, 48, 94, 171 Joyce 161 Η μ ελ έτη α υτή εσ τιά ζ ε τ α ι στην π ολιτική π λ ευ ρ ά το υ σ α ιξπ η ρ ικ ο ύ έρ γ ο υ , π ο υ έχ ει δ ιχ ά σ ει τ ο υ ς σ χ ο λ ια σ τές τ ο υ : Π ολλοί δια τείνοντα ι π ω ς ο ποιητής ήταν υπ έρ μ α χος τη ς α π όλυτη ς μ ον α ρ χία ς,τη ς ιερ α ρ χία ς, τ η ς τ ά ξ η ς , κα ι « μ ισ ό δ η μ ο ς » , εχ θ ρ ό ς τ ο υ λ α ο ύ . Α ν τίθ ετα , ά λ λ ο ι υ π ο σ τ η ρ ίζ ο υ ν π ω ς σ τ ά θ η κ ε ο ξ ύ ς ε π ικ ρ ιτ ή ς τ η ς ε ξ ο υ σ ί α ς - α να γκα ίου κ α κ ο ύ και πηγής π λ είσ τω ν δεινών γ ια χ ώ ρ ες κα ι λ α ο ύ ς. Μ ε τη δ εύ τερ η άποψη σ υ ν τά σ σετα ι ο σ υ γ γ ρ α φ έα ς α υτού το υ β ι βλίου, Κ α ι επ ιχ ειρ εί την α π ο δ εικ τικ ή τη ς. ανα λύοντα ς τ α κ υ ρ ιό τε- ρα σαιξπηρικά έργα π ο υ ασχολούνται μ ε α υτό τ ο «κυρίαρχο θέμα», ό π ω ς τ ο ον ομ ά ζει ο ίδιο ς. Ε ξετά ζ ετα ι, α κ ό μ α ,η (τόσο αμφιλεγόμενη) στάση του ποιητή α π έ ναντι σ το ν λ α ό . Κ α θ ώ ς κ α ι τ ο π ρ ό β λ η μ α τ η ς « τ α υ τ ό τ η τ α ς » τ ο υ Σ α ίξ π η ρ . σ ε συνάρτηση μ ε την π λ η θω ρ ικ ή π α ρ ο υ σ ία τ η ς θ ε α τ ρ ι κής πράξης σ το έργο το υ . Τ έλ ο ς.η στάση του απέναντι στο χρήμα και στην τ ρ έ λ α , π ρ α γ μ α τικ ή ή π λ α σ τή . Στο εξώφυλλο: Eugene Delacroix, «Ο 1μλετ.ο Οράτιος και οι νεκροθάφτες». Μουσείο Λούβρου.Παρίσι. Φωτογραφία: RMN/D. Anmudet /G. Β. wvvw.kastaniotis.com e-mail:
[email protected]